![]() |
![]() |
![]() |
[455a4] Διὰ τί δὲ καθεύδει καὶ ἐγρήγορε καὶ διὰ ποίαν τινὰ αἴσθησιν ἢ ποίας͵ εἰ διὰ πλείους͵ σκεπτέον. | 1. Διατι δε κοιμώνται και γρηγορούσι τα ζώα, και εις ποίαν αίσθησιν ή εις ποίας αισθήσεις, αν εις πολλάς17 (ανήκει ο ύπνος και η εγρήγορσις) δέον να εξετάσωμεν. |
ἐπεὶ δ΄ ἔνια μὲν τῶν ζῴων ἔχει τὰς αἰσθήσεις πάσας͵ ἔνια δ΄ οὐκ ἔχει͵ οἷον ὄψιν͵ τὴν δ΄ ἁφὴν καὶ τὴν γεῦσιν ἅπαντα ἔχει͵ πλὴν εἴ τι τῶν ζῴων ἀτελές (εἴρηται δὲ περὶ αὐτῶν ἐν τοῖς Περὶ ψυχῆς)͵ ἀδύνατον δ΄ ἐστὶν ἁπλῶς ὁποιανοῦν αἴσθησιν αἰσθάνεσθαι τὸ καθεῦδον ζῷον͵ φανερὸν ὅτι πάσαις ἀναγκαῖον ὑπάρχειν τὸ αὐτὸ πάθος ἐν τῷ καλουμένῳ ὕπνῳ· εἰ γὰρ τῇ μέν͵ τῇ δὲ μή͵ ταύτῃ καθεῦδον αἰσθήσεται͵ τοῦτο δ΄ ἀδύνατον. | 2. Επειδή τινά μεν των ζώων έχουσιν όλας τας αισθήσεις, άλλα δε δεν έχουσι τινάς λ. χ. την όψιν, την ακοήν, άπαντα όμως έχουσι την αφήν και την γεύσιν, εκτός των ατελών ζώων (περί δε τούτων ωμιλήσαμεν εν τη πραγματεία περί Ψυχής), και επειδή είναι απολύτως αδύνατον18 να έχη οιανδήποτε αίσθησιν το κοιμώμενον ζώον, είναι φανερόν ότι αναγκαίως υπάρχει εις πάσας τας αισθήσεις το πάθημα τούτο (η αναισθησία) κατά τον λεγόμενον ύπνον. Διότι, εάν ζώόν τι ησθάνετο μεν διά ταύτης της αισθήσεως ουχί δε δι' εκείνης, θα ησθάνετο διά της πρώτης τούτων, όταν κοιμάται, και τούτο είναι αδύνατον. |
ἐπεὶ δ΄ ὑπάρχει καθ΄ ἑκάστην αἴσθησιν τὸ μέν τι ἴδιον͵ τὸ δέ τι κοινόν͵ ἴδιον μὲν οἷον τῇ ὄψει τὸ ὁρᾶν͵ τῇ δ΄ ἀκοῇ τὸ ἀκούειν͵ καὶ ταῖς ἄλλαις ἑκάστῃ κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον͵ ἔστι δέ τις καὶ κοινὴ δύναμις ἀκολουθοῦσα πάσαις͵ ᾗ καὶ ὅτι ὁρᾷ καὶ ἀκούει αἰσθάνεται (οὐ γὰρ δὴ τῇ γε ὄψει ὁρᾷ ὅτι ὁρᾷ͵ καὶ κρίνει δὴ καὶ δύναται κρίνειν ὅτι ἕτερα τὰ γλυκέα τῶν λευκῶν οὔτε γεύσει οὔτε ὄψει οὔτε ἀμφοῖν͵ ἀλλά τινι κοινῷ μορίῳ τῶν αἰσθητηρίων ἁπάντων· ἔστι μὲν γὰρ μία αἴσθησις͵ καὶ τὸ κύριον αἰσθητήριον ἕν͵ τὸ δ΄ εἶναι αἰσθήσει τοῦ γένους ἑκάστου ἕτερον͵ οἷον ψόφου καὶ χρώματος)͵ | 3. Τω όντι εις εκάστην αίσθησιν υπάρχει αφ' ενός η ιδία αυτής δύναμις και αφ' ετέρου η κοινή εις πάσας, ίδιον π.χ. της όψεως είναι το να βλέπη, της δε ακοής το να ακούη, και περί των άλλων αισθήσεων ομοίως· υπάρχει όμως και κοινή τις δύναμις ακολουθούσα και συνοδεύουσα πάσας τας αισθήσεις, διά της οποίας έχει τις την συνείδησιν, ότι και βλέπει και ακούει. Διότι βεβαίως δεν βλέπομεν διά της όψεως ότι βλέπομεν. Και διακρίνομεν και δυνάμεθα να διακρίνωμεν ότι τα γλυκέα είναι διάφορα των λευκών ούτε διά της γεύσεως, ούτε διά της όψεως, ούτε διά των δύο ομού, αλλά διά τινος δυνάμεως της ψυχής κοινής εις όλα τα αισθητήρια. Διότι η αίσθησις είναι μία και εν είναι το κύριον αισθητήριον όργανον· αλλ' όμως το είναι (το χαρακτηριστικόν) εκάστου είδους αισθήσεως μένει διάφορον· άλλο είναι π.χ. το του ήχου και άλλο το του χρώματος. |
τοῦτο δ΄ ἅμα τῷ ἁπτικῷ μάλιστα ὑπάρχει (τοῦτο μὲν γὰρ χωρίζεται τῶν ἄλλων αἰσθητηρίων͵ τὰ δ΄ ἄλλα τούτου ἀχώριστα͵ εἴρηται δὲ περὶ αὐτῶν ἐν τοῖς Περὶ ψυχῆς θεωρήμασιν)͵ φανερὸν τοίνυν ὅτι τούτου ἐστὶ πάθος ἡ ἐγρήγορσις καὶ ὁ ὕπνος. διὸ καὶ πᾶσιν ὑπάρχει τοῖς ζῴοις· καὶ γὰρ ἡ ἁφὴ μόνη πᾶσιν· | 4. Αύτη δε η κοινή δύναμις είναι συνδεδεμένη προ πάντων με την αίσθησιν της αφής, διότι η αίσθησις αύτη δύναται να υπάρχη χωριστή από των άλλων αισθήσεων, αι άλλαι όμως δεν είναι χωρισταί απ' αυτής. Περί τούτων δε είπομεν εις την περί Ψυχής θεωρίαν. Φανερόν είναι λοιπόν ότι της κοινής ταύτης αισθήσεως πάθη είναι η εγρήγορσις και ο ύπνος, και διά τούτο υπάρχουσιν εις όλα τα ζώα, διότι και μόνη η αφή είναι κοινή εις πάντα τα ζώα. |
εἰ γὰρ τῷ πάσας τι πεπονθέναι τὰς αἰσθήσεις ἐγίγνετο τὸ καθεύδειν͵ ἄτοπον εἰ αἷς οὔτε ἀνάγκη οὔτε δυνατὸν τρόπον τινὰ ἐνεργεῖν ἅμα͵ ταύτας ἀναγκαῖον ἀργεῖν ἅμα καὶ ἀκινητί ζειν· τοὐναντίον γὰρ εὐλογώτερον συνέβαινεν ἂν αὐταῖς͵ τὸ μὴ ἅμα ἠρεμεῖν. | Τω όντι, εάν ο ύπνος συνίστατο εις το ότι πάσαι αι αισθήσεις πάσχουσί τι, θα ήτο άτοπον αν αισθήσεις, αίτινες ούτε αναγκαίον είναι ούτε δυνατόν κατ' ουδένα τρόπον να ενεργώσι19 συγχρόνως, όμως μένωσιν εν αργία και ακινησία συγχρόνως. Το εναντίον· θα συνέβαινεν εις αυτά ευλογώτερον, να μη ηρεμώσι συγχρόνως20. |
ὡς δὲ νῦν λέγομεν͵ εὐλόγως ἔχει καὶ περὶ τούτων· τοῦ γὰρ κυρίου τῶν ἄλλων πάντων αἰσθητηρίου͵ καὶ πρὸς ὃ συντείνει τἆλλα͵ πεπονθότος τι συμπάσχειν [455b] ἀναγκαῖον καὶ τὰ λοιπὰ πάντα͵ ἐκείνων δέ τινος ἀδυνατοῦν τος οὐκ ἀνάγκη τοῦτ΄ ἀδυνατεῖν. | 5. Η εξήγησις, την οποίαν ημείς λέγομεν, είναι ορθή ως προς ταύτα τα φαινόμενα· διότι, όταν το αισθητήριον το δεσπόζον πάντων των άλλων και εις το οποίον τα άλλα αναφέρονται, πάθη τι, αναγκαίως συμπάσχουσι και πάντα τα άλλα, όταν όμως εν τούτων ασθενήση, δεν πρέπει κατ' ανάγκην να ασθενήση και εκείνο. |
φανερὸν δὲ ἐκ πολλῶν ὅτι οὐκ ἐν τῷ τὰς αἰσθήσεις ἀργεῖν καὶ μὴ χρῆσθαι αὐταῖς ὁ ὕπνος͵ οὐδ΄ ἐν τῷ μὴ δύνασθαι αἰσθάνεσθαι (καὶ γὰρ ἐν ταῖς λειποψυχίαις τοιοῦτόν τι συμβαίνει· ἀδυναμία γὰρ αἰσθήσεως ἡ λειποψυχία͵ γίγνονται δὲ καὶ ἔκνοιαί τινες τοιαῦται· ἔτι δ΄ οἱ τὰς ἐν τῷ αὐχένι φλέβας καταλαμβανόμενοι ἀναίσθητοι γίγνονται)͵ ἀλλ΄ ὅταν ἡ ἀδυναμία τῆς χρήσεως μήτ΄ ἐν τῷ τυχόντι αἰσθητηρίῳ͵ μήτε δι΄ ἣν ἔτυχεν αἰτίαν͵ ἀλλά͵ καθάπερ εἴρηται νῦν͵ ἐν τῷ πρώτῳ ᾧ αἰσθάνεται πάντων· ὅταν μὲν γὰρ τοῦτ΄ ἀδυνατήσῃ͵ ἀνάγκη καὶ τοῖς αἰσθητηρίοις πᾶσιν ἀδυνατεῖν αἰσθέσθαι͵ ὅταν δ΄ ἐκείνων τι͵ οὐκ ἀνάγκη τούτῳ. | Είναι δε φανερόν εκ πολλών παρατηρήσεων, ότι ο ύπνος δεν συνίσταται εις το ότι αι αισθήσεις αργούσι και δεν γίνεται χρήσις αυτών, ούτε εις το ότι δεν δύνανται21 να αισθάνωνται, διότι και εις τας λιποθυμίας συμβαίνει η αναισθησία αύτη, επειδή η λιποθυμία είναι αδυναμία των αισθήσεων22. Συμβαίνουσι δε και παραφροσύναι όμοια έχουσαι φαινόμενα. Προσέτι δε διά της συμπιέσεως των φλεβών του αυχένος γίνεταί τις αναίσθητος23. Όταν όμως η αδυναμία της χρήσεως του αισθάνεσθαι δεν εξηγήται διά τινος των αισθητηρίων ούτε διά την τυχούσαν αιτίαν, η εξήγησις ευρίσκεται, ως ήδη είπομεν, εν τω πρώτω αισθητηρίω (τη καρδία), δι' ου η ψυχή αισθάνεται πάντα. Διότι, όταν τούτο αδυνατήση, αναγκαίως και τα αισθητήρια πάντα αδυνατούσι να αισθάνωνται, όταν δε τι εκ τούτων αδυνατήση, δεν αδυνατεί αναγκαίως και εκείνο. |
δι΄ ἣν δ΄ αἰτίαν συμβαίνει τὸ καθεύδειν͵ καὶ ποῖόν τι τὸ πάθος ἐστί͵ λεκτέον. | 6. Πρέπει δε να εξηγήσωμεν διά ποίαν αιτίαν συμβαίνει ο ύπνος και οποία είναι η φύσις του παθήματος τούτου. |
ἐπεὶ δὲ τρόποι πλείους τῆς αἰτίας (καὶ γὰρ τὸ τίνος ἕνεκεν͵ καὶ ὅθεν ἡ ἀρχὴ τῆς κινήσεως͵ καὶ τὴν ὕλην καὶ τὸν λόγον αἴτιον εἶναί φαμεν)͵ πρῶτον μὲν οὖν ἐπειδὴ λέγομεν τὴν φύσιν ἕνεκά του ποιεῖν͵ τοῦτο δὲ ἀγαθόν τι͵ τὴν δ΄ ἀνάπαυσιν παντὶ τῷ πεφυκότι κινεῖσθαι͵ μὴ δυναμένῳ δ΄ ἀεὶ καὶ συνεχῶς κινεῖσθαι μεθ΄ ἡδονῆς͵ ἀναγκαῖον εἶναι καὶ ὠφέλιμον͵ τῷ δὲ ὕπνῳ αὐτῇ τῇ ἀληθείᾳ προσάπτουσι τὴν μεταφορὰν ταύτην ὡς ἀναπαύσει ὄντι ὥστε σωτηρίας ἕνεκα τῶν ζῴων ὑπάρχει. | 7. Επειδή δε πολλά είναι τα είδη της αιτίας24, διότι αίτιον καλούμεν και το ένεκα τίνος (γίνεταί τι), και την αρχήν (οπόθεν προέρχεται η κίνησις), και την ύλην και τον λόγον (το είδος), λέγομεν λοιπόν πρώτον ότι η φύσις ενεργεί πάντοτε χάριν σκοπού τινος, ούτος δε είναι αγαθόν τι. Εις παν δε ον, το οποίον φυσικώς κινείται, αλλά δεν δύναται πάντοτε και συνεχώς να κινήται ευαρέστως, η ανάπαυσις είναι αναγκαία και ωφέλιμος· και μετά πάσης αληθείας εφαρμόζεται η μεταφορά αύτη εις τον ύπνον, διότι είναι ανάπαυσις. Ώστε ο ύπνος υπάρχει χάριν της συντηρήσεως των ζώων. |
ἡ δ΄ ἐγρήγορσις τέλος· τὸ γὰρ αἰσθάνεσθαι καὶ τὸ φρονεῖν πᾶσι τέλος οἷς ὑπάρχει θάτερον αὐτῶν. βέλτιστα γὰρ ταῦτα͵ τὸ δὲ τέλος βέλτιστον. ἔτι δὲ ἀναγκαῖον ἑκάστῳ τῶν ζῴων ὑπάρχειν τὸν ὕπνον. λέγω δ΄ ἐξ ὑποθέσεως τὴν ἀνάγκην͵ ὅτι εἰ ζῷον ἔσται ἔχον τὴν αὑτοῦ φύσιν͵ ἐξ ἀνάγκης τινὰ ὑπάρχειν αὐτῷ δεῖ͵ καὶ τούτων ὑπαρχόντων ἕτερα ὑπάρχειν. | Το τέλος δε, δι' ο υπάρχει ο ύπνος, είναι η εγρήγορσις, διότι η αίσθησις και η νόησις είναι ο σκοπός πάντων, όσα έχουσι την μίαν ή την άλλην αυτών25, αύται δε είναι αι ύψισται ενέργειαι εκείνων, το δε τέλος εκάστου όντος είναι το ύψιστον. Επομένως πρέπει αναγκαίως να έχη τον ύπνον έκαστον ζώον. 8. Λέγω δε αναγκαίως εκ της υποθέσεως, ότι δηλ. εάν ζώόν τι μέλλη να συντηρήση την ιδίαν εαυτού φύσιν, αναγκαίως πρέπει να έχη δυνάμεις τινάς26 και, όταν ταύτας έχη, πρέπει να έχη και άλλας27 τινάς. |
ἔτι δὲ ποίας κινήσεως καὶ πράξεως ἐν τοῖς σώμασι γιγνομένης συμβαίνει τότε ἐγρηγορέναι καὶ τὸ καθεύδειν τοῖς ζῴοις͵ μετὰ ταῦτα λεκτέον. τοῖς μὲν οὖν ἄλλοις ζῴοις καθάπερ τοῖς ἐναίμοις ὑποληπτέον εἶναι τὰ αἴτια τοῦ πάθους ἢ ταὐτὰ ἢ τὰ ἀνάλογον͵ τοῖς δ΄ ἐναίμοις ἅπερ τοῖς ἀνθρώποις· ὥστε ἐκ τούτων πάντα θεωρητέον. | 9. Θα εξηγήσωμεν μετά ταύτα ποία σωματική κίνησις και ποία πραξις γίνεται εις τα ζώα, ίνα επέρχηται εγρήγορσις και ύπνος. Εις μεν τα άλλα ζώα πρέπει να παραδεχθώμεν, ότι αίτια των παθών τούτων είναι τα αυτά ή ανάλογα προς τα των εναίμων ζώων. Εις δε τα άναιμα28 τα αίτια είναι τα αυτά τα οποία είναι εις τους ανθρώπους. Ώστε διά των επί των ανθρώπων παρατηρήσεων δέον να εξηγήσωμεν πάντα. |
ὅτι μὲν οὖν ἡ τῆς αἰσθήσεως ἀρχὴ γίγνεται [456a] ἀπὸ τοῦ αὐτοῦ μέρους τοῖς ζῴοις ἀφ΄ οὗπερ καὶ ἡ τῆς κινήσεως͵ διώρισται πρότερον ἐν ἑτέροις. αὕτη δέ ἐστι τριῶν διωρισμένων τόπων ὁ μέσος κεφαλῆς καὶ τῆς κάτω κοιλίας. τοῖς μὲν οὖν ἐναίμοις τοῦτ΄ ἐστὶ τὸ περὶ τὴν καρδίαν μέρος. πάντα γὰρ τὰ ἔναιμα καρδίαν ἔχει͵ καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς κινήσεως καὶ τῆς αἰσθήσεως τῆς κυρίας ἐντεῦθέν ἐστιν. | 10. Πρότερον ήδη ωρίσαμεν αλλαχού ότι η αρχή της αισθήσεως εις τα ζώα υπάρχει εις το αυτό μέρος όπου και η αρχή της κινήσεως29. Εκ των τριών δε τόπων εις τους οποίους διαιρείται το σώμα, η αρχή αύτη είναι ο μέσος τόπος μεταξύ της κεφαλής και της κοιλίας. Και εις μεν τα έναιμα ζώα το μέρος τούτο είναι το περί την καρδίαν, διότι όλα τα έναιμα έχουσι καρδίαν και αυτή είναι η αρχή της κινήσεως και της κυρίας αισθήσεως (της κοινής). |
τῆς μὲν οὖν κινήσεως φανερὸν ὅτι καὶ ἡ τοῦ πνεύματος ἀρχὴ καὶ ὅλως ἡ τῆς καταψύξεώς ἐστιν ἐνταῦθα͵ καὶ τὸ ἀναπνεῖν τε καὶ τὸ τῷ ὑγρῷ καταψύχεσθαι πρός γε τὴν σωτηρίαν τοῦ ἐν τούτῳ μορίῳ θερμοῦ ἡ φύσις πεπόρικεν· ῥηθήσεται δὲ περὶ αὐτῆς ὕστερον καθ΄ αὑτήν. | Είναι δε φανερόν ότι ενταύθα είναι η αρχή της κινήσεως, και η της αναπνοής, και γενικώς η της ψύξεως, και ότι η φύσις τα όργανα, τα οποία αναπνέουσι30 και εκείνα τα οποία ψύχονται διά μέσου του υγρού31, τα έπλασεν ίνα διατηρώσι την θερμότητα εις το μέρος τούτο. Περί της αρχής ταύτης θεωρουμένης καθ' εαυτήν θα είπωμεν ύστερα. |
τοῖς δὲ ἀναίμοις καὶ τοῖς ἐντόμοις καὶ μὴ δεχομένοις πνεῦμα ἐν τῷ ἀνάλογον τὸ σύμφυτον πνεῦμα ἀναφυσώμενον καὶ συνιζάνον φαίνεται. δῆλον δὲ τοῦτο ἐπὶ τῶν ὁλοπτέρων͵ οἷον σφηκῶν καὶ μελιττῶν͵ καὶ ἐν ταῖς μυίαις καὶ ὅσα τοιαῦτα. | Εις δέ τα ζώα τα οποία δεν έχουσιν αίμα, τα έντομα και όσα δεν δέχονται αέρα, φαίνεται ότι αήρ έμφυτος εις αυτά αναφυσάται και καταβαίνει εις μέρος του σώματος ανάλογον (με τους πνεύμονας των εναίμων). Φανερόν δε είναι τούτο εις τα ολόπτερα32 έντομα, ως εις τας σφήκας, τας μελίσσας τας μυίας και τα όμοια. |
ἐπεὶ δὲ κινεῖν μέν τι ἢ ποιεῖν ἄνευ ἰσχύος ἀδύνατον͵ ἰσχὺν δὲ ποιεῖ ἡ τοῦ πνεύματος κάθεξις͵ τοῖς μὲν εἰσφερομένοις ἡ θύραθεν͵ τοῖς δὲ μὴ ἀναπνέουσιν ἡ σύμφυτος (διὸ καὶ βομβοῦντα φαίνεται τὰ πτερωτά͵ ὅταν κινῆται͵ τῇ τρίψει τοῦ πνεύματος προσπίπτοντος πρὸς τὸ ὑπόζωμα τῶν ὁλοπτέρων)͵ κινεῖται δὲ πᾶν αἰσθήσεώς τινος γενομένης͵ ἢ οἰκείας ἢ ἀλλοτρίας͵ ἐν τῷ πρώτῳ αἰσθητηρίῳεἰ δή ἐστιν ὁ ὕπνος καὶ ἡ ἐγρήγορσις πάθη τοῦ μορίου τούτου͵ ἐν ᾧ μὲν τόπῳ καὶ ἐν ᾧ μορίῳ πρώτῳ γίγνεται ὁ ὕπνος καὶ ἡ ἐγρήγορσις͵ φανερόν. | 11. Αλλ' επειδή είναι αδύνατον χωρίς ισχύος να κινήση τις ή να ενεργήση τι, ισχύν εμποιεί η κατάσχεσις (κράτησις) της πνοής, είτε αύτη έρχεται έξωθεν, ως εις τα εισπνέοντα, είτε είναι σύμφυτος, ως εις τα μη αναπνέοντα, δια τούτο δε και τα πτερωτά έντομα φαίνεται ότι βομβούσιν, όταν κινώνταις διότι διασπάται ο αήρ πίπτων εις το διάφραγμα των ολοπτέρων. 12. Κινείται δε παν ζώον, όταν εις το πρώτον αισθητήριον διεγείρηται αίσθημα είτε οικείον33, είτε έξωθεν34. Εάν δε ο ύπνος και η εγρήγορσις είναι πάθη του μέρους τούτου του σώματος, είναι φανερόν εις ποίον τόπον και εις ποίον έσχατον μέρος του σώματος έχουσι την πηγήν των ο ύπνος και η εγρήγορσις. |
κινοῦνται δ΄ ἔνιοι καθεύδοντες καὶ ποιοῦσι πολλὰ ἐγρηγορικά͵ οὐ μέντοι ἄνευ φαντάσματος καὶ αἰσθήσεώς τινος· τὸ γὰρ ἐνύπνιόν ἐστιν αἴσθημα τρόπον τινά· λεκτέον δὲ περὶ αὐτῶν ὕστερον. | 13. Τινές δε κινούνται εν ώ κοιμώνται και κάμνουσι πολλά ανήκοντα εις την εγρήγοοσιν και ουχί βεβαίως άνευ φαντασίας και τινος αισθήματος. Διότι το ενύπνιον είναι τρόπον τινά εν αίσθημα. Αλλά περί τούτου θα πραγματευθώμεν ύστερον. |
διότι δὲ τὰ μὲν ἐνύπνια μνημονεύουσιν ἐγερθέντες͵ τὰς δ΄ ἐγρηγορικὰς πράξεις ἀμνημονοῦσιν͵ ἐν τοῖς Προβληματικοῖς εἴρηται. | 14. Διατί δε τα μεν όνειρα ενθυμούμεθα, όταν εγερθώμεν, αλλά τας κατά την εγρήγορσιν πράξεις δεν ενθυμούμεθα πάντοτε, περί τούτου είπομεν εις τα Προβλήματα. |
(17) Κατά τον Αριστοτέλη ο ύπνος προσβάλλει κυρίως την κοινήν ή πρώτην αίσθησιν, ήτις είναι η αίσθησις η συλλέγουσα πάντα τα αισθήματα, και άνευ της οποίας ταύτα δεν θα εγίνοντο.
(18) Εάν εν τοις ονείροις αισθάνεται το ζώον, τα αισθήματα ταύτα είναι όλως διάφορα των συνήθων αισθημάτων.
(19) Αι διάφοροι αισθήσεις δεν ενεργούσι συγχρόνως, ή τουλάχιστον η ψυχή δεν δύναται να αντιληφθή συγχρόνως δύο διάφορα αισθήματα.
(20) Διότι ενεργούσι συγχρόνως.
(21) Ουχί διότι ο ύπνος προσβάλλει αυτούς. Αλλά διότι προσβάλλει την αρχιχήν αίσθησιν άνευ της οποίας αι άλλαι δεν είναι.
(22) Και όμως τότε δεν υπάρχει ύπνος.
(23) Η πίεσις των καρωτίδων φλεβών φέρει λιποθυμίαν. Ο Αριστοτέλης δεν διακρίνει τας φλέβας από των αρτηριών.
(24) Η τελική, η ποιητική, η υλική και η ειδική.
(25) Διότι ουχί πάντα έχουσι και τας δύο.
(26) Λ. χ. την νόησιν και την αίσθησιν.
(27) Λ. χ. τον ύπvov και την εγρήγορσιν.
(29) Η κίνησις έχει πολλάς σημασίας. Ο Αριστοτέλης ομιλεί περί διανοητικών και περί τοπικών κινήσεων. Είναι δε: 1) η κατά ποσόν ή μέγεθος κίνησις ήτοι αύξησις και φθίσις· 2) η κατά ποιόν κίνησις ή αλλοίωσις· 3) η κατά το πού ή φορά· 4) η κατ' ουσίαν μεταβολή, ήτοι γένεσις και φθορά.
(31) Εν τω ύδατι, εξ ου λαμβάνουσι την ψύξιν την αναγκαίαν προς συντήρησιν της ζωής.
(32) Ολόπτερα είναι εκείνα, ων αι πτέρυγες είναι εκ μιας μόνης μεμβράνης και δεν διαιρούνται εις πτερά καθώς εις τα πτηνά.
(34) Διεγειρόμενον υπό των εξωτερικών πραγμάτων.