Ἀριστοτέλους

Περὶ Ψυχῆς

Μετάφραση-Σχόλια: Παύλου Γρατσιάτου

ΒΙΒΛΙΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ, ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η'
Περί ακοής. Περί ήχου. Όροι ήχου τρεις: ηχητικά σώματα, μη ηχητικά σώματα και ηχώ. Ο αήρ δεν παράγει τον ήχον, αλλ' άνευ αέρος δεν είναι αισθητός ο ήχος. Λειτουργία του αέρος εν τη ακοή. Λειτουργία του ωτός. Αίσθησις ήχου εν τω ύδατι. Το βαρύ και το οξύ. Περί φωνής· ζώα άφωνα. Λειτουργία λάρυγγος και πνεύμονος. Ιδιάζον χαρακτηριστικόν της φωνής.

419b4

   Νῦν δὲ πρῶτον περὶ ψόφου καὶ ἀκοῆς διορίσωμεν. ἔστι δὲ διττὸς ὁ ψόφος· ὁ μὲν γὰρ ἐνέργειά τις, ὁ δὲ δύναμις· τὰ μὲν γὰρ οὔ φαμεν ἔχειν ψόφον, οἷον σπόγγον, ἔρια, τὰ δ' ἔχειν, οἷον χαλκὸν καὶ ὅσα στερεὰ καὶ λεῖα, ὅτι δύναται ψοφῆσαι (τοῦτο δ' ἐστὶν αὐτοῦ μεταξὺ καὶ τῆς ἀκοῆς ἐμποιῆσαι ψόφον ἐνεργείᾳ)·

1. Τώρα θα πραγματευθώμεν πρώτον πάντων περί της ακοής και περί του ήχου. Ο ήχος είναι διττός, ήτοι ο μεν είναι ενεργεία ήχος, ο δε δυνάμει· άλλα μεν σώματα λέγομεν ότι δεν έχουσιν ήχον, οποία είναι ο σπόγγος λ. χ. και τα έρια, άλλα δε ότι έχουσι, π. χ. ο χαλκός και όσα σώματα είναι στερεά και λεία, διότι δύνανται να ηχώσι, τουτ' έστι δύνανται να παράγωσιν ενεργεία ήχον μεταξύ αυτών και της ακοής διά μέσου τινός.

 

γίνεται δ' ὁ κατ' ἐνέργειαν ψόφος ἀεί τινος πρός τι καὶ ἔν τινι· πληγὴ γάρ ἐστιν ἡ ποιοῦσα. διὸ καὶ ἀδύνατον ἑνὸς ὄντος γενέσθαι ψόφον· ἕτερον γὰρ τὸ τύπτον καὶ τὸ τυπτόμενον· ὥστε τὸ ψοφοῦν πρός τι ψοφεῖ· πληγὴ δ' οὐ γίνεται ἄνευ φορᾶς. ὥσπερ δ' εἴπομεν, οὐ τῶν τυχόντων πληγὴ ὁ ψόφος· οὐθένα γὰρ ποιεῖ ψόφον ἔρια ἂν πληγῇ, ἀλλὰ χαλκὸς καὶ ὅσα λεῖα καὶ κοῖλα· ὁ μὲν χαλκὸς ὅτι λεῖος, τὰ δὲ κοῖλα τῇ ἀνακλάσει πολλὰς ποιεῖ πληγὰς μετὰ τὴν πρώτην, ἀδυνατοῦντος ἐξελθεῖν τοῦ κινηθέντος.

2. Παράγεται δε ο κατ' ενέργειαν (ο πραγματικός) ήχος πάντοτε υπό τινος σχετικώς πρός τι και εντός τινος (μέσου) (1). Το κτύπημα είναι εκείνο το οποίον παράγει τον ήχον. Διά τούτο είναι αδύνατον να γείνη ήχος, εάν εν σώμα υπάρχη μόνον, διότι άλλο είναι το κρούον και άλλο το κρουόμενον. Επομένως το ηχούν σώμα ηχεί πρός τι (ήτοι όχι μόνον, αλλά σχετιζόμενον με άλλο). Αλλά κτύπημα δεν γίνεται άνευ κινήσεως τοπικής, Καθώς δ' είπομεν, ο ήχος δεν είναι αποτέλεσμα του τυχόντος κτυπήματος επί των τυχόντων σωμάτων, διότι ουδένα ήχον [σ. 80] παράγουσι τα έρια, αν κτυπηθώσιν, αλλ' ο χαλκός και όσα πράγματα είναι λεία και κοίλα. Ο μεν χαλκός ηχεί, διότι είναι λείος, τα δε κοίλα σώματα διά της ανακλάσεως μετά το πρώτον πλήγμα παράγουσι πολλά πλήγματα, καθ' όσον αδυνατεί να εξέλθη το κινηθέν (μέσον, λ. χ. ο αήρ).

 

ἔτι ἀκούεται ἐν ἀέρι, κἀν ὕδατι, ἀλλ' ἧττον, οὐκ ἔστι δὲ ψόφου κύριος ὁ ἀὴρ οὐδὲ τὸ ὕδωρ, ἀλλὰ δεῖ στερεῶν πληγὴν γενέσθαι πρὸς ἄλληλα καὶ πρὸς τὸν ἀέρα. τοῦτο δὲ γίνεται ὅταν ὑπομένῃ πληγεὶς ὁ ἀὴρ καὶ μὴ διαχυθῇ. διὸ ἐὰν ταχέως καὶ σφοδρῶς πληγῇ, ψοφεῖ· δεῖ γὰρ φθάσαι τὴν κίνησιν τοῦ ῥαπίζοντος τὴν θρύψιν τοῦ ἀέρος, ὥσπερ ἂν εἰ σωρὸν ἢ ὁρμαθὸν ψάμμου τύπτοι τις φερόμενον ταχύ.

3. Προσέτι ο ήχος ακούεται ου μόνον εν τω αέρι, αλλά και εν τω ύδατι, ασθενέστερος όμως. Αλλ' ούτε ο αήρ ούτε το ύδωρ είναι ο κύριος (μόνος) παράγων του ήχου, αλλά πρέπει να γείνη σύγκρουσις στερεών προς άλληλα και προς τον αέρα, γίνεται δε η προς τον αέρα κρούσις, όταν υπομένη ο κτυπηθείς αήρ και δεν διαλυθή(2). Διά τούτο ηχεί ο αήρ μόνον, όταν ταχέως και σφοδρώς κτυπηθή, διότι πρέπει η κίνησις του πλήττοντος τον αέρα να προλάβη την διάχυσιν τούτου ούτως, ως εάν τις έμελλε να πλήξη σωρόν ή νέφος άμμου ταχέως κινούμενον.

 

ἠχὼ δὲ γίνεται ὅταν, ἀέρος ἑνὸς γενομένου διὰ τὸ ἀγγεῖον τὸ διορίσαν καὶ κωλῦσαν θρυφθῆναι, πάλιν ὁ ἀὴρ ἀπωσθῇ, ὥσπερ σφαῖρα. ἔοικε δ' ἀεὶ γίνεσθαι ἠχώ, ἀλλ' οὐ σαφής, ἐπεὶ συμβαίνει γε ἐπὶ τοῦ ψόφου καθάπερ καὶ ἐπὶ τοῦ φωτός· καὶ γὰρ τὸ φῶς ἀεὶ ἀνακλᾶται (οὐδὲ γὰρ ἂν ἐγίνετο πάντῃ φῶς, ἀλλὰ σκότος ἔξω τοῦ ἡλιουμένου), ἀλλ' οὐχ οὕτως ἀνακλᾶται ὥσπερ ἀφ' ὕδατος ἢ χαλκοῦ ἢ καί τινος ἄλλου τῶν λείων, ὥστε σκιὰν ποιεῖν, ᾗ τὸ φῶς ὁρίζομεν.

4. Ηχώ δε γίνεται όταν υπό του αέρος, όστις ένεκα του αγγείου, όπερ περιώρισε και ημπόδισε αυτόν να διαχυθή, έγεινεν εις,(3) πάλιν αποκρουσθή ο αήρ ως σφαίρα (4). Φαίνεται δε ότι πάντοτε γίνεται ηχώ, αλλ' ουχί επαισθητή, δηλαδή συμβαίνει εις τον ήχον ό,τι και εις το φως. Διότι και το φως πάντοτε αντανακλάται (5), (διότι άλλως δεν θα εγίνετο πανταχού φως, αλλά θα υπήρχε σκότος έξω του υπό του ηλίου αμέσως φωτιζομένου σώματος), αλλά δεν αντανακλάται πανταχόθεν ούτως, όπως από του ύδατος ή του χαλκού ή άλλου τινός εκ των λείων σωμάτων αντανακλάται, ώστε να παράγη και σκιάν, δι' ης διακρίνομεν αυτό το φως.

 

τὸ δὲ κενὸν ὀρθῶς λέγεται κύριον τοῦ ἀκούειν. δοκεῖ γὰρ εἶναι κενὸν ὁ ἀήρ, οὗτος δ' ἐστὶν ὁ ποιῶν ἀκούειν, ὅταν κινηθῇ συνεχὴς καὶ εἷς. ἀλλὰ διὰ τὸ ψαθυρὸς

5. Το δε κενόν ορθώς θεωρείται ότι είναι κύριος όρος της [σ. 81] ακοής· διότι φαίνεται ότι το κενόν είναι ο αήρ· ούτος δε είναι όστις μας κάμνει να ακούωμεν, όταν λάβη μίαν και συνεχή κίνησιν (μέχρι του ωτός)· αλλ' επειδή είναι ευδιάλυτος,

420a

εἶναι οὐ γεγωνεῖ, ἂν μὴ λεῖον ᾖ τὸ πληγέν. τότε δὲ εἷς γίνεται ἅμα διὰ τὸ ἐπίπεδον· ἓν γὰρ τὸ τοῦ λείου ἐπίπεδον.

δεν ηχεί, αν μη είναι λείον το σώμα, όπερ έλαβε το πλήγμα. Τότε δε συγχρόνως με το κτύπημα γίνεται είς(6) ο αήρ ένεκα της επαφής του με την λείαν επιφάνειαν· διότι μία είναι η επιφάνεια του λείου σώματος (7).

 

   ψοφητικὸν μὲν οὖν τὸ κινητικὸν ἑνὸς ἀέρος συνεχείᾳ μέχρις ἀκοῆς. ἀκοῇ δὲ συμφυὴς <ἔστιν> ἀήρ· διὰ δὲ τὸ ἐν ἀέρι εἶναι, κινουμένου τοῦ ἔξω ὁ εἴσω κινεῖται. διόπερ οὐ πάντῃ τὸ ζῷον ἀκούει, οὐδὲ πάντῃ διέρχεται ὁ ἀήρ· οὐ γὰρ πάντῃ ἔχει ἀέρα †τὸ κινησόμενον μέρος καὶ ἔμψυχον†. αὐτὸς μὲν δὴ ἄψοφον ὁ ἀὴρ διὰ τὸ εὔθρυπτον· ὅταν δὲ κωλυθῇ θρύπτεσθαι, ἡ τούτου κίνησις ψόφος. ὁ δ' ἐν τοῖς ὠσὶν ἐγκατῳκοδόμηται πρὸς τὸ ἀκίνητος εἶναι, ὅπως ἀκριβῶς αἰσθάνηται πάσας τὰς διαφορὰς τῆς κινήσεως. διὰ ταῦτα δὲ καὶ ἐν ὕδατι ἀκούομεν, ὅτι οὐκ εἰσέρχεται πρὸς αὐτὸν τὸν συμφυῆ ἀέρα· ἀλλ' οὐδ' εἰς τὸ οὖς, διὰ τὰς ἕλικας. ὅταν δὲ τοῦτο συμβῇ, οὐκ ἀκούει· οὐδ' ἂν ἡ μῆνιγξ κάμῃ, ὥσπερ τὸ ἐπὶ τῇ κόρῃ δέρμα [ὅταν κάμῃ]. ἀλλ' οὐ σημεῖον τοῦ ἀκούειν ἢ μὴ τὸ ἠχεῖν τὸ οὖς ὥσπερ τὸ κέρας· ἀεὶ γὰρ οἰκείαν τινὰ κίνησιν ὁ ἀὴρ κινεῖται ὁ ἐν τοῖς ὠσίν, ἀλλ' ὁ ψόφος ἀλλότριος καὶ οὐκ ἴδιος. καὶ διὰ τοῦτό φασιν ἀκούειν τῷ κενῷ καὶ ἠχοῦντι, ὅτι ἀκούομεν τῷ ἔχοντι ὡρισμένον τὸν ἀέρα.

6. Ηχητικόν λοιπόν είναι το σώμα, το οποίον δύναται να παράγη μίαν συνεχή κίνησιν αέρος μέχρι της ακοής. Η ακοή είναι συμφυής με τον αέρα (8). Επειδή δε ο ήχος είναι εν τω αέρι, ο εντός του ωτός αήρ κινείται, όταν κινήται ο έξω αήρ. Διά τούτο το ζώον δεν ακούει πανταχού του σώματος, ουδέ ο αήρ εισχωρεί πανταχού· διότι δεν έχει πανταχού αέρα το ψυχικόν όργανον το μέλλον να κινηθή. Αυτός μεν ο αήρ είναι καθ' εαυτόν άψοφος, διότι είναι εύθρυπτος (ευδιάλυτος), όταν όμως εμποδισθή από του να διασκεδασθή, τότε η κίνησις του αέρος παράγει τον ήχον. Ο δε εντός των ώτων αήρ εγκαθιδρύθη ούτως, ώστε να μένη ακίνητος (αλλαχόθεν), όπως ακριβώς αισθάνηται πάσας τας διαφόρους κινήσεις. Διά ταύτα και εντός του ύδατος ακούομεν, διότι το ύδωρ δεν εισέρχεται εις αυτόν τον αέρα, όστις είναι συμφυής με την ακοήν (9), αλλ' ούτε εις το ους εισέρχεται ένεκα των ελίκων αυτού. Όταν όμως συμβή να εισέλθη ύδωρ, το ους δεν ακούει. Δεν ακούομεν ακόμη και όταν πάθη η μεμβράνα του τύμπανου, όπως δεν βλέπομεν [σ. 82], όταν πάθη ο επί της κόρης του οφθαλμού υμήν. Αλλά και απόδειξις ότι ακούομεν ή δεν ακούομεν είναι ότι το ους ηχεί πάντοτε, καθώς κέρας (10). Διότι ο αήρ, όστις είναι εντός των ώτων, πάντοτε κινείται ιδίαν έχων κίνησιν, καίτοι ο ήχος είναι ξένος (11) προς αυτόν και ουχί ίδιος αυτού. Και διά τούτο λέγουσιν, ότι ακούομεν διά του κενού και διά του ηχούντος σώματος, διότι ακούομεν διά τινος, όπερ περιέχει περιωρισμένον αέρα.

420a.19

   πότερον δὲ ψοφεῖ τὸ τυπτόμενον ἢ τὸ τύπτον; ἢ καὶ ἄμφω, τρόπον δ' ἕτερον; ἔστι γὰρ ὁ ψόφος κίνησις τοῦ δυναμένου κινεῖσθαι τὸν τρόπον τοῦτον ὅνπερ τὰ ἀφαλλόμενα ἀπὸ τῶν λείων, ὅταν τις κρούσῃ. οὐ δὴ πᾶν, ὥσπερ εἴρηται, ψοφεῖ τυπτόμενον καὶ τύπτον, οἷον ἐὰν πατάξῃ βελόνη βελόνην, ἀλλὰ δεῖ τὸ τυπτόμενον ὁμαλὸν εἶναι, ὥστε τὸν ἀέρα ἀθροῦν ἀφάλλεσθαι καὶ σείεσθαι.

7. Αλλ' άρά γε το πληττόμενον ηχεί ή το πλήττον; Και τα δύο ηχούσιν, αλλ' έκαστον κατά τρόπον διάφορον. Διότι ο ήχος είναι η κίνησις του δυναμένου να κινήται κατά τον αυτόν τρόπον, καθώς τα αναπηδώντα πράγματα κινούνται από των λείων σωμάτων, όταν τις κρούση αυτά. Αλλά, ως είπομεν, δεν ηχεί παν σώμα όταν τύπτηται ή τύπτη άλλο, ως π. χ. όταν οξεία άκρα κτυπήση οξείαν άκραν (βελόνης λ. χ.) Αλλά πρέπει το τυπτόμενον να είναι ομαλόν και να κινήται ούτως, ώστε ο αήρ αθρόος (ως μία μάζα) (12) να αναπηδά και να σείηται.

 

αἱ δὲ διαφοραὶ τῶν ψοφούντων ἐν τῷ κατ' ἐνέργειαν ψόφῳ δηλοῦνται· ὥσπερ γὰρ ἄνευ φωτὸς οὐχ ὁρᾶται τὰ χρώματα, οὕτως οὐδ' ἄνευ ψόφου τὸ ὀξὺ καὶ τὸ βαρύ. ταῦτα δὲ λέγεται κατὰ μεταφορὰν ἀπὸ τῶν ἁπτῶν· τὸ μὲν γὰρ ὀξὺ κινεῖ τὴν αἴσθησιν ἐν ὀλίγῳ χρόνῳ ἐπὶ πολύ, τὸ δὲ βαρὺ ἐν πολλῷ ἐπ' ὀλίγον. οὐ δὴ ταχὺ τὸ ὀξύ, τὸ δὲ βαρὺ βραδύ, ἀλλὰ γίνεται τοῦ μὲν διὰ τὸ τάχος ἡ κίνησις τοιαύτη, τοῦ δὲ διὰ βραδυτῆτα,

8. Αι δε διαφοραί των ηχούντων σωμάτων φανερούνται εις τον ενεργεία (πραγματικόν) ήχον αυτών. Καθώς άνευ φωτός δεν είναι ορατά τα χρώματα, ούτως άνευ ψόφου δεν διακρίνονται το οξύ και το βαρύ. Οξύ και βαρύ λέγονται κατά μεταφοράν από των αντικειμένων της αφής. Διότι το οξύ κινεί την αίσθησιν πολλάκις εις ολίγον διάστημα χρόνου, το δε βαρύ εις μακρόν χρονικόν διάστημα κινεί την αίσθησιν ολίγον. Βέβαια, δεν είναι ταχύ το οξύ, ούτε το βαρύ είναι βραδύ, αλλ' η κίνησις την οποίαν κάμνει εις την αίσθησιν το οξύ γίνεται με ταχύτητα, η δε κίνησις του άλλου γίνεται με βραδύτητα.

420b

καὶ ἔοικεν ἀνάλογον ἔχειν τῷ περὶ τὴν ἁφὴν ὀξεῖ καὶ ἀμβλεῖ· τὸ μὲν γὰρ ὀξὺ οἷον κεντεῖ, τὸ δ' ἀμβλὺ οἷον ὠθεῖ, διὰ τὸ κινεῖν τὸ μὲν ἐν ὀλίγῳ τὸ δὲ ἐν πολλῷ, ὥστε συμβαίνει τὸ μὲν ταχὺ τὸ δὲ βραδὺ εἶναι.

Και φαίνεται, ότι υπάρχει αναλογία τούτων με το οξύ και αμβλύ, άπερ γίνονται αισθητά διά της αφής. Το μεν οξύ τρόπον τινά κεντεί το όργανον, το δε αμβλύ [σ. 83] ωθεί αυτό, διότι το μεν κινεί εντός ολίγου χρόνου, το δε εντός πολλού χρόνου, ώστε συμβαίνει, ότι το μεν οξύ είναι ταχύ, το αμβλύ δε βραδύ.

 

   περὶ μὲν οὖν ψόφου ταύτῃ διωρίσθω. ἡ δὲ φωνὴ ψόφος τίς ἐστιν ἐμψύχου· τῶν γὰρ ἀψύχων οὐθὲν φωνεῖ, ἀλλὰ καθ' ὁμοιότητα λέγεται φωνεῖν, οἷον αὐλὸς καὶ λύρα καὶ ὅσα ἄλλα τῶν ἀψύχων ἀπότασιν ἔχει καὶ μέλος καὶ διάλεκτον. ἔοικε γάρ, ὅτι καὶ ἡ φωνὴ ταῦτ' ἔχει. πολλὰ δὲ τῶν ζῴων οὐκ ἔχουσι φωνήν, οἷον τά τε ἄναιμα καὶ τῶν ἐναίμων ἰχθύες (καὶ τοῦτ' εὐλόγως, εἴπερ ἀέρος κίνησίς τίς ἐστιν ὁ ψόφος), ἀλλ' οἱ λεγόμενοι φωνεῖν, οἷον <οἱ> ἐν τῷ Ἀχελῴῳ, ψοφοῦσι τοῖς βραγχίοις ἤ τινι ἑτέρῳ τοιούτῳ,

Αρκούσιν οι προσδιορισμοί ούτοι περί του ήχου.

9. Η δε φωνή είναι ήχος εμψύχου όντος· διότι ουδέν των αψύχων έχει φωνήν, αλλά μόνον καθ' ομοίωσιν λέγεται ότι φωνούσι· λ. χ. ο αυλός, η λύρα και όσα άλλα εκ των αψύχων λέγεται ότι έχουσι τάξιν, μέλος και έκφρασιν (13), φαίνεται δ' ότι έχουσιν εκείνα φωνήν, διότι και η φωνή έχει τας ιδιότητας ταύτας. Πολλά δε των ζώων δεν έχουσι φωνήν, λ. χ. τα άναιμα ζώα (14) και εκ των αναίμων οι ιχθύες. Και ευλόγως δεν έχουσιν, αφού ο ήχος είναι κίνησις αέρος. Οι δε ιχθύες, οίτινες λέγεται ότι έχουσι φωνήν, ως οι εν τω Αχελώω, παράγουσιν ήχον διά των βραγχίων ή άλλου τοιούτου οργάνου.

 

φωνὴ δ' ἐστὶ ζῴου ψόφος οὐ τῷ τυχόντι μορίῳ. ἀλλ' ἐπεὶ πᾶν ψοφεῖ τύπτοντός τινος καί τι καὶ ἔν τινι, τοῦτο δ' ἐστὶν ἀήρ, εὐλόγως ἂν φωνοίη ταῦτα μόνα ὅσα δέχεται τὸν ἀέρα. τῷ γὰρ ἤδη ἀναπνεομένῳ καταχρῆται ἡ φύσις ἐπὶ δύο ἔργα-καθάπερ τῇ γλώττῃ ἐπί τε τὴν γεῦσιν καὶ τὴν διάλεκτον, ὧν ἡ μὲν γεῦσις ἀναγκαῖον (διὸ καὶ πλείοσιν ὑπάρχει), ἡ δ' ἑρμηνεία ἕνεκα τοῦ εὖ, οὕτω καὶ τῷ πνεύματι πρός τε τὴν θερ- μότητα τὴν ἐντὸς ὡς ἀναγκαῖον <ὄν> (τὸ δ' αἴτιον ἐν ἑτέροις εἰρήσεται) καὶ πρὸς τὴν φωνὴν ὅπως ὑπάρχῃ τὸ εὖ.

10. Η φωνή λοιπόν είναι ήχος ζώου και δεν παράγεται διά του τυχόντος μέρους. Και επειδή πας ήχος παράγεται, εάν σώμα τι πλήττη και άλλο πλήττηται εντός τινος μέσου, όπερ είναι ο αήρ, ευλόγως δυνάμεθα να είπωμεν ότι εκείνα μόνα έχουσι φωνήν, όσα αναπνέουσι τον αέρα. Τω όντι, η φύσις χρησιμοποιεί τον αναπνεόμενον αέρα εις δύο σκοπούς· όπως την γλώσσαν μεταχειρίζεται και προς την γεύσιν και προς την διάλεκτον, εξ ων η μεν γεύσις είναι αναγκαία (διά δε τούτο υπάρχει εις τα πλείστα ζώα), η δε διάλεκτος σκοπόν έχει την ευζωίαν, ούτω και την πνοήν χρησιμοποιεί εις την εσωτερικήν θερμότητα, ήτις είναι αναγκαία (15), (το δε αίτιον θα είπωμεν αλλαχού) και προς την φωνήν, ίνα υπηρέτη εις την ευζωίαν.

 

ὄργανον δὲ τῇ ἀναπνοῇ ὁ φάρυγξ· οὗ δ' ἕνεκα τὸ μόριόν ἐστι τοῦτο, πνεύμων· τούτῳ γὰρ τῷ μορίῳ πλέον ἔχει τὸ θερμὸν τὰ πεζὰ τῶν ἄλλων. δεῖται δὲ τῆς ἀναπνοῆς καὶ ὁ περὶ τὴν καρδίαν τόπος πρῶτος. διὸ ἀναγκαῖον εἴσω ἀναπνεόμενον εἰσιέναι τὸν ἀέρα. ὥστε ἡ πληγὴ τοῦ ἀναπνεομένου ἀέρος ὑπὸ τῆς ἐν τούτοις τοῖς μορίοις ψυχῆς πρὸς τὴν καλουμένην ἀρτηρίαν φωνή ἐστιν (οὐ γὰρ πᾶς ζῴου ψόφος φωνή, καθάπερ εἴπομεν-ἔστι γὰρ καὶ τῇ γλώττῃ ψοφεῖν καὶ ὡς οἱ βήττοντες-ἀλλὰ δεῖ ἔμψυχόν τε εἶναι τὸ τύπτον καὶ μετὰ φαντασίας τινός· σημαντικὸς γὰρ δή τις ψόφος ἐστὶν ἡ φωνή)· καὶ οὐ τοῦ ἀναπνεομένου ἀέρος ὥσπερ ἡ βήξ,

11. Το όργανον της αναπνοής είναι ο φάρυγξ, και τούτο δε το όργανον υπάρχει χάριν άλλου, όπερ είναι ο πνεύμων. Διά του [σ. 84] πνεύμονας δε τα χερσαία ζώα έχουσι περισσοτέραν των άλλων ζώων θερμότητα. Έχει δε χρείαν της αναπνοής πρώτον πάντων ο πέριξ της καρδίας τόπος (16). Και διά τούτο πρέπει αναγκαίως να εισέρχηται εντός ο αήρ, όταν αναπνέωμεν. Ούτω το πλήγμα, όπερ ο αναπνεόμενος αήρ, διευθυνόμενος οπό της ψυχής εν τοις οργάνοις τούτοις, δίδει εις την καλουμένην αρτηρίαν, αποτελεί την φωνήν. Αλλά δεν είναι φωνή πας ήχος ζώου, ως είπομεν (διότι και διά της γλώσσης δυνάμεθα να κάμωμεν ήχον ή και ως οι βήχοντες). Αλλά πρέπει το πλήττον σώμα να είναι έμψυχον και να έχη παράστασιν (έννοιάν τινα), διότι η φωνή είναι ήχος σημαίνων τι, δεν είναι ψόφος του αναπνεομένου αέρος, καθώς είναι ο βήξ.

421a

ἀλλὰ τούτῳ τύπτει τὸν ἐν τῇ ἀρτηρίᾳ πρὸς αὐτήν.

Τουναντίον διά του αναπνεομένου τούτου αέρος το έμψυχον πλήττει τον εν τη αρτηρία αέρα εναντίον αυτής της αρτηρίας.

 

σημεῖον δὲ τὸ μὴ δύνασθαι φωνεῖν ἀναπνέοντα μηδ' ἐκπνέοντα, ἀλλὰ κατέχοντα· κινεῖ γὰρ τούτῳ ὁ κατέχων. φανερὸν δὲ καὶ διότι οἱ ἰχθύες ἄφωνοι· οὐ γὰρ ἔχουσι φάρυγγα. τοῦτο δὲ τὸ μόριον οὐκ ἔχουσιν ὅτι οὐ δέχονται τὸν ἀέρα οὐδ' ἀναπνέουσιν. δι' ἣν μὲν οὖν αἰτίαν, ἕτερός ἐστι λόγος.

12. Απόδειξις τούτου είναι ότι δεν δύναται τις να βάλλη φωνήν ούτε αναπνέων ούτε εκπνέων, αλλ' απλώς κατέχων την πνοήν· διότι ούτω διαταράττει την κίνησιν την φωνητικήν ο κατέχων την πνοήν. Φανερόν δε είναι και διατί οι ιχθύες είναι άφωνοι, διότι δηλαδή δεν έχουσι φάρυγγα. Και δεν έχουσι το όργανον τούτο, διότι δεν δύνανται να εισπνεύσωσι και να αναπνεύσωσι τον αέρα. Διατί δε ταύτα, αλλαχού θα εξετάσωμεν.

 

Σημειώσεις

1) Του αέρος.

2) Ίνα ούτω αντιτάξη αντίστασιν σώματος στερεού κατά του πλήττοντος σώματος και ούτω παραχθή ήχος.

3) Όστις αποτελεί σώμα εν και συνεχές εξ αιτίας των ορίων του αγγείου.

4) Ήτις αναπηδά ή αναρρίπτεται· η ως σφαίρα, εξ ης ουδαμόθεν δύναται να εκφύγη ο αήρ.

5) Το φως εξ ανακλάσεως εις ανάκλασιν πληροί πάντα τον φωτιζόμενον χώρον.

6) Το μέρος του αέρος, όπερ άπτεται της ηχηράς επιφανείας, δέχεται εξ αυτής παραχρήμα κίνησιν, ήτις τον καθιστά ενότητα διακρινομένην από της μάζης του κύκλου αέρος. Ο αήρ εκείνος παλλόμενος γίνεται εις και αντηχεί διά της επιδράσεως της επιφανείας του ηχούντος σώματος.

7) Τουναντίον, η τραχύτης διαιρεί και ποιεί πολλάς επιφανείας.

8) Κατά τον Αριστοτ. υπάρχει εν τω ωτί μέρος έχον κίνησιν ιδίαν και συνεχή, ως ο αήρ έχει την ιδικήν του, όταν κινήται υπό του ήχου.

9) Ο αήρ ο υπάρχων εις τα βάθη του ωτός έχει άμεσον σχέσιν προς τον ήχον, όστις φέρεται υπό του εξωτερικού αέρος.

10) Ή : καθώς όταν πλησιάσωμεν εις αυτό κέρας.

11) Έξωθεν ερχόμενος.

12) Η μάζα του αέρος, ήτις είναι εις επαφήν με την επιφάνειαν του ηχούν- τος σώματος.

13) Μεταφορικώς· διότι η χειρ ή η πνοή του ανθρώπου είναι η δίδουσα εις τα άψυχα μέλος και γλώσσαν.

14) Έντομα, οστρακόδερμα, μαλακόστρακα, ήτοι τα έχοντα λευκόν αίμα.

15) Εις την πέψιν.

16) Τα όργανα της ψύξεως είναι ο εγκέφαλος και οι πνεύμονες εις τα χερσαία, τα βράγχια δε εις τους ιχθύς. Η ψύξις είναι απαραίτητος προς μετριασμόν της εκ των τροφών και του αίματος αναπτυσσομένης θερμότητος. Το θερμότατον των οργάνων είναι η καρδία.

 

 

[Αρχή σελίδας]
Μικρός Απόπλους
http://www.mikrosapoplous.gr/
Νοέμβριος 2002