Κώστας Χατζόπουλος

ΤΑΣΩ

 

Σε μια βουνίσια λαγκαδιά είχαμε μαζευτεί ένα καλοκαίρι μια μικρή συντροφιά. Ήταν εκεί κάποια λουτρά κι ένας φίλος μου, που ήρθε να γιατρέψει τους ρεματισμούς του, μ' έσυρε και με μαζί του. Όξω από τους χωριάτες, που είχανε στήσει στην πλαγιά τις πρόχειρες καλύβες τους από ελατόκλαδα, βρήκαμε κι άλλους πεντέξι της δικής μας τάξης. Πάνε πολλά χρόνια από τότε και μου μείνανε καθαρά στο νου μόνο τρεις απ' αυτούς. Ένας έμπορος από κάποια μικρή πόλη εκεί κοντά, ένας γιατρός από μιαν άλλη κάτω στον κάμπο κι ένας απόστρατος σπαθοφόρος. Κι οι τρεις ήτανε πενηντάρηδες κι απάνω. Ο έμπορος πάντα λιγόλογος και μαζεμένος, οι άλλοι δυο λογάδες κι ανοιχτόκαρδοι. Ο έμπορος, θυμούμαι, έπαιζε πάντα με τη χοντρή χρυσή αλυσίδα του ρολογιού του, ή μπλέκοντας τα χέρια του έφερνε γύρους αδιάκοπους, ατέλειωτους με τα δυο μεγάλα δάχτυλα, σε βαθμό που πείραζε τα νεύρα του απόστρατου σπαθοφόρου, κι άρχιζε και κείνος και φυσούσε τα ρουθούνια ζαρώνοντας μουστάκια και μάγουλα. Ο γιατρός δε φαινότανε πως είχε διόλου νεύρα. Όλοι μας είχαμε καθένας την καλύβα του, μα για περσότερη ευκολία -μια και πιάσαμε γνωριμιά, όπως γίνεται όταν βρίσκουνται στην ερημιά κάμποσοι άνθρωποι μαζεμένοι- μας μαγέρευε ο υπηρέτης του γιατρού και τρώγαμε όλοι μαζί κάτω από έναν πλάτανο. Το μέρος όμορφο δεν ήταν· πληχτική ξεραΐλα μόνο, στενός ουρανός αποπάνω και δυνατό λιοπύρι γύρω στα στουρνάρια. Τις πρωινές πηγαίναμε κυνήγι στα ριζά ολοτρόγυρα με το γιατρό και με το φίλο μου. Ο απόστρατος μας έδινε μονάχα το σκυλί του. Ο πόνος στο γοφό δεν τον άφηνε τον ίδιο να 'ρχεται μαζί μας. Έπειτα το ρίχναμε ολημέρα στα χαρτιά, όσο φωτούσε του Θεού το φως. Σαν κουραζόμαστε κατά το βράδυ, ξαπλωμένοι στα κλαδιά και μισονυσταγμένοι ακούγαμε το γιατρό ή το σπαθοφόρο που μας λέγανε διάφορες ιστορίες. Το γιατρό με πιο πολλή ευχαρίστηση. Οι περσότερες γυρίζανε γύρω από την πολιτική ζωή του τόπου του. Ήτανε φανατικός με το Κορδόνι και το είχε δουλέψει σα βουλευτής κάμποσα χρόνια. Συχνά όμως άλλαζε το θέμα. Μας έλεγε για τη ζωή του στην πρωτεύουσα, μας ιστορούσε γιατρικά του ανέκδοτα από το χωριό. Του άρεσε να μιλεί, ν' ακούει τη φωνή του να ηχεί στη βραδινή σιγαλιά της λαγκαδιάς. Μια από τις ιστορίες του γιατρού είναι κι η παρακάτω. Μας την είπε μια βραδιά που η κουβέντα γύρισε στις γυναίκες και στην αγάπη, κι αφού είχε αδειάσει κάμποσα ποτήρια κρασί. Μας είχαν φέρει εκείνη την ημέρα φρέσκο από το χωριό.

Η χήρα Γαλάναινα -έτσι άρχισε ο γιατρός- ήτανε το δεξί χέρι της μάνας μου, καθώς το λένε. Όταν η ψυχοπαίδα παράτρωγε κορόμηλα ή αραποσίτια και θερμαινότανε -κι αυτό γινότανε πολύ συχνά- ή όταν περισσεύανε οι δουλειές στο σπίτι, η μάνα μου δεν είχε παρά να 'βγει στο παράθυρο και να φωνάξει τη Γαλάναινα που καθόταν αντίκρυ, σ' ένα χαμόσπιτο με μια ψηλή συκιά μπροστά στην πόρτα του και μιαν αυλή πάντα βρόμικη και λασπωμένη από τις σαπουνάδες. Το ξενόπλυμα ήταν η καθαυτό δουλειά της Γαλάναινας, που κοντά στο δικό της είχε να χορταίνει άλλα τρία στόματα: δυο παιδιών της και της πεθεράς της, τυφλής γερόντισσας, που περνούσε τα στερνά παραπανίσια χρόνια της καθισμένη στην αυλόπορτα και γκρινιάζοντας με τη νύφη της. Η Γαλάναινα, με τις συχνές δουλειές που έκανε στο σπίτι μας, είχε γίνει πια δική μας. Ήταν ήσυχη, πρόσχαρη γυναίκα, καλοΐσκιωτη και γλυκόλογη. Σε μας τα παιδιά περσότερο. Συχνά εκεί που λανάριζε τα μαλλιά έξω στη λότζα, μας μάζευε γύρω της και μας έλεγε παραμύθια και συχνότερα ακόμα μας γλίτωνε από το λουρί του πατέρα μπαίνοντας στη μέση ή, για πιο ασφάλεια, κρύβοντας μας πίσω από το φουστάνι της.

Έτσι την είχαμε όλοι σε καλό μάτι τη Γαλάναινα. Μόνο η μάνα μου, αυτή που τη φώναζε, δε φαινότανε να τη βλέπει με πολλή ευχαρίστηση στο σπίτι. Μια αφορμή κι αυτό για να μαλώνει με τη γιαγιά, τη δική της μάνα.

«Δεν τη θέλω· με κρύα καρδιά την μπάζω σπίτι μου», την ακούγαμε να της λέει πολλές φορές.

«Μα τι σου κάνει, τι σου φταίει η δολία;» της απαντούσε η γιαγιά. «Αυτή καλά στάθηκε και κορίτσι που ήταν, και με τον άντρα της, και τώρα που απόμεινε χήρα».

«Αν ήτανε καλή, δεν έμπαινε σε τέτοια πεθερά», φώναζε θυμωμένα η μάνα μου.

Περσότερο δεν προσέχαμε 'μείς τα παιδιά, ωστόσο είχαμε μάθει πια να βλέπουμε με φόβο τη γριά Αγγελίνα, που πασπατεύοντας με το ραβδί της έβγαινε και θρονιαζόταν όλη μέρα όξω στο κατώφλι της αυλόπορτας της μουρμουρίζοντας αδιάκοπα. Πολλές φορές ρωτήσαμε τη γιαγιά γιατί η μάνα μας δεν ήθελε να δει στα μάτια της τη γριά Αγγελίνα, μα πάντα παίρναμε την ίδια απάντηση: «Ήτανε κακός άνθρωπος στα νιάτα της, παιδί μου». Πιότερα δε μας έλεγε η γιαγιά, μα αυτό έφτανε για να τρομάζουμε την πόρτα της γριά Αγγελίνας και να τη φανταζόμαστε σαν κακή στρίγγλα σταλμένη από το διάβολο να παιδεύει τη Γαλάναινα. Μας είχε πει τόσα παρόμοια παραμύθια η ίδια η Γαλάναινα.

Καθώς φαινόταν όμως, δεν ήταν αυτός ο λόγος που η μάνα μου δεν έβλεπε με καλό μάτι τη Γαλάναινα. Δε θα τον μαθαίναμε, αν ο πατέρας δεν ήτανε στα δικαστήρια για ένα πηγάδι ανταμικό με τη γειτόνισσα και συμπεθέρα του, τη Γεροντάκαινα, κι αν η Γεροντάκαινα δεν έβγαινε και φώναζε πολλά όξω από την αυλή μας, άμα η ψυχοπαίδα μας εκεί που έπλενε πλάι στο πηγάδι έχυσε τα νερά στη δική της την αυλή. Ένα από τα πολλά που έλεγε ήταν πως τάχα η ψυχοπαίδα που είχαμε πρωτύτερα δεν ξαναγύρισε από καλό της στο χωριό, όθε την έφερε ο πατέρας. Περσότερα δε νιώθαμε 'μεις τα παιδιά, όπως δε νιώσαμε περσότερα και μια μέρα που ήταν η Γαλάναινα εκείνη που 'χυσε τα νερά στην ξένη αυλή κι η Γεροντάκαινα, που βγήκε και της αναποδογύρισε τη σκάφη, της είπε κοντά σε άλλες βρισιές:

«Μπαινόβγαινε αυτού μέσα κι έννοια σου· θα σε συγυρίσει καλά και σένανε ο μουστακαλής».

Μουστακαλή εννοούσε τον πατέρα μου. Η Γαλάναινα άφησε στη μέση το πλύσιμο κι έφυγε. Η μάνα μου τα 'βαλε με τον πατέρα σα γύρισε το μεσημέρι σπίτι. «Είσαι μουρντάρης», ακούσαμε που του είπε εκεί που παραμονεύαμε πίσω από την πόρτα της κάμαρας που μαλώνανε.

Ο λόγος μάς φάνηκε παράξενος. Μουρντάρης ο πατέρας που δεν άφηνε να κάτσει μύγα στη φουστανέλα του!

Μα ο μικρότερος αδελφός μου, ο κακομοίρης ο Γιαννούλης, πιο ξύπνος απ' όλους μας, μας ξήγησε πως μουρντάρης δεν είναι μόνο εκείνος που είναι λερός στη φορεσιά του, μα και κείνος που πειράζει τα ξένα πράματα.

«Ε, και πειράζει ο πατέρας τα ξένα πράματα;» τον ρώτησα.

«Ξένη δεν είναι η Γαλάναινα;» είπε ο Γιαννούλης. Και μας διηγήθηκε σιγαλά πως μια μέρα, που η Γαλάναινα σφουγγάριζε τη σκάλα, είδε τον πατέρα που άπλωσε το χέρι του στην τραχηλιά της και κείνη του 'δωσε μια σπρωχτιά. «Θα το πω της μάνας», είπε, «αν καμιά μέρα του γυρέψω πεντάρα και δε μου τη δώσει»

Αν το είπε αληθινά της μάνας ο Γιαννούλης, δεν το θυμούμαι. Θυμούμαι μόνο πως μια μέρα εκεί που παίζαμε στον κήπο του σπιτιού μας με την Τάσω τη μικρή θυγατέρα της Γαλάναινας, και 'γώ κι ο Γιαννούλης πολεμούσαμε να βγάλουμε από την τραχηλιά της έναν τζίτζικα, που τον είχε κρύψει εκεί για να μην της τον πάρουμε – ο πατέρας σα μας είδε μας θέρισε τα μεριά με το λουρί

Ο κήπος με τη μουριά, που στον ίσκιο της ροκάνιζε αδιάκοπα την καλαμποκιά του ο ψαρής του πατέρα, ήτανε το μέρος που παίζαμε τα μεσημέρια του καλοκαιριού εμείς τ' αδέλφια, η Τάσω κι ο αδερφός της ο Γιωργίκος, ένα άχαρο, κουτό παιδί, που ερχότανε μαζί μας μόνο για να τον τσιμπούν οι σφήκες στα μάγουλα, να τρώει ξυλάχλαδα, αγουρίδες και ξύλο αλύπητο από μας τους άλλους. Σα να το μυρίστηκε κι ο μισόστραβος ψαρής, τον κλότσησε μια μέρα κι αυτός ο τόσο ήσυχος κι ανεχτικός, που μας άφηνε να του κουβαλούμε πλάτες και καπούλια, να περνούμε αποκάτω από την κοιλιά του, να του βγάζουμε όσες τρίχες θέλαμε από την ουρά. Έμενε ακούνητος, ροκανίζοντας πάντα την καλαμποκιά του. Η Τάσω του καβαλούσε ακόμα και το λαιμό. Στεκόταν ορθή στην πλάτη του, πηδούσε στα καπούλια του όπως και στα κλωνάρια της μουριάς. Αν έλειπε ο Γιαννούλης από τη συντροφιά, θα 'λεγε κανένας αγόρι αυτή και κορίτσια εμάς τους άλλους.

Κι ωστόσο κάθε άλλο παρά σαν αγοριού έμοιαζε η όψη της. ¶σπρη και καστανόξανθη, τα μεγάλα γαλανά της μάτια βαστούσαν ένα ξάστερο ψιχάλισμα μέσα σε όλη την παιδιάστικη άγρια τρέλα και κάποιες φορές κοιτάζανε τόσο παράξενα, πετούσαν τόσο αστραφτερές αναλαμπές που δε βαστούσες να τα βλέπεις. Εκείνο που την ξεχώριζε περσότερο μέσα σε μας ήταν πως με όλα τα σκαρφαλώματα στα δέντρα και τα κυλήματα όπου έφτανε, μπορούσε και βαστιότανε πάντα καθαρή, πάντα αξέσκιστη. Ένα πουκάμισο κι ένα παλιό φουστάνι, αποφόρι της αδερφής μου ή αλλουνού κοριτσιού, ήτανε τα μόνα που σκεπάζανε τη γύμνια της· κι ωστόσο η μάνα μου μας την έδειχνε πάντα για παράδειγμα. Η δική της μάνα ζήτημα ήταν αν τη χτένιζε κάθε πρωί κι όμως η Τάσω δε φαινότανε ποτέ αχτένιστη. Ένα ίσιασμα με τις παλάμες στ' αλαφρόσγουρα μαλλιά, που τα είχαν κάμει ανωκάτω τα κλαδιά της μουριάς, και ξαναπαίρναν τη φανταχτερή λάμψη τους. Το ίσιασμα αυτό το συνήθιζε τόσο συχνά η Τάσω και συχνά μέσα στο ξάναμμα του παιχνιδιού στεκόταν άξαφνα κι αφού έσιαζε τα μαλλιά, την έβλεπες κι έμενε αμίλητη και μας κοίταζε με την αστραφτερή παράξενη ματιά της και μ' ένα γέλιο πιο παράξενο, που έδειχνε τα δόντια της σα σκυλιού που θέλει να δαγκάσει. «Γάτα, γαλανομάτα γάτα», της φώναζε ο Γιαννούλης δίνοντας της μια. Και τα δυο αγρίμια πιανόντανε στα χέρια.

Έτσι περνούσαν οι περσότερες μέρες του καλοκαιριού, έτσι περάσανε τα πρώτα χρόνια. Και θα περνούσαν έτσι ίσως κι άλλα ακόμα, αν δεν ερχότανε η βλογιά στον τόπο. Είχε μήνες που σερνότανε, κι η Παναγιά η Βλαχέραινα, που την κατέβασαν από το μοναστήρι παπάδες και προεστοί, δε βοήθησε κι ας τη γυρίσανε με ψαλμωδίες και λιβάνια σ' όλους τους δρόμους του χωριού. Ο πατέρας ήθελε να μας στείλει στο δικό του χωριό απάνω στα βουνά, μα η μητέρα δεν αποφάσιζε να τον αφήσει μοναχόν. Όσο που μιαν αυγή μας ξάφνισε ένα κόκκινο μικρό μπαϊράκι στημένο στη σκεπή του σπιτιού της Γαλάναινας. Ήταν το σημάδι που καρφώνανε σε όσα σπίτια κόνευε η βλογιά. Και στης Γαλάναινας ήρθε στην ίδια τη νοικοκυρά. Δεν έπαιρνε άλλο άργητα το πράμα. Η γιαγιά πήρε αμέσως εμάς τα παιδιά και μας έφερε σε μια καλύβα που ξεκαλοκαίριαζε ο παππούς όξω στ' αμπέλια του. Εκεί αγνάντια στη ράχη ήτανε το ξωκλήσι που φέρνανε και κλείνανε τους βλογιασμένους στρατιώτες. Το κόκκινο μπαϊράκι μας φόβιζε και 'κεί, όμως ο σκοπός, που η φουστανέλα του άσπριζε ολημερίς στο φρύδι της ράχης, μας ησύχαζε. Δεν αφήνει την κακή αρρώστια να μας φτάσει, μας έλεγε η γιαγιά. Κι αλήθεια δε μας έφτασε. Μα σε μια δυο βδομάδες ο καημένος ο Γιαννούλης έπεσε άξαφνα στο στρώμα από κεφαλίτη. Ήρθαν από το χωριό και τον πήρανε φλογισμένο από τη θέρμη κι αμίλητο. Δεν τον ξαναείδαμε. Το χινόπωρο, σαν πέρασε η βλογιά και μας ξαναφέρανε στο χωριό, αντικρινά στο σπίτι της Γαλάναινας απόμενε μόνη η τυφλή πεθερά της. Τη Γαλάναινα την πήρε η αρρώστια και την Τάσω και τον αδερφό της κάποιος δικός τους σ' άλλη γειτονιά. Σε καναδυό χρόνια έφυγα και 'γώ σταλμένος στο σχολειό στη χώρα.

Γύρισα στο χωριό ένα μόνο καλοκαίρι. Τ' άλλα, ο καθηγητής που καθόμουνα σπίτι του στη χώρα, κατάφερε τον πατέρα μου και με κράτησε 'κει για να με προγυμνάζει στα μαθηματικά, αφού ήθελα σώνει και καλά να μπω στους ευέλπιδες. Δε θα γύριζα ίσως και το τέταρτο καλοκαίρι, αν δεν έχανα τη ζήλια που είχα να κρεμάσω το σπαθί, κι αν η γιαγιά, βαριά άρρωστη όλον το χειμώνα, δεν απαιτούσε να με δει. Τη βρήκα ακόμα στο κρεβάτι. Μα μόλις βγήκα στο παράθυρο είδα και την Τάσω αντίκρυ. Στεκόταν όξω στην αυλή της. Στην αυλόπορτα καθόταν η γριά Αγγελίνα, ίδια, απαράλλαχτη, με τεντωμένα τα γυμνά της πόδια, με το ραβδί στο πλευρό. Κι ένα γύρο όλα απαράλλαχτα σα μια φορά. Η μουριά στον κήπο μαυρολογούσε από τα γινόμενα ξινόμουρα, ο ψαρής δεμένος από κάτω ροκάνιζε τη θροφή του κουνώντας την ουρά. Θυμήθηκα τη Γαλάναινα και τον καημένο το Γιαννούλη και με καρδιά θλιμμένη γύρισα και κάθισα κοντά στη γιαγιά. Μα των παιδιών οι θλίψες δε βαστούν πολύ. Σε λίγο ξαναβγήκα στο παράθυρο σφυρίζοντας τον καινούριο σκοπό που είχα φερμένο από τη χώρα. Την ίδια στιγμή έβγαινε κι η Τάσω στην πόρτα της, μα μόλις με πήρε η ματιά της, κρύφτηκε μεμιάς μέσα. Και το ίδιο έκανε πολλές μέρες στην αράδα, σα με αντίκριζε στο παράθυρο ή στο δρόμο. Τρύπωνε πρι να προφτάσω να την καλοδώ. Έπρεπε να παραμονέψω πίσω από την κουρτίνα του παραθυριού για να δω πως είχε κι αυτή μεγαλώσει όπως και 'γώ. Μονάχα το κοντό φουστάνι της, που άφηνε να φαίνεται το πόδι απάνω από τον αστράγαλο, πρόδινε πως δεν ήταν ακόμη σωστή γυναίκα. Τα μαλλιά της ήταν ίδια, πάντα αστραφτερά, και το ασπριδερό της πρόσωπο έλαμπε πιο πολύ μέσα στη μαύρη φορεσιά. Είχε πεθάνει η θεια που την είχε μαζέψει σπίτι της σα χάθηκε η μάνα της, και γι' αυτό ξαναγύρισε 'δώ στη γιαγιά. Κάθε μέρα έβλεπα τον ίσκιο της, ωστόσο στάθηκε αδύνατο να τη δω από κοντά. Μια μέρα που είχε 'ρθει στο μαγεριό μας και την πέτυχα μπαίνοντας άξαφνα, έφυγε γλήγορα από την άλλη πόρτα.

Πέθανε η γιαγιά μου, πέρασε και το καλοκαίρι, και ξανάφυγα και 'γώ, για να γυρίσω φοιτητής τον άλλο χρόνο. Η Τάσω ξανακρύφτηκε σα με είδε, μα το πρώτο μου μεθύσι από τα χαρτιά και το μπιλιάρδο, που μπορούσα πια να παίζω ελεύτερα στον καφενέ, δε μου άφηνε καιρό περίσσιο να προσέχω στο κρυφτό που ήθελε να παίξει. Ένα πρωί κατεβαίνοντας να βγω έξω, τη βρήκα στην αυλή μας. Έπλενε με την ψυχοπαίδα μας σκυφτή στη σκάφη. Δεν είχε πώς να φύγει πια και πήγα κοντά της.

«Τώρα πού θα μου πας;» της είπα.

Έβαλε το ανασκουμπωμένο μπράτσο της μπροστά στα μάτια κι έκρυψε το πρόσωπο.

Της το κατέβασα. Μα το άφησα να πέσει. Όχι γιατί ήτανε μπροστά η ψυχοπαίδα, αλλά γιατί το άστραμμα της ματιάς της και το παλιό παράξενο γέλιο της με ταράξανε.

«Έλ' άσε μας, μη μας χασομεράς», μου είπε θυμωμένα η ψυχοπαίδα μας εκεί που έστεκα και κοίταζα την Τάσω.

Έφυγα, μα βγαίνοντας από την αυλόπορτα έριξα πίσω μια ματιά. Η Τάσω με κοίταζε γελώντας και τα δόντια της αστράφτανε.

«Γάτα, γαλανομάτα γάτα», θυμήθηκα τα λόγια του κακομοίρη του Γιαννούλη κι έφυγα φουρκισμένος.

Την Τάσω την απαντούσα τώρα πιο συχνά στο σπίτι μας. Ερχότανε και βοηθούσε στις δουλειές. Μα μοναχή της δεν την πέτυχα ποτέ. Την παραφύλαξα ένα βράδυ το σούρουπο που γυρνούσε από το νερό. Την είδα από μακριά που ερχότανε με τη στάμνα στο κεφάλι. Σα με είδε και κείνη, γέλασε. Μα άμα σίμωσε, χαμήλωσε τα μάτια και πέρασε μπροστά μου σοβαρή.

Τη σταμάτησα.

«Τι αγαπάς;» ρώτησε πολεμώντας να κρατήσει το σοβαρό της.

«Γιατί κρύβεσαι σα με βλέπεις;»

Δεν μπόρεσε να κρατηθεί πια και γέλασε: «Θα μου ρίξεις τη στάμνα», είπε.

Της έπιασα το χέρι.

«Ασε με, σου είπα· φεύγα», ψιθύρισε δίχως να κάμει αυτή να φύγει, δίχως να τραβήξει το χέρι της απ' το δικό μου.

Την κοίταξα και με κοίταξε κι αυτή χαμογελώντας πάντα. Λίγες στιγμές. Έπειτα την άφησα και πάει.

Δεν κρυβότανε πια σα μ' έβλεπε και δεν έφευγε σαν την έβρισκα σπίτι μου.

Τον άλλο χρόνο, που ξαναήρθα, έμαθα πως η μητέρα μου δεν την ήθελε πια να 'ρχεται στο σπίτι. Είχε δει πως άρχισε να τα παίζει με κάποιο νιο και την ορμήνεψε. Μα η Τάσω δεν την άκουσε κι έτσι της έκλεισε την πόρτα.

¶μα με είδε και μένα τώρα ούτε κρύφτηκε ούτε γέλασε. Με κοίταξε μονάχα αδιάφορα. Κι έτσι αδιάφορα πάντα, σα να μην ήμουνα καν εκεί, έριχνε στο παράθυρο καμιά φορά το μάτι από την αυλόπορτα που καθότανε το δειλινό πλάι στην τυφλή γιαγιά της με το πλέξιμο στο χέρι. Πως καθότανε 'κεί για να τη βλέπουν οι νέοι που περνούσανε στο δρόμο και πως έμπλεξε με κάποιον απ' αυτούς, δε με ξάφνισε όταν το 'μαθα. Όλα τα κορίτσια του χωριού κάνανε το ίδιο· οι νοικοκυροπούλες στα μπαλκόνια τους, οι φτωχές στις αυλόπορτες. Έτσι συνήθισα να βλέπω εκεί την Τάσω δίχως να δίνω πολλή προσοχή. Είχα κι εγώ σκοτούρες όμοιες σε άλλο δρόμο.

Ένα μεσημέρι, ενώ κοιμόντανε όλοι σπίτι μου, καθισμένος στο παράθυρο μου περίμενα να περάσει ένας φίλος μου να με πάρει να βγούμε πέρα στις καψάλες του κάμπου, όπου είχαν έρθει οι τσαλαπετεινοί. Ο ήλιος φλόγιζε τον κάμπο κι άστραφτε μακριά στον ποταμό, ο αέρας έκαιγε και πύρωνε. Ακουμπώντας στο παράθυρο, άνοιγα με βία τα μάτια πολεμώντας να νικήσω το αποκάρωμα της ζέστης. ¶ξαφνα δυνατές φωνές αντίκρυ, από το χαμόσπιτο της Τάσως, με κάμανε και τινάχτηκα. Δυο-τρεις γειτόνισσες από τ' άλλα σπίτια δίπλα πεταχτήκανε μισόγυμνες, ξυπόλυτες στο δρόμο.

«Τρεχάτε και τη σκότωσε», φώναξε μια απ' αυτές κοιτάζοντας από το παράθυρο μέσα στο σπίτι της Τάσως κι όρμησε στην πόρτα.

Κατέβηκα γλήγορα στο δρόμο και μπήκα και 'γώ στο σπίτι της Τάσως. Ο Γιωργίκος την είχε ξαπλωμένη χάμω και τη χτυπούσε όπου έφτανε, με χέρια και με πόδια. Οι γυναίκες που είχαν φτάσει πριν από μένα δεν μπορούσανε να του τη βγάλουν από τα χέρια.

«Φευγάτε από 'δώ· θα τη σκοτώσω», φώναζε αγριεμένος ο Γιωργίκος και χτυπούσε με το τσαρούχι του, που είχε βγαλμένο από το πόδι.

Η Τάσω κουλουριασμένη χάμω μούγκριζε πνιχτά. Η γριά Αγγελίνα καθισμένη σε μια γωνιά έβριζε και ρέκαζε κουνώντας το ραβδί της.

Έπιασα το χέρι του Γιωργίκου και του πήρα το τσαρούχι, μα τώρα χίμησε αγριότερος στις γυναίκες, που βρήκανε καιρό και του μπήκανε μπροστά από το κορμί της αδερφής του. Τέλος ένας άλλος γείτονας, που έτρεξε και κείνος, με βοήθησε και τόνε βγάλαμε όξω. Με χίλια βάσανα. Φώναζε ολοένα να τον αφήσουμε να τη σκοτώσει και πολεμούσε να μας φύγει από τα χέρια. Καθώς τον βγάζαμε στην πόρτα, η ματιά μου έπεσε στην Τάσω, που ανασηκωνόταν αποκεί που ήταν πεσμένη. Δεν είχε ούτε ένα δάκρυ. Έφερε το χέρι στα μαλλιά σαν να 'θελε να τα σιάξει, με κοίταξε κατάματα και στα χείλη της σα να 'τρέμε άγριο γέλιο. Οι γυναίκες κλείσανε την πόρτα πίσω μας.

«Αφήστε με να τη σκοτώσω», φώναξε ο Γιωργίκος ολοένα.

«Δεν ντρέπεσαι, μωρέ; Την αδερφή σου θα σκοτώσεις!» του είπε ο γείτονας.

«Θα τη σκοτώσω, δε βαστάω άλλο», ξαναφώναξε· ο Γιωργίκος κι έπεσε κλαίοντας στο πεζούλι δίπλα από την πόρτα.

«Δεν ντρέπεσαι, μωρέ; Έλα, σώπα τώρα», έκαμε να τον ησυχάσει πάλι ο γείτονας.

«Τι να ντραπώ! Τι να σωπάσω! Που τόνε μπάζει μέσα μέρα μεσημέρι! Μου 'φυγε από το παράθυρο. Μα πού θα πάει! Θα τους σκοτώσω και τους δυο», πήρε τον κατήφορο ο Γιωργίκος κλαίοντας πάντα.

«Έλα τώρα, πάμε να συχάσεις κι άλλη φορά τους σκοτώνεις, σα δεν είμαστε 'μείς μπροστά», του είπε ο γείτονας και τον έσυρε μαζί σπίτι του κλαμένον κι αγριεμένον πάντα.

Ήταν αληθινά για λύπη και για γέλια ο κακομοίρης ο Γιωργίκος. Το βράδυ είδα κάτω από το θαμπό λυχνάρι τον ίσκιο του πλάι στον ίσκιο της αδερφής του και της γρια-Αγγελίνας, που τρώγανε καθισμένοι χάμω στην αυλή τους. Τις κατοπινές μέρες, σαν τον απαντούσα στο δρόμο που γύριζε από το σαμαράδικο που δούλευε, χαμήλωνε τα μάτια και μόλις μου ψιθύριζε μια καλησπέρα, σα να φοβότανε μην τον σταματήσω και τον ρωτήσω πώς δε σκότωσε ακόμα ούτε την αδερφή του ούτε τον αγαπητικό της. Μα δε βάσταξε πολύν καιρό το συναπάντημα μας. Κανένα μήνα ύστερα, άγριες φωνές ξαναμαζέψανε τη γειτονιά στο χαμόσπιτο της Τάσως. Γινόταν ένα πανηγύρι σ' ένα ξωκλήσι κοντά στο ποτάμι κι ο φτωχός ο Γιωργίκος θέλησε να πάει και κείνος να γλεντήσει. Ανέβηκε μαζί με άλλα παιδιά σε μια σούστα, μα εκείνος που την κυβερνούσε, μεθυσμένος καθώς ήτανε στο γυρισμό, την αναποδογύρισε σε κάποιο χαντάκι του κάμπου, κι ο δόλιος ο Γιωργίκος έμεινε στον τόπο με σπασμένο το κεφάλι. Όταν τον φέρανε στο σπίτι, η Τάσω έπεσε ξερή απάνω του. Ήτανε μια από τις συνηθισμένες, μα πάντα σκληρές λύπες του χωριού. Ράγιζε την καρδιά το κλάψιμο της Τάσως και το μοιρολόγι:

Σήμεραν η μανούλα του έχει χαρά μεγάλη·
πάει στις βρύσες για νερό και στα βουνά για χιόνι...

Κι ο γιατρός σώπασε μια στιγμή.

Η μάνα μου -ξανάρχισε- ξέχασε την αμαρτία της Τάσως και τη μάζεψε. Το άλλο καλοκαίρι που ξαναήρθα στο χωριό, η Τάσω ήτανε σπίτι μας ό, τι ήτανε μια φορά η μάνα της. Δεν μπορούσα να ξεχάσω ποτέ το δύστυχο Γιωργίκο, κάθε φορά που έβλεπα τη ματιά της να μου αστράφτει κάτω απ' το μαύρο της μαντίλι.

 

Έλειψα καιρό απ' τον τόπο μου. Όταν ξαναγύρισα, ήμουνα πια γιατρός κι ήρθα ν' αποκατασταθώ στο χωριό. Όλα σπίτι μου και 'κει ολόγυρα τα βρήκα καθώς τ' άφησα. Μόνο ο υπερέτης του πατέρα μου είχε αλλάξει. Ο μακαρίτης είχε βαρεθεί τους ντόπιους από τα ολόγυρα χωρία, γιατί τον κλέβανε, κι έφερε έναν από μακρύτερα, από το δικό του χωριό. Ήταν ευχαριστημένος απ' αυτόν κι ας μην ήταν ευχαριστημένη τώρα κι η γειτονιά. Και δεν ήτανε, γιατί από τον καιρό που ήρθε ο Νικολούλας, καθώς λέγανε τον υπερέτη του πατέρα, οι κότες ένα γύρο στο σπίτι μας πήρανε και λιγοστεύανε. Μα γι' αυτό λίγο τον ένοιαζε τον πατέρα μου. Το άλλο νέο, που έμαθα από τα πρώτα, ήταν πως η Τάσω είχε αρραβωνιαστεί στο μεταξύ μ' ένα Στεμνιτσώτη ψιλικατζή. Μα άξαφνα σε λίγους μήνες την παράτησε κείνος κι έφυγε, παίρνοντας μαζί του ένα μικρό κομπόδεμα που είχε μαζέψει η Τάσω δυο χρόνια ολάκερα από τη δουλειά της. Ο πατέρας μου την είχε βοηθήσει κι αγόρασε μια μηχανή και ξενόραβε. Με τη δουλειά αυτή ζούσε και τώρα και, καθώς φαινότανε, της άφηνε καιρό περίσσιο να βγαίνει να κάθεται στο κατώφλι της τα δειλινά όπως και πρώτα. Και πλαγινά της πάντα κι η τυφλή γιαγιά. Η γριά Αγγελίνα είχε παρθεί πια από το ένα χέρι και σα μ' έμαθε πως γύρισα γιατρός, μ' έκραξε να τη γιατρέψω.

Πήγα και την είδα και της έγραφα μιαν αλοιφή. Η Τάσω μου έφερε γλυκό και μου έκανε καφέ. Είχα να μπω στο σπίτι της από την ημέρα που είχανε φέρει σκοτωμένο το Γιωργίκο και 'κεί που κάθισα κι έπινα τον καφέ, θυμήθηκα το παλιό το μεσημέρι που έτρεξα και τον βρήκα να δέρνει με το τσαρούχι την αδερφή του άγριος και ξαναμμένος. Ξαναείδα με το νου μου την Τάσω μαζεμένη σωρό κάτω από τις χτυπιές του. Τώρα ο σωρός εκείνος ήτανε ζωντανός μπροστά μου· όλα μέσα στο χαμόσπιτο ήταν αλλαγμένα, κάτασπρα και καθαρά, οι τοίχοι αλειμμένοι, ο καναπές στρωμένος με λευκό σεντόνι, τα τζάμια με πλεχτούς μπερντέδες. Μόνο η γριά Αγγελίνα απόμενε το ίδιο το παλιό σαράβαλο, και στα μάτια της Τάσως η παλιά αστραπή.

Στεκόταν αντίκρυ μου ορθή με τα χέρια κάτω από την κόκκινη ποδιά.

«Τι με κοιτάς;» είπε, σαν είδε πως την κοίταζα.

«Πόσο όμορφη είσαι», απάντησα.

«Τι λέει, μωρή;» φώναξε η γριά Αγγελίνα.

«Κάτι για τα κεραμίδια», της απάντησε η Τάσω και με κοίταξε γελώντας.

«Τι είπες, μωρή; Τι λέει; Θα μου κάμει καλό το γιατρικό;» ξαναφώναξε η γιαγιά της.

«Θα σου κάμει, ν' αλειφτείς μόνο καλά», της είπα.

«Αχ, δεν ξέρεις τίποτα και για τα μάτια, παιδί μου;» ξακολούθησε η γριά Αγγελίνα· «ας έβλεπα μια απολαμπίδα φως κι ας πέθαινα την άλλη αυγή».

«Παλιοσάψαλο, τα μάτια σου λείψανε», την αποπήρε η Τάσω, φουρκισμένη που της έκοψε την κουβέντα μαζί μου.

«Θα 'ρθω καμιά άλλη μέρα να σε δω, θεια Αγγελίνα», της φώναξα, κοιτάζοντας την Τάσω. «Τι στέκεις ορθή;» είπα σ' αυτή.

«Για να ψηλώσω», χαμογέλασε.

Η ματιά της έλαμπε. Ένιωσα το χέρι μου να θέλει ν' απλωθεί να την τραβήξει. Μα το παράθυρο κατά το δρόμο ήταν ανοιχτό. Θυμήθηκα πως μπήκα για γιατρός στο σπίτι της, μισοήπια τον καφέ μου κι έφυγα.

Την άλλη μέρα, καθώς κατέβαινα τη σκάλα μου για να βγω έξω, τη βρήκα στην πόρτα.

«Καρτερώ να σε ρωτήσω πόσες φορές να τρίβω με την αλοιφή τη βάβω», μου είπε. Και χαμογέλασε.

«Πρωί και βράδυ», της απάντησα.

Δεν έφυγε. Στάθηκε και με κοίταζε. Ήταν όμορφος ο πειρασμός. Της αγκάλιασα τη μέση. Έγειρε πίσω το κεφάλι και με κοίταζε. Το χαμόγελο της σβήστηκε, τα χείλη της τρέμανε. Έκαμα ένα κίνημα, μα από πάνω ακουστήκανε πατήματα. Την έσπρωξα μέσα κι έτρεξα να βγω από την αυλόπορτα.

Μου είχε γίνει στ' αλήθεια πειρασμός. Μα εγώ δεν είχα έρθει στο χωριό για πειρασμούς· είχα έρθει για γιατρός. Οι παλιότεροι γιατροί είχανε τα μάτια τόσα για να μου βρούνε κάτι. ¶ρχισα να κάνω γλήγορα καλή πελατεία και φοβόμουν αν ίσως μαθευότανε πως με είδανε με την Τάσω, θα 'φτάνε αυτό να μη με ξαναμπάσει κανένας σπίτι του. Κι έτσι αποφάσισα να λείψω από κάθε πειρασμό μαζί της. Απόφευγα και να βγω στο παράθυρο, σαν καθότανε στην πόρτα της, κι όταν την άκουγα στο μαγεριό μας ή στη λότζα έφευγα δίχως να με δει. Η γριά Αγγελίνα κιόλας είχε απελπιστεί από τη γιατρική μου. Η αλοιφή που της είχα δώσει δεν της έκαμε καλό. Της έγραψα κατιτίς άλλο, δεν ωφέλησε κι αυτό, και δε με ξαναφωνάξανε.

Μια μέρα -ήτανε χινόπωρος, είχε τελειώσει ο τρύγος κι ο μούστος έβραζε στην κάδη κάτω από τη λότζα του σπιτιού μας, μα αυλή, μπασιά, κατώγια βρομούσαν όλα γλιστερά απ' τις λάσπες κι απ' το μούστο που είχε χυθεί από το κουβάλημα. Η ψυχοπαίδα μας δεν έβγαζε πέρα μονάχη της το πλύσιμο κι ήρθε κι η Τάσω για να τη βοηθήσει. Το μεσημέρι, σα γύριζα να φάω στο σπίτι, τις βρήκα και τις δυο έξω στην αυλή με τα μεσοφόρια ανασηκωμένα ίσια με τα γόνατα. Η Τάσω το είχε σηκωμένο λίγο πιο ψηλά, είχε ακόμα στο κεφάλι της ένα λευκό μαντίλι με τις άκρες του δεμένες στο λαιμό, και μ' ένα τενεκέ νερό στο χέρι κυνηγούσε το Νικολούλα γύρω από το πεζούλι της πορτοκαλιάς, που ήτανε στη μέση της αυλής. Ο Νικολούλας πάλι, είχε στα χέρια ένα σταφύλι απ' τ' αϊτονύχια της κληματαριάς και της πετούσε ράγες πολεμώντας να την πιτύχει στο πρόσωπο. Δε με καταλάβανε που ερχόμουνα, και στάθηκα όξω απ' την αυλόπορτα και τους κοίταζα.

«Μπράβο! Μπράβο!» δεν μπόρεσα να κρατηθώ να μη φωνάξω του Νικολούλα, σαν είδα πως μια ράγα που πέταξε βρήκε την Τάσω στο μάγουλο. Μα την ίδια ώρα, εκείνη του άδειασε κατακέφαλα τον τενεκέ με το νερό.

«Δε μ' αφήν' ου διάτανους, με π'ράζ'», γύρισε και μου είπε ο Νικολούλας ντροπιασμένος, ενώ τίναζε το νερό από σκούφια και μαλλιά. «Ιγώ ήρθα ου δόλιους ναν τς βουηθήσου, ναν τς κ'βαλήσου νερό», ξακολούθησε κατακόκκινος.

Η Τάσω τον κοίταξε ξεκαρδισμένη από τα γέλια.

«Τον μούσκεψες τον άνθρωπο», της είπα περνώντας από κοντά της.

Με κοίταξε και τα δόντια της αστράψανε.

«Να σου δώσω και σένα μια;» είπε γυρίζοντας τον τενεκέ ίσια απάνω μου.

Είδα πως δεν ήταν ολότελα άδειος και βιάστηκα να μπω στο σπίτι.

«Ζουρλάθηκε ολότελα ο φτωχός», μου είπε σαν ανέβηκα απάνω η αδερφή μου, που είχε δει και κείνη από το παράθυρο τη σκηνή.

«Πάει ο δόλιος, δεν έχει πια μυαλό», είπε κι ο πατέρας, σαν ήρθε πάλι αυτή η κουβέντα στο τραπέζι που τρώγαμε. «Δεν μπορούμε πια να φάμε καλαμπόκι τρυφερό. Θα τόνε δώσω του διαόλου για καλά».

«Και τα ραζακιά που είπες πως έβαλες τις προάλλες απάνω στο καλάθι, εκεί θα πήγανε», είπε η μάνα μου.

«Γελάει με δαύτονε, να την πάρει η οργή», ξαναείπε ο πατέρας γελώντας.

Και γελάσαμε όλοι. Ο Νικολούλας ερωτεμένος με την Τάσω! Ήτανε λίγο παράξενο το πράμα.

Ο Νικολούλας θα 'ταν απάνω κάτω σαραντάρης. Ήτανε χρόνια χωροφύλακας κι είχε πάρει τότε κοντά την άφεσή του, όταν κάποιος νόμος έκοψε ένα μέρος από το λουφέ της χωροφυλακής. Για είκοσι τόσες δραχμές το μήνα να γυρίζει να σφάζει κότες και να βασανίζει τον κοσμάκη, δεν τον βαστούσε η ψυχή, μας έλεγε, όταν μας διηγότανε πολλά άγρια άθλα του σε Μοριά και Ρούμελη, σ' Εφτάνησα και Δωδεκάνησα. Έπειτα, καθώς έλεγε, δε βαστούσε να γυρνά ολοένα στην ξενιτιά. Πεθύμησε να 'ναι κοντά στον τόπο του, να πετιέται στο χωριό του όποτε του πονεί να βλέπει τη μάνα και τ' αδέρφια του που ζούσαν εκεί, απάνω στα βουνά. «Είμαι πονεσιάρης· μη με βλέπεις έτσι», μου είπε μια μέρα που μου διηγήθηκε πως ένας υπομοίραρχος τον είχε βάλει να δείρει μια γερόντισσα, γιατί δε μαρτυρούσε πού κρυβόταν ο γιος της, που τον κυνηγούσε το απόσπασμα. Την έδειρε δίχως όρεξη. Κι αλήθεια, ο Νικολούλας δεν ήταν άγριος. Αν δεν είχε τα στριμμένα μουστάκια και την παλιά τριμμένη χωροφυλακίστικη στολή, που τη φορούσε πάντα με το κοντό του πανταλόνι, δε θα πίστευε ένας που τον γνώριζε πως αυτός ο άνθρωπος είχε βασανίσει κόσμο με το βούρδουλα, με καυτά αβγά στις αμασκάλες και με αγκάθια στα νυχοπόδαρα. Ωστόσο από συνήθεια του άρεσε να διηγιέται πάντα τέτοιες ιστορίες, του άρεσε να περνά στον κόσμο ακόμα για χωροφύλακας. Και γι' αυτό τον είχε φέρει κιόλας ο πατέρας μου, για σκιάχτρο των τσοπάνηδων που του βοσκούσαν και του κλέβανε τα σπαρτά στον κάμπο. Και καβαλώντας ο Νικολούλας τον τεκνεφέζικο, το μισόστραβο ψαρή γύριζε τα χωράφια μας όξω στην ποταμιά με τον κοντόκαννο τον γκρα κρεμασμένο πάντα στον ώμο του. Κι ερχότανε και μας έλεγε πώς έπιασε τον έναν, πώς φοβέριξε τον άλλον, όμως παράπονα πως έδειρε κανέναν δεν είχαν έρθει. Μονάχα κάνα παιδί που το τσάκωνε να κόβει ψάνες ή κανένα αραποσίτι. «Τα ξεθέωσα στο ξύλο», έλεγε για τα παιδιά· «αν τον ξανατσακώσω, θα του σπάσω τα πλευρά», έλεγε σαν ήτανε για κανένα χωριάτη, που τον είχε πιάσει να βόσκει το άλογο του στο δικό μας το κριθάρι. Ο πατέρας μου ήξερε πως ο Νικολούλας έδερνε μόνο όσο είχε το σταυρό στο κασκέτο, μα το περσότερο τον ήθελε για σκιάχτρο έτσι με τ' άγρια μουστάκια του και τα μολυβένια κουμπιά της χωροφυλακίστικης στολής.

Μα τώρα ο Νικολούλας την πέταξε αποπάνω του τη χωροφυλακίστικη στολή και φόρεσε μια κεντισμένη φέρμελη· έβγαλε και το κοντό το παντελόνι κι έζωσε τη φουστανέλα στη μέση του. Έστριβε τα μουστάκια πάντα, μα όλο και χασομερούσε να βγει με τον ψαρή όξω στα σπαρτά. Πάντα έβρισκε αφορμή να 'ρχεται μέσα στο χωριό κι αν ο πατέρας μου δεν τον γκρίνιαζε, ήταν άξιος να μένει ολημέρα στην αυλόπορτα να ξυστρίζει τον ψαρή, ή να γυρίζει με το φτυάρι το αραποσίτι στο κατώγι αγνάντια από την αυλή της Τάσως.

«Θα τα χαλάσουμε με το Νικολούλα», είπε πάλι ένα μεσημέρι ο πατέρας θυμωμένος»· «πάει, δε γνοιάζεται για τίποτα. Ή τον έχω ή δεν τον έχω, το ίδιο κάνει».

«Δεν του τη δίνουμε να συχάσουμε», είπε η μάνα μου.

«Ρωτάτε αν τονέ παίρνει αυτή;» είπε η αδερφή μου.

«Πού θα βρει τον καλύτερο; Δε λες να φχαριστά το Θεό που της βρέθηκε; Να μαζευτεί κιόλας».

Η μάνα μου δεν είπε πιότερα. Μα είναι αλήθεια πως ξαφνίστηκα και 'γώ με την ιδέα πως η Τάσω θα πάρει το Νικολούλα.

Ωστόσο σε λίγες μέρες την κατάφερε η μάνα μου και την αρρεβώνιασε μαζί του. Και γλήγορα έγινε κι ο γάμος.

 

Ο Νικολούλας ησύχασε. Το καλοκαίρι ξαναπέταξε τη φουστανέλα και φόρεσε τη χωροφυλακίστικη στολή. Κι ο πατέρας μου ήταν ευχαριστημένος. Η Τάσω ησύχασε κι αυτή. Μόνο με τη γιαγιά της την ακούγαμε να γκρινιάζει καμιά φορά. Η γριά Αγγελίνα, κατάκοιτη πια, δεν μπορούσε να βγει στην αυλόπορτα. Με φωνάξανε μια μέρα και την είδα και της έκαμα κουράγιο πως όλα θα περάσουν. Τότε είδα και την Τάσω αποκοντά πρώτη φορά ύστερα από το γάμο της. Κοκκίνισε σαν είδε πως εκεί που κοίταζα ένα γύρο το καινούριο της νοικοκυριό, το μάτι μου σταμάτησε στο διπλό κρεβάτι που έστεκε λευκοστρωμένο σε μια αγκωνή.

«Καλά 'σαι βολεμένη», της είπα και της χτύπησα την πλάτη καθώς έβγαινα να φύγω.

Μ' έβαλε ακόμα ο διάβολος και δεν της έσφιξα μόνο το χέρι εκεί που τη χαιρέτησα, μα και της χάδεψα κιόλα αλαφρά το μάγουλο. Δε μίλησε. Στύλωσε μονάχα τα μάτια της απάνω μου και, σα βγήκα όξω, έκλεισε δυνατά την πόρτα αποπίσω μου. Μετάνιωσα γι' αυτό που έκαμα και πολλές μέρες απόφυγα εξεπίτηδες και να κοιτάξω ακόμα κατά το σπίτι της. Μου φάνηκε σα ν' απόφευγε κι αυτή ν' απαντηθεί μαζί μου. Συχνά την έβλεπα έπειτα όξω στην αυλόπορτά της, συχνά θα ερχότανε και στο σπίτι μας, μα εμένα σπάνια μ' έβλεπε το σπίτι άλλες ώρες έξω από το φαγί. Είχα κιόλας διορθώσει δυο κάμαρες, που ήτανε δίπλα στο κατώγι, κι έβαλα εκεί τα εργαλεία, τα βιβλία και το κρεβάτι μου και 'κεί περνούσα όσες ώρες μου απόμεναν άδειες από τα τρεχάματα στις γειτονιές κι από το τάβλι, που έπαιζα στον καφενέ για να ξεκουραστώ. Αφοσιωμένος στη γιατρική μου, δε μου έμενε καιρός να ξαναθυμηθώ την Τάσω.

Μα η αμαρτία το 'βαλε η γιατρική μου πάλι να γίνει η αφορμή να 'ρθει αλλιώτικα το πράμα. Ένα απόγεμα ήρθανε και με πήρανε να πάω σ' ένα χωριό αποπέρα από το ποτάμι να δω κάποιον άρρωστο. Πήγα και τσέπωσα τα δυο δεκάρικα. Ο δρόμος περνούσε κοντά από το μέρος που ήταν τα σπαρτά μας και δεν το ξέρω πώς μου κατέβηκε στο γύρισμα, μια και με είχε πιάσει η νύχτα, να πάω να μείνω εκεί να κοιμηθώ και την αυγή καβαλικεύοντας τον ψαρή, που ήξερα πως είχε εκεί ο Νικολούλας, να 'ρθω στο χωριό να δω τους αρρώστους μου. Είχα καιρό πολύ να δω τα χτήματα μας και το σπιτάκι που είχε φτιάσει εκεί τότε τελευταία ο πατέρας μου. Η βραδιά ήτανε ζεστή· αυγουστιάτικη. Το φεγγάρι, έτοιμο να βγει από το βουνό, κοκκίνιζε τον ουρανό στην άκρη, ο αέρας της ποταμιάς δρόσιζε την ψυχή. Μια νυχτιά όξω από τη σκόνη του χωριού, που είχανε σκάψει τα χωράφια κι ανοίξανε τάχα δρόμους για να το κάμουν χώρα, ένα ξενύχτισμα στην εξοχή όξω από τις φωλιές του κατωγιού, που τις έλεγα καμάρες μου, μου φαινόταν εκείνη τη στιγμή σαν ευτυχία σταλμένη απάντεχα από τον ουρανό.

Σαν έφτασα στην άκρη από τα σπαρτά μας για να μην περάσω με το άλογο μέσα στ' αραποσίτια, ξεπέζεψα, το 'δωσα του χωριάτη που με συνόδευε και του είπα να γυρίσει πίσω, και 'γω άρχισα να ψάχνω να βρω κανένα δρόμο είτε αυλάκι για να βγω στο σπίτι, που η σκεπή του φαινότανε παραπέρα μέσα στο θάμπωμα. Ο χωριάτης, σαν πιο έμπειρος, με βοήθησε και πράματι βρήκα ένα δρόμο. Τον καλονύχτισα και τράβηξα ίσια εκεί χωμένος μέσα στ' αραποσίτια, που ήτανε ψηλότερα από το μπόι μου. Δεν είχα κάμει όμως πολλά βήματα, όταν άξαφνα το πόδι μου βούλιαξε μέσα στο νερά. Έκαμα να το σηκώσω, μα βούλιαξε και το άλλο. Κατάλαβα πως θα 'χανε ποτίσει αποβραδίς και βλαστήμησα την ιδέα που μου κατέβηκε να 'ρθω να βουτηχτώ στις λάσπες. Μα εκεί που πάλευα να βγω και να γυρίσω να βρω άλλο δρόμο, με ξάφνισε η φωνή του Νικολούλα βαθιά μέσα από τ' αραποσίτια και σε λίγο ξεχώρισα τον ίσκιο του λίγα πατήματα μακριά μου. Είχε ακούσει την περπατησιά του αλόγου και τις κουβέντες μου με το χωριάτη κι άδραξε τον γκρα του κι ήρθε να δει μην μπήκανε να κλέψουν.

«Εγώ είμαι, βρε· μην αγριεύεις», του φώναξα δυνατά, φουρκισμένος από το βούλιαγμα κι από τις φωνές του.

Σα με είδε τα 'χασε, μα σαν άκουσε πως ήρθα για να μείνω εκεί τη νύχτα, χάρηκε. Με βοήθησε και βγήκα από τα νερά.

«Σα να μου το 'χε πει κανένας στ' αφτί», είπε σα φτάσαμε σε πιο στεγνό μέρος και ζυγώσαμε στο σπίτι.

«Έχω μια κότα στη σούβλα κι ότι έβγαλε κι η Τάσω την κουλούρα απ' τη φωτιά».

«Ποια Τάσω;» ρώτησα ξαφνισμένος· «είναι 'δώ η Τάσω;»

«Είναι από τα χτες· ήρθε να πλύνει στο ποτάμι, και της άρεσε και θα μείνει λίγες μέρες».

Δε μου άρεσε σαν τ' άκουσα, και κάτι μέσα μου με τάραξε. Μετάνιωσα για την ιδέα που μου κατέβηκε να 'ρθω, και μια στιγμή μου πέρασε στο νου να ξαναφύγω. Μα είχαμε βγει στο άπλωμα που ήτανε μπροστά στο σπίτι, κι ο Νικολούλας φώναξε κιόλα της γυναίκας του.

Ένας ίσκιος ανασηκώθηκε από μιαν άκρη όξω από το σπίτι, όπου ήτανε σκυμμένος στη φωτιά, και τράβηξε ίσια κατ' εμάς. Ήταν η Τάσω, κι άμα με γνώρισε, μου φάνηκε σα να ξαφνίστηκε που μ' είδε και κοντοστάθηκε δίχως να μιλήσει.

«Δεν τόνε γνώρισες; Είν' ο γιατρός· ήρθε να μείνει εδώ απόψε», της είπε ο Νικολούλας. «Πιάσε και στρώσε γλήγορα όξω στο πηγάδι. Εγώ θα πάω να βγάλω ένα καρπούζι». Ακούμπησε τον γκρα στην πόρτα κι έφυγε.

«Πώς ήταν τούτο;» με ρώτησε η Τάσω, σα χάθηκε ο άντρας της πίσω από το φράχτη.

«Το 'ξερα πως έφτιασες κουλούρα», της απάντησα και την κοίταξα.

Το φεγγάρι, που είχε σηκωθεί τώρα από τη ράχη, έριχνε το φως του σε όλο το άπλωμα μπροστά στο σπίτι. Μα η Τάσω στεκόταν απάνω στη γραμμή που χώριζε το φωτισμένον τόπο από τον ίσκιο που έριχνε το σπίτι. Το πρόσωπο της το φωτούσε η αντιφεγγιά, τα μαλλιά της μένανε στον ίσκιο. Φορούσε σάκο κάτασπρο κι ήτανε μ' ένα μεσοφόρι κοντό και με γυμνά τα πόδια. Με κοίταζε και την κοίταζα. Αμίλητοι κι οι δυο. Είχα καιρό να τη δω αποκοντά και μου φάνηκε αλλιώτικη τη στιγμή αυτή. Κάτι σα μουδιασμένο και στενοχωρημένο είδα στην όψη της, και κάτι σα στενοχώρια μ' έπιασε και με, και μια φωνή μέσα μου να λέει: «Φεύγα, γιατρέ!»

Αξαφνα ο σκύλος του σπιτιού, που ακολουθούσε πάντα τον ψαρή, σα να με μυρίστηκε από κάπου εκεί τριγύρω που έτρεχε, ήρθε αλυχτώντας και χίμησε να τριφτεί στα πόδια μου.

«Σε γνώρισε από μακριά», είπε η Τάσω.

Χάδεψα το σκύλο και την κοίταξα. Χαμήλωσε τα μάτια και δε γέλασε, δεν κουνήθηκε από τον τόπο της, αν κι ένιωθα πως ήθελε να κουνηθεί. Το φεγγάρι φώτιζε το μέτωπο της, την τραχηλιά, το κοντό της μεσοφόρι απομπροστά και κάτω τα πόδια της.

«Φεύγα, γιατρέ», έλεγε μέσα μου η φωνή. Μα ένιωθα πως δεν ήμουνα πια ο γιατρός αυτή την ώρα. Ένα μισόφωτο έτρεμε στο νου μου, σαν εκείνο που έπαιζε γύρω από το κορμί της Τάσως.

Ο ψαρής χλιμίντρησε αποπίσω από το σπίτι που τον είχανε δεμένο.

«Εδώ είναι κι ο ψαρής;» μουρμούρισα

«Εδώ είναι», είπε η Τάσω.

«Κι ο Γιαννούλης κι ο Γιωργίκος;» κόντεψε να τη ρωτήσω κι έκαμα να πάω κοντά στο σκύλο, που ξαπολύθηκε από τα χέρια μου κι έφυγε πηδώντας. Μα την ίδια στιγμή η ματιά της Τάσως άστραψε αντίκρυ μου. Με κοίταξε κατάματα.

«Φεύγα, φεύγα!» ξαναφώναξε από μέσα μου η φωνή. Μα αντίς να φύγω πήγα πιο κοντά της και την έκλεισα στην αγκαλιά.

Της ήρθε τόσο ξαφνικό και δεν κουνήθηκε μια στιγμή; Δεν ξέρω· μα καθώς έκαμα να σκύψω απάνω της, τινάχτηκε με ορμή:

«Φεύγα!» μου είπε μουγκά κι αγρίεψε η ματιά της.

Δεν έφυγα, μα άπλωσα το χέρι να την ξαναπιάσω.

«Νταλίπη, όξω να χαθείς!» φώναξε την ίδια στιγμή ο Νικολούλας πίσω από το φράχτη. «Τί τον άφησες, μωρή, και μου 'ρθε 'δω να μου πατήσει το μποστάνι!».

Ο σκύλος ξαναήρθε τρέχοντας απάνω μου, κι η Τάσω πήγε κι έκλεισε την πόρτα από το φράχτη. Έπειτα γύρισε και πήγε κι έσκυψε στη φωτιά, στην άκρη του σπιτιού.

Παίζοντας με το σκύλο έφερα ένα γύρο στην αυλή κοιτάζοντας το ένα και το άλλο. Το φεγγάρι είχε ανεβεί ψηλότερα και φώτιζε τον τόπο ολοένα πιο πολύ.

Ο Νικολούλας γύρισε μ' ένα τρανό καρπούζι, η Τάσω έστρωσε χάμω δίπλα στο πηγάδι και καθίσαμε να φάμε. Το παγούρι του Νικολούλα με το ρακί κι ο δροσερός αέρας μού ανοίξανε την όρεξη για το φαγί. Κι ο Νικολούλας έτρωγε κι αυτός κι άρχισε να μου λέει το ένα και το άλλο, πώς είχε περάσει την ημέρα του, με ποιον καβγάδισε, ποιόνε φοβέριξε. Έπειτα τα συνηθισμένα για το πότισμα, για τα σπαρτά, για τους γειτόνους, όσο που γύρισε την κουβέντα στην παλιά του χωροφυλακίστικη ζωή. Στο μεταξύ έπαιρνε κι ένα τραγούδι. Ο Νικολούλας ήταν ευχαριστημένος, φαινόταν ευτυχισμένος. Μα και 'γώ δεν ξέρω γιατί μου φαινότανε μένα αστεία αυτή η ευτυχία του, τόσο αστεία που με πείραζε λιγάκι αληθινά. Γυρνούσα και τον κοίταζα, γυρνούσα κι έριχνα και στην Τάσω μια ματιά. Ο Νικολούλας δεν της έδινε καιρό να πει τίποτες κι αυτή, μα κι αν της έδινε, δε φαινότανε πως είχε όρεξη να μιλήσει. Είπε δυο τρία λόγια μερικές στιγμές που τη ρώτησα κάτι, μα χωρίς να με κοιτάξει. Σα να το απόφευγε, θαρρούσα πως ξεχώριζα μια ανησυχία στο πρόσωπο της, μου φαινότανε σα να τη στενοχωρούσε που ήμουνα εκεί δίπλα της. Γύριζα και της έριχνα πάντα ματιές εκεί που φλυαρούσε ο Νικολούλας και στο τέλος έγειρα χάμω ακουμπώντας στο χέρι μου για να τη βλέπω πιο καλά. Η φωνή μέσα μου δεν έλεγε πια: «Φεύγα, γιατρέ», μα ο πειρασμός σκουντούσε το πόδι μου να 'γγίξει το δικό της κάνα δυο φορές. Δε με κοίταξε, έσκυψε μόνο το κεφάλι. Κι ο Νικολούλας φλυαρούσε πάντα και το φεγγάρι έχυνε γεμάτο, διάπλατο το φως του, οι λεύκες πίσω από τη σκεπή του σπιτιού υψωνόντανε ατάραχες, οι ράχες πέρα αντιφεγγίζαν απαλά, το νερό στο αυλάκι δίπλα από το σπίτι μουρμούριζε σιγαλινά κάτω από τις ιτιές. Μου φαινότανε πως ήμουνα χωρισμένος απ' όλη τη ζωή μου κι από τον κόσμο την ώρα αυτή. Και κοίταζα το φως ψηλά, τριγύρω, κάτω, το κοίταζα πώς λάμπιζε στα μαλλιά της Τάσως, πώς άστραφτε στο πρόσωπο της, κοίταζα την Τάσω, κοίταζα αντίκρυ της το Νικολούλα με τ' άγρια μουστάκια του, με τη βρόμικη χωροφυλακίστικη στολή, με τη μαύρη σκούφια στο κεφάλι. Ξαφνικά άλλαξε η διάθεση μου. Θυμήθηκα το δικό μου μιραμπό, που με περίμενε να το φορέσω το πρωί μαζί με το ζακέ, θυμήθηκα τη γιατρική, τη σοβαρότη μου.

«Ξέρεις, λέω καλύτερα να φύγω απόψε· δε μου σελώνεις τον ψαρή;» είπα του Νικολούλα μια στιγμή που έπαψε να μιλεί.

«Τι σου κάπνισε μεμιάς! Τώρα τα μεσάνυχτα να πας;» μου είπε κείνος ξαφνισμένος.

Ανασηκώθηκα και κάθησα: «Θα πάω», είπα· «πού να ξυπνώ πρωί-πρωί!»

«Δεν ντρέπεσαι! Δεν κάθεσαι να κοιμηθείς και μια νυχτιά εδώ όξω στη δροσιά, αφού ήρθες που 'ρθες», ξαναείπε ο Νικολούλας.

Η Τάσω δε μίλησε, δε με κοίταξε.

«Ήρθα και χάλασα τη διάθεση της Τάσως», είπα.

«Δεν ντρέπεσαι και να το λες; Αυτό δα έλειπε! Στο σπίτι σου!» μ' έκοψε γλήγορα ο Νικολούλας και ρίχνοντας ματιά της γυναικός του, σα να 'θελε να τη μαλώσει: «Έτσι είναι τούτη· δεν έχει πολλά λόγια· δεν την ξέρεις», γύρισε και μου ξαναείπε μένα.

«Αφήνεις εσύ να πάρει άλλος αράδα», μουρμούρισε η Τάσω και πήρε ένα κόκαλο και το 'ριξε στο σκύλο, που στεκότανε και κοίταζε.

«Αλήθεια, δε σε ρώτησα πού τη βρήκες την κότα· εδώ δε βλέπω να 'χετε», είπα του Νικολούλα.

«Την πήρα από μια χωριάτισσα· δεν μπόρεσε να την πουλήσει στο παζάρι. Της έδωσα κάμποσα παραγινομένα πεπόνια που ήτανε για πέταμα. Πολύ φτηνά είναι φέτο τα πεπόνια, παράβαλε μποστάνια ο κόσμος», άλλαξε την κουβέντα.

Η Τάσω σα να στενοχωρήθηκε απ' το ρώτημα μου κι έπιασε και σήκωνε τα πιάτα.

«Δεν είναι να πας απόψε πουθενά, εγώ μοναχά τι κάθουμαι! Πάω να φέρω μια γυροβολιά», είπε ο Νικολούλας και σηκώθηκε. «Πού θέλεις να σου στρώσει; Μέσα ή όξω στο χαγιάτι;» με ρώτησε.

«Εσύ πού κοιμάσαι;» του είπα.

«Να κοιμηθώ; Είναι τέτοια εποχή για ύπνο! Απάνω στη δραγάτα γέρνω καμιά ώρα».

Καθώς σηκώθηκα, είδα ένα ψηλό κρεβάτι στη μέση από το μποστάνι.

«Ξέρεις τι παλιόκοσμος είναι εδώ γύρω;» ξαναείπε.

«Χειρότερος αποπάνω απ' τους δικούς μας;»

Κούνησε το κεφάλι του, κρέμασε τον γκρα στον ώμο και χάθηκε μέσα στα σπαρτά.

«Εσύ δε φοβάσαι 'δώ μονάχη σου;» ρώτησα την Τάσω, σα γύρισε από το σπίτι που είχε μπει στο μεταξύ.

«Ήρθες εσύ να με φυλάξεις», απάντησε κοιτάζοντάς με παράξενα, σαν περιγελαστικά, σα θυμωμένα. Και χωρίς να σταθεί, πήγε στο πηγάδι κι έριξε μέσα τον κουβά.

Πήγα και 'γώ κοντά της και την κοίταζα, καθώς έσκυβε ανεβοκατεβάζοντας τα χέρια που κρατούσανε το σκοινί

«Γιατί είσ' έτσι απόψε;» τη ρώτησα χαμογελώντας.

Δε μου απάντησε, ούτε με κοίταξε. Τραβούσε μόνο τον κουβά κοιτάζοντας μέσα στο πηγάδι.

Πάλι κάτι μου έλεγε μέσα μου να την αφήσω και να σηκωθώ να φύγω. Μα η επιμονή της να μη μου απαντά, το πείσμα που έβλεπα στο πρόσωπο της, στα σουφρωμένα χείλη της, σα να με πεισματώνανε και με.

«Δε μου μιλάς, ε;» της είπα κι έβαλα το χέρι μου στη μέση της.

Είχε πιάσει εκείνη τη στιγμή τον κουβά με το ένα χέρι κι έκανε να τον ακουμπήσει στα χείλη του πηγαδιού.

«Φεύγα», μου είπε και τινάχτηκε. Η ματιά της δε ήταν άγρια την ώρα αυτή. Σα θολή μου φάνηκε.

Έχασα τη μιλιά μου και την άφησα να φύγει. Καθώς γύριζε στο σπίτι, έτρεμε το χέρι της που κρατούσε τον κουβά. Το νερό χυνότανε βρέχοντας τα πόδια της κι αφήνοντας κατόπι μια γραμμή. Στεκόμουνα δίπλα στο πηγάδι και την κοίταζα όσο που μπήκε στο σπίτι. Ούτε συλλογιζόμουνα πια να φύγω.

Σε λίγο άκουσα πίσω μου τα πατήματα του Νικολούλα.

«Ξέχασα να ποτίσω τον ψαρή», είπε και τράβηξε πίσω από το σπίτι.

«Πού είν' ο κουβάς, μωρή;» φώναξε της Τάσως, άμα γύρισε με το άλογο στο πηγάδι.

Εκείνη τον έφερε και του έβγαλε νερό και το ποτίσανε.

Είχα καθίσει στο πεζούλι και τους κοίταζα.

«Νύσταξες;» μου είπε ο Νικολούλας βλέποντας με να σκύβω αμίλητος. «Έστρωσες του γιατρού, μωρή;» ρώτησε την Τάσω.

«Πού να του στρώσω;» είπε αυτή.

«Εμένανε ρωτάς;» της φώναξε ο Νικολούλας. «Πες της, γιατρέ, πού θέλεις να σου στρώσει», γύρισε σε με, και πήρε το άλογο και πήγε να το δέσει πάλι πίσω από το σπίτι.

«Πού να στρώσω;» μουρμούρισε η Τάσω.

«Όπου θέλεις», απάντησα κοιτάζοντας την.

Με κοίταξε και κείνη αμίλητη.

«Πού κοιμάσαι συ;» τη ρώτησα·

«Στη δραγάτα», απάντησε.

Χαμογέλασα. Μου φάνηκε πως αστράψανε τα δόντια της, δίχως να γελάσει κι αυτή. Και δίχως να μου ξαναμιλήσει, γύρισε την πλάτη κι έφυγε και μπήκε στο σπίτι.

Ο Νικολούλας ξαναγύρισε και μου άνοιξε πάλι κουβέντα. Δεν είχα όρεξη να του αποκριθώ. Απομέσα μου έλεγα να σηκωθώ να φύγω, κι όμως έμενα εκεί που καθόμουνα.

«Νύσταξες», μου είπε πάλι ο Νικολούλας σαν είδε πως δεν του μιλούσα. «Έστρωσες, μωρή;» ξαναρώτησε την Τάσω, που είχε βγει και στεκότανε στην πόρτα του σπιτιού.

«Ναι», φώναξε αυτή.

Σηκώθηκα, τους καληνύχτισα και μπήκα μέσα. Η Τάσω μου είχε στρώσει στο κρεβάτι που ήτανε στημένο στην κάμαρα για τον πατέρα μου.

 

Έπεσα να κοιμηθώ ευχαριστημένος πως η Τάσω θα κοιμότανε στη δραγάτα. Όλα όσα γίνανε πρωτύτερα μου φανήκανε σαν όνειρο και στοχάστηκα πως νίκησα τον πειρασμό. «Καλύτερα έτσι», είπα μέσα μου. Συλλογίστηκα τους αρρώστους μου· έναν που τον είχα αφήσει το πρωί χωρίς να νιώσω ακόμα τι έχει, ένα άλλο παιδί που είχε πάρει το καλύτερο με την κούρα που είχα επιμείνει εγώ να γίνει στο συμβούλιο που κάναμε μαζί με άλλους δυο γιατρούς. Και γύρισα από το άλλο πλευρό, βιαστικός να κοιμηθώ και να ξυπνήσω την αυγή θαμπά και να είμαι την ώρα που έπρεπε και πάλι στη δουλειά μου. Έκλεισα τα μάτια και περίμενα τον ύπνο. Μα το μουρμουρητό του Νικολούλα απόξω δεν τον άφηνε να 'ρθει. Το παράθυρο κατά το μπροστινό μέρος του σπιτιού ήταν ανοιχτό, μα η κουβέντα φαινόταν πως γινότανε στο αποπίσω μέρος. Βαριόμουνα να σηκωθώ να τους φωνάξω να σωπάσουνε, να πάνε να κοιμηθούν κι αυτοί. Και τους βλαστημούσα μέσα μου και γύρευα με τη βία να κοιμηθώ. Τέλος σώπασε το μουρμουρητό κι άκουσα το πάτημα του Νικολούλα που ζύγωσε στο παράθυρο.

«Κι ο γιατρός κοιμήθηκε», είπε βάζοντας το κεφάλι μέσα· «άι, καληνύχτα».

Και ξανάκουσα το πάτημα του που έφευγε.

«Τίνος είπε καληνύχτα;» συλλογίστηκα· «εμένα ή...;» Ταράχτηκα, μα πάλι: «Ας είπε οποιανού θέλει», είπα μέσα μου κι έκλεισα τα μάτια. Μα σε μια στιγμή ξανατινάχτηκα· ένας χτύπος σιγαλινός με ξάφνισε. Μου φάνηκε σα να 'κλεισε η οξώπορτα. Τέντωσα το αφτί -δεν άκουσα άλλο τίποτες. Ξανάγειρα να κοιμηθώ, μα δεν μπορούσα. Δίχως να το θέλω, ο νους μου δούλευε: «Τι διάολο! Να ήτανε κείνη που έκλεισε την πόρτα;» Ξανασηκώθηκα κρατώντας την αναπνοή μήπως ακούσω πάτημα. Μα το άλλο χώρισμα ήταν απάτωτο και πού ν' ακουστούνε πατήματα στο χώμα; «Δεν πάει στην οργή!» ξαναείπα και ξανάπεσα κι έκλεισα τα μάτια. Μα εκείνο που πρωτύτερα μου φάνηκε πως το είδα μόνο σε όνειρο, ξαναζωντάνεψε μπροστά μου· η Τάσω στεκόταν ολόρθη εκεί, δεν έφευγε όσο και να σφαλούσα πιο σφιχτά τα μάτια. Όχι η Τάσω καθώς την είχα δει πρωτύτερα κοντά στο Νικολούλα κι αποφάσισα να καβαλήσω το άλογο να φύγω, όχι η Τάσω που μ' είχε σπρώξει πριν καθώς έκαμα να την πιάσω από τη μέση, αλλά μια άλλη Τάσω. Εκείνη που μου 'παιζε μια φορά το κρυφτό άμα με αντίκριζε, εκείνη που στεκότανε με ξαναμμένα μάτια αγνάντια μου σαν πήγα κι έγραφα την αλοιφή της γιαγιάς της, εκείνη που με περίμενε κρυφά στην πόρτα μου την άλλη μέρα. Ο φόβος που μ' είχε κρατήσει τότε, τώρα σα να 'χε μέσα μου χαθεί, και την έβλεπα γερμένη απάνω μου, με το κεφάλι ακουμπησμένο στον ώμο μου, το γέλιο της μου τάραζε τα φρένα, τα μάτια της μου φλογίζανε όλο το αίμα. Ήθελα να θυμηθώ και πάλι τους αρρώστους μου, τη θέση μου, το σοβαρό μου, ξανάφερνα στο νου το Νικολούλα, τη σκούφια του, στοχαζόμουν πως ήμουνα στο σπίτι του πατέρα μου, στο σπίτι που μια μέρα θα γινόταν ολότελα δικό μου, συλλογιζόμουν πως εκείνοι που κάθονταν μέσα ήταν υπερέτες μου, ακόμα πως τους είχε στεφανώσει ο ίδιος ο πατέρας μου και: «¶σ' την να πάει στο διάολο!» έλεγα μια στιγμή. Μα την άλλη στιγμή, ο πειρασμός ξαναξυπνούσε· το χαμόγελο της Τάσως άστραφτε μπροστά μου, η ματιά της μ' έκαιγε, το πρόσωπο της μου γελούσε φωτισμένο από το αυγουστιάτικο φεγγάρι, η Τάσω με την άσπρη πόλκα της και το κοντό της μεσοφόρι στεκόταν ορθή μπροστά μου.

«Πού θα κοιμηθείς εσύ; - Στη δραγάτα. - Μα γιατί δεν πήγε 'κεί; Γιατί ήρθε και κλείστηκε στο πλαγινό χώρισμα;» Αυτό το ερώτημα μου γύριζε στο νου ολοένα. «Μα να 'ναι τάχα εκεί;» έλεγα πάλι. «Μη γελάστηκα; Μην το είδα όνειρο κι αυτό;» Έκαμα να σηκωθώ να πάω ν' ανοίξω σιγαλά την πόρτα, να κοιτάξω. Μα το κρεβάτι μου έτριξε και τρόμαξα. Ντράπηκα τον εαυτό μου και ξανάγειρα. Μα η ταραχή, η φλόγα μέσα μου δεν έσβηνε. ¶δειασα όλο το κανάτι με το νερό που μου είχε βάλει η Τάσω εκεί κοντά σε μια καρέκλα.

Ώρες θα περάσανε δίχως να μπορώ να βρω τον ύπνο. Το φεγγάρι είχε στρίψει πια από το άλλο μέρος, η κάμαρα σκοτείνιασε κι η αυλή όξω από το παράθυρο ίσκιωσε. Όλα ησύχαζαν όξω. Μόνο τα τριζόνια ακούγονταν αδιάκοπα, μονότονα, το γαύγισμα του σκύλου και κάπου που το βήξιμο του τεκνεφέζικου ψαρή πίσω από το σπίτι μου θύμιζε πού βρισκόμουνα.

«Πρέπει να δω, πρέπει να δω», είπα τέλος μη βαστώντας άλλο. Και σηκώθηκα και τράβηξα στην πόρτα και την άνοιξα σιγά. Το μακρινάρι, όπου ανοιγότανε η πόρτα της κάμαρας, ήτανε γεμάτο φτυάρια, τσάπες, αλέτρια, σβάρνες κι ένα πλήθος άλλα σύνεργα, κι όλα αυτά μου χτυπήσανε στα μάτια μέσα στο σκοτάδι, σαν άμορφοι σωροί, σαν ίσκιοι, σα φαντάσματα. Το χώρισμα αυτό δεν είχε παράθυρα· μονάχα τρύπες μακρουλές ψηλά, κάτω από τη σκεπή. Στάθηκα και κοίταζα τριγύρω σα χαμένος. Μου φαινόταν εκείνη τη στιγμή πως ήμουνα υπνοβάτης. Πόσο στάθηκα δεν ξέρω. Το φως του φεγγαριού απάνω από τ' ανοίγματα δεν έφτανε ίσια με κάτω, ένα απόφεγγο θαμπό έτρεμε μονάχα μέσα στη σκοτεινιά. Περπάτησα συρτά ως τη μέση του μακριναριού· η δροσιά απ' το χώμα που πατούσαν οι φτέρνες μου θυμούμαι με ανατρίχιαζε. Ξάφνω μέσα στο μισόφωτο είδα ένα σωρό που μαύριζε σε μια άκρη. Ήταν η Τάσω ξαπλωμένη, οι άκρες των ποδιών της θαμπίζανε ξεσκέπαστες. Βρέθηκα μεμιάς σκυφτός μπροστά της.

Σκόνταψα στ' απλωμένο χέρια της. Είχε ανασηκωθεί στα γόνατα και μ' έσπρωξε με ορμή:

«Τ' ήρθες εδώ, τι θέλεις;» φώναξε πνιχτά.

«Γιατί μου 'πες πως θα κοιμηθείς στη δραγάτα;» ρώτησα σιγά κι έπιασα τα χέρια της. Τα ένιωσα που τρέμανε.

Έμεινε άφωνη μια στιγμή. Μα καθώς έκαμα να πάω κοντύτερα της, τινάχτηκε και μ' έσπρωξε πιο δυνατά.

Χίμησα και την αγκάλιασα. Μα μου ξέφυγε πάλι και σηκώθηκε ορθή.

«Φεύγα αποδώ! Φεύγα αποδώ!» φώναξε άγρια κι έκαμε πίσω.

Μα δεν είχε πού να πάει, ήταν αποπίσω της ο τοίχος.

Στριμώχτηκε στην αγκωνή. Ήτανε με το πουκάμισο -ήτανε πια στο χέρι μου.

¶φησε και την αγκάλιασα. Μα καθώς έκαμα να σκύψω στο κεφάλι της, ξανατινάχτηκε:

«Φεύγα, φεύγα!» ξαναείπε με βραχνή, τρεμουλιαστή φωνή, τόσο τρεμουλιαστή που μ' έκαμε να σταματήσω. Την άφησα από την αγκαλιά κι έπεσα χάμω, μπροστά στα πόδια της.

«Τάσω, με διώχνεις τώρα;» ψιθύρισα.

Έσκυψε το κεφάλι στα χέρια της.

«Τάσω!» της ξαναείπα και την ξανάπιασα.

Μια σβηστή φωνή, μια άχνα μονάχα είπε τ' όνομα μου.

«Να ζήσεις, φεύγα» ξαναμουρμούρισε και μου 'σφιξε το χέρι. Και σηκώνοντας το κεφάλι με κοίταξε.

Δεν μπορούσα να δω καλά τα μάτια της, μες στο σκοτάδι, μα τα ένιωσα καρφωμένα στα δικά μου ασάλευτα. Δεν μπόρεσα να τα βαστάξω κι έσκυψα; Δεν ξέρω. Μα καθώς έσκυψα, κοίταξα απάνω μου κι ανατρίχιασα. Τότε κατάλαβα πως είχα πεταχτεί και 'γω με το πουκάμισο από το κρεβάτι. Μου φάνηκε σα να ξύπνησα από κακό όνειρο, σα να πετάχτηκα απάνω απ' όνειρο. Την ίδια στιγμή ο σκύλος αλύχτησε όξω από την αυλή πιο δυνατά και πιο σιμά. Φοβήθηκα αληθινά; Ίσως όχι. Ωστόσο άφησα μεμιάς τα χέρια που κρατούσα και δίχως να μιλήσω γύρισα γοργά γοργά στην κάμαρα κι έπεσα στο κρεβάτι. Μα εκεί που δοκίμαζα να κοιμηθώ για να ξεχάσω ό, τι έγινε, με τρόμαξε η πόρτα που άνοιξε σιγά. Η Τάσω μπήκε μέσα, έκλεισε το ανοιχτό παράθυρο κι ήρθε κι έπεσε κλαίοντας 'μπρός στο κρεβάτι...

Πριν ακόμα καλοφέξει, σαμάρωσα μονάχος τον ψαρή κι έφυγα σαν κυνηγημένος. Ο Νικολούλας κοιμότανε ακόμα στη δραγάτα. Γύρισα στους αρρώστους μου κι ήθελα να ξεχάσω τ' όνειρο της νύχτας, όπως μου φαινότανε πως ήταν όλα όσα γίνανε στην εξοχή εκείνο το βράδυ. Βρήκα το άρρωστο παιδί καλύτερα, μου φάνηκε πως βρήκα και στον άλλον άρρωστο κάποια σημάδια που με μπάζανε στο δρόμο να καταλάβω την αρρώστια του, κέρδισα κιόλα και στο τάβλι που έπαιξα στον καφενέ, γυρίζοντας από τις βίζιτές μου, και τράβηξα το μεσημέρι ευχαριστημένος σπίτι μου. Ξανάμπαινε στο δρόμο της η ζωή η παραστρατισμένη από μιαν αυγουστιάτικη νυχτιά. Έτσι στοχαζόμουνα στρίβοντας να 'μπω στην αυλόπορτα μου. Μα καθώς έπεσε η ματιά μου αντίκρυ, είδα την Τάσω που έκανε να βγει από τη δική της. Ξαφνίστηκα και στάθηκα όπως την αυγή ο ψαρής μου, που τρόμαξε από έναν πουλοσκιάχτη σε μια φραγή.

Η Τάσω στάθηκε μια στιγμή κι αυτή και κοιταχτήκαμε. Μου φάνηκε πως χαμογέλασε, μου φάνηκε πως ήτανε με το κοντό το μεσοφόρι, όπως την περασμένη νύχτα. Μα ξάφνω, αντί να βγει στο δρόμο, γύρισε γλήγορα και ξαναμπήκε στην αυλή κλείνοντας πίσω της την πόρτα. Μπήκα και 'γώ στη δική μου κι ανέβηκα στο σπίτι. ¶υπνος και κουρασμένος καθώς ήμουνα, έπεσα και κοιμήθηκα αμέσως αφού έφαγα. Σαν ξύπνησα, μου φαινόταν πάλι σα να γελάστηκα ή σα να ονειρεύτηκα πως είχα δει την Τάσω στην αυλόπορτα της. Αδύνατο να ήταν αυτή· έλεγα· αυτή το είχε να μείνει λίγες μέρες όξω. Κι ωστόσο ήταν η Τάσω. Βγαίνοντας το απόγεμα απ' το σπίτι, την ξαναείδα στην πόρτα της ποδεμένη και συγυρισμένη.

Πέρασαν έτσι πέντε χρόνια. Η Τάσω είχε τώρα δυο παιδιά. Ο πατέρας μου πέθανε άξαφνα στο μεταξύ, η αδερφή μου παντρεύτηκε και εγώ έμεινα αφέντης στο σπίτι. Ο Νικολούλας δεν ήταν πια υπερέτης, μα ο επιστάτης σ' όλα μου τα χτήματα. Δεν ήθελα ν' αφήσω ολότελα τη γιατρική και να περιοριστώ μόνο στα χτήματα. Έβαλα λοιπόν το Νικολούλα κυβερνήτη κι η Τάσω τώρα ξεκαλοκαίριαζε στην ποταμιά. Αγόρασα καινούριο άλογο, αφού ο ψαρής άφησε χρόνους, και τα βράδια με βλέπανε τώρα συχνότερα στην εξοχή μου. Στο χωριό καθόμουνα πάντα μοναχός στις κάμαρες μου στο κατώγι· άνοιξα σ' αυτές και μια πόρτα κατά το δρόμο, αντίκρυ από το χαμόσπιτο της Τάσως. Της μητέρας μου της είπα πως το κάνω για να 'ρχουνται ίσια κάτω οι άρρωστοι χωριάτες και να μη βρομεύουν την μπροστινή είσοδο. Εκείνη ξίνισε τα μούτρα. Μα νοικοκύρης καθώς ήμουνα πια στο σπίτι μου, λίγο μ' ένοιαζε για τις μουρμούρες της μητέρας μου και του κόσμου. Ηθικές αρχές δεν είχα αλλάξει βέβαια στο βάθος, μα κατά τη συνήθεια του τόπου τις θυμόμουνα μονάχα όταν ήτανε για τους άλλους και ξεχωριστά όταν μάθαινα πως τις πάτησε κανένας συνάδερφός μου. Μια μέρα που μου τις θύμισε και μένα κάποιος δικός μου, βαλμένος καθώς ένιωσα από τη μάνα μου, του έριξα δίκιο μέσα μου. Και πιο πολύ στοχάστηκα το άλλο που μου είπε, πως δηλαδή ο καθένας νοικοκύρης με μπάζει με κρύα καρδιά σπίτι του για γιατρό και πως ακόμα δε θ' αποφασίσει καμιά κοπέλα να μπει νύφη στο δικό μου σπίτι. Μα όλα αυτά τα στοχάστηκα μόνο όση ώρα μιλούσα μαζί του. Ύστερα, σαν το σκέφτηκα καλύτερα, είδα πόσο αστείοι ήταν αυτοί οι φόβοι. Στα σπίτια με μπάζανε για γιατρό γιατί είχανε πια πιστέψει στο χωριό πως ήμουνα ο καλύτερος, και καθένας που θα μου έδινε την κόρη του, θα κοίταζε πρώτα από κάθε άλλο την καλή μου πελατεία και τα πεντακόσια στρέμματα χωράφια που είχα στην ποταμιά. Φτάνει να 'θελα να γυρίσω τα μάτια απάνω κι ήξερα πως όποια και να κοίταζα, θα γινότανε δική μου. Γνώριζα καλά τον κόσμο στο χωριό μου. Κι έτσι ξένοιαστος περνούσα τον καιρό. Η Τάσω ήταν όμορφη σαν πάντα. Τη μηχανή της την άφησε και σκούριασε. Ο άντρας της δούλευε τώρα γι' αυτή στα χτήματά μου. Διόρθωσε το χαμόσπιτό της, τη γριά γιαγιά της τη λυπήθηκε πια ο Θεός και την πήρε, η γειτονιά και το χωριό είχανε πάντα νέα και κουτσομπολιές, όλοι μας ήμαστε ευχαριστημένοι και πιο πολύ ο Νικολούλας με τη νέα θέση του.

Η μάνα μου μονάχα δεν ήθελε να συνηθίσει την καινούρια ζωή. Μου έστειλε κι άλλους δικούς μου να με κατηχήσουν, κι η ίδια μού το ξεστόμισε κάποιες φορές: Καιρός να παντρευτώ. Στην αρχή γελούσα, μα σα μου ήρθε η πρώτη προξενιά κι απάντησα πως θα σκεφτώ, άρχισα να το συλλογίζουμαι αληθινά: Πράγματι δεν μπορούσε να τραβά η ζωή έτσι για πάντα. Ο νόμος του Θεού είναι η παντρειά. Αν είχανε μείνει ανύπαντροι ο παππούς μου κι ο πατέρας μου, δε θα ήμουνα τώρα εγώ στον κόσμο να χορταίνω τ' αγαθά. Και τ' αγαθά αυτά που μαζευτήκανε από γενιά σε γενιά δεν είναι σωστό να σκορπιστούνε μεμιάς στους τέσσερις αέρηδες. Ο άνθρωπος έχει χρέη στον κόσμο που ήρθε. Και το πρώτο απ' αυτά είναι να πληθαίνει εκείνο που βρίσκει από τους γονιούς του και να το παραδίνει στις παραπέρα γενιές. Αυτά γυρίζανε στο νου μου και για να στοχαστώ καλύτερα και με περσότερη ησυχία το πράμα, καβάλησα το νιο μου το άλογο και βγήκα όξω στην ποταμιά. Είχε αρχίσει κιόλας η σπορά, κι ήθελα να ρίξω μια ματιά σ' αυτή ο ίδιος και να φανώ σα νοικοκύρης που ήμουνα. Ένα χρέος κι αυτό.

Ήτανε χινοπωριάτικη μέρα, συννεφιασμένη, μα γλυκιά. Ο κάμπος χλόιζε όλος, αντάρα αχνή κρεμιόταν αποπάνω από το ποτάμι, τα δέντρα τινάζανε τα κίτρινα τα φύλλα τους, τα κοράκια σκούζανε βραχνά, μαυρολογώντας μες στα οργώματα. Μου άρεσε πάντα η ζωή του κάμπου κι η καρδιά μου άνοιγε στη χαρά του νοικοκύρη που πατεί σε δική του γη. Κι ο Νικολούλας ήτανε κι αυτός όλος χαρά από τον καλόν καιρό που έκανε για τη σπορά. Σπυρί δεν πήγαινε χαμένο, τόσο είχε πιτύχει το όργωμα. Μου τα έδειξε όλα και μου τα ξήγησε με τη σειρά. Απ' όλα ήταν ευχαριστημένος κι ένα τόνε σεκλέτιζε μονάχα. Καταμεσής από τις δικές μας βρώμες ήταν ένα χωράφι ξένο ίσια με πενήντα στρέμματα. Ο νοικοκύρης του το 'σπερνε κι αυτός βρώμη, το πουλούσε στους πιστικούς και κείνοι μπαίνανε και βοσκούσανε και τις δικές μας ολοτρόγυρα. Τρέχα ύστερα στέλνε εχτιμητές κι άνοιγε δίκες για ν' αποκόψεις τη ζημιά.

«Λάθος του μακαρίτη που δεν το αγόρασε όσο όσο· εκειά τα χρόνια θα το 'παίρνε για κομμάτι ψωμί. Τώρα...», είπε ο Νικολούλας και με κοίταξε με θλιβερή ματιά.

Δεν ήτανε πρώτη φορά που κάναμε την κουβέντα αυτή. Είχα έρθει κιόλας σε συμφωνίες ν' αγοράσω το κομμάτι, μα ο νοικοκύρης μού γύρευε ακριβά. Το 'ξερε τι άξιζε για μένα.

«Αχ, να το 'παιρνες, γιατρέ, αυτό το χωράφι», ξαναείπε ο Νικολούλας, σα να μάντεψε το στοχασμό μου. «Και λιβάδι να τ' αφήσουμε, θα τη βγάλεις την τιμή. Παραπάνω από μισή χιλιάδα θ' ανεβεί το λιβαδιάτικο».

Το βουνίσιο μάτι του Νικολούλα με είχε γνωρίσει πια καλά. Μάντευε τις στιγμές που με πιτυχαίνανε τα λόγια του. Τα χτήματα στην ποταμιά είχανε γίνει πια ζωή του και δεν τα ξεχώριζε από δικά του.

«Και τα χαντάκια πρέπει να τα κόψουμε δίχως άλλο ίσαμε την άνοιξη», ξανάρχισε· «τα νερά πνίγουνε το λιβάδι· σα 'ρθούνε οι γκέγκηδες πρέπει να τ' αποφασίσεις».

«Έννοια σου, θα κοπούνε κι αυτά», του απάντησα ακολουθώντας μέσα μου τους στοχασμούς μου.

«Κι οι άκρες ένα γύρο στο σύρραχο θέλουνε ξεχέρσωμα με το λισγάρι κι οι πατουλιές στην άκρη στο ποτάμι κόψιμο, ξερίζωμα», ξακολούθησε ο Νικολούλας.

Το άκουσα κι αυτό, άκουσα και το ένα και το άλλο ακόμα και ξανακαβάλησα τ' άλογο μου με λιγότερη χαρά. Λογάριαζα πως για να γίνουν όσα μου είπε ο Νικολούλας δε φτάνανε οχτώ μετρητές χιλιάδες. Μπορεί να είχα και περσότερες, μα ήτανε καλά εκεί που ήτανε στον τόκο. Έπειτα και να ήθελα να σηκώσω απ' αυτές όσες μου χρειαζόντανε, τόσο εύκολο δεν ήταν. Δε μέναν άλλες από κείνες που μου 'ταξε ο προξενητής. Τις λογάριασα κι αυτές. Για να μπει νύφη σπίτι μου, έπρεπε να το ξεκαινουργώσω. Ο γάμος ήθελε έξοδα και κείνος. Τα λογάριασα όλα, δεν έβγαινα πέρα, δε μου περίσσευαν από το προικιό οι οχτώ χιλιάδες που χρειαζόντανε τα χτήματα. Απάντησα ορθά κοφτά το όχι στον προξενητή. Η μάνα μου, όταν το 'μαθε, κατέβασε τα μούτρα, μα όταν της έκαμα και κείνης το λογαριασμό καλά, παραδέχτηκε τη γνώμη μου πως έπρεπε να περιμένουμε άλλη προξενιά πιο συμφερτική.

Δεν άργησε πολύ να 'ρθει κι αρρεβωνιάστηκα.

Ήτανε μια αυγή μαγιάτικη, δυο-τρεις μέρες αφού έδωσα το λόγο μου και μαθεύτηκε στο χωριό το νέο. Ένιωθα να είμαι σε μια παράξενη κατάσταση. Μια χαρά κρυφή αισθανόμουνα, μα και κάποια ανησυχία μαζί. Την ημέρα εκείνη ξύπνησα πιο πρωί παρότι πάντα, πρι να δώσει ακόμα ο ήλιος. Καθώς βγήκα στο παράθυρο, με χτύπησε γλυκά η δροσιά της αυλής που ανέβαινε από το νοτισμένον κήπο. Ο πόθος της εξοχής μού ήρθε μεμιάς. Από μέρες κιόλας έλεγα να πάω στην ποταμιά να δω πώς είναι τα σιτάρια, που έπρεπε ν' αρχίσει ο θέρος τους σε λίγο. Το άλογο το είχα στελμένο έξω αποβραδίς με τον υπερέτη μου κι έπρεπε να πάω πεζός. Γυρίζω γλήγορα καβάλα, είπα. Δεν είχα κιόλας πολλούς αρρώστους. Ήξερα πως εκεί έξω ήτανε κι η Τάσω, μα μια μέρα πριν ή ύστερα θα γινότανε το συναπάντημα. Πήρα το δίκαννο στον ώμο και τράβηξα από τις πλαγιές. Κάποτε διαβαίνοντας εκείθε είχα χτυπήσει ένα λαγό, και κείνη την αυγή στοχάστηκα πως θα ευχαριστούσε την αρρεβωνιαστικιά μου, αν της έστελνα κάνα κυνήγι χτυπημένο από με τον ίδιον. Ωστόσο, ούτε κατέβασα το τουφέκι από τον ώμο. Σ' όλον τον δρόμο σα να το ξέχασα πως ήταν κρεμασμένο εκεί. Ο νους μου γύριζε σε λογισμούς, ένιωθα ανήσυχο όλο μου το αίμα. Η καρδιά δεν μπορούσε να χαρεί ούτε την αυγή, ούτε τον ήλιο που είχε δώσει αγνάντια στο βουνό αστράφτοντας γελούμενα στη νότια του ολοπράσινου κάμπου. Θυμούμαι μοναχά πως μυρίζανε βαριά τα σκίνα, και τα τρυγόνια, που είχαν αρχίσει να 'ρχουνται στον κάμπο, κρυφοτουρτουρίζαν εδώ και 'κεί στις φυλλωσιές και κάπου πού ένας βρόντος τουφεκιού τριγύρω έκοβε τη σιγαλιά και τους δικούς μου στοχασμούς. Η αρρεβωνιαστικιά μου ήτανε νόστιμη κοπέλα· μελαχρινή και γελαστή. Όλο αυτή ήθελα να συλλογίζουμαι, την εικόνα της να 'χω μπροστά μου: Πώς μπήκε στη σάλα με χαμηλωμένα μάτια και κοκκινισμένο πρόσωπο όταν πήγα να τη δω, πώς μου 'δωσε το χέρι, πώς έτρεμε η φωνή της σαν έκαμε να πει κάτι κι αυτή. Χαρούμενος ήθελα να 'μαι κι όμως δεν μπορούσα. Τι είχα; Μην όλα δεν πηγαίνανε καλά, δεν ήρθαν όπως τα 'θελα; Προίκα περσότερη δεν ήτανε δυνατό να βρω· η πελατεία μου όλο και μεγάλωνε, η σοδειά από τα χτήματα μου φαινότανε καλή, τα χαντάκια αποφάσισα και τα είχα κόψει πια, τα πενήντα στρέμματα, που ήθελε σώνει και καλά ο Νικολούλας, τώρα θα τ' αγόραζα σίγουρα κι αυτά. Τη μάνα μου πίσω στο σπίτι την ένιωθα χαρούμενη, ευχαριστημένη.

Έτσι έφτασα στην ποταμιά χωρίς να το νοήσω. Βρήκα το Νικολούλα στα σιτάρια· έξυνε το αλώνι. ¶μα με είδε, χύθηκε και με αγκάλιασε για να μ' ευχηθεί.

«Πέταξα απ' τη χαρά μου σαν τ' άκουσα ψες βράδυ», είπε. «Κι όλα, βλέπεις, όλα φτυχισμένα φέτο. Για τήρα θησαυρός, σαν το χρυσάφι», ξακολούθησε δείχνοντας τον κάμπο με τα στάχυα που απλωνόντανε σα θάλασσα χρυσή. «Ένα μπόι είναι ψηλά».

«Έτσι είναι όλα; Δεν πέσανε πολλά προχτές με τη βροχή;» ρώτησα.

«Μήτε δέκα δεμάτια δε θα 'ναι κείνα που γείρανε. Ευτυχία σου 'πα· πρώτα ο Θεός».

Ήξερα πως ο Νικολούλας συνήθιζε να βλέπει πάντα τα πράματα καλύτερα παρ' ότι είναι και τον πήρα και φέραμε ένα γύρο στα σπαρτά.

«Ε, το λοιπόν τριάντα», μου είπε 'κεί που γυρίζαμε κόβοντας άξαφνα την ομιλία μας για τα σιτάρια.

«Αυτού τριγύρω», απάντησα.

«Εγώ το 'ξερα· το 'λεγα πάντα της Τάσως: Κάτι ξέρει ο γιατρός που αργεί· θα μας ξαφνιάσει· δεν παίρνει αυτός κάτω απ' τις τριάντα».

Τραβούσα 'μπρός κι ο Νικολούλας δυο βήματα αποπίσω μου. Όσο ζυγώναμε στο σπίτι, τόσο καθαρότερα εξηγούσα την ανησυχία που είχα μέσα μου. Η καρδιά μου άρχισε να σφίγγεται πάντα περσότερο όσο σίμωνε το συναπάντημα μου με την Τάσω. Από καιρό, από τότε που πήρα την απόφαση να παντρευτώ, είχα συνηθίσει μέσα μου με την ιδέα του χωρισμού από την παλιά ζωή μου. Μα καθώς σε όλα και σ' αυτό η απόφαση ήτανε πιο εύκολη από το πράμα. Μέσα μου δεν το είχα μετανιώσει ούτε στιγμή που αρρεβωνιάστηκα. Χαιρόμουνα μάλιστα που έτσι ξέμπλεκα από μια ζωή που θα 'χε δυσκολίες να τραβήξει παραπέρα με τον ίδιο τρόπο. Και γιατί να μη χαρώ κιόλας; Εκείνο που έχανα με τη μια το 'βρισκα πιο όμορφο και νόμιμο στην άλλη. Κι όμως, κι όμως· την ώρα εκείνη ένιωθα πως ο χωρισμός δεν ήταν τόσο απλός όσο τον είχα φανταστεί. Έτσι είναι η καρδιά του ανθρώπου. Δεν μπορεί να κόβει τις συνήθειες του μεμιάς, με το μαχαίρι, δίχως να πληγώνεται κι η ίδια.

«Μπράβο, γιατρέ· έβαλες τα γυαλιά ουλωνών. Και τι κορίτσι!» έλεγε πάντα ο Νικολούλας αποπίσω μου. «Τώρα θα τα πάρουμε τα πενήντα στρέμματα· δε μας γλιτώνουνε».

«Σύχασε κι όλα θα γίνουνε», του είπα, σα να ήθελα να πω το ίδιο και της καρδιάς μου μέσα.

Τέλος φτάσαμε μπροστά στο σπίτι.

«Τάσω, μωρή! Το μπρίκι για καφέ», φώναξε απόξω ο Νικολούλας. «¶ντε μέσα· να βγάλω 'γω λίγο νερό», μου είπε και τράβηξε στο πηγάδι.

Η Τάσω βγήκε στην πόρτα. Κοσκίνιζε στάχτη μέσα κι ήταν από τα μαλλιά ως τα πόδια σκονισμένη. Η εικόνα της αρρεβωνιαστικιάς μου παρουσιάστηκε μέσα μου και ντράπηκα με τον εαυτό μου. Τα δυο παιδιά της Τάσως, που τρέξανε κοντά της να την πιάσουν από το μεσοφόρι, ξυπόλυτα κι αυτά και βρόμικα, με κάμανε να σιχαθώ περσότερο. Ωστόσο την καλημέρισα και μπήκα μέσα.

Με καλημέρισε και κείνη μουδιασμένα κι ήρθε μαζί στην κάμαρα που πέρασα και κάθισα.

«Τι έμαθα; Είν' αλήθεια;» με ρώτησε.

Κούνησα το κεφάλι χαμογελώντας.

Η ματιά της άστραψε: «Και μένανε δε με στοχάστηκες;» μου είπε πνιχτά.

«Τι να στοχαστώ; ¶λλο δεν πήγαινε το πράμα», της απάντησα.

«Για σένανε. Εγώ τι θες να γίνω;»

Της έδειξα τον άντρα της, που γύριζε με το νερό από το πηγάδι, και τα παιδιά της, που είχανε μπει αποπίσω της στην πόρτα.

Η ματιά της ξανάστραψε πιο άγρια και θέλησε κάτι να πει. Μα ο Νικολούλας μπήκε μέσα.

«Δεν έβαλες, μωρή, το μπρίκι ακόμα; Μήτε φωτιά δεν άναψες;» της είπε απότομα.

«Εγώ της είπα να μη βάλει», του είπα· «δεν έχω καιρό να κάτσω».

«Μην τον ακούς, μωρή· σύρε γλήγορα άναψε φωτιά», την έσπρωξε.

Η Τάσω τον κοίταξε μονάχα, χωρίς να κουνηθεί. Ένα από τα παιδιά ήρθε κοντά της και την γκρίνιαξε. Του 'δωσε μια σπρωχτιά και πετάχτηκε όξω, ενώ το παιδί έβαλε το κλάμα.

«Τι σου 'κανε, μωρή; Τι βαράς έτσι το παιδί;» της φώναξε θυμωμένα ο Νικολούλας κι έκαμε να πάει κοντά της.

«Ε! Δεν ήρθα 'δώ για να μαλώσετε», του είπα. «¶ντε σιάξε τ' άλογο· με καρτερούν οι άρρωστοι μέσα».

Ο Νικολούλας με κοίταξε και βγήκε.

Είδα πως δεν ήταν τόπος κι ώρα για περσότερες κουβέντες με την Τάσω και σηκώθηκα να πάω κοντά στο Νικολούλα. Μα εκείνη με πρόφτασε στην πόρτα:

«Θυμάσ' εκειό το βράδυ εδώ», μου είπε δείχνοντας μέσα στο σπίτι. «Θυμάσαι, σου 'πα: φεύγα. Καλά ήμουνα όπως ήμουνα». Λάμψανε τα μάτια της με τα τελευταία λόγια.

«Ε, και δεν έφυγα;» της απάντησα.

Το χέρι της, που μου είχε αδράξει και μου κούνησε τον ώμο, έπεσε κάτω. Έσκυψε για μια στιγμή και το κεφάλι. Μα άξαφνα το ξανασήκωσε και με κοίταξε αγριεμένα. Τα χείλη της τρέμανε και τα δόντια της γυαλίσανε.

Ο Νικολούλας πέρασε με το άλογο να το ποτίσει. Πήγα κοντά του και τον βοήθησα να το ετοιμάσει. Η Τάσω στεκότανε στην ίδια θέση, κοιτάζοντας με με την ίδια ματιά όσο που καβαλίκεψα.

 

Χτύπησα το άλογο κι έφυγα βιαστικός. «Η πρώτη εντύπωση την αγρίεψε. Θα της περάσει, σαν το συνηθίσει», στοχαζόμουνα και γύρευα να ησυχάσω κι εγώ την ταραχή μου. Και χτυπούσα το άλογο για να φτάσω όσο μπορούσα γληγορότερα στο χωριό, να βρω την ησυχία μου μακριά της. Μα όταν έφτασα στο σπίτι μου και πήρα να ντυθώ για να βγω έξω, την ξαναείδα με το νου μπροστά μου πάλι, θυμήθηκα τον τρόπο της, την άγρια ματιά της κι ενώ ήθελα να τη λυπηθώ μέσα μου, άρχισα να θυμώνω με την τόλμη της. «Είδες αδιαντροπιά», έλεγε μια φωνή μέσα μου· «μα ποιος σου φταίει; Αυτά παθαίνει όποιος μπερδεύεται με τους κατώτερους του, όποιος ξεχνά τη θέση του». Και θυμωμένος με τον εαυτό μου τώρα, βγήκα έξω στη δουλειά μου.

«Θα το δει κι αυτή, σαν το σκεφτεί, πως δεν μπορούσε να τραβήξει πιο μακριά το πράμα», συλλογιζόμουνα πάλι, γυρεύοντας να σωπάσω μέσα μου την ταραχή με κάθε τρόπο. Και μια στιγμή τη σώπαινα· ωστόσο δεν πιστεύω να με είδανε ποτέ οι άρρωστοι μου τόσο αφαιρεμένον όσο την ημέρα αυτή. Δεν το περίμενα ποτέ πως η Τάσω θα 'δείχνε τόση αυθάδεια. Κι αυτό με θύμωνε όλο και περσότερο. Μα με το θυμό τι θα 'βγαζα; Έπρεπε να βρεθεί το μέσο να σωπάσει η αδιαντροπιά της. Σκέφτηκα πολλά όσο που νόμισα πως το βρήκα. Η Τάσω, είπα με το νου μου, συνήθισε στην καλοπέραση. Το ήξερε πως το περσότερο για χάρη της είχα βάλει τον άντρα της δεύτερο νοικοκύρη στα χτήματα μου. Χάρη σ' αυτό δεν είχε πια ανάγκη να δουλεύει η ίδια με τη μηχανή. Χάρη σ' αυτό μπορούσε να βάζει κάθε δειλινό το παστρικό της φόρεμα και να βγαίνει στην αυλόπορτα να φλυαρεί με τις γειτόνισσες. Αυτό το νόημα έδινα στο λόγο που μου είχε πει: «Και 'γώ τι θες να γίνω;» Δίχως λοιπόν ν' αργήσω μπήκα σ' ένα εμπορικό, διάλεξα ένα φόρεμα γι' αυτή, ένα μεταξωτό ζωνάρι και μιαν ατλαζένια σκούφια για το Νικολούλα, από ένα φόρεμα για το καθένα απ' τα παιδιά της, τα τύλιξα, έβαλα μέσα και δυο εικοσιπεντάρικα και τα 'στειλα το μεσημέρι με τον υπερέτη μου όξω στην ποταμιά. «Αυτά θα της δώσουνε να καταλάβει πως η ζωή της δε θ' αλλάξει», είπα κι άρχισα να ησυχάζω και 'γώ. Έφαγα με όρεξη, κοιμήθηκα, και το δειλινό τράβηξα στην αρρεβωνιαστικιά μου.

Το βράδυ είχα ξεχάσει πες ολότελα τα πρωινά και στοχαζόμουνα μονάχα την καινούρια ζωή που άρχιζε για μένα. Με την πρωτόγνωρη χαρά της κατέβηκα το βράδυ αργά να κοιμηθώ στην κάμαρά μου. ¶ναψα το φως και πήρα να γδυθώ. ¶ξαφνα, σαν είχα πια ξεποδεθεί, άκουσα χτύπο στην πόρτα.

«Έρχουνται να με φωνάξουν από κανέναν άρρωστο», στοχάστηκα· «να μην ήτανε τουλάχιστο κανένας κοντοτάδος και να πληρωθεί ο κόπος».

Πήγα κι άνοιξα την πόρτα. Μου πιάστηκε η πνοή σα γνώρισα την Τάσω. Η μάπα της άστραψε μες στο σκοτάδι. Δίχως να βγάλω τσιμουδιά την άφησα και μπήκε μέσα.

«Για να σου πω, τί είν' αυτά; Σε ποιον τα στέλνεις;» μου είπε δείχνοντας στα χέρια της το δέμα που της είχα στείλει.

«Σ' εσένανε και στα παιδιά», της είπα.

«Στα παιδιά σου πες», μου είπε βραχνά και πέταξε χάμω το δέμα.

Είδα πως έπρεπε να της θυμώσω, ν' αγριέψω και 'γώ. «Για να σου πω», της είπα· «θαρρείς πως θα βγάλεις τίποτα μ' αυτά; Εσύ θα το μετανιώσεις».

Γέλασε δυνατά: «Εγώ χαμένη είμαι, το ξέρω· μα και σένα δε θα σ' αφήσω έτσι». Η φωνή της έτρεμε.

«Για στάσου μια στιγμή· να κουβεντιάσουμε ήσυχα», είπα χαμηλώνοντας τη φωνή· «το στοχάστηκες ποτέ με τα σωστά σου πως θα περνούσε έτσι όλη η ζωή;»

«Τίποτες δε στοχάστηκα», μ' έκοψε.

«Ε, τότε γιατί αγριεύεις έτσι; Τι κάνεις τόσο σούσουρο; Εσύ καλά θα 'σαι πάντα. Δε θα σ' αφήσω 'γώ. Δε θα σου λείψει τίποτες. Ησύχασε μονάχα».

«Να συχάσω 'γώ για να 'χεις εσύ την άλλη», μ' έκοψε ξανά και με κοίταξε άγρια.

Η ιδέα πως έβαζε τον εαυτό της ίσια με την αρρεβωνιαστικιά μου με αγρίεψε. Μα ούτε η ώρα ούτε ο τόπος ήτανε για θυμούς. Θέλησα να την καλοπιάσω.

«¶τιμε, αναίσθητε», μου ξαναφώναξε μετρώντας με αποπάνω ως κάτω με το μάτι.

Την ώρα αυτή τον συλλογίζουμαι το λόγο της. Τη στιγμή όμως που τον άκουσα μου άναψε μονάχα πιο πολύ το αίμα. «Αδιάντροπη!» είπα μέσα μου, μα δεν το ξεστόμισα. Μου ήρθε μεμιάς όλη η φρονιμάδα που την είχα χάσει τόσα χρόνια. Έπρεπε να ησυχάσω την αδιάντροπη, να τη φέρω με κάθε τρόπο στα λογικά της και να τη βγάλω από εκεί μέσα. Η κάμαρα μου μου φαινότανε ιερή την ώρα εκείνη. Και το χειρότερο, με είχε πιάσει κάποιος τρόμος, που ούτε τον είχα στοχαστεί αμέτρητες νυχτιές πρωτύτερα. Φοβόμουνα μην ακούσει η μάνα μου αποπάνω, μη νιώσει, μην παραμονέψει κανένας γείτονας, κανείς διαβάτης.

«Και 'γώ πώς σ' έβλεπα τόσον καιρό με το Νικολούλα; Έτσι είν' η ζωή. Δεν την κατάλαβες ακόμα;» θέλησα να της πω με το καλό.

«Με το Νικολούλα!» μ' έκοψε και πάλι και γέλασε.

«Για στάσου, μωρή Τάσω· για στοχάσου το καλά», δοκίμασα να της ξαναπώ πηγαίνοντας κοντά της.

«Δεν έχω να στοχαστώ τίποτες», μου φώναξε και μ' έσπρωξε: «Αν ως αύριο δε στείλεις το δαχτυλίδι πίσω, θα της πάω τα δυο παιδιά στην πόρτα της». Τίναξε και τα δυο χέρια της με ορμή και στάθηκε κοιτάζοντας με.

Έκαμα να την πιάσω.

«Φεύγα! Αυτό που σου 'πα μοναχά», είπε ξερά, με άμπωξε κι έφυγε γλήγορα.

 

Είδα πως είχα μπλέξει στα γερά, όσο δεν το φανταζόμουνα. Μετάνιωσα που αρρεβωνιάστηκα; Όχι βέβαια. Μα μετάνιωσα για τα περασμένα, για την αμυαλιά μου να ξεχάσω τόσο τη θέση μου. Και 'γώ δεν ήξερα πώς θα 'βγαινα από την μπερδεψιά. «Θα της πάω τα δυο παιδιά στην πόρτα της!». Δεν μπορούσε να φύγει από τ' αφτιά μου αυτός ο λόγος. Τίνος παιδιά; Τα βρόμικα παιδιά του Νικολούλα; Είναι του Νικολούλα αλήθεια; Πρώτη φορά το στοχαζόμουνα και ρωτούσα σοβαρά τον εαυτό μου. Πολλές φορές μου το 'χε πει στα χωρατά η μάνα τους, πως μου μοιάζουνε. Στα χωρατά μου το 'χε πει κάποτε κι ένας συνάδερφος μου. Κάποτε μπορεί να τους είχα ρίξει και 'γώ κρυφές ματιές, ζητώντας από περιέργεια να βρω σ' αυτά κατιτίς δικό μου, μα ποτέ το ξέτασμά μου δεν έφτασε πέρα από την περιέργεια της στιγμής. Ούτε κι ήθελα να το στοχάζουμαι στα σοβαρά. Μα τώρα, αυτή τη νύχτα, άρχισε να με βασανίζει η ιδέα και γύρευα να τα φέρω ολόβολα μπροστά μου, να θυμηθώ τα πρόσωπα τους, τα σουσούμια τους. Μα δε μου ερχόντανε στο νου παρά θολές οι εικόνες τους, χαμένες. Έβλεπα μόνο δυο σκουλήκια βρόμικα, σκονισμένα και ξυπόλυτα, καθώς τα είχα δει την περασμένη αυγή να σέρνουνται τριγύρω από τα σταχτωμένα πόδια της μάνας τους. Μια αηδία μ' έπιανε, μια αηδία κι από κείνα κι από τη μάνα τους κι έκλεινα σφιχτά τα μάτια για να διώξω τη σιχαμερή εικόνα. Μα πάλι ο λόγος της Τάσως δε μου έβγαινε από το νου, κι η ιδέα πως τα δυο αυτά παιδιά θα πηγαίνανε μπροστά στην πόρτα της αρρεβωνιαστικιάς μου, με ξαναγρίευε. Πάνε όλα, πάνε, στοχαζόμουνα φουρκισμένος. Αυτός ο διάβολος είν' άξιος να τα κάμει όλα. Το άγριο της μάτι, τα γυαλιστερά της δόντια με τρομάζανε μπροστά μου όλη τη νύχτα. Και 'γώ να μην το στείλω, θα μου στείλουν εκείνοι το δαχτυλίδι πίσω, σαν τα μάθουνε. Μου ερχότανε να σκάσω σαν το συλλογιζόμουνα.

Την αγάπησα μονομιάς τόσο πολύ την αρρεβωνιαστικιά μου και με λυπούσε τόσο ο φόβος μην τη χάσω; Αγάπη τραγική δε με είχε πιάσει, δίχως άλλο. Μονάχα μια συμπάθεια και στοργή, που πρώτη φορά την ένιωθα και μου φαινότανε σαν κάτι μεγαλύτερο, ιερότερο από κείνο που εννοούσα ως τότε με το λόγο αγάπη. Μόλις την είδα, μόλις αλλάξαμε τα δαχτυλίδια και φόρεσα στο χέρι μου το δικό της, κατάλαβα μέσα μου πως αυτό ήτανε το θέλημα του Θεού και πως μπήκα πια στον ίσιο δρόμο του. Τότε ένιωσα και το δεσμό της μάνας μου με το μακαρίτη τον πατέρα μου, τότε κατάλαβα και ξήγησα όλα εκείνα που τα 'βλεπα μικρός και δεν τα νοούσα, θέλω να πω τις ζήλιες της μητέρας μου που πίστευε τον κόσμο που 'λεγε πως του μακαρίτη του πατέρα μου του άρεσαν τα παραστρατίσματα. Και το αίσθημα αυτό που ένιωθα για την αρρεβωνιαστικιά μου δεν ήταν μικρό πράμα. Μα κοντά σ' αυτό δεν το θαρρούσα και μικρό να χάσω στα καλά καθούμενα τις άλλες τις ωφέλειες που είχε για μένα αυτός ο γάμος. Ο Νικολούλας δεν είχε πει πολύ, όταν είπε πως είχα βάλει τα γυαλιά ολωνών των άλλων. Ήξερα πως την αρρεβωνιαστικιά μου την είχανε πολλοί στο μάτι. Ένας άλλος γιατρός την είχε γυρέψει κιόλας και τον κατάλαβα με κρύα καρδιά μ' ευχήθηκε, σαν έμαθε τον αρρεβώνα μου. Με το γάμο αυτό σιάζανε όλο και καλύτερα τα οικονομικά μου· θα ξεκαινούργωνα το σπίτι μου, θ' αγόραζα τα πενήντα στρέμματα που με τρωγότανε ο Νικολούλας και το 'βλεπα και 'γώ πως ήτανε μεγάλη ανάγκη, και θα μου περισσεύανε και κάμποσες χιλιάδες για να τις τοκίζω. Όλα όπως τα λογάριαζα και τα 'θελα. Και τώρα να χαθούνε όλα ανέλπιστα! Και κοντά σ' αυτό, το σούσουρο, το σκάνταλο! Δεν ήμουνα πια να σταθώ στον τόπο. Ήξερα πως δεν ήμουν ούτε ο πρώτος, ούτε ο μόνος που βρέθηκα έτσι μπερδεμένος. Πολλοί σέρνανε στον ώμο τους βάρη τρανύτερα. Μα μια και μπορούσανε να τα κρατούν κρυφά, όλα ήταν καλά καμωμένα. Φανταζόμουνα πως όχι βέβαια η αρρεβωνιαστικιά μου, μα οι γονιοί της θα 'χαν ακούσει κάτι και για το δικό μου βάρος, μα όσο αυτό δεν έβγαινε στα φόρα και δε γινόταν σούσουρο, λίγο τους έμελε. Ξέρανε καλά πως καθένας που θα κάνανε γαμπρό δε θα 'πεφτε από τον ουρανό. Το ζήτημα ήτανε λοιπόν να μη μαθευτεί το πράμα. Κι αυτό με βασάνιζε και μένα. Πώς να προλάβω το κακό που με φοβέριξε πως θα μου κάμει ο αγριεμένος διάολος.

Με αυτή τη συλλογή με βρήκε το φως της μέρας στο κρεβάτι, με αυτή στο νου γύρισα από τους αρρώστους μου και πήγαινα το μεσημέρι σπίτι. Μα ενώ φανταζόμουνα πως η Τάσω θα 'χε γυρίσει στην ποταμιά στον άντρα της, νάτην αντίκρυ πάλι στην αυλή της και με κοίταζε με μια ματιά σα να ρωτούσε: Το 'στειλες ή όχι πίσω, καθώς σου 'πα;

Κι έτσι πολλές μέρες στην αράδα. Ή έμπαινα ή έβγαινα στην πόρτα μου, έστεκε αντίκρυ και με αγριοκοίταζε. Μια δυο φορές μάλιστα γέλασε τόσο δυνατά σαν πέρασα, που οι γειτόνισσες που καθόντανε μαζί της ξαφνιστήκανε και γυρίσαν και κοιτάξανε κι αυτές. Μου έγινε βάσανο η ζωή. Η άγρια ματιά της Τάσως με κυνηγούσε παντού και κάθε φορά που πήγαινα στην αρρεβωνιαστικιά μου, έτρεμα μην την ιδώ μπροστά στην πόρτα με τα δυο παιδιά.

Είχε αρχίσει ο θέρος όξω κι έπρεπε να πάω να δω που θα μπαίνανε στο αλώνισμα. Καβαλίκεψα ένα μεσημέρι και πήγα. Βρήκα το Νικολούλα μοναχόν και παιδευότανε ν' ανάψει τη φωτιά. Μου 'δωσε καλά χαμπέρια για τη σοδειά, όλα πηγαίνανε καλά. Μονάχα αυτός δεν ήταν στα καλά του.

«Βλέπεις, παιδεύουμαι μοναχός να βράσω κάνα κολοκύθι», μου είπε.

«Πού είν' η Τάσω; Δεν είναι 'δώ;» μου 'φυγε από το στόμα.

«Δεν την είδες μέσα; Δεν είναι στο σπίτι;» με ρώτησε κοιτάζοντας με.

Και τον λυπήθηκα και ντράπηκα. Πρώτη φορά το συλλογίστηκα πως έπαιζε κι αυτός μέρος στην ιστορία. Τόσα χρόνια πρωτύτερα μου φαινότανε σαν να μην ύπαρχε διόλου, τον θαρρούσα για ευχαριστημένο με το κομμάτι που του είχα δώσει κι έγλειφε. Αν είχε νιώσει κάτι, αν είχε υποψιαστεί τίποτες, ούτε το συλλογίστηκα ποτέ. Το σόι του πατέρα μου βαστούσε στο χωριό του από αρχοντιά. Και να έβλεπε ακόμα κάτι με τα μάτια του ο Νικολούλας, ήξερα πως δε θα τολμούσε ποτέ να με ξεδιαντραπεί.

«Δεν πρόσεξα», του απάντησα αδιάφορα· «πότε ήρθε μέσα;»

Αναστέναξε: «Είναι για να μη χαίρεται ποτές ο μαύρος άνθρωπος· σαν έρχεται το 'να καλό...». Σώπασε μια στιγμή. «Και μηδά έχω τον εαυτό μου μοναχά», ξαναείπε και με κοίταξε. «Να 'μουνα γω, ας κουρευόμουνα. Μα έχουμε τόσους αργάτες. Ποιος να τους ζυμώνει ψωμί; Πού ξανακούστηκε να παίρνουμε απ' το φούρνο! Τώρα διάλεξε την ώρα η οργισμένη να την πιάσουν τα μπουρίνια της».

«Τι μπουρίνια; Τι έπαθε;» μου ξέφυγε πάλι το ρώτημα.

«Ξέρω και 'γώ τι την έβαλε η αμαρτία; Σηκώθηκε και μου 'φυγε άξαφνα. Την ίδια μέρα που 'χες έρθει εδώ η αφεντιά σου. Λογοφέραμε που δε σου 'κανε καφέ γλήγορα, κι έγινε θεριό. Της κακοφάνηκε λέει, που τη μάλωσα μπροστά σε λόγου σου».

«Δεν έκαμες καλά να τη μαλώσεις», του είπα. «Εγώ δεν την άφησα ν' ανάψει φωτιά. Βιαζόμουνα».

«Κι ήτανε λόγος αυτός να σηκωθεί να φύγει; Γιατί τη μάλωσα!» Με κοίταξε παράξενα στα μάτια.

Γέλασα βιασμένα.

«Αγάπες, αγάπες, Νικολούλα», του χτύπησα τον ώμο. «Μην την έδειρες μωρέ;»

«Μιαν αμπωχτιά της έδωσα. Και να την έδερνα! Γυναίκα δεν την έχω; Έπρεπε τώρα, απάνω στη φωτιά, να φύγει; Να μ' αφήσει μοναχόν; Της παράγγειλα ψες το βράδυ με μιαν αργάτισσα: ή θα γυρίσει πίσω γλήγορα ή θα πάω να τη φέρω με το ζόρι. Κι αλήθεια, ας έχει χάρη που δεν μπορώ ν' αφήσω τα δεμάτια ξάπλα στο χωράφι. Αύριο που θα τα 'χουμε όλα στ' αλώνι, θα πάω να τη φέρω δέρνοντας, αν δεν έρθει απόψε μοναχή της».

«¶σε τα χωροφυλακίστικα· κοίτα πάρ' τηνε με το καλό. Θα πάω να της πω και 'γώ δυο λόγια», του είπα.

Εννοείται πως δε μου πέρασε στο νου και να το κάμω.

Σε δυο-τρεις μέρες έμαθα από τη μάνα μου πως ήρθε ο Νικολούλας μέσα και δάρθηκε με τη γυναίκα του. Μαζεύτηκε η γειτονιά.

«Τα βλέπεις τώρα πώς έρχουνται τα πράματα; Τι θ' απογίνει, ένας Θεός το ξέρει», μου είπε η μάνα μου.

«Και τι μας μέλει εμάς για ξένες έννοιες;» της απάντησα για να κόψω την κουβέντα.

Με κοίταξε πικρά: «¶σ' τα τώρα αυτά. Πες μου μονάχα πώς θα ξεμπερδέψουμε. Φοβερίζει στη γειτονιά. Κοίτα να τη συχάσεις όπως μπορείς».

Δεν της απάντησα και σωπάσαμε κι οι δυο.

Την άλλη μέρα την έκραξε κι η ίδια η μάνα μου να της μιλήσει.

«Δεν ντρέπεσαι, μωρή;» της είπε· «τι είν' αυτά που ακούω; Γιατί δεν πας όξω στον άντρα σου;»

«Δεν έχω κάναν άντρα», της απάντησε η Τάσω.

Η μάνα μου πολέμησε κάτι να της πει, να την ορμηνέψει, μα εκείνη την έκοψε πάλι:

«Δεν έχω κάναν άντρα, σου 'πα. Ξεφορτώσου με».

Και της γύρισε την πλάτη κι έφυγε.

 

Θα πέρασε έτσι κανένας μήνας. Η Τάσω δεν πήγαινε στον άντρα της που τη γύρευε, μα καθότανε με τα παιδιά της στο χωριό και φοβέριζε στη γειτονιά. Σα μ' έπαιρνε το μάτι της, με κοίταζε πότε άγρια, πότε περιγελαστικά. Μια μέρα καθώς έστριβα στο δρόμο στη γωνιά του σπιτιού μου, την είδα που έβγαινε καρσί, από το φούρνο.

«Ντρέπεσαι, ε; Ντρέπεσαι; Καλά· πού θα μου πας;» μου φώναξε σαν είδε πως έσκυψα τα μάτια και τάχυνα το βήμα για να μην απαντηθώ μαζί της.

Μιαν άλλη πάλι, καθώς έβγαινα, ήτανε στο δρόμο.

«Νάτος! Νάτος!» είπε στα παιδιά της, που παίζαν όξω από την πόρτα της, και κείνα σταθήκανε και με κοιτάζανε.

Και γύρισε και κοίταξε κι ένας γείτονας που περνούσε.

Αποφάσισα κι ερχόμουνα στο σπίτι μου από μια πορτούλα από το πίσω μέρος. Μα για να μπω από αυτή έπρεπε όχι μοναχά να σκύβω, μα να περνώ κι από ένα στενό σοκάκι μπροστά από τις πόρτες ένα σωρό παλιόσπιτων, να δρασκελώ παιδιά, τεντωμένα νέματα, να βουτώ στις λάσπες, να σκοντάβω σε απλωμένα ρούχα και σε σκάφες και κοφίνια. Ντρεπόμουνα τον εαυτό μου. Μου φαινότανε πως όλες οι γυναίκες, που με βλέπανε να περνώ αποκεί, γελούσανε με μένα. Πολλές φορές ένιωθα τόσο βαρεμένη την ψυχή μου, που πρόσμενα σα λυτρωμό ν' ακούσω πως πήγε η Τάσω με τα δυο παιδιά στην αρρεβωνιαστικιά μου. Να τελειώσει η ιστορία αυτή, έλεγα, να ησυχάσω.

Η Τάσω δεν πήγε, μα πήγανε στ' αφτιά της τα φοβερίσματα της Τάσως. Ένα δειλινό, εκεί που πήγα να περάσω καμιά ώρα μαζί της, τη βρήκα κλαμένη.

«Με πήρες στο λαιμό σου», μου είπε ξαναγεμίζοντας δάκρυα το μαντίλι της· «δεν έπρεπε να μου το κάνεις αυτό, δεν έπρεπε να μπεις στο σπίτι μου πρι να ξεμπλέξεις με τις παλιές σου αγάπες».

Δεν είχα τι να της αποκριθώ. Να της έλεγα πως ήταν όλα ψέματα, θα ντροπιαζόμουνα διπλά. Της γύρεψα συμπάθιο.

«Έχεις όλα τα δίκια», της είπα. «Μα ποιος νέος δεν την παθαίνει; Ποιος γεννιέται μυαλωμένος;»

Η αρρεβωνιαστικιά μου ήταν καλόκαρδο και φρόνιμο κορίτσι. Την παρηγόρεσα και κατάλαβα πως μου έριξε δίκιο μέσα της.

«Ο κόσμος», είπε μοναχά, δακρύζοντας πάντα. «Βουίξανε τα στόματα του κόσμου και τον ντρέπομαι».

Της ξανάριξα και σ' αυτό δίκιο και της ξαναγύρεψα συμπάθιο. Είχα καταλάβει πως ντρεπόταν άλλο τόσο τον κόσμο να θυμώσει απ' όσα έμαθε και να χαλάσει τον αρρεβώνα. Είχα μπει πια μέσα στο σπίτι. Σαν κατέβαινα τη σκάλα της, ένιωσα πως ήμουν αλαφρωμένος και κόντευα να γελάσω με τους φόβους που με βασανίζανε τόσον καιρό. «Τόσον καιρό και δεν έμαθες ακόμα τον κόσμο», έλεγα στον εαυτό μου. Δεν πέρασα από το στενό για να πάω σπίτι μου και μπήκα στη μητέρα μου γελούμενος. Είδα πως η καλή μου διάθεση την ξάφνισε κι αυτή. Σε δυο-τρεις μέρες, που ξαναπέρασα να δω την αρρεβωνιαστικιά μου, δε μου ξανάπιασε διόλου την κουβέντα.

Κατεβαίνοντας, βρήκα στην αγορά τον πεθερό μου και με πήρε και πήγαμε στον καφενέ. Τον κατάλαβα πως είχε κάτι να μου πει και περίμενα. Και πράγματι εκεί που πίναμε τον καφέ μας γύρισε άξαφνα και με ρώτησε:

«Με συμπαθάς να σου πω ένα λόγο;»

«Ελεύτερα», του απάντησα.

«Δεν της δίνεις τίποτες εκείνης της παλιογυναίκας, να της βουλωθεί το στόμα», είπε χαμηλώνοντας τη φωνή. «Να πάει στο διάολο, να λείψουν αφορμές από τον κόσμο». Κι έκαμε ένα κίνημα με το χέρι.

Τον κοίταξα κοκκινίζοντας. Όσο κι αν η ιστορία αυτή δε με φόβιζε πια, το ξάνοιγμα τέτοιας κουβέντας με τον πεθερό μου με μούδιασε λιγάκι.

«Δώσ' της κάνα-δυο χαρτιά, να πάει να χαθεί», ξαναείπε. «Σφάλματα είν' αυτά, μα όλοι μας τα κάναμε. Μια φορά είναι νιος κανένας». Έπειτα άλλαξε κουβέντα.

«Ε, δε θα βάλεις να φτιάσεις το σπίτι;» είπε άξαφνα σε λίγο. «Πότε λες για το γάμο;»

«Πότε λέτε 'σείς;» απάντησα.

«Εμείς έτοιμοι είμαστε. Όποτε σ' ευκολύνει εσένα». Με κοίταξε με τέτοιον τρόπο, σα να μου 'λεγε: «Τι κάθεσαι;»

Κατάλαβα πως εκείνοι βιαζόντανε περσότερο από μένα. Την άλλη βδομάδα έβαλα μαστόρους κι αποφασίσαμε το γάμο για το χινόπωρο. Μα σε λίγο το βρήκαμε καλύτερο να μην περιμείνουμε τα πρωτοβρόχια. Την αρρεβωνιαστικιά μου την πειράζανε κρυφοθέρμες πού και πού και θα 'τανε καλό ν' άλλαζε τον αέρα, να έκανε και μερικά λουτρά στη θάλασσα όσο ήταν καλοκαίρι ακόμα. Το καλοκαίρι μού ήταν κιόλας πιο εύκολο και με να λείψω από τους αρρώστους μου. Έβαλα έναν άλλο γιατρό στο πόδι μου για μερικές βδομάδες, κάναμε ένα απόγεμα το γάμο σ' ένα ξωκλήσι του χωριού και φύγαμε ίσια κιόλας με το αμάξι.

Γυρίσαμε όταν είχε πια χινοπωριάσει. Το σπίτι μας μας δέχτηκε έτοιμο πια, καλοχωρισμένο, φρεσκοχρωματισμένο. Μου άνοιγε διπλά η καρδιά σαν έβλεπα πως η γυναίκα μου ήταν ευχαριστημένη απ' όλα. Κι εγώ ήμουνα ευχαριστημένος από το ταξίδι μου και πιο πολύ από την παντρειά μου. Μόνο σα βγήκα μια στιγμή με τη γυναίκα μου έξω στο μπαλκόνι, που ανοίξαμε με τη νέα διαίρεση του σπιτιού, φοβήθηκα μην κάμει η Τάσω αποκαρσί καμιά τρελαμάρα. Μα ούτε βγήκε ολότελα. Σα με είδε ύστερα που έβγαινα έξω, μου γύρισε τις πλάτες μόνο.

Η μάνα μου μού είπε το ένα και το άλλο για τις δουλειές έξω στα χτήματα. Μα μου 'δωσε και το χαμπέρι πως ο Νικολούλας ανημπόρεψε. Μια μέρα, εκεί που πότιζε, γλίστρησε κι έπεσε μες στο νερό, κι αποτότες δεν μπόρεσε να το ξαναπάρει απάνω του. Μοναχός κιόλας καθώς έμεινε, αναγκάστηκε να βάλει βοηθό έναν άλλον.

«Δεν ξαναπήγε η Τάσω;» ρώτησα τη μάνα μου.

«Μην τα ρωτάς», μου απάντησε κι έκοψε την κουβέντα, σάμπως να είχε να μου πει πολλά και προτίμησε να σωπάσει.

«Να πεταχτείς ο ίδιος να δεις τι γίνεται 'κεί όξω», είπε μόνο.

Το δειλινό καβάλησα και πήγα. Βρήκα το Νικολούλα κατακίτρινο. Μόλις που σερνότανε. Από την όψη του κατάλαβα τι τρέχει.

«Τι τα 'ριξες, βρε χωροφύλακα; Κουράγιο», του είπα και του έπιασα το χέρι· «δεν είναι τίποτες, μωρέ· θα σου περάσει».

«Πάει, έλιωσα, γιατρέ· δε βαστάω άλλο. Και να μην είσαι 'δώ κι η αφεντιά σου», είπε με τρεμόσβηστη φωνή. Το χέρι του έκαιγε κι έτρεμε κι αυτό.

«Κάθε πότε σου 'ρχεται;» τον ρώτησα πιάνοντας το σφυγμό του. Με κοίταξε χαμένα, σαν να μην άκουσε, να μην κατάλαβε τι ρώτησα.

«Η θέρμη, διάολε» του φώναξα· «η θερμασά, η κάψα, πώς τη λέτε απάνω στο χωριό σας;»

«Σαν και μ' αφήνει ντιπ; ¶ναψα, κάηκα· όλο να πίνω θέλω. Τ' άδειασα το δόλιο το πηγάδι».

«Δεν πήρες κινίνο; Τι σου 'δωσε ο γιατρός;»

«Δεν μπορώ να τον πάρω τον άνεμο· μου 'ρχεται αναγούλα», είπε και χαλάσανε χειρότερα τα μούτρα του.

Τον ξάπλωσα χάμω και τον ξέτασα.

«Σήκω, καβάλα το άλλο τ' άλογο να πάμε μέσα· δίχως άλλο απόψε», του είπα σα σηκώθηκε.

Με κοίταξε μουδιασμένα: «Και 'δώ πού ν' αφήσω τον καρπό, πού ν' αφήσω τόσο βιο;» απάντησε.

«Μη σε νοιάζει. Εγώ φροντίζω και δεν πάει χαμένο τίποτες. Εσύ να γίνεις μοναχά καλά», του είπα.

«Δεν έρχομαι, γιατρέ,» απάντησε και με κοίταξε στα μάτια.

«Τι λες, μωρέ; Θα πεθάνεις σα δεν έρθεις», του είπα για να τον φοβίσω.

«Ας πεθάνω», ξαναείπε και γύρισε το πρόσωπο.

«Καλά, και 'γώ τι γίνουμαι, τι γίνουνται τα χτήματα; Τώρα που θα πάρουμε και τα πενήντα στρέμματα».

Ο λόγος δεν του έκαμε εντύπωση.

«Έλα, σήκω σου λέω. Θα σε βάλω κάτω στη δική μου κάμαρα», του είπα σα στοχάστηκα πως δεν ερχότανε γιατί δεν ήθελε να πάει στη γυναίκα του.

«Μη με στενοχωράς, γιατρέ· δεν έρχουμαι», μου απάντησε.

«Και συ μη μου χαλάς το χατίρι», του ξαναείπα.

Με κοίταξε στα μάτια και τα δικά του, τα βαθουλά και φλογισμένα, σα να θολώσανε. Κάτι θέλησε να πει, μα κόμπιασε και γύρισε από το άλλο μέρος.

Σώπασα και 'γώ.

«Σύρε κάνε, πέσε μέσα», του είπα σε λίγο· «και να πάρεις τα γιατρικά που θα σου στείλω».

Του τα 'στειλα το ίδιο βράδυ. Την άλλη μέρα πήγα και τον βρήκα πεσμένον. Καθώς μου είπε ο γιατρός που τον είδε, είχε αρπάξει κρυολόγημα μέσα στο αυλάκι που 'πεσε κι ύστερα τον βρήκαν αδύνατο και του ρίχτηκαν οι πυρετοί της ποταμιάς. Πήγαινα και τον έβλεπα κάθε δυο μέρες. Σιγά σιγά δυνάμωσε λιγάκι και σηκώθηκε. Μα στο χωριό δεν ήθελε να 'ρθει. Και τι να 'κανε κιόλας να 'ρθει; Η Τάσω είχε βρει άλλον στο πόδι του· έναν παλικαρά λοχία των ευζώνων.

«Το μήλο κάτω απ' τη μηλιά θα πέσει· τα ίδια τα καλά της γιαγιάς της», ψιθύριζε η γειτονιά. Μα την Τάσω λίγο την ένοιαζε. Ζούσε φανερά στο σπίτι της με τον αγαπητικό. Μια μέρα που τον συνέβγαζε στην πόρτα κι έτυχε να είμαι αντίκρυ, στο μπαλκόνι, μου έριξε μια ματιά σα να μου έλεγε:

«Δες, βρήκα πιο καλύτερο λεβέντη!» Το λοχία αυτόν τον γνώριζα και χαιρετιούμαστε στο δρόμο. Ήτανε καλό παιδί· κι η ψυχοπαίδα μας είχε πει της μάνας μου πως η Τάσω έλεγε στη γειτονιά πως θα την πάρει, άμα χωρίσει από το Νικολούλα. Δε γυρεύει ακόμα το χωρισμό, γιατί τον λυπάται που είναι άρρωστος. Τον αφήνει να πεθάνει πρώτα.

Κι αλήθεια, σαν έπιασε ο χειμώνας, ο Νικολούλας ξαναέπεσε. Ήθελε δεν ήθελε πια, έστειλα και τον φόρτωσανε στο άλογο και μου τον φέραν μέσα. Είχα πολλούς φόβους πως δε θα ξανασηκωθεί. Του είχανε φλογιστεί και τα δυο πλεμόνια. Ωστόσο τη γλίτωσε και μισοσηκώθηκε στα πόδια του. Μα ούτε μελετούσε πια να ξαναπάει στην ποταμιά.

«Τι να με κάνεις καθώς κατάντησα; Σου είμαι αχρείαστος», μου είπε μια μέρα.

«Αχρείαστος δε μου είσαι», τον παρηγόρεσα· «μα καλά θα ήταν, άμα πιάσει η άνοιξη να βγεις απάνω στο χωριό σου ν' αλλάξεις τον αέρα, και το χινόπωρο ξανάρχεσαι».

«Χωροφύλακας θα πάω πάλε», μου απάντησε· «στο χωριό δεν πάω, ντρέπουμαι. Στο χωριό δεν πάω πριν τη σκοτώσω».

Εννοούσε τη γυναίκα του. Είχε μάθει πως ζούσε φανερά με το λοχία και θέλησε να σηκωθεί να πάει να τη σκοτώσει, μα δεν μπόρεσε να κατεβεί από το κρεβάτι.

«Γίνε πρώτα καλά κι ύστερα τη σκοτώνεις», του είπα και 'γώ.

«Αχ, ας μην ήταν τα παιδιά, και θα την είχα σκοτωμένη κιόλα· μα τι θα γίνουν τα παιδιά!»

Όσον καιρό ήταν άρρωστος, γύρευε και του φέρναν τα παιδιά. Αν το 'ξερε η Τάσω ή όχι, δε ρώτησα. Φρόντιζα να μπερδεύουμε όσο λιγότερο μπορούσα στην ιστορία αυτή. Κατέβαινα μόνο πρωί και βράδυ στην κάμαρα του κατωγιού κι έβλεπα τον άρρωστο.

Ζυγώνοντας η άνοιξη, μπορούσε πια και περπατούσε.

«Θα πάω χωροφύλακας· δεν μπορώ να κάτσω άλλο 'δώ·. δε με χωράει ο τόπος», μου είπε άξαφνα μια μέρα.

«Να πας απάνω στα βουνά, σα ζεστάνει ο καιρός», του είπα.

Μα στάθηκε αδύνατο να τον καταφέρω, όσα κι αν του ξαναέψαλα. Αμα μπόρεσε πια και στεκόταν κάπως στα πόδια του, επίμενε και καλά να φύγει. Με στενοχώρεσε, και τι να κάνω; Του 'δωσα γράμματα και χρήματα να πάει στην πόλη να ξαναγίνει χωροφύλακας.

Καθώς φοβόμουνα και του το είπα, δεν τον δεχτήκανε. Και δίχως να ξαναπεράσει από μας εκεί, το έμαθα πως πήγε στο χωριό του απάνω στα βουνά.

Πέρασε κανένας χρόνος δίχως να ξανακούσω τίποτες από το Νικολούλα. Κάποτε είδα ύστερα ένα χωριανό του και τον ρώτησα. Μου είπε πως ο Νικολούλας ήτανε πάντα ανήμπορος· δεν ήθελε να το πάρει απάνω του.

«Το 'κοψε κάνε το ρακί;» ρώτησα.

«Πού να το κόψει! Πίνει πάντα».

«Και του είπα του διαόλου να μην ξαναπιεί· έτσι πες του, ακούς;» είπα του χωριανού.

Εκείνος έφυγε κουνώντας το κεφάλι. Πέρασε καιρός χωρίς να ξαναμάθω τίποτε για το Νικολούλα.

Στο μεταξύ ο λοχίας των ευζώνων έφυγε από το χωριό, κι η Τάσω αρρεβωνιάστηκε ένα άλλον, κάποιον τενεκιτζή. Μια νύχτα μας σήκωσαν από το τζάκι που καθόμαστε φωνές που ακούστηκαν έξω. Πεταχτήκαμε στο παράθυρο και μάθαμε πως ο τενεκιτζής έδερνε την Τάσω. Τρέξανε γειτόνοι και τη βγάλαν από τα χέρια του. ¶λλοι λέγαν πως την είχε πιάσει μ' άλλον, άλλοι πως δεν ήθελε κείνη να διώξει τα παιδιά της, και γι' αυτό την έδειρε· δεν μπορούσε να θρέφει τρεις ψυχές.

«Τα ίδια τα παλιά της Αγγελίνας», ψιθύρισε η μάνα μου κι αναστέναξε θυμούμενη τα περασμένα χρόνια.

Η Τάσω μάλωσε κάμποσον καιρό με τον τενεκιτζή, ξανάπιασε την παλιά της μηχανή και ξενόραβε, ξενόπλενε, είτε δούλευε στις αποθήκες. Έπειτα άκουσα πως έπιασε άλλονε για μερικές βδομάδες, όσο που τα ξανάφτιασε με τον τενεκιτζή.

Αυτή την εποχή ήταν που με ξάφνισε ένα βράδυ ο Νικολούλας μέσα στην κουζίνα. Γυρίζοντας από έξω τον βρήκα σωριασμένο σε μιαν άκρη. Τον είχε φέρει ο αδερφός του στο άλογο για να τον δω. Ήταν πετσί και κόκαλο μονάχα και δεν μπόρεσε να σηκώσει το χέρι του να μου το δώσει. Όταν θέλησε να μου μιλήσει, έβηξε μονάχα σβηστά, πνιγμένα. Είπα και τον κατέβασαν κάτω στην παλιά μεριά του.

«Πώς βάσταξες κι ήρθες τόσο δρόμο, κακομοίρη;» δεν μπόρεσα να κρατηθώ να μην του πω, όταν πήγα και τον κοίταξα.

«Δεν μπορούσα να πεθάνω δίχως τα παιδιά», κατάφερε και είπε με φωνή σωσμένη.

«Δε θα πεθάνεις», του είπα· «θα τα δεις· εγώ θα σου τα φέρω αύριο».

Όχι· τώρα, απόψε θέλω να τα δω», ξαναείπε.

«Τώρα κοιμούνται», έκαμα να του πω, μα είδα τα μάτια του που με κοιτάζανε θαμπά, θλιμμένα, κι άφησα τον αδερφό του εκεί κι ανέβηκα στη μάνα μου.

«Στείλε αντίκρυ να 'ρθούνε τα παιδιά», της είπα.

Η μάνα μου με κοίταξε: «Τώρα οληνύχτα;»

«Τώρα γλήγορα· σύρε κι η ίδια αποκοντά, μη δεν τα δώσει».

Η μάνα μου έστειλε την ψυχοπαίδα και 'γώ κατέβηκα στο Νικολούλα.

«Τώρα θα 'ρθούνε», του είπα.

Η σβηστή ματιά του έλαμψε μεμιάς σταματώντας απάνω μου.

Πήγα κι έκαμα γλήγορα ένα κοριάλο και γύρισα να του δώσω να πιει.

«Τα πενήντα στρέμματα τα πήρες;» με ρώτησε 'κεί που έσκυψα μπροστά του.

«Ναι, τα πήρα».

Αναστέναξε. «Πώς είναι η ποταμιά;» ξαναρώτησε.

«Καλά», του απάντησα.

«Καλά ήτανε μια φορά», ψιθύρισε κι η φωνή του πνίγηκε.

«Να, πιε λιγάκι», του είπα· «θα γίνεις καλά και θα ξαναπάμε».

Με κοίταξε άφωνα, χαμένα.

Έβαλα τον αδερφό του και τον ανασήκωσε και πολεμούσα να του βάλω το ποτήρι στο στόμα. Μα εκεί που έκανε να πιει, ξάφνω μου έσπρωξε τα χέρια και δοκίμασε ν' απλώσει τα δικά του. Σα να γέλασε το μάτι του βλέποντας κατά την πόρτα. ¶κουσα εκεί πατήματα κι έστρεψα κι είδα που μπήκε η μάνα μου κρατώντας τα παιδιά από το χέρι.

«Εκεί σύρτε, στον πατέρα σας», τους είπε.

Έμεινα ορθός κρατώντας το ποτήρι. Τα παιδιά σα να δίσταζαν, κι η μάνα μου τα ξαναπήρε από το χέρι και τα 'φερε μπροστά στο Νικολούλα. Σκύψανε τα κεφάλια τους στην αγκαλιά του και κείνος άπλωσε από πάνω τους τα χέρια κι έγειρε και τα κοίταζε.

Έφυγα από την κάμαρα σαν κλέφτης. Ύστερα έμαθα πως δε θα ξεψυχούσε, αν δεν τα βγάζαν έξω από την κάμαρα.

Όταν ξημέρωσε η αυγή, το λείψανο του Νικολούλα το ξαπλώσανε στη μέση εκεί στην ίδια κάμαρα. Η μάνα μου κάθισε κοντά του. Μαζευτήκανε πολλές γειτόνισσες που γνωρίζανε το Νικολούλα, και τον κλάψανε σαν ξένο. Ο αδερφός του με τους γειτόνους που πηγαίνανε κι έρχονταν, καθότανε στην άλλη κάμαρα κατά το δρόμο. Σαν τέλειωσα έξω τη δουλειά μου, ήρθα και 'γώ και κάθισα μαζί τους. ¶ξαφνα εκεί που κουβεντιάζαμε, σώπασαν όλοι και κοιτάξανε στην πόρτα. Η Τάσω μπήκε 'κεί μαυροντυμένη και χωρίς να χαιρετήσει ή να σηκώσει ολότελα τα μάτια, πέρασε μπροστά μας και πήγε στο άλλο χώρισμα που ήταν ο νεκρός. Καθώς την είδαν κι οι γυναίκες, σώπασε το μοιρολόγι. Δίχως να σηκώσει και κείνη τα μάτια γύρω της, τράβηξε ίσια και κάθισε στα πόδια του νεκρού σκυφτή, αμίλητη όλη την ώρα, όσο που τον σήκωσαν. Ήρθε κοντά στο λείψανο πάντα σκυφτή κι άμα το θάψανε, γύρισε κι έφυγε πρώτη, καταμόναχη. Τα παιδιά δεν τ' άφησε να 'ρθουν μαζί.

Το βράδυ, καθώς έτυχε να βγω έξω στο μπαλκόνι, είδα τον τενεκιτζή που έτρωγε μαζί της στην αυλή σαν πάντα. Στο χρόνο είπαν πως τον παντρεύτηκε. Ήταν όμορφη, όμορφος είν' ακόμα ο σατανάς, δε θέλει να γεράσει.

 

Ο γιατρός τέλειωσε κι άπλωσε να γεμίσει το ποτήρι του.

«Π'τανουθήλ'κου τ' ανέμ'», ψιθύρισε ο απόστρατος σπαθοφόρος και φύσηξε τα ρουθούνια του.

Ο έμπορος είχε αποκοιμηθεί.

 


 

 

Λέξεις

καλοΐσκιωτη: καλοκάγαθη

λότζα: σκεπαστή βάρκα

κάδη: κάδος, ξύλινο βαρέλι

μπασιά: είσοδος

τεκνεφέζικο: που δεν μπορεί ν' ανασάνει

δραγάτα: πρόχειρη καλύβα συνήθως πάνω σε δέντρο

φραγή: φράχτης

λισγάρι: τσαπί

πατουλιές: βάτοι

αμπωχτιά: σπρωξιά

κοριάλο: δυναμωτικό

 

 

 

Αρχή σελίδας · Απάνθισμα
Μικρός Απόπλους
http://www.mikrosapoplous.gr/
Ιούλιος 2004