Γιάννης Σκαρίμπας

καϋμοί στο γρυπονήσι


Τράτα Κουλουριώτικη - Στις Πετροκολώνες στο λιμάνι - Ο Καπετάν Σουρμελής ο Στουραΐτης - Ο διάβολος στην Κάβιανη - Σκλάβος στη Χαλκίδα - Στον πάνω μαχαλά στα Μαρουχλέικα - Πάπια του γιαλού - Ούλοι μαζί κι ο έρωτας - Μιά μάχη που δεν πάρθηκε - Ο Βοϊδάγγελος - Ο Καπετάν Γκρης

ΠΑΠΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑΛΟΥ

Αψηλά - τ' αφεντικά
κοιμηθήκανε - γλυκά...

Έτσι σκυμμένη στη φυλλάδα της, στο παρεθύρι, διάβαζε φωναχτά η Κατερίνα, η κόρη του Καπτα-Ματθιού, την ώρα που διάβαινε για το γιαλό, για κάτω, ο «γείτονας» ο Καπτα-Γιακουμής ο Περιφανής, κρατώντας στο δεξί του ένα παληοτενεκέ και στ' άλλο μιά τούφα στουπιά λιγδωμένα.

— Π' ανάθεμα το γονιό σου, διαβόλου καραμούζα, μας πήρες τ' αυτιά, ντάλα μεσημέρι, μουρμούρισε διαβαίνοντας, ενώ εκάμμυε, κατά το συνήθειο του, τα μικρά του μάτια, όπως τάχε έτσι μαβιά και κοντόθωρα.

Οι έρμοι δρόμοι άστραφταν κ' οι τοίχοι των σπιτιών φλογοβολούσαν μες στη μεσημεριάτικη λάβρα.

Ομπρός ο γιαλός απλώνονταν καταγάλαζος, πηγμένος.

Ο γερο-Γιακουμής δεν είχε κέφι. Πορπατούσε και βλαστήμαε μέσα του, ενώ ξωπίσω του η φωνή της Κατερίνας τον έφερνε από κοντά του – καταπόδι.

Για να - ξέρουν - οι κακοί
που γυρί - ζουν δω κ' εκεί
κάτι να - σουφρώσουν...

Εκείνα τα λουλακί ματάκια του τάχε αποστραβώσει η κάψα, και κάτω από τον κούκο του το ξεραγκιανό πρόσωπό του ήταν μπουχισμένο από ψιχάλα ψιλού-ψιλού ιδρώτα.

Όμως τον δρόσιζαν οι ολπίδες του.

«Καλοκαίρι πράμα, σκεβότανε μέσα του,  σέρνοντας προς το γιαλό τα βαριά βήματά του.

Ο διάβολος να σκάσει αυτός θα δούλευε.

Πότε πυροφάνι, πότε παραγαδάκι, ποτές τις ριχτές του, θάβγαζε και δαύτος «το δικό του».

Τη θάλασσα αυτός τη σπούδασε. Πού κρατάει το ψάρι και πότ' έχει αναψαριά – ας είν' καλά κι άστους να βουρλίζονται οι ρέστοι. Αυτός κάτεχε την τέχνη του, δεν ήταν κανένας αντζαμής, μάητε και πρωτάρα. Πώς;

Γέννημα και θρέμμα ήταν της έρμης της  θάλασσας, κλήρα δική της.

Μάστορας της μαστοριάς της, πολύτεχνης ήταν αυτός και μάγος της· κράχτης των ψαριών και των ζουδιών της.

Μαλάγρα μοναχή 'ταν ο ίσκιος αυτουνού, κλώσσα των καβουρομάνων και των στρόμπων. Ψες, προψές, μέγα ένα πανέρι, πούλησε στα Χαλκιδέικα ουζάδικα αχιβάδες.

Τί πα να πει ψαράς και ψάρι δεν τόξερ' ο πάσα ένας. Πρέπει να τόχει η κούτρα σου να το έλκεις, να το μαυλέψεις. Πρέπει να σου βολεί το άτιμο, βλάμη να σ' έχει, μακαντάση. Να 'σφραίνεται το χνώτο σου και νάρχεται, να ρέγεται το 'νασασμό σου και να τρέχει. Νά, να μοσκοβολάει κ' η πορδή σου, που λέει ο λόγος...

Αυτό θα πει ψαράς και δόλωμα, αυτό θα πει αγκίστρι και καμάκι. Πώς; ¶ντρες τα 'ρίζουν τα Σφακιά. Όχι παληοσουπιά, παληοσαρδέλλα. Βυζί θέλει το καθερό, γούλη έχουνε και δαύτα. Δεν πάαινε αυτός για γογωβιούς και για σπαρέλια, μάητε για καλογρίτσες και για χάνους. Δροσίτι περικαλώ, λεθρίνι. Μπαρμπούνι με μουστάκι, για να ξέρεις. Γέρασε πα στ' αγκίστρι και στα παράμαλλα. Μαγγιόρο καραβιδάκι ζωντανό, κόκκινο ατσάδι – σοροκάδο... Σαν του μπούφου το πουλί· άκου με μένα που σου λέου. Πώς;

Το απίκο πάλε –η καθετή– θέλει σκουλήκι και σκαρτσιμάδι–πάει εμπίτισε. Αν θες να λέγεσαι ψαράς, α δε μη να το ψωμοτύρι να σε περιγελούν τα παιδαρέλια.

¶! αλλάζει το πράμα. Το μουγκρί πάλε θέλει το δικό του. Πάσα ψάρι με το γούστο του. Εκειά τα «Μπουφονήσα» κρατούνε μουγκρί στοιχειωμένο. Και τ' άλλο «το Τηγάνι» και κείνο, εγώ που σου λέου. Βάρδα μόνο από σκύλους, π' ανάθεμα το γονιό τους.

Μουγκρί; μουγκρί; Μουγκρί ακούνε και μουγκρί σού λένε... τα κορόιδα! Πρέπει να νιώθεις για να το ιδείς στην κουπαστή σου. Αμ' να το λέει κ' η περδικούλα σου. Δε χωρατεύει. Κόβει κοψίδι, φλετουράει και πάει καλιά του. Κι απέ; όρσε γαμπρέ κουφέτα.

¶χ! θέλει μαστοριά το άτιμο να κελαϊδήσει στο πανέρι σου. Μαρίδα ζωντανή να βερβολυγάει, να σπαρτάρει και μιαν ώρα πριν να φέξει. Αγάλι ο κουπαντζής και συ καλούμα. Καλούμα όμορφα να σε χαρώ. Πάσα κουπιά κι αγκίστρι και πάσα αγκίστρι και μαρίδα. Λάμνε αργά και φερτά βόλτα. Τ' αγκωνάρια, τις ριζιμιές, τους πάγκους, κι άσε τη μάνα να πατώσει. Μην κάθεσαι, μη σκέβεσαι, μη σπάνεις κέφι. Απ' τό 'να κολοκύθι στ' άλλο. Πί και φί, λεβάριζε με τέμπο· αργά, παιδί μου, όμορφα να σε χαρώ. Βάρδα μόνο από σκύλους, π' ανάθεμα το γονιό τους ..

¶ξαφνα του κόπηκε η κλωστή των λοϊσμών του. Εκεί μπροστά του, στο ντουβάρι, ένα παρδαλόχρωμο παιδομάζωμα σκόρπαε με στρίγγλες φωνές κι αντάρα.

— Ο Γιακουμηηηη...ής, παιδιά· ο Γιακουμηηηη...ής!... Αούααα... αούαααα... Νιάρρρ!...

Ο γερο-Γιακουμής ο Περιφάνης έμεινε στον τόπο. Όμως, ευτύς ήμπε στο νόημα. Ακούμπησε γοργά τον τενεκέ του καταγής και τούδωσε στα πόδια, όπως πάντα.

— Π' α–να–θε–μα–το–γο–νιό–σας· –'νε–μο–βλογιά– να–σας–θερίσει...

Όμως του κάκου. Κανένα από δαύτα δε μπόρεσε να τσακώσει μες στα χέρια του. Πέντ', εξ, εφτά τού ξέφυγαν μες από τα μπράτσα του κ' ένα, δυό ανάμεσ' απ' τα σκέλια.

Γύρισε κι αυτός στα σύνεργα του. Τα μικρά, τα κοντόφωτά του μάτια, συσπούνταν αδιάκοπα. Αυτοί «οι μούλοι» τούχαν ανατρέψει τον τενεκέ με το θειάφι, κι ο μεγάλος σβώλος το ρετσίνι είχε γίνει κομμάτια-θρύψαλα κει-χάμω.

Δε μίλησε. Έβραζ' η ψυχή του. Πάγαινε να σκάσει. Έσγουψε υπόμονα και μάζεψε το χυμένο θειάφι με τις φούχτες.

— Τί' ναι πάλι, Καπτα-Γιακουμή; φώναξ' απ' αντίκρυα του ο Παπαλιάρος πούχε πεταχτεί στο παρεθύρι.

Ο γερο-Γιακουμής ασηκώθη ολόρθος.

Οι γαλάζες χάντρες των ματιών του έπαιζαν νευρώδικα κατ' απ' τα «τρέμενς» των βλεφάρω του, ενώ το ξεραγκιανό πρόσωπό του το χαράκωσε βαθιά γκριμάτσα του παράπονου.

— Τί νάναι, δέσποτά μου. Να, πουτάνα μού την κάμανε, με το συμπάθιο. Την «Καληωρίτσα» μου μαθές, την ψαροπούλα...

Αγκαλά και δε θέλει και πολύ μερεμέτι τώρα. Ψες της έδωσα φωτιά. Το καλαφάτισμα μ' απολείπει πλειό και θα τη ρίξω. Ένα παλάμισμα έλεα να της κάμω το πρωί. Αυτό 'ταν όλο.

Μα τί, σ' αφήνουν οι διαβόλοι π' ανάθεμα τους γονέους τους; Νάταν η ώρα μαύρη που την έσυρα ο δόλιος που να μην έσωνε κι αυτή να ξαποστάσει. Δεν την αφίνουν νάχει το χάλι της και τα γεράματά της... Ούλα τα τσορομπίλια του χωριού μαζεύουνται πάνω της, λες και τα μαζώνει ο διάβολος με το συμπάθιο. Τόνα κάνει τον καπετάνιο, τ' άλλο το λοστρόμο, άλλο στο τιμόνι κι άλλο κάθου γύρευε. Τόσες κλήρες μέσα της και τρέμει σα δαιμονισμένη. Τις προάλλες την έδεσαν μ' ένα σκοινί απ' το κοράκι και την έσυραν να πορπατήσει. Ακούς; Το φινάλε ήταν πως μου την γκρέμισαν απ' τα σκαριά και μούσπασαν και το ζερβί της παραπέτο. Δε μ' άφησαν σκαρμό, δε μ' άφησαν σανίδι. Πουτάνα μού την κατάντησαν την έρμη, μουλάρι κι άλογο και μου την σέρνουν απ' το γκέμι. Την έσυρα να την μερεμετίσω και ν' αναπαυτεί το κόκκαλό της κ' έσπασαν τα παΐδια της απ' το φορτίο. Ρούπι δεν την σεργιάνισα στο γιαλό πέρ' απ' το Μαλακόντα και την Κάβιανη και στη στεριά ταξίδεψε άναυλη κ' είδε ούλα του κόσμου τα λιμάνια. Πάντα φορτωμένη ως τα μπούνια, πότε κοτρώνες, πότες βότσαλα και δόστου νάχει για την Πόλη, για τη Μάλτα. Πάντα πρίμα ταξιδεύει, είτε μπουνέντης είναι είτε όστρια, είτε βοριάς φυσομανάει, είτε λεβάντες. Πρίμα σού την πάνε, σωταλαπρίμα σού τη φέρνουν τα μπαγάσικα. Είναι ζωή; Να χάνεις το μυαλό σου. Ούλα τον καπετάνιο, τον πιλότο και σα δεν πορπατάει στα γρήγορα να και ξύλο !... Γκαπ από δω, γκουπ από κει, με πέτρες, με κλωτσιές και με στηλιάρια... ντέέέ, ψοφήμι. Πώς;

¶χ! π' ανάθεμα το γονιό τους, της φάγανε τα τζιέρια.

Έχεις πάλι την άλλη κλήρα από δω του γείτονα, ούλο το μεσημέρι το στόμα της τρουμπέτα. ¶λλος μεσημεριάτικος μπελάς ετούτος. Πού να κλείσεις μάτι. Πήρα κ' εγώ τα σύνεργα μου και πάω να την πισογυρίσω αγάλι. Μα πού; μόνε ξαγναντίζω στο ντουβάρι, τί να ιδώ. Ούλα τα πασαπάιδα του κιαρατά στα μέσα της κ' έτρεμε σα δαιμονισμένη η καϋμενούλα. Αβάρα καπετάνιε το ένα, σία το άλλο, όρτσα, πόντζα τα πανιά, τους φλόκους και κακοκαιρονάχουν μου ξεκόλλησαν και τα ζωνάρια και πάει λέοντας...

Ο Παπαλιάρος βαρέθηκε ν' ακούει κι ο γερο-Γιακουμής τράβηξε στη βάρκα.

Σίμωσε κοντά, της μίλησε γλυκά, τη χαϊδολόησε στη μάσκα. «¶χ! πάπια του γιαλού, γλυκιά μου Καληωρίτσα».

Εκεί τον ηύρε το βραδάκι, στην Καληωρίτσα του σιμά, πάντα στην Καληωρίτσα. Απ' τον καιρό που την έσυρε όξω και τη σκάρωσε, όλο και με δαύτ' είχε να κάμει. Κρυφό καμάρι κ' έννοια του την είχε. Χωρίς αυτή δε θα ζούσε άλλο χρόνο, έτσ' έλεγε, η αληθεία όμως ήταν πως δαύτη δίχως το Γιακουμή θάχε από καιρούς τού αφήσει γεια και χρόνους.

Γερό ξύλο και δουλειά γερή, με καρφί όλο μπακίρι· μα σάπια πλια ύστερα από μισό αιώνα ζωή θαλασσοβουτημένη και ξαγρύπνισσα, από τόσες αραξοβολιές σ' απάγγια και σε κόρφους...

Όμως αυτός δεν την άφηνε. Πάσα χάση, πάσα φέξη και δόστης νάχει. Όλο και μερεμέτι. Πότε κάνα-δυό μαδέρια, πότε κάνα στραβόξυλο, ποτές την καρένα, πότε την κουπαστή και μιά φορά σύξυλες τις μάσκες, κόντευε να την κάμει ν' αλλάξει τη γενιά της και την κλήρα της, να πάρει άλλη ψυχή και ξένα μούτρα. Μα η μοίρα της 'πόμενε πάντα η ίδια και η ίδια. Καληωρίτσα κουρελού, μα χαϊδεμένη, φτωχοπούλα μα μονάκριβη.

Έτσι κείνο το δειλινό βιάζονταν να μπιτίσει το πισσογύρισμα και το πρωί θα την παλάμιζε. Αυτός ήξερε πώς τα κανόνιζε. Από χρώματα ας είν' καλά τ' αυστριακό που κάθισε τις προάλλες στα «Κοράκια». Πάλε τυχερή η Καληωρίτσα του. Έ ρε μπάζα και τότε· λαδομπογιές και νέφτια πρώτης. Τζάμπα πίσσες, τζάμπα σκοινιά και κάβοι. Θα σου την έκανε κοκώνα. Νά, από τώρα την καμάρωνε. Την έγλεπ' ομπρός του, κατά πώς θα την έκανε αλάκερη, ατόφια, όμορφη, νια καμαρωμένη. Χαρά του γιαλού και του κυμάτου, μωρέ χαρά κι αυτουνού του μαύρου και ολπίδα του.

Την πλέουσα κόκκινη με άσπρη στο σύνορο μιά ρίγα. Από κει και πάνω ανοιχτοκίτρινη εξόν απ' τα ζωνάρια. Αυτά θα τάκανε γριζιά. Και τα ζωγραφιστά όκια στην πλώρη πιο γλαρά, μυγδαλωτά, κάτασπρα, με βαθιά γαλάζες κόρες. Κι από 'να φρύδι στο πάσα ένα, έτσι καμπυλωτό, φουσκώ, σμιχτό – σωστή κοκώνα. Κι από κοντά τ' όνομά της. Εκεί στην πρύμη θα τόκανε και δαύτο μ' άσπρη λαδομπογιά και γράμματα κεφαλαία : «ΚΑΛΙ ΟΡΑ».

Κι όταν με του Θεού το θέλημα και τ' Ανικόλα, θα την ξανάριχτε, θ' ανεπαύονταν η ψυχούλα του τού δόλιου. Θα καμάρωνε κι αυτός κι ο κόσμος ούλος, θα τήνα χαίρονταν το κύμα. Και θάβγαζε και δαύτος το καρβέλι. Πότε παραγαδάκι, πότε τις κουλούρες του, πότε τους δυό του κιούρτους, πότε πυροφάνι, είχε ο Θεός. Τη θάλασσα αυτός τη σπούδασε. Πού κρατάει το ψάρι και πότ' έχει αναψαριά...

Μα δεν είχ' ησυχία να συμμαζέψει –εκεί– τις έγνοιες του. Πιο κάτω, επαδά, στην άκρη στο γιαλό, η Κατερίνα η κόρη του Καπτα-Ματθιού, μ' άλλα δυό-τρία σερνικά, κόντευαν τα συλλοϊκά του ν' ασηκώσουν:

— Τί κάμετε έτσι μωρέ; δεν πάτε πάρα κάτω, έ;

Μα πού αυτά.

Ασκουμπωμένα ως τον αφαλό, τσαλαβουτούσαν στο γιαλό και ούρλιαζαν σαν δαιμονισμένα.

Ένα μακρουλό σανίδι που τόχαν κάμει «μπάρκο-μπέστια» αρμένιζε πάν' στο γιαλό, στο περιγιάλι. Τίποτες δεν τούλειπε, μήτε ξάρτια, μήτε κι αλμπουρέτα, μήτε πανιά, μήτε τιμόνι. Με κόκκινη σημαία και με χρυσό σταυρό, σε μακρυνό ταξίδι τόστελναν, στην Λόντρα, στη Μαύρη Θάλασσα, στη Μπαρμπαριά, και φούσκωναν τα μάγουλά τους σαν ασκιά, φυσώντας του αγέρα με το στόμα. Καράβι, καραβάκι!

— Σία μωρή Κατερίναααά. Σία το καράβιιιιί...

— Αβάραααα... αβάρα ρε χάχα σου λέουουουού...

— Λάσκααααα... λάσκα σκότα καπετάνιεεεεέ...

— Καλούμα παλαμάρι, μωρή παληοβρώμααααά...

Ο γερο-Γιακουμής δε βάσταξ' άλλο. Χτύπησε καταγής το μαλαχτάρι, τινάχτηκε ολόρθος και τούδωσε στα πόδια, όπως πάντα.

Μα την ίδια στιγμή, ένας μικρός στρατός τραγουδάρικος, ένα σωστό παιδομάζωμα, ξαγνάντισε στη γωνιά βαδίζοντας κανονικά με αρχηγό και με σημαία.

Πού θα πας κυρά-Μαρία
δεν περνάς, δεν περνάς,
πού θα πας κυρά-Μαρία
δεν περνάς, περνάς...

Ήσαν τα ίδια, κι άλλα απ' τον απάνω μαχαλά, και τράβαγαν ντρίτα για την Καληωρίτσα. Μα μόλις αντίκρυσαν το Γιακουμή, σκόρπισαν μονομιάς σαν αγρίμια, τρέχοντας προς όλα τα σημεία.

— Ο Γιακουμής, φευγάστε, ο Γιακουμηηηής...

Αούα... αούααααα... νιάρρρρ...

Ο Καπτα-Γιακουμής ο Περιφάνης στάθηκε εμβρόντητος. Περίλυπος έως θανάτου, γίνηκε μπλάβος. Κ' ενώ ο ήλιος ναυαγούσε χλωμός βαθιά στη θάλασσα –όπου τα κύματα χόρευαν– αυτός συνέσπασε νευρικά τα μικρά μυωπικά κείνα ματάκια του και βαρυγκόμισε από καρδιά του.

«Π' ανάθεμα τους γονέους σας – 'ραποβλογιά να σας θερίσει, χιλιοσπορίτικα του κιαρατά»...

 

 

[Αρχή σελίδας] · [Σκαρίμπας]
Μικρός Απόπλους
http://www.mikrosapoplous.gr/
Νοέμβριος 2003