περιεχόμενα

Οικογενειακές ιστορίες

Κώστας Μουρσελάς

Όταν πάτησε το έλασμα της φωτογραφικής μηχανής για να ανοίξει το σκέπασμα, να δει το εσωτερικό της ο Θεοδόσης, μόνο που δεν λιποθύμησε. «Δεν είναι δυνατόν», μουρμούρισε, «δεν είναι».

Δεν υπήρχε τίποτα μέσα. Ένας άδειος σκέτος σκελετός, από πεπιεσμένο χαρτί μάλιστα, γιατί με το που πίεσε λίγο την μια πλευρά του με το δάχτυλο, βούλιαξε. Πίεσε και το φακό. Αποδείχθηκε πως κι αυτός ήταν ένα σκέτο γυαλάκι. Με το που το άγγιξε, πετάχτηκε έξω κι έπεσε κάτω. Θρύψαλα έγινε.

«Μου την έφεραν», είπε μόνο και τότε σχεδόν λιποθύμησε, αφού πρόλαβε, στη σύγχυσή του, να κάνει και κάποιες ομιχλώδεις σκέψεις πάνω στο σε τι σκατένιο και βρωμερό αιώνα ζούμε και σε τι και πιο σκατένιο και πιο βρωμερό πάμε.

Σε λίγο, μόλις άρχισε κάπως να συνέρχεται, συνειδητοποίησε πως στο διπλανό του τραπέζι καθόταν ένας κύριος που εδώ και ώρα τον κοίταζε συνεχώς και επιμόνως. Νόμισε μάλιστα πως τον είδε να του χαμογελά κιόλας. Τώρα μάλιστα που το σκέφτεται, μάλλον τον είχε προσέξει και από πριν ο Θεοδόσης, αλλά δεν του είχε δώσει σημασία, γιατί θυμάται, πως ναι, του είχε κάνει εντύπωση το άψογο ντύσιμό του, προς στιγμήν μόνο, αλλά μετά τον ξέχασε.

Ο Θεοδόσης, μπροστά στο χαμόγελό του, αναγκάστηκε να κάνει κι αυτός μια γκριμάτσα, έτσι για να μη φανεί και αγενής.

Πολύ γρήγορα όμως, κατάλαβε ότι ο κύριος είχε αντιληφθεί και τι του είχε συμβεί με τη μηχανή. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή του έφερε και τον καφέ του το γκαρσόνι.

Μόλις έφυγε το γκαρσόνι, ο Θεοδόσης έκπληκτος βλέπει τον κύριο, με πολύ απλές και άνετες κινήσεις, να σηκώνεται και να έρχεται προς το μέρος του.

«Επιτρέπεται;», τον ρώτησε ευγενικότατα όταν πλησίασε, «πώς, πώς», του απάντησε ο Θεοδόσης και μετακινήθηκε λίγο, κάνοντάς του τόπο να καθήσει· και που βέβαια κάθησε.

Κρατούσε μάλιστα μια εφημερίδα, που με πηχυαία γράμματα στους τίτλους έγραφε για τη χθεσινή δολοφονία ενός νέου ανερχόμενου πολιτικού, την οποία εφημερίδα ο κύριος την ακούμπησε επιδεικτικότατα πάνω στο μάρμαρο του τραπεζιού, λες και ήθελε ν' αναγκάσει τον Θεοδόση να διαβάσει τους τίτλους.

Χωρίς περιστροφές και πριν καλά καλά καθήσει ο κύριος, του συστήθηκε.

«Καποδίστριας», του είπε. Βέβαια, το όνομά του φάνηκε κάπως αστείο στον Θεοδόση, αλλά από ευγένεια απέφυγε να το σχολιάσει.

«Εσείς; Αν επιτρέπεται το όνομά σας;».

«Θεοδόσης».

«Ιστορικό όνομα, ενδιαφέρον».

Αφού κουβέντιασαν διάφορα, περί ανέμων και υδάτων, έφτασαν και στη χτεσινή δολοφονική επίθεση των τρομοκρατών.

«Μα έναν τόσο νέο πολιτικό; Και χωρίς ένα συγκεκριμένο σκάνδαλο εις βάρος του;».

Εκεί, ο κύριος Καποδίστριας είπε στον Θεοδόση πως και μόνον απ' αυτή την απορία του εύκολα καταλαβαίνει κανείς πόσο αθώος και απονήρευτος άνθρωπος είναι, γιατί πώς είναι δυνατόν να μην ξέρει ότι, πολλές φορές, και μόνο που υπάρχει ένας άνθρωπος ενοχλεί κάποιους που πολύ θα τους συνέφερε η εξαφάνισή του.

«Άλλωστε», προσέθεσε, «το απονήρευτο, συνεπώς και η ευπιστία σας, φάνηκε από το πόσο εύκολα εμπιστευθήκατε αυτούς τους πλανόδιους που σας πλάσαραν αυτό το χαρτόνι για φωτογραφική μηχανή».

Ο Θεοδόσης, έκπληκτος, κατάλαβε πως πράγματι ο κύριος τα ήξερε όλα. Αλλά η έκπληξή του μετετράπη σε σοκ, όταν τον άκουσε να τον ρωτάει αν του την πούλησαν οι Λιβανέζοι.

«Μα ναι, οι Λιβανέζοι. Τους ξέρετε;». Φυσικά και τους ήξερε. Είναι τακτικοί στα μέρη τους, αλλά δεν τον συμβουλεύει να τρέξει να τους καταγγείλει στην Αστυνομία, διότι δεν ξέρει τι συνέπειες θα έχει αυτή η πράξη του. Και εκεί που του εξηγούσε τι ακριβώς εννοεί, ξαφνικά τον ρώτησε αν δουλεύει σε ασφαλιστική εταιρεία.

«Ναι, πράγματι, σε ασφαλιστική», του είπε ακόμα πιο έκπληκτος, σχεδόν κεραυνόπληκτος.

Βέβαια, ο Θεοδόσης ήταν και αρκετά ευγενής και αρκετά συνεσταλμένος, δεν τόλμησε να τον ρωτήσει από πού το κατάλαβε.

Πάντως ότι μπήκε, από εκείνη τη στιγμή, σε φοβερές περιέργειες δεν συζητείται· μπήκε.

«Διάβολε», σκεφτόταν, «από πού κι ώς πού το ήξερε; Εγώ δεν πρόλαβα ούτε λέξη να του πω, για να πεις ότι...».

Ύστερα θυμήθηκε τ' όνομα του κυρίου, Καποδίστριας!

«Αποκλείεται να 'ναι το αληθινό του», σκέφτηκε. «Πού ξανακούστηκε να ονομάζεται στις μέρες μας κάποιος Καποδίστριας. Ψευδώνυμο θα 'ναι», αλλά ούτε και γι' αυτό τόλμησε να τον ρωτήσει.

Ο Θεοδόσης πάντως ­ επειδή και η κουβέντα με τον κύριο Καποδίστρια είχε αρχίσει κάπως να τον ερεθίζει ­, θεώρησε αναγκαίο ­ αυτό το κατάφερε ­ να τον ρωτήσει, αν δεν γίνεται αδιάκριτος, τι ακριβώς επαγγέλλεται, διότι, απ' όλα αυτά που του είπε κατάλαβε ότι θα πρέπει να είναι αρκετά μορφωμένος και αρκετά κατατοπισμένος στα τρέχοντα.

Η αλήθεια είναι πως ο κύριος Καποδίστριας δεν του απάντησε αμέσως. Έδειξε μάλλον πως πολύ το σκεφτόταν αν θα 'πρεπε να του απαντήσει.


Αφού πέρασαν κάποια δευτερόλεπτα αναμονής, του είπε στο τέλος ότι τον παρακαλεί να μην παραξενευτεί μ' αυτό που θ' ακούσει, αλλά ναι, το κύριο επάγγελμά του είναι δολοφόνος. Για την ακρίβεια, πληρώνεται για να σκοτώνει, και αδρά μάλιστα. Βέβαια, προσέθεσε, το επίσημο επάγγελμα, αυτό που αναγράφεται και στην ταυτότητα και που το εξασκεί κατά καιρούς, είναι εκπαιδευτικός, διδάσκει σε ιδιωτικά σχολεία, δηλαδή και καλοπληρώνεται γι' αυτό.

Ο Θεοδόσης κατά έναν περίεργο τρόπο ­ πρωτοφανή θα 'λεγε κανείς για τον χαρακτήρα του ­ ενώ όντως άκουσε κάτι το τόσο τρομακτικό, όχι μόνο δεν σοκαρίστηκε, αλλά ούτε καν έδειξε ότι έβρισκε κάπως ασυνήθιστο το επάγγελμά του. Δεν προσπάθησε καν να του πει τουλάχιστον ότι έβρισκε αρκετά περίεργο να του δηλώνει κάτι τέτοιο, έτσι άνετα, χωρίς να τον φοβάται.

Ίσως, επειδή ο κύριος Καποδίστριας τα είπε όλ' αυτά τόσο απλά ­ και άχρωμα θα 'λεγε ­, γι' αυτό και να μην του προκάλεσαν έκπληξη. Αντίθετα, έδειξε ότι άκουσε κάτι το πολύ φυσικό. Απλώς τον ρώτησε, αν, όταν λέει δολοφόνος, αν εννοεί τον κανονικό δολοφόνο.

«Φυσικά, τον κανονικό. Τι άλλο; Και με ό,τι σημαίνει η λέξη. Ακόμα και στη μεταφορική της έννοια, αν θέλετε».

Βέβαια, όταν ο κύριος Καποδίστριας άρχισε να μπαίνει, με περιγραφές, και στις λεπτομέρειες του επαγγέλματος, ο Θεοδόσης κατέληξε αρχικά στο συμπέρασμα ότι σίγουρα ο κύριος κάνει μαύρο χιούμορ και αποκλείεται να μιλά σοβαρά. Αυτή η σκέψη τον ηρέμησε κάπως.

Κλονίστηκε πάλι όμως, όταν στη συζήτηση ξαναμπήκε το θέμα της χθεσινής δολοφονίας του νέου πολιτικού με την απορία του Θεοδόση στο ποιοι να κρύβονται πίσω από τους τρομοκράτες.

«Μην το ψάχνετε», του είπε. «Και αυτόν εγώ τον σκότωσα. Μην έχετε αυταπάτες».

Εδώ πράγματι ο Θεοδόσης χρειάστηκε αρκετά δευτερόλεπτα για να συνέλθει και αρκετά λεπτά μέχρι να το χωνέψει, για να του κάνει την επόμενη ερώτηση. Είχε αρχίσει να χάνει πάλι την ψυχραιμία του, ανεξήγητη έτσι κι αλλιώς αυτή η τόση ψυχραιμία του Θεοδόση.

«Καλά, ποιος θα τολμούσε να σας παραγγείλει κάτι τέτοιο;», τον ρώτησε και ο κύριος Καποδίστριας του εξήγησε ότι προφανώς όποιος είχε συμφέρον από την εξαφάνιση του πολιτικού. Δεν χρειάζεται φιλοσοφία για να το καταλάβει κανείς.

«Δηλαδή;». «Δηλαδή... παραδείγματος χάριν, ένας συνυποψήφιος πολιτικός της ίδιας περιφέρειας αν κινδύνευε η εκλογή του απ' αυτόν. Εντάξει, δεν λέω, θα μπορούσε να είχε συμφέρον και η γυναίκα του. Γιατί όχι;». «Η γυναίκα του;». «Φυσικά και η γυναίκα του. Γιατί απορείτε; Κύριε Θεοδόση μου, δεν μετράει πια και τόσο ο θάνατος του άλλου, όσο το δικό μας συμφέρον. Ελπίζω αυτήν την απλή αλήθεια τουλάχιστον να την έχετε συνειδητοποιήσει, αλλιώς σας έχουν ξεπεράσει κατά πολύ τα γεγονότα. Αλίμονό σας αν όλα αυτά δεν τα βρίσκετε αρκετά φυσικά και δικαιολογημένα. Πάνω απ' όλα και με οποιοδήποτε τίμημα το δικό μου συμφέρον μετράει και όχι το δικό σας. Το αμφισβητείτε;». «Για να είμαι ειλικρινής, όχι». «Πάλι καλά».

Ύστερα, ο κύριος Καποδίστριας του εξήγησε πως θα πρέπει να είναι πολύ αφελής όποιος πίστεψε τους «Επαναστατικούς Πυρήνες» που ανέλαβαν την ευθύνη της δολοφονίας του συγκεκριμένου πολιτικού.

«Ξέρετε, ή μάλλον θυμάστε, κύριε Θεοδόση μου, εδώ και είκοσι χρόνια πόσες τρομοκρατικές οργανώσεις έχουν εμφανισθεί, οι οποίες κάθε φορά ανελάμβαναν και την ευθύνη μιας εκτέλεσης; Άπειρες. Δεν αναρωτηθήκατε ποτέ γιατί; Γιατί απλούστατα, κύριε Θεοδόση, πρόκειται για οργανώσεις μαϊμούδες, γι' αυτό. Με μια λέξη, και λίγο πολύ, πρόκειται για οικογενειακές ιστορίες. Όλ' αυτά, δηλαδή, κατά βάθος καταλήγουν σε οικογενειακές ιστορίες».

Αυτό δεν το πολυκατάλαβε ο Θεοδόσης, αλλά δεν δοκίμασε να ζητήσει εξηγήσεις. Όχι από δειλία αυτή τη φορά, αλλά γιατί φοβόταν ότι κάθε νέα του ερώτηση θα προκαλούσε ένα νέο καταιγισμό, ακόμα πιο αποτρόπαιων εξηγήσεων του κυρίου Καποδίστρια. Εν ολίγοις, ο κύριος Θεοδόσης είχε αρχίσει να τρομοκρατείται αρκετά, αλλά δεν έπαυε όμως και να βρίσκει άκρως ενδιαφέρουσα όλη αυτή τη συζήτηση και αυτή τη γνωριμία.

Ένιωθε ότι τον έβαζε, μ' ένα μοναδικό τρόπο, σε μια καινούρια εποχή, σ' έναν καινούριο κόσμο, και γιατί όχι και σ' έναν καινούριο αιώνα.

Ενώ θα έπρεπε δηλαδή ο Θεοδόσης να το βάλει στα πόδια ακούγοντας αυτά τα εφιαλτικά γι' αυτόν πράγματα, εν τούτοις αυτός όχι μόνον τα αποδέχθηκε χωρίς καμιά αντίρρηση, αλλά και σχεδόν ένιωθε μια περίεργη έλξη και περιέργεια.

Ύστερα, εντελώς απλά λες και του αποκάλυπτε το φυσικότερο των πραγμάτων, του έδειξε από το παράθυρο το απέναντι καφέ μπαρ του Ανανία και μετά ένα άλλο παραδίπλα.

«Τα βλέπετε λοιπόν αυτά τα δύο καφέ μπαρ; Το ένα, του Ανανία, είναι μονίμως γεμάτο και το άλλο μονίμως άδειο. Το ένα χάνει την ημέρα εκατό χιλιάδες και το άλλο κερδίζει τα τριπλάσια. Τι είναι λοιπόν προτιμότερο γι' αυτόν που χάνει; Να το κλείσει και να αποχωρήσει αξιοπρεπώς ή να ρίξει μια βόμβα στο άλλο και να το κάνει στάχτη; Απαντήστε μου με την απλή λογική, απλά μαθηματικά είναι. Ο ένας καταστρέφεται και ο άλλος θησαυρίζει».

Και ο Θεοδόσης του απάντησε, πως ναι, όπως του το θέτει το θέμα και αυτός το βρίσκει πολύ φυσικό να του το κάνει στάχτη. Καλύτερα να καταστραφεί ο άλλος, παρά αυτός. Επόμενο είναι.

«Ξέρω, θα λέτε μέσα σας πως όλ' αυτά συνιστούν μια απάνθρωπη λογική ­ και είναι, αλίμονο, το βλέπω ­ αλλά εγώ ο απλός άνθρωπος ή μάλλον εγώ ο έξυπνος άνθρωπος, ένα ωραίο πρωί είπα στον εαυτό μου: Καποδίστρια, όσο πιο γρήγορα αντιληφθείς αυτή την αλήθεια, τόσο πιο πάνοπλος θα μπεις στη νέα χιλιετία. Οι αιώνες που πέρασαν αυτό με δίδαξαν, το ίδιο θα μου αποδείξουν και οι αιώνες που έρχονται. Διαβάστε, κύριε Θεοδόση μου, λίγη βυζαντινή ιστορία ή γιατί όχι και λίγη ρωμαϊκή, αλλά και την πρόσφατη ακόμα αν διαβάσετε θα δείτε πόσο άνετα θα μπορείτε να προβλέψετε και την ιστορία όχι μόνο ενός επόμενου αιώνα, αλλά και μιας επόμενης χιλιετίας. Δεν καλυτερεύουν τα πράγματα, κύριε Θεοδόση. Αγριεύουν όλο και πιο πολύ. Σκληραίνουν οι άνθρωποι, αγριεύουν. Κοινοτοπίες σας λέω, το ξέρω, αλλά κακά τα ψέματα οι άνθρωποι χρειάζονται όλο και περισσότερο χρήμα και δυστυχώς δεν υπάρχει τόσο πολύ για όλους και ακόμα χρειάζονται όλο και πιο πολλές θέσεις εργασίας και πάλι δυστυχώς δεν υπάρχουν τόσες για όλους. Να, παράδειγμα εσείς. Είμαι βέβαιος, έτσι όπως σας βλέπω, ότι αν γίνουν απολύσεις στην εταιρεία σας εσείς θα είστε ο πρώτος που θ' απολύσουν και όχι μόνον αυτό, αλλά να ξέρετε πως τη θέση σας θα την πάρει ο πιο καλός σας φίλος. Το λέω γιατί έτσι είθισται να συμβαίνει.

Τότε ο Θεοδόσης άρχισε να καταλαβαίνει τι εννοούσε ο κύριος Καποδίστριας όταν πριν λίγο του είπε πως όλα καταλήγουν σε οικογενειακές ιστορίες. Ίσως και γι' αυτό τον προέτρεπε να διαβάσει τη βυζαντινή ιστορία, που απ' ό,τι θυμάται άνετα η μάνα σκότωνε το γιο και ο γιος τον πατέρα και ακόμα πιο άνετα η βασίλισσα καθάριζε τον βασιλιά της κι όλα αυτά χάριν ενός θρόνου.

«Βέβαια, επειδή πριν λίγο σας μίλησα για βυζαντινή ιστορία, μην παραπλανηθείτε και πιστέψετε, κύριε Θεοδόση, ότι σήμερα δεν συμβαίνουν τα ίδια και χειρότερα επειδή τάχα δεν υπάρχουν Βυζάντια και θρόνοι. Σήμερα, το έγκλημα είναι καθημερινή υπόθεση που συμβαίνει και στις πιο καλές οικογένειες και για πολύ πιο μικρά κέρδη. Για ένα σπίτι, για ένα βιβλιάριο τραπέζης, για μια γυναίκα, για έναν εραστή. Φυσικά, δεν έχουν πάψει, εκ παραλλήλου, να υπάρχουν και οι θρόνοι. Η απληστία μας καλύπτει όλα τα μεγέθη και όλες τις εκδοχές. Ελπίζω, εν τέλει, με όλα αυτά που σας είπα να έχετε καταλάβει τι εννοούσα, όταν πριν λίγο σας μίλησα για οικογενειακές ιστορίες». Φυσικά και είχε καταλάβει. Και πολύ καλά μάλιστα.

Εκεί τότε ο κύριος Καποδίστριας είπε ακόμα στον Θεοδόση, πως βεβαίως είναι φυσικό επακόλουθο κάθε στιγμή, κάθε μέρα να χρειάζεται και τα ανάλογα θύματά της. Αλλιώς πώς θα κινιόταν και η ιστορία;

«Μόνο, σας παρακαλώ, μην υποτιμάτε καθόλου τη λέξη θύμα. Έχει κι αυτός ο ρόλος τα οφέλη του και τους πιστούς του. Υπάρχουν άνθρωποι ­ και τους βγάζω το καπέλο ­ που αυτό το ρόλο τον επιλέγουν συνειδητά και είναι μάλιστα και πολύ ευτυχείς που τον διάλεξαν. Φυσικά εσείς, για να έρθουμε και στα δικά μας, για την ώρα, δεν ανήκετε σε καμιά από τις δυο κατηγορίες. Η πλάστιγγα κλίνει μάλλον προς το ρόλο του θύματος, αλλά το μέλλον άδηλον ακόμα».

Ύστερα, πολύ έξυπνα, ο κύριος Καποδίστριας γύρισε την κουβέντα στα προσωπικά του και του είπε, ας μην κάνει ποτέ τον κόπο να αναρωτηθεί πώς είναι δυνατόν να τον εμπιστεύεται και να του κάνει τόσο σοβαρές ομολογίες, γιατί θα του απαντήσει πρώτον διότι δεν τον φοβάται και δεύτερον διότι πολύ τον συμπάθησε.

«Μη σας φανεί περίεργο, κύριε Θεοδόση, αλλά ανέκαθεν ένιωθα μια βαθιά συμπάθεια προς όλα τα θύματα, διότι θύμα υπήρξα κάποτε κι εγώ, ασχέτως αν τώρα για διάφορους λόγους διάλεξα το ρόλο του θύτη. Είναι καλύτερα, πιστέψτε με, να είσαι πλούσιος παρά φτωχός. Αυτό είναι το τελικό μου συμπέρασμα, πράγμα που δυστυχώς ποτέ δεν κατάλαβαν οι γονείς μου, γι' αυτό άλλωστε τέλειωσαν τη ζωή τους ως τραγικά πρόσωπα. Αυτοκτόνησαν και οι δύο. Και μη φανταστείτε ότι έγινα αυτό που έγινα γιατί εκδικούμαι την άδικη κοινωνία. Καθόλου. Εντελώς λογικά, μεταξύ του πλούσιος και φτωχός, διάλεξα το πρώτο».


from http://www.mathisis.com/nqcontent.cfm?a_id=3698