περιεχόμενα

Η Ζώγια (1)

Νίκης-Στέλλας Σιδερίδου

Από το βιβλίο "Το τραγούδι της μοναξιάς"

Πολλές φορές, μέσα στην ταραγμένη και γεμάτη άγχος ζωή της πολιτείας, μου έρχεται στο νου η Ζώγια και το γαληνό χωριό της κι αναρωτιέμαι, ποια τύχη τάχα μ' έφερε ν' ανακαλύψω την ανήσυχη αυτή ψυχή μέσα σ' ένα τόσο ήρεμο περιβάλλον τρυφερής ομορφιάς κι αθώας απαλοσύνης.

Η αλήθεια είναι πως από την πρώτη μέρα, που με γνώρισε, μου έδειξε μιαν αυθόρμητη συμπάθεια, που με συγκινούσε βαθιά. Λαχταρούσε, φαίνεται, να 6ρει έναν άνθρωπο, που να κερδίσει την εμπιστοσύνη της, για να διοχετεύσει σ' αυτόν το ξεχείλισμα των συναισθημάτων της, ν' αποθέσει πάνω του τις ανησυχίες της, που κλεισμένες μέσα της την πίεζαν ασφυκτικά. Τις πρώτες μόνο μέρες με κοίταζε ώρα στα μάτια, μ' ένα βλέμμα ερευνητικό κι έξυπνο, λες κι ήθελε να ξεγυμνώσει την ψυχή μου, για να ιδεί, αν αξίζει να της χαρίσει τη φιλία της.

Εμένα μου έκαναν εντύπωση τα βαθιά γαλάζια της μάτια, η πίκρα που έδειχναν τα τραβηγμένα της χείλη και η λυγερή της κορμοστασιά. Μα ο λόγος που μ' έκανε να συνδεθώ μαζί της ήταν άλλος: Ήξερε χίλιες - δυο ιστορίες για ξωτικά και μάγισσες, για στοιχειά κι αερικά, για δράκους και καλικάντζαρους, για χαλάσματα και παγανά. Ήξερε πλήθος άγραφα τραγούδια για ήρωες, που πολεμούσαν σαν θεριά ή γι' απλούς ανθρώπους, που χάνονταν στην ξενιτειά με την άσβηστη λαχτάρα της επιστροφής στο χωριό τους. Κι εγώ ίσα - ίσα τότε συγκέντρωνα υλικό για μια μελέτη και τη Ζώγια την έβλεπα σαν δροσερή πηγή λαογραφικού πλούτου. Γι' αυτό την ακολουθούσα παντού: Στα χωράφια, στη βρύση, στις ραχούλες, που βοσκούσε τις κατσίκες, και στο δάσος, που πήγαινε για ξύλα.

Τα βράδια, μάλιστα, όταν είχε φεγγάρι, καθόμαστε οι δυο μας στο ξάγναντο και χανόμαστε μέσα στην ονειρική γαλήνη της νύχτας και στη μαγικήν ατμόσφαιρα των παραμυθιών. Απέναντι μας, πέρα μακριά, η δαντελλωτή μενεξεδένια γραμμή του Παρνασσού βύθιζε την ψυχή μου σ' ένα χάος από απροσδιόριστα συναισθήματα και τρυφερά όνειρα. Και κάτω στα πόδια μας η σιωπή του σπαρμένου κάμπου μου χάριζε μια γλυκειάν αίσθηση πληρότητας, που ποτέ δεν έχω ξανανοιώσει. Η μυρωδιά της δροσερής γης, που ανάδευε μυστηριακή σ' ένα κυμάτισμα από φως και βιολετιές σκιές, κάτω από την υποβλητική φωτοπλημμύρα του ασημένιου φεγγαριού, που ταξίδευε ανέμελα στο βε-λουδένιο στερέωμα, η διάχυτη μελωδία των απόκοσμων ήχων του δάσους, που λούφαζε πίσω μας σκοτεινό κι αινιγματικό σαν αδιαπέραστος μαύρος όγκος και η μονότονη θρηνητική φωνή του γκιώνη, που τόνιζε με την απελπισία της το μυστήριο της νύχτας ποτίζοντας την μελαγχολία, δημιουργούσαν μια κατάλληλη ατμόσφαιρα, για να ζήσουν σαν αλήθειες πια οι φανταστικές ιστορίες της Ζώγιας.

Σιγά-σιγά όμως η ψυχή μου πλημμύρισε τόσο απ' την παρουσία της, που ξέχασα και μελέτη και υλικό και μέσα στα μάτια της δεν αντίκρυζα πια, παρά μιαν ύπαρξη βασανισμένη από άγνωστα μου προβλήματα, που λαχταρούσε για μιαν άγνωστη μου χαρά. Ώσπου κάποτε την παρακάλεσα ν' αφήσει τα παραμύθια και να μου μιλήσει για τη δική της τη ζωή.

Ασήμαντα πράματα: Μια ζωή τυραγνισμένη δεκαοχτώ χρόνων. Από μικρούλα πήγαινε τακτικά δυο φορές το χρόνο στον κάμπο, για να δουλέψει στα λαμπάκια. Κάθε φορά που έφτανε στο χωριό κάποιος σταλμένος του αφέντη να μαζέψει εργάτισσες για τα χτήματα του, το χωριό γινόταν ανάστατο κι η παρουσία του πρόσθετε μιαν ακόμα λαχτάρα στην ψυχή της Ζώγιας. Πάγαιναν βέβαια οι φτωχούλες, που αλλιώς δεν μπορούσαν να μασούν τα προικιά τους. Κι ο σταλμένος του αφέντη περνοδιάβαινε ανάμεσα στις κοπέλλες με μια πίπα στο στόμα κι ένα μαστίγιο στο χέρι και τις κοίταζε εξεταστικά κι αχόρταγα, σαν ο δουλέμπορος το εμπόρευμα του. Οι μέρες της περνούσαν έτσι, όμοια η μια με την άλλη μέσα στην υγρασία του κάμπου, σα σκάλιζε το βαμπάκι τσαλαβουτώντας μέσα στα νερά. ή μέσα στα λιοπύρια του καλοκαιριού, σαν το μάζευε, με τη μαντήλα σφιχτά δεμένη γύρω στο πρόσωπο. να μη μαυρίσει, μόνο τα μάτια να στραφταλίζουν πιο λαμπερά κι από τον ουρανό. Τόσο είχε συνηθίσει σ' αυτή τη δουλειά, που χώριζε το χρόνο σύμφωνα μ' αυτές τις δυο εποχές.

Κι ακόμα οι αναμνήσεις της δένονταν με τις δασείες δουλειές στο χωράφι και στη σπίτι και με νυχτέρια για το ετοίμασμα των προικιών. Γιορτές και πανηγύρια, γάμοι, χοροί στην πλατεία, θάνατοι και μοιρολόγια μπερδεύονταν μέσα τους. Κι όλ' αυτά μαγικά τυλιγμένα από ανοιξιάτικα ανθίσματα, καλοκαιριάτικα βαλαντώματα, φθινοπωρινές βροχούλες και χειμωνιάτικες παγωνιές. Αυτή ήταν η ζωή της, βασανισμένη κι απλή. Η ζωή της φτωχιάς χωριατοπούλας του Ελληνικού χωριού...

Πλησιάζουν οι γιορτές των Χριστουγέννων. Έρριξε και το πρώτο χιόνι στο χωριό. Τα νυχτέρια μας κάτω από τον αστροσπαρμένο ουρανό, αγνάντια στο σκοτεινό μεγαλείο του Παρνασσού σταμάτησαν από καιρό.

Μ' αρέσει να κάθομαι μόνη μου δίπλα στο τζάκι και να ονειροπολώ κοιτάζοντας τις ξανθές φλόγες, που την ίδια στιγμή γεννιούνται και πεθαίνουν σ' ένα τρελλό πανηγύρι συναρπαστικής ομορφιάς. Έχω αρκετές μέρες να ιδώ τη Ζώγια. Σκέπτομαι σαν ποιο μυστικό τάχα να δένει τοσο απόλυτα την ψυχή της με τη φύση και το πνεύμα του χωριού...

Ένα τέτοιο μοναχικό δειλινό, με τη φωτιά να τριζοβολάει στο τζάκι, ήρθε στο σπίτι μου κι η Ζώγια. Μπήκε μέσα χωρίς να χτυπήσει την πόρτα, κάθισε κοντά μου χωρίς να χαιρετήσει, ξεδίπλωσε το κέντημα της κι έμεινε αρκετή ώρα σκυμμένη σ' αυτό. Κάποτε, σα να θυμήθηκε και τη δική μου παρουσία, σταμάτησε τη δουλειά της, κοίταξε αφηρημένα τη φωτιά, που ασώτευε τις πύρινες λόγχες της. και με ρώτησε:

— Αλήθεια, Άννα, πιστεύεις, πως η γυναίκα είναι σωστός άνθρωπος, που μπορεί να κάνει όνειρα για τη ζωή;
— Μα και βέβαια, Ζώγια μου, και η γυναίκα είναι άνθρωπος κι έχει δικαίωμα μα και καθήκον να διαφεντέψει την ύπαρξη και τη ζωή της.
— Ορίζει λοιπόν στ' αλήθεια τη ζωή της η γυναίκα; Έτσι γίνεται στην πολιτεία:
— Περίπου έτσι ή τουλάχιστον έτσι πρέπει να γίνεται...
— Τότε εμείς εδώ πέρα είμαστε κόσμος ανεμόρφωτος. Αν γεννηθείς κοπέλλα δεν ορίζεις τον εαυτό σου. Δεν σε θεωρούν καν παιδί. «Παιδιά» είναι μόνο τ' αγόρια. Εμάς μας λένε «σακάτικα». Αν ρωτήσεις τον πατέρα μου πόσα παιδιά έχει, θα σου απαντήσει «τρία πίδιά κι ένα σακάτικο, με το συμπάθειο» και το «σακάτικο» είμαι εγώ.

»Κι όταν μεγαλώσεις, σε παίρνουν και σε δίνουν, σα να 'σαι ένα κομμάτι κρέας σ' όποιον θέλουν οι δικοί σου... Σα να μην είσαι άνθρωπος, σα να μην έχεις καρδιά εσύ... Ποιος σε ρωτάει τέτοια πράματα... Κι οι κοπέλλες δέχονται αυτή τη μεταχείριση χωρίς διαμαρτυρία. Κι ύστερα, μόλις οι δικοί τους δώσουν το λόγο τους, κοιμούνται το ίδιο βράδυ με τον αρρεβωνιαστικό κι ας μην τον ξέρουν καθόλου τις πιότερες φορές κι ας μην τον έχουν ξαναδεί, ακόμα κι αν τον σιχαίνουνται. Κι αν την αφήσει ύστερα καμιά, πάνω στο παζάρεμα για την προίκα, ούτε που την μέλλει. Κι έχει τα μούτρα να ξαναβγεί πάλι να χορέψει μπροστά στην πλατεία. Τέτοια ρεζιλέματα... Πώς μπορούν!... Κάλλιο να πεθάνω!...

Καθόμουν εκεί δα δίπλα της και παρακολουθούσα κάτω από τα λόγια της την επαναστατημένη ψυχή της, χωρίς καθόλου να τη διακόψω, και καμάρωνα την τολμηρή σκέψη της, κοιτάζοντας τα συνήθως ήρεμα γαλάζια μάτια της να φουρτουνιάζουν από απελπισία κι αγανάκτηση. Και καθώς την άκουα να μιλάει απαλά και σιγανά και την παρακολουθούσα σκυμμένη στη φωτιά, με το κέντημα ξεχασμένο στην ποδιά, της, ένοιωσα πως παραείναι τρυφερή για έναν τέτοιον αγώνα. Όσο κι αν δεν το θέλεις, φτωχή μικρή μου Ζώγια, είσαι και θα μείνεις ένα μοιραία αναπόσπαστο κομμάτι του χωριού, θα υποταχθείς και συ, όπως και οι φιλενάδες σου στους αμείλικτους νόμους του και θα ζήσεις και συ την ταπεινή ζωή του με τις χαρές και τα βάσανα του. «Η Λυγερή» του Καρκαβίτσα, σκέφτηκα, θα προσγειωθεί και η Ζώγια απ' τις ονειροφαντασίες της στην πεζή πραγματικότητα, που ίσως αρχίσει και να της αρέσει...

Αν όμως πραγματικά, τολμήσει ν' αντιδράσει στο απάνθρωπο περιβάλλον της;... Ένα κύμα στοργής ξεχείλισε απ’ την καρδιά μου και την αγκάλιασε: Χωρίς άλλο θα τσακιστεί κι η Ζώγια απ' τη σκληρή του πραγματικότητα, θύμα στην ασυμβίβαστη ψυχή της... Η σκέψη αυτή τόσο επίμονη έγινε μέσα μου, που στο τέλος φωτίστηκε από ένα φως παράξενο, σαν κάτι να προφήτευε.

Μείναμε για λίγο σιωπηλές, βυθισμένες στις σκέψεις μας. Έξω σκοτείνιαζε. Κι οι φλόγες στο τζάκι χόρευαν ένα χορό διαβολικό, σαν μεφιστοφελήδες που ειρωνεύονταν την πίστη μου για την ελευθερία της ανθρώπινης βούλησης και τις θεωρίες μου για τη ζωή. Η φωνή της Ζώγιας δροσερή σαν τραγούδι γέμισε τη σιωπή:

«Ξέρεις, Αννούλα, μου κάνουν προξενεία... Δυο προξενειές, είπε και γύρισε σε μένα. Μα κανένας απ' τους δυο δεν μ,' αρέσει. Δεν είναι όμορφοι. Κι εγώ... τι να σου ειπώ!... θέλω ο άντρας μου να 'ναι όμορφος, ψηλός... παλληκάρι. Να τον αισθάνομαι δίπλα μου και να χαίρεται ΐ[ καρδιά μου, να τον θωρώ και να φχαριστιέται το μάτι μου. Σάμπως τι θα κερδίσουμε από τούτη τη ζωή! Κάνε να 'χω έναν άντρα της προκοπής στο πλάι μου...

»Και... ξέρεις... — κι έγειρε πολύ προς τη φωτιά, σα να 'θελε να χαθεί μέσ' στις φλόγες της — αγαπάω το Λιάκο... Εσύ δεν τον ξέρεις, γιατί ήρθες τώρα· θα στον δείξω όμως καμιά φορά· είναι πολύ όμορφος... Τον είδα και τον αγάπησα· τον έβλεπα πολλές φορές από μικρή, μα κάποτε, πριν από δυο χρόνια... στο σούρπο... δεν ξέρω πώς... με κοίταξε και τον κοίταξα κι εγώ στα μάτια... και τον αγάπησα. Η καρδιά μου πάει να σπάσει, όσες φορές τον απαντάω στη στράτα... μα ούτε ένα «γεια σου» δεν του λέω· εδώ βλέπεις παρεξηγάει ο κόσμος. Μονάχα κάποτε στο χορό στην πλατεία για μια στιγμή έτυχε ο Λιάκος δίπλα μου κι έγκιαξε η φούστα μου πάνω του!... Πώς μου 'ρθε τότες... Αχ, καημένη Άννα... εδώ πέρα ζούμε πολύ βασανισμένη ζωή»...

Σώπασε κι έσκυψε τόσο μέσ' στις φλόγες, που μόλις διάκρινα δυο δάκρυα, καθώς κυλούσαν μέσα τους, σα να 'θελαν να τις σβήσουν.

«Παντρέψου τον, αφού τον αγαπάς», είπα, για να πω κάτι, γιατί ήξερα πόσο βαριοί είναι οι νόμοι του χωριού.
«Να μπορούσα! μα πού!... Εκείνος είναι πλούσιος... όμορφος... μπορεί να πάρει το πλουσιότερο κορίτσι του χωριού...».
«Τουλάχιστον πες του πως τον αγαπάς... Πού ξέρεις!»...

Με κοίταξε μ' ένα βλέμμα τόσο παραξενεμένο, που μου 'κοψε τη φράση στο στόμα. Η απορία της ήταν τέτοια, που στάθηκε αδύνατο να μου πει κάτι. Με κοίταξε μόνο με μεγαλωμένα απ' την έκπληξη μάτια, σα να της είχα προτείνει κανένα περίπατο στο Διάστημα.

Την πρωτοχρονιά η μέρα ήτανε χαρά θεού. Άχνιζε ο κάμπος ζαλισμένος απ' τη ζεστήν άχνα του ήλιου. Τα σπαρτά ύψωναν τα φυλλαράκια τους δροσερά και καταπράσινα, λυτρωμένα απ' το βάρος του χιονιού... Κι ο Παρνασσός πέρα μακριά ύψωνε κι αυτός προς τον ουρανό τις νταντελλένιες κορφές του με τ' άλειωτα χιόνια τους, που στραφταλίζουν στου ήλιου το φωτεινό χαμόγελο, σα να 'θελε να φτάσει, το Θεό.

Η Ζώγια ήταν ευτυχισμένη. Είχαν έρθει όργανα στο χωριό για τούτη τη μέρα και θα χόρευαν τα κορίτσια και τα παλληκάρια στην πλατεία, θα ήταν κι ο Λιάκος εκεί, χωρίς άλλο. Γι' αυτό συγυρίστηκε όσο καλύτερα μπορούσε. Φόρεσε γιορντάνι και βραχιόλια, κάρφωσε και στο πολκάκι της μια καρφίτσα με άσπρες ψεύτικες πετρούλες, που πλαισίωναν μια κατακόκκινη, σα ματωμένη καρδιά. Έπλεξε τα μαλλιά της σε δυο πλεξίδες και τα σκέπασε με το μεταξωτό της μαντήλι.

Στην αυλή του σχολειού, όσιου είχαν μαζευτεί και τ άλλα κορίτσια για να χορέψουν, έφτασε κι η Ζώγια αλαφροκίνητη και πεταχτή. Εκεί τις συνάντησα κι εγώ σε λίγο. Ήταν ντυμένες με τον ίδιο πάνω-κάτω τρόπο, που ήταν κι η Ζώγια ντυμένη, αλλά καμιά δεν είχε τη χάρη της.

Θέλανε ν' αρχίσουν το χορό, μα στην πόρτα του σχολειού, σαν δράκος του παραμυθιού, καθόταν ο κυρ Αλέξης, στουπί στο μεθύσι, με μια μαγκούρα στα χέρια. Και κάθε φορά που τα κορίτσια πιάνονταν στο χορό, τα κυνηγούσε με τη μαγκούρα και κείνα σαν τρομαγμένες ελαφίνες σκόρπιζαν στα ριζά του λόφου, για να ξαναμαζευτούν σε λίγο και να τον περιπαίξουν:

— Μπάρμπ' Αλέξη, σ' άφσε η κυρά Νικολίτσα... Ο κυρ Αλέξης όλη νύχτα έπινε και το πρωί μεθυσμένο τον έφεραν στο σπίτι του· μα η κυρά Νικολίτσα, η, γυναίκα του, είχε πολύ κακή πείρα απ' τα μεθύσια του Αλέξη της· γι' αυτό το 'σκάσε κρυφά, πήρε την πλαγιά, ανέβηκε στην κορφούλα του λόφου και κρύφτηκε πίσω σε κάτι πουρνάρες. Άδικα ο Αλέξης τη φώναζε με παρακλητική φωνή. Στο τέλος έβαλε τα κλάματα, γιατί, λέει, τον παράτησε η Νικολίτσα του και δεν θα ματάρθει οπίτι. Και σαν δεν είχε τί να κάνει, κάθισε στην πόρτα του σχολειού με τη μαγκούρα στο χέρι και δεν, άφηνε τα κορίτσια να χορέψουν, μόνο έλεγε και ξανάλεγε σκούζοντας:
— Όι, κορίτσια, μόφυγ' η γναίκα μου... Ήταν κωμικό να βλέπεις έναν άντρακλα ίσαμε κει πάνω να κλαίει και να σκούζει σαν μωρό.
— Θα ξανάρθει, μπάρμπ' Αλέξη, τον παρηγόρησα. Άφησε τώρα τα κορίτσια να χορέψουν.
— Α! Για χατήρι σου, κυρά δασκαλοπούλα, ναι. Μα να χορέψεις εσύ πρώτη.

Κι έτσι στήθηκε ο χορός. Σαν ξεγελάσαμε τον μπάρμπ' Αλέξη, φώναξα τη Ζώγια να 'ρθει να χορέψει μπροστά· εκείνη κοκκίνισε, μα πρόθυμη ήρθε κοντά μου. Μια κοπέλλα άρχισε το τραγούδι. Το λεπτό σώμα της Ζώγιας αλαφροσιέται ρυθμικά στις αρμονικές κινήσεις του Ελληνικού χορού. Το θέαμά της μου χαρίζει λίγες φτερωτές στιγμές απόλυτης ομορφιάς.

Το δειλινό συνεχίστηκε ο χορός στην πλατεία με τα όργανα: ένα σαντούρι, ένα κλαρίνο κι ένα νταούλι. Όλοι οι χωριανοί είχαν μαζευτεί γύρω - γύρω στην πλατεία με τις γυναίκες και τα παιδιά τους — χώρια οι άντρες απ' τις γυναίκες — και στη μέση τα κορίτσια χόρευαν. Κι ήσαν όλα κορίτσια της παντρειάς, πάνω στην άνθισή τους, κι οι πιο μικρές τους αδελφές, μην μπορώντας να μπουν κι αυτές στο χορό, πνίγαν τον πόθο τους κοιτάζοντας και καμαρώνοντας τις και κάπου - κάπου κουτσομπολεύοντας τη μια ή την άλλη. Τέτοιο γλέντι στο χωριό χρόνια είχε να ματαγένει, καθώς μολογούσαν οι γεροντότεροι. Χόρεψαν τα κορίτσια, χόρεψαν τα παλληκάρια, ακόμα κι οι γέροι στήσαν δικό τους χορό και τα 'παν τα τραγούδια τους. Κι όταν νύχτωσε, άναψαν μεγάλες φωτιές και στροβιλίζονταν γύρω τους αλαλάζοντας, σαν τους αγρίους που εκτελούν τους ιερούς χορούς των.

Στα σπίτια ολημερίς κερνούσαν στραγάλια και γλυκίσματα με κρασί και μεζέδες. Από παντού ξεχυνόταν στους δρόμους η χαρά, τα τραγούδια, τα γέλια. Όλο το χωριό γλεντούσε κείνη τη μέρα... Μόνο σ' ένα φτωχόσπιτο ομορφοσυγυρισμένο μια κοπέλλα πνιγόταν μέσ' στην αγωνία και την απαντοχή.

Σα χαμένη πηγαινοερχόταν η Ζώγια με τα κεράσματά της ανάμεσα σε τόσα παλληκάρια, που πλημμύρισαν το σπιτικό της κείνο το δειλινό. Πρώτη είχε έρθει η παρέα του Γιώργη του Ταξιάρχη κι ύστερα του Μήτσου του Σίδερη. Τ' αδέρφια της Ζώγιας προτιμούσαν το Μήτσο κι έτσι δώσανε το λόγο τους. Οι άλλοι στεναχωρεμένοι και ντροπιασμένοι τράβηξαν για το καφενείο, να ξεχάσουν στο κρασί την προσβολή που τους γένηκε. Τούτοι μείνανε στο σπίτι όλη τη νύχτα και γλεντήσανε. Μόνο που έτυχε να 'ναι στο χωρίο οι χωροφυλάκοι για να τσακώσουν κάτι χωριάτες, που κόψανε τις βλάχικες καλύβες, και δεν άφησαν να ρίξουν τα ντουφέκια, κατά που είναι η συνήθεια. Έτσι τ' αρραβωνιάσματα της Ζώγιας γίναν σαν μυστικά. λες και ντρέπονταν να μολογήσουν, πως δίναν τούτο το θησαυρό σ' αυτόν τον άχαρο.

Η Ζώγια όλη νύχτα περιποιόταν τους ξένους της σαν υπνωτισμένη. Ένα αποκάρωμα της έλυνε τους αρμούς κι η ζάλη της θάμπωνε τα μάτια. Ούτε καταλάβαινε καλά - καλά πού βρίσκεται. Σα να ζούσε σ' έναν εφιάλτη... Αλήθεια να 'ναι τάχα πως αρραβωνιάστηκε μ' έναν άνθρωπο, που δεν είναι ο Λιάκος!... Τον έβλεπε ανάμεσα στους άλλους, κοντό και σουφρωμένο, και σαν άγνωστος της φαινότανε κι αυτός κι όλη του η παρέα· κι ας είχε μεγαλώσει κει δα στο διπλανό το σπίτι, κι ας τον έβλεπε κάθε 'μέρα από μικρό παιδί. Κάθε φορά που το μάτι του σταματούσε πάνω της, έτρεμε σα να της χύναν παγωμένο νερό στο κορμί της. Ποιος να 'ναι τάχα αυτός ο άγνωστος. που την κοιτάζει με τέτοιο λιγωμένο πόθο;...

Σαν έφυγε το συμπεθεριό τα χαράματα κι έμεινε μοναχή της, ησύχασε λίγο. Η μοναξιά της έκανε καλό. Κάθισε δίπλα στη φωτιά κι αναλογίσθηκε την περασμένη νύχτα. Το στόμα της ήταν πικρό κι η αγωνία της έσφιγγε την καρδιά. Να μπορούσε να πιστέψει, πως ήταν ένα κακό όνειρο, απ' το οποίο όπου να 'ναι θα ξυπνήσει! Όμως καμιά αυταπάτη δεν της μένει πια. Όλα είναι πραγματικά. Τώρα πια είναι γυναίκα ενός άλλου. Το βράδυ θα 'ρθει να την απαιτήσει ολοκληρωτικά... Α! Αυτό όχι! Ποτέ!... Θα του μιλήσει!... Θα τον παρακαλέσει... Θα του ειπεί να περιμένει... Θεέ μου! Πώς θα του μιλήσει!... Και τι θα καταλάβει αυτός!...

Οι φλόγες παίζουν μπρος στα μάτια της με τα τρελλά τους αγκαλιάσματα... Ο Λιάκος!... Μπα δεν είναι τίποτις... Εκείνος είναι όμορφος και πλούσιος... εκείνη φτωχιά... Κι ούτε την πρόσεξε ποτέ... Κι ούτε θα μάθει ποτέ του πόσο τον είχε αγαπήσει... Κάποιος χαλασμός γινόταν μέσα της. Το όνειρο της! Πάει κι αυτό. Οι άνθρωποι λες κι έχουν μανία να καταστρέφουν κάθε ομορφιά... Της φάνηκε σα να άρχισε να μικραίνει, να μικραίνει, να γίνεται μια σταλιά, να χάνεται από τούτο τον κόσμο... Ο Λιάκος την κοιτάζει μέσ' από τις φλόγες μ' ένα χαμόγελο περιπαιχτικό: Τι θέλεις;... Τι ζητάς από μένα;... Ζαλίζεται. Το κεφάλι της γέρνει πιο κοντά στη μορφή, που σαρκαστικά αναδεύει μέσ' στη φωτεινή πλημμύρα. Τα μ,άτια του... πόσο της φαίνονται ξένα!... πόσο μακρινά!Κάτι νοιώθει να γκρεμίζεται μέσα της και σα να γκρεμιζόταν κι η ίδια σ' ένα χάος...

Όταν συνήλθε, η φωτιά είχε σβήσει. Τίποτα πια δε θύμιζε τα χρώματα και τη ζεστασιά της. Οι δικοί της κοιμόνταν ακόμα στο διπλανό δωμάτιο. Αθόρυβα σηκώθηκε και πήγε στη βρύση να φέρει νερό, όπως κάθε μέρα. Ύστερα πλύθηκε, συμμαζεύτηκε κι άρχισε να δέχεται τα συχαρίκια από τις φίλες της και τους συγγενείς. Φαινόταν σαν χαμένη, όταν της έδωσα το χέρι μου λέγοντας της κάτι, που ούτε εγώ δεν κατάλαβα...

Των Φώτων την είδα με τον αρραβωνιαστικό της στην εκκλησιά. Φαινόταν ησυχασμένη. Κατάλαβα πως με απόφευγε και δεν την πλησίασα. Κι έμαθα ύστερα πως ο Μήτσος κοιμόταν σπίτι της απ' το πρώτο κιόλας βράδυ, που αρραβωνιάστηκαν.

Φαίνεται πως υποτάχθηκε στη μοίρα της, σκέφθηκα με λύπη, μα και με κάποια ανακούφιση, που τόσο απλά τέλειωσε η τραγωδία της. Η παντοδύναμη καθημερινότητα θα λυτρώσει και τη Ζώγια απ' τους προβληματισμούς και τ' ανέφικτα όνειρα, σκέφτηκα, κι απόρησα με την ικανότητα που έχουν τα κορίτσια στο χωριό να δέχονται τη ζωή έτσι απλά, όπως τους προσφέρεται.

Και η ζωή, χωρίς καθόλου να γνοιαστεί για το καινούργιο θύμα της, συνέχισε το γοργό της ρυθμό στους απέραντους κάμπους και στις δουνοκορφές, στις βαθειές θάλασσες, στις πολιτείες και τα χωριά των ανθρώπων. Μ' έφερε και μένα μακριά απ' τη Ζώγια και το χωριό της...

Η Άνοιξη ήρθε φέτος στην Αθήνα ξαφνικά, ορμητική σαν χείμαρρος, και γέμισε τον αέρα της με αρώματα λουλουδιών, τη γη της με νέους πράσινους χυμούς και τις ανθρώπινες καρδιές με μιαν απίθανα χαρούμενη διάθεση. Περπατάω ανάλαφρη στην οδό Πανεπιστημίου. Όλα μου φαίνονται παράξενα όμορφα και γοητευτικά, σαν παραμύθι ανατολίτικο. Ακόμα και τα βήματα των ανθρώπων ηχούν στ' αυτιά μου σαν μελωδία. Η χαρά ξεχειλίζει απ' την καρδιά μου. Στο νου μου έρχεται μια δροσερή κοπέλλα σ' ένα σταθμό της Ελβετίας που ακολουθώντας το τραίνο στο ξεκίνημα του έτρεχε με βήμα πηδηχτό, για ν' αποχαιρετίσει όσο το δυνατόν περισσότερη ώρα τους φίλους της, που έφευγαν, θα 'θελα κι εγώ τώρα να μπορούσα να τρέξω με το ίδιο παιδικό χορευτικό βήμα στην κεντρική λεωφόρο. Έχω τη γλυκειά ψευδαίσθηση πως περπατάω μόνη σ' ένα απλωτό, φωτόλουστο Ελληνικό δάσος μαγεμένο.

Να και μια ευχάριστη συνάντηση: Η Λενιώ του Μπιλιλή χαζεύει μπροστά σε μια βιτρίνα. Τρέχω κοντά της και την ξαφνιάζω. Μου μιλάει για το ταξίδι της, για την ομορφιά της Αθήνας, για το χωριό... Τη σταματάω ανυπόμονη:

— Κι η Ζώγια; Τι γίνεται η Ζώγια;
— Τώρα!... Τη Ζώγια μου λες... Πέθανε πέρσι από χτικιό, λίγο καιρό ύστερ' απ' το γάμο της. Της είχαν κάνει μάγια! Ακούς! Καθώς περνούσε την πόρτα της εκκλησιάς για να στεφανωθεί, της ρίξανε, λέει, στα πόδια ανακατεμένα μαλλιά, στάχτες, καρφίτσες και κάτι τέτοια... Κι έπεσε στο κρεβάτι και δεν είπε να ματασηκωθεί. Της έλεγαν να φωνάξουν να λύσουν τα μάγια, μ' αυτή δεν άκουγε κανέναν... Έτσι πήγε χαμένη...

Η χαρά έφυγε απ' την καρδιά μου. Τα πόδια μου γίναν βαριά σαν μολύβι. Τα βήματα των ανθρώπων πάνω στην άσφαλτο ηχούν στ' αυτιά μου σαν πένθιμο εμβατήριο. Μια μαύρη σκιά κατέβηκε στα μάτια μου... Μονάχα εγώ ξέρω, αγαπημένη μικρή μου Ζώγια, τί λογής ήταν τα μάγια, που σ' έφεραν στο θάνατο. Σε ποιον να μολογήσεις την όμορφη, την άτυχη αγάπη σου!...

Η Ζώγια, το γεμάτο ζωντάνεια, το δροσερό πανέμορφο λουλούδι δεν υπάρχει πια! Κι η ζωή αγκαλιασμένη με το θάνατο, σκληρή κι αμείλικτη σαν κι αυτόν, συνεχίζει το γοργό της ρυθμό, ακούραστη μέσ' στην αιωνιότητα... Ποιος στάθηκε σκληρότερος για σένα, Ζώγια; Ο θάνατος για η ζωή;


1. Πρωτοδημοσιεύτηκε στο περ. «Νεότης», έτ. 7ο, περ, Β', αριθ. φύλλ. 4, Ιούλιος 1943, σελ. 7-12.


http://www.mathisis.com/nqcontent.cfm?a_id=2489