περιεχόμενα

Ιστορίες του νερού

Πανάτος Αντρέας

Από τη Νέα Εποχή, 1991, τ. 210, σσ 15-16

Πριν γνωρίσω τη θάλασσα γνώρισα τ' αυλάκι κάτω από το σπίτι μας και το ποτάμι, τον Καρκώτη, στο βάθος της κοιλάδας της Σολέας.

Τ' αυλάκι, ή καλύτερα το νερό του, συνόδευε τον παιδικό μας ύπνο με το γλουγλούκισμά του. Χρόνια αργότερο διάβασα πως το τρεχούμενο νερό είναι μια παραμυθία, και το θυμήθηκα αυτό ξανά στη Σκωτία παρακολουθώντας το σκοτεινό ρέμα στο πεδίο της μάχης όπου πεντακόσιοι Μακτόναλτ κι άλλοι τόσοι Κάμπελ υπερασπίστηκαν την τιμή της φυλής τους. Σφάζονταν απ' το πρωί μέχρι το βράδυ.

Νικητές οι Μακτόναλτ. Τέσσερις απ' αυτούς έμειναν όρθιοι ενώ οι υπόλοιποι σύντροφοι τους κι όλοι οι αντίπαλοι τους κείτονταν σφαγμένοι στο χώμα με τα «κλεϊμόρ», τα κοντά σκωτσέζικα σπαθιά.

Από τότε έτρεξε πολύ νερό στ' αυλάκι, και πολύ αίμα, για την τιμή της φυλής, της πατρίδας, της θρησκείας, σ' όλο τον κόσμο. Πάντα υπάρχει μια αφορμή για να σφάζονται οι άνθρωποι.

Και το νερό σε μας είναι λιγοστό. Άλλο τίποτε δεν κάνουμε παρά να σηκώνουμε τα μάτια στον ουρανό και να παρακαλούμε: «Βρέξε θεέ». Κι όταν βρέξει πάντα θα βρεθούν κάποιοι δράκοι να το οικειοποιηθούν. Κι άντε να τρέξεις τώρα να βρεις Άι-Γιώργηδες να το λευτερώσεις και Κωσταντάδες να το διαφεντέψεις.

Οι δράκοι του νερού λοιπόν. Κι όμως στην Τεμπριά, το χωριό μου, το πιο καλό, το πιο κρύο νερό, είναι το νερό του Δράκου, μιας παλιάς βρύσης που οι σύγχρονοι Τεμπριώτες την ντύσαν με ολάκαιρο άγαλμα δράκου με δοντάρες, μακριά ουρά και το νερό να τρέχει από την τεράστια στοματάρα του. Να λοιπόν κι ένας καλός δράκος.

Μα τα πράγματα δεν είναι πάντα έτσι. Έρχονται χρόνοι δίσεκτοι κι ομηρικοί καυγάδες ξεσπούν κάτω από το σπίτι μας. Ποιος θα προλάβει πρώτος να ποτίσει τα δέντρα του πριν η δίψα τα καταντήσει καφεκόκκινα ξερόκλαδα. Οι καυγάδες αυτοί, παρ' όλη τη σοβαρότητα τους, έχουν την φαιδρή τους πλευρά.

Βλέπεις εκεί καθ' όλα αξιοπρεπείς χωριανούς και σεμνές νοικοκυράδες να σπρώχνονται πάνω από την «κόφτουσα», να πιτσιλίζονται και κάθε τόσο να γίνονται μούσκεμα, να φαίνονται τα βρακιά τους προς άφατο ικανοποίηση των πιτσιρικάδων που παρακολουθούν.

Έτσι η παλιά κουβέντα «τσακώθηκαν για το νερό» έχει διπλή έννοια: Για ασήμαντη αφορμή, ή «δι εν πυρείον» όπως έλεγε κι ο Χρίστος Βερβέτσιας, και για πολύ σοβαρή αφορμή, για ζήτημα ζωής ή θανάτου, όπως μπορεί να είναι καμιά φορά το νερό, ανάλογα με την εποχή.

Ακριβώς όπως τότε που σκότωσαν το Χρυσόστομο και τα μουγκρητά του μέσα στη νύχτα ξεσήκωσαν όλο το χωριό: «Αού...αού μάνα μου». Ήταν καμιά σαρανταριά χρονών άντρας, στην ακμή του απάνω, ψηλός, λεβέντης. Επέμενε να φορεί βράκες. Μόνο που τις φορούσε κοντές και καθώς κυκλοφορούσε πάντα με ένα μακρύ φτυάρι στο χέρι ή στον ώμο, έμοιαζε με ισπανικό κοντοτιέρο.

Την παραμονή του θανάτου του, μια ομάδα ξυπόλητων σκολιαρόπουλων, ανάμεσα τους κι εγώ, θελήσαμε να περάσουμε το χωράφι δίπλα από το σχολείο. Ήτανε φυτεμένο με παμπάκι στην πρώιμη του βλάστηση και κάποιος το πότιζε, πλυμαντό.

Η ιδέα ότι θα περνούσαμε το χωράφι περπατώντας πάνω στο καυτό χώμα, με το νερό να επελαύνει χουχλακιστό στα πόδια μας, γαργαλούσε ήδη τις πατούσες μας. Είναι μια ηδονή που δεν ξεχνιέται εύκολα απ' όσους την ένιωσαν. Όλα αυτά μνήμες και γεύσεις, μυρωδιές, ακοές, οράματα και αφές των παιδικών μας χρόνων που μας δυναστεύουν μιαν ολάκαιρη ζωή.

Κι όμως χωρίς αυτά η ζωή μας είναι λειψή και μίζερη κι αδύνατο να την καταλάβουμε αν κάθε νέα μας εμπειρία δεν τη στείλουμε να κτυπήσει στα παιδικά μας χρόνια.

Προχωρούσαμε, λοιπόν, μέσα στο μπαμπακοχώραφο και πριν φτάσουμε στα μισά του, βλέπουμε μια τεράστια οχιά να διασχίζει σαν άτι το βαμβάκι με το κεφάλι ψηλά. Βάλαμε τις φωνές. Ερχόταν κατά πάνω μας ο δράκος του νερού.

Ο Αϊ-Γιώργης, ο Χρυσόστομος, γιατί αυτός ήταν που πότιζε το χωράφι, έτρεξε τσαλαβουτώντας μέσα στα νερά με το κοντοβράκι του και με το μακρύ κοντάρι του, το φτυάρι, κτυπά το θεριό, μια στο κεφάλι, μια στο σώμα κι ακόμη μια, μέχρι που τ' αποτέλειωσε. Αργότερα τον σκότωσαν κι αυτόν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο: Για το νερό. Ο φονιάς του μοίρασε το κεφάλι στα δυο και τα μουγκρητά του, ξεσήκωσαν νυχτιάτικα το χωριό: «΄Αου άου μάνα μου».

Έτσ' είναι ο άνθρωπος. Στη μεγάλη του δυστυχία και μπροστά στο θάνατο, κι εκατό χρονών να 'ναι, θυμάται τη μάνα του. Αναζητά την προστασία της, τα αγαπημένα χέρια που τον έλουζαν με δαφνόνερο και τον σταύρωναν μουρμουρίζοντας: «Ιησούς Χριστός νικά κι όλα τα κακά σκορπά».

Καημένη μάνα. Τι να σου πω κι εσένα σήμερα για το γιο σου που όλο ρωτάς πώς πέθανε, αν υπόφερε και ποια ήταν τα τελευταία του λόγια. Σάμπως κι εγώ ξέρω;

Μήπως ήμουνα κοντά όταν το βλήμα του ρήμαξε το κεφάλι στο χαράκωμα; Ή πιο πριν όταν διψούσε τρομερά στη θέα των τούρκικων τάνκς; Και ακόμη πιο πριν όταν κατέβηκε από τη σκαλωσιά και έτρεξε από στρατόπεδο σε στρατόπεδο ψάχνοντας για όπλο να πάει να πολεμήσει;

Το μόνο που ξέρω είναι κάτι μισόλογα για δράκους κι Αϊ - Γιώργηδες, για παλιές ιστορίες και παραμύθια για το νερό, που ξεφούρνιζε στο χαράκωμα αποβραδύς.

Και μακάρι να ήταν έτσι τα πράγματα γιατί ο γιος σου πέθανε, ναι πέθανε, εν ζωή, κυνηγώντας τ' άπιαστο. Όλα πήγαν περίπατο ιδέες, αισθήματα, ανατάσεις.

Κάθισε στο γραφείο του και μέτρησε: Τόσα το εργοστάσιο, τόσα τ' αυτοκίνητα, τ' ακίνητα, τα μετρητά στην τράπεζα.

Δεν σε πρόσεξε. Ήσουνα και δεν ήσουνα εκεί. Το απλανές του βλέμμα δεν βλέπει τίποτα άλλο απ' το άπιαστο.

Πεθαίνει κάθε μέρα.

Πάψε να ρωτάς τι είπε, ποια ήταν τα τελευταία λόγια. Σάμπως λέει κα τίποτα άλλο.

- Πόσα;

Για τα λεφτά; Όχι, όχι. Για το κέρδος; Ούτε. Για το κυνηγητό του κέρδους;...
Έγινε κι αυτός, μια ροδίτσα της μηχανής. Το κέρδος ανώτατη φιλοδοξία κι απασχόληση του. Βλέπει με οίκτο τους άθλιους που ασχολούνται ακόμη με ιδέες και ιδανικά. Δεν το λέει βέβαια. Δεν συμφέρει.

- Δεσποινίς φέρτε μου ένα ποτήρι νερό σας παρακαλώ, διατάζει τη γραμματικό του.

Το νερό το πίνει ασυνείδητα, ασυναίσθητα. Δεν του ξυπνά συνειρμούς, δαφνόφυλλα, μπαμπακοχώραφα, βασανισμένα φτυάρια. Τέλεια αμνησία.
Θ' αναρωτιέσαι αν έγινε κι αυτός ένας δράκος. Α μπα , ένα δόντι μονάχα στο στόμα του δράκου.

Το σίγουρο είναι πως ο καυγάς και πάλι είναι για το νερό, ανάμεσα σε δράκους κι Αϊ - Γιώργηδες.