από τη συλλογή Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ
Η δύσκολη Κυριακή
Απ' το πρωί κοιτάζω προς τ' απάνω ένα πουλί καλύτερο Σπασμένα φλυτζάνια στα χαλιά Έξω αλαλάζουν οι καμπάνες Ήτανε παγωνιά
|
Ο σωτήρας
Μετρώ στα δάχτυλα των κομμένων χεριών μου Με τα γυμνά μου πόδια βουτηγμένα στα βρώμια αυτά νερά Αφού κάθε δωμάτιο είναι και μιά ανοιχτή πληγή Όχι όχι τέλειωσε δεν υπάρχει σωτηρία Θα μείνουν τα δωμάτια όπως είναι Ξέχασαν τα δικά μου σάρκινα χέρια που κόπηκαν
|
από τη συλλογή Η ΠΛΗΓΩΜΕΝΗ ΑΝΟΙΞΗ
Η πληγωμένη Άνοιξη
Η πληγωμένη Άνοιξη τεντώνει τα λουλούδια της
|
Αστεροσκοπείο
Διαρρήχτες του ήλιου Σε σκοτεινά δωμάτια κλεισμένοι Να πεθάνουν Να κριθεί κάθε Άνοιξη από τη χαρά της
|
Τα δώρα
Σήμερα φόρεσα ένα Σήμερα γονατίζω στο πεζοδρόμιο Δυο άνθρωποι ψιθυρίζουν
|
Ο βυθός
Ένας ναύτης ψηλά Κι η κοπέλα απ' τη γης Φτάνει ως το λιμάνι Μα δε φτάνει ψηλά στο φεγγάρι
|
Ορυχείο
Σου γράψω γεμάτη τρόμο μέσα από μιά στοά νυχτερινή φωτισμένη από μιαν ελάχιστη λάμπα σα δαχτυλίθρα Στο σπίτι μαχαίρια τα μαλλιά μου έχουν γίνει κάτι σα στουπί Θέλησα να σου γράψω για τις παλιές μας τις χαρές χαρούμενα Να με θυμάσαι
|
Ο ουρανός
Πουλιά μαύρες σαΐτες τής δύσκολης πίκρας Και σαν έρχεται η νύχτα με φόβο απ' τα δέντρα
|
από τη συλλογή ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ
Η σκηνή
Απάνω στο τραπέζι είχανε στήσει Σπάγγοι διασχίζαν το δωμάτιο απ' όλες Η δυστυχία απ' έξω
|
Η νοσταλγία γυρίζει
Η γυναίκα γδύθηκε και ξάπλωσε στο κρεβάτι ένα φιλί ανοιγόκλεινε πάνω στο πάτωμα να ξεπροβάλλουν στο ταβάνι στον τοίχο κρεμασμένο ένα πουλί πνίγηκε κι έσβησε ένα κερί έγειρε κι έπεσε απ' το καντηλέρι Άνοιξαν τα παράθυρα μπήκε ένα χέρι Όλο το βράδυ ακουγόταν μιά φωνή: Οι μέρες περνούν
|
από τη συλλογή ΟΤΑΝ ΣΑΣ ΜΙΛΩ
Η πηγή
Φεγγάρι πεθαμένο μου Φεγγάρι πεθαμένο μου
|
από τη συλλογή ΤΑ ΦΑΣΜΑΤΑ Ή Η ΧΑΡΑ ΣΤΟΝ ΑΛΛΟ ΚΟΣΜΟ
Το μαρτύριο
Μοσχοβολούσε το φεγγάρι Μέσα στα χέρια μου έσπασα το κρύσταλλο Και τότε είδα το κόκκινο το σύννεφο
|
Το αεροπλάνο
Δεν αγαπώ το αεροπλάνο Η γυναίκα στάθηκε στη Μεγάλη Πόρτα Τέλειωσε τέλειωσε το εκτόπλασμά μου Ούτε όμως θα με ξεσκίζετε με τα σύρματά σας πάντα θά 'χουμε ανάγκη από ουρανό
|
Ο τρελός λαγός
Γύριζε στους δρόμους ο τρελός λαγός Φέγγαν τα χαράματα ο τρελός λαγός Βούρκωναν τα μάτια του ο τρελός λαγός
|
Συμπέρασμα
Η γάτα ήρθε σα φωνή από έναν ορίζοντα φο- βισμένο έβρεχε και πρησμένα όνειρα βογγούσαν οληνύχτα όπως πάντα και γύρω του χτυπούσαν τα σφυριά όπως πάντα είχε πεθάνει πάνω στον τροχό πριν από εκατοντάδες χρόνια ο γαλατάς τον είδε και τον χαιρέτησε μέλη του και η καρδιά του αερόστατο γελούσε στο κενό
|
Ο στρατιώτης ποιητής
Δεν έχω γράψει ποιήματα Τη μιαν ημέρα έτρεμα Δεν έχω γράψει ποιήματα
|
από τη συλλογή Ο ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ
Τοπίο
— Ένα κορίτσι πνίγεται μέσα στο μαύρο Μέσα στον έρημο χιονιά — Εγώ ανεβαίνω σ' έναν άσπρο
ουρανό
|
Το πρωί και το βράδυ
Το πρωί έξω στο δρόμο ότι δεν αγαπάει το θάνατο
|
από τη συλλογή ΤΑ ΣΤΙΓΜΑΤΑ
Ο καθρέφτης
Στη Νόρα Αναγνωστάκη Σα γύρισε ο καθρέφτης μου βροχή να λάμπει το κεφάλι η φωτιά να ψιθυρίζει: τα φτερά κι ο πόνος
|
Ο ποιητής
Σα θα με βρούνε πάνω στο ξύλο του θανάτου μου
|
Το χρυσάφι
Κάποτε δε θα μετρήσουμε τα μαύρα άλογα δε θά 'χουμε τίποτα ν' αθροίσουμε κρατώντας του ήλιου που θα καίει
|
από τη συλλογή ΣΦΡΑΓΙΔΑ Ή Η ΌΓΔΟΗ ΣΕΛΗΝΗ
Κυριακή
Κύματα Κυριακής τα μάτια μου τρίζουν από ύπνο αθώο το πεθαμένο το παιδί δεν ξενιτεύεται κόκκινο σκυλάκι μέσα στο μαντίλι τέρατα περπατούν μ' ένα μαύρο πανί
|
Η φεγγαράδα
Από αίμα πουλιών πλημμυρισμένο κρυμμένο μένει το φεγγάρι πότε πίσω από δέντρα πότε πίσω από θηρία πότε πίσω από σύννεφα με θόρυβο που ξεκουφαίνει τα φτερά αγγέλων κάτι θέλουν να πουν κάτι σημαίνει είναι ακόμα καλοκαίρι όμως μιά μυρωδιά από θειάφι φράζει το χειμώνα δεν έχει ούτε καρέκλα να καθίσεις και οι καρέκλες έφυγαν στον ουρανό
|
από τη συλλογή ΤΟ ΣΚΕΥΟΣ
Το ποντίκι
Ο ένας να μιλάει για ένα Μάρτυρα κι ο άλλος ν' απαντάει για έναν ποντικό Ο ένας να μιλάει για έναν Άγιο κι ο άλλος ν' απαντάει για ένα σκύλο και είναι τότε που μέσα στη μαυρίλα είδα τον Ποιητή ολομόναχο
|
Το κεφάλι του ποιητή
Έκοψα το κεφάλι μου —Δεν έχει τίποτε, μου είπε, τό ριξα στο ποτάμι μαζί με τους βατράχους το πήρα και το φόρεσα πάλι στο λαιμό μου γύριζα έξαλλος τους δρόμους με πράσινο εξαγωνομετρικό κεφάλι ποιητή
|
Το πράσινο απόγεμα
Εκείνο το πράσινο απόγεμα τότε είναι που έφυγε οριστικά — Δεν είχα τύχη σήμερα
|
Τα χελιδόνια μου
Δε σας γνωρίζω εφέτος όμως το μάτι σας γιατί έτσι μεγάλωσε μονάχα ο ουρανός σάς έχει απομείνει
|
από τη συλλογή ΧΡΩΜΟΤΡΑΥΜΑΤΑ (1980)
Τα Γράμματα
Θα πάψω πια να γράφω ποιήματα έριξες το χρυσό σου δαχτυλίδι μες στη θάλασσα στην αμμουδιά με το νεκρό κρανίο κι όλα τα βουλιαγμένα καράβια βγήκαν στον αφρό κι ο καπετάνιος ζωντανός κι οι ναύκληροι να χαμογελάνε
είπα θα πάψω πια να γράφω ποιήματα
και στο παράθυρο του σπιτιού μου του προγονικού ο πατέρας μου και η μητέρα μου κουνάνε τα μαντήλια τους και χαιρετάνε
τα ποιήματά μου όμως δεν μπόρεσαν να τα διαβάσουν έχουν ξεχάσει να διαβάζουν λένε το κάπα άλφα και το δέλτα έψιλον
και συ μου είπες ψέματα στον τόπο αυτό του κόκκινου γελαστού κρανίου με ξεγέλασες γι’ αυτό κι εγώ σε γέλασα και με πιστέψατε
κατάρα με τις εφτά σκιές
πάντα θα γράφω ποιήματα
|
Σαν Πανηγύρι
*
Η Κυρα-Λένη όλη μέρα τραγουδάει δεν το καταλαβαίνει ότι κλαίει
*
Κάθε βράδυ η μάννα μου με ταΐζει χώμα έγινα καθώς φαίνεται πουλί ιστορικό
*
νεκρό πουλί ακονίζω τα μαχαίρια μου η Ιστορία (βλέπετε) δεν κάνει διάκριση νεκρός ή ζωντανός.
*
Ευλογημένη Κυριακή καταραμένη μέρα που μ’ ένα χτύπημα ο θεοκόπος μ’ έσπασε στα δυό.
|
ΣΗΜΑΔΙΑ ΚΙΤΡΙΝΑ
Κίτρινα αερόπλοια ξάφνου γέμισαν τον ουρανό άλλα μικρά κι άλλα μεγάλα κίτρινοι σκελετοί κούναγαν τα χέρια και ουρλιάζαν όπως και κίτρινες κανάρες μεγάλες πεταλούδες με πόδια μικρών παιδιών που κρέμονταν μαζί μ’ αστέρια κίτρινα που δεν τα γνώριζαν και τα μισούσαν
από τη γη κοίταζαν κίτρινοι οι αστροναύτες
δεν το περίμεναν
|
Ο ΑΓΓΛΟΣ ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΚΑΙ ΠΟΙΗΤΗΣ
DANTE GABRIEL ROSSETI
ΓΡΑΦΕΙ ΜΕ ΤΟ ΧΕΡΙ ΜΟΥ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ
Άκου! Σου έλεγα τότε την αλήθεια την ήξερα τότε την αλήθεια
– Όχι, μου έλεγες τα πουλιά φυτρώνουν τα γουρούνια πετάνε τα λουλούδια περπατάνε οι άνθρωποι, λένε πάντα ψέματα
σου έδειχνα ένα πουλί έλεγες – Είναι λουλούδι σου έδειχνα ένα λουλούδι όχι, έλεγες – Είναι πουλί
κι οι άνθρωποι λένε πάντα ψέματα
τώρα εγώ βλέπω το φεγγάρι αυτό το σπασμένο σπαστικό παιδί που ο Ιούλιος Βερν έλεγε κάποτε: – Οι άνθρωποι θα το κατοικήσουν βλέπω αυτό το μεγάλο χιονισμένο φέρετρο που ρίχνουν κάθε μέρα με κρότο πάνω του πρόκες κι επιμένουνε να τ’ ονομάζουν
ΓΗ
ίσως να είχες δίκιο τότε
γι’ αυτό μπόρεσες και έζησες γι’ αυτό μπόρεσα και έζησα
ΑΥΓΗ
|
ΟΙ ΑΠΟΜΕΙΝΑΝΤΕΣ
Όμως υπάρχουν ακόμα λίγοι άνθρωποι που δεν είναι κόλαση η ζωή τους
υπάρχει το μικρό πουλί ο κιτρινολαίμης η Fraülein Ramser και πάντοτε του ήλιου οι απομείναντες οι ερωτευμένοι με ήλιο ή με φεγγάρι
ψάξε καλά βρες τους, Ποιητή! κατάγραψέ τους προσεχτικά γιατί όσο παν και λιγοστεύουν
λιγοστεύουν
|
Η ΛΑΜΨΗ
– Πετάς; τον ρώτησε αυτός που κρατούσε το μαχαίρι. Ο άλλος σιγά σιγά δεν πάταγε πια το χώμα, σιγά σιγά είχε σηκωθεί κάπου μισό μέτρο πάνω από τη γη. – Όμως – είπε ο πρώτος: Εγώ μπορώ κι έτσι που ανεβαίνεις να σ’ το καρφώσω το μαχαίρι. Και τότε με μια λάμψη ο άλλος και μ’ ένα σφύριγμα εκκωφαντικό σα σφαίρα πυροβόλου χάθηκε, εξαφανίστηκε μέσα στο διάστημα.
Έκπληκτος κοίταζε ο απομείνας το άχρηστο πια χέρι του.
|
ΕΚΤΟΠΛΑΣΜΑΤΑ
Μέσα στον τάφο μου Περπατώ ταραγμένος τ’ απάνω κάτω τ’ απάνω κάτω
ακούω τα πράγματα τριγύρω να ουρλιάζουν ιδέες-αυτοκίνητα αυτοκίνητα-ιδέες
ανθρώποι περνάνε μιλούνε, γελάνε για μένα
λένε αλήθειες λένε ψευτιές για μένα, για μένα!
– Μή, τους φωνάζω μη μιλάτε για τις νεκρές αγάπες μου
θα ξυπνήσουν θα σας βγάλουν τα μάτια!
|
ΑΣΑΗ
Όταν ανέβαινες στο βουνό εσύ κατέβαινες στην πεδιάδα να κυνηγάς ψυχές να κυνηγήσεις άσπρες πεταλούδες και τις περνάς σε ασημένια ψιλά σύρματα γιατί ο ίδιος είσαι συ αυτός που ανεβαίνει κι αυτός που κατεβαίνει δεν είναι λοιπόν η πεταλούδα, πεταλούδα η πεθαμένη δεν είναι πεθαμένη ούτε ο τάφος, τάφος της – Ασάη! σου εφώναξα λοιπόν όπως σου έλεγα εγώ τις σκάλες κατεβαίνοντας εγώ ο ίδιος τις σκάλες ανεβαίνοντας και λίγο έλειψε να τσακιστούμε εγώ τραβώντας για τον Ουρανό εγώ πέφτοντας κατακόρυφα φωνάζοντας κι οι δυό μαζί:
– Ασάη Εσμέ! Εσμέ Ασάη!
|
από τη συλλογή ΕΚΤΟΠΛΑΣΜΑΤΑ (1986)
ΟΤΑΝ
Όταν κλείνω τα μάτια ξεκινάει από μακριά η αγαπημένη έρχεται και με κοιτάζει
όταν σβήνω το φως έρχεται ο θάνατος και μου φιλά τα χέρια.
|
Η ΑΓΙΑ
Χ.
Ήταν εκείνο το φθινόπωρο απόγεμα που η Αγία με πήρε απ’ το χέρι και με οδήγησε στο μικρό σκοτεινό δρόμο, που στην πραγματικότητα δεν υπήρχε καν. Γιατί αν υπήρχε τότε τί ήταν αυτά τα αίματα κι οι στρατιώτες που ξεπετάχτηκαν από τους γύρω δρόμους και με δέσανε σ’ ένα ξύλινο κρεβάτι, τέσσερις μήνες, κι όταν πια με λύσανε ήτανε χειμώνας, έβρεχε συνέχεια κι η Αγία χάθηκε κι ούτε που ξαναφάνηκε πια.
|
Ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ
ΣΤΟΝ ΠΟΡΟ
Και νά που φάνηκε ο Ανδρέας Εμπειρίκος στον Πόρο τα δάχτυλά του κίτρινα καμένα απ’ τα τσιγάρα τσιγάρα να καίνε σαν κεριά γύρω γύρω στα τραπέζια τσιγάρα πάνω στις καρέκλες τσιγάρα παντού κι άγρια κόκκινα ποδήλατα να περπατάνε. Ωραίος σαν αετός ο Εμπειρίκος τα μάτια του να καίνε. — Πώς απ’ τον Πόρο, Αντρέα; εσύ πάντα πήγαινες στην Άνδρο. — Κι εσύ Μίλτο, έπρεπε να ήσουνα στην Ύδρα, γιατί στον Πόρο; Και τότε έσκασε εκείνο το ωραίο το φοβερό γέλιο του· πετάχτηκαν τρομαγμένα τα σπουργίτια ένα σύννεφο σπουργίτια πέρα απ’ το θάνατό του.
|
Ο ΝΕΚΡΟΣ ΤΙΣ ΓΙΟΡΤΕΣ
Εδώ και πολλά χρόνια σαν πλησιάζουν τα Χριστούγεννα (αυτός) ο νεκρός γεννιέται μέσα μου δε θέλει δώρα δε θέλει χρήματα πάγο και χρόνια χιόνια και πάγο σκισμένα ρούχα αχνά παπούτσια ο χρυσός νεκρός θα βγει έξω δεν τον γνωρίζει κανένας τον αλήτη νεκρό θα κάτσει στο πικρό καφενείο να πιεί τον καφέ του κι ύστερα πάλι σε λίγες μέρες ήσυχα θα πεθάνει (ο νεκρός)
όταν έρθει ο χρόνος
κι όλες οι ρόδες κόκκινες όπως πρώτα θα γυρίζουν πάλι.
|
από τη συλλογή ΚΑΤΑΒΥΘΙΣΗ (1990)
ΟΝΕΙΡΟ
Ένα μικρό σε μια κούνια έιναι πεθαμένο. Μια μαυροφόρα (πιθανώς η μάνα του) κάθεται από πά- νω του και κλαίει με λυγμούς. Έπειτα σιγά σιγά το ση- κώνει, το βάζει κάτω… το μικρό σαν παραζαλισμένο αρχίζει να περπατάει. — Δες, λέω, είναι πεθαμένο κι όμως περπατάει.
|
ΗΣΥΧΑΣΤΕ
Πρωί πρωί καθώς έβγαινα από το σπίτι μου, είδα το αγγελτήριο του θανάτου μου. «Τον αγαπημένο μας φίλο…» έγραφε. Ώστε λοιπόν δεν είχα συγγενείς. Πήρα γρήγορα ένα ταξί κι ανέβηκα στην Κηφισιά. Σ’ όλο τον δρόμο υπήρχαν τεράστια πανώ που γράφαν: «ΠΕΣΑΝ ΤΑ ΦΡΑΓΜΑΤΑ», «ΠΕΣΑΝ ΤΑ ΦΡΑΓΜΑΤΑ». Στην Κηφισιά είχα ραντεβού με τον Διάβολο. Καθοταν σ’ ένα καφενείο και με μια μαύρη βούρτσα βούρτσιζε τα ρούχα του. — Εντάξει, μου είπε, είναι όλα κανονισμένα. — Σας εξασφαλίσαμε ακόμα και νερό. — Ησυχάστε — Ησυχάστε — Ησυχάστε
|
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ
Ένας κρύος αγέρας φύσηξε μέσ’ απ’ τα πρόσωπα του Μεγά- λου Καθρέφτη μου. Τα πήρε ύστερα ο ήλιος κι ησύχασαν Είναι μέσα στον καθρέφτη, ζωντανοί μαζί και νεκροί: Εγώ ο Κάφκα, μια μεταβυζαντινή αγία κι ο Ντύλαν Τόμας. Ο Ντύλαν Τόμας φούσκωσε, έβγαλε μια κραυγή κι έσκασε με κρότο. Οι στίχοι του όμως μείναν ανέπαφοι, ωραίοι, μα- ζί με τους δικούς μου αγκαλιάζονται. Ο Κάφκα έβγαλε μέσ’ απ’ τα μάτια του δυό ψάρια και δυό αναμμένα κάρβουνα. Τα πέταξε κατ’ επάνου μας για να μας κάψει. Η αγία όπως και άλλοτε είναι δεμένη πάνω στον τροχό που γυρίζει. Τρέχουν τα αίματά της. Στο τέλος τους παίρνει όλους ο διάβολος και ησυχάζουν.
|
LYNNE
Θυμάστε τότε που έγραφα για τα δαιμονισμένα πορτοκάλια;
στον Πόρο βρέθηκε η Lynne ένα κορίτσι από την γηραιά Αλβιόνα όμως ξαφνικά έκλεισε το μπαρ βλέπω όνειρα φριχτά στον Πόρο μπαρ και μπαράκια και τα κουμπαράκια. Αν δεν βρει αλλού δουλειά η Lynne θα γυρίσει πίσω στα ζώα και τα θηρία της και την αγαπώ Lynne, Lynne, πώς έτσι αναποδογύρισε ο κόσμος Πόρος, θερμοκρασία 43o κάτι το πρωτοφανές!
και τότε καληνύχτα σας.
|
ΤΑ ΝΗΣΙΑ
Ο Έρωτας είναι ο θάνατος καθώς περιμένω μέρες και μέρες για να γυρίσεις έτσι που τριγυρίζεις τα νησιά νησιά θανάτου καθώς περιμένω τόσες ημέρες κι ώρες θανάτου για να γυρίσεις γιατί έρωτας είναι ο θάνατος απ’ του θανάτου τα νησιά να ξαναρθείς.
|
ΤΑ ΛΥΠΗΜΕΝΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ
Στην Ελένη Θ. Κωνσταντινίδη
Είναι τα λυπημένα Χριστούγεννα 1987 είναι τα χαρούμενα Χριστούγεννα 1987 ναι, τα χαρούμενα Χριστούγεννα 1987! σκέπτομαι τόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα… Ά! ναι είναι πάρα πολλά. Πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε ο Διονύσιος Σολωμός πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε ο Νίκος Εγγονόπουλος πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε ο Μπουζιάνης πόσα ο Σκλάβος πόσα ο Καρυωτάκης πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε ο Σκαλκώτας πόσα πόσα Δυστυχισμένα Χριστούγεννα των Ποιητών.
|
ΣΤΟ ΒΑΠΟΡΙ
Ο αδύνατος ευγενικός κύριος με το βυσσινί πόδι φαίνεται πολύ ευτυχισμένος αντίθετα με το κοριτσάκι που κλαίει διαρκώς γιατί η μαμά του δεν του αγοράζει το μικρό ανεμιστηράκι· κι εγώ πελιδνός ποιητής «πράσινος ήλιος τα δέντρα καίνε» κάποτε θα περπατήσω επί των υδάτων όπως ο Ιησούς Χριστός. Όμως επί του παρόντος είμαι πολύ κουρασμένος και σας Χαιρετώ πέρα-για-πέρα όπως ο Καραγκιόζης.
|
από τη συλλογή ΕΚΤΟΤΕ (1996)
Ο ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ
μνήμη Άρη Κωνσταντινίδη
Βάδιζα κατά μήκος της ακτής μια βαριά συννεφιά σκέπαζε τον ουρανό τα κύματα γκρίζα κι ανατριχιαστικά κύματα γκρίζα σκάζαν στην παραλία μια δύναμη μ’ έσπρωχνε να κάνω στροφή ν’ αρχίσω να περπατάω πάνω στα κύματα μαύρες γάτες περπατούσαν πάνω στα γκρίζα κύματα και η ψυχή μου ήταν νεκρή.
Όμως ξαφνικά ένας ήλιος έσκισε τα σύννεφα. η θάλασσα έγινε πάλι γαλάζια ζωντάνεψε πάλι η ψυχή μου
κι εξακολούθησα τον περίπατό μου.
|
ΙΟΥΛΙΟΣ 1999
– Έ, Μάρκο Πόλο μου φώναξε τότε «ο Χριστός» άδεια η Φωκίωνος Νέγρη μονάχα εμείς οι δύο είχαμε μείνει και τα σκυλιά.
|
Η ΜΗΤΕΡΑ
Έψαχνα να βρω το σπίτι μου. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι ερείπια· μοναχά τοίχους πεσμένους και πέτρες έβλεπες· κι ούτε ένας άνθρωπος δεν φαινόταν. Και τότε φάνηκε η άρρωστη μητέρα. Ποτέ δεν ήταν τόσο καλά, γεμάτη ενέργεια και δύναμη, με πήρε απ’ το χέρι και βρεθήκαμε σ’ ένα συμπαθητικό δωμάτιο, το σπίτι μας. Εγώ έκλαιγα, έκλαιγα γοερά… Κι αυτή: Μη κλαις, ο καθένας μας με τη σειρά του.
|
ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΚΑΡΟΥΖΟ
Καημένε Νίκο τί ζωή ήταν κι αυτή κατατρεγμένος από τους Κατσιμπαλήδες οι πλούσιοι φτύναν πάνω στη φτώχεια σου όμως εσύ καλά έκανες έπινες τα ουζάκια σου κι όλους αυτούς τους μούντζωνες και πριν να φύγεις πρόφτασες κι αρπάχτηκες από ένα κάτασπρο σύννεφο από ψηλά τώρα από το σύννεφο αυτό κοιτάζεις την αθανασία σου.
|
ΣΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΜΕ ΤΙΣ ΛΙΡΕΣ
Στο καφενείο έρχεται ο χοντρός νονός μου με τις λίρες Ούτε μια δεν είναι για σένα, λέει γιατί δεν έγινες ο βαφτιστικός μου που περίμενα. Τότε λέω κι εγώ στο γκαρσόνι, πλάι μου — Φέρε μου ένα φλιτζάνι με μελάνι.
|
από τη συλλογή ΑΝΑΠΟΔΑ ΓΥΡΙΣΑΝ ΤΑ ΡΟΛΟΓΙΑ (1998)
Η ΕΙΣΒΟΛΗ ΤΗΣ ΜΑΥΡΗΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑΣ
ΤΟΥ ΠΟΡΟΥ
Κάθε χρόνο κατά το μήνα Αύγουστο εισβάλλει στο προαύλιο του Μοναστηριού του Πόρου η μαύρη πεταλούδα του Μοναστηριού πετάει από πέτρα σε πέτρα τα παιδιά προσπαθούν να την πιάσουν αλλά δεν το κατορθώνουν είναι η Άγια-Πεταλούδα του Μοναστηριού του Πόρου πετάει από πέτρα σε πέτρα μόνο για λίγες μέρες κι ύστερα χάνεται για να ξαναεμφανιστεί πάλι τον άλλο Αύγουστο η Άγια μαύρη-Πεταλούδα του Μοναστηριού του Πόρου…
|
Ο ΜΑΥΡΟΣ ΚΟΚΚΟΡΑΣ
Γέλασε ο μαύρος κόκορας όταν του είπαν πως θα τον σφάξουν όταν όμως ήρθε η ώρα η κακή του ώρα έκλαψε ο μαύρος κόκορας έκλαψε ο μαύρος κόκορας
|
Ο ΓΑΜΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΓΙΝΕ
Ο θλιβερός γάμος που δεν έγινε αναποδογύρισαν τα βάζα σπάσαν τα λουλούδια τα στέφανα πήραν φωτιά και τα πετροβολήσαν με κουφέτα.
|
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ
Έψαχνα να βρω το σπίτι μου… Γύρω Πέφταν μεγάλα αγκωνάρια από τους τοίχους των άλλων σπιτιών που γκρεμίζονταν και είναι θαύμα πώς δεν πέφταν πάνω μου. Προχωρούσα λοιπόν μέσα στο βουητό και το κακό, και νά, ξαφνικά βρέθηκα μπροστά στο σπίτι μου, που ήταν ακόμη όρθιο. Στάθηκα λοιπόν στην εξώπορτα και καθώς προχώρησα προς τη μεγάλη πόρτα του σαλονιού, είδα το Χριστό, μέσα σε λάμψη, με τα χέρια απλωμένα στα πλάγια να με κοιτάζει αυστηρά. Ανατρίχιασα, κοπήκαν τα πόδια μου, έγειρα και έπεσα κάτω λιπόθυμος.
|
Η ΑΓΡΥΠΝΙΑ
Όλοι κοιμούνται κι εγώ ξαγρυπνώ περνώ σε χρυσή κλωστή ασημένια φεγγάρια και περιμένω να ξημερώσει για να γεννηθεί ένας νέος θεός μες στην καρδιά μου την παγωμένη από άγρια φαντάσματα και τη μαύρη πίκρα.
|
ποιήματα που έστειλε η Ε.Ε. (και δεν είναι γνωστό από ποιά συλλογή είναι)
ΟΙ ΕΧΘΡΟΙ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ
Έρχεται φέτος κουρασμένη
|
Ο ΑΓΙΟΣ
Τρελά ποντίκια να πάει στον τόπο που έζησε ο έρωτάς του
|
ΤΑ ΓΑΡΙΦΑΛΑ
Αυτά τα αιματώδη γαρίφαλα
|
ΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ
Ξάφνου μια ομάδα μαύρων σκύλων
|
Η ΛΗΜΟΝΗΣΜΕΝΗ (6ο μέρος)
Η λησμονημένη είναι ο στρατιώτης που σταυρώθηκε
|
Ο σταθμός
Μέσα στον ύπνο μου όλο βρέχει,
|
Ποιήματα (1945-1971)
Ένας μεγάλος ουρανός γεμάτος χελιδόνια
|
(με άγνωστο τίτλο)
«Tον έστησαν εκεί όπου φυσάει ο πιο άγριος άνεμος
|
Ο ΕΛΕΓΚΤΗΣ
Ένας μπαξές γεμάτος αίμα
|