Εὐριπίδη

Βάκχαι

Μετάφραση Παντελῆ Πρεβελάκη

Γ' ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

(τίτλος, τα πρόσωπα, πρόλογος, πάροδος, α' επεισόδιο, α' στάσιμο, β' επεισόδιο, β' στάσιμο, γ' επεισόδιο, γ' στάσιμο,
δ' επεισόδιο, δ' στάσιμο, ε' επεισόδιο, ε' στάσιμο, έξοδος)

  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ (Αθέατος. Μέσα από τη φυλακή του.)
  ἰώ,
κλύετ᾽ ἐμᾶς κλύετ᾽ αὐδᾶς,
ἰὼ βάκχαι, ἰὼ βάκχαι.
Ω! Ω!
Ακούστε την, ακούστε τη φωνή μου !
Ω! Βάκχες, βάκχες!
  Χορός ΧΟΡΟΣ
  τίς ὅδε, τίς <ὅδε> πόθεν ὁ κέλαδος
ἀνά μ᾽ ἐκάλεσεν Εὐίου;
Τί 'ναι το χούγιασμα τούτο;
Πούθε με κάλεσε η φωνή του Ευίου;
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
580 ἰὼ ἰώ, πάλιν αὐδῶ,
ὁ Σεμέλας, ὁ Διὸς παῖς.
Ωώ ! Ωώ ! ξαναφωνάζω. Της Σεμέλης
και του Δία το τέκνο, εγώ φωνάζω !
  Χορός ΧΟΡΟΣ
  ἰὼ ἰὼ δέσποτα δέσποτα,
μόλε νυν ἡμέτερον ἐς
θίασον, ὦ Βρόμιε Βρόμιε.
Ωώω ! Αφέντη ! Αφέντη !
Έλα λοιπόν στο θίασο μας, έλα !
Βροντερέ! Βροντερέ!
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
585 <σεῖε> πέδον χθονὸς Ἔννοσι πότνια. Ω ! Τράνταξε τη γη, Σεισμέ θεϊκέ!
  Χορός ΧΟΡΟΣ
  ἆ ἆ,
τάχα τὰ Πενθέως μέλαθρα διατι-
νάξεται πεσήμασιν.
--ὁ Διόνυσος ἀνὰ μέλαθρα·
Α, α!
Του Πενθέα το παλάτι όπου νά 'ναι
θα σειστεί και θα πέσει!
-Μες στο σπίτι πάει κ' έρχεται ο Διόνυσος!
590 σέβετέ νιν.
--σέβομεν ὤ.
--εἴδετε λάινα κίοσιν ἔμβολα
διάδρομα τάδε; Βρόμιος <ὅδ᾽> ἀλα-
λάζεται στέγας ἔσω.
Προσκυνάτε τον ! —Ναί! Προσκυνούμε!
Ω! Τα βλέπεις τα πέτρινα ανώφλια;
Στις κολόνες σαλεύουν απάνω!
Μες στο σπίτι αλαλάζει ο θεός μας!
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ (Στον εαυτό του, αθέατος.)
  ἅπτε κεραύνιον αἴθοπα λαμπάδα· Τη φωτερή του κεραυνού λαμπάδα
595 σύμφλεγε σύμφλεγε δώματα Πενθέος. άναψε, κάψε του Πενθέα το σπίτι!
  Χορός ΧΟΡΟΣ
  ἆ ἆ,
πῦρ οὐ λεύσσεις, οὐδ᾽ αὐγάζῃ,
Σεμέλας ἱερὸν ἀμφὶ τάφον, ἅν
ποτε κεραυνόβολος ἔλιπε φλόγα
Δίου βροντᾶς;
Α! Α!
Δε βλέπεις τη φωτιά; Δεν ξεχωρίζεις
πάνω στον ιερό τάφο της Σεμέλης
τη φλόγα που του Δία το αστροπελέκι
άφησε κει σαν έπεσε βροντώντας;
    Η κορυφαία
600 δίκετε πεδόσε τρομερὰ σώματα
δίκετε, Μαινάδες· ὁ γὰρ ἄναξ
ἄνω κάτω τιθεὶς ἔπεισι
μέλαθρα τάδε Διὸς γόνος.
Ρίχτε στη γη, μαινάδες, ρίχτε χάμω
τα κορμιά σας που τρέμουν, τί χιμάει
ο αφέντης μας, του Δία ο γιος, δω μέσα
και το παλάτι το φέρνει άνω κάτω !
    Βγαίνει ο Διόνυσος με τη μορφή που είχε πρώτα.
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ (Λίγο εύθυμος)
  βάρβαροι γυναῖκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ Ασιάτισσες, τόσο πολύ σας τάραξεν ο φόβος
605 πρὸς πέδῳ πεπτώκατ᾽; ᾔσθησθ᾽, ὡς ἔοικε, Βακχίου
διατινάξαντος ‘δῶμα Πενθέως· ἀλλ᾽ ἐξανίστατε’
σῶμα καὶ θαρσεῖτε σαρκὸς ἐξαμείψασαι τρόμον.
που πέσατε ψαθί στη γης; Το Βάκχο έχετε νιώσει,
θαρρώ, που ταρακούνησε το σπίτι του Πενθέα.
Μα θάρρος! Σηκωθείτε ορθές και διώξτε την τρο-
μάρα !
  Χορός ΧΟΡΟΣ
  ὦ φάος μέγιστον ἡμῖν εὐίου βακχεύματος,
ὡς ἐσεῖδον ἀσμένη σε, μονάδ᾽ ἔχουσ᾽ ἐρημίαν.
Ω φως υπέρτατο για μας στη χαρωπή βακχεία,
αναγαλλιάζω να σε δω μέσα στην ερημιά μου.
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
610 εἰς ἀθυμίαν ἀφίκεσθ᾽, ἡνίκ᾽ εἰσεπεμπόμην,
Πενθέως ὡς ἐς σκοτεινὰς ὁρκάνας πεσούμενος;
Σας πήρε η βαροκάρδιση σα μ' έσερναν κει μέσα,
στα μαύρα να με ρίξουνε κατώγια του Πενθέα;
  Χορός ΧΟΡΟΣ
  πῶς γὰρ οὔ; τίς μοι φύλαξ ἦν, εἰ σὺ συμφορᾶς τύχοις;
ἀλλὰ πῶς ἠλευθερώθης ἀνδρὸς ἀνοσίου τυχών;
Πώς όχι; Αν πάθαινες κακό, που θά 'βρισκα εγώ
σκέπη;
Μα από τα χέρια πώς εσύ του άσεβου αντρός λυ-
τρώθης;
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
  αὐτὸς ἐξέσῳσ᾽ ἐμαυτὸν ῥᾳδίως ἄνευ πόνου. Μονάχος λευτερώθηκα, κ' εύκολα, δίχως κόπο.
  Χορός ΧΟΡΟΣ
615 οὐδέ σου συνῆψε χεῖρε δεσμίοισιν ἐν βρόχοις; Μα με σκοινιά τα χέρια σου δεμένα δε σου τά 'χε;
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
  ταῦτα καὶ καθύβρισ᾽ αὐτόν, ὅτι με δεσμεύειν δοκῶν
οὔτ᾽ ἔθιγεν οὔθ᾽ ἥψαθ᾽ ἡμῶν, ἐλπίσιν δ᾽ ἐβόσκετο.
πρὸς φάτναις δὲ ταῦρον εὑρών, οὗ καθεῖρξ᾽ ἡμᾶς ἄγων,
τῷδε περὶ βρόχους ἔβαλλε γόνασι καὶ χηλαῖς ποδῶν,
Εδώ τον καταντρόπιασα· θαρρούσε πώς με δένει,
μα μήδε τόσο με άγγιξε, μόν' έβοσκε στην πλάνη.
Βρήκε έναν ταύρο στα παχνιά που πήγε να με κλείσει,
εκείνον πόδια γόνατα με τα σκοινιά τον δένει,
620 θυμὸν ἐκπνέων, ἱδρῶτα σώματος στάζων ἄπο,
χείλεσιν διδοὺς ὀδόντας· πλησίον δ᾽ ἐγὼ παρὼν
ἥσυχος θάσσων ἔλευσσον. ἐν δὲ τῷδε τῷ χρόνῳ
ἀνετίναξ᾽ ἐλθὼν ὁ Βάκχος δῶμα καὶ μητρὸς τάφῳ
πῦρ ἀνῆψ᾽· ὃ δ᾽ ὡς ἐσεῖδε, δώματ᾽ αἴθεσθαι δοκῶν,
φυσώντας απ' τη μάνητα, σταλάζοντας τον ίδρο,
τα χείλια του δαγκώνοντας· κ' εγώ ήμουν εκεί δίπλα
και τον κοιτούσα, ατάραχα καθώντας. Τότες ήρθε
και τα παλάτια τράνταξεν ο Βάκχος, και στο μνήμα
της μάνας του άναψε φωτιά· κι αυτά ο Πενθέας ως
τά 'δε,
625 ᾖσσ᾽ ἐκεῖσε κᾆτ᾽ ἐκεῖσε, δμωσὶν Ἀχελῷον φέρειν
ἐννέπων, ἅπας δ᾽ ἐν ἔργῳ δοῦλος ἦν, μάτην πονῶν.
διαμεθεὶς δὲ τόνδε μόχθον, ὡς ἐμοῦ πεφευγότος,
ἵεται ξίφος κελαινὸν ἁρπάσας δόμων ἔσω.
κᾆθ᾽ ὁ Βρόμιος, ὡς ἔμοιγε φαίνεται, δόξαν λέγω,
θαρρώντας πώς καιγόντουσαν τα σπίτια, απάνω κάτω
έτρεχε, μπήζοντας φωνές στους δούλους να του φέρουν
τον Αχελώο τον ποταμό· κι όλοι του κάκου ιδρώναν”
Μα το έργο τούτο αφήνοντας ξάφνου, —γιατί εφαντάστη
πώς ξέφυγα,— μαύρο σπαθί φουχτώνει και χιμίζει
μες στο παλάτι. Μονομιάς (το λέω καθώς μου εφάνη
630 φάσμ᾽ ἐποίησεν κατ᾽ αὐλήν· ὃ δ᾽ ἐπὶ τοῦθ᾽ ὡρμημένος
ᾖσσε κἀκέντει φαεννὸν <αἰθέρ᾽>, ὡς σφάζων ἐμέ.
πρὸς δὲ τοῖσδ᾽ αὐτῷ τάδ᾽ ἄλλα Βάκχιος λυμαίνεται·
δώματ᾽ ἔρρηξεν χαμᾶζε· συντεθράνωται δ᾽ ἅπαν
πικροτάτους ἰδόντι δεσμοὺς τοὺς ἐμούς· κόπου δ᾽ ὕπο
και το πιστεύω) ο Βροντερός μες στην αυλή σκαρώνει
το φάντασμα μου· πάνω του χιμώντας ο Πενθέας
λιανίζει αγέρα και θαρρεί πώς μακελεύει εμένα.
Κοντά σ' αυτά, κι άλλα δεινά τον βρήκαν απ' το Βάκχο·
του γκρέμισε, του τό 'καμε συντρίμμια το παλάτι,
και τα δικά μου τα δεσμά, πικρά για κείνον βγήκαν·
635 διαμεθεὶς ξίφος παρεῖται· πρὸς θεὸν γὰρ ὢν ἀνὴρ
ἐς μάχην ἐλθεῖν ἐτόλμησε. ἥσυχος δ᾽ ἐκβὰς ἐγὼ
δωμάτων ἥκω πρὸς ὑμᾶς, Πενθέως οὐ φροντίσας.
ὡς δέ μοι δοκεῖ--ψοφεῖ γοῦν ἀρβύλη δόμων ἔσω--
ἐς προνώπι᾽ αὐτίχ᾽ ἥξει. τί ποτ᾽ ἄρ᾽ ἐκ τούτων ἐρεῖ;
ο κόπος τον γονάτισε, πετάει το ξίφος πέρα,
γιατί άνθρωπος ετόλμησε θεό να πολεμήσει.
Κ' εγώ, βγαίνοντας ήσυχος απ' το παλάτι μέσα,
σε σας γυρίζω, τον Πενθέα χωρίς να λογαριάσω.
Μα στάσου ! Ακούω πατήματα, μου φαίνεται, από μέσα·
θα βγει όπου νά' ναι· μ' όλα αυτά που γίναν, τί να λέγει;
640 ῥᾳδίως γὰρ αὐτὸν οἴσω, κἂν πνέων ἔλθῃ μέγα. Ατάραχος θα τον δεχτώ, κι ας είναι φρενιασμένος.
  πρὸς σοφοῦ γὰρ ἀνδρὸς ἀσκεῖν σώφρον᾽ εὐοργησίαν. Ο γνωστικός τη μάνητα γυρίζει σε ημεράδα.
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ (Βγαίνοντας απ' το παλάτι)
  πέπονθα δεινά· διαπέφευγέ μ᾽ ὁ ξένος,
ὃς ἄρτι δεσμοῖς ἦν κατηναγκασμένος.
ἔα ἔα·
Έπαθα συφορές. Μού 'φυγε ο ξένος
πού 'χα στη φυλακή δεμένο ως τώρα.
645 ὅδ᾽ ἐστὶν ἁνήρ· τί τάδε; πῶς προνώπιος
φαίνῃ πρὸς οἴκοις τοῖς ἐμοῖς, ἔξω βεβώς;
Μπα! Νά τος ! Τί 'ναι αυτά; Πώς βγήκες έξω
και τολμάς να φανείς μπρος στο παλάτι;
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
  στῆσον πόδ᾽, ὀργῇ δ᾽ ὑπόθες ἥσυχον πόδα. Σταμάτα, δώσε τόπο στην οργή σου.
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
  πόθεν σὺ δεσμὰ διαφυγὼν ἔξω περᾷς; Πώς λύθηκες εσύ και βγήκες έξω;
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
  οὐκ εἶπον--ἢ οὐκ ἤκουσας--ὅτι λύσει μέ τις; Πώς θα με λύσει κάποιος, δε σου τό 'πα;
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
650 τίς; τοὺς λόγους γὰρ ἐσφέρεις καινοὺς ἀεί. Ποιός; Όλο και παράξενα τα λέγεις.
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
  ὃς τὴν πολύβοτρυν ἄμπελον φύει βροτοῖς. Αυτός που το θρασό βλασταίνει αμπέλι.
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
  * [Και των ανθρώπων τα μυαλά σαλεύει.]
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
  ὠνείδισας δὴ τοῦτο Διονύσῳ καλόν. Κακό το λέγεις το καλό του Βάκχου.
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
  κλῄειν κελεύω πάντα πύργον ἐν κύκλῳ. Οι καστρόπορτες όλες να κλειστούνε !
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
  τί δ᾽; οὐχ ὑπερβαίνουσι καὶ τείχη θεοί; Και τί μ' αυτό; Οι θεοί πηδούν τα τείχη !
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
655 σοφὸς σοφὸς σύ, πλὴν ἃ δεῖ σ᾽ εἶναι σοφόν. Είσαι σοφός, αμ' όχι εκεί που πρέπει.
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ

ἃ δεῖ μάλιστα, ταῦτ᾽ ἔγωγ᾽ ἔφυν σοφός.
κείνου δ᾽ ἀκούσας πρῶτα τοὺς λόγους μάθε,
ὃς ἐξ ὄρους πάρεστιν ἀγγελῶν τί σοι·
ἡμεῖς δέ σοι μενοῦμεν, οὐ φευξούμεθα.
Εκεί που πρέπει, είμαι σοφός περίσσια.
Μα άκουσε πρώτα αυτού του αντρός τα λόγια
που κάποιο νέο απ' το βουνό σου φέρνει·
κ' έννοια σου, εγώ θα μείνω εδώ, δε φεύγω.
    Από τ' αριστερά μπαίνει ίνας μαντατοφόρος.
  Ἄγγελος ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΣ (βουκόλος)
660 Πενθεῦ κρατύνων τῆσδε Θηβαίας χθονός,
ἥκω Κιθαιρῶν᾽ ἐκλιπών, ἵν᾽ οὔποτε
λευκῆς χιόνος ἀνεῖσαν εὐαγεῖς βολαί.
Πενθέα, που ορίζεις των Θηβαίων τη χώρα,
από τον Κιθαιρώνα κατεβαίνω,
που αστράφτει, λευκός πάντα, από τα χιόνια.
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
  ἥκεις δὲ ποίαν προστιθεὶς σπουδὴν λόγου; Και ποιό 'ναι το σπουδαίο το νέο που φέρνεις;
  Ἄγγελος ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΣ
  βάκχας ποτνιάδας εἰσιδών, αἳ τῆσδε γῆς Είδα τις άγριες βάκχες, που από τούτη
665 οἴστροισι λευκὸν κῶλον ἐξηκόντισαν,
ἥκω φράσαι σοὶ καὶ πόλει χρῄζων, ἄναξ,
ὡς δεινὰ δρῶσι θαυμάτων τε κρείσσονα.
θέλω δ᾽ ἀκοῦσαι, πότερά σοι παρρησίᾳ
φράσω τὰ κεῖθεν ἢ λόγον στειλώμεθα·
λακίσανε τη χώρα με ποδάρι
κάτασπρο, κεντημένες απ' τον οίστρο,
κ' ήρθα της χώρας να το πω κ' εσένα,
βασιλιά μου, πώς κάνουνε κάτι έργα
φοβερά και τρανότερα από θάμα.
Μόν' θέλω να μου πεις: να σου μιλήσω
σταράτα, για τη γλώσσα να μαζέψω;
670 τὸ γὰρ τάχος σου τῶν φρενῶν δέδοικ᾽, ἄναξ,
καὶ τοὐξύθυμον καὶ τὸ βασιλικὸν λίαν.
Γιατί φοβούμαι, αφέντη, την αψάδα
του μυαλού σου και το άγριο φυσικό σου,
που το 'χεις δα βασιλικό περίσσια.
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
  λέγ᾽, ὡς ἀθῷος ἐξ ἐμοῦ πάντως ἔσῃ.
τοῖς γὰρ δικαίοις οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών.
ὅσῳ δ᾽ ἂν εἴπῃς δεινότερα βακχῶν πέρι,
Λέγε· όπως νά 'ναι, λάθος δε σου ρίχνω.
Με τους δικαίους δεν πρέπει να θυμώνεις.
Κι όσο πιο φοβερά πεις για τις βάκχες,
675 τοσῷδε μᾶλλον τὸν ὑποθέντα τὰς τέχνας
γυναιξὶ τόνδε τῇ δίκῃ προσθήσομεν.
τόσο και πιο βαριά θα τον παιδέψω
αυτόν, που κακές τέχνες τις μαθαίνει.
  Ἄγγελος ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΣ
  ἀγελαῖα μὲν βοσκήματ᾽ ἄρτι πρὸς λέπας
μόσχων ὑπεξήκριζον, ἡνίχ᾽ ἥλιος
ἀκτῖνας ἐξίησι θερμαίνων χθόνα.
Το κοπάδι τα βόδια σαλαγούσα
ψηλά για τις βοσκές, τότε που ο ήλιος
πρωτοβαρεί τη γης και τη ζεσταίνει.
680 ὁρῶ δὲ θιάσους τρεῖς γυναικείων χορῶν,
ὧν ἦρχ᾽ ἑνὸς μὲν Αὐτονόη, τοῦ δευτέρου
μήτηρ Ἀγαύη σή, τρίτου δ᾽ Ἰνὼ χοροῦ.
ηὗδον δὲ πᾶσαι σώμασιν παρειμέναι,
αἳ μὲν πρὸς ἐλάτης νῶτ᾽ ἐρείσασαι φόβην,
Τρεις βλέπω ξάφνου συντροφιές γυναίκες,
της μιας αρχηγός ήταν η Αυτονόη,
της άλλης η μητέρα σου η Αγαύη,
και της τρίτης η Ινώ. Αποκαμωμένες
κοιμόνταν όλες· τούτες ξαπλωμένες
σε κλάρες ολοφούντωτες ελάτου,
685 αἳ δ᾽ ἐν δρυὸς φύλλοισι πρὸς πέδῳ κάρα
εἰκῇ βαλοῦσαι σωφρόνως, οὐχ ὡς σὺ φῂς
ᾠνωμένας κρατῆρι καὶ λωτοῦ ψόφῳ
θηρᾶν καθ᾽ ὕλην Κύπριν ἠρημωμένας.
κι άλλες με το κεφάλι απά σε φύλλα
βελανιδιάς σεμνόπρεπα γυρμένο,
κι όχι, καθώς τις λέγεις, μεθυσμένες
απ' το κρασί κι από του αυλού το λάλο
να κυνηγούν τον έρωτα στα δάση.
  ἡ σὴ δὲ μήτηρ ὠλόλυξεν ἐν μέσαις Κι ως άκουσε η μητέρα σου τα βόδια
690 σταθεῖσα βάκχαις, ἐξ ὕπνου κινεῖν δέμας,
μυκήμαθ᾽ ὡς ἤκουσε κεροφόρων βοῶν.
αἳ δ᾽ ἀποβαλοῦσαι θαλερὸν ὀμμάτων ὕπνον
ἀνῇξαν ὀρθαί, θαῦμ᾽ ἰδεῖν εὐκοσμίας,
νέαι παλαιαὶ παρθένοι τ᾽ ἔτ᾽ ἄζυγες.
να μουκανιώνται, ανάμεσα στις βάκχες
στάθηκε ολόρθη και φωνή τους βάνει
να σηκωθούν στο πόδι από τον ύπνο.
Και διώχνοντας εκείνες απ' τα μάτια
τη γλύκα του ύπνου, πετάχτηκαν πάνω
εκεί να δεις σεμνότητα από νέες,
μεστωμένες κι ανύπαντρα κοράσια!
695 καὶ πρῶτα μὲν καθεῖσαν εἰς ὤμους κόμας
νεβρίδας τ᾽ ἀνεστείλανθ᾽ ὅσαισιν ἁμμάτων
σύνδεσμ᾽ ἐλέλυτο, καὶ καταστίκτους δορὰς
ὄφεσι κατεζώσαντο λιχμῶσιν γένυν.
αἳ δ᾽ ἀγκάλαισι δορκάδ᾽ ἢ σκύμνους λύκων
Και πρώτα ρίξαν τα μαλλιά στους ώμους,
τα παρδαλά τους λαφοτόμαρα —όσες
τους είχανε λυθεί— τα ξαναδέσαν
και τα ζώσαν με φίδια που γλείφονταν.
Κι άλλες, στον κόρφο τους κρατώντας άγρια
700 ἀγρίους ἔχουσαι λευκὸν ἐδίδοσαν γάλα,
ὅσαις νεοτόκοις μαστὸς ἦν σπαργῶν ἔτι
βρέφη λιπούσαις· ἐπὶ δ᾽ ἔθεντο κισσίνους
στεφάνους δρυός τε μίλακός τ᾽ ἀνθεσφόρου.
θύρσον δέ τις λαβοῦσ᾽ ἔπαισεν ἐς πέτραν,
λυκόπουλα ή ζαρκάδια, λευκό γάλα
τους δίναν, όσες νιόγεννες βρέθηκαν
με φουσκωμένα τα βυζιά τους κ' είχαν
στα σπίτια τους μωρά παρατημένα·
κι από κισσό φορέσανε στεφάνια
κι από δρυ κι αρκουδόβατο ανθισμένο.
Κάποια απ' αυτές το θύρσο της φουχτώνει,
705 ὅθεν δροσώδης ὕδατος ἐκπηδᾷ νοτίς·
ἄλλη δὲ νάρθηκ᾽ ἐς πέδον καθῆκε γῆς,
καὶ τῇδε κρήνην ἐξανῆκ᾽ οἴνου θεός·
ὅσαις δὲ λευκοῦ πώματος πόθος παρῆν,
ἄκροισι δακτύλοισι διαμῶσαι χθόνα
χτυπά ένα βράχο και νερό αναβρύζει
δροσόπαγο· και μιά άλλη το δικό της
στη γη τον μπήγει, κι ο θεός ξεχύνει
βρύση κρασί· κι όσες ποθούσαν το άσπρο
πιοτό, σκαλίζανε το χώμα λίγο
με τ' ακροδάχτυλά τους, κ' ευθύς είχαν
710 γάλακτος ἑσμοὺς εἶχον· ἐκ δὲ κισσίνων
θύρσων γλυκεῖαι μέλιτος ἔσταζον ῥοαί.
ὥστ᾽, εἰ παρῆσθα, τὸν θεὸν τὸν νῦν ψέγεις
εὐχαῖσιν ἂν μετῆλθες εἰσιδὼν τάδε.
ξυνήλθομεν δὲ βουκόλοι καὶ ποιμένες,
ποτάμια γάλα· κ' έπεφτε απ' τους θύρσους
τους κισσόδετους στάλες γλυκό μέλι.
Ώστε, κ' εσύ αν βρισκόσουν εκεί πέρα
και τά 'βλεπες αυτά, θα τον τιμούσες,
με προσευκές το θεό που τώρα βρίζεις.
Συναχτήκαμε τότες οι βουκόλοι
715 κοινῶν λόγων δώσοντες ἀλλήλοις ἔριν
ὡς δεινὰ δρῶσι θαυμάτων τ᾽ ἐπάξια·
καί τις πλάνης κατ᾽ ἄστυ καὶ τρίβων λόγων
ἔλεξεν εἰς ἅπαντας· Ὦ σεμνὰς πλάκας
ναίοντες ὀρέων, θέλετε θηρασώμεθα
κ' οι τσοπάνοι και πήραμε να λέμε
τα τρομερά και θαμαστά που κάναν·
κ' ένας πολύξερος λογάς, της χώρας
τριγυριστής, πετάει το λόγο σε όλους:
“Ε σεις που τα σεβάσμια βουνοκάμπια
τά 'χετε για λημέρια σας, τί λέτε
720 Πενθέως Ἀγαύην μητέρ᾽ ἐκ βακχευμάτων
χάριν τ᾽ ἄνακτι θώμεθα; εὖ δ᾽ ἡμῖν λέγειν
ἔδοξε, θάμνων δ᾽ ἐλλοχίζομεν φόβαις
κρύψαντες αὑτούς· αἳ δὲ τὴν τεταγμένην
ὥραν ἐκίνουν θύρσον ἐς βακχεύματα,
ν' αρπάζαμε τη μάνα του Πενθέα
την Αγαύη δω μέσα απ' τις βακχείες,
το βασιλιά να φχαριστήσουμε έτσι;”
Ο λόγος του μας άρεσε· στα θάμνα
κρυφτήκαμε και στήσαμε καρτέρι.
Κι αυτές, σαν ήρθε η ώρα τους, κίνησαν
τη βακχεία, ανεμίζοντας τους θύρσους
725 Ἴακχον ἀθρόῳ στόματι τὸν Διὸς γόνον
Βρόμιον καλοῦσαι· πᾶν δὲ συνεβάκχευ᾽ ὄρος
καὶ θῆρες, οὐδὲν δ᾽ ἦν ἀκίνητον δρόμῳ.
κυρεῖ δ᾽ Ἀγαύη πλησίον θρῴσκουσά μου·
κἀγὼ ᾽ξεπήδησ᾽ ὡς συναρπάσαι θέλων,
και κράζοντας τον Ίακχο μ' ένα στόμα,
το γιο του Δία το Βροντερό· κι αντάμα
με κείνες το βουνό κι όλα τ' αγρίμια
βακχεύονταν και σάλευαν τα πάντα.
Έτυχε μπρος μου να διαβεί η Αγαύη·
πετάγουμαι απ' τα θάμνα που κρυβόμουν
730 λόχμην κενώσας ἔνθ᾽ ἐκρυπτόμην δέμας.
ἣ δ᾽ ἀνεβόησεν· Ὦ δρομάδες ἐμαὶ κύνες,
θηρώμεθ᾽ ἀνδρῶν τῶνδ᾽ ὕπ᾽· ἀλλ᾽ ἕπεσθέ μοι,
ἕπεσθε θύρσοις διὰ χερῶν ὡπλισμέναι.
ἡμεῖς μὲν οὖν φεύγοντες ἐξηλύξαμεν
να την αρπάξω, μα χουγιάζει εκείνη:
“Σκύλες μου γοργοπόδαρες, μας πήραν
οι άντρες του κυνηγού, μόν' ελάτε
κοντά μου, ακολουθάτε μου, τους θύρσους
κρατώντας αντί γι' άρματα στα χέρια!”
Εμείς, αν δε μας ξέσκισαν οι βάκχες,
735 βακχῶν σπαραγμόν, αἳ δὲ νεμομέναις χλόην
μόσχοις ἐπῆλθον χειρὸς ἀσιδήρου μέτα.
καὶ τὴν μὲν ἂν προσεῖδες εὔθηλον πόριν
μυκωμένην ἔχουσαν ἐν χεροῖν δίχα,
ἄλλαι δὲ δαμάλας διεφόρουν σπαράγμασιν.
είναι που γίναμε καπνός· και κείνες,
χωρίς μαχαίρι να κρατούν, χίμησαν
στα γελάδια που βόσκαν το χορτάρι.
Να 'βλεπες τότε με τα χέρια η μιά τους
να παλεύει καλόμαστη δαμάλα
που μουγκαλιόταν, και πιο πέρα οι άλλες
γελάδια να τα κάνουνε κομμάτια.
740 εἶδες δ᾽ ἂν ἢ πλεύρ᾽ ἢ δίχηλον ἔμβασιν
ῥιπτόμεν᾽ ἄνω τε καὶ κάτω· κρεμαστὰ δὲ
ἔσταζ᾽ ὑπ᾽ ἐλάταις ἀναπεφυρμέν᾽ αἵματι.
ταῦροι δ᾽ ὑβρισταὶ κἀς κέρας θυμούμενοι
τὸ πρόσθεν ἐσφάλλοντο πρὸς γαῖαν δέμας,
Παγίδια τότε νά 'βλεπες και πόδια
διπλόνυχα να ρίχνουνται άνω κάτω,
κι απ' των ελάτων τα κλαδιά πιασμένα
να σταλάζουνε, στο αίμα τυλιμένα.
Και γαυριασμένοι ταύροι, που πριν ώρας
είχαν θυμό στα κέρατα, στο χώμα
745 μυριάσι χειρῶν ἀγόμενοι νεανίδων.
θᾶσσον δὲ διεφοροῦντο σαρκὸς ἐνδυτὰ
ἢ σὲ ξυνάψαι βλέφαρα βασιλείοις κόραις.
χωροῦσι δ᾽ ὥστ᾽ ὄρνιθες ἀρθεῖσαι δρόμῳ
πεδίων ὑποτάσεις, αἳ παρ᾽ Ἀσωποῦ ῥοαῖς
γονάτιζαν, καθώς μυριάδες χέρια
κοριτσιών τους τραβούσανε. Κ' οι σάρκες
λιανίζουνταν γοργότερα παρ' όσο
τα ρηγικά σου βλέφαρα σφαλίζεις.
Ξεχύθηκαν κατόπι, καθώς σμάρι
πετούμενα που η φόρα τους τα παίρνει,
στα ριζοβούνια κάτω, πλάι στο ρέμα
του Ασωπού, κει που βγαίνει το σιτάρι
750 εὔκαρπον ἐκβάλλουσι Θηβαίων στάχυν·
Ὑσιάς τ᾽ Ἐρυθράς θ᾽, αἳ Κιθαιρῶνος λέπας
νέρθεν κατῳκήκασιν, ὥστε πολέμιοι,
ἐπεσπεσοῦσαι πάντ᾽ ἄνω τε καὶ κάτω
διέφερον· ἥρπαζον μὲν ἐκ δόμων τέκνα·
το πλούσιο των Θηβαίων και πάτησαν
σαν εχτροί τα χωριά πού 'ναι χτισμένα
στου Κιθαιρώνα τις ποδιές —Υσιές
κ' Ερυθρές—και διαγούμισαν τα πάντα.
Άρπαζαν τα παιδιά μες απ' τα σπίτια,
755 ὁπόσα δ᾽ ἐπ᾽ ὤμοις ἔθεσαν, οὐ δεσμῶν ὕπο
προσείχετ᾽ οὐδ᾽ ἔπιπτεν ἐς μέλαν πέδον,
οὐ χαλκός, οὐ σίδηρος· ἐπὶ δὲ βοστρύχοις
πῦρ ἔφερον, οὐδ᾽ ἔκαιεν. οἳ δ᾽ ὀργῆς ὕπο
ἐς ὅπλ᾽ ἐχώρουν φερόμενοι βακχῶν ὕπο·
κι ό,τι παίρναν στους ώμους δεν το δέναν,
κι αυτό δεν έπεφτε στη γης, κι ας ήταν
χαλκός ή σίδερο· και φλόγες είχαν
απάνω στα μαλλιά, μα δεν τις καίγαν.
Όσοι απ' τις βάκχες έπαθαν στο κουρσός
άρπαξαν αγριεμένοι τ' άρματα τους,
760 οὗπερ τὸ δεινὸν ἦν θέαμ᾽ ἰδεῖν, ἄναξ.
τοῖς μὲν γὰρ οὐχ ᾕμασσε λογχωτὸν βέλος,
κεῖναι δὲ θύρσους ἐξανιεῖσαι χερῶν
ἐτραυμάτιζον κἀπενώτιζον φυγῇ
γυναῖκες ἄνδρας, οὐκ ἄνευ θεῶν τινος.
κ' ήταν φριχτό να βλέπεις τότε, ώ ρήγα !
Οι λόγχες των άντρων δεν τις ματώναν,
μα αυτές, ρίχνοντας θύρσους, τους λάβωναν,
κι απάνω στη φευγάλα τους βαρούσαν
στις πλάτες, ναί! τους άντρες οι γυναίκες·
κάποιος θεός τους έδινε ένα χέρι!
765 πάλιν δ᾽ ἐχώρουν ὅθεν ἐκίνησαν πόδα,
κρήνας ἐπ᾽ αὐτὰς ἃς ἀνῆκ᾽ αὐταῖς θεός.
νίψαντο δ᾽ αἷμα, σταγόνα δ᾽ ἐκ παρηίδων
γλώσσῃ δράκοντες ἐξεφαίδρυνον χροός.
Κατόπι, όθε κινήσανε γύρισαν,
στις βρύσες που ο θεός τους είχε ανοίξει.
Νίφτηκαν από το αίμα, και τις στάλες
στα μαγουλά τους γλείφανε τα φίδια.
  τὸν δαίμον᾽ οὖν τόνδ᾽ ὅστις ἔστ᾽, ὦ δέσποτα, Το θεόν αυτό λοιπόν, όποιος και νά 'ναι,
770 δέχου πόλει τῇδ᾽· ὡς τά τ᾽ ἄλλ᾽ ἐστὶν μέγας,
κἀκεῖνό φασιν αὐτόν, ὡς ἐγὼ κλύω,
τὴν παυσίλυπον ἄμπελον δοῦναι βροτοῖς.
οἴνου δὲ μηκέτ᾽ ὄντος οὐκ ἔστιν Κύπρις
οὐδ᾽ ἄλλο τερπνὸν οὐδὲν ἀνθρώποις ἔτι.
αφέντη, δέξου τον στη χώρα τούτη·
γιατί και σε άλλα είναι τρανός, κι ως λέγουν
και τ' άκουσα, το κλήμα έχει δοσμένο
στον άνθρωπο, το μπάλσαμο του πόνου.
Κρασί αν δεν έχεις, έρωτα δεν έχεις,
μηδ' άλλο απ' όσα τους θνητούς ευφραίνουν.
  Χορός ΧΟΡΟΣ
Η κορυφαία
775 ταρβῶ μὲν εἰπεῖν τοὺς λόγους ἐλευθέρους
πρὸς τὸν τύραννον, ἀλλ᾽ ὅμως εἰρήσεται·
Διόνυσος ἥσσων οὐδενὸς θεῶν ἔφυ.
Φοβούμαι μπρος στο ρήγα να μιλήσω
λεύτερα, κι όμως θα μιλήσω: ο Βάκχος
δεν είναι πιο μικρός θεός από άλλους.
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
  ἤδη τόδ᾽ ἐγγὺς ὥστε πῦρ ὑφάπτεται
ὕβρισμα βακχῶν, ψόγος ἐς Ἕλληνας μέγας.
Σάν τη φωτιά που κόρωσε μας ζώσαν
οι ντροπές των βακχών, και των Ελλήνων
780 ἀλλ᾽ οὐκ ὀκνεῖν δεῖ· στεῖχ᾽ ἐπ᾽ Ἠλέκτρας ἰὼν
πύλας· κέλευε πάντας ἀσπιδηφόρους
ἵππων τ᾽ ἀπαντᾶν ταχυπόδων ἐπεμβάτας
πέλτας θ᾽ ὅσοι πάλλουσι καὶ τόξων χερὶ
ψάλλουσι νευράς, ὡς ἐπιστρατεύσομεν
γενήκαμε το ανάμπαιγμα. Δεν έχει
λοιπόν ν' ακαματεύουμε. —Στις πύλες
τις Ήλεκτρες πετάξου εσύ και σ' όλους
φέρε την προσταγή: να συναχτούνε
οι ασπιδοφόροι κι όσοι καβαλούνε
τα γοργόποδα τ' άτια κι όσοι σειούνε
την πέλτη κι όσοι κάνουν με το χέρι
του τόξου τη χορδή να κελαηδάει.
Το στρατό μου θα ρίξω απά στις βάκχες·
785 βάκχαισιν· οὐ γὰρ ἀλλ᾽ ὑπερβάλλει τάδε,
εἰ πρὸς γυναικῶν πεισόμεσθ᾽ ἃ πάσχομεν.
παραπήγε το πράμα, από γυναίκες
να παθαίνουμε τόσα που παθαίνουμε.
    Ο ακόλουθος κι ο βουκόλος φεύγουν.
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
  πείθῃ μὲν οὐδέν, τῶν ἐμῶν λόγων κλύων,
Πενθεῦ· κακῶς δὲ πρὸς σέθεν πάσχων ὅμως
οὔ φημι χρῆναί σ᾽ ὅπλ᾽ ἐπαίρεσθαι θεῷ,
Δεν πείθεσαι απ' τα λόγια μου, Πενθέα·
ωστόσο, κι ας κακόπαθα από σένα,
σου λέγω πώς δε στέκει να σηκώνεις
άρματα πάνω στο θεό, και κάλλιο
να μερέψεις· ποτέ δε θα βαστάξει
790 ἀλλ᾽ ἡσυχάζειν· Βρόμιος οὐκ ἀνέξεται
κινοῦντα βάκχας <σ᾽> εὐίων ὀρῶν ἄπο.
ο Βροντερός τις βάκχες να του διώξεις
απ' τ' όρος που τα ευάν κ' ευοί αντηχούνε.
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
  οὐ μὴ φρενώσεις μ᾽, ἀλλὰ δέσμιος φυγὼν
σῴσῃ τόδ᾽; ἢ σοὶ πάλιν ἀναστρέψω δίκην;
Δε θα με δασκαλέψεις· και μιά κ' έχεις
ξεφύγει απ' τα δεσμά, κοίτα το κέρδος
μην το χάσεις· αλλιώς, σε ξαναπιάνω.
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
  θύοιμ᾽ ἂν αὐτῷ μᾶλλον ἢ θυμούμενος Κάλλιο θά 'χα θυσίες να του προσφέρω,
795 πρὸς κέντρα λακτίζοιμι θνητὸς ὢν θεῷ. ο θνητός του θεού, παρά μαζί του
να χολιάζω κι αγκάθια να κλοτσάω.
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
  θύσω, φόνον γε θῆλυν, ὥσπερ ἄξιαι,
πολὺν ταράξας ἐν Κιθαιρῶνος πτυχαῖς.
Θυσία τρανή θα κάμω από γυναίκες
στον Κιθαιρώνα απάνω, ως τους αξίζει!
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
  φεύξεσθε πάντες· καὶ τόδ᾽ αἰσχρόν, ἀσπίδας
θύρσοισι βακχῶν ἐκτρέπειν χαλκηλάτους
Όλοι σας θα λακίσετε· και θά 'ναι
ντροπή μεγάλη ολόχαλκες ασπίδες
να νικηθούν απ' των βακχών τους θύρσους.
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
800 ἀπόρῳ γε τῷδε συμπεπλέγμεθα ξένῳ,
ὃς οὔτε πάσχων οὔτε δρῶν σιγήσεται.
Με ασυμμάζευτο ξένο έχουμε μπλέξει·
πάθος ή πράξη δεν του κλει το στόμα.
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
  ὦ τᾶν, ἔτ᾽ ἔστιν εὖ καταστῆσαι τάδε. Φίλε, καιρός ακόμα όλα να σιάξουν.
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
  τί δρῶντα; δουλεύοντα δουλείαις ἐμαῖς; Σαν πώς; Στις δούλες μου να γίνω δούλος;
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
  ἐγὼ γυναῖκας δεῦρ᾽ ὅπλων ἄξω δίχα. Δίχως πόλεμο εγώ τις φέρνω πίσω.
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
805 οἴμοι· τόδ᾽ ἤδη δόλιον ἔς με μηχανᾷ. Ποιο δόλο μηχανεύεσαι για μένα;
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
  ποῖόν τι, σῷσαί σ᾽ εἰ θέλω τέχναις ἐμαῖς; Τί δόλο λες, που θέλω να σε σώσω;
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
  ξυνέθεσθε κοινῇ τάδ᾽, ἵνα βακχεύητ᾽ ἀεί. Μαζί τά 'χετε αυτά συμφωνημένα,
για να βακχεύετε ολοένα.
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
  καὶ μὴν ξυνεθέμην--τοῦτό γ᾽ ἔστι--τῷ θεῷ. Έτσι είναι·
μα τά 'χω με το θεό συμφωνημένα.
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
  ἐκφέρετέ μοι δεῦρ᾽ ὅπλα, σὺ δὲ παῦσαι λέγων. Φέρτε μου τ' άρματα μου ! Κ' εσύ, πάψε!
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
810 ἆ.
βούλῃ σφ᾽ ἐν ὄρεσι συγκαθημένας ἰδεῖν;
Στάσου!
θες στα βουνά να δεις τη σύναξη τους;
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
  μάλιστα, μυρίον γε δοὺς χρυσοῦ σταθμόν. Ω, ναί! Σεντούκια θά 'δινα χρυσάφι...
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
  τί δ᾽ εἰς ἔρωτα τοῦδε πέπτωκας μέγαν; Πώς σ' έπιασε για δαύτο τέτοιος πόθος;
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
  λυπρῶς νιν εἰσίδοιμ᾽ ἂν ἐξῳνωμένας. ...μα θα λυπόμουν να τις δω πιωμένες.
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
815 ὅμως δ᾽ ἴδοις ἂν ἡδέως ἅ σοι πικρά; Αν είν' για λύπη, τότε τί γυρεύεις;
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
  σάφ᾽ ἴσθι, σιγῇ γ᾽ ὑπ᾽ ἐλάταις καθήμενος. Βουβές κάτω απ' τα δέντρα θα καθόμουν.
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
  ἀλλ᾽ ἐξιχνεύσουσίν σε, κἂν ἔλθῃς λάθρᾳ. Μα και κρυφά να πας, αυτές θα σέ 'βρουν.
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
  ἀλλ᾽ ἐμφανῶς· καλῶς γὰρ ἐξεῖπας τάδε. Καλά το λές· στα φανερά θα πάω.
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
  ἄγωμεν οὖν σε κἀπιχειρήσεις ὁδῷ; Πάμε λοιπόν, αν είναι να στρατεύεις.
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
820 ἄγ᾽ ὡς τάχιστα, τοῦ χρόνου δέ σοι φθονῶ. Εμπρός, κ' ευθύς! Δεν έχω να χρονίζω.
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
  στεῖλαί νυν ἀμφὶ χρωτὶ βυσσίνους πέπλους. Τότε, μακρό λινό χιτώνα ντύσου.
  Πενθεύς ΠΈΝΘΕΑΣ
  τί δὴ τόδ᾽; ἐς γυναῖκας ἐξ ἀνδρὸς τελῶ; Τί λες; Από άντρας θα γενώ γυναίκα;
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
  μή σε κτάνωσιν, ἢν ἀνὴρ ὀφθῇς ἐκεῖ. Μη σε σκοτώσουν, άντρα εκεί να δούνε.
  Πενθεύς ΠΈΝΘΕΑΣ
  εὖ γ᾽ εἶπας αὖ τόδ᾽· ὥς τις εἶ πάλαι σοφός. Σωστό κι αυτό· σοφός εσύ 'σουν πάντα!
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
825 Διόνυσος ἡμᾶς ἐξεμούσωσεν τάδε. Ο Διόνυσος μου στάθηκε διδάχος.
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
  πῶς οὖν γένοιτ᾽ ἂν ἃ σύ με νουθετεῖς καλῶς; Μα πώς θα γίνουν όσα με ορμηνεύεις;
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
  ἐγὼ στελῶ σε δωμάτων ἔσω μολών. Εγώ θά 'ρθώ στο σπίτι να σε ντύσω.
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
  τίνα στολήν; ἦ θῆλυν; ἀλλ᾽ αἰδώς μ᾽ ἔχει. Τί; Γυναικίστικα; Ντροπή με πιάνει.
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
  οὐκέτι θεατὴς μαινάδων πρόθυμος εἶ. Δεν έχεις πόθο πια να δεις τις βάκχες;
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
830 στολὴν δὲ τίνα φῂς ἀμφὶ χρῶτ᾽ ἐμὸν βαλεῖν; Και τί λογής εσύ λες να μ' αλλάξεις;
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
  κόμην μὲν ἐπὶ σῷ κρατὶ ταναὸν ἐκτενῶ. Πρώτα, πλεξούδες κάνω τα μαλλιά σου.
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
  τὸ δεύτερον δὲ σχῆμα τοῦ κόσμου τί μοι; Το δεύτερο μου στόλισμα ποιο θά 'ναι;
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
  πέπλοι ποδήρεις· ἐπὶ κάρᾳ δ᾽ ἔσται μίτρα. Μακρύ φουστάνι· ανάδεμα στην κόμη.
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
  ἦ καί τι πρὸς τοῖσδ᾽ ἄλλο προσθήσεις ἐμοί; Μαζί με τούτα, τί άλλο θα μου βάλεις;
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
835 θύρσον γε χειρὶ καὶ νεβροῦ στικτὸν δέρας. Θύρσο στο χέρι κι αλαφίσιο δέρμα.
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
  οὐκ ἂν δυναίμην θῆλυν ἐνδῦναι στολήν. Δε βάνω εγώ γυναίκεια!
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
  ἀλλ᾽ αἷμα θήσεις συμβαλὼν βάκχαις μάχην. Μα το αίμα
θα τρέξει, αν πολεμήσεις με τις βάκχες.
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
  ὀρθῶς· μολεῖν χρὴ πρῶτον εἰς κατασκοπήν. Σωστά· πρώτα να βγω να παγανίσω.
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
  σοφώτερον γοῦν ἢ κακοῖς θηρᾶν κακά. Πιο φρόνιμο είν' αυτό· κι όχι με το ένα
κακό να χτυπάς το άλλο.
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
840 καὶ πῶς δι᾽ ἄστεως εἶμι Καδμείους λαθών; Μα οι Θηβαίοι
δε θα με δουν την πόλη να διαβαίνω;
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
  ὁδοὺς ἐρήμους ἴμεν· ἐγὼ δ᾽ ἡγήσομαι. Εγώ από δρόμους έρημους σε παίρνω.
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
  πᾶν κρεῖσσον ὥστε μὴ ᾽γγελᾶν βάκχας ἐμοί.
ἐλθόντ᾽ ἐς οἴκους . . . ἃν δοκῇ βουλεύσομαι.
Κάλλιο ό,τι νά 'ν' παρά στις βάκχες μπαίγνιο.
Μέσα θα μπω να ίδω τί θ' αποκάμω.
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
  ἔξεστι· πάντῃ τό γ᾽ ἐμὸν εὐτρεπὲς πάρα. Σύρε' κ' εγώ ό,τι θες, στον ορισμό σου.
  Πενθεύς ΠΕΝΘΕΑΣ
845 στείχοιμ᾽ ἄν· ἢ γὰρ ὅπλ᾽ ἔχων πορεύσομαι
ἢ τοῖσι σοῖσι πείσομαι βουλεύμασιν.
Πηγαίνω· κ' ή θα φύγω αρματωμένος,
ή θ' ακλουθήσω τη δική σου ορμήνια.
    Μπαίνει στο παλάτι.
  Διόνυσος ΔΙΟΝΥΣΟΣ
848 γυναῖκες, ἁνὴρ ἐς βόλον καθίσταται, Γυναίκες, τούτος πιάστηκε στο δίχτυ·
847 ἥξει δὲ βάκχας, οὗ θανὼν δώσει δίκην. θα σύρει για τις βάκχες, κ' εκεί πάνω
πεθαίνοντας θα λάβει ό,τι του αξίζει.
849 Διόνυσε, νῦν σὸν ἔργον· οὐ γὰρ εἶ πρόσω· Ω Διόνυσε, δουλειά δική σου τώρα,
850 τεισώμεθ᾽ αὐτόν. πρῶτα δ᾽ ἔκστησον φρενῶν,
ἐνεὶς ἐλαφρὰν λύσσαν· ὡς φρονῶν μὲν εὖ
οὐ μὴ θελήσῃ θῆλυν ἐνδῦναι στολήν,
ἔξω δ᾽ ἐλαύνων τοῦ φρονεῖν ἐνδύσεται.
χρῄζω δέ νιν γέλωτα Θηβαίοις ὀφλεῖν
-τί δεν είσαι μακριά,— να τον παιδέψεις.
Πάρε του πρώτα τα μυαλά, μιά τρέλα
δώσ' του αλαφριά, γιατί όσο έχει το νου του
δε στρέγει να φορέσει τα γυναίκεια,
μα αν του σαλέψει ο νους, θα τα φορέσει.
Θέλω να γίνει των Θηβαίων το μπαίγνιο.
855 γυναικόμορφον ἀγόμενον δι᾽ ἄστεως
ἐκ τῶν ἀπειλῶν τῶν πρίν, αἷσι δεινὸς ἦν.
ἀλλ᾽ εἶμι κόσμον ὅνπερ εἰς Ἅιδου λαβὼν
ἄπεισι μητρὸς ἐκ χεροῖν κατασφαγείς,
Πενθεῖ προσάψων· γνώσεται δὲ τὸν Διὸς
ως θα περνά γυναικωτός τη χώρα,
μετά από τόσο αγρίεμα και φοβέρα.
Τώρα πάω να του βάλω, του Πενθέα,
τη φορεσιά στον Άδη που θα πάρει,
σφαγμένος απ' της μάνας του το χέρι·
θα τον γνωρίσει πια το γιο του Δία,
860 Διόνυσον, ὃς πέφυκεν ἐν τέλει θεός,
δεινότατος, ἀνθρώποισι δ᾽ ἠπιώτατος.
το Διόνυσο, το θεό, φοβερός που 'ναι,
αλλά και σπλαχνικός για τους ανθρώπους.
    Μπαίνει στο παλάτι.

 

Αρχή σελίδας
Μικρός Απόπλους
http://www.mikrosapoplous.gr/
Μάρτιος 2003