Ηροδότου Ιστορίαι

Η Καταδίκη της Τυραννίδας (V 91-93)

Μετάφραση Δ. Ν. Μαρωνίτη

 
91 Τότε δὲ ὡς ἀνέλαβον οἱ Λακεδαιμόνιοι τοὺς χρησμοὺς καὶ τοὺς Ἀθηναίους ὥρων αὐξομένους καὶ οὐδαμῶς ἑτοίμους ἐόντας πείθεσθαι σφίσι, νόῳ λαβόντες ὡς ἐλεύθερον μὲν ἐὸν τὸ γένος τὸ Ἀττικὸν ἰσόρροπον ἂν τῷ ἑωυτῶν γίνοιτο, κατεχόμενον δὲ ὑπὸ τυραννίδος ἀσθενὲς καὶ πειθαρχέεσθαι ἕτοιμον· μαθόντες δὲ τούτων ἕκαστα μετεπέμποντο Ἱππίην τὸν Πεισιστράτου ἀπὸ Σιγείου τοῦ ἐν Ἑλλησπόντῳ ἐς ὃ καταφεύγουσι οἱ Πεισιστρατίδαι. [2] Ἐπείτε δέ σφι Ἱππίης καλεόμενος ἧκε, μεταπεμψάμενοι καὶ τῶν ἄλλων συμμάχων ἀγγέλους ἔλεγόν σφι Σπαρτιῆται τάδε.      Τότε, μόλις πήραν στα χέρια τους οι Λακεδαιμόνιοι τους χρησμούς, επειδή έβλεπαν πως η δύναμη των Αθηναίων μέρα με τη μέρα μεγάλωνε και δεν ήταν πια καθόλου πρόθυμοι να τους ακούν, κατάλαβαν πως με ελεύθερο πολίτευμα το αττικό γένος θα μπορούσε να γίνει ισοδύναμο με το δικό τους· με την τυραννίδα όμως πάνω από το κεφάλι τους, θα έμεναν οι Αθηναίοι ανίσχυροι και πρόθυμοι να πειθαρχούν στις εντολές τους. Εζύγισαν λοιπόν τα υπέρ και τα κατά, και υστέρα έστειλαν και φώναξαν από το Σίγειο του Ελλησπόντου τον Ιππία, το γιο του Πεισιστράτου. Κι όταν ο Ιππίας ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση τους κι έφτασε στη Σπάρτη, έστειλαν και κάλεσαν οι Σπαρτιάτες αντιπροσώπους και από τις άλλες συμμαχικές πόλεις, και τους έλεγαν τα εξής:
  “ἄνδρες σύμμαχοι, συγγινώσκομεν αὐτοῖσι ἡμῖν οὐ ποιήσασι ὀρθῶς· ἐπαερθέντες γὰρ κιβδήλοισι μαντηίοισι ἄνδρας ξείνους ἐόντας ἡμῖν τὰ μάλιστα καὶ ἀναδεκομένους ὑποχειρίας παρέξειν τὰς Ἀθήνας, τούτους ἐκ τῆς πατρίδος ἐξηλάσαμεν, καὶ ἔπειτα ποιήσαντες ταῦτα δήμῳ ἀχαρίστῳ παρεδώκαμεν τὴν πόλιν· ὃς ἐπείτε δι᾽ ἡμέας ἐλευθερωθεὶς ἀνέκυψε, ἡμέας μὲν καὶ τὸν βασιλέα ἡμέων περιυβρίσας ἐξέβαλε, δόξαν δὲ φύσας αὐξάνεται, ὥστε ἐκμεμαθήκασι μάλιστα μὲν οἱ περίοικοι αὐτῶν Βοιωτοὶ καὶ Χαλκιδέες, τάχα δέ τις καὶ ἄλλος ἐκμαθήσεται ἁμαρτών. [3] ἐπείτε δὲ ἐκεῖνα ποιήσαντες ἡμάρτομεν, νῦν πειρησόμεθα σφέας ἅμα ὑμῖν ἀπικόμενοι τίσασθαι· αὐτοῦ γὰρ τούτου εἵνεκεν τόνδε τε Ἱππίην μετεπεμψάμεθα καὶ ὑμέας ἀπὸ τῶν πολίων, ἵνα κοινῷ τε λόγῳ καὶ κοινῷ στόλῳ ἐσαγαγόντες αὐτὸν ἐς τὰς Ἀθήνας ἀποδῶμεν τὰ καὶ ἀπειλόμεθα.“      “Άνδρες σύμμαχοι, τώρα συναισθανόμαστε πως εμείς οι ίδιοι δεν πράξαμε σωστά· γιατί παρασυρμένοι από κίβδηλους χρησμούς, διώξαμε από την πατρίδα τους άντρες που υπήρξαν φίλοι μας στεvoί κι είχαν δεχτεί να κάνουν την Αθήνα του χεριού μας· και με την πράξη μας αυτή παραδώσαμε την πόλη να την κυβερνά ο αχάριστος δήμος, ο οποίος, ενώ εξ αιτίας μας ελευθερώθηκε και σήκωσε κεφάλι, καταφρόνησε και μας και το βασιλιά μας, φτάνοντας και να τον εξορίσει. Με το ηθικό του τώρα ανεβασμένο, συνεχώς αυξάνει τη δύναμή του ο δήμος, όπως πολύ καλά το ξέρουν από δική τους πείρα τόσο οι γείτονες τους Βοιωτοί όσο και οι Χαλκιδείς, και γρήγορα πρόκειται να το μάθει καλά και όποιος άλλος δεν πάρει τα μέτρα του. Επειδή, λοιπόν, ακολουθώντας μια τέτοια τακτική, πέσαμε ολοφάνερα έξω, τώρα θα δοκιμάσουμε μαζί σας να διορθώσουμε το σφάλμα μας· αυτός ακριβώς είναι ο λόγος πού καλέσαμε εδώ τον Ιππία που βλέπετε και σας από τις συμμαχικές μας πόλεις, με σκοπό από κοινού να σκεφτούμε και από κοινού να επιχειρήσουμε, επαναφέροντας τον Ιππία στην Αθήνα, να του αποδώσουμε όσα προηγουμένως του στερήσαμε”.
92 οἳ μὲν ταῦτα ἔλεγον, τῶν δὲ συμμάχων τὸ πλῆθος οὐκ ἐνεδέκετο τοὺς λόγους. οἱ μέν νυν ἄλλοι ἡσυχίην ἦγον, Κορίνθιος δὲ Σωκλέης ἔλεξε τάδε.      Οι Σπαρτιάτες αυτά έλεγαν, το πλήθος όμως των συμμάχων δεν φαινόταν να δέχεται τις προτάσεις τους. Και ενώ όλοι οι άλλοι έμεναν άφωνοι, ο Κορίνθιος Σωκλής πήρε το λόγο και είπε:
92A “ἦ δὴ ὅ τε οὐρανὸς ἔνερθε ἔσται τῆς γῆς καὶ ἡ γῆ μετέωρος ὑπὲρ τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ἄνθρωποι νομὸν ἐν θαλάσσῃ ἕξουσι καὶ ἰχθύες τὸν πρότερον ἄνθρωποι, ὅτε γε ὑμεῖς ὦ Λακεδαιμόνιοι ἰσοκρατίας καταλύοντες τυραννίδας ἐς τὰς πόλις κατάγειν παρασκευάζεσθε, τοῦ οὔτε ἀδικώτερον ἐστὶ οὐδὲν κατ᾽ ἀνθρώπους οὔτε μιαιφονώτερον. [2] εἰ γὰρ δὴ τοῦτό γε δοκέει ὑμῖν εἶναι χρηστὸν ὥστε τυραννεύεσθαι τὰς πόλις, αὐτοὶ πρῶτοι τύραννον καταστησάμενοι παρὰ σφίσι αὐτοῖσι οὕτω καὶ τοῖσι ἄλλοισι δίζησθε κατιστάναι· νῦν δὲ αὐτοὶ τυράννων ἄπειροι ἐόντες, καὶ φυλάσσοντες τοῦτο δεινότατα ἐν τῇ Σπάρτῃ μὴ γενέσθαι, παραχρᾶσθε ἐς τοὺς συμμάχους. εἰ δὲ αὐτοῦ ἔμπειροι ἔατε κατά περ ἡμεῖς, εἴχετε ἂν περὶ αὐτοῦ γνώμας ἀμείνονας συμβαλέσθαι ἤ περ νῦν.      “Σίγουρα θα βρεθεί ο ουρανός κάτω από τη γη, και η γη θα κρεμαστεί πάνω από τον ουρανό· οι άνθρωποι, θα κατοικήσουμε τη θάλασσα και τα ψάρια την ξηρά που κατοικούν τώρα οι άνθρωποι, αφού εσείς, Λακεδαιμόνιοι, επιχειρείτε, καταλύοντας την ισοκρατία, να επαναφέρετε στις πόλεις την τυραννίδα, που τίποτα στον κόσμο δεν είναι αδικότερό της μήτε πιο βρώμικο και φονικό. Αν πράγματι πιστεύετε πως είναι όντως ορθό να ζουν οι πόλεις κάτω από τυραννικό πολίτευμα, βάλετε πρώτοι εσείς οι ίδιοι τύραννο πάνω από το κεφάλι σας, και ύστερα δοκιμάσετε να κάνετε το ίδιο και στους άλλους. Τώρα όμως, ενώ οι ίδιοι δεν έχετε πείρα από τυράννους και παίρνετε τα μέτρα σας, ώστε αυτό το φοβερό πράγμα να μην συμβεί ποτέ στη Σπάρτη, θέλετε να κάνετε κατάχρηση της τυραννίδας εις βάρος των συμμάχων. Αν όμως είχατε εσείς οι ίδιοι δοκιμάσει την τυραννίδα, όπως εμείς, θα μπορούσατε για το θέμα αυτό να εισηγηθείτε κάπως καλύτερες προτάσεις από ό,τι τώρα δα προτείνετε.
92B Κορινθίοισι γὰρ ἦν πόλιος κατάστασις τοιήδε· ἦν ὀλιγαρχίη, καὶ οὗτοι Βακχιάδαι καλεόμενοι ἔνεμον τὴν πόλιν, ἐδίδοσαν δὲ καὶ ἤγοντο ἐξ ἀλλήλων. Ἀμφίονι δὲ ἐόντι τούτων τῶν ἀνδρῶν γίνεται θυγάτηρ χωλή· οὔνομα δέ οἱ ἦν Λάβδα. ταύτην Βακχιαδέων γὰρ οὐδεὶς ἤθελε γῆμαι, ἴσχει Ἠετίων ὁ Ἐχεκράτεος, δήμου μὲν ἐὼν ἐκ Πέτρης, ἀτὰρ τὰ ἀνέκαθεν Λαπίθης τε καὶ Καινείδης. [2] ἐκ δέ οἱ ταύτης τῆς γυναικὸς οὐδ᾽ ἐξ ἄλλης παῖδες ἐγίνοντο. ἐστάλη ὦν ἐς Δελφοὺς περὶ γόνου. ἐσιόντα δὲ αὐτὸν ἰθέως ἡ Πυθίη προσαγορεύει τοῖσιδε τοῖσι ἔπεσι.      Γιατί στην Κόρινθο κάποτε τα πολιτικά πράγματα είχαν κάπως έτσι. Υπήρχε δηλαδή ολιγαρχία, καθώς οι Βακχιάδες, όπως τους έλεγαν, κρατούσαν την πόλη στα χέρια τους και όλοι οι γάμοι γίνονταν μεταξύ τους. Ώσπου ο Αμφίων, όντας από την ίδια οικογένεια, αποκτά μια κόρη χωλή — το όνομα της ήταν Λάβδα. Καθώς λοιπόν κανένας από τους Βακχιάδες δεν ήθελε τη Λάβδα για γυναίκα του, την παίρνει ο Ηετίων, ο γιος του Εχεκράτη, από το δήμο της Πέτρας, που η φύτρα του έφτανε ως τους Λαπίθες και τον Καινέα. Επειδή όμως ούτε από αυτήν τη γυναίκα ούτε από άλλη έκανε ο Ηετίων παιδιά, τον έστειλαν στους Δελφούς να ρωτήσει για απογόνους. Δεν πρόλαβε να μπει στο ιερό, και αμέσως η Πυθία του αποτείνεται σε εξάμετρα:
 

     Ἠετίων, οὔτις σε τίει πολύτιτον ἐόντα.
     Λάβδα κύει, τέξει δ᾽ ὀλοοίτροχον· ἐν δὲ πεσεῖται
     ἀνδράσι μουνάρχοισι, δικαιώσει δὲ Κόρινθον.

     Ηετίων, κανείς δεν σε τίμα, μολονότι είσαι
          πολύτιμος.
     Η Λάβδα είναι εγκαστρωμένη, και θα γεννή-
          σει πέτραν τροχοειδή, η οποία θα πέσει
     πάνω στους μονάρχους άνδρας και θα τιμωρή-
          σει την Κόρινθον.
 

[3] ταῦτα χρησθέντα τῷ Ἠετίωνι ἐξαγγέλλεταί κως τοῖσι Βακχιάδῃσι, τοῖσι τὸ μὲν πρότερον γενόμενον χρηστήριον ἐς Κόρινθον ἦν ἄσημον, φέρον τε ἐς τὠυτὸ καὶ τὸ τοῦ Ἠετίωνος καὶ λέγον ὧδε.

     Ο χρησμός αυτός που δόθηκε στον Ηετίωνα, δεν ξέρω πώς κοινολογείται στους Βακχιάδες, οι οποίοι και παλαιότερα είχαν πάρει χρησμό που αφορούσε την Κόρινθο, έμενε όμως ανεξήγητος· είχε την ίδια έννοια με το χρησμό πού δόθηκε στον Ηετίωνα κι έλεγε τα εξής:
 

     αἰετὸς ἐν πέτρῃσι κύει, τέξει δὲ λέοντα
     καρτερὸν ὠμηστήν· πολλῶν δ᾽ ὑπὸ γούνατα λύσει.
     ταῦτά νυν εὖ φράζεσθε, Κορίνθιοι, οἳ περὶ καλήν
     Πειρήνην οἰκεῖτε καὶ ὀφρυόεντα Κόρινθον.

     Ο αετός είναι εγκαστρωμένος εις τας Πέτρας·
          θα γεννήσει δε λέοντα
     ισχυρόν, ωμοφάγον, ο οποίος θα ρίψει πολλούς
          καταγής.
     Αυτά σκεφθείτε καλά, ώ Κορίνθιοι, οι οποίοι
          κατοικείτε περί την ωραίαν
     Πειρήνην και την υψηλήν Ακρόπολιν της Κο-
          ρίνθου.
92C τοῦτο μὲν δὴ τοῖσι Βακχιάδῃσι πρότερον γενόμενον ἦν ἀτέκμαρτον· τότε δὲ τὸ Ἠετίωνι γενόμενον ὡς ἐπύθοντο, αὐτίκα καὶ τὸ πρότερον συνῆκαν ἐὸν συνῳδὸν τῷ Ἠετίωνος. συνέντες δὲ καὶ τοῦτο εἶχον ἐν ἡσυχίῃ, ἐθέλοντες τὸν μέλλοντα Ἠετίωνι γίνεσθαι γόνον διαφθεῖραι.      Αυτός λοιπόν ο χρησμός, δοσμένος από πριν στους Βακχιάδες, έμενε ακατανόητος τότε όμως, μόλις οι Βακχιάδες άκουσαν το χρησμό που δόθηκε στον Ηετίωνα, συνέλαβαν αμέσως το νόημα και του προηγουμένου, που φανερά συμφωνούσε με εκείνον του Ηετίωνα. Πλην όμως, έχοντας συλλάβει τώρα το νόημα του χρησμού, δεν είπαν και δεν έκαναν τίποτε, περιμένοντας να αφανίσουν το παίδι που θα γεννιότανε από τον Ηετίωνα.
  ὡς δ᾽ ἔτεκε ἡ γυνὴ τάχιστα, πέμπουσι σφέων αὐτῶν δέκα ἐς τὸν δῆμον ἐν τῷ κατοίκητο ὁ Ἠετίων ἀποκτενέοντας τὸ παιδίον. [2] ἀπικόμενοι δὲ οὗτοι ἐς τὴν Πέτρην καὶ παρελθόντες ἐς τὴν αὐλὴν τὴν Ἠετίωνος αἴτεον τὸ παιδίον· ἡ δὲ Λάβδα εἰδυῖά τε οὐδὲν τῶν εἵνεκα ἐκεῖνοι ἀπικοίατο, καὶ δοκέουσα σφέας φιλοφροσύνης τοῦ πατρὸς εἵνεκα αἰτέειν, φέρουσα ἐνεχείρισε αὐτῶν ἑνί. τοῖσι δὲ ἄρα ἐβεβούλευτο κατ᾽ ὁδὸν τὸν πρῶτον αὐτῶν λαβόντα τὸ παιδίον προσουδίσαι. [3] ἐπεὶ ὦν ἔδωκε φέρουσα ἡ Λάβδα, τὸν λαβόντα τῶν ἀνδρῶν θείῃ τύχῃ προσεγέλασε τὸ παιδίον, καὶ τὸν φρασθέντα τοῦτο οἶκτός τις ἴσχει ἀποκτεῖναι, κατοικτείρας δὲ παραδιδοῖ τῷ δευτέρῳ, ὁ δὲ τῷ τρίτῳ. οὕτω δὴ διεξῆλθε διὰ πάντων τῶν δέκα παραδιδόμενον, οὐδενὸς βουλομένου διεργάσασθαι. [4] ἀποδόντες ὦν ὀπίσω τῇ τεκούσῃ τὸ παιδίον καὶ ἐξελθόντες ἔξω, ἑστεῶτες ἐπὶ τῶν θυρέων ἀλλήλων ἅπτοντο καταιτιώμενοι, καὶ μάλιστα τοῦ πρώτου λαβόντος, ὅτι οὐκ ἐποίησε κατὰ τὰ δεδογμένα, ἐς ὃ δή σφι χρόνου ἐγγινομένου ἔδοξε αὖτις παρελθόντας πάντας τοῦ φόνου μετίσχειν.      Μόλις λοιπόν γέννησε ή γυναίκα, δίχως καμιά χρονοτριβή, στέλνουν δέκα δικούς τους στο δήμο όπου κατοικούσε ο Ηετίων, για να σκοτώσουν το παιδί. Όταν κάποτε αυτοί έφτασαν στην Πέτρα και μπήκαν στην αυλή του Ηετίωνα, γύρευαν το νήπιο. Η Λάβδα εξάλλου, που δεν γνώριζε για ποιο λόγο έφτασαν εκείνοι και νόμιζε πως της ζητούσαν το παίδι από φιλοφροσύνη προς τον πατέρα της, το έφερε και το απόθεσε στα χέρια ενός από τους δέκα. Αυτοί ωστόσο είχαν στο δρόμο ήδη σκεφτεί και αποφασίσει, ο πρώτος που θα έπαιρνε το παιδί στα χέρια του, να το χτυπήσει καταγής. Όταν όμως η Λάβδα παρέδωσε με τα χέρια της το παιδί, θεία τύχη το έφερε και χαμογέλασε το νήπιο σε εκείνον που το πήρε, αυτός το πρόσεξε και ξαφνικά τον συνεπήρε οίκτος που τον εμπόδισε να το σκοτώσει. Από λύπη και συμπάθεια παραδίδει το παίδι στον δεύτερο, κι αυτός στον τρίτο, έτσι που πέρασε από το χέρι του ενός στον άλλο φτάνοντας ως τον δέκατο, και ούτε ένας δε θέλησε να το σκοτώσει. Δίνοντας λοιπόν πίσω στη μάνα το παιδί, βγήκαν έξω, στάθηκαν στην αυλόθυρα και άρχισαν ο ένας να κατηγορεί τον άλλον και περισσότερο όλοι τον πρώτο, γιατί δεν έπραξε αυτό που είχαν συμφωνήσει. Ύστερα, επειδή περνούσε η ώρα, πήραν απόφαση να μπουν όλοι ξανά στην αυλή και από κοινού να διαπράξουν το φόνο.
92D ἔδει δὲ ἐκ τοῦ Ἠετίωνος γόνου Κορίνθῳ κακὰ ἀναβλαστεῖν. ἡ Λάβδα γὰρ πάντα ταῦτα ἤκουε ἑστεῶσα πρὸς αὐτῇσι τῇσι θύρῃσι· δείσασα δὲ μή σφι μεταδόξῃ καὶ τὸ δεύτερον λαβόντες τὸ παιδίον ἀποκτείνωσι, φέρουσα κατακρύπτει ἐς τὸ ἀφραστότατόν οἱ ἐφαίνετο εἶναι, ἐς κυψέλην, ἐπισταμένη ὡς εἰ ὑποστρέψαντες ἐς ζήτησιν ἀπικνεοίατο πάντα ἐρευνήσειν μέλλοιεν· τὰ δὴ καὶ ἐγίνετο. [2] ἐλθοῦσι δὲ καὶ διζημένοισι αὐτοῖσι ὡς οὐκ ἐφαίνετο, ἐδόκεε ἀπαλλάσσεσθαι καὶ λέγειν πρὸς τοὺς ἀποπέμψαντας ὡς πάντα ποιήσειαν τὰ ἐκεῖνοι ἐνετείλαντο. Ήταν γραμμένο όμως να βλαστήσει από τον γόνο του Ηετίωνα συμφορά για την Κόρινθο. Γιατί η Λάβδα που στεκόταν πίσω από την ίδια αυλόθυρα, τα άκουσε όλα αυτά· από φόβο λοιπόν μήπως το μετανοιώσουν και παίρνοντας για δεύτερη φορά τώρα το παιδί το θανατώσουν, πάει και το κρύβει σ' ένα μέρος που νους ανθρώπου δεν θα μπορούσε να το βάλει: σε μία “κυψέλη”, γνωρίζοντας πως αν εκείνοι γυρνούσαν πίσω για να ζητήσουν το παίδι, θα έψαχναν τα πάντα — πράγμα που κιόλας έγινε, όμως αυτοί, όταν μπήκαν μέσα και αναζητούσαν το παιδί, πουθενά δεν μπόρεσαν να το ανακαλύψουν, έτσι που πια το πήρανε απόφαση να γυρίσουν πίσω και να πουν σε κείνους που τους έστειλαν πως όλα τα έκαμαν σύμφωνα με τις εντολές τους.
  οἳ μὲν δὴ ἀπελθόντες ἔλεγον ταῦτα.      Πράγματι έφυγαν και γυρίζοντας πίσω είπαν όσα συμφώνησαν.
92E Ἠετίωνι δὲ μετὰ ταῦτα ὁ παῖς ηὐξάνετο, καί οἱ διαφυγόντι τοῦτον τὸν κίνδυνον ἀπὸ τῆς κυψέλης ἐπωνυμίην Κύψελος οὔνομα ἐτέθη. ἀνδρωθέντι δὲ καὶ μαντευομένῳ Κυψέλῳ ἐγένετο ἀμφιδέξιον χρηστήριον ἐν Δελφοῖσι, τῷ πίσυνος γενόμενος ἐπεχείρησέ τε καὶ ἔσχε Κόρινθον. ὁ δὲ χρησμὸς ὅδε ἦν. Στο μεταξύ και ύστερα από αυτά ο γιος του Ηετίωνα μεγάλωνε και επειδή διέφυγε τον κίνδυνο κρυμμένος στην “κυψέλη”, πήρε από κει για όνομα του την επωνυμία Κύψελος. Κάποτε ο Κύψελος έγινε άντρας κι όταν ζήτησε χρησμό, πήρε απάντηση πολύ ευνοϊκή στους Δελφούς, που πάνω της στηρίχτηκε κι έκανε το εγχείρημα που τον οδήγησε να γίνει κύριος της Κορίνθου. Να τί έλεγε ο χρησμός:
 

      [2] ὄλβιος οὗτος ἀνὴρ ὃς ἐμὸν δόμον ἐσκαταβαίνει,
     Κύψελος Ἠετίδης, βασιλεὺς κλειτοῖο Κορίνθου
     αὐτὸς καὶ παῖδες, παίδων γε μὲν οὐκέτι παῖδες.

     Ευδαίμων αυτός ο άνθρωπος ο οποίος κατα-
          βαίνει εις το ιδικόν μου οίκημα,
     Ο Κύψελος Ηετίδης, βασιλεύς της ενδόξου
          Κορίνθου,

     Αυτός και οι παίδες αυτού, όχι όμως και οι
          παίδες των παίδων αυτού.

  τὸ μὲν δὴ χρηστήριον τοῦτο ἦν, τυραννεύσας δὲ ὁ Κύψελος τοιοῦτος δή τις ἀνὴρ ἐγένετο· πολλοὺς μὲν Κορινθίων ἐδίωξε, πολλοὺς δὲ χρημάτων ἀπεστέρησε, πολλῷ δέ τι πλείστους τῆς ψυχῆς.      Αυτό ήταν το περιεχόμενο του χρησμού, και ο Κύψελος, τύραννος πια της Κορίνθου, υπήρξε αυτός που ξέρουμε: πολλούς Κορίνθιους εξόρισε, πολλούς τους στέρησε την περιουσία τους, κι ακόμη περισσότερους τη ζωή τους.
92F ἄρξαντος δὲ τούτου ἐπὶ τριήκοντα ἔτεα καὶ διαπλέξαντος τὸν βίον εὖ, διάδοχός οἱ τῆς τυραννίδος ὁ παῖς Περίανδρος γίνεται. ὁ τοίνυν Περίανδρος κατ᾽ ἀρχὰς μὲν ἦν ἠπιώτερος τοῦ πατρός, ἐπείτε δὲ ὡμίλησε δι᾽ ἀγγέλων Θρασυβούλῳ τῷ Μιλήτου τυράννῳ, πολλῷ ἔτι ἐγένετο Κυψέλου μιαιφονώτερος. Έμεινε στην αρχή έτσι τριάντα χρονιά και μέτρησε όλη του τη ζωή, ωσότου πέθανε, οπότε τον διαδέχεται στην τυραννίδα ο γιος του ο Περίανδρος. Αυτός λοιπόν ο Περίανδρος, στην αρχή τουλάχιστον, φάνηκε ηπιότερος από τον πατερά του· αφότου όμως με αγγελιοφόρους του ήρθε σε επαφή με τον τύραννο της Μιλήτου Θρασύβουλο, από τότε ξεπέρασε κι αυτόν τον ίδιο τον Κύψελο στους φόνους και τα εγκλήματα.
 

[2] πέμψας γὰρ παρὰ Θρασύβουλον κήρυκα ἐπυνθάνετο ὅντινα ἂν τρόπον ἀσφαλέστατον καταστησάμενος τῶν πρηγμάτων κάλλιστα τὴν πόλιν ἐπιτροπεύοι. Θρασύβουλος δὲ τὸν ἐλθόντα παρὰ τοῦ Περιάνδρου ἐξῆγε ἔξω τοῦ ἄστεος, ἐσβὰς δὲ ἐς ἄρουραν ἐσπαρμένην ἅμα τε διεξήιε τὸ λήιον ἐπειρωτῶν τε καὶ ἀναποδίζων τὸν κήρυκα κατὰ τὴν ἀπὸ Κορίνθου ἄπιξιν, καὶ ἐκόλουε αἰεὶ ὅκως τινὰ ἴδοι τῶν ἀσταχύων ὑπερέχοντα, κολούων δὲ ἔρριπτε, ἐς ὃ τοῦ ληίου τὸ κάλλιστόν τε καὶ βαθύτατον διέφθειρε τρόπῳ τοιούτω· [3] διεξελθὼν δὲ τὸ χωρίον καὶ ὑποθέμενος ἔπος οὐδὲν ἀποπέμπει τὸν κήρυκα. νοστήσαντος δὲ τοῦ κήρυκος ἐς τὴν Κόρινθον ἦν πρόθυμος πυνθάνεσθαι τὴν ὑποθήκην ὁ Περίανδρος· ὁ δὲ οὐδέν οἱ ἔφη Θρασύβουλον ὑποθέσθαι, θωμάζειν τε αὐτοῦ παρ᾽ οἷόν μιν ἄνδρα ἀποπέμψειε, ὡς παραπλῆγά τε καὶ τῶν ἑωυτοῦ σινάμωρον, ἀπηγεόμενος τά περ πρὸς Θρασυβούλου ὀπώπεε.

     Έστειλε δηλαδή κάποτε στον Θρασύβουλο ένα κήρυκά του και γύρευε να μάθει με ποια πολιτική θα διαχειριζόταν ασφαλέστατα τα πράγματα της πόλης και κάλλιστα θα τη διαφέντευε. Ο Θρασύβουλος λοιπόν έβγαλε τον αποσταλμένο του Περιάνδρου έξω από την πόλη, τον έμπασε σ' ένα χωράφι σπαρμένο, και μαζί του περνούσε ανάμεσα από τα στάχυα, ρωτώντας κι εξετάζοντας τον κήρυκα εξαρχής ποιός λόγος τον έφερε από την Κόρινθο, ενώ ταυτόχρονα έκοβε, κάθε φορά που έβλεπε ένα στάχυ να ξεπερνά τα αλλά, και αποκεφαλίζοντάς το το έριχνε χάμω, ώσπου μ αυτό τον τρόπο κατέστρεψε τα πιο ψηλά και τα πιο ωραία στάχυα του χωραφιού. Κι αφού πέρασε από άκρου σ' άκρο το χωράφι, δίχως να δώσει καμία άλλη συμβουλή, στέλνει πίσω τον κήρυκα. Γυρνώντας στην πατρίδα του την Κόρινθο ο κήρυκας, βρέθηκε μπρος στον Περίανδρο, που ανυπόμονος εγύρευε να μάθει την υποθήκη του Θρασύβουλου. Όμως αυτός ισχυριζόταν πως ο Θρασύβουλος δεν έδωσε καμιά υποθήκη, και μάλιστα απορούσε σε τί λογής άνθρωπο τον έστειλε ο Περίανδρος, παράφρονα σχεδόν, να καταστρέφει τα ίδια του τα χτήματα — και έτσι διηγήθηκε ο κήρυκας όσα είχε δει να κάνει ο Θρασύβουλος.
92G Περίανδρος δὲ συνιεὶς τὸ ποιηθὲν καὶ νόῳ ἴσχων ὥς οἱ ὑπετίθετο Θρασύβουλος τοὺς ὑπειρόχους τῶν ἀστῶν φονεύειν, ἐνθαῦτα δὴ πᾶσαν κακότητα ἐξέφαινε ἐς τοὺς πολιήτας. ὅσα γὰρ Κύψελος ἀπέλιπε κτείνων τε καὶ διώκων, Περίανδρος σφέα ἀπετέλεσε, μιῇ δὲ ἡμέρῃ ἀπέδυσε πάσας τὰς Κορινθίων γυναῖκας διὰ τὴν ἑωυτοῦ γυναῖκα Μέλισσαν. Ο Περίανδρος όμως έπιασε το νόημα της πράξης αυτής και πήρε απόφαση να συμπεριφερθεί όπως τον εσυμβούλευε ο Θρασύβουλος: σκοτώνοντας όσους πολίτες κάπου εξεχώριζαν, έδειξε έτσι όλη την κακότητά του απέναντι στην πόλη και τους κατοίκους της. Γιατί όσα ο Κύψελος άφησε υπόλοιπα σκοτώνοντας και εξορίζοντας, τα αποτελείωσε ο Περίανδρος. Μια μέρα μάλιστα έγδυσε όλες τις γυναίκες της Κορίνθου για το χατήρι της δικής του γυναίκας, της Μέλισσας.
 

[2] πέμψαντι γάρ οἱ ἐς Θεσπρωτοὺς ἐπ᾽ Ἀχέροντα ποταμὸν ἀγγέλους ἐπὶ τὸ νεκυομαντήιον παρακαταθήκης πέρι ξεινικῆς οὔτε σημανέειν ἔφη ἡ Μέλισσα ἐπιφανεῖσα οὔτε κατερέειν ἐν τῷ κέεται χώρῳ ἡ παρακαταθήκη· ῥιγοῦν τε γὰρ καὶ εἶναι γυμνή· τῶν γάρ οἱ συγκατέθαψε ἱματίων ὄφελος εἶναι οὐδὲν οὐ κατακαυθέντων· μαρτύριον δέ οἱ εἶναι ὡς ἀληθέα ταῦτα λέγει, ὅτι ἐπὶ ψυχρὸν τὸν ἰπνὸν Περίανδρος τοὺς ἄρτους ἐπέβαλε. [3] ταῦτα δὲ ὡς ὀπίσω ἀπηγγέλθη τῷ Περιάνδρῳ, πιστὸν γάρ οἱ ἦν τὸ συμβόλαιον ὃς νεκρῷ ἐούσῃ Μελίσσῃ ἐμίγη, ἰθέως δὴ μετὰ τὴν ἀγγελίην κήρυγμα ἐποιήσατο ἐς τὸ Ἥραιον ἐξιέναι πάσας τὰς Κορινθίων γυναῖκας. αἳ μὲν δὴ ὡς ἐς ὁρτὴν ἤισαν κόσμῳ τῷ καλλίστῳ χρεώμεναι, ὃ δ᾽ ὑποστήσας τοὺς δορυφόρους ἀπέδυσε σφέας πάσας ὁμοίως, τάς τε ἐλευθέρας καὶ τὰς ἀμφιπόλους, συμφορήσας δὲ ἐς ὄρυγμα Μελίσσῃ ἐπευχόμενος κατέκαιε. [4] ταῦτα δέ οἱ ποιήσαντι καὶ τὸ δεύτερον πέμψαντι ἔφρασε τὸ εἴδωλον τὸ Μελίσσης ἐς τὸν κατέθηκε χῶρον τοῦ ξείνου τὴν παρακαταθήκην.

     Καθότι έχοντας στείλει στον ποταμό Αχέροντα, πάνω στους Θεσπρωτούς, ανθρώπους του να πάρουνε χρησμό από το Νεκρομαντείο για κάποια παρακαταθήκη ενός ξένου, παρουσιάστηκε η Μέλισσα και είπε πως ούτε σημάδια πρόκειται να δώσει ούτε και να φανερώσει το χώρο όπου βρίσκεται η παρακαταθήκη· γιατί ριγά και είναι γυμνή, αφού τα ρούχα που τα έθαψε ο Περίανδρος μαζί της σε τίποτα δεν ωφελούν, επειδή η φλόγα δεν τα έκαψε ως το τέλος. Και ως απόδειξη ότι του λέγει την αλήθεια, είπε η Μέλισσα, ας θυμηθεί ο Περίανδρος που φούρνισε το ψωμί του σε φούρνο κρύο. Όταν οι άνθρωποι του έφεραν αυτή την αγγελία στον Περίανδρο (η απόδειξη πράγματι υπήρξε πειστική, αφού ο ίδιος έσμιξε με τη Μέλισσα νεκρή), αμέσως μετά το μήνυμα, έβγαλε διάταγμα ο Περίανδρος: Όλες οι γυναίκες της Κορίνθου να κάνουνε πομπή προς το Ηραίο. Κι αυτές, με την ιδέα πως πήγαιναν σε γιορτή, ντύθηκαν μ' ό,τι καλύτερο είχαν, ενώ ο Περίανδρος τους έστησε καρτέρι με τους δορυφόρους του και τις ξεγύμνωσε όλες, μηδεμιάς εξαιρουμένης, δούλες και ελεύθερες· κι αφού συσσώρευσε όλα τα φορέματα σε κάποιο λάκκο, τα έκαιε κάνοντας ευχή στη Μέλισσα. Ύστερα από αυτό κι όταν για δεύτερη φορά έστειλε ανθρώπους του στο μαντείο, το φάντασμα της Μέλισσας φανέρωσε πια σε ποιο χώρο είχε βάλει την παρακαταθήκη του ξένου.
  τοιοῦτο μὲν ὑμῖν ἐστὶ ἡ τυραννίς, ὦ Λακεδαιμόνιοι, καὶ τοιούτων ἔργων. [5] ἡμέας δὲ τοὺς Κορινθίους τότε αὐτίκα θῶμα μέγα εἶχε ὅτε ὑμέας εἴδομεν μεταπεμπομένους Ἱππίην, νῦν τε δὴ καὶ μεζόνως θωμάζομεν λέγοντας ταῦτα, ἐπιμαρτυρόμεθά τε ἐπικαλεόμενοι ὑμῖν θεοὺς τοὺς Ἑλληνίους μὴ κατιστάναι τυραννίδας ἐς τὰς πόλις. οὔκων παύσεσθε ἀλλὰ πειρήσεσθε παρὰ τὸ δίκαιον κατάγοντες Ἱππίην· ἴστε ὑμῖν Κορινθίους γε οὐ συναινέοντας.ᾳ#χ2000;      Αυτό θα πει, αν αγαπάτε, τυραννικό πολίτευμα, Λακεδαιμόνιοι, και τέτοια είναι τα έργα του. Όσο για μας τους Κορινθίους, μας έπιασε αγωνία βλέποντας πως κουβαλήσατε εδώ πέρα τον Ιππία, ενώ η κατάπληξη μας μεγάλωσε ακόμη περισσότερο από τα ίδια σας τα λόγια. Επικαλούμαστε, λοιπόν, μάρτυρες τους θεούς των Ελλήνων και αναφωνούμε: μην επιβάλλετε στις πόλεις πολίτευμα τυραννικό. Κι αν παρά ταύτα δεν σταματήσετε, αλλά αντίθετα σε κάθε δίκιο δοκιμάσετε να ξαναφέρετε πίσω στην Αθήνα τον Ιππία, τότε να το ξέρετε οι Κορίνθιοι δεν συμφώνησαν μαζί σας”.
93 Σωκλέης μὲν ἀπὸ Κορίνθου πρεσβεύων ἔλεξε τάδε, Ἱππίης δὲ αὐτὸν ἀμείβετο τοὺς αὐτοὺς ἐπικαλέσας θεοὺς ἐκείνῳ, ἦ μὲν Κορινθίους μάλιστα πάντων ἐπιποθήσειν Πεισιστρατίδας, ὅταν σφι ἥκωσι ἡμέραι αἱ κύριαι ἀνιᾶσθαι ὑπ᾽ Ἀθηναίων.      Ο Σωκλής από την Κόρινθο, ως εκπρόσωπος, αυτά είπε, ενώ ο ίδιος ο Ιππίας, που επικαλέστηκε ξανά τους ίδιους θεούς, του αποκρινόταν πως γρήγορα οι Κορίνθιοι, και με το παραπάνω μάλιστα, θα νοσταλγήσουν τους Πεισιστρατίδες, όταν φτάσουν οι διορισμένες μέρες και δοκιμάσουνε τα πάθη, που τους επιφυλάσσουν οι Αθηναίοι.
 

[2] Ἱππίης μὲν τούτοισι ἀμείψατο οἷα τοὺς χρησμοὺς ἀτρεκέστατα ἀνδρῶν ἐξεπιστάμενος· οἱ δὲ λοιποὶ τῶν συμμάχων τέως μὲν εἶχον ἐν ἡσυχίῃ σφέας αὐτούς, ἐπείτε δὲ Σωκλέος ἤκουσαν εἴπαντος ἐλευθέρως, ἅπας τις αὐτῶν φωνὴν ῥήξας αἱρέετο τοῦ Κορινθίου τὴν γνώμην, Λακεδαιμονίοισί τε ἐπεμαρτυρέοντο μὴ ποιέειν μηδὲν νεώτερον περὶ πόλιν Ἑλλάδα. οὕτω μὲν τοῦτο ἐπαύσθη.

     Έδωσε την απάντηση αυτή ο Ιππίας, γιατί καλύτερα από κάθε άλλον γνώριζε τους χρησμούς. Ωστόσο οι άλλοι σύμμαχοι, που πρώτα στέκονταν αμίλητοι, όταν άκουσαν με πόσο ελεύθερο φρόνημα μίλησε ο Σωκλής, καθένας κι όλοι τους μαζί, ύψωσαν τη φωνή και δήλωσαν ότι επικροτούν τη γνώμη του Κορίνθιου, κάνοντας ταυτοχρόνως έκκληση στους Λακεδαιμονίους να μην επιχειρήσουν σε πόλη ελληνική μία τέτοια πολιτική ανατροπή. Και έτσι τελείωσε αυτή η υπόθεση.
 

Από το βιβλίο "Ηρόδοτος, Επτά Νουβέλες και Τρία Ανέκδοτα", Αγρα 1981
Ευχαριστώ τον κ. Δ. Ν. Μαρωνίτη για την άδεια του να δημοσιευτούν τα δύο κείμενα στον Μ. Απόπλου.


 

Απάνθισμα (πολυτονικό) Αρχή Σελίδας

 

Μικρός Απόπλους
http://www.mikrosapoplous.gr/
Ιούλιος 2001