<< Ραψωδία ε | [ Εισαγωγή ] | Ραψωδία η >> |
Εκεί ο πολυβασάνιστος, ο μέγας Οδυσσέας κοιμόταν από κούραση κι αγρύπνια αφανισμένος. Κι η Αθηνά ξεκίνησε στη χώρα τώ Φαιάκων, που πρώτα στην απλόχωρη Υπέρεια κατοικούσαν, |
|
5 | παράδιπλα στους Κύκλωπες, ανθρώπους αλαζόνες, που όντας περίσσια δυνατοί πολλά κακά τους φτιάναν. Κι ο θεόμορφος Ναυσίθοος τους πήρε στη Σκερία, κι από άντρες σιταρόθρεφτους μακριά συμμάζωξέ τους, σε πόλη τους τοιχόκλεισε, τους έχτισ' εκεί σπίτια, |
10 | τους έστησε ναούς θεών, και μοίρασε τη γής τους. Και σαν τον πήρε ο θάνατος στον Άδη, τότ' ο Αλκίνος βασίλεψε, που η γνώμη του θεοκατέβαστη ήταν. Σ' εκείνου ήρθε τα μέγαρα η θεά η γαλανομάτα, το γυρισμό του αντρόψυχου Οδυσσέα μελετώντας. |
15 | Και μπήκε μες στο θάλαμο το λαμπροδουλεμένο, που κόρη με όψη κι ομορφιά θεόμοιαστη κοιμόταν, η Ναυσικά, του αντρόψυχου του Αλκίνου η θυγατέρα. Σιμά 'τανε δυό κοπελιές χαριτοστολισμένες, στα πλάγια θύρας σφανταχτής με τα κλεισμένα φύλλα. |
20 | Σάν αγεράκι χύθηκε στην κλίνη της παρθένας, και στάθηκε αποπάνω της και μίλησέ της κι είπε, της θυγατέρας μοιάζοντας του θαλασσακουσμένου του Δύμαντα, που ομήλικη την είχε κι ακριβή της. Μ' αυτής την όψη μίλησε η θεά η γαλανομάτα· |
25 | «Οκνή μαθές, ώ Ναυσικά, σε γέννησε η μανούλα, και κάθουνται ασυγύριστα τα λαμπερά σου ρούχα. Μα αγγίζει ο γάμος, που όμορφα κι εσύ να βάλης πρέπει, να δώσης για να βάλουνε κι εκείνοι που σε πάρουν. Αυτά δά φέρνουν όνομα καλό στον κόσμο μέσα, |
30 | που κι ο γονιός τα χαίρεται κι η βλογημένη η μάνα. Μόν' πάμε πια να πλύνουμε η αυγή καθώς χαράξη. Θά 'ρθω κι εγώ να δώσω σου βοήθεια, να προφτάξης να τοιμαστής, γιατί πολύ δε μνήσκεις πια παρθένα, παρ' από τώρα οι διαλεχτοί της χώρας τώ Φαιάκων |
35 | γυρεύουνέ σε, που κι εσύ μ' αυτούς μαζί μετριέσαι. Μόνε έλα, βάλ' το δοξαστό γονιό σου την αυγούλα, τα ζά να παραγγείλη αυτός, κι αμάξι που να πάρη τις ζώνες, τα φορέματα και τα λαμπρά τα χράμια. Κάλλιο κι εσύ μ' αυτά να πάς, παρά να περπατήξης, |
40 | τί βρίσκουνται τα πλυσταριά πολύ μακριά απ' τη χώρα.» |
Αυτά σαν είπε, μίσεψε η θεά η γαλανομάτα στον Όλυμπο, που των θεών είναι καθέδρα στέρια, τί μήτε άνεμοι τη φυσούν, μήτε βροχή τη δέρνει, και μήτε χιόνι αγγίζει την, παρά καθάριο αγέρι |
|
45 | απλώνεται ασυννέφιαστο, και φώς λευκό τη λούζει· κεί μέσα αιώνια χαίρουνται οι αθάνατοι. Εκεί πήγε της κόρης σάνε μίλησε η θεά η γαλανομάτα. |
Κι ήρθε η Αυγή η καλόθρονη και σήκωσ' απ' την κλίνη τη λαμπροφόρα Ναυσικά, που τ' όνειρο θυμόταν, και θάμαζε. Και κίνησε μες στα παλάτια αμέσως |
|
50 | να το μηνύση του ακριβού γονιού της και της μάνας, Βρήκε τη μάνα στη γωνιά σιμά στις παρακόρες, κι έκλωθε νήμα πορφυρί· τον κύρη είδε παρόξω, στους βασιλέους σαν πήγαινε τους δοξαστούς, που κάναν βουλή, και τον καλούσανε οι Φαίακες οι λεβέντες. |
55 | Και στάθηκε στον ακριβό γονιό κοντά και του 'πε· |
«Καλέ μου κύρη, έν' αψηλό δε θα μου βρής αμάξι μ' όμορφες ρόδες, τα λαμπρά φορέματα να πάρω, που λερωμένα κοίτουνται, στο ρέμα να τα πλύνω; |
|
60 | Εσένα του ίδιου πρέπει σου, σαν πρώτος των μεγάλων, μες στις βουλές να κάθεσαι με ρούχα ολοκαθάρια. Έχεις και πέντε καλογιούς μαζί σου στο παλάτι, δυό παντρεμένους, κι άλλους τρείς, της ώρας παλληκάρια, που πάντα θένε νιόπλυτα για τους χορούς που πάνε· |
65 | εγώ όλα αυτά τα νοιάζουμαι και τα γυρνώ στο νου μου.» |
Είπε του κύρη· ντράπηκε να ξεστομίση λόγο για γλυκό γάμο· όμως αυτός τη νιώθει και της κρένει· |
|
«Και τα μουλάρια μου έπαρε, κι ό,τι άλλο θές, παιδί μου, και σύρε· αμάξι οι παραγιοί θα σου αρματώσουν τώρα, |
|
70 | μ' όμορφες ρόδες, αψηλό, και με κασόνι απάνω.» |
Αυτά σαν είπε, πρόσταξε τους παραγιούς, που ακούσαν, κι αμάξι του αρματώσανε με τις καλές τις ρόδες, και τα μουλάρια στο ζυγό τα βάλανε και ζέψαν. Φέρνει απομέσα η κορασιά τ' αστραφτερά τα ρούχα, |
|
75 | κι απάς στο καλοτόρνευτο τ' αμάξι τα φορτώνει· της βάζει η μάνα λιμπιστό φαγί μες σε κανίστρι, λογής λιγούδια, και κρασί μέσα σ' ασκί τραγήσο, Τότες η κόρη ανέβηκε στ' αμάξι, κι η μανούλα ως και ροΐ της έδωσε χρυσό, γεμάτο λάδι, |
80 | με τις κοπέλες της μαζί ν' αλείψη το κορμί της, Και παίρνει το μαστίγι αυτή και τα λουριά τα ωραία, δίνει βιτσιά των μουλαριών και ξεκινούν με κρότο, κι όλο τραβάνε φέρνοντας τα ρούχα και την κόρη, όχι μονάχη· οι κοπελιές περπάταγαν κατόπι. |
85 | Και φτάσανε στου ποταμιού το ρέμα το πανώριο, βρήκαν αστείρευτα νερά για πλύση, που αναβρύζαν λαμπρά, και που τα πιο λερά σκουτιά θα καθαρίζαν· και τα μουλάρια ξέζεψαν και ξέλυσαν εκείνες σιμά στο χόχλιο ποταμό, να βόσκουν και να τρώνε |
90 | την αγριάδα τη γλυκειά. Σηκώσαν απ' τ' αμάξι τα ρούχα, και βουτώντας τα μες στα νερά τα σκούρα, γοργά και με συνερισιά στους λάκκους τα πατούσαν, Και σαν τα πλύναν κι έβγαλαν κάθε λερό σημάδι, πήγαν αράδα τ' άπλωσαν απάνω στ' ακρογιάλι, |
95 | κεί που τις πέτρες λεύκαινε πάς στη στεριά το κύμα, Και σάνε λούστηκαν κι αυτές κι αλείφτηκαν με λάδι, καθίσανε και γεύτηκαν στου ποταμού τους όχτους, μες στη λιακάδα αφήνοντας τα ρούχα να στεγνώσουν. Και σα χαρήκανε θροφή, κι αυτή κι οι παρακόρες, |
100 | βγάλαν τις μπόλιες κι έπαιξαν τη σφαίρα ανάμεσό τους. Κι η ασπροχέρα η Ναυσικά τους γλυκοτραγουδούσε. Πώς η σαϊτεύτρα η Άρτεμη, στις ράχες ροβολώντας του θεόρατου Ταΰγετου, ή στου Ερύμανθου τα όρη, βρίσκει χαρά σ' αγριόχοιρους και στα γοργά τα λάφια, |
105 | κι οι νύφες των δεντρότοπων, του Δία οι θυγατέρες, μαζί της παίζουν, κι η Λητώ τηράει κι αναγαλλιάζει, ως τόσο εκείνη πιο αψηλά κρατάει την όψη απ' όλες, που γλήγορα ξανοίγεις την, άν κι όλες ώριες είναι· έτσι και τώρα σφάνταζε η παρθένα μες στις άλλες. |
110 | Τήν ώρα όμως που θέλοντας στο σπίτι να γυρίση, ξανάζεψε, και δίπλωσε τα λαμπερά σκουτιά της, άλλο στο νου της έβαλε η θεά η γαλανομάτα, πως ο Οδυσσέας να σηκωθή, να δή την ώρια κόρη, και να τον προβοδώση αυτή στη χώρα τώ Φαιάκων. |
115 | Σφαίρα σε μιά της κοπελιά πετάει η βασιλοπούλα, μα αστόχησε, και στο βαθύ την έρριξε ποτάμι. Φωνή τότε όλες σέρνουνε, ξυπνάει ο Οδυσσέας, μισοσηκώνεται, κι αυτά στο νου του διαλογιέται· |
«Αλλοίς μου, και σε τί λογής ανθρώπων να ήρθα χώρα; | |
120 | να 'ναι άραγες ασύστατοι κι αδικοπράχτες κι άγριοι, ή να 'χουνε φιλοξενιά και θεοφοβιά στο νου τους; Σάν κοριτσιών ψιλή φωνή στ' αυτιά μου να βουΐζη, σα νύφες, που έχουν κατοικιά ψηλά στα κορφοβούνια, και στις πηγές των ποταμών και στα χλωρά λιβάδια. |
125 | Ή να 'μαι μέσα σε θνητούς που ανθρώπινα λαλούνε; Άς πάω μονάχος μου να δώ και να καλοξετάσω.» |
Και βγήκε απ' τα χαμόδεντρα ο μέγας ο Οδυσσέας, κι από το δάσο το πηχτό με τη βαρειά του χέρα κόβει πολύφυλλο κλωνί τη γύμνια του να κρύψη. |
|
130 | Και σα λιοντάρι χούμιξε βουνόθρεφτο, που ξέρει τη δύναμη του, που βροχή κι ανέμους δε φοβάται, μόνο με μάτια φλογερά βόδια κι αρνιά ζυγώνει, ή τ' αγριολάφια κυνηγάει· για και σε στέρια μάντρα η πείνα του θα το 'σπρωχνε τα πρόβατα ν' αρπάξη· |
135 | έτσι στις ωριοπλέξουδες κοπέλες ο Οδυσσέας ερχόταν, άν κι ολόγυμνος, τί ανάγκη τον τραβούσε. Σκιάζονται αυτές στην όψη του τη θαλασσοδαρμένη, και λαφιασμένες στου γιαλού σκορπιένται τις ακρούλες· μονάχα η κόρη απόμεινε του Αλκίνου, τί στα στήθια |
140 | θάρρος της έβαλ' η θεά, και πήρε της το φόβο. Αγνάντια στάθη ασάλευτη· κι εκείνος διαλογιόταν, ν' αγγίξη της τα γόνατα της νέας και να προσπέση, για από μακρόθε με γλυκά να τη ρωτήξη λόγια που πέφτει η χώρα, και σκουτιά συνάμα να γυρέψη. |
145 | Και συφερώτερο έκρινε να την παρακαλέση απομακρόθε στέκοντας με τα γλυκά τα λόγια, μην πειραχτή άν της άγγιζε τα γόνατα ο Δυσσέας, Κι αμέσως στοχαζούμενα γλυκομιλώντας κρένει· |
«Προσπέφτω σου, ώ βασίλισσα, θνητή για αθάνατη είσαι· | |
150 | άν είσαι απ' τις αθάνατες που κατοικούν τα ουράνια, παρόμοια με την Άρτεμη, του μέγα Δία την κόρη, στην όψη και στ' ανάστημα και στη μορφή σε κρίνω· άν είσαι πάλε απλή θνητή, του κόσμου κατοικήτρα, καλότυχοι, κι ο κύρης σου κι η βλογημένη η μάνα, |
155 | καλότυχα τ' αδέρφια σου, που πάντα στην ψυχή τους περίσσιας γίνεσαι αφορμή χαράς,και καμαρώνουν τέτοιο βλαστάρι σα θωρούν μες στους χορούς να μπαίνη. Μα ακόμα πιο καλότυχος απ' όλους είν' εκείνος, που βγή στα δώρα νικητής, και ταίρι του σε πάρη. |
160 | Τί σαν κι εσένα άλλο θνητό τα μάτια μου δεν είδαν, άντρα ή γυναίκα· θαμασμός με πιάνει σαν θωρώ σε. Τέτοια στη Δήλο, στο βωμό του Απόλλωνα το πλάγι, νιοβλάσταρη είδα φοινικιά κάποτε να φουντώνη· τί κι αποκείθε πέρασα με λαό πολύ μαζί μου, |
165 | παίρνοντας δρόμο που ήτανε γραφτό να με παθιάση. Και καθώς τότες σάστισα τη φοινικιά σαν είδα, τί τέτοιο από τη γής δεντρί ποτές δε βλάστησε άλλο, τώρα μ' εσένα, ώ κορασιά, θαμάζω και σαστίζω, κι όσο άν πονώ, τα γόνατα φοβάμαι να σου αγγίξω. |
170 | Είκοσι μέρες ως τα χτές στα μαύρα ήμουν πελάγη, που ανέμοι και άγρια κύματα με σέρναν ολοένα απ' το νησί της Ωγυγίας· κι εδώ με ρίχνει η μοίρα να πάθω κι άλλα· τί θαρρώ δεν έπαψαν ακόμα, μόνε οι θεοί κι άλλες πολλές φουρτούνες μου τοιμάζουν. |
175 | Σπλαχνίσου με, ώ βασίλισσα, που εσένα πρώτη βλέπω, κατόπι μύρια βάσανα, κι άλλο άνθρωπο κανένα απ' όσους κατοικούν αυτόν τον τόπο δε γνωρίζω. Τή χώρα δείξε μου, και δός κουρέλι να φορέσω, άν έχης ρουχοτύλιγμα μαζί σου εδώ φερμένο. |
180 | Κι εσένα οι θεοί να δώσουνε ό,τι ζητάει η ψυχή σου, άντρα και σπίτι και καλή καρδιά αναμεταξύ σας, που άλλο στη γής καλύτερο και πιο λαμπρό δεν είναι, παρά μιά γνώμη να 'χουνε γυναίκα κι άντρας πάντα στο σπίτι, να λυπούνται οχτροί, να καμαρώνουν φίλοι, |
185 | και το καλό τους τ' όνομα να συχνακούνε εκείνοι.» |
Κι η ασπροχέρα η Ναυσικά του απολογήθη κι είπε· «Ξένε, που μήτε ασύστατος μήτε κακός δε δείχνεις, — στον κόσμο την καλοτυχιά μοιράζει την ο Δίας και σε καλούς και σε κακούς, του καθενού όπως θέλει· |
|
190 | κι εσένα αυτά που σου 'δωσε χρωστάς να τα ποφέρνης. Ως τόσο μιά και πάτησες σ' ετούτη μας τη χώρα, δε θα σου λείψη φορεσά μήτ' άλλο που ταιριάζει σε παθιασμένον που έρχεται με θερμοπαρακάλα. Τήν πόλη θα σου δείξω εγώ, και ποιοί εδώ ζούν θα μάθης. |
195 | Αυτή την πολιτεία και γής οι Φαίακες την έχουν, κι εγώ είμαι του τρανόψυχου του Αλκίνου θυγατέρα, που απ' αυτόνε η δύναμη κρεμιέται τώ Φαιάκων.» |
Είπε, και τις ωριόμαλλες φωνάζει παρακόρες· «Σταθήτε, ώ κοπελιές· γιατί σε όψη αντρού σκορπιέστε; |
|
200 | ή τάχα φοβηθήκατε πως είναι οχτρός ετούτος; Δέ ζή στον κόσμο ο άνθρωπος, κι ούτε ποτές θα υπάρξη που θα 'ρθη εδώ τον πόλεμο στους Φαίακες να φέρη· γιατί εμάς οι αθάνατοι πολύ μάς αγαπάνε, Απόμακρα στου πέλαγου την άκρη κατοικάμε, |
205 | και με τα μάς άλλοι θνητοί δε σμίγουν εδώ πέρα. Άν ήρθε αυτός ο δύστηνος μες στα πλανέματά του, να τον δεχτούμε πρέπει μας, γιατί ο Δίας μάς στέλνει φτωχούς και ξένους· λιγοστό, μα αγαπητό 'ναι δώρο. Μόν' δόστε του, κοπέλες μου, φαΐ πιοτό του ξένου, |
210 | και στο ποτάμι λούστε τον, σε απάνεμο έναν τόπο.» |
Είπε, και στάθηκαν αυτές, φώναξε η μιά την άλλη, και το Δυσσέα σε γωνιά συμμαζεμένη πήραν, σαν που είπε του τρανόψυχου του Αλκίνου η θυγατέρα· βάλαν σιμά του φορεσιά, χιτώνα και χλαμύδα, |
|
215 | του δώσαν λάδι σταλαχτό σε ροΐ μαλαματένιο, και τον καλέσανε να μπή και να λουστή στο ρέμα. Κι ο μέγας Οδυσσέας εκεί στις παρακόρες κρένει· |
«Μακριά σταθήτε, ώ κοπελιές, μονάχος μου να πλύνω την άρμη από τους ώμους μου, και ν' αλειφτώ με λάδι, |
|
220 | που λάδωμα πολύν καιρό δεν είδε το κορμί μου. Μπρός σας εγώ δε λούζουμαι, γιατί ντροπής μου θα 'ναι σιμά σε ομορφοπλέξουδες να γυμνωθώ κοπέλες.» |
Κι αυτές αποτραβήχτηκαν, και το είπαν της παρθένας. Και στο ποτάμι πλένονταν ο μέγας Οδυσσέας, |
|
225 | ξαρμίζοντας τη ράχη του και τους πλατιούς τους ώμους, κι απ' το κεφάλι τρίβοντας της θάλασσας την άχνη. Και σάνε λούστηκε καλά κι αλείφτηκε με λάδι, και τα σκουτιά που του 'δωσε η παρθένα σάνε 'ντύθη, του Δία η γέννα, η Αθηνά τον έκαμε να δείχνη |
230 | σαν πιο μεγάλος και παχύς, κι από την κεφαλή του ώρια κρεμιόντανε σγουρά, που μοιάζανε ζουμπούλια, Και σαν που χύνει μάλαμα στο ασήμι άντρας τεχνίτης, που ο Ήφαιστος τον έμαθε κι η Αθηνά από τέχνη, και δίνει χάρη στα έργα του, παρόμοια του περέχα |
235 | τους ώμους και την κεφαλή με περισσή μιά χάρη. Πήγε έπειτα και κάθισε στης θάλασσας την άκρη, στράφτοντας χάρες κι ομορφιές· τον θάμασε η παρθένα, και πρός τις ωριοπλέξουδες κόρες γυρνάει και κρένει· |
«Ακούστε με, ώ ασπρόχερες κοπέλες, τί σάς κρένω· | |
240 | στους Φαίακες τους θεόμοιαστους δεν ήρθε αυτός ο άντρας χωρίς να το θελήσουνε οι αθάνατοι του Ολύμπου· σαν τον πρωτόειδα φάνηκε φτωχός και τιποτένιος, μα τώρα μοιάζει των θεών που κατοικούν τα ουράνια. Μακάρι τέτοιος να 'βγαινε κι ο άντρας ο δικός μου, |
245 | και να 'στεργε στον τόπο αυτό μ' εμάς να λημεριάζη. Μα δώστε του, κοπέλες μου, φαΐ πιοτό του ξένου.» |
Κι αυτες ακούν τα λόγια της και κάνουν καθώς είπε, κι αμέσως παραθέτουνε φαΐ πιοτό σιμά του. Κι έτρωγε κι έπινε αρπαχτά ο πολύπαθος Δυσσέας, |
|
250 | τί είχε πολύν καιρό θροφή στο στόμα του να βάλη. |
Και τότες άλλο η Ναυσικά η ασπρόχερη σοφίστη· διπλώνει, βάζει μες στ' ωριό τ' αμάξι τα σκουτιά της, ζεύει τα δυνατόνυχα μουλάρια, κι ανεβαίνει, παρακινώντας τον τρανό Οδυσσέα μ' αυτά τα λόγια· |
|
255 | «Σήκω, να πάμε τώρα εμείς στη χώρα, να σε φέρω στου κύρη μου του φρόνιμου τ' αρχοντικό, τους πρώτους από τους Φαίακες εκεί να δής και να γνωρίσης. Μα κάμε ό,τι σου λέω εγώ· θαρρώ πως κόφτει ο νούς σου· όσο χωράφια ή χτήματα περνούμε των ανθρώπων, |
260 | εσύ να γοργοπερπατάς πίσω από ζά κι αμάξι, με τις κοπέλες· τότε εγώ το δρόμο θα σάς δείχνω, στη χώρα ως να ζυγώσουμε, που έχει τειχιά πυργάτα τριγύρω της, και δυό καλά λιμάνια από τα πλάγια, και που έχει τη μπασιά στενή, κι από τις δυό προβάλλουν |
265 | τα πλοία, που καθένα τους έχει σκεπή δική του. Κεί πέρα, γύρω του λαμπρού του Ποσειδειού, θα δούμε την αγορά, με γωνιακές βαθιά χωσμένες πέτρες στρωμένη· τ' άρμενα αυτουδά των καραβιώνε φτιάνουν, τις γούμενες και τα πανιά, και ξύνουν τα κουπιά τους· |
270 | τί οι Φαίακες δεν αγαπούν σαγίτες και δοξάρια, μόνε κατάρτια και κουπιά και πλοία καλοφτιασμένα, που χαίρουνταί τα, τους αφρούς της θάλασσας περνώντας. Τρέμω τη γλώσσα τους, κανείς άν τύχη και με κρίνη, τί έχουν περίσσια αδιαντροπιά πολλοί τους μες στη χώρα, |
275 | κι ένας τους πρόστυχος μπορεί να πή αγναντεύοντάς μας· «Ποιός είν' αυτός που ακολουθάει τη Ναυσικά ο ξένος, ο ώριος κι ο τρανός; και που τον βρήκε; δίχως άλλο τον παίρνει· ή πρέπει να 'πεσε με πλοίο, ή ξωμερίτης και τόνε δέχτηκε, τί αυτός της γειτονιάς δεν είναι· |
280 | ίσως και παρακάλεσε θεό, και της κατέβη απ' τα ουράνια, σύγκλινη για πάντα να την έχη. Κάλλιο που πήγε κάπου αλλού γαμπρό της να διαλέξη, γιατί αψηφάει τους Φαίακες εδώ τους συντοπίτες, που μύριοι τήνε γύρεψαν κι από τους πιο μεγάλους.» |
285 | Αυτά θα πούνε, και ντροπής εγώ θα τα 'χω αλήθεια. Μα κι άλλη τέτοια να 'κανε, θα την κατηγορούσα, που έρχεται δίχως φιλική και τώ γονιών της γνώμη, κι άντρες ζητάει πρί να γενή φανερωμένος γάμος. Άκου με, ώ ξένε, κι έρχου εσύ, άν θές από τον κύρη |
290 | στον τόπο σου προβόδημα, και γλήγορο ταξίδι. Στό δρόμο θα 'βρης το λαμπρό της Αθηνάς το δάσο, λεύκες μ' ανάβρυσμα νερού, κι ολόγυρα λιβάδι· εκεί 'ναι του γονιού μου η γής και τ' ανθοπεριβόλια· από τη χώρα ως εκειδά μπορείς βουητό ν' ακούσης, |
295 | Κάθισ' εκεί και πρόσμενε να φτάσουμε στη χώρα, και μέσα να κατέβουμε στα γονικά μου σπίτια. Και πια σαν πής πως είμαστε φτασμένοι εμείς στα σπίτια, τότες ξεκίνα κατακεί και ρώτα τους διαβάτες, που 'ναι του μεγαλόκαρδου του Αλκίνου τα παλάτια, |
300 | Εύκολα βρίσκουνται· παιδί μπορεί να σου τα δείξη· τί τ' άλλα δε χτιστήκανε τα σπίτια των Φαιάκων, σαν που χτιστήκαν του ήρωα του Αλκίνου τα παλάτια. Και σα βρεθής στο πρόσπιτο και στην αυλή, προχώρα μες στα παλάτια γλήγορα, τη μάνα ν' αντικρύσης |
305 | που κάθεται πρός τη γωνιά, μες στης φωτιάς το φέγγος, και κλώθει πορφυρί μαλλί, που να το δής θαμάζεις, στο στύλο ακουμπισμένη αυτή, κι οι δούλες πίσωθέ της. Εκεί στημένος βρίσκεται και του γονιού μου ο θρόνος, που πίνοντας θα κάθεται με αθάνατο παρόμοιος. |
310 | Πέρασ' τον, και στα γόνατα της μάνας βάλε χέρια, άν θές να σου 'ρθη γλήγορα του γυρισμού σου η μέρα, και να σου ανοίξη την καρδιά, κι άς είναι η γής σου αλάργα, Τί μιάς κι η μάνα μέσα της σε συμπονέση, ξέρε πως τους δικούς σου θένα δής, και γλήγορα θα φτάσης |
315 | στο σπίτι το καλόχτιστο και στη γλυκειά πατρίδα.» |
Είπε, και χτύπησε τα ζά με το λαμπρό μαστίγι· κι αυτά μεμιάς αφήσανε του ποταμού το ρέμα, και πήραν δρόμο ταχτικά, και τρέχανε με τάξη. Κι αυτή κυβέρνα ταχτικά, σαλεύοντας αγάλια |
|
320 | του μαστιγιού της το λουρί, για να προφταίνουν πίσω οι δούλες κι ο Οδυσσέας πεζοί· και βασιλεύει ο ήλιος, και φτάνουνε στης Αθηνάς το δοξασμένο δάσος. Ο θεϊκός Δυσσέας εκεί κάθισε. Και σε λίγο στην κόρη προσευκήθηκε του τρισμεγάλου Δία· |
«Τού Δία του αιγιδόσκεπου αδάμαστη εσύ κόρη, | |
325 | συνάκουσε με τώρα, εσύ που άλλοτες αρνιόσουν ν' ακούσης με, σα δέρνομουν από τον Κοσμοσείστη· και κάνε οι Φαίακες σπλαχνιά κι αγάπη να μου δείξουν,» |
Τήν προσευκή συνάκουσε η Αθηνά η Παλλάδα, μα δεν του φανερώνουνταν ομπρός του, τί φοβόταν |
|
330 | το γονικό της αδερφό· βαριά ήταν χολωμένος με το θεϊκό Οδυσσέα αυτός, στον τόπο του ως να φτάση. |