ΙΛΙΑΔΟΣ  -  ΡΑΨΩΔΙΑ  Κ΄

(στίχοι  : 119-239)

[Μετάφραση : ΙΑΚΩΒΟΥ  ΠΟΛΥΛΑ]

 

 

Και ο Αγαμέμνων προς αυτόν: «Άλλες φορές, ω γέρε,

πρώτος σ’ επαρακίνησα, εσύ να τον ελέγξης,

διότι αργεί πολλές φορές, να εργάζεται δεν θέλει.

Μωρός δεν είναι, ούτε οκνηρός. Όμως σ’ εμέ προσβλέπει

και περιμένει την αρχήν εγώ να κάμω πρώτος.

Αλλά τώρα μ’επρόλαβε κι ήλθε να μ’ έβρη πρώτος

και αυτός τους άνδρες που ζητείς εστάλη να καλέση.

Πηγαίνωμε. Εις τους φύλακες, όπου φρουρούν στες πύλες,

θα τους εβρούμεν, ότι αυτού να συναχθούν τους είπαν.

 

 

 

τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπεν ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων·

 

ὦ γέρον ἄλλοτε μέν σε καὶ αἰτιάασθαι ἄνωγα· 

πολλάκι γὰρ μεθιεῖ τε καὶ οὐκ ἐθέλει πονέεσθαι

οὔτ᾽ ὄκνῳ εἴκων οὔτ᾽ ἀφραδίῃσι νόοιο,

ἀλλ᾽ ἐμέ τ᾽ εἰσορόων καὶ ἐμὴν ποτιδέγμενος ὁρμήν.                                                                            

νῦν δ᾽ ἐμέο πρότερος μάλ᾽ ἐπέγρετο καί μοι ἐπέστη·

τὸν μὲν ἐγὼ προέηκα καλήμεναι οὓς σὺ μεταλλᾷς.

 

ἀλλ᾽ ἴομεν· κείνους δὲ κιχησόμεθα πρὸ πυλάων

ἐν φυλάκεσσ᾽, ἵνα γάρ σφιν ἐπέφραδον ἠγερέθεσθαι.

 

 

Και ο Νέστωρ ο Γερήνιος απάντησέ του κι είπε:

 

«Τότε κανείς των Αχαιών δεν θα τον παρακούση

και θα ενεργήση αγόγγυστα την κάθε προσταγήν του.».

 

τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ·

 

οὕτως οὔ τίς οἱ νεμεσήσεται οὐδ᾽ ἀπιθήσει

Ἀργείων, ὅτε κέν τιν᾽ ἐποτρύνῃ καὶ ἀνώγῃ.        130

 

 

Είπε και περιέβαλε το στήθος με χιτώνα,

στα λαμπρά πόδια πέδιλα προσέδεσεν ωραία,

επανωφόρι πορφυρό περόνησε στους ώμους

διπλό, μακρύ, με τρυφερό και φουντωμένο χνούδι,

κοντάρι επήρε δυνατό μ’ ακονισμένην λόγχην,

κι εκίνησε των Αχαιών προς τα γοργά καράβια.

ὣς εἰπὼν ἔνδυνε περὶ στήθεσσι χιτῶνα,

ποσσὶ δ᾽ ὑπὸ λιπαροῖσιν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα,

ἀμφὶ δ᾽ ἄρα χλαῖναν περονήσατο φοινικόεσσαν

διπλῆν ἐκταδίην, οὔλη δ᾽ ἐπενήνοθε λάχνη.

εἵλετο δ᾽ ἄλκιμον ἔγχος ἀκαχμένον ὀξέϊ χαλκῷ,

βῆ δ᾽ ἰέναι κατὰ νῆας Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων.

 

 

Και πρώτον τον ισόπαλον στην γνώσιν προς τον Δία,

τον Οδυσσέα σήκωσεν ο Νέστωρ απ’ τον ύπνον

με την φωνήν και τον αχόν ως άκουσεν εκείνος,

πετάχθη μέσ’ απ’ την σκηνήν και προς εκείνους είπε:

 

πρῶτον ἔπειτ᾽ Ὀδυσῆα Διὶ μῆτιν ἀτάλαντον

ἐξ ὕπνου ἀνέγειρε Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ

φθεγξάμενος· τὸν δ᾽ αἶψα περὶ φρένας ἤλυθ᾽ ἰωή,

ἐκ δ᾽ ἦλθε κλισίης καί σφεας πρὸς μῦθον ἔειπε·  140

 

 

«Διατί στα πλοί’ ανάμεσα και στον στρατόν γυρνάτε

την νύκτα μόνοι, τ’ είναι αυτό που τόσο σας βιάζει;»

 

Και ο Νέστωρ είπε προς αυτόν: «Πολύτεχνε Οδυσσέα,

μη μας ελέγχεις. Συμφορά στενοχωρεί μεγάλη

τους Αχαιούς. Στέρξε και συ να μας ακολουθήσης,

και άλλους να σηκώσουμε καλούς, να δώσουν γνώμην

εις τα συμβούλια, την φυγήν να εκλέξωμε ή την μάχην.».

τίφθ᾽ οὕτω κατὰ νῆας ἀνὰ στρατὸν οἶοι ἀλᾶσθε

νύκτα δι᾽ ἀμβροσίην, ὅ τι δὴ χρειὼ τόσον ἵκει;

τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ·

διογενὲς Λαερτιάδη πολυμήχαν᾽ Ὀδυσσεῦ

μὴ νεμέσα· τοῖον γὰρ ἄχος βεβίηκεν Ἀχαιούς. 145

ἀλλ᾽ ἕπε᾽, ὄφρα καὶ ἄλλον ἐγείρομεν ὅν τ᾽ ἐπέοικε

βουλὰς βουλεύειν, ἢ φευγέμεν ἠὲ μάχεσθαι.

 

 

Και τότ’ επήρε απ’ την σκηνήν την εύμορφήν του ασπίδα

ο Οδυσσεύς κι εκίνησε μ’ αυτούς. Κι επήγαν πρώτα

εις τον Τυδείδην κι εύρηκαν αυτόν με τ’ άρματά του

έξω στο πλάγι της σκηνής. Και γύρω οι σύντροφοί του

κοιμώνταν με προσκέφαλα τες φωτεινές ασπίδες.

Κι είχαν ολόρθα στυλωτά στο χώμα τα κοντάρια,

και πέρα οι λόγχες έλαμπαν ως αστραπή του Δία.

Επάνω εις δέρμα ταύρινον ο ήρως εκοιμόνταν

κι έκλινε επάνω εις τάπητα λαμπρόν την κεφαλήν του.

Τον σίμωσε κι εσήκωσεν ο Νέστωρ με το πόδι

κινώντας τον και φανερά τον έλεγξε και του’πε:

 

ὣς φάθ᾽, ὃ δὲ κλισίην δὲ κιὼν πολύμητις Ὀδυσσεὺς

ποικίλον ἀμφ᾽ ὤμοισι σάκος θέτο, βῆ δὲ μετ᾽ αὐτούς.

βὰν δ᾽ ἐπὶ Τυδεΐδην Διομήδεα· τὸν δὲ κίχανον      

ἐκτὸς ἀπὸ κλισίης σὺν τεύχεσιν· ἀμφὶ δ᾽ ἑταῖροι

εὗδον, ὑπὸ κρασὶν δ᾽ ἔχον ἀσπίδας· ἔγχεα δέ σφιν

ὄρθ᾽ ἐπὶ σαυρωτῆρος ἐλήλατο, τῆλε δὲ χαλκὸς

λάμφ᾽ ὥς τε στεροπὴ πατρὸς Διός· αὐτὰρ ὅ γ᾽ ἥρως

εὗδ᾽, ὑπὸ δ᾽ ἔστρωτο ῥινὸν βοὸς ἀγραύλοιο,   155

αὐτὰρ ὑπὸ κράτεσφι τάπης τετάνυστο φαεινός.

τὸν παρστὰς ἀνέγειρε Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ,

λὰξ ποδὶ κινήσας, ὄτρυνέ τε νείκεσέ τ᾽ ἄντην·

 

 

«Σήκ’, ω Τυδείδη. Ολονυκτίς τον ύπνον θ’ απανθίζης;

Οι Τρώες, ξεύρες, κάθονται στον όχθον του πεδίου

και από τα πλοία διάστημα μικρό τους διαχωρίζει.».

ἔγρεο Τυδέος υἱέ· τί πάννυχον ὕπνον ἀωτεῖς;

οὐκ ἀΐεις ὡς Τρῶες ἐπὶ θρωσμῷ πεδίοιο           160

εἵαται ἄγχι νεῶν, ὀλίγος δ᾽ ἔτι χῶρος ἐρύκει;

 

 

Είπε. Και κείνος γρήγορα πετάχθηκε απ’ τον ύπνον,

σ’ αυτόν εστράφη κι έλεγεν: «Είσαι σκληρός, ω γέρε.

Από τον κόπον συ ποτέ δεν παύεις. Μη δεν ήσαν

άλλοι νεώτεροι Αχαιοί, που ολόγυρα ημπορούσαν

να υπάγουν απ’ τους βασιλείς καθέναν να ξυπνήσουν;

Αλλ’ είσαι ακαταδάμαστος τωόντι, γέροντά μου.».

ὣς φάθ᾽, ὃ δ᾽ ἐξ ὕπνοιο μάλα κραιπνῶς ἀνόρουσε,

καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·

σχέτλιός ἐσσι γεραιέ· σὺ μὲν πόνου οὔ ποτε λήγεις.

οὔ νυ καὶ ἄλλοι ἔασι νεώτεροι υἷες Ἀχαιῶν      165

οἵ κεν ἔπειτα ἕκαστον ἐγείρειαν βασιλήων

πάντῃ ἐποιχόμενοι; σὺ δ᾽ ἀμήχανός ἐσσι γεραιέ.

 

 

Και ο Νέστωρ είπε προς αυτόν: «Τα λόγια σου, παιδί μου

ευρίσκω ορθά και φρόνιμα. Κι εγώ τέκνα γενναία

έχω, και πλήθος άλλο ανδρών υπάρχει, και από τόσους

κάποιος θα επήγαινεν ευθύς τους αρχηγούς να φέρη.

Αλλά δεινή στενοχωρεί τους Αχαιούς ανάγκη.

Ότι από τρίχα κρέμεται στην ώραν που μιλούμε

όλ’ οι Αχαιοί ν’αφανισθούν ή να’βρουν σωτηρίαν.

Αλλά τον ταχύν Αίαντα και τον Φυλεϊδην άμε

να φέρεις ως νεώτερος, και αν με λυπήσαι, ως είπες.».

τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ·

ναὶ δὴ ταῦτά γε πάντα φίλος κατὰ μοῖραν ἔειπες.

εἰσὶν μέν μοι παῖδες ἀμύμονες, εἰσὶ δὲ λαοὶ        170

καὶ πολέες, τῶν κέν τις ἐποιχόμενος καλέσειεν·

ἀλλὰ μάλα μεγάλη χρειὼ βεβίηκεν Ἀχαιούς.

νῦν γὰρ δὴ πάντεσσιν ἐπὶ ξυροῦ ἵσταται ἀκμῆς

ἢ μάλα λυγρὸς ὄλεθρος Ἀχαιοῖς ἠὲ βιῶναι.

ἀλλ᾽ ἴθι νῦν Αἴαντα ταχὺν καὶ Φυλέος υἱὸν     175

ἄνστησον· σὺ γάρ ἐσσι νεώτερος· εἴ μ᾽ ἐλεαίρεις.

 

 

Και ο ήρως λεοντοτόμαρο πυρρό, μακρύ στους ώμους

έριξε, το κοντάρι του επήρε, και πηγαίνει,

και όθ’ εκοιμόνταν σήκωσε τους δύο πολεμάρχους

και όταν συναπαντήθηκαν στον λόχον των φυλάκων,

δεν εύρηκαν τους αρχηγούς εκείνων να κοιμώνται,

αλλά να κάθωντ’ άγρυπνοι με τ’ άρματά τους όλοι.

 

ὣς φάθ᾽, ὃ δ᾽ ἀμφ᾽ ὤμοισιν ἑέσσατο δέρμα λέοντος

αἴθωνος μεγάλοιο ποδηνεκές, εἵλετο δ᾽ ἔγχος.

βῆ δ᾽ ἰέναι, τοὺς δ᾽ ἔνθεν ἀναστήσας ἄγεν ἥρως.

οἳ δ᾽ ὅτε δὴ φυλάκεσσιν ἐν ἀγρομένοισιν ἔμιχθεν,  

οὐδὲ μὲν εὕδοντας φυλάκων ἡγήτορας εὗρον,

ἀλλ᾽ ἐγρηγορτὶ σὺν τεύχεσιν εἵατο πάντες.

 

 

Κι ως σκύλοι οπού κακονυκτούν μέσα εις αυλήν προβάτων,

ως άκουσαν το ατρόμητο θεριό να κατεβαίνει

από τον λόγγον. Χλαλοήν τότε δι’ αυτό σηκώνουν

άνδρες και σκύλοι και απ’ αυτούς εχάθη ο γλυκύς ύπνος.

Όμοια κι εκείνοι ακοίμητοι την νύκτ’ αδημονούσαν

φυλάγοντας, κι εστρέφοντο στην άντικρυ πεδιάδα

μήπως ακούσουν κάπουθε να ορμήσουν ξάφνου οι Τρώες.

Άμα τους είδ’ εχάρηκεν ο γέρος και τους είπε

να τους θαρρύνει: «Αγαπητά παιδιά μου, να φρουρήτε,

καθώς σας βλέπω ακούραστοι. Μην από σας κανέναν

τον πάρει ο ύπνος και χαρούν κατόπιν οι εχθροί μας.».

 

ὡς δὲ κύνες περὶ μῆλα δυσωρήσωνται ἐν αὐλῇ

θηρὸς ἀκούσαντες κρατερόφρονος, ὅς τε καθ᾽ ὕλην

ἔρχηται δι᾽ ὄρεσφι· πολὺς δ᾽ ὀρυμαγδὸς ἐπ᾽ αὐτῷ

ἀνδρῶν ἠδὲ κυνῶν, ἀπό τέ σφισιν ὕπνος ὄλωλεν·

ὣς τῶν νήδυμος ὕπνος ἀπὸ βλεφάροιιν ὀλώλει

νύκτα φυλασσομένοισι κακήν· πεδίον δὲ γὰρ αἰεὶ

τετράφαθ᾽, ὁππότ᾽ ἐπὶ Τρώων ἀΐοιεν ἰόντων.

τοὺς δ᾽ ὃ γέρων γήθησεν ἰδὼν θάρσυνέ τε μύθῳ 

καί σφεας φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·

οὕτω νῦν φίλα τέκνα φυλάσσετε· μηδέ τιν᾽ ὕπνος

αἱρείτω, μὴ χάρμα γενώμεθα δυσμενέεσσιν.

 

 

Και διάβηκε το χάντακα. Και οι βασιλείς κατόπι

κείνοι που στο συμβούλιον καλούντο να καθίσουν.

Και ο Νεστορίδης ο λαμπρός και ο Μηριόνης ήλθαν,

ότι τους επροσκάλεσαν να βουλευθούν μαζί τους.

Και απ’ τον σκαμμένον χάντακα εις μέρος εκαθίσαν,

όπου δεν ήσαν λείψανα τον τόπον να σκεπάζουν,

κει που του Έκτορος η ορμή να σφάζη τους Αργείους

σταμάτησε, όταν έφθασε να τους χωρίσ’ η νύκτα.

Κει καθισμένοι να ομιλούν αρχίζαν μεταξύ των.

ὣς εἰπὼν τάφροιο διέσσυτο· τοὶ δ᾽ ἅμ᾽ ἕποντο

Ἀργείων βασιλῆες ὅσοι κεκλήατο βουλήν.        195

τοῖς δ᾽ ἅμα Μηριόνης καὶ Νέστορος ἀγλαὸς υἱὸς

ἤϊσαν· αὐτοὶ γὰρ κάλεον συμμητιάασθαι.

τάφρον δ᾽ ἐκδιαβάντες ὀρυκτὴν ἑδριόωντο

ἐν καθαρῷ, ὅθι δὴ νεκύων διεφαίνετο χῶρος

πιπτόντων· ὅθεν αὖτις ἀπετράπετ᾽ ὄβριμος Ἕκτωρ                                                                           

ὀλλὺς Ἀργείους, ὅτε δὴ περὶ νὺξ ἐκάλυψεν.

ἔνθα καθεζόμενοι ἔπε᾽ ἀλλήλοισι πίφαυσκον·

 

 

Και ο Νέστωρ πρωτομίλησε σ’ αυτούς: «Ω αγαπητοί μου,

ποιος από σας θα εθάρρευε στην τόλμην της ψυχής του

να υπάγη μέσα εις τον στρατόν των ανδρειωμένων Τρώων,

ίσως κανένα των εχθρών εις κάποιαν άκρην πιάση

πλανώμενον ή στον λαόν κάποιαν να μάθη φήμην,

τι μεταξύ των σκέπτονται, ή εδώ πέρα να μείνουν

πλησίον στα καράβια μας, ή, αφού τώρα ενικήσαν

τους Αχαιούς, στην πόλιν τους οπίσω θα γυρίσουν;

Αυτά να μάθει κι άβλαβος εκείθε να γυρίσει.

Κατω απ’ τ’ άστρα τ’ ουρανού θα έβγη τ’ άκουσμά του

στους θνητούς όλους, και λαμπρό δώρο θα λάβη ακόμη.

Ότι από τα καράβια μας οι πολεμάρχοι πρώτοι

μαύρην αμνάδα με τ’αρνιά που τρέφει θα του δώση

καθένας και παρόμοιος μ’ αυτήν δεν είναι πλούτος.

Και εις όλα τα συμπόσια θέσιν θα λάβη εκείνος.».

 

τοῖσι δὲ μύθων ἦρχε Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ·

ὦ φίλοι οὐκ ἂν δή τις ἀνὴρ πεπίθοιθ᾽ ἑῷ αὐτοῦ

θυμῷ τολμήεντι μετὰ Τρῶας μεγαθύμους       205

ἐλθεῖν, εἴ τινά που δηΐων ἕλοι ἐσχατόωντα,

ἤ τινά που καὶ φῆμιν ἐνὶ Τρώεσσι πύθοιτο,

ἅσσά τε μητιόωσι μετὰ σφίσιν, ἢ μεμάασιν

αὖθι μένειν παρὰ νηυσὶν ἀπόπροθεν, ἦε πόλιν δὲ

ἂψ ἀναχωρήσουσιν, ἐπεὶ δαμάσαντό γ᾽ Ἀχαιούς.

ταῦτά κε πάντα πύθοιτο, καὶ ἂψ εἰς ἡμέας ἔλθοι

ἀσκηθής· μέγα κέν οἱ ὑπουράνιον κλέος εἴη

πάντας ἐπ᾽ ἀνθρώπους, καί οἱ δόσις ἔσσεται ἐσθλή·

ὅσσοι γὰρ νήεσσιν ἐπικρατέουσιν ἄριστοι

τῶν πάντων οἱ ἕκαστος ὄϊν δώσουσι μέλαιναν  

θῆλυν ὑπόρρηνον· τῇ μὲν κτέρας οὐδὲν ὁμοῖον,

αἰεὶ δ᾽ ἐν δαίτῃσι καὶ εἰλαπίνῃσι παρέσται.

 

 

Είπε, και όλοι εσίγησαν, άφωνοι εμείναν όλοι.

Όσο που λόγον άρχισεν ο δυνατός Τυδείδης:

 

«Με σπρώχνει, Νέστορ, η καρδιά κι η ανδρική ψυχή μου

να μπω στο εχθρικό στράτευμα που’ναι σιμά των Τρώων.

Αλλά θάρρος θερμότερον θα έπαιρνα και τόλμην,

αν είχα και άλλον σύντροφον. Όταν πηγαίνουν δύο,

του ενός συμβαίν’ η νόησις να έβρη πριν του άλλου

ό,τι συμφέρει. Αλλ’ αν το βρει και άλλον σιμά δεν έχη,

η σκέψις του είναι ισχνότερη και αργότερος ο νους του.».

τοῖσι δὲ καὶ μετέειπε βοὴν ἀγαθὸς Διομήδης·

Νέστορ ἔμ᾽ ὀτρύνει κραδίη καὶ θυμὸς ἀγήνωρ       

ἀνδρῶν δυσμενέων δῦναι στρατὸν ἐγγὺς ἐόντων

Τρώων· ἀλλ᾽ εἴ τίς μοι ἀνὴρ ἅμ᾽ ἕποιτο καὶ ἄλλος

μᾶλλον θαλπωρὴ καὶ θαρσαλεώτερον ἔσται.

σύν τε δύ᾽ ἐρχομένω καί τε πρὸ ὃ τοῦ ἐνόησεν

ὅππως κέρδοςἔῃ· μοῦνος δ᾽ εἴ πέρ τε νοήσῃ   225

ἀλλά τέ οἱ βράσσων τε νόος, λεπτὴ δέ τε μῆτις.

 

 

Αυτά ’πε, κι ήθελαν πολλοί να τον ακολουθήσουν.

Θέλαν οι Αίαντες οι δυο, του Άρη δορυφόροι,

ο Νεστορίδης το’θελε σφοδρώς και ο Μηριόνης,

ήθελεν ο Μενέλαος και ο θείος Οδυσσέας.

Να εισέλθη και αυτός ήθελε μες στον στρατόν των Τρώων,

ότ’ είχε τόλμην πάντοτε η αδάμαστη ψυχή του.

Και προς αυτούς ομίλησεν ο μέγας Αγαμέμνων:

 

ὣς ἔφαθ᾽, οἳ δ᾽ ἔθελον Διομήδεϊ πολλοὶ ἕπεσθαι.

ἠθελέτην Αἴαντε δύω θεράποντες Ἄρηος,

ἤθελε Μηριόνης, μάλα δ᾽ ἤθελε Νέστορος υἱός,

ἤθελε δ᾽ Ἀτρεΐδης δουρικλειτὸς Μενέλαος,     230

ἤθελε δ᾽ ὁ τλήμων Ὀδυσεὺς καταδῦναι ὅμιλον

Τρώων· αἰεὶ γάρ οἱ ἐνὶ φρεσὶ θυμὸς ἐτόλμα.

τοῖσι δὲ καὶ μετέειπεν ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων·

 

 

«Τυδείδη πολυαγάπητε, συ διάλεξ’ όποιον θέλεις

σύντροφον, τον καλύτερον, και πρόθυμ’ είναι τόσοι

κι εμπρός μας φανερώθηκαν. Πρόσεξε μη το σέβας

σε κάμη τον καλύτερον ν’αφήσης, και να πάρεις

σύντροφον τον κατώτερο. Το γένος μην κοιτάζης

μήδ’ αν βασιλικότερος είναι εις αυτούς κανένας.».

Τυδεΐδη Διόμηδες ἐμῷ κεχαρισμένε θυμῷ

τὸν μὲν δὴ ἕταρόν γ᾽ αἱρήσεαι ὅν κ᾽ ἐθέλῃσθα, 235

φαινομένων τὸν ἄριστον, ἐπεὶ μεμάασί γε πολλοί.

μηδὲ σύ γ᾽ αἰδόμενος σῇσι φρεσὶ τὸν μὲν ἀρείω

καλλείπειν, σὺ δὲ χείρον᾽ ὀπάσσεαι αἰδοῖ εἴκων

ἐς γενεὴν ὁρόων, μηδ᾽ εἰ βασιλεύτερός ἐστιν.

 

 

ß                                                            à

G