ΙΛΙΑΔΟΣ  -  ΡΑΨΩΔΙΑ  Ξ΄

(στίχοι  : 133-282)

[Μετάφραση : ΙΑΚΩΒΟΥ  ΠΟΛΥΛΑ]

 

Σ’ όλους ο λόγος άρεσε κι ευθύς εξεκινήσαν

κι εκείνων προπορεύονταν ο βασιλεύς Ατρείδης.

Από μακράν τους νόησεν ο μέγας κοσμοσείστης.

Κατόπι επήγε με μορφήν ανθρώπου γηραλέου,

το δεξί χέρι έπιασε του Ατρείδη βασιλέως

κι εκείνον επροσφώνησεν : «Ατρείδη, αλήθεια τώρα

στην διεστραμμένην του ψυχήν ευφραίνεται ο Πηλείδης

των Αχαιών το σφάξιμον και την φυγήν να βλέπει,

ότι δεν έχει νουν ποσώς, αλλ’ όπως είναι ας πέση

στον όλεθρον κι ένας θεός να τον εξουθενώσει.

Και σένα οι μάκαρες θεοί δεν σε μισούν και τόσο,

και γρήγορα,θαρρώ, θα ιδείς τους αρχηγούς των Τρώων

σκόνην πολλήν εις την πλατιά πεδιάδα να σηκώνουν

απ’ τα καράβια φεύγοντας στην πόλιν να προφθάσουν.».

 

ὣς ἔφαθ᾽, οἳ δ᾽ ἄρα τοῦ μάλα μὲν κλύον ἠδὲ πίθοντο·

βὰν δ᾽ ἴμεν, ἦρχε δ᾽ ἄρά σφιν ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων.

οὐδ᾽ ἀλαοσκοπιὴν εἶχε κλυτὸς ἐννοσίγαιος,      135

ἀλλὰ μετ᾽ αὐτοὺς ἦλθε παλαιῷ φωτὶ ἐοικώς[1],

δεξιτερὴν δ᾽ ἕλε χεῖρ᾽ Ἀγαμέμνονος Ἀτρεΐδαο,

καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·

Ἀτρεΐδη νῦν δή που Ἀχιλλῆος ὀλοὸν κῆρ

γηθεῖ ἐνὶ στήθεσσι φόνον καὶ φύζαν Ἀχαιῶν    140

δερκομένῳ, ἐπεὶ οὔ οἱ ἔνι φρένες οὐδ᾽ ἠβαιαί.

ἀλλ᾽ ὃ μὲν ὣς ἀπόλοιτο, θεὸς δέ ἑ σιφλώσειε·

σοὶ δ᾽ οὔ πω μάλα πάγχυ θεοὶ μάκαρες κοτέουσιν,

ἀλλ᾽ ἔτι που Τρώων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες

εὐρὺ κονίσουσιν πεδίον, σὺ δ᾽ ἐπόψεαι αὐτὸς     145

φεύγοντας προτὶ ἄστυ νεῶν ἄπο καὶ κλισιάων.

 

 

Είπε κι εκραύγασε σφοδρώς κι εχύθη στην πεδιάδα.

Και όσην ομού σέρνουν βοήν δέκα χιλιάδες άνδρες

οπόταν πέφτουν μανικά στην έριδα του Άρη,

τόσην από τα στήθη του φωνήν ο κοσμοσείστης

έσυρε και στους Αχαιούς πολλήν ανάφτει ανδρείαν

να πολεμούν, να μάχωνται και παύσιν να μη θέλουν.

 

ὣς εἰπὼν μέγ᾽ ἄϋσεν ἐπεσσύμενος πεδίοιο.

ὅσσόν τ᾽ ἐννεάχιλοι ἐπίαχον ἢ δεκάχιλοι

ἀνέρες ἐν πολέμῳ ἔριδα ξυνάγοντες Ἄρηος,

τόσσην ἐκ στήθεσφιν ὄπα κρείων ἐνοσίχθων     150

ἧκεν· Ἀχαιοῖσιν δὲ μέγα σθένος ἔμβαλ᾽ ἑκάστῳ

καρδίῃ, ἄληκτον πολεμίζειν ἠδὲ μάχεσθαι.

 

 

Και από του Ολύμπου κορυφήν τότε η χρυσόθρον’ Ήρα

ως έστεκε κι εκοίταζε, και τον αυτάδελφόν της

είδεν ομού και ανδράδελφον, με αγώνα να κινείται

στον πόλεμον εχάρηκε. Κι εξάνοιξε τον Δία

στην Ίδην την πολύβρυσην, στην άκρην κορυφήν της,

καθήμενον και μισητός εγίνη στην ψυχήν της.

 

Ἥρη δ᾽ εἰσεῖδε χρυσόθρονος ὀφθαλμοῖσι

στᾶσ᾽ ἐξ Οὐλύμποιο ἀπὸ ῥίου· αὐτίκα δ᾽ ἔγνω

τὸν μὲν ποιπνύοντα μάχην ἀνὰ κυδιάνειραν     155

αὐτοκασίγνητον καὶ δαέρα, χαῖρε δὲ θυμῷ·

Ζῆνα δ᾽ ἐπ᾽ ἀκροτάτης κορυφῆς πολυπίδακος Ἴδης

ἥμενον εἰσεῖδε, στυγερὸς δέ οἱ ἔπλετο θυμῷ.

 

 

Κι εσκέφθη η μεγαλόφθαλμη θεά πως θα ημπορούσε

να ξεπλανέψει αυτή τον νουν του αιγιδοφόρου Δία.

Και τούτο συμφερώτερον εφάνη στην ψυχήν της,

αφού ωραία στολισθεί να κατεβή στην Ίδην

ίσως αυτός στο πλάγι της να πέσει επιθυμήσει,

κι ύπνον κατόπιν άβλαβον και μαλακόν ν’ απλώσει,

σ’ εκείνου τα ματόφυλλα και στης καρδιάς τα βάθη.

 

μερμήριξε δ᾽ ἔπειτα βοῶπις πότνια Ἥρη

ὅππως ἐξαπάφοιτο Διὸς νόον αἰγιόχοιο·           160

ἥδε δέ οἱ κατὰ θυμὸν ἀρίστη φαίνετο βουλὴ

ἐλθεῖν εἰς Ἴδην εὖ ἐντύνασαν ἓ αὐτήν,

εἴ πως ἱμείραιτο παραδραθέειν φιλότητι

ᾗ χροιῇ, τῷ δ᾽ ὕπνον ἀπήμονά τε λιαρόν τε

χεύῃ ἐπὶ βλεφάροισιν ἰδὲ φρεσὶ πευκαλίμῃσι.       165

 

 

Κι επήγεν εις τον θάλαμον που ο ποθητός υιός της

τεχνούργησεν ο Ήφαιστος με τα θυρόφυλλά του

λαμπρά και κλείδ’ αγνώριστη σ’ άλλον θεόν του Ολύμπου.

Και μέσα εμπήκε κι έκλεισε την στιλβωμένην θύραν

και πρώτα όλο το σώμα της το χαριτοπλασμένο

με αμβροσίαν εύμορφα καθάρισε και αλείφθη

λάδι άφθαρτο γλυκότατο με μύρα ευωδιασμένο.

Μόλις εκείνο αναδευθεί στα δώματα του Ολύμπου

γη και ουρανός μοσχοβολούν απ’ την γλυκιά πνοή του.

βῆ δ᾽ ἴμεν ἐς θάλαμον, τόν οἱ φίλος υἱὸς ἔτευξεν

Ἥφαιστος, πυκινὰς δὲ θύρας σταθμοῖσιν ἐπῆρσε

κληῖδι κρυπτῇ, τὴν δ᾽ οὐ θεὸς ἄλλος ἀνῷγεν·

ἔνθ᾽ ἥ γ᾽ εἰσελθοῦσα θύρας ἐπέθηκε φαεινάς.

ἀμβροσίῃ μὲν πρῶτον ἀπὸ χροὸς ἱμερόεντος   170

λύματα πάντα κάθηρεν, ἀλείψατο δὲ λίπ᾽ ἐλαίῳ

ἀμβροσίῳ ἑδανῷ, τό ῥά οἱ τεθυωμένον ἦεν·

τοῦ καὶ κινυμένοιο Διὸς κατὰ χαλκοβατὲς δῶ

ἔμπης ἐς γαῖάν τε καὶ οὐρανὸν ἵκετ᾽ ἀϋτμή.

 

 

Τ’ ωραίο σώμα ως άλειψε κι εκτένισε την κόμην

έπλεξε με τα χέρια της τες άφθαρτες πλεξίδες,

που από την θείαν κεφαλήν λαμπρές εκυματίζαν.

Κι ενδύθη αμβρόσιο φόρεμα, οπού της είχε κάμει

η Αθηνά με πάμπολλες εικόνες πλουμισμένο.

 

τῷ ῥ᾽ ἥ γε χρόα καλὸν ἀλειψαμένη ἰδὲ χαίτας  175

πεξαμένη χερσὶ πλοκάμους ἔπλεξε φαεινοὺς

καλοὺς ἀμβροσίους ἐκ κράατος ἀθανάτοιο.

ἀμφὶ δ᾽ ἄρ᾽ ἀμβρόσιον ἑανὸν ἕσαθ᾽, ὅν οἱ Ἀθήνη[2]

ἔξυσ᾽ ἀσκήσασα, τίθει δ᾽ ἐνὶ δαίδαλα πολλά·

 

 

Και το’χε κλείσει με χρυσές περόνες προς το στήθος.

Κι εζώσθη ζώνην που εκατόν είχε τριγύρω κρόσσες

και σκουλαρίκια πέρασε στες τρύπες των αυτιών της

τριόφθαλμα, πολύτεχνα, που αστράφταν όλα χάρη.

Κι εφόρεσε η σεπτή θεά της κεφαλής μαντίλα,

ωραίαν, ολοκαίνουργην, που’χε του ηλιού την λάμψιν,

και σάνδαλα προσέδεσε στα πόδια της ωραία.

Και αφού όλη εστολίσθηκεν, από τον θάλαμόν της

εβγήκ’ ευθύς κι εκάλεσε σιμά την Αφροδίτην

ανάμερ’ από τους θεους τους άλλους και της είπε:

 

χρυσείῃς δ᾽ ἐνετῇσι κατὰ στῆθος περονᾶτο.       180

ζώσατο δὲ ζώνῃ ἑκατὸν θυσάνοις ἀραρυίῃ,

ἐν δ᾽ ἄρα ἕρματα ἧκεν ἐϋτρήτοισι λοβοῖσι

τρίγληνα μορόεντα· χάρις δ᾽ ἀπελάμπετο πολλή.

κρηδέμνῳ δ᾽ ἐφύπερθε καλύψατο δῖα θεάων

καλῷ νηγατέῳ· λευκὸν δ᾽ ἦν ἠέλιος ὥς·               185

ποσσὶ δ᾽ ὑπὸ λιπαροῖσιν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα.

αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ πάντα περὶ χροῒ θήκατο κόσμον

βῆ ῥ᾽ ἴμεν ἐκ θαλάμοιο, καλεσσαμένη δ᾽ Ἀφροδίτην

τῶν ἄλλων ἀπάνευθε θεῶν πρὸς μῦθον ἔειπε·

 

 

«Θα στέρξεις άρα ό,τι σου ειπώ, παιδί μου, να μου κάμεις;

Ή τάχα θα μου τ’ αρνηθείς καθώς χολήν μου τρέφεις

επειδή εγώ τους Δαναούς βοηθώ και συ τους Τρώας.».

 

ἦ ῥά νύ μοί τι πίθοιο φίλον τέκος ὅττί κεν εἴπω, 190

ἦέ κεν ἀρνήσαιο κοτεσσαμένη τό γε θυμῷ,

οὕνεκ᾽ ἐγὼ Δαναοῖσι, σὺ δὲ Τρώεσσιν ἀρήγεις;

 

 

Σ’ αυτήν η κόρη του Διός απάντησε Αφροδίτη:

«Ω Ηρα, σεβαστή θεά, του υψίστου Κρόνου κόρη.

Ό,τι ποθείς λέγε μου ευθύς και να το κάνω θέλω

αν πράγμα είναι που γίνεται και να ημπορώ να πράξω.».

 

τὴν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα Διὸς θυγάτηρ Ἀφροδίτη·

Ἥρη πρέσβα θεὰ θύγατερ μεγάλοιο Κρόνοιο

αὔδα ὅ τι φρονέεις· τελέσαι δέ με θυμὸς ἄνωγεν, 195

εἰ δύναμαι τελέσαι γε καὶ εἰ τετελεσμένον ἐστίν.

 

 

Με δόλον της απάντησεν η Ήρα η σεβασμία:

«Την χάριν και τον έρωτα σε με ζητώ να δώσεις,

οπού αθανάτους και θνητούς μ’ αυτά δαμάζεις όλους.

Θα πάω στα πέρατα της γης να εβρώ των θείων όλων

τον γεννητήν Ωκεανόν και τη Τηθύν μητέρα,

οπού με γλυκανάστησαν στα σπίτια τους, που η Ρέα

στην αγκαλιά τους μ’ έβαλεν, όταν ο Ζευς τον Κρόνον

κάτω απ’ την γην εβύθισε και κάτω απ’ τα πελάγη.

Πηγαίνω εκεί που άλυτες να λύσω διαφορές τους.

Ότι πολύν τώρα καιρόν, ως είναι χολωμένοι,

δεν θέλουν να συγκοιμηθούν στην νυμφικήν τους κλίνην.

Κι εάν με λόγια μαλακά μαλάξουν την καρδιά τους

ν’ ανταμωθούν ερωτικά στην κλίνην οπού αφήκαν,

αγαπητήν και σεβαστήν θα  μ’έχουν στον αιώνα.».

 

τὴν δὲ δολοφρονέουσα προσηύδα πότνια Ἥρη·

δὸς νῦν μοι φιλότητα καὶ ἵμερον, ᾧ τε σὺ πάντας

δαμνᾷ ἀθανάτους ἠδὲ θνητοὺς ἀνθρώπους.

εἶμι γὰρ ὀψομένη πολυφόρβου πείρατα γαίης, 200

Ὠκεανόν τε θεῶν γένεσιν καὶ μητέρα Τηθύν,

οἵ μ᾽ ἐν σφοῖσι δόμοισιν ἐῢ τρέφον ἠδ᾽ ἀτίταλλον

δεξάμενοι ῾Ρείας, ὅτε τε Κρόνον εὐρύοπα Ζεὺς

γαίης νέρθε καθεῖσε καὶ ἀτρυγέτοιο θαλάσσης·

τοὺς εἶμ᾽ ὀψομένη, καί σφ᾽ ἄκριτα νείκεα λύσω· 205

ἤδη γὰρ δηρὸν χρόνον ἀλλήλων ἀπέχονται

εὐνῆς καὶ φιλότητος, ἐπεὶ χόλος ἔμπεσε θυμῷ.

εἰ κείνω ἐπέεσσι παραιπεπιθοῦσα φίλον κῆρ

εἰς εὐνὴν ἀνέσαιμι ὁμωθῆναι φιλότητι,

αἰεί κέ σφι φίλη τε καὶ αἰδοίη καλεοίμην.            210

 

 

Εκείνης η φιλόγελη απάντησε Αφροδίτη:

«Ό,τι ζητείς να σου αρνηθώ, δεν γίνεται, δεν πρέπει,

αφού του υψίστου των θεών κοιμάσαι στες αγκάλες.».

 

Είπε, απ’ τα στήθη έλυσε την κεντημένην ζώνην,

την θαυμαστήν, που όλες εκεί τες πλάνες είχε κλείσει.

Χάρις και πόθος είν’ αυτού, γλυκόλογα είναι μέσα,

συνομιλιά, καλή τον νουν να κλέψει και φρονίμων,

εκείνην της παρέδωκε στα χέρια και της είπε:

 

τὴν δ᾽ αὖτε προσέειπε φιλομειδὴς Ἀφροδίτη·

οὐκ ἔστ᾽ οὐδὲ ἔοικε τεὸν ἔπος ἀρνήσασθαι·

Ζηνὸς γὰρ τοῦ ἀρίστου ἐν ἀγκοίνῃσιν ἰαύεις.

ἦ, καὶ ἀπὸ στήθεσφιν ἐλύσατο κεστὸν ἱμάντα

ποικίλον, ἔνθα δέ οἱ θελκτήρια πάντα τέτυκτο·  215

ἔνθ᾽ ἔνι μὲν φιλότης, ἐν δ᾽ ἵμερος, ἐν δ᾽ ὀαριστὺς

πάρφασις, ἥ τ᾽ ἔκλεψε νόον πύκα περ φρονεόντων.

τόν ῥά οἱ ἔμβαλε χερσὶν ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζε·

 

 

«Ιδού, βάλε στον κόλπον σου την θαυμαστήν μου ζώνην

τούτην, όπ’ έχει μέσα της ό,τι αν ειπείς,  κι ελπίζω

πως όσα τώρα επιθυμείς θα κατορθώσεις όλα.».

 

Είπε και με χαμόγελο την άκουσεν η Ήρα

κι έβαλεν εις τον κόλπον της το θαυμαστό ζωνάρι.

 

τῆ νῦν τοῦτον ἱμάντα τεῷ ἐγκάτθεο κόλπῳ

ποικίλον, ᾧ ἔνι πάντα τετεύχαται· οὐδέ σέ φημι 220

ἄπρηκτόν γε νέεσθαι, ὅ τι φρεσὶ σῇσι μενοινᾷς.

ὣς φάτο, μείδησεν δὲ βοῶπις πότνια Ἥρη,

μειδήσασα δ᾽ ἔπειτα ἑῷ ἐγκάτθετο κόλπῳ.

 

 

 

Στο δώμα εσύρθη του Διός η κόρ’ η Αφροδίτη,

κι η Ήρ’ από τον Όλυμπον εχύθη της Πιερίας

άνωθεν και άνω των τερπνών βουνών της ιππομάχου Θράκης,

ούδ’ έγγιζαν οι φτέρνες της τες άκρες κορυφές των.

Εις την αφρώδη θάλασσαν κατέβη από τον Άθω,

ώσπου στην Λήμνον έφθασε του Θόαντος την πόλιν.

Αυτού τον Ύπνον έσμιξεν, αδέρφι του Θανάτου,

στο χέρι του το χέρι της έβαλε αυτή και του’πε:

 

ἣ μὲν ἔβη πρὸς δῶμα Διὸς θυγάτηρ Ἀφροδίτη,

Ἥρη δ᾽ ἀΐξασα λίπεν ῥίον Οὐλύμποιο,                225

Πιερίην δ᾽ ἐπιβᾶσα καὶ Ἠμαθίην ἐρατεινὴν

σεύατ᾽ ἐφ᾽ ἱπποπόλων Θρῃκῶν ὄρεα νιφόεντα

ἀκροτάτας κορυφάς· οὐδὲ χθόνα μάρπτε ποδοῖιν·

ἐξ Ἀθόω δ᾽ ἐπὶ πόντον ἐβήσετο κυμαίνοντα#,

Λῆμνον[3] δ᾽ εἰσαφίκανε πόλιν θείοιο Θόαντος.   230

ἔνθ᾽ Ὕπνῳ ξύμβλητο κασιγνήτῳ Θανάτοιο,

ἔν τ᾽ ἄρα οἱ φῦ χειρὶ ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζεν·

 

 

«Ω Ύπνε, κύριε των θεών και των ανθρώπων όλων,

ως και άλλη μ’ άκουσες φορά και τώρα εισάκουσέ με.

Και στον αιών’ αμέτρητην θα σου γνωρίζω χάριν.

Τα λαμπρά μάτια του Διός, ω Ύπνε, κοίμησέ μου,

αφού εγώ πρώτα ερωτικά πλαγιάσω στο πλευρό του.

Άφθαρτον, εύμορφον θρονι χρυσό θα λάβεις δώρο,

που ο Ήφαιστος ο δυνατός υιός μου θα ποιήσει,

με κάτω το υποπόδι του, να το’χεις να στηρίξεις

σ’ αυτό τα λαμπρά πόδια σου, σαν είσαι εις το τραπέζι.».

 

Ὕπνε  ἄναξ πάντων τε θεῶν πάντων τ᾽ ἀνθρώπων,

ἠμὲν δή ποτ᾽ ἐμὸν ἔπος ἔκλυες, ἠδ᾽ ἔτι καὶ νῦν

πείθευ· ἐγὼ δέ κέ τοι ἰδέω χάριν ἤματα πάντα. 235

κοίμησόν μοι Ζηνὸς ὑπ᾽ ὀφρύσιν ὄσσε φαεινὼ

αὐτίκ᾽ ἐπεί κεν ἐγὼ παραλέξομαι ἐν φιλότητι.

δῶρα δέ τοι δώσω καλὸν θρόνον ἄφθιτον αἰεὶ

χρύσεον· Ἥφαιστος δέ κ᾽ ἐμὸς πάϊς ἀμφιγυήεις

τεύξει᾽ ἀσκήσας, ὑπὸ δὲ θρῆνυν ποσὶν ἥσει,         240

τῷ κεν ἐπισχοίης λιπαροὺς πόδας εἰλαπινάζων.

 

 

Και προς αυτήν απάντησεν ευθύς ο γλυκός Ύπνος:

 

«Ω Ήρα, σεβαστή θεά, του υψιστου Κρόνου κόρη,

ευκόλως άλλον των θεών, αφθάρτων αιωνίων

ν’ αποκοιμήσω δύναμαι, τα ρεύματα και αν θέλεις

του ποταμού Ωκεανού, που εγίνη αρχή των όλων.

Αλλά δεν θα επλησίαζα προς τον Κρονίδην Δία,

ουδέ θα τον εκοίμιζα χωρίς την προσταγήν του.

Άλλος μ’ εδίδαξε ορισμός δικός σου την ημέραν

που αρμένιζε απ’ την Ίλιον, αφού την είχεν όλην

εξολοθρεύσει ο ψυχερός κείνος υιός του Δία.

 

τὴν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσεφώνεε νήδυμος Ὕπνος·

Ἥρη πρέσβα θεὰ θύγατερ μεγάλοιο Κρόνοιο

ἄλλον μέν κεν ἔγωγε θεῶν αἰειγενετάων

ῥεῖα κατευνήσαιμι, καὶ ἂν ποταμοῖο ῥέεθρα      245

Ὠκεανοῦ, ὅς περ γένεσις πάντεσσι τέτυκται·

Ζηνὸς δ᾽ οὐκ ἂν ἔγωγε Κρονίονος ἆσσον ἱκοίμην

οὐδὲ κατευνήσαιμ᾽, ὅτε μὴ αὐτός γε κελεύοι.

ἤδη γάρ με καὶ ἄλλο τεὴ ἐπίνυσσεν ἐφετμὴ

ἤματι τῷ ὅτε κεῖνος ὑπέρθυμος Διὸς υἱὸς           250

ἔπλεεν Ἰλιόθεν Τρώων πόλιν ἐξαλαπάξας[4].

 

 

Έκλεισα τότ’ εγώ τον νουν του αιγιδοφόρου Δία

γλυκά περιχυνόμενος και συ κακό του εσκέφθης

και ανέμων σφοδρών σήκωσες ορμήν εις τα πελάγη,

και τον επέταξες στην Κω, μακράν των ποθητών του.

Κι εκείνος άμα εξύπνησεν, αγρίεψε και σ’ όλο

το δώμα εκούντα τους θεούς, κι έξοχα εμέ ζητούσε.

Και απ’ τον αιθέρα μ’έριχνε στην θάλασσαν χαμένον,

αν πρόσφυγα δεν μ’ έσωζε στον κόλπον της η Νύκτα,

θνητών δαμάστρα και θεών. Και μ’ όλην την ψυχήν του

έπαυσε αυτός, φοβούμενος την Νύκτα να λυπήσει.

Και τώρα πάλι αβόλετον έργον να κάνω θέλεις.».

 

ἤτοι ἐγὼ μὲν ἔλεξα Διὸς νόον αἰγιόχοιο

νήδυμος ἀμφιχυθείς· σὺ δέ οἱ κακὰ μήσαο θυμῷ

ὄρσασ᾽ ἀργαλέων ἀνέμων ἐπὶ πόντον ἀήτας,

καί μιν ἔπειτα Κόων δ᾽ εὖ ναιομένην ἀπένεικας  255

νόσφι φίλων πάντων. ὃ δ᾽ ἐπεγρόμενος χαλέπαινε

ῥιπτάζων κατὰ δῶμα θεούς, ἐμὲ δ᾽ ἔξοχα πάντων

ζήτει· καί κέ μ᾽ ἄϊστον ἀπ᾽ αἰθέρος ἔμβαλε πόντῳ,

εἰ μὴ Νὺξ δμήτειρα θεῶν ἐσάωσε καὶ ἀνδρῶν·

τὴν ἱκόμην φεύγων, ὃ δ᾽ ἐπαύσατο χωόμενός περ. 

ἅζετο γὰρ μὴ Νυκτὶ θοῇ ἀποθύμια ἕρδοι.

νῦν αὖ τοῦτό μ᾽ ἄνωγας ἀμήχανον ἄλλο τελέσσαι.

 

 

«Ύπνε», του απάντησε η θεά, «τι ανησυχείς με τούτα;

Θαρρείς πως τόσο πρόθυμος ο βροντοφόρος Δίας

των Τρώων θα ’ν’ εκδικητής, μ’ όσην χολήν επήρε

δια τον αγαπημένον του υιόν τον Ηρακλέα;

Αλλ’ άκουσε, των λυγερών Χαρίτων θα σου δώσω

μίαν εγώ να νυμφευθείς, δικήν σου να την έχεις.».

 

 

τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε βοῶπις πότνια Ἥρη·

Ὕπνε τί ἢ δὲ σὺ ταῦτα μετὰ φρεσὶ σῇσι μενοινᾷς;

ἦ φῂς ὣς Τρώεσσιν ἀρηξέμεν εὐρύοπα Ζῆν          265

ὡς Ἡρακλῆος περιχώσατο παῖδος ἑοῖο;

ἀλλ᾽ ἴθ᾽, ἐγὼ δέ κέ τοι Χαρίτων μίαν ὁπλοτεράων

δώσω ὀπυιέμεναι καὶ σὴν κεκλῆσθαι ἄκοιτιν.

 

 

Και ο Ύπνος εις τον λόγον της εχάρη και της είπε:

 

«Όμωσε τώρα της Στυγός το φοβερό ποτάμι,

το ένα βάλε χέρι σου στην γην την πολυθρέπτραν

τ’ άλλο στην άσπρην θάλασσαν, να μαρτυρήσουν όλοι

όσοι θεοί κάτω απ’ τη γη στο πλάγι είναι του Κρόνου

που μίαν συ μου υπόσχεσαι των λυγερών Χαρίτων,

την Πασιθέαν, πόγινε λαχτάρα της ψυχής μου.».

 

ὣς φάτο, χήρατο δ᾽ Ὕπνος, ἀμειβόμενος δὲ προσηύδα·                                                                        

ἄγρει νῦν μοι ὄμοσσον ἀάατον Στυγὸς ὕδωρ,

χειρὶ δὲ τῇ ἑτέρῃ μὲν ἕλε χθόνα πουλυβότειραν,

τῇ δ᾽ ἑτέρῃ ἅλα μαρμαρέην, ἵνα νῶϊν ἅπαντες

μάρτυροι ὦσ᾽ οἳ ἔνερθε θεοὶ Κρόνον ἀμφὶς ἐόντες[5],

ἦ μὲν ἐμοὶ δώσειν Χαρίτων μίαν ὁπλοτεράων    275

Πασιθέην[6], ἧς τ᾽ αὐτὸς ἐέλδομαι ἤματα πάντα.

 

 

Είπε και πρόθυμα η θεά, η Ήρα η λευκοχέρα,

ορκίσθηκε και ονόμασε τους υποταρταρίους,

έναν προς έναν τους θεούς,  που λέγονται Τιτάνες.

 

Και αφού τον όρκον έκαμε, ξεκίνησαν και οπίσω

ομού την χώραν άφηκαν της Λήμνου και της Ίμβρου,

με γοργό βήμα και πυκνός τους τύλιγεν αέρας.

 

ὣς ἔφατ᾽, οὐδ᾽ ἀπίθησε θεὰ λευκώλενος Ἥρη,

ὄμνυε δ᾽ ὡς ἐκέλευε, θεοὺς δ᾽ ὀνόμηνεν ἅπαντας

τοὺς ὑποταρταρίους οἳ  Τιτῆνες καλέονται.

 

αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾽ ὄμοσέν τε τελεύτησέν τε τὸν ὅρκον,   

τὼ βήτην Λήμνου τε καὶ Ἴμβρου ἄστυ λιπόντε

ἠέρα ἑσσαμένω ῥίμφα πρήσσοντε κέλευθον.

 

 

 

ß                                                            à

G

 



[1] 3η φορά ο Ποσειδών με μορφή ανθρώπου πλησιάζει τους Αχαιούς. Κρυφά.

 

 

 

[2]Η Αθηνά γνώριζε πολύ καλά να υφαίνει.

 

 

 

[3]Στην Λήμνο ήταν και ο Εύνηος, γιος του Ιάσονα και της Υψιπύλης, ο οποίος έκανε ανταλλακτικό εμπόριο με τους Αχαιούς, δίνοντάς τους κρασί και παίρνοντας δούλους ή διάφορα αγαθά.

Βλ..  Η, στ. 467 κ.εξ., Φ, στ. 41, Ψ, στ. 747.

 

Στην Λήμνο είχε πέσει ο Ηφαιστος, όταν τον πέταξε ο Δίας, και τον είχαν σώσει οι Σίντιες. [Βλ. ΙΛΙΑΔΟΣ ΡΑΨΩΔΙΑ Α, στ. 586 κ.εξ.]

Στην Λήμνο πηγαίνει η Ήρα και συναντά τον θεό Ύπνο [Βλ. ΙΛΙΑΔΟΣ ΡΑΨΩΔΙΑ Ξ, στ. 230 κ.εξ.]

Η Λήμνος, η πόλη του Θόαντα. Ο Θόας ήταν αρχηγός των  ΚΡΗΤΩΝ που είχαν καταλάβει την Λήμνο, και ορίστηκε από τον βασιλιά της Κρήτης ΡΑΔΑΜΑΝΘΥ να κυβερνά το  νησί.  Κόρη του ήταν η Υψιπύλη.

Βασιλιάς της Λήμνου τώρα ήταν ο εγγονός του Θόαντα, ο Εύνηος,   γιος του Ιάσονα και της Υψιπύλης [Βλ. ΙΛΙΑΔΟΣ ΡΑΨΩΔΙΑ Φ, στ. 41, κ.εξ.] , ο οποίος έκανε ανταλλακτικό εμπόριο με τους Αχαιούς που πολιορκούσαν την Τροία [Βλ. ΙΛΙΑΔΟΣ ΡΑΨΩΔΙΑ Η, στ. 467 κ.εξ.].

Στη Λήμνο είχε μείνει ο τραυματισμένος από νεροφίδα ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ [Βλ. ΙΛΙΑΔΟΣ ΡΑΨΩΔΙΑ Β, στ. 716 κ.εξ.], για να  γιατρευτεί το τραύμα του.

  .....

Στην Οδύσσεια δίνεται άλλη εικονα για την Λήμνο. Εξακολουθεί να είναι το αγαπητό στον Ηφαιστο νησί, και στην Ραψωδία θ, στ. 293-295, λέει ο Αρης στην Αφροδίτη:

"δεῦρο, φίλη, λέκτρονδε τραπείομεν εὐνηθέντες·
οὐ γὰρ ἔθ᾽ Ἥφαιστος μεταδήμιος, ἀλλά που ἤδη
οἴχεται ἐς Λῆμνον μετὰ Σίντιας ἀγριοφώνους."

 “Ἔλα, ἀκριβή, νὰ πέσουμε νὰ γλυκοκοιμηθοῦμε,
τὶ ὁ Ἥφαιστος δὲν εἶν' ἐδῶ, παρὰ  φτασμένος θά 'ναι
στὴ Λῆμνο, ποὺ οἱ ἀγριόφωνοι οἱ Σινταῖοι λημεριάζουν.”

 

[Σημειωση: Στην επαρχία Σερρών υπάρχει ακόμα περιοχή που ονομάζεται ΣΙΝΤΙΚΗ..].

 

 

[4] Βλ. Απολλόδωρου [Β 7,1] πλέοντος δὲ ἀπὸ Τροίας Ἡρακλέους Ἥρα χαλεποὺς ἔπεμψε χειμῶνας· ἐφ᾽ οἷς ἀγανακτήσας Ζεὺς ἐκρέμασεν αὐτὴν ἐξ Ὀλύμπου. προσέπλει δὲ Ἡρακλῆς τῇ Κῷ· καὶ νομίσαντες αὐτὸν οἱ Κῷοι λῃστρικὸν ἄγειν στόλον, βάλλοντες λίθοις προσπλεῖν ἐκώλυον. ὁ δὲ βιασάμενος αὐτὴν νυκτὸς εἷλε, καὶ τὸν βασιλέα Εὐρύπυλον, Ἀστυπαλαίας παῖδα καὶ Ποσειδῶνος, ἔκτεινεν. ἐτρώθη δὲ κατὰ τὴν μάχην Ἡρακλῆς ὑπὸ Χαλκώδοντος, καὶ Διὸς ἐξαρπάσαντος αὐτὸν οὐδὲν ἔπαθε. πορθήσας δὲ Κῶ ἧκε δι᾽ Ἀθηνᾶς εἰς Φλέγραν, καὶ μετὰ θεῶν κατεπολέμησε Γίγαντας.

 

 

 

[5] Με αυτόν τον τρόπο γινόταν ο «Όρκος της Στυγός», ο μεγαλύτερος όρκος των θεών. Το ένα χέρι στη γη, το άλλο στην θάλασσα, για να γνωρίσουν τον όρκο όλοι οι θεοί όσοι ήταν κοντά στον Κρόνο, στα έγκατα της γης. ΟΙ  ΤΙΤΑΝΕΣ (στ. 279).

 

 

 

[6] Η Ήρα, λοιπόν, υπόσχεται στον ΥΠΝΟ, να του δώσει σύζυγο μία από τις Χάριτες, την ΠΑΣΙΘΕΑ !

 



# Η ΘΡΑΚΗ τοποθετείται πριν από τον ΑΘΩ, και μετά την ΗΜΑΘΙΑ.