ΙΛΙΑΔΟΣ  -  ΡΑΨΩΔΙΑ  Ω΄

 

[Μετάφραση : ΙΑΚΩΒΟΥ  ΠΟΛΥΛΑ]

 

Διαλύθηκεν η σύναξις κι εσκόρπιζαν τα πλήθη

καθένας εις τες πρύμνες των, τον δείπνον  να ετοιμάσουν

και να πλαγιάσουν ύστερα. Αλλ’ έκλαιγε ο Πηλείδης

τον φίλον του αλησμόνητα, και  ο ύπνος οπού όλους

δαμάζει, αυτόν δεν έπιανε, και ανάπαυσην δεν είχε.

 

Και του Πατρόκλου του η καλή και ανδράγαθη νεότης,

και όσ’ αγωνίσθηκε μ’ αυτόν, όσα ’παθε μαζί της

και των πολέμων κίνδυνα και της φρικτής θαλάσσης,

όλα του έρχονταν στον νουν και οδύρετο με πόνον

δεξιά, ζερβά, τ’ ανάσκελα ή προύμυτα στην κλίνην.

 

Κι έξαφνα εσηκώνονταν και στο ακρογιάλι μόνος

παράδερνε και της αυγής άμ’ έβλεπε τα πρώτα

ροδίσματα στην θάλασσαν και στ’ ακρογιάλια πέρα,

τους ταχείς ίππους έζευε και οπίσω από τ’ αμάξι

σφικτόδενε τον Έκτορα συρτόν και αφού τρεις γύρες

ολόγυρα τον έσερνε στου φίλου του τον τάφον,

εις την σκηνήν του ησύχαζε, κι επίστομα στο χώμα

τον άφηνεν. Αλλ΄ασχημιές δεν πάθαινε το σώμα,

ότι τον άνδρα και νεκρόν τον ελυπείτ’ ο Φοίβος

και τον εσκέπαζε με την χρυσήν αιγίδα

να μη γδαρθεί το σώμα του στα χώματα συρμένο.

 

Τόσα τον θείον Έκτορα εκάκωνεν εκείνος.

Έβλεπαν οι μακάριοι θεοί και τον λυπούνταν

κι επαρακίναν τον Ερμήν τον Έκτορα να κλέψει.

Όλ’ οι θεοί τον ήθελαν, αλλ’ όχ’ η Ήρα, μήτε

ο Ποσειδών, μήτ’ η Αθηνά, που πάντοτ’ εμισούσαν

την Ίλιον, τον Πρίαμον και όλον τον λαόν του,

αφού ο Πάρις τες θεές, στην στάνην του όταν ήλθαν,

ο ασεβής αδίκησε κι επαίνεσεν εκείνην,

οπού σ’ ολέθριον έρωτα του εγίνη προξενήτρα.

 

Και όταν στον κόσμον έφεξεν η δωδεκάτ’ ημέρα

ο Φοίβος τότε ομίλησεν εκεί των αθανάτων:

 

«Είσθε κακόπραχτοι, ω θεοί. Ποτέ του ενόσω εζούσε

ο Έκτωρ δεν σας έκαψε βοδιών μεριά κι ερίφων;

Και δεν σας είπεν η καρδιά μηδέ τον πεθαμένον

να σώσετε να τον ιδούν η χώρα του, οι γονείς του,

το ανήλικό του κα ο λαός, που ευθύς θα τον εκαίαν

και θα τον ενταφίαζαν μ’ όσες τιμές του πρέπουν.

 

 

Αλλά χαρίζεσθε, ω θεοί, στον πάγκακον Πηλείδην,

που μήτε σπλάχνα δίκαια  και μήτε πνεύμα πράον

έχει στα στήθη, αλλ’ άγρια φρονεί σαν το λεοντάρι

που δυνατό ακράτητο την πείναν να χορτάσει

ορμά στα ποίμνια των θνητών. Ομοίως του Αχιλλέως

απ’ την ψυχήν το έλεος εχάθη και το σέβας,

 

που τους θνητούς πότε ωφελεί και πότε ζημιώνει.

Χάνει αδελφός τον αδελφόν, πατέρας το παιδί του.

Τι μεγαλύτερος καημός; Και όμως αφού τον κλάψουν

παύουν από τα δάκρυα στο τέλος, ότ’ οι μοίρες

ψυχήν υπομονητικήν εδώκαν των ανθρώπων.

Και αυτός αφού εθανάτωσε τον Έκτορα τον θείον

ολόγυρα στου φίλου του τον τάφον με τους ίππους

τον σέρνει. Και όφελος, θαρρώ, και δόξαν δεν θα λάβει.

Αν και γενναίος δύναται να πέσει στην οργήνμας

αφου γην άλαλην αυτός κακοποιεί με λύσσαν.».

 

Και με χολήν του απάντησεν η Ήρα, η λευκοχέρα:

 

«Θα έστεκε, αργυρότοξε, ο λόγος σου, αν ομοίαν

του Έκτορος θα δώσετε τιμήν και του Αχιλλέως.

Θνητός ο Έκτωρ και θνητής εβύζαξε το γάλα.

Γόνος θεάς ο Αχιλλεύς, που γλυκοαναθρεμμένην

από εμέ, την έδωκα γυναίκα του Πηλέως

που όλοι αγαπούσαν οι θεοί. Και στες χαρές των γάμων

όλοι καθίζετε, ω θεοί, και αυτού με την κιθάραν

και συ, ω πάντοτ’ άπιστε και των αχρείων φίλε.».

 

Και ο Δίας της απάντησεν ο νεφελοσυνάκτης:

 

«Ήρα, μη τόσ’ οργίζεσαι με τους θεούς, και ομοίως

δεν θα τους δώσωμεν τιμήν, αλλά και ο Έκτωρ ήταν

εις τους θεούς αγαπητός, όσο κανείς των Τρώων,

καθώς σ’ εμέ που μ’ εύφραινε με τα καλά τους δώρα.

Ότι ποτέ δεν έλειψε τραπέζι στον βωμόν μου

σπονδή και κνίσα, των θεών εξαίρετο μοιράδι.

 

Και τώρα ιδού. Να κλέψωμε κρυφά ’πο τον Πηλείδην

τον Έκτορα δεν γίνεται. Τι νύκτα – ημέρα η έτσι

δεν λείπει από το πλάγι του. Αλλ’ ας μου προσκαλέσει

κανένας από τους θεούς την Θέτιδα έμπροσθέν μου

να την διδάξω εγώ το πώς τον Έκτορα θα λύσει

ο Αχιλλεύς, αφού δεχθεί τα δώρα του Πριάμου.».

 

Και άμ’ άκουσ’ ετινάχηκεν η ανεμόποδ’ Ίρις

και κει της Σάμου ανάμεσα και της τραχείας Ίμβρου

έπεσε μες στη θάλασσαν κι εγόγγυσεν ο κόλπος,

και μες στα βάθη εβύθισεν ωσάν την μολυβήθραν,

οπού με ταύρου κέρατα δεμένη κατεβαίνει

στα ωμοφάγα ψάρια τον θάνατον να φέρει.

 

Εις άντρο μέσα εύρηκε την Θέτιν με τες άλλες

θαλάσσιες κόρες, πόκλαιε του άψογου παιδιού της

την μοίραν που διόριζε προ ώρας να τον χάσει

στην Τροίαν την καλόσβωλην μακράν απ’ την πατρίδα.

 

Και η φτερόποδη θεά: «σήκω», της είπε, «ω Θέτις.

Σε θέλει ο Ζευς που αθάνατα βουλεύματα έχει ο νους του.».

 

Και η αργυρόποδη θεά της είπε: «Τι με θέλει

ο υπέρτατος αυτός θεός; Περίλυπη όπως είμαι

δεν μου βαστά να φαίνομαι εμπρός των αθανάτων.

Όμως θα υπάγω, και ό,τ’ ειπεί δεν θα το ειπεί χαμένα.».

 

Είπε, κι η ασύγκρητη θεά με γιάδεμα εσκεπάσθη

που ένδυμα μακρύτερο δεν ήταν από κείνο.

Κι η Ίρις η ανεμόποδη εμπρός κι εκείνη οπίσω

κινήσαν, κι εχωρίζετο το κύμα, ως ανεβαίναν.

 

Απ’ τ΄ακρογιάλι επέταξαν στον ουρανόν κι εβρήκαν

τον Βροντητήν και γύρω του οι αθάνατοι εκαθόνταν

όλ’ οι μακάριοι θεοί. Και απ’ του Διός το πλάγι

σηκώθη ευθύς η Αθηνά κι εκάθισεν η Θέτις.

Κι η Ήρα γλυκομίλητη της πρόσφερε ποτήρι

ολόχρυσο, και άμ’ έπιεν το απίθωσεν η Θέτις.

 

Αρχή σελίδας 

Άρχισε τότε των θεών και ανθρώπων ο πατέρας :

 

«Ανέβηκες στον Όλυμπον, ω Θέτις, αν και λύπην

μεγάλην έχεις στην ψυχήν, καθώς καλά γνωρίζω.

Αλλ’ όμως πάλιν θα σου ειπώ προς τι σ’ έχω καλέσει.

 

Τώρα εννιά μέρες οι θεοί λογομαχούν κι αιτίαν

ο Έκτωρ έδωκε ο νεκρός και ο πορθητής Πηλείδης.

Και τον Ερμήν παρακαλούν το λείψανο να κλέψει.

 

Αλλά την δόξαν θέλω αυτήν να δώσω του Αχιλλέως

το σέβας του και την καλήν καρδιά σου να φυλάξω.

Αλλ’ άμ’ ευθύς εις τον στρατόν τούτο να ειπείς του υιού σου.

Ότ’ οι θεοί του οργίζονται, κι εξόχως η ψυχή μου

σφόδρα μ’ αυτόν χολεύεται, που ωσάν ξεφρενιασμένος

αλύτρωτον τον Έκτορα κρατεί στα κοίλα πλοία.

Ίσως φοβούμενος εμέ τον Έκτορ’ απολύσει.

Και με την Ίριν θέλω εγώ μηνύσει του Πριάμου

να κατεβεί στες πρύμνες τους με δώρα στον Πηλείδην

να τον πραϋνει, το ακριβό παιδί να του απολύσει.».

 

Είπε και πρόθυμα η θεά τον άκουσεν η Θέτις

και από του Ολύμπου εχύθηκε τες κορυφές στα πλοία

και τον υιόν της εύρηκε που μέσα εις την σκηνήν του

οδύρετο στενάζοντας. Και οι σύντροφοι τριγύρω

κοπίαζαν σπουδακτικά το γεύμα να ετοιμάσουν,

μ’ αρνί μεγάλο μαλλιαρό που είχαν σφάξει εκείνοι.

Στο πλάγι του εκάθισεν η σεβαστή μητέρα

τον χάιδεψε και του’λεγεν: «Αγαπητό μου τέκνο,

ως πότε μες τα κλάματα θα τρώγεις την καρδιά σου;

 

Και το φαγί λησμόνησες και την γλυκιά σου κλίνην,

που γυναικός αγκάλιασμα πολύ τον άνδρα ευφραίνει.

Καλά το ήξευρ’ ότι πολύν καιρόν δεν θα μου ζήσεις,

κι είναι σιμά σου ο θάνατος και η δύναμις της μοίρας.

 

Αλλ’ άκουσέ με. Του Διός έρχομ’ εγώ μηνύτρα.

Που οργίζοντ’, είπε, οι θεοί, κι εξόχως η ψυχή του

σφόδρα με σε χολεύεται να βλέπει πως μανίζεις

και αλύτρωτον τον Έκτορα κρατείς εδώ στες πρύμνες

αλλά τα λύτρα να δεχθείς και τον νεκρόν να λύσεις.».

 

Και ο πτεροπόδης Αχιλλεύς απάντησέ της κι είπε:

 

«Ας γίνει, ας λάβει τον νεκρόν όποιος τα λύτρα φέρει,

αφού του Ολύμπου ο θεός το θέλει, το προστάζει.»

 

Κι ενώ στες πρύμνες μόνοι τους ο υιός με την μητέρα

συνομιλούσαν πάμπολλα, στην Ίλιον την αγίαν

να ξεκινήσει επρόσταζε την Ίριδα ο Κρονίδης:

 

«Πετάξου από τον Όλυμπον, ω ανεμόποδ’ Ίρις,

μέσα στην Ίλιον να ειπείς του σεβαστού Πριάμου

να κατεβεί στες πρύμνες του με δώρα στον Πηλείδην,

να τον πραϋνει, τ’ ακριβό παιδί να του απολύσει.

Ας πάει μόνος και μ’ αυτόν άλλος κανείς των Τρώων.

Ένας αν έχει κήρυκα σιμά του γηραλέον,

να κυβερνά τ’ αμάξι του, που έπειτα εις την πόλην

θα φέρει αυτόν που την ζωήν του επήρεν ο Πηλείδης,

και μη φοβείτε θάνατον ή άλλο τι να πάθει.

Σιμά του θα’χει τον Ερμήν που θα τον προβοδήσει

έως να τον φέρει έμπροσθεν του θείου Αχιλλέως.

Και αφού τον φέρει εις την σκηνήν δεν θέλει τον φονεύσει

εκείνος αλλά μάλιστα θα τον φυλάξει απ’ άλλους,

ότι μωρός ή ανόητος, ή αδικητής δεν είναι

και ως πρέπει θα ελεηθεί τον άνδρα που προσπέφτει.».

 

Είπε κι η Ίρις κίνησε το μήνυμα να φέρει

και θρήνους ήβρε και οδυρμούς στο σπίτι του Πριάμου.

Στην αυλήν μέσα τα παιδιά στο πλάγι του πατρός τους

εκλαίαν και στην μέσην τους ο γέρος τυλιγμένος

μες στην χλαμύδα εντυπωτός. Και η κεφαλή του η θεία

από το χώμα εμαύριζε που εκείνος είχε βάλει

με τες δυο φούκτες απ’ την γην που ως τότ’ εκυλιόνταν.

 

Και οι θυγατέρες έκλαιαν στο σπίτι και οι νυφάδες.

Κι ήταν για κείνους ο καημός οπού πολλοί και ανδρείοι

έπεσαν απ’ των Δαναών τα χέρια σκοτωμένοι.

 

Κι η Ίρις χαμηλόφωνα, στο πλάγι του Πριάμου,

του είπε και του έπιασε τα μέλη μέγας τρόμος.

 

«Ω Δαρδανίδη Πρίαμε, μη φοβηθείς κι θάρρου.

Ότι με μήνυμα κακό δεν ήλθα εγώ να σ’ έβρω

αλλά με γνώμην αγαθήν. Κι εμ’ έστειλε ο Κρονίδης

που από μακράν σε συμπονεί πολύ και σε λυπείται.

 

Να ξαγοράσεις θέλει ο Ζευς τον Έκτορα τον θείον

και δώρα για να ημερωθεί να φέρεις του Αχιλλέως.

Θα υπάγεις μόνος και με σε άλλος κανείς των Τρώων.

Ένα να έχεις κήρυκα σιμά σου γηραλέον

να κυβερνά την άμαξαν, που έπειτα στην πόλην

θα φέρει αυτόν που εφόνευσεν η λόγχη του Πηλείδη.

 

Και μη φοβάσαι θάνατον ή άλλο τι να πάθεις,

σιμά σου θα’χεις τον Ερμήν που θα σε προβοδήσει

πάντοτε ώσπου στο πρόσωπον να ιδείς τον Αχιλλέα.

Και αφού συ αφήσεις την σκηνήν δεν θέλει σε φονεύσει

ο Αχιλλεύς και μάλιστα θα σε φυλάξει απ’ όλους,

μήτε τρελλός, μήτε μωρός, μήτε κακούργος είναι

και ως πρέπει θα ελεηθεί τον σεβαστόν ικέτην.».

 

Είπε κι εκείθ’ επέταξεν η ανεμόποδ’ Ίρις

και ο γέρος είπε των παιδιών αμάξι να ετοιμάσουν

μουλόσυρτο και κάλαθον επάνω του να δέσουν.

 

Στον μυροβόλον θάλαμον ωστόσο αυτός κατέβη

κέδρινον, υψηλόσκεπον που’χε κειμήλια πλήθος,

και μέσα επροσκάλεσε την σύντροφόν του Εκάβην:

 

«Άμοιρη, ο Ζευς μου εμήνυσε να κατεβώ στα πλοία

των Αχαιών, το αγαπητό παιδί μας να λυτρώσω.

Και δώρα να ημερωθεί να φέρω του Αχιλλέως.

Ειπέ μου πώς το βλέπεις συ? ότι και αφ’ εαυτού της

σφόδρα μ’ εβίαζε η ψυχή να κατεβώ στα πλοία

των Αχαιών διαβαίνοντας το μέγα στράτευμά τους.».

 

Και τότε με ξεφωνητό του απάντησεν η γραία:

 

«Ωιμέ, που επήγε η γνώση σου και η φρονιμάδα εκείνη

και εις τους ξένους ξακουστή και σ’ όλον τον λαόν σου;

Πώς θέλεις μόνος συ να πας στων Αχαιών τες πρύμνες

τον άνδρα που σου έσφαξε τέκνα πολλά και ανδρεία

να ιδείς στα μάτια; Σίδερο είναι η καρδιά σου, ω γέρε,

Και όταν στα χέρια του ευρεθεί, λύπην ή σέβας τάχα

ελπίζεις απ’ τον άπιστον εκείνον και ωμοφάγον;

Αλλά στο σπίτι ας μείνωμε μακρόθεν να τον κλαίμε,

ότι άμα τον εγέννησα του έχει λινογνέσει

η μοίρα η παντοδύναμη τους σκύλους να χορτάσει

απ’ τους γονείς του έρημος στα χέρι’ ανδρός αγρίου.

Αχ! καρφωμένη επάνω του το σκώτι πέρα πέρα

θα του’τρωγα να πλερωθούν τα πάθια του παιδιού μου.

 

Ότι δεν μου τον φόνευσεν οπού ψυχομαχούσε,

αλλά εκεί που ακλόνητος εμάχονταν να σώσει

τους άνδρες και τες σεβαστές μητέρες της Τρωάδος.».

 

Αρχή σελίδας 

Σ’ αυτήν ο θείος Πρίαμος απάντησε και είπε:

«Το θέλω, μη αντιστέκεσαι. Κι η ίδια συ στο σπίτι

κακό σημάδι μη γενείς. Ποτέ δεν θα με πείσεις.

Ότι αν απ’ άνθρωπον θνητόν το πρόσταγμα είχ’ ακούσει

είτ’ ιερέας τύχαινεν είτε ιερογνώστης,

 

πλάν’ ημπορούσε να φανεί και αποστροφήν να κάμει.

Αλλ’ αφού τώρα την θεάν άκουσα εγώ και είδα,

θα πάω και ό,τ’ είπα θα γενεί. Το στέργω, η μοίρ’ αν θέλει,

στων χαλκοφόρρων Αχαιών τες πρύμνες ν’ αποθάνω.

Να σφίξω στες αγκάλες μου το άμοιρο παιδί μου

να ξεθυμάνω κλαίοντας και ας με φονεύσει εκείνος.».

 

Είπε και από τ’ αρμάρια του εσήκωσε τα ωραία

σκεπάσματα και δώδεκα πέπλους λαμπρούς επήρε.

Και χλαίνες δώδεκα μονές, και τάπητες ωμοίως

και τόσα επανωφόρια, τόσους κοντά χιτώνες

και δέκ’ ακόμη τάλαντα χρυσάφι ζυγισμένο,

τέσσερις λέβητες και ομού δυο τρίποδες που ελάμπαν

κι ένα ποτήρι υπέρλαμπρο, βαρύτιμο που οι Θράκες

του είχαν δωρήσει τον καιρόν που επήγε απεσταλμένος.

Και μήδ’ εκείνο κράτησε ο γέρος, τόσην είχε

λαχτάραν το αγαπητό παιδί να ξαγοράσει.

Κι έδιωχνε από την αίθουσαν όλους ομού τους Τρώας:

 

«Ω λώβες, σύρετ’ από δω! Τα σπίτια σας δεν έχουν

λύπην και αυτά που ήλθετε να πλήξετε κι εμένα;

Μικρή σας φαίνεται η πληγή, που μου’δωκε ο Κρονίδης,

να χάσω τον καλύτερον απ’ όλα τα παιδιά μου;

Θα το αισθανθείτε γρήγορα και σεις που αυτός εχάθη

όταν σας κόψουν εύκολα των Αχαιών οι λόγχες.

Αχ! Να κλεισθούν τα μάτια μου προτού να ιδούν την πόλην

να την πατήσουν οι εχθροί και να την ερημάζουν.».

 

Είπε, και με το σκήπτρο του κτυπώντας τους ο γέρος

τους έβγαλε κι εφώναξε στα τέκνα του που εμείναν.

Εννέα ήσαν: Έλενος και Πάρις και Αγάθων

και Πάμμων και Αντίφονος, Πολίτης, ο γενναίος

Δηίφοβος και Ιππόθοος και ο δοξασμένος Δίος.

Σ’ όλους αυτούς εφώναζε: «Τι δεν με βοηθείτε,

κακά μου τέκνα, ελεεινά. Να’χετε όλοι αντάμα

αντί του Έκτορος χαθεί στες πρύμνες σκοτωμένοι.

 

Ωιμένα τον βαριόμοιρον, δεν μόμεινε κανένα

απ’ τα εξαίσια τέκνα μου που εδόξασαν την Τροίαν.

Που είναι ο Μήστωρ ο λαμπρός, ο ιππόμαχος Τρωίλος,

ο Έκτωρ, οπού εθέιζε μες στων θνητών τα γένη,

πόμοιαζε γέννημα θεού, και όχι θνητού στο θώρι,

και όλους τους αφάνισεν ο Άρης και απομείναν

οι αχρείοι, ψεύτες, στο χορό λαμπρότατοι τεχνίτες

και αρνιά κι ερίφια του κοινού ν’ αρπάζουν μαθημένοι.

Δεν πάτε να μου ζέψετε τ’ αμάξι ευθύς και τούτα

επάνω του να θέσετε, να μη χρονοτριβήσω;»

 

Είπε, κι εκείνοι τες φωνές τρομάξαν του πατρός τους

κι εσήκωσαν καλότροχο φορτωτικόν αμάξι

καινούριο και τον κάλαθον επάνω του προσδέσαν,

κατέβασαν και τον ζυγόν κι εταίριαζε στους κρίκους.

Έφεραν κι εννεάπηχο μαζί τους ζυγολούρι.

 

Και τον ζυγόν απίθωσαν στο γυαλιστό τιμόνι

στην κορυφήν κι επέρασαν τον κρίκον στο πατούλι.

Και απ’ τα δυο μέρη τρεις φορές το ζυγολούρι εδέσαν

στον ομφαλόν, κι εγύρισαν κατόπι το γλωσσίδι

κι έφεραν απ’ τον θάλαμον τα λύτρα τα ωραία

του Έκτορος και τα’βαλαν στο στιλβωτό αμάξι

κι έζεψαντα σκληρόνυχα μουλάρι’ ανδρειωμένα,

που οι Μυσοί, δώρον λαμπρόν εδώκαν του Πριάμου.

Έπειτα για τον Πρίαμον ετοίμασαν τους ίππους

που ανάθρεψεν ο ίδιος στο στιλβωτό παχνί του.

 

Κι ενώ στα ψηλά δώματα το ζέψιμο ετηρούσαν

ο Πρίαμος και ο κήρυκας γνώμη και νουν γεμάτοι,

η Εκάβη τους εσίμωσεν, η καταπικραμένη,

μ’ ένα ποτήρι ολόχρυσο γλυκό κρασί γεμάτο,

αυτού να κάμουν τες σπονδές προτού να ξεκινήσουν.

 

Εμπρός στους ίππους στάθηκε και είπε: «Λάβε, ω γέρε,

σπόνδισε του πατρός Διός, και να γυρίσεις εύχου

από τα χέρια των εχθρών, αφού η ψυχή σε σπρώχνει

στα πλοία τους να κατεβείς κι εμένα δεν ακούεις.

 

Αλλ’ εύχου καν στον βροντητήν Κρονίδην τον Ιδαίον,

που απ’ όπου στέκεται ψηλά θωρεί την Τροίαν όλην

και να σου στείλει ζήτησε το αγαπητό πτηνό του

που’ναι γοργός του μηνυτής με δύναμην μεγάλην

στα δεξιά σου να το ιδείς ο ίδιος και, σ’ εκείνο

θαρρώντας, να πορεύεσαι στων Δαναών τα πλοία.

 

Κι εάν τον μηνυτήν του ο Ζευς σου αρνηθεί να στείλει

εγώ θα σε συμβούλευα, μ’ όσον και αν έχεις ζήλον,

να μη κινήσεις για να πας στες πρύμνες των Αργείων.».

 

Και απάντησεν ο Πρίαμος: «Προθύμως, ω γυναίκα,

θα κάμω αυτό που επιθυμείς. Καλό’ναι προς τον Δία

τα χέρια μας να υψώσωμε για να μας ελεήσει.».

 

Και ο γέρος επαράγγειλεν ευθύς την οικονόμα

νερό να φέρει αμίαντο στα χέρια να του ρίξει.

Και με λεκάνην ήλθε αυτή στα χέρια και προχύτην.

 

Ενίφθη και απ’ την σύντροφον επήρε το ποτήρι

και ορθός στην μέσην της αυλής εσπόνδιζε κι ευχόταν

τα μάτια προς τον ουρανόν, και αυτούς τους λόγους είπε:

 

«Δία πατέρα, δοξαστέ, που από την Ίδην βλέπεις,

δώσ’ μου να μ’ έβρη ελεεινόν ο άσπονδος Πηλείδης,

ευδόκησε το αγαπητό πτηνό σου να μου στείλεις

που είναι γοργός σου μηνυτής, με δύναμην μεγάλην

στα δεξιά μου να το ιδώ ο ίδιος και σ’ εκείνο

θαρρώντας να πορεύομαι στων Δαναών τα πλοία.».

 

Και την ευχήν του άκουσεν ο πάνσοφος Κρονίδης

και του’στειλε τον αετόν, αλάθευτο σημάδι,

τον μαύρον και αρπακτικόν, που και περκνόν τον λέγουν.

 

Και ωσάν θυρόγυλλο υψηλού θαλάμου ανδρός πλουσίου

τρανό κατασκευάσθηκε με κλείθρ’ ασφαλισμένο,

τόσο μεγάλη απλώνονταν η κάθε του φτερούγα.

Και δεξιά τους φάνηκεν επάνω από την πόλην,

και άμα τον είδαν χάρηκαν με την καρδιά τους όλοι.

 

Αρχή σελίδας 

Ανέβη ο γέρος σπουδακτά στο στιλβωτό θρονί του,

εκίνησε απ’ το πρόθυρο και απ’ την αυλή τους ίππους.

Εμπρός του το τετράκυκλον αμάξι τα μουλάρια

τραβούσαν και ο συνετός το κυβερνούσε Ιδαίος.

Οπίσ’ ο γέρος ράβδιζε διαβαίνοντας την πόλην

τους ίππους του με ορμήν πολλήν. Και όλ’ οι δικοί του εκλαίαν

κατόπι του, ως να πήγαινε εκείνος του θανάτου.

 

Και ότε απ’ την πόλην έφθασαν στην πεδιάδα κάτω,

στην Ίλιον κείνοι εγύρισαν, τα τέκνα. Και οι γαμπροί του.

Και άμα τους είδε να φανούν εκεί στην πεδιάδα

ο μέγας Ζευς από ψηλά τον γέροντα ελυπήθη

κι ευθύς εστράφη στον Ερμήν, το αγαπητό παιδί του:

 

«Ερμή, που τόσον αγαπάς την συντροφιάν του ανθρώπου

όσο κανείς άλλος θεός, και ακούεις όποιον θέλεις,

κατέβα και τον Πρίαμον στων Αχαιών τα πλοία

οδήγα να μην τον ιδεί κανείς ή τον νοήσει

από τους άλλους Δαναούς, πριν φθάσει στον Πηλείδην.».

 

Και άμα τον λόγον άκουσεν ο μέγας Αργοφόνος,

τα σάνδαλα αποδέθηκε τα ολόχρυσα, τα ωραία,

τ’ άφθαρτα που τον σήκωναν σαν άνεμος επάνω

στην γην όλην την άπειρον και στα θαλάσσια πλάτη,

το ραβδί πήρε που μ’ αυτό τα βλέμματα κοιμίζει

όποιου θνητού θελήσει αυτός και όποιον κοιμάτ’ εγείρει.

Μ’ αυτό στα χέρια πεταχτά στην άκρην του Ελλησπόντου,

στην Τροίαν έφθασ’ ο Ερμής και στην μορφήν ομοιώθη

με αγόρι γενεάς λαμπρής, πόχει το πρώτο χνούδι,

καιρός που η νιότη φαίνεται με όσην χάριν έχει.

 

Και αφού το μνήμα επέρασαν του Ίλου, εσταματήσαν

εις το ποτάμι, τ’ άλογα να πιούν και τα μουλάρια.

Που ήδη απλώνονταν στην γην της νύκτας το σκοτάδι.

Και τον Ερμήν που εσίμωνεν εννόησεν ο κήρυξ,

και είπε προς τον Πρίαμον: «Ω Δαρδανίδη, σκέψου.

Σκέψις εδώ χρειάζεται. Βλέπω άνθρωπον κοντά μας,

θενά μας σφάξει σίγουρα. Κι ευθύς ας ανεβούμε

στ’ αμάξι σου να φύγωμεν. Ή και  τα γόνατά του

πιάνοντας ας προσπέσωμεν ίσως μας ελεήσει.».

 

Και ως τ’ άκουσεν ο γέροντας ζαλίσθη από τον τρόμον

και ορθές σ’ όλα τα μέλη του οι τρίχες σηκωθήκαν

κι έμεινε ακίνητος βουβός. Ήλθε ο θεός σιμά του

και από το χέρι έπιασε τον γέροντα και του’πε:

 

«Για πού, πατέρα, το κινάς με ίππους και μουλάρια

την θείαν νύκτα, οπού οι θεοί γλυκοκοιμούνται όλοι;

Και τους ανδρείους Αχαιούς ποσώς δεν εφοβήθης,

που εχθροί σου είναι θανάσιμοι και οπού σιμά τους έχεις.

Και αν απ’ αυτούς κανείς σε ιδεί μέσα στην μαύρην νύκτα,

τόσους να φέρεις θησαυρούς, τι θα αισθανθείς φαντάσου.

Νέος δεν είσαι, γέροντας και αυτός ο συνοδός σου,

και αν πέσει επάνω σας κανείς, πώς θα του αντισταθείτε ;

 

Αλλ΄από εμέ μη φοβηθείς και μάλιστα σιμά σου

θα σε φυλάξω, αν χρειασθεί, τι ομοιάζεις του πατρός μου.».

 

Και τότε ο θείος Πρίαμος του απάντησεν ο γέρος:

 

«Αυτά τωόντι στέκονται, παιδί μου, όπως τα λέγεις,

αλλά για με κάποιος θεός το χέρι του έχει υψώσει,

που καλοσυναπάντητον μου έστειλε οδοιπόρον,

όποιος εισαι, θαυμαστός στην όψη και στο σώμα

και συνετός από γονείς, που τους καλοτυχίζω.».

 

Και προς αυτόν ο μηνυτής απάντησε Αργοφόνος:

 

«Είναι καλά και φρόνιμα, ω γέρε, αυτά που είπες.

Αλλ’ αυτό θέλω να μου ειπείς καλά να μου εξηγήσεις,

βγάζεις αυτούς τους θησαυρούς από την πόλην έξω

εις τόπον ξένον να σταλούν, να είναι ασφαλισμένοι,

ή δειλιασμένοι αφήνετε την Ίλιον την αγίαν

όλοι, αφού ο πρώτος σας εχάθη πολεμάρχος

ο υιός σου, που τους Αχαιούς στην μάχην δεν φοβόταν;»

 

Και ο γέρος του αποκρίθηκεν: «Ω θαυμαστέ, ποιος είσαι,

ποίοι θνητοί σ’ εγέννησαν, εσύ που τόσ’ ωραία

μου είπες για τον θάνατον του άμοιρου παιδιού μου;»

 

Σ’ αυτόν απάντησε ο θεός: «Με δοκιμάζεις, γέρε,

και για τον θείον Έκτορα που μ’ ερωτάς, λογιάζω.

Πολλές φορές στον πόλεμον, όπου δοξάζοντ’ άνδρες

τον είδα με τα μάτια μου, και οπόταν προς τα πλοία

εκυνηγούσε κι έσφαζε τα πλήθη των Αργείων.

 

Μακρόθεν τον θαυμάζαμεν εμείς ότι ο Πηλείδης

μας εκρατούσε, απ’ τον καιρόν που εθύμωσε του Ατρείδη.

Ότ’ είμαι εκείνου ακόλουθος φερμένος σ’ ένα πλοίο.

Το γένος είμαι Μυρμιδών, μ’ εγέννησε ο Πολύκτωρ,

άνθρωπος είναι πάμπλουτος και αυτός, ως είσαι, γέρος.

Κι εγώ είμαι ο νεώτερος από τα εφτά παιδιά του.

Και να’λθω εδώ στον πόλεμον μου έλαχεν ο κλήρος.

Στην πεδιάδα εκίνησα προτώρ’ από τες πρύμνες

ότ’ οι Αχαιοί το χάραμα την πόλην θα κτυπήσουν.

Αγανακτούν που κάθονται και λαχταρούν την μάχην

και οι βασιλείς δεν δύνανται να τους κρατήσουν πλέον.».

 

Σ’ αυτόν ο γέρος Πρίαμος απάντησεν ο θείος:

 

«Κι εάν εσύ ακόλουθος του Αχιλλέως είσαι,

ειπέ μου τώρα καθαρά να μάθω αν εις τες πρύμνες

ο υιός μου ακόμα σώζεται, ή αν κομματιασμενον

εις τα σκυλιά του σπάραγμα τον έριξε ο Πηλείδης;»

 

Και προς αυτόν ο μηνυτής απάντησε ο Αργοφόνος:

 

«Ω γέρε, μήτε όρνεα τον φάγαν μήτε σκύλοι,

ακόμη κείτεται σιμά στην πρύμνην του Αχιλλέως.

Κι έφεξ’ η δωδεκάτη αυγή στο λείψανό του επάνω

και όμως αυτό δεν σέπεται, σκουλήκια δεν τον τρώγουν

που δαπανούν τα σώματα που έκαψεν ο Άρης.

 

Τον σέρνει, αλήθεια, ολόγυρα στου φίλου του τον τάφον

την κάθε αυγήν απόνετα και δεν τον ασχημίζει.

Ο ίδιος αν τον έβλεπες, θα εθαύμαζες  πως είναι

δροσερός όλος καθαρός από το μαύρον αίμα.

Παντού καλός, και θα’βλεπες κλεισμένες τες πληγές του,

που ήσαν πολλές ότι πολλοί του εκέντησαν το σώμα.

Τόσο πονούν οι μάκαρες θεοί για τον υιόν σου,

νεκρόν ακόμη, ότι πολύ τον αγαπούσαν όλοι.».

 

Στα λόγια τούτα εχάρηκεν ο γέρος και αποκρίθη:

 

«Παιδί μου, ιδού πώς ωφελεί τα δώρα οπού τους πρέπουν

εις τους θεούς να δίδωμεν, ως έκανεν  ο υιός μου,

που στην εστίαν του ποτέ δεν τους ελησμονούσε

και ιδού τον εθυμήθηκαν αυτοί και πεθαμένον

και τώρα δέξου, αν μ’ αγαπάς τ’ όμορφο αυτό ποτήρι.

Σώσε με, και με των θεών το χέρι οδήγησέ με

απείρακτος εις την σκηνήν να φθάσω του Αχιλλέως.».

 

Σ’ αυτόν απάντησε ο θεός : «Ω γέρε, εμέ τον νέον

να ξελογιάσεις προσπαθείς. Αλλά δεν θα με πείσεις

δώρ’ από σένα να δεχθώ κρυφά από τον Πηλείδην.

Φόβον του έχει τρομερόν και σέβας η καρδιά μου

και αν λάβω δώρ’ απόκρυφα φοβούμαι μήπως πάθω.

Αλλά πιστός σου οδηγός στερεάς ή και θαλάσσης

και ως τ’ Άργος το εξακουστό θα γίνω αν είναι χρεία.

Και αν μ’ έχεις εις το πλάγι σου μη φοβηθεις κανέναν.».

 

Αρχή σελίδας 

Είπε και ανέβηκε ο θεός στ’ αμάξι του Πριάμου

στα χέρια του και μάστιγα και χαλινούς επήρε,

και εις τους ίππους έβαλεν ανδρειά και στα μουλάρια.

 

Και οπόταν εις τον χάντακα εφθάσαν και τους πύργους,

ήβραν τους νυκτοφύλακας, που ετοίμαζαν τον δείπνον

και όλους τους εβύθισεν στον ύπνον ο Αργοφόνος,

τους σύρτες έσπρωξ’ άνοιξε τες πύλες και τ’ αμάξι

έμπασε με τον Πρίαμον και τα λαμπρά του δώρα.

 

 

Κι ευθύς κατόπιν στην σκηνήν εφθάσαν του Αχιλλέως

την υψηλήν που μ’ έλατα σχισμένα οι Μυρμιδόνες

έφτιασαν του κυρίου των, κι επάνω την σκεπάσαν

με χνουδωτά καλάμια κομμέν’ από λιβάδι.

 

Αυλήν τριγύρω απλόχωρην με πάλους περιφράξαν

κι ένας λοστός ελάτινος ασφάλιζε την θύραν,

και τρεις χρειάζοντο Αχαιοί να βάλουν εις την θύραν

το μέγα εκείνο μάνταλο και τρεις να το σηκώσουν

και ο Αχιλλεύς εδύνονταν να το σηκώσει μόνος.

 

Και τότε τ’ άνοιξε ο θεός του γέρου να περάσει

με τα λαμπρά  που έφερνε του Αχιλλέως δώρα.

Κι έπειτα χάμου επήδησε από τ’ αμάξι κι είπε:

 

«Άφθαρτος ήλθα εγώ θεός, ω γέρε, στο πλευρό σου,

ο Ερμής, τι μ’ έστειλε οδηγόν να μ’ έχεις ο πατέρας.

Αλλ’ εγώ τώρ’ αναχωρώ, κι εμπρός στον Αχιλλέα

να με ιδεί δεν έρχομαι, και άπρεπο θα ήταν

τόσον αντίκρυ αθάνατοι  να σμίγουν τους ανθρώπους.

Αλλ’ έμπα συ και πρόσπεσε να τον καθικετεύσεις

στον γέροντα πατέρα του, εις την θεάν μητέρα

και στο παιδί του, την καρδιά στα βάθη να του εγγίξεις.».

 

Είπεν ο Ερμής και επέταξε στες  κορυφές του Ολύμπου.

Και ξεπεζεύει ο Πρίαμος και αφήνει τον Ιδαίον

αυτού στον τόπον να φυλά τα δυο ζεμέν’ αμάξια.

Και ίσια επήγε την σκηνήν που έμενε ο Πηλείδης.

Τον ήβρε αυτού και ανάμερα οι σύντροφοι εκαθίζαν.

Μόνοι να τον υπηρετούν στεκόνταν ο Αυτομέδων

με τον γενναίον Άλκιμον, ότ’ είχε αποδειπνήσει

κι ήταν ακόμη ασήκωτον εμπρός του το τραπέζι.

 

Εμπήκε ο μεγας Πρίαμος χωρίς να τον νοήσει

αυτού κανείς, και άμ’ έφθασε σιμά στον Αχιλλέα,

τα γόνατα του αγκάλιασε και τ’ ανδροφόνα χέρια

εφίλησε, που του’σφαζαν τόσα λαμπρά παιδιά του.

 

Και ως όταν ένας πάνερμος, που φόνον έχει κάμει

εις ξένον τόπον έρχεται, στο σπίτι ανδρός πλουσίου

θαυμάζουν, όσοι τον ιδούν, ομοίως όταν είδε

εκεί τον θείον Πρίαμον εθαύμαζε ο Πηλείδης,

θαύμαζαν και εκοιτάζονταν κι οι άλλοι ολόγυρά του.

 

Άρχισε τότε ο Πρίαμος να τον παρακαλέσει:

 

«Θυμήσου τον πατέρα σου, ισόθεε Πηλείδη,

οπού και αυτόν, ωσάν εμέ το έρμο γήρας ήβρε.

Ίσως και τον στενοχωρούν οι γείτονες τριγύρω

και από τον όλεθρον κανείς δεν είναι να τον σώσει.

Αλλά εκείνος χαίρεται και από μακριά ν’ ακούει

οπού του ζης και ολοκαιρίς ελπίζει να’λθ’ η μέρα

να ιδεί τον ποθητόν του υιόν να φθάσει από τα ξένα.

 

 

Αλλ’ ο βαριόμοιρος εγώ, δεν μόμενε κανένα

απ’ όσα τέκνα εγέννησα κι εδόξαζαν την Τροίαν.

 

Είχα πενήντα ότ’ έφθασαν των Αχαιών τα πλήθη.

Τα δεκαεννιά γεννήθηκαν όλ’ από μια μητέρα

τα επίλοιπ’ από σπιτικές γυναίκες, και από τόσα

μόσφαξ’ ο Άρης πάμπολλα και αυτός που ακόμα μόνος

την πόλην φύλαγε κι εμάς, τον φόνευσες προτώρα,

τον Έκτορα, μαχόμενον να σώσει την πατρίδα.

Γι’ αυτόν τώρα κατέβηκα στων Αχαιών τα πλοία

με πλήθια λύτρα πόφερα για να τον αποδώσεις.

Σέβου, ω γενναίε, τους θεούς, λυπήσου με, θυμήσου

τον γέροντά σου. Κι είμ’ εγώ ελεεινότερός του,

πόπαθ’ αυτό που άλλος θνητός δεν έχει πάθεια κόμη,

του ανδρός οπού μ’ ορφάνεψε το χέρι να φιλήσω.».

 

τα λόγια τούτα ως άκουσε, λαχτάρισε ο Αχιλλέας

να κλάψει τον πατέρα του και πιάνοντας το χέρι

του γέροντος, τον άμπωσεν αγάλι από σιμά του.

Και οι δυο, με τον πόνον του καθένας τους, εκλαίαν.

 

Εκείνος για τον Έκτορα στα πόδια του Αχιλλέως,

τούτος για τον πατέρα του και ακόμη για τον φίλον

Πάτροκλον, και απ’ τα κλάυματα τα δώματ’ αντηχούσαν.

Και αφού στο κλάμα ευφράνθηκεν ο ισόθεος Πηλείδης,

ορθώθη απ’ όπου εκάθονταν και σήκωσε απ’ το χέρι

τον γέροντα λυπούμενος την άσπρην κεφαλήν του,

και προς αυτόν ομίλησε: «Ω δύστυχε, τωόντι

πίκρες πολλές και βάσανα υπέφερε η καρδιά σου.

Πως μπόρεσες στων Αχαιών τες πρύμνες να’λθεις μόνος

τον άνδρα οπού σου εφόνευσε, τόσα παιδιά γενναία

να ιδείς στα μάτια;  Σίδερον έχ’ η καρδιά σου, ω γέρε.

Αλλ’ έλα τώρα κάθισε, και, αν και λυπημένοι,

τους πόνους τώρ’ ας κλείσωμεν στα βάθη της ψυχής μας.

Και τίποτε δεν ωφελούν τα μαύρα κλάυματά μας.

 

Ότι στους άμοιρους θνητούς οι αθάνατοι δωρήσαν

να ζουν στον πόνον και άλυποι μόνον εκείνοι μένουν.

Ότι απ’ όσα δίδει ο Ζευς πιθάρια δυο σιμά του

έχει, το ένα των κακών, των αγαθών το άλλο.

Και σ’ όποιον δώσει ανάμικτα ο βροντητής Κρονίδης,

εκείνος πότ’ έχει κακές, πότε αγαθές ημέρες,

και σ’ όποιον μόνο τα πικρά, τον κάμνει μαύρον  κι έρμον

και στ’ άγιο πρόσωπο της γης φρικτή τον σέρνει ανάγκη

και ατίμητος από θεούς και ανθρώπους παραδέρνει.

 

Και του Πηλέως οι θεοί λαμπρά χαρίσαν δώρα,

πανευτυχής και υπέρπλουτος να γίνει στους ανθρώπους,

των Μυρμιδόνων βασιλιάς και τον καταξιώσαν

θεάν να λάβει ομόκλινην αν και θνητός εκείνος.

 

Αλλά του δώσαν και κακόν, στο σπίτι του δεν έχει

παιδιά να γίνουν βασιλείς, παρ’ έν’ αγόρι μόνον

ολιγοήμερον, κι εγώ να τον γηροκομήσω

δεν δύναμ’ επειδή μακράν απ’ την γλυκιάν πατρίδα

μένω στην Τροίαν, συμφοράν σ’ εσέ και στα παιδιά σου.

 

Και συ, ω γέρε, ακούομεν πανευτυχής πως ήσουν.

Λέγουν που απ’ όσους κατοικούν στου Μάκαρος την χώραν

στην Λέσβον, στον Ελλήσποντον κι επάνω στην Φρυγίαν

για πλούτη και λαμπρά παιδιά συ είχες τα πρωτεία.

Αλλ’ αφού τούτο το κακόν οι αθάνατοι σου εφέραν,

ολόγυρα στην πόλην σου μάχες και φόνους έχεις.

Υπόφερε, ας μη τήκεται στην λύπην η καρδιά σου.

Το πεθαμένο σου παιδί με δάκρυα ν’ αναστήσεις

δεν ημπορείς, και απ’ τον καημόν και άλλο κακό μην πάθεις.».

 

Και τοτε ο θείος Πρίαμος απάντησέ του κι είπε:

 

«Πώς να καθίσω διόθρεπτε, ενόσω εις τες σκηνές σου

ο Έκτωρ κείτεται άταφος. Α! τώρα λύσε μού τον

να τον ιδούν τα μάτια μου και συ τα λύτρα λάβε

οπού σου εφέραμε πολλά. Να τα χαρείς να φθάσεις

εις την πατρίδα σου, ω καλέ, που τόσο μ’ ελυπήθης

και την ζωήν μου εχάρισες, του ηλιού το φως να βλέπω.».

 

Μ’ άγριο βλέμμ’ απάντησε σ’ εκείνον ο Πηλείδης:

 

«Μη μ’ ερεθίζεις, γέροντα, και αφ’ εαυτού μου  θέλω

να λύσω εγώ τον Έκτορα. Μου εμήνυσε και ο Δίας

με την θεάν μητέρα μου, την κόρην του Νηρέως.

Και ακόμη σε, ω Πρίαμε, το ενόησα, το είδα,

κάποιος θεός σε οδήγησε στων Αχαιών τα πλοία.

 

Πως θα ερχόνταν στον στρατόν θνητός, και αν νέος ήταν,

από τους φύλακες κρυφά, πώς θα ημπορούσε μόνος

της θύρας μου το μάνταλο το μέγα να σηκώσει;

Μη, ω γέρε, την κατάπικρην ψυχήν μου εξαγριώνεις

μήπως, και σένα, ικέτης μου, ως είσαι στην σκηνήν μου,

δεν λυπηθώ και παραβώ την προσταγήν του Δία.».

 

Είπε, φοβήθη ο γέροντας και υπάκουσε τον λόγον

και ωσάν λεοντάρι απ’ την σκηνήν πετάχθηκε ο Πηλείδης,

ο Άλκιμος κατόπιν του και ο ήρως Αυτομέδων

ακολουθούσαν, σύντροφοι που επροτιμούσε απ’ όλους

ύστερ’ από τον θάνατον του ποθητού Πατρόκλου.

 

Αρχή σελίδας 

Και τα μουλάρια ξέζεψαν εκείνοι και τους ίππους

κι έμπασαν μέσα στην σκηνήν τον κήρυκα του γέρου

και τον εκάθισαν εκεί. Και απ’ το λαμπρόν αμάξι

τ’ άπειρα λύτρα εσήκωσαν του Έκτορος και δύο

χλαμύδες άφησαν εκεί κι έναν καλόν χιτώνα

να πάρει σπίτι τον νεκρόν μ’ εκείνα σκεπασμένον.

Κι είπε στις δούλες τον νεκρόν να λούσουν και να χρίσουν

ανάμερα, μη ο Πρίαμος θωρώντας το παιδί του

μες στην καρδιά του την οργήν του πόνου δεν κρατήσει

και του Αχιλλέως η ψυχή ξαγριωθεί και αμέσως

τον σφάξει παραβαίνοντας την προσταγήν του Δία.

 

Κι αφού τον λούσαν κι έχρισαν οι δούλες με τα μύρα

και τον ενεκροστόλισαν, τον σήκωσε ο Πηλείδης

ο ίδιος και τον άπλωσε στο νεκρικό κρεβάτι

και οι σύντροφο τον έβαλαν εις το λαμπρόν αμάξι.

Τότ’ είπε αναστενάζοντας: «Άκου, γλυκιέ μου φίλε,

μη, Πάτροκλε, μου χολωθείς, αυτού στον Άδη αν μάθεις

που έλυσα τον Έκτορα του γέροντος πατρός του,

επειδή λύτρα όχι κακά μου έδωσε και απ’ όλα

ό,τι σου πρέπει αγαπητέ, θα σου χαρίσω μέρος.».

 

Και στην σκηνήν εγύρισε ο ισόθεος Πηλείδης

και στο θρονί του εκάθισε προς τον αντίκρυ τοίχον

κι έλεγε προς τον Πρίαμον: «Ω γέρε, ως εποθούσες

ο υιός σου τώρα ελυθηκε και κείτεται στην κλίνην.

Και το πρωί θα τον ιδείς, μαζί σου να τον πάρεις.

Και τώρα να δειπνήσωμεν, ω γέρε, ας στοχασούμε.

Ότι δεν ελησμόνησε μήτε η λαμπρή Νιόβη

τροφήν να πάρ’ η δύστυχη σ’ εκείνην την ημέραν

που είδε δώδεκα παιδιά στο σπίτι πεθαμένα

έξι ανδρειωμέν’ αγόρια της και έξι θυγατέρες.

 

Τ’ αγόρια ο Φοίβος φόνευσε με τ’ αργυρό του τόξο,

τες κόρες πάλ’ η Άρτεμις από χολήν που επήραν,

ότι με την καλήν Λητώ ισώνετο η Νιόβη,

πως αυτή γέννησε πολλά κι εκείνη δυο μόνον.

 

Και όμως οι δυο τους πολλούς αφάνισαν, κι εννέα

στο αίμα ημέρες έμειναν, και άνθρωπος να τους θάψει

δεν ήταν, ότι τους λαούς ελίθωσεν ο Δίας.

Κι οι επουράνιοι θεοί στις δέκα τους εθάψαν

αλλά στα δάκρ’ απόκαμε κι εκείνη κι ενθυμήθη

τροφήν να πάρ’ η δύστυχη. Και τώρα του Σιπύλου

τα έρμα όρη τ’ άγρια κει που ησυχάζουν νύμφες

από χορούς που εστησαν στες άκρες του Αχελώου,

τον πόνον πόχει απ’ τους θεούς και πέτρα ως είναι τρέφει.

 

Και, ω θείε γέρε, την τροφήν κι εμείς ας θυμηθούμε.

Θα κλαίγεις εις την Ίλιον το αγαπητό παιδί σου

κατόπιν. Ότι δάκρυα πολλά θα σου γεννήσει.».

 

Είπε, σηκώθη κι έσφαξεν αρνί λευκό σαν χιόνι,

το γδάραν το συγύρισαν οι σύντροφοί του ως πρέπει,

με τέχνην το ελιάνισαν, το πέρασαν στες σούβλες

και όμορφα αφου το’ψησαν απ’ την φωτιά το σύραν.

Και στο τραπέζι εμέραζε τον άρτον  ο Αυτομέδων,

μέσα στα ωραία κάνιστρα, τα κρέατα ο Πηλείδης.

Και άπλωσαν όλοι στα καλά φαγιά που εμπρός τους είχαν.

 

Και αφού εφάγαν κι έπιαν όσο ήθελε η ψυχή τους,

ο Πρίαμος εθαύμαζεν εκεί του Αχιλλέα

την πλάση και τ’ ανάστημα που ωσάν θεού φαντάζαν.

Και του Πριάμου την ειδή την αγαθήν κοιτώντας

και την λαλιά του ακούοντας εθαύμαζε ο Πηλείδης.

Και αφού ν’ αντικοιτάζονται ευφράνθησαν και οι δύο

πρώτος ο θείος Πρίαμος προς τον Πηλείδην είπε:

 

«Βάλε με, ω θρέμμα του Διός, αμέσως να πλαγιάσω

και την γλυκιάν ανάπαυσην είν’ ώρα να χαρούμε.

Και μάτι εγώ δεν έκλεισα, Πηλείδη, από την ώρα

που απέθανε απ’ τα χέρια μου το αγαπητό παιδί μου,

αλλά στενάζω πάντοτε, την λύπην δεν χορταίνω

ημέρα νύκτα στης αυλής την λάσπην κυλισμενος.

Χαψιά ψωμί, ρουφιά κρασί δεν είχα βάλ’ εις τούτο

το στόμα, ώσπου μ’ έκαμες μαζί σου να δειπνήσω.».

 

Και στους συντρόφους ο Αχιλλεύς τότ’ είπε και στους δούλους

κάτωθε από την αίθουσαν κρεβάτια να τους στρώσουν

με πορφυρά παπλώματα και τάπητες επάνω,

και με χλαμύδες χνουδωτές να σκεπασθούν μ’ εκείνες.

 

Και οι δούλες απ’ το μέγαρον εβγήκαν με λαμπάδες

και γρήγορα και όμορφα τους έστρωναν δυο κλίνες.

Και ακρογελώντας ο Αχιλλεύς τότ’ είπε του Πριάμου:

 

«Έξω θα πας να κοιμηθείς, αγαπητέ μου γέρε,

των βουληφόρων Αχαιών μη κάποιος ξάφνου φθάσει

ως συνηθούν να έρχονται για να συμβουλευθούνε.

Και αν κάποιος απ’ αυτούς σε ιδεί, μέσα στην μαύρην νύκτα

μη δώσει ευθύς την είδησην στον αρχηγόν Ατρείδην

και του νεκρού την λύτρωσην μη τύχει ν’ αντισκόψει.

Ειπέ μου τώρα φανερά, πόσες ημέρες θέλεις

να θάψεις τον λαμπρόν σου υιόν, και τόσες θα ησυχάζω

από τον πόλεμον εγώ και θα κρατώ τα πλήθη.».

 

Και απάντησεν ο Πρίαμος: «Πηλείδη, αφού το στέργεις

να κάμ’ ως πρέπει την ταφήν εις τον λαμπρόν υιόν μου,

αυτήν την χάρην κάμε μου. Γνωρίζεις οπού οι Τρώες

κλειστοί ’ναι και περίφοβοι στην πόλην, και θα φέρνουν

πέρ’ από δάσος μακρινό του ενταφιασμού τα ξύλα.

Εννέα ημέρες θέλομε στο σπίτι να τον κλαίμε

στες δέκα θα γίνει η ταφή και νεκρικό τραπέζι.

Στες ένδεκα θα υψώσωμεν επάνω του τον τάφον,

στες δώδεκα ο πόλεμος θ’ αρχίσει αν είναι ανάγκη.».

 

Και προς αυτόν ο Αχιλλεύς αντείπε ο φτεροπόδης:

 

«Θα γίνουν, γέρε Πρίαμε, και τούτα όπως τα λέγεις.

Τον πόλεμον, όσον καιρόν ηθέλησες θα παύσω.».

 

Αυτά’πε και του έπιασε την δεξιάν παλάμην

απ’ τον αρμόν, ότ’ ήθελε να μη φοβείτε ο γέρος.

Και έξω αυτού στον πρόδρομον επλάγιασαν εκείνοι

ο κήρυξ και ο Πρίαμος, άνδρες κι οι δυο με γνώση.

Και μες στα βάθη της σκηνής κοιμήθηκε ο Πηλείδης

κι είχε καλήν του ομόκλινην την κόρην του Βρισέως.

 

Θεοί και άνθρωποι γλυκά στον ύπνον βυθισμένοι

ολονυκτίς ησύχαζαν. Ο αγαθοδότης μόνον

Ερμής μάτι δεν έκλειε, στον νουν του μεριμνώντας

δρόμον ν’ ανοίξει ακίνδυνον του γέροντος Πριάμου,

χωρίς να ιδούν οι θυρωροί, να φύγει από τες πρύμνες.

Στην κεφαλήν του εστήθηκεν επάνω και του είπε:

 

«Ω γέρε, πόσο αμέριμνα στην μέσην των εχθρών σου

κοιμάσαι αφού σ’ εθάρρεψε το έλεος του Αχιλλέως.

Μ’ άπειρα λύτρα ελύτρωσες το ποθητό παιδί σου.

Αλλά για σένα ζωντανόν και τρίδιπλα θα δίδαν

τα τέκνα οπού σου έμειναν, εάν ο Αγαμέμνων

και όλ’ οι άλλοι Αχαιοί πως είσ’ εδώ γνωρίσουν.».

 

Φοβήθηκε κι εσήκωσεν ο γέρος τον Ιδαίον.

Κι έζεψ’ ο Ερμής τες άμαξες κι εκείνος οδηγούσε

εις τον στρατόν ανάμεσα, χωρίς να ιδεί κανένας.

Και όταν στον Ξάνθον έφθασαν, διογέννητο ποτάμι,

ο Ερμής οπίσω εγύρισε στες κορυφές του Ολύμπου,

 

και η χρυσόπεπλη Ηώς την γην εφώτιζ’ όλην,

κι εκείνοι με το λείψανο που εφέρναν τα μουλάρια

με δάκρυα, με ξεφωνητά τραβούσαν προς την πόλην

και δεν τους νόησε κανείς παρ΄η Κασσάνδρα μόνη,

η κόρη οπού της χρυσής ομοίαζε Αφροδίτης.

 

Είχε ανεβεί στην Πέργαμον κι εκείθ’ είδε στ’ αμάξι

τον ποθητόν πατέρα της μαζί με τον Ιδαίον,

και ως είδε τον κειτάμενον στο νεκρικό του στρώμα

μες στ’ άλλο αμάξι, έσκουζεν η κόρη και στην πόλην

έβαλε το ξεφωνητό: «Ω Τρώισσες, ω Τρώες,

κοιτάτ’ εκεί τον Έκτορα που άλλοτε απ’ την μάχην

να σας γυρίζει ζωντανός ευφραίνετο η καρδιά σας

οπού τον είχεν ο λαός χαρά κι ελπίδα μόνην.».

 

Τότε ψυχή δεν έμεινε στην πόλην, μήτε άνδρας,

μήτε γυναίκα ότι σφοδρός τους συνεπήρε ο πόνος.

 

Και τον νεκρόν προϋπάντησαν εκεί σιμά στην πόλην.

Πρώτη η γυνή του εχύθηκε στ’ αμάξι κι η μητέρα

την κεφαλήν του αγκάλιαζαν, εκλαίαν, εμαδιόνταν,

και ο λαός ακίνητος ολόγυρα εθρηνούσε.

Και ο ήλιος θα εβασίλευε και ακόμη αυτόν θα κλαίαν

τον πεθαμένον Έκτορα εκεί εμπρός στες πύλες,

αν απ’ τ’ αμάξι ο γέροντας δεν έλεγε στα πλήθη:

 

«Τόπον στες μούλες κάμετε. Κατόπι αφού στο σπίτι

τον φέρω, ξεθυμαίνετε τον πόνον της ψυχής σας.».

 

Αρχή σελίδας 

Και ως είπ’ εκείνοι εχώρισαν τ’ αμάξι να περάσει.

Και αφού στα ωραία δώματα το λείψανο ανεβάσαν

στην  κλίνην το απόθεσαν, κι εκάθισαν στο πλάγι

τους θρηνωδούς, το θλιβερό τραγούδι ν’ αρχινήσουν.

 

Και αντιφωνούσαν κλαίοντας στον θρήνον οι γυναίκες.

Και η λευκοχέρ’ αρχίνησε τον θρήνον Ανδρομάχη

στην κεφαλήν του Έκτορος, απλώνοντας τα χέρια:

 

«Άνδρα μου, νέος πέθανες, κι εμέν’ αφήνεις χήραν

στο σπίτι με το τρυφερό παιδί που εμείς οι δυο

οι άμοιροι εγεννήσαμεν. Και δεν θα μεγαλώσει

ωιμένα, ότι γρήγορα τούτη θα πέσ’ η πόλη

τώρα που εσύ χάθηκες, ο στύλος της, η ασπίδα,

που τα παιδιά της έσωζες και τες σεμνές μητέρες,

που γρήγορα στα πλοία τους θενά μας ρίξουν όλες

και συ μαζί μου, τέκνον μου, θα είσαι να δουλεύεις

με κόπον σ’ έργα ουτιδανά καταδυναστευμένος

κάτω από κύριον σκληρόν, αν πρωτα δεν σε ρίξει

από του πύργου την κορφήν να κακοθανατίσεις

κανείς οπού του εφόνευσεν ο Έκτωρ τον πατέρα,

τον αδελφόν ή το παιδί, διότι από το χέρι

εκείνου πλήθος Αχαιών εδάγκασαν το χώμα.

 

Ότι ο πατέρας σου απαλός στον πόλεμον δεν ήταν.

Για τούτο σήμερα ο λαός ολόκληρος τον κλαίγει,

και λύπη θα’σαι αμίλητη, ω Έκτορ, στους γονείς σου,

μόν’ άλλος είναι ο πόνος μου. Στην κλίνην σου, ω γλυκέ μου,

δεν πέθανες, το χέρι σου στο χέρι μου ν’ απλώσεις,

και κάποιον λόγον φρόνιμον να βάλεις στην καρδιά μου

ημέρα νύκτα μες στο νου να το’χω και να κλαίω.».

 

Και με τον θρήνον πόκαμνε στενάζαν οι γυναίκες

και ανάμεσόν τους άρχισε κι η Εκάβη να θρηνήσει:

 

«Έκτορ, ω το ακριβότερο απ’όλα τα παιδιά μου,

και όταν μου εζούσες, οι θεοί, γλυκέ μου, σ’ αγαπούσαν

και τώρα μες στον θάνατον ακόμη σε λυπούνται.

 

Τ’ άλλα παιδιά μου, όσα’πιανεν ο γρήγορος Πηλείδης

απόπερ’ απ’ την θάλασσαν στα ξένα τα επουλούσε

στην Λήμνον την σκοταδερή, στην Σάμον και στην Ίμβρον.

Και συ αφού σ’ ενέκρωσεν η λόγχη του και γύρω

του φίλου οπού του εφόνευσες τον τάφον σ’ έχει σύρει,

και όμως με αυτό δεν έκαμε τον φίλον ν’ αναζήσει,

εμπρός μου τώρα δροσερός και ανέγγιχτος στο σπίτι

κείτεσαι, ωσάν τον άνθρωπον που την ψυχήν του επήρε

ο Φοίβος ο αργυρότοξος με τ’ άλυπά του βέλη.».

 

Και η κλάψα της εσήκωσε γύρω οδυρμόν και θρήνους.

 

Και τρίτ’ η Ελένη άρχισε τον θρήνον της κι εκείνη:

 

«Ω Έκτορ μου, ο ακριβότερος των αδελφών του ανδρός μου,

κι είν’ άνδρας μου ο θεόμορφος Αλέξανδρος που εμένα

εδώ στην Τροίαν έφερε. Να’χα πεθάνει πρώτα.

Χρόνοι επεράσαν είκοσιν αφ’ ότου εκείθεν ήλθα

και άφησα την πατρίδα μου. Και απ’ τα δικά σου χείλη

λόγον ποτέ δεν άκουσα κακόν να με πικράνει.

 

Και αν κάποιος απ’ τους αδελφούς ή από τες αδελφές σου

ή από τες συννυφάδες μου με απόπαιρνεν ή ακόμη

η πεθερά μου – ο πεθερός με αγάπα ωσάν πατέρας –

συ μόνος τον ημέρωνες με λόγια μελωμένα

με την αγαθοσύνην σου. Για τούτο σένα κλαίω

και αντάμα εμέ την άμοιρην και σχίζεται η καρδιά μου.

Ότι κανείς δεν μόμεινεν εις όλην την Τρωάδα

να είναι φίλος της καρδιάς και μ’ αποστρέφοντ’ όλοι.».

 

Και ως έκλαιε τριγύρω της εστέναζαν τα πλήθη.

Και τότε ο γέρος Πρίαμος επρόσταξε στα πλήθη:

 

«Στην πόλην, Τρώες, φέρετε τα ξύλα, μη φοβείσθε

καρτέρι από τους Αχαιούς. Μου έταξε ο Πηλείδης

όταν από τες πρύμνες του αυτός μ’ επροβοδούσε,

πριν φέξ’  δωδεκάτη αυγή να μη μας πολεμήσει.».

 

Και αυτοί τες μούλες έζεψαν στ’ αμάξια και τους ταύρους

και με σπουδήν συνάχθηκαν εμπρός στην πόλην όλοι

κι εννιά ημέρες έφερναν από το δάσος ξύλα.

 

Και άμα η δεκάτη εφάνη αυγή τον κόσμον να φωτίσει

τότ’ έβγαλαν τον Έκτορα και κλαίοντας τον θέσαν

εις της πυράς την κορυφήν, κατόπι την ανάψαν.

 

Και άμα η ροδοδάκτυλη Ηώς στον κόσμο εφάνη,

εις την πυράν ολόγυρα του Έκτορος του ανδρείου

όλος συνάχθηκε ο λαός κι άφθονο πρώτα εχύσαν

κρασί μες στην πυρκαϊά και την εσβήσαν όλην

ως κει που εβόσκησε η φωτιά, κι οι αυτάδελφοι και οι φίλοι

κατόπιν όλα εσύναξαν τα άσπρα κόκαλά του,

κι ετρέχαν δάκρυα θερμά από τα μάγουλά τους.

 

Και μέσα εις χρυσήν λάρνακα τα εθέσαν κατόπι

με πορφυρά και μαλακά σεντόνια τυλιγμένα.

 

Κατόπι τα εκατέβασαν μες στο βαθύ κιβούρι

κι επάνω εστοίβασαν πυκνά λιθάρια και μεγάλα

και αφού τάφον εσήκωσαν με χώματα εκαθόνταν

φύλακες απ’ τους Αχαιούς το μνήμα να φρουρήσουν.

 

Και αφού το μνήμα ετοίμασαν, συναθροισθήκαν όλοι

με τάξιν και εκάθησαν στο θαυμαστό τραπέζι

μέσα στα υψηλά δώματα  του σεβαστού Πριάμου.

 

Αυτός του ανδρείου Έκτορος ο ενταφιασμό εγίνη.

 

Αρχή σελίδας