ΙΛΙΑΔΟΣ  -  ΡΑΨΩΔΙΑ  Ω΄

(στίχοι  : 218-321)

[Μετάφραση : ΙΑΚΩΒΟΥ  ΠΟΛΥΛΑ]

 

Σ’ αυτήν ο θείος Πρίαμος απάντησε και είπε:

«Το θέλω, μη αντιστέκεσαι. Κι η ίδια συ στο σπίτι

κακό σημάδι μη γενείς. Ποτέ δεν θα με πείσεις.

Ότι αν απ’ άνθρωπον θνητόν το πρόσταγμα είχ’ ακούσει

είτ’ ιερέας τύχαινεν είτε ιερογνώστης,

 

τὴν δ᾽ αὖτε προσέειπε γέρων Πρίαμος θεοειδής·

μή μ᾽ ἐθέλοντ᾽ ἰέναι κατερύκανε, μὴ δέ μοι αὐτὴ

ὄρνις ἐνὶ μεγάροισι κακὸς πέλευ· οὐδέ με πείσεις.

εἰ μὲν γάρ τίς μ᾽ ἄλλος ἐπιχθονίων ἐκέλευεν,      220

ἢ οἳ μάντιές εἰσι θυοσκόοι ἢ ἱερῆες,

 

πλάν’ ημπορούσε να φανεί και αποστροφήν να κάμει.

Αλλ’ αφού τώρα την θεάν άκουσα εγώ και είδα,

θα πάω και ό,τ’ είπα θα γενεί. Το στέργω, η μοίρ’ αν θέλει,

στων χαλκοφόρρων Αχαιών τες πρύμνες ν’ αποθάνω.

Να σφίξω στες αγκάλες μου το άμοιρο παιδί μου

να ξεθυμάνω κλαίοντας και ας με φονεύσει εκείνος.».

 

ψεῦδός κεν φαῖμεν καὶ νοσφιζοίμεθα μᾶλλον·

νῦν δ᾽, αὐτὸς γὰρ ἄκουσα θεοῦ καὶ ἐσέδρακον ἄντην,

εἶμι καὶ οὐχ ἅλιον ἔπος ἔσσεται. εἰ δέ μοι αἶσα

τεθνάμεναι παρὰ νηυσὶν Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων  

βούλομαι· αὐτίκα γάρ με κατακτείνειεν Ἀχιλλεὺς

ἀγκὰς ἑλόντ᾽ ἐμὸν υἱόν, ἐπὴν γόου ἐξ ἔρον εἵην.

 

Είπε και από τ’ αρμάρια του εσήκωσε τα ωραία

σκεπάσματα και δώδεκα πέπλους λαμπρούς επήρε.

Και χλαίνες δώδεκα μονές, και τάπητες ωμοίως

και τόσα επανωφόρια, τόσους κοντά χιτώνες

και δέκ’ ακόμη τάλαντα χρυσάφι ζυγισμένο,

τέσσερις λέβητες και ομού δυο τρίποδες που ελάμπαν

κι ένα ποτήρι υπέρλαμπρο, βαρύτιμο που οι Θράκες

του είχαν δωρήσει τον καιρόν που επήγε απεσταλμένος.

Και μήδ’ εκείνο κράτησε ο γέρος, τόσην είχε

λαχτάραν το αγαπητό παιδί να ξαγοράσει.

Κι έδιωχνε από την αίθουσαν όλους ομού τους Τρώας:

 

 ἦ καὶ φωριαμῶν ἐπιθήματα κάλ᾽ ἀνέῳγεν·

ἔνθεν δώδεκα μὲν περικαλλέας ἔξελε πέπλους,

δώδεκα δ᾽ ἁπλοΐδας χλαίνας, τόσσους δὲ τάπητας,                                                                          

τόσσα δὲ φάρεα λευκά, τόσους δ᾽ ἐπὶ τοῖσι χιτῶνας.

χρυσοῦ δὲ στήσας ἔφερεν δέκα πάντα τάλαντα,

ἐκ δὲ δύ᾽ αἴθωνας τρίποδας, πίσυρας δὲ λέβητας,

ἐκ δὲ δέπας περικαλλές, ὅ οἱ Θρῇκες πόρον ἄνδρες

ἐξεσίην ἐλθόντι μέγα κτέρας· οὐδέ νυ τοῦ περ     235

φείσατ᾽ ἐνὶ μεγάροις ὃ γέρων, περὶ δ᾽ ἤθελε θυμῷ

λύσασθαι φίλον υἱόν. ὃ δὲ Τρῶας μὲν ἅπαντας

αἰθούσης ἀπέεργεν ἔπεσσ᾽ αἰσχροῖσιν ἐνίσσων·

 

«Ω λώβες, σύρετ’ από δω! Τα σπίτια σας δεν έχουν

λύπην και αυτά που ήλθετε να πλήξετε κι εμένα;

Μικρή σας φαίνεται η πληγή, που μου’δωκε ο Κρονίδης,

να χάσω τον καλύτερον απ’ όλα τα παιδιά μου;

Θα το αισθανθείτε γρήγορα και σεις που αυτός εχάθη

όταν σας κόψουν εύκολα των Αχαιών οι λόγχες.

Αχ! Να κλεισθούν τα μάτια μου προτού να ιδούν την πόλην

να την πατήσουν οι εχθροί και να την ερημάζουν.».

 

ἔρρετε λωβητῆρες ἐλεγχέες· οὔ νυ καὶ ὑμῖν

οἴκοι ἔνεστι γόος, ὅτι μ᾽ ἤλθετε κηδήσοντες;       240

ἦ ὀνόσασθ᾽ ὅτι μοι Κρονίδης Ζεὺς ἄλγε᾽ ἔδωκε

παῖδ᾽ ὀλέσαι τὸν ἄριστον; ἀτὰρ γνώσεσθε καὶ ὔμμες·

ῥηΐτεροι γὰρ μᾶλλον Ἀχαιοῖσιν δὴ ἔσεσθε

κείνου τεθνηῶτος ἐναιρέμεν. αὐτὰρ ἔγωγε

πρὶν ἀλαπαζομένην τε πόλιν κεραϊζομένην τε    245

ὀφθαλμοῖσιν ἰδεῖν βαίην δόμον Ἄϊδος εἴσω.

 

Είπε, και με το σκήπτρο του κτυπώντας τους ο γέρος

τους έβγαλε κι εφώναξε στα τέκνα του που εμείναν.

Εννέα ήσαν: Έλενος και Πάρις και Αγάθων

και Πάμμων και Αντίφονος, Πολίτης, ο γενναίος

Δηίφοβος και Ιππόθοος και ο δοξασμένος Δίος.

Σ’ όλους αυτούς εφώναζε: «Τι δεν με βοηθείτε,

κακά μου τέκνα, ελεεινά. Να’χετε όλοι αντάμα

αντί του Έκτορος χαθεί στες πρύμνες σκοτωμένοι.

 

ἦ καὶ σκηπανίῳ[1] δίεπ᾽ ἀνέρας· οἳ δ᾽ ἴσαν ἔξω

σπερχομένοιο γέροντος· ὃ δ᾽ υἱάσιν οἷσιν ὁμόκλα

νεικείων Ἕλενόν τε Πάριν τ᾽ Ἀγάθωνά τε δῖον

Πάμμονά τ᾽ Ἀντίφονόν τε βοὴν ἀγαθόν τε Πολίτην                                                                            

Δηΐφοβόν τε καὶ Ἱππόθοον καὶ δῖον Ἀγαυόν·

ἐννέα τοῖς ὃ γεραιὸς ὁμοκλήσας ἐκέλευε·

σπεύσατέ μοι κακὰ τέκνα κατηφόνες· αἴθ᾽ ἅμα πάντες

Ἕκτορος ὠφέλετ᾽ ἀντὶ θοῇς ἐπὶ νηυσὶ πεφάσθαι.

 

Ωιμένα τον βαριόμοιρον, δεν μόμεινε κανένα

απ’ τα εξαίσια τέκνα μου που εδόξασαν την Τροίαν.

Που είναι ο Μήστωρ ο λαμπρός, ο ιππόμαχος Τρωίλος,

ο Έκτωρ, οπού εθέιζε μες στων θνητών τα γένη,

πόμοιαζε γέννημα θεού, και όχι θνητού στο θώρι,

και όλους τους αφάνισεν ο Άρης και απομείναν

οι αχρείοι, ψεύτες, στο χορό λαμπρότατοι τεχνίτες

και αρνιά κι ερίφια του κοινού ν’ αρπάζουν μαθημένοι.

Δεν πάτε να μου ζέψετε τ’ αμάξι ευθύς και τούτα

επάνω του να θέσετε, να μη χρονοτριβήσω;»

 

ὤ μοι ἐγὼ πανάποτμος, ἐπεὶ τέκον υἷας ἀρίστους  

Τροίῃ ἐν εὐρείῃ, τῶν δ᾽ οὔ τινά φημι λελεῖφθαι,

Μήστορά τ᾽ ἀντίθεον καὶ Τρωΐλον ἱππιοχάρμην

Ἕκτορά θ᾽, ὃς θεὸς ἔσκε μετ᾽ ἀνδράσιν, οὐδὲ ἐῴκει

ἀνδρός γε θνητοῦ πάϊς ἔμμεναι ἀλλὰ θεοῖο.

τοὺς μὲν ἀπώλεσ᾽ Ἄρης, τὰ δ᾽ ἐλέγχεα πάντα λέλειπται                                                                          

ψεῦσταί τ᾽ ὀρχησταί τε χοροιτυπίῃσιν ἄριστοι

ἀρνῶν ἠδ᾽ ἐρίφων ἐπιδήμιοι ἁρπακτῆρες.

οὐκ ἂν δή μοι ἄμαξαν ἐφοπλίσσαιτε τάχιστα,

ταῦτά τε πάντ᾽ ἐπιθεῖτε, ἵνα πρήσσωμεν ὁδοῖο;

 

Είπε, κι εκείνοι τες φωνές τρομάξαν του πατρός τους

κι εσήκωσαν καλότροχο φορτωτικόν αμάξι

καινούριο και τον κάλαθον επάνω του προσδέσαν,

κατέβασαν και τον ζυγόν κι εταίριαζε στους κρίκους.

Έφεραν κι εννεάπηχο μαζί τους ζυγολούρι.

 

ὣς ἔφαθ᾽, οἳ δ᾽ ἄρα πατρὸς ὑποδείσαντες ὁμοκλὴν

ἐκ μὲν ἄμαξαν ἄειραν ἐΰτροχον ἡμιονείην

καλὴν πρωτοπαγέα, πείρινθα δὲ δῆσαν ἐπ᾽ αὐτῆς,

κὰδ δ᾽ ἀπὸ πασσαλόφι ζυγὸν ᾕρεον ἡμιόνειον

πύξινον ὀμφαλόεν εὖ οἰήκεσσιν ἀρηρός·

 

Και τον ζυγόν απίθωσαν στο γυαλιστό τιμόνι

στην κορυφήν κι επέρασαν τον κρίκον στο πατούλι.

Και απ’ τα δυο μέρη τρεις φορές το ζυγολούρι εδέσαν

στον ομφαλόν, κι εγύρισαν κατόπι το γλωσσίδι

κι έφεραν απ’ τον θάλαμον τα λύτρα τα ωραία

του Έκτορος και τα’βαλαν στο στιλβωτό αμάξι

κι έζεψαντα σκληρόνυχα μουλάρι’ ανδρειωμένα,

που οι Μυσοί, δώρον λαμπρόν εδώκαν του Πριάμου.

Έπειτα για τον Πρίαμον ετοίμασαν τους ίππους

που ανάθρεψεν ο ίδιος στο στιλβωτό παχνί του.

 

ἐκ δ᾽ ἔφερον ζυγόδεσμον ἅμα ζυγῷ ἐννεάπηχυ. 270

καὶ τὸ μὲν εὖ κατέθηκαν ἐϋξέστῳ ἐπὶ ῥυμῷ

πέζῃ ἔπι πρώτῃ, ἐπὶ δὲ κρίκον ἕστορι βάλλον,

τρὶς δ᾽ ἑκάτερθεν ἔδησαν ἐπ᾽ ὀμφαλόν, αὐτὰρ ἔπειτα

ἑξείης κατέδησαν, ὑπὸ γλωχῖνα δ᾽ ἔκαμψαν.

ἐκ θαλάμου δὲ φέροντες ἐϋξέστης ἐπ᾽ ἀπήνης     275

νήεον Ἑκτορέης κεφαλῆς ἀπερείσι᾽ ἄποινα,

ζεῦξαν δ᾽ ἡμιόνους κρατερώνυχας ἐντεσιεργούς,

τούς ῥά ποτε Πριάμῳ Μυσοὶ δόσαν ἀγλαὰ δῶρα.

ἵππους δὲ Πριάμῳ ὕπαγον ζυγόν, οὓς ὃ γεραιὸς

αὐτὸς ἔχων ἀτίταλλεν ἐϋξέστῃ ἐπὶ φάτνῃ.        280

 

Κι ενώ στα ψηλά δώματα το ζέψιμο ετηρούσαν

ο Πρίαμος και ο κήρυκας γνώμη και νουν γεμάτοι,

η Εκάβη τους εσίμωσεν, η καταπικραμένη,

μ’ ένα ποτήρι ολόχρυσο γλυκό κρασί γεμάτο,

αυτού να κάμουν τες σπονδές προτού να ξεκινήσουν.

 

τὼ μὲν ζευγνύσθην ἐν δώμασιν ὑψηλοῖσι

κῆρυξ καὶ Πρίαμος πυκινὰ φρεσὶ μήδε᾽ ἔχοντες·

ἀγχίμολον δέ σφ᾽ ἦλθ᾽ Ἑκάβη τετιηότι θυμῷ

οἶνον ἔχουσ᾽ ἐν χειρὶ μελίφρονα δεξιτερῆφι

χρυσέῳ ἐν δέπαϊ, ὄφρα λείψαντε κιοίτην·           285

 

Εμπρός στους ίππους στάθηκε και είπε: «Λάβε, ω γέρε,

σπόνδισε του πατρός Διός, και να γυρίσεις εύχου

από τα χέρια των εχθρών, αφού η ψυχή σε σπρώχνει

στα πλοία τους να κατεβείς κι εμένα δεν ακούεις.

 

στῆ δ᾽ ἵππων προπάροιθεν ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζε·

τῆ σπεῖσον Διὶ πατρί, καὶ εὔχεο οἴκαδ᾽ ἱκέσθαι

ἂψ ἐκ δυσμενέων ἀνδρῶν, ἐπεὶ ἂρ σέ γε θυμὸς

ὀτρύνει ἐπὶ νῆας ἐμεῖο μὲν οὐκ ἐθελούσης.

 

Αλλ’ εύχου καν στον βροντητήν Κρονίδην τον Ιδαίον,

που απ’ όπου στέκεται ψηλά θωρεί την Τροίαν όλην

και να σου στείλει ζήτησε το αγαπητό πτηνό του

που’ναι γοργός του μηνυτής με δύναμην μεγάλην

στα δεξιά σου να το ιδείς ο ίδιος και, σ’ εκείνο

θαρρώντας, να πορεύεσαι στων Δαναών τα πλοία.

 

ἀλλ᾽ εὔχεο σύ γ᾽ ἔπειτα κελαινεφέϊ Κρονίωνι    290

Ἰδαίῳ, ὅς τε Τροίην κατὰ πᾶσαν ὁρᾶται,

αἴτει δ᾽ οἰωνὸν ταχὺν ἄγγελον, ὅς τέ οἱ αὐτῷ

φίλτατος οἰωνῶν[2], καί εὑ κράτος ἐστὶ μέγιστον,

δεξιόν, ὄφρά μιν αὐτὸς ἐν ὀφθαλμοῖσι νοήσας

τῷ πίσυνος ἐπὶ νῆας ἴῃς Δαναῶν ταχυπώλων.295

 

Κι εάν τον μηνυτήν του ο Ζευς σου αρνηθεί να στείλει

εγώ θα σε συμβούλευα, μ’ όσον και αν έχεις ζήλον,

να μη κινήσεις για να πας στες πρύμνες των Αργείων.».

 

εἰ δέ τοι οὐ δώσει ἑὸν ἄγγελον εὐρύοπα Ζεύς,

οὐκ ἂν ἔγωγέ σ᾽ ἔπειτα ἐποτρύνουσα κελοίμην

νῆας ἐπ᾽ Ἀργείων ἰέναι μάλα περ μεμαῶτα.

 

Και απάντησεν ο Πρίαμος: «Προθύμως, ω γυναίκα,

θα κάμω αυτό που επιθυμείς. Καλό’ναι προς τον Δία

τα χέρια μας να υψώσωμε για να μας ελεήσει.».

 

τὴν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη Πρίαμος θεοειδής·

ὦ γύναι οὐ μέν τοι τόδ᾽ ἐφιεμένῃ ἀπιθήσω.       300

ἐσθλὸν γὰρ Διὶ χεῖρας ἀνασχέμεν αἴ κ᾽ ἐλεήσῃ.

 

Και ο γέρος επαράγγειλεν ευθύς την οικονόμα

νερό να φέρει αμίαντο στα χέρια να του ρίξει.

Και με λεκάνην ήλθε αυτή στα χέρια και προχύτην.

 

ἦ ῥα καὶ ἀμφίπολον ταμίην ὄτρυν᾽ ὃ γεραιὸς

χερσὶν ὕδωρ ἐπιχεῦαι ἀκήρατον· ἣ δὲ παρέστη

χέρνιβον ἀμφίπολος πρόχοόν θ᾽ ἅμα χερσὶν ἔχουσα.

 

Ενίφθη και απ’ την σύντροφον επήρε το ποτήρι

και ορθός στην μέσην της αυλής εσπόνδιζε κι ευχόταν

τα μάτια προς τον ουρανόν, και αυτούς τους λόγους είπε:

 

νιψάμενος δὲ κύπελλον ἐδέξατο ἧς ἀλόχοιο·      305

εὔχετ᾽ ἔπειτα στὰς μέσῳ ἕρκεϊ, λεῖβε δὲ οἶνον

οὐρανὸν εἰσανιδών, καὶ φωνήσας ἔπος ηὔδα·

 

«Δία πατέρα, δοξαστέ, που από την Ίδην βλέπεις,

δώσ’ μου να μ’ έβρη ελεεινόν ο άσπονδος Πηλείδης,

ευδόκησε το αγαπητό πτηνό σου να μου στείλεις

που είναι γοργός σου μηνυτής, με δύναμην μεγάλην

στα δεξιά μου να το ιδώ ο ίδιος και σ’ εκείνο

θαρρώντας να πορεύομαι στων Δαναών τα πλοία.».

 

Ζεῦ πάτερ Ἴδηθεν μεδέων κύδιστε μέγιστε

δός μ᾽ ἐς Ἀχιλλῆος φίλον ἐλθεῖν ἠδ᾽ ἐλεεινόν,

πέμψον δ᾽ οἰωνὸν ταχὺν ἄγγελον, ὅς τε σοὶ αὐτῷ 

φίλτατος οἰωνῶν, καί εὑ κράτος ἐστὶ μέγιστον,

δεξιόν, ὄφρά μιν αὐτὸς ἐν ὀφθαλμοῖσι νοήσας

τῷ πίσυνος ἐπὶ νῆας ἴω Δαναῶν ταχυπώλων.

 

Και την ευχήν του άκουσεν ο πάνσοφος Κρονίδης

και του’στειλε τον αετόν, αλάθευτο σημάδι,

τον μαύρον και αρπακτικόν, που και περκνόν τον λέγουν.

 

ὣς ἔφατ᾽ εὐχόμενος, τοῦ δ᾽ ἔκλυε μητίετα Ζεὺς

αὐτίκα δ᾽ αἰετὸν ἧκε τελειότατον πετεηνῶν     315

μόρφνον[3] θηρητῆρ᾽ ὃν καὶ περκνὸν[4] καλέουσιν.

 

Και ωσάν θυρόφυλλο υψηλού θαλάμου ανδρός πλουσίου

τρανό κατασκευάσθηκε με κλείθρ’ ασφαλισμένο,

τόσο μεγάλη απλώνονταν η κάθε του φτερούγα.

Και δεξιά τους φάνηκεν επάνω από την πόλην,

και άμα τον είδαν χάρηκαν με την καρδιά τους όλοι.

 

ὅσση δ᾽ ὑψορόφοιο θύρη θαλάμοιο τέτυκται

ἀνέρος ἀφνειοῖο ἐῢ κληῖσ᾽ ἀραρυῖα,

τόσσ᾽ ἄρα τοῦ ἑκάτερθεν ἔσαν πτερά· εἴσατο δέ σφι

δεξιὸς ἀΐξας διὰ ἄστεος· οἳ δὲ ἰδόντες                 320

γήθησαν, καὶ πᾶσιν ἐνὶ φρεσὶ θυμὸς ἰάνθη.

 

 

ß                                                            à

G

 



[1]Ενώ για τον ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑ, ο Όμηρος, χρησιμοποιεί την λέξηΣΚΗΠΤΡΟΝ. Σχετικά βλ. καιΕΔΩ.

κρείων Ἀγαμέμνων ἔστη σκῆπτρον ἔχων τὸ μὲν Ἥφαιστος κάμε τεύχων.

ο κραταιός σηκώθηκεν Ατρείδης κι εφορούσε

το σκήπτρον, έργο θαυμαστό του φιλοτέχνου Ηφαίστου

Ιλιάδος Β΄ 104

 

δέξατό οἱ σκῆπτρον πατρώϊον ἄφθιτον αἰεί·

το σκήπτρο επήρε τ’ άφθαρτον προγονικό του Ατρείδη

Ιλιάδος Β΄, 186

 

το οποίο πήρε ο Οδυσσέας και όταν συναντούσε αντιρρησία :

 

τὸν σκήπτρῳ ἐλάσασκεν ὁμοκλήσασκέ τε μύθῳ·

κακά τον εφοβέριζε και με το σκήπτρο εκτύπα

Ιλιάδος Β΄, 192

 

 

Και όπως λέει ο ίδιος ο Οδυσσέας :

 

εἷς κοίρανος ἔστω,

εἷς βασιλεύς, ᾧ δῶκε Κρόνου πάϊς ἀγκυλομήτεω  205

σκῆπτρόν τ᾽ ἠδὲ θέμιστας, ἵνά σφισι βουλεύῃσι

Ένας θα είναι ο αρχηγός, ο βασιλέας ένας,

που σ’ αυτόν έδωσ’ ο υιός του κρυπτοβούλου Κρόνου

το σκήπτρο και τα νόμιμα να βασιλεύη σ’ όλους

Ιλιάδος Β΄, 204-206

 

 

Για τονΠΡΙΑΜΟ, ο Όμηρος, λέει ότι κρατούσε  ΣΚΗΠΑΝΙΟΝ(είδος σκήπτρου)

 

ἦ καὶ σκηπανίῳ δίεπ᾽ ἀνέρας·

και με το σκήπτρο του κτυπώντας τους ο γέρος

Ιλιάδος Ω΄, 247

 

[2]Τον ΑΕΤΟ. 

Ο Αετός απεικονίζεται στην ΑΣΠΙΔΑ του ΕΚΤΟΡΑ.

 

[3]Μόρφνος –ον. [ρίζα ‘μέρ-‘] μέλας. Ομόρ. με ορφνός = μαύρος, σκοτεινόχρωμος, σκούρος, φαιός.

 

[4]Περκνός. [από το περκ- = κατάστικτος, ποικίλος], ο υπόμαυρος, σκοτεινόχρωμος, αυτός που αρχίζει να αποκτά μαυριδερό χρώμα, (για τα σταφύλια και τις ελιές που ωριμάζουν). Παράγ.

Περκάζω = μελανιάζω.