Στράβων, βιβλ. Θ. Εν τη μεσογαία, μετά Δελφούς, ως προς την έω,  Δαυλίς πολίχνιον, όπου Τηρέα τον Θράκα φασι δυναστεύσαι. Και τα περί Φιλομήλαν και Πρόκνην εκεί μυθεύουσιν, ως Θουκυδίδης. Άλλοι δ’ εν Μεγάροις φασι. Τούνομα δε τω τόπω γεγονέναι από του δάσους. Δαυλούς γαρ καλούσι τα δάση. Όμηρος μεν ουν Δαυλίδα είπεν, οι δ’ ύστερον Δαυλίαν. Και το : οι Κυπάρισσον έχον, δέχονται διττώς. Οι μεν ομωνύμως τω φυτώ, οι δε παρωνύμως κώμην υπό τη Λυκωρεία.

 H Δαυλίδα ήταν η δεύτερη μετά τον Πανοπέα, πόλη που συναντούσε κανείς σε φωκικό έδαφος, στον δρόμο από την Χαιρώνεια της Βοιωτίας προς τους Δελφούς. Η απόστασή της από τον Πανοπέα [αγ. Βλάση] δεν είναι μεγαλύτερη των 6 χλμ. Βρίσκεται κάτω από την ψηλότερη κορυφή του Παρνασσού η οποία έχει το όνομα Λιάκουρα [ο Παυσανίας, Φωκικά, 6, 2-3, αναφερει μια κώμη στα υψώματα του Παρνασσού με το όνομα Λυκώρεια].

Η αρχαιότητα της Δαυλίδας μαρτυρείται εκτός από τον Ομηρο και από τη θέση της στην μυθολογία. Σε αυτήν έζησε  ο Θράκας ηγεμόνας Τηρεύς, που είχε νυμφευθεί την Πρόκνη, κόρη του βασιλιά της Αθήνας Πανδίονα [Απολλόδ. 3, 14, 8]. Ο μύθος αυτός αφήνει να εννοηθεί πως ο θράκας Τηρέας, γιος του Αρη, που είχε έρθει στην Αθήνα καλεσμένος από τον βασιλιά Πανδίονα, εγκατασταθηκε αργότερα κοντά στην Αθήνα. Ο Θουκυδίδης [2, 29] σημειώνει ότι  ο Τηρεύς ‘εν Δαυλία της Φωκίδος νυν καλουμένης γης ώκει, τότε υπό Θρακών οικουμένης’.

Η Δαυλίδα, πλην της καταστροφής της, το 480 από τους Περσες, καταστράφηκε και στα  346 από τον Φίλιππο Β΄ (μαζί με τις άλλες φωκικές πόλεις), στο τέλος του 3ου Ιερου Πολέμου. Ανοικοδομήθηκε όμως στα μακεδονικά χρόνια και ξαναοχυρώθηκε με επιμέλεια, ώστε οι Ρωμαίοι, λίγο μετά το 200 π.Χ. πολύ δυσκολεύτηκαν να την καταλάβουν.

Στην Δαυλίδα υπάρχει μια οδός ονομαζόμενη ‘Σχιστή’. Εδώ είναι ο τόπος που σκότωσε ο Οιδίποδας τον πατέρα του, τον Λάιο, καθώς  πήγαινε στους Δελφούς.

 

G