Όσ’ ήλθαν από Πράκτιον, από Περκώτην άνδρες,

από Σηστόν, απ’ Άβυδον και απ’ την λαμπρήν Αρίσβην,

ο Υρτακίδης Άσιος τους διοικούσε ο μέγας.

Και αυτόν απ’ τον Σελλήεντα, ποτάμι της Αρίσβης,

ίπποι μεγάλοι αστραφτεροί εφέραν τον ανδρείον.

 

 

 

Τα γένη ακόμη Πελασγών καλών κονταρομάχων,

που της Λαρίσης κατοικούν στα κάρπιμα πεδία.

Ο Ιππόθοος και ο Πύλαιος τα διοικούσαν δύο

τέκνα του Λήθου Πελασγού του Τευταμίδη ανδρεία.

 

 

 

Ο Ακάμας και ο Πείροος τους Θράκες διοικούσαν

όσ’ είναι απ’ τον ορμητικόν Ελλήσποντον κλεισμένοι

 

 

 

Ο Εύφημος ήτο αρχηγός των λογχιστών Κικόνων.

Τον γέννησε ο θεοφίλητος ο Τροίζηνος Κεάδης.

 

 

 

Οι τοξοφόροι Παίονες με τον Πυραίχμην ήλθαν

μακρόθε, από τον Αξιόν, πλατύροο ποτάμι

το ωραιότερο της γης, και απ’ την Αμυδώνα.

 

 

 

Τους Παφλαγόνας έφερεν ο ανδρείος Πυλαιμένης

από την γην των Ενετών, π’ άγρια μουλάρια τρέφει,

τους έστειλεν η Κύτωρος, η Σήσαμος που έχουν

στου Παρθενίου την ροήν λαμπρές τες κατοικίες,

η Κρώμνα  και ο Αιγιαλός κι οι απόκρημνοι Ερυθίνοι.

 

 

 

Τους Αλιζώνας έφεραν οι Επίστροφος και Οδίος,

όθεν μακράν ο άργυρος γεννάται, στην Αλύβην

 

 

 

Ο Χρόμις είχε τους Μυσούς κι ο Έννομος ο μάντις

και μ’ όλην του την μαντικήν δεν ξέφυγε την μοίραν,

αλλά και αυτόν εφόνευσεν ο γρήγορος Πηλείδης

μες στο ποτάμι, ότ’ έσφαξε και τόσους άλλους Τρώες

 

 

 

Τους Φρύγας τους πολεμικούς από την Ασκανίαν

ο θεϊκός Ασκάνιος και ο Φόρκυς διοικουσαν.

 

 

 

Ο Άντιφος τους Μήονας και ο Μέσθλης διοικούσαν

που ο Ταλαιμένης γέννησε και η Γυγαία λίμνη.

Τους Μήονας που κατοικούν εις τες ποδιές του Τμώλου.

 

Ο Νάστης πάλιν των Καρών, λαών βαρβαροφώνων,

ήτο αρχηγός που των Φθιρών τους έστειλαν τα πλάγια

πολύδενδρα και η Μίλητος και οι πέτρες της Μυκάλης

Δυο τέκνα του Νομίονος, αγόρια παινεμένα,

ήσαν εκείνων οι αρχηγοί, Αμφίμαχος και Νάστης,

που ως κόρη χρυσοστόλιστος στον πόλεμον κινούσε.

Μωρός κι από τον θάνατον με τούτο δεν εσώθη,

αλλά νεκρόν τον έστρωσεν ο τρομερό Πηλείδης

μες στο ποτάμι κι έπειτα του επήρε το χρυσάφι.

 

 

 

Και τους Λυκίους έφεραν ο Σαρπηδών και ο Γλαύκος

απ’ της Λυκίας τους αγρούς οπού ποτίζει ο Ξάνθος.

 

G