<<< 1-21 | 41-61 >>> |
[22] Τὰ μὲν γὰρ Διονυσιακὰ καὶ Βακχικὰ οἶμαί σε μὴ περιμένειν ἐμοῦ ἀκοῦσαι, ὅτι ὄρχησις ἐκεῖνα πάντα ἦν. τριῶν γοῦν οὐσῶν τῶν γενικωτάτων ὀρχήσεων, κόρδακος καὶ σικιννίδος καὶ ἐμμελείας, οἱ Διονύσου θεράποντες οἱ Σάτυροι ταύτας ἐφευρόντες ἀφ᾽ αὑτῶν ἑκάστην ὠνόμασαν, καὶ ταύτῃ τῇ τέχνῃ χρώμενος ὁ Διόνυσος, φασίν, Τυρρηνοὺς καὶ Ἰνδοὺς καὶ Λυδοὺς ἐχειρώσατο καὶ φῦλον οὕτω μάχιμον τοῖς αὑτοῦ θιάσοις κατωρχήσατο. | 22. Όσον αφορά τας Διονυσιακάς και Βακχικάς τελετάς, νομίζω ότι δεν περιμένεις να μάθης από εμέ ότι απετελούντο όλαι από χορούς. Ήσαν δε τρεις αι κυριώτεραι Διονυσιακαί ορχήσεις, ο κόρδαξ, η σικιννίς και η εμμέλεια, και οι θεράποντες του Διονύσου, οι Σάτυροι, έδωκαν εις αυτάς τα ονόματα των. Με αυτήν δε την τέχνην ο Διόνυσος υπέταξε τους Τυρηννούς, τους Ινδούς και τους Λυδούς και με στράτευμα εκ χορευτών ενίκησε φυλάς τόσον μαχίμους. |
[23] Ὥστε, ὦ θαυμάσιε, ὅρα μὴ ἀνόσιον ᾖ
κατηγορεῖν ἐπιτηδεύματος θείου τε ἅμα
καὶ μυστικοῦ καὶ τοσούτοις θεοῖς ἐσπουδασμένου
καὶ ἐπὶ τιμῇ αὐτῶν δρωμένου καὶ τοσαύτην
τέρψιν ἅμα καὶ παιδείαν ὠφέλιμον παρεχομένου.
Θαυμάζω δέ σου κἀκεῖνο, εἰδὼς Ὁμήρου καὶ Ἡσιόδου μάλιστα ἐραστὴν ὄντα σε (αὖθις γὰρ ἐπὶ τοὺς ποιητὰς ἐπάνειμι), πῶς ἀντιφθέγγεσθαι ἐκείνοις τολμᾷς πρὸ τῶν πάντων ὄρχησιν ἐπαινοῦσιν. ὁ μὲν γὰρ Ὅμηρος τὰ ἥδιστα καὶ κάλλιστα καταλέγων, ὕπνον καὶ φιλότητα καὶ μολπὴν καὶ ὄρχησιν, μόνην ταύτην ἀμύμονα ὠνόμασεν, προσμαρτυρήσας νὴ Δία καὶ τὸ ἡδὺ τῇ μολπῇ, ἅπερ ἀμφότερα τῇ ὀρχηστικῇ πρόσεστιν, καὶ ᾠδὴ γλυκερὰ καὶ ὀρχησμὸς ἀμύμων, ὃν σὺ νῦν μωμᾶσθαι ἐπινοεῖς. καὶ πάλιν ἐν ἑτέρῳ μέρει τῆς ποιήσεως· Ἄλλῳ μὲν γὰρ ἔδωκε θεὸς πολεμήϊα ἔργα, ἱμερόεσσα γὰρ ὡς ἀληθῶς ἡ μετ᾽ ὀρχήσεως ᾠδὴ καὶ δῶρον θεῶν τοῦτο κάλλιστον. καὶ ἔοικεν εἰς δύο διῃρηκὼς ὁ Ὅμηρος τὰ πάντα πράγματα, πόλεμον καὶ εἰρήνην, τοῖς τοῦ πολέμου μόνα ταῦτα [24] ὡς κάλλιστα ἀντιτεθεικέναι. |
23. Ώστε πρόσεξε, αγαπητέ μου, μήπως είνε
ασέβεια να κατηγορής τέχνην θείαν, αφιερωμένην
εις τα μυστήρια, εξασκηθείσαν υπό τόσων
θεών και προς τιμήν αυτών εκτελουμένην,
παρέχουσαν δε εκτός της τέρψεως και ωφέλειαν.
Απορώ δε και πως συ, ο οποίος τόσον, ως γνωρίζω,
αγαπάς τον Όμηρον και τον Ησίοδον — διότι
θα επιστρέψω πάλιν εις τους ποιητάς — τολμάς
ν' αντιλογής προς εκείνους οίτινες υπέρ
όλα επαινούν την όρχησιν. Διότι ο μεν Όμηρος,
αναφέρων τα πλέον ευχάριστα και ωραιότερα
των πραγμάτων, τον υπνον, την ερωτικήν απόλαυσιν,
το άσμα και τον χορόν, μόνον τον τελευταίον
ωνόμασεν αμύμονα.17
Ως λέγει, η τέρψις γεννάται εκ της μουσικής,
και τα δύο δε ταύτα είνε ηνωμένα εις τον
χορόν, το γλυκερόν άσμα και η αμύμων όρχησις·
και συ τώρα φαίνεσαι ότι τον κατηγορείς
δι' αυτήν του την γνώμην. Εις άλλο μέρος
των ποιήσεων του λέγει:
Ἄλλῳ μὲν γὰρ ἔδωκε θεὸς πολεμήια ἔργα, διότι αληθώς είνε θελκτικώτατον το άσμα το οποίον συνοδεύει τον χορόν και κάλλιστον δώρον των θεών. Ο Όμηρος, διαιρών όλα τα πράγματα εις πόλεμον και ειρήνην, μόνον τα δύο ταύτα ως τα καλλίτερα φέρει εκ της ειρήνης εις αντίθεσιν προς τον πόλεμον. |
ὁ δὲ Ἡσίοδος, οὐ παρ᾽ ἄλλου ἀκούσας ἀλλ᾽ ἰδὼν αὐτὸς ἕωθεν εὐθὺς ὀρχουμένας τὰς Μούσας, ἐν ἀρχῇ τῶν ἐπῶν τοῦτο περὶ αὐτῶν τὸ μέγιστον ἐγκώμιον διηγεῖται, ὅτι "περὶ κρήνην ἰοειδέα πόσσ᾽ ἁπαλοῖσιν ὀρχεῦνται," τοῦ πατρὸς τὸν βωμὸν περιχορεύουσαι. | 24. Ο δε Ησίοδος, ο οποίος δεν ήκουσε παρ' άλλου, αλλ' είδε με τα μάτια του μίαν αυγήν τας Μούσας να χορεύουν, λέγει περί αυτών ως μέγιστον εγκώμιον εις την αρχήν των ποιημάτων του, ότι “περὶ κρήνην ἰοειδέα πόσσ' ἁπαλλοῖσιν ὀρχεῦονται”19 και γύρω εις τον βωμόν του πατρός των. |
Ἀλλὰ σὺ μέν, ὦ γενναῖε, μονονουχὶ θεομαχῶν [25] ὑβρίζεις εἰς τὴν ὀρχηστικήν· ὁ Σωκράτης δέ, σοφώτατος ἀνήρ, εἴ γε πιστευτέον τοῦτο περὶ αὐτοῦ λέγοντι τῷ Πυθίῳ, οὐ μόνον ἐπῄνει τὴν ὀρχηστικὴν ἀλλὰ καὶ ἐκμαθεῖν αὐτὴν ἠξίου, μέγιστον νέμων εὐρυθμίᾳ καὶ εὐμουσίᾳ καὶ κινήσει ἐμμελεῖ καὶ εὐσχημοσύνῃ τοῦ κινουμένου· καὶ οὐκ ᾐδεῖτο γέρων ἀνὴρ ἓν τῶν σπουδαιοτάτων μαθημάτων καὶ τοῦτο ἡγούμενος εἶναι. καὶ ἔμελλέν γε ἐκεῖνος περὶ ὀρχηστικὴν οὐ μετρίως σπουδάσεσθαι, ὅς γε καὶ τὰ μικρὰ οὐκ ὤκνει μανθάνειν, ἀλλὰ καὶ εἰς τὰ διδασκαλεῖα τῶν αὐλητρίδων ἐφοίτα καὶ παρ᾽ ἑταίρας γυναικὸς οὐκ ἀπηξίου σπουδαῖόν τι ἀκούειν, τῆς Ἀσπασίας. καίτοι ἐκεῖνος ἄρτι ἀρχομένην ἑώρα τότε τὴν τέχνην καὶ οὐδέπω εἰς τοσοῦτον κάλλος διηρθρωμένην. εἰ δὲ τοὺς νῦν ἐπὶ μέγιστον αὐτὴν προαγαγόντας ἐθεᾶτο, εὖ οἶδα, πάντων ἂν ἐκεῖνός γε ἀφέμενος μόνῳ τῷ θεάματι τούτῳ τὸν νοῦν ἂν προσεῖχεν καὶ τοὺς παῖδας οὐκ ἂν ἄλλο τι πρὸ αὐτοῦ ἐδιδάξατο. | Αλλά
συ σχεδόν ως άθεος υβρίζεις την τέχνην
του χορού.
25. Ο δε σοφώτατος Σωκράτης — εάν πρέπει να πιστεύσωμεν την περί αυτού γνώμην του μαντείου — όχι μόνον επαινετικώς εξεφράζετο περί της ορχηστρικής, αλλά και ήθελε να την μάθη, αποδίδων μεγάλην τιμήν και σημασίαν εις την ευρυθμίαν και το θέλγητρον της μουσικής, εις την χάριν των κινήσεων και των σχημάτων του χορεύοντος, και δεν εντρέπετο εις το γήρας του να κατατάσση τον χορόν μεταξύ των σπουδαιοτέρων μαθημάτων. Αλλ' ήτο επόμενον ν' αποδίδη τοιαύτην σημασίαν εις την ορχηστρικήν ο Σωκράτης, ο οποίος δεν εθεώρει ανάξιον του κόπου και τα μικρά να μανθάνη και εις τα διδασκαλεία των αυλητρίδων εσύχναζε και δεν εθεώρει άτοπον ν' ακούη κάτι τι σπουδαίον από μίαν εταίραν, την Ασπασίαν. Σημειωτέον δε ότι εκείνος εγνώρισε την τέχνην της ορχήσεως εις τας αρχάς της, όταν δεν είχεν αναπτυχθή και δεν είχε φθάση ακόμη εις το σημερινόν κάλλος· εάν δε έβλεπεν εκείνους οίτινες σήμερον την ανήγαγον εις τόσην τελειότητα, δεν αμφιβάλλω ότι θα παρέλειπε πάσαν άλλην ασχολίαν χάριν του θεάματος τούτου και προ παντός άλλου αυτό θα εδίδασκεν εις τους νέους. |
[26] Δοκεῖς δέ μοι, ὅταν κωμῳδίαν καὶ τραγῳδίαν ἐπαινῇς, ἐπιλελῆσθαι ὅτι καὶ ἐν ἑκατέρᾳ ἐκείνων ὀρχήσεως ἴδιόν τι εἶδός ἐστιν, οἷον τραγικὴ μὲν ἡ ἐμμέλεια, κωμῳδικὴ δὲ ὁ κόρδαξ, ἐνίοτε δὲ καὶ τρίτης, σικιννίδος, προσλαμβανομένης. ἐπεὶ δὲ ἐν ἀρχῇ καὶ προετίμησας τῆς ὀρχήσεως τὴν τραγῳδίαν καὶ κωμῳδίαν καὶ αὐλητὰς κυκλίους καὶ κιθαρῳδίαν, ἐναγώνια ταῦτα καὶ διὰ τοῦτο σεμνὰ προσειπών, φέρε νῦν ἀντεξετάσωμεν τῇ ὀρχήσει ἕκαστον αὐτῶν. καίτοι τὸν μὲν αὐλόν, εἰ δοκεῖ, καὶ τὴν κιθάραν παρῶμεν· μέρη γὰρ τῆς τοῦ ὀρχηστοῦ ὑπηρεσίας καὶ ταῦτα. | 26. Μου φαίνεται ότι όταν επαινής την κωμωδίαν και την τραγωδίαν, λησμονείς ότι εις εκάστην εξ αυτών περιέχεται ιδιαίτερον είδος ορχήσεως, εις μεν την τραγωδίαν η εμμέλεια, εις δε την κωμωδίαν ο κόρδαξ, ενίοτε δε και τρίτον είδος ορχήσεως η λεγομένη σικιννίς. Αφού δε και εις την αρχήν της ομιλίας μας είπες ότι θεωρείς προτιμοτέραν από την όρχησιν την τραγωδίαν και κωμωδίαν, τους κυκλικούς αυλητάς και την κιθάραν, τα οποία ως αποτελούντα μέρος των αγώνων απεκάλεσες σοβαρά, ας συγκρίνωμεν έκαστον εξ αυτών προς την όρχησιν. Αν θέλης όμως, να παραλείψωμεν τον αυλόν και την κιθάραν, διότι αποτελούν την συνοδείας της ορχήσεως. |
[27] Τὴν τραγῳδίαν δέ γε ἀπὸ τοῦ σχήματος πρώτου καταμάθωμεν οἵα ἐστίν, ὡς εἰδεχθὲς ἅμα καὶ φοβερὸν θέαμα εἰς μῆκος ἄρρυθμον ἠσκημένος ἄνθρωπος, ἐμβάταις ὑψηλοῖς ἐποχούμενος, πρόσωπον ὑπὲρ κεφαλῆς ἀνατεινόμενον ἐπικείμενος καὶ στόμα κεχηνὸς πάμμεγα ὡς καταπιόμενος τοὺς θεατάς. ἐῶ λέγειν προστερνίδια καὶ προ- γαστρίδια, προσθετὴν καὶ ἐπιτεχνητὴν παχύτητα προσποιούμενος, ὡς μὴ τοῦ μήκους ἡ ἀρρυθμία ἐν λεπτῷ μᾶλλον ἐλέγχοιτο· εἶτ᾽ ἔνδοθεν αὐτὸς κεκραγώς, ἑαυτὸν ἀνακλῶν καὶ κατακλῶν, ἐνίοτε καὶ περιᾴδων τὰ ἰαμβεῖα καί, τὸ δὴ αἴσχιστον, μελῳδῶν τὰς συμφοράς, καὶ μόνης τῆς φωνῆς ὑπεύθυνον παρέχων ἑαυτόν· τὰ γὰρ ἄλλα τοῖς ποιηταῖς ἐμέλησεν πρὸ πολλοῦ ποτε γενομένοις. καὶ μέχρι μὲν Ἀνδρομάχη τις ἢ Ἑκάβη ἐστίν, φορητὸς ἡ ᾠδή· ὅταν δὲ Ἡρακλῆς αὐτὸς εἰσελθὼν μονῳδῇ, ἐπιλαθόμενος αὑτοῦ καὶ μήτε τὴν λεοντῆν αἰδεσθεὶς μήτε τὸ ῥόπαλον ὃ περίκειται, σολοικίαν εὖ φρονῶν εἰκότως φαίη ἄν τις τὸ πρᾶγμα. | 27. Αν εξετάσωμεν δε πρώτον την τραγωδίαν από το εξωτερικόν, θα ίδωμεν ότι είνε φρικτόν και φοβερόν θέαμα να βλέπωμεν άνθρωπον υπερύψηλον, ορθούμενον επί υποδημάτων υψηλών, ο οποίος φορεί προσωπίδα υψηλοτέραν της κεφαλής και ανοίγει στόμα υπερμέγεθες, ως να θέλη να καταπίη τους θεατάς. Παραλείπω τα επιθέματα τα οποία φορεί επί του στήθους και της κοιλίας δια να παρουσιάζη τεχνητόν πάχος και πρόσθετον όγκον, ώστε να μη φαίνεται δυσανάλογον προς το ύψος το πάχος του. Έπειτα κραυγάζει εκ του βάθους του τερατώδους εκείνου περιβλήματος και κινείται κατά γελοίον τρόπον, ενίοτε δε και άδει τους ιάμβους· και το οικτρότερον είνε ότι εις τας συμφοράς, τας οποίας διεκτραγωδεί, μόνον την φωνήν του παρέχει, διότι δια τα άλλα εφρόντισαν οι προ πολλού υπάρξαντες ποιηταί. Και εφόσον μεν υποκρίνεται την Ανδρομάχην ή την Εκάβην, το άσμά του είνε υποφερτόν· αλλ' όταν παρουσιάζεται ως Ηρακλής και ψάλλει μόνος καί, λησμονών ποίος είνε, ούτε την λεοντήν σέβεται, ούτε το ρόπαλον το οποίον φέρει, το πράγμα φαίνεται εις πάντα σωφρονούντα ως σολοικισμός. |
[28] καὶ γὰρ αὖ ὅπερ ἐνεκάλεις τῇ ὀρχηστικῇ, τὸ ἄνδρας ὄντας μιμεῖσθαι γυναῖκας, κοινὸν τοῦτο καὶ τῆς τραγῳδίας καὶ τῆς κωμῳδίας ἔγκλημα ἂν εἴη· πλείους γοῦν ἐν αὐταῖς τῶν ἀνδρῶν αἱ [29] γυναῖκες. | 28. Αλλά και εκείνο δια το οποίον κατηγορείς την ορχηστικήν, ότι οι άνδρες μιμούνται τας γυναίκας, είνε κοινόν ελάττωμα και της τραγωδίας και της κωμωδίας· εις αυτάς μάλιστα υπάρχουν περισσότερα γυναικεία μέρη. |
ἡ κωμῳδία δὲ καὶ τῶν προσώπων αὐτῶν τὸ καταγέλαστον μέρος τοῦ τερπνοῦ αὑτῇ νενόμικεν, οἷα Δάων καὶ Τιβείων καὶ μαγείρων πρόσωπα. | 29. Η δε κωμωδία θεωρεί μέρος της τέρψεως της και την γελοιότητα των προσώπων της, όπως ο Δάων, ο Τιβίων και των μαγείρων τα πρόσωπα. |
Τὸ δὲ τοῦ ὀρχηστοῦ σχῆμα ὡς μὲν κόσμιον καὶ εὐπρεπὲς οὐκ ἐμὲ χρὴ λέγειν, δῆλα γὰρ τοῖς μὴ τυφλοῖς ταῦτα· τὸ δὲ πρόσωπον αὐτὸ ὡς κάλλιστον καὶ τῷ ὑποκειμένῳ δράματι ἐοικός, οὐ κεχηνὸς δὲ ὡς ἐκεῖνα ἀλλὰ συμμεμυκός· ἔχει γὰρ [30] πολλοὺς τοὺς ὑπὲρ αὐτοῦ βοῶντας. πάλαι μὲν γὰρ αὐτοὶ καὶ ᾖδον καὶ ὠρχοῦντο· εἶτ᾽ ἐπειδὴ κινουμένων τὸ ἆσθμα τὴν ᾠδὴν ἐπετάραττεν, ἄμεινον ἔδοξεν ἄλλους αὐτοῖς ὑπᾴδειν. | Πόσον δε το εξωτερικόν του ορχηστού είνε κόσμιον και ευπρεπές είνε περιττόν να είπω, διότι και εις τους τυφλούς είνε φανερόν. Το δε προσωπείον αυτού είνε ωραίον και ανάλογον προς το δράμα το οποίον παίζει, δεν χάσκει δε όπως τα προσωπεία της τραγωδίας, αλλ' έχει κλειστόν το στόμα, διότι αντ' αυτού φωνάζουν πολλοί άλλοι. 30. Άλλοτε οι χορεύοντες ήσαν συγχρόνως και τραγουδισταί· αλλ' επειδή όταν εχόρευαν η πνευστίασις εξησθένει και διέκοπτε την φωνήν και ασχήμιζε το άσμα,. εθεωρήθη καλλίτερον να τραγουδούν άλλοι και άλλοι να χορεύουν. |
[31] Αἱ δὲ ὑποθέσεις κοιναὶ ἀμφοτέροις, καὶ οὐδέν τι διακεκριμέναι τῶν τραγικῶν αἱ ὀρχηστικαί, πλὴν ὅτι ποικιλώτεραι αὗται καὶ πολυμαθέστεραι καὶ μυρίας μεταβολὰς ἔχουσαι. | 31. Aι δε υποθέσεις είνε κοιναί και ουδόλως διαφέρουν εις την τραγωδίαν και την όρχησιν παρά μόνον ότι εις την τελευταίαν είνε ποικιλώτεραι και τεχνικώτεραι και παρουσιάζουν μυρίας μεταβολάς. |
[32] Εἰ δὲ μὴ ἐναγώνιος ἡ ὄρχησις, ἐκείνην εἶναί φημι αἰτίαν, τὸ δόξαι τοῖς ἀγωνοθέταις μεῖζον καὶ σεμνότερον τὸ πρᾶγμα ἢ ὥστε εἰς ἐξέτασιν καλεῖσθαι. ἐῶ λέγειν ὅτι πόλις ἐν Ἰταλίᾳ, τοῦ Χαλκιδικοῦ γένους ἡ ἀρίστη, καὶ τοῦτο ὥσπερ τι κόσμημα τῷ παρ᾽ αὐτοῖς ἀγῶνι προστέθεικεν. | 32. Δεν συμπεριλαμβάνεται δε εις τους αγώνας η όρχησις δια τον λόγον, υποθέτω, ότι οι αγωνοθέται εθεώρησαν το πράγμα τόσω μέγα και τόσω σεμνόν, ώστε δεν πρέπει να υποβάλλεται εις κρίσιν. Αλλ' εν τοσούτω μία πόλις εις την Ιταλίαν,20 η καλλιτέρα των Χαλκιδικών αποικιών, έχει εισαγάγη και την όρχησιν εις τους αγώνας της δια να τους καταστήση λαμπροτέρους. |
[33] Ἐθέλω δέ σοι ἐνταῦθα ἤδη ἀπολογήσασθαι ὑπὲρ τῶν παραλελειμμένων τῷ λόγῳ παμπόλλων ὄντων, ὡς μὴ δόξαν ἀγνοίας ἢ ἀμαθίας παράσχωμαι. οὐ γάρ με λέληθεν ὅτι πολλοὶ πρὸ ἡμῶν περὶ ὀρχήσεως συγγεγραφότες τὴν πλείστην διατριβὴν τῆς γραφῆς ἐποιήσαντο πάντα τῆς ὀρχήσεως τὰ εἴδη ἐπεξιόντες καὶ ὀνόματα αὐτῶν καταλέγοντες καὶ οἵα ἑκάστη καὶ ὑφ᾽ ὅτου εὑρέθη, πολυμαθίας ταύτην ἐπίδειξιν ἡγούμενοι παρέξειν. | 33. Και τώρα θα δικαιολογηθώ διατί παρέλειψα να ομιλήσω περί των άλλων χορών, οίτινες είνε πολυάριθμοι, δια να μη νομίσης ότι εξ αγνοίας ή αμαθείας δεν τους ανέφερα. Δεν αγνοώ ότι πολλοί προ ημών, οίτινες έγραψαν περί ορχήσεως, εφρόντισαν προ πάντων, να αναφέρουν όλα τα είδη της ορχήσεως με τα ονόματα εκάστου και εκείνους εις τους οποίους αποδίδεται η επινόησίς των, νομίζοντες ότι ούτω δίδουν απόδειξιν της πολυμαθείας των. |
ἐγὼ δὲ μάλιστα μὲν τὴν περὶ ταῦτα φιλοτιμίαν ἀπειρόκαλόν τε καὶ ὀψιμαθῆ καὶ ἐμαυτῷ ἄκαιρον οἴομαι [34] εἶναι καὶ διὰ τοῦτο παρίημι· ἔπειτα δὲ κἀκεῖνό σε ἀξιῶ ἐννοεῖν καὶ μεμνῆσθαι, ὅτι μοι νῦν οὐ πᾶσαν ὄρχησιν πρόκειται γενεαλογεῖν, οὐδὲ τοῦτον τὸν σκοπὸν ὑπεστησάμην τῷ λόγῳ, ὀρχήσεων ὀνόματα καταριθμήσασθαι, πλὴν ὅσων ἐν ἀρχῇ ὀλίγων ἐπεμνήσθην τὰς γενικωτέρας αὐτῶν προχειρισάμενος· ἀλλὰ τό γε ἐν τῷ παρόντι μοι κεφάλαιον τοῦ λόγου τοῦτό ἐστιν, τὴν νῦν ὄρχησιν καθεστῶσαν ἐπαινέσαι καὶ δεῖξαι ὅσα ἐν αὑτῇ τερπνὰ καὶ χρήσιμα περιλαβοῦσα ἔχει, οὐ πάλαι ἀρξαμένη ἐς τοσοῦτο κάλλος ἐπιδιδόναι, ἀλλὰ κατὰ τὸν Σεβαστὸν μάλιστα. | Αλλ' εγώ την φροντίδα περί των τοιούτων θεωρών γελοίαν επίδειξιν πολυγνωσίας και την νομίζω μη αρμόζουσαν εις εμέ, διό και την παραλείπω. 34. Άλλως τε πρέπει να έχης υπ' όψιν και να ενθυμήσαι ότι δεν πρόκειται εδώ να κάμω την γενεαλογίαν όλων των ορχήσεων, ούτε ανέλαβα να αναφέρω ονόματα χορών, εκτός των ολίγων περί των οποίων εις την αρχήν έκαμα λόγον, περιορισθείς εις τους γενικωτέρους. Επί του προκειμένου ο σκοπός μου ήτο να εξάρω την όρχησιν εις την σημερινήν της κατάστασιν και να δείξω όσα τερπνά και χρήσιμα περιλαμβάνει. Δεν ανεπτύχθη δε ευθύς εξ αρχής εις το σημερινόν της κάλλος, αλλά προ πάντων επί των ημερών του αυτοχράτορος Σεβαστού21. |
Αἱ μὲν γὰρ πρῶται ἐκεῖναι ὥσπερ τινὲς ῥίζαι καὶ θεμέλιοι τῆς ὀρχήσεως ἦσαν, τὸ δὲ ἄνθος αὐτῆς καὶ τὸν τελεώτατον καρπόν, ὅσπερ νῦν μάλιστα ἐς τὸ ἀκρότατον ἀποτετέλεσται, τοῦτον οὖν ὁ ἡμέτερος λόγος διεξέρχεται, παρεὶς τὸ θερμαυστρίζειν καὶ γέρανον ὀρχεῖσθαι καὶ τὰ ἄλλα ὡς μηδὲν τῇ νῦν ταύτῃ ἔτι προσήκοντα. οὐδὲ γὰρ ἐκεῖνο τὸ Φρύγιον τῆς ὀρχήσεως εἶδος, τὸ παροίνιον καὶ συμποτικόν, μετὰ μέθης γιγνόμενον ἀγροίκων πολλάκις πρὸς αὔλημα γυναικεῖον ὀρχουμένων σφοδρὰ καὶ καματηρὰ πηδήματα, καὶ νῦν ἔτι ταῖς ἀγροικίαις ἐπιπολάζοντα, ὑπ᾽ ἀγνοίας παρέλιπον, ἀλλ᾽ ὅτι μηδὲν ταῦτα τῇ νῦν ὀρχήσει κοινωνεῖ. καὶ γὰρ ὁ Πλάτων ἐν τοῖς Νόμοις τὰ μέν τινα εἴδη ἐπαινεῖ ταύτης, τὰ δὲ πάνυ ἀπαξιοῖ, διαιρῶν αὐτὰ ἔς τε τὸ τερπνὸν καὶ τὸ χρήσιμον καὶ ἀπελαύνων αὐτῶν τὰ ἀσχημονέστερα, προτιμῶν δὲ καὶ θαυμάζων θάτερα. | Αι παλαιαί ορχήσεις ήσαν ως ρίζαι και θεμέλια της ορχήσεως· ημείς δε τώρα ομιλούμεν περί του άνθους αυτής και του ωριμωτάτου καρπού, τα οποία σήμερον έχουν φθάση εις την άκραν αυτών τελειότητα. Δια τούτο ούτε περί της θερμαϋστρίδος22, ούτε περί του γερανού23 και άλλων ορχήσεων, αίτινες ουδόλως ταιριάζουν προς τον σημερινόν χορόν, θα ομιλήσω. Όχι εξ αγνοίας επίσης παρέλειψα τον Φρυγικόν χορόν, ο οποίος υποθέτει χορευτάς μεθυσμένους και κραιπαλώντας ή και αγροίκους, τους οποίους συνοδεύει μουσική αυλών, παιζομένων υπό γυναικών, και οίτινες κάνουν πηδήματα μεγάλα και επίπονα. Ο χορός ούτος εξακολουθεί ακόμη, να χορεύεται εις τα εξοχικά μέρη, αλλ' ουδεμίαν σχέσιν έχει με την σημερινήν όρχησιν. Και ο Πλάτων εις τους Νόμους του επαινεί είδη τινά ορχήσεως, άλλα δε εντελώς αποκρούει και αποδοκιμάζει, διαιρών τα είδη των χορών κατά το τερπνόν και το χρήσιμον και απορρίπτων μεν τα ασχημότερα, επιδοκιμάζων δε και θαυμάζων τα αλλά. |
[35] Καὶ περὶ μὲν αὐτῆς ὀρχήσεως τοσαῦτα· τὸ γὰρ πάντα ἐπεξιόντα μηκύνειν τὸν λόγον ἀπειρόκαλον. ἃ δὲ τὸν ὀρχηστὴν αὐτὸν ἔχειν χρὴ καὶ ὅπως δεῖ ἠσκῆσθαι καὶ ἃ μεμαθηκέναι καὶ οἷς κρατύνειν τὸ ἔργον, ἤδη σοι δίειμι, ὡς μάθῃς οὐ τῶν ῥᾳδίων καὶ τῶν εὐμεταχειρίστων οὖσαν τὴν τέχνην, ἀλλὰ πάσης παιδεύσεως ἐς τὸ ἀκρότατον ἀφικνουμένην, οὐ μουσικῆς μόνον ἀλλὰ καὶ ῥυθμικῆς καὶ μετρικῆς, καὶ τῆς σῆς φιλοσοφίας μάλιστα, τῆς τε φυσικῆς καὶ τῆς ἠθικῆς· τὴν γὰρ διαλεκτικὴν αὐτῆς περιεργίαν ἄκαιρον αὑτῇ νενόμικεν. οὐ μὴν οὐδὲ ῥητορικῆς ἀφέστηκεν, ἀλλὰ καὶ ταύτης μετέχει, καθ᾽ ὅσον ἤθους τε καὶ πάθους ἐπιδεικτική ἐστιν, ὧν καὶ οἱ ῥήτορες γλίχονται. οὐκ ἀπήλλακται δὲ καὶ γραφικῆς καὶ πλαστικῆς, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐν ταύταις εὐρυθμίαν μάλιστα μιμουμένη φαίνεται, ὡς μηδὲν ἀμείνω μήτε Φειδίαν αὐτῆς μήτε Ἀπελλῆν εἶναι δοκεῖν. | 35. Αλλ’ αρκετά είπα περί της ορχήσεως· διότι είνε απειροκαλία να παρατείνεται ο λόγος δια λεπτολογιών. Τώρα δε θα σου αναφέρω τί πρέπει να έχη ο χορευτής, πως πρέπει ν' ασκηθή, τί να μάθη και πως να τελειοποιηθή εις την τέχνην του, δια να εννοήσης ότι η ορχηστική δεν είνε εκ των εύκολων τεχνών, αλλ' έχει ανάγκην τελείας παιδεύσεως, όχι μόνον εις την μουσικήν, την ρυθμικήν και την μετρικήν, αλλά μάλιστα και εις την ιδικήν σου φιλοσοφίαν, την φυσικήν και την ηθικήν. Την διαλεκτικήν εθεώρησεν ανάρμοστον εις εαυτήν, την ρητορικήν όμως δεν παρημέλησεν, αλλά σχετίζεται και με αυτήν εις την επίδειξιν του ήθους και του πάθους, την οποίαν και οι ρήτορες επιτηδεύουν. Και προς την ζωγραφικήν δε και την πλαστικήν δεν είνε άσχετος, αλλά και την ευρυθμίαν αυτών φαίνεται μιμούμενη, ούτως ώστε ούτε ο Φειδίας, ούτε ο Απελλής να φαίνωνται ανώτεροι αυτής. |
[36] Πρὸ πάντων δὲ Μνημοσύνην καὶ τὴν θυγατέρα αὐτῆς Πολύμνιαν ἵλεων ἔχειν αὐτῇ πρόκειται, καὶ μεμνῆσθαι πειρᾶται ἁπάντων. κατὰ γάρ τοι τὸν Ὁμηρικὸν Κάλχαντα τὸν ὀρχηστὴν εἰδέναι χρὴ "τά τ᾽ ἐόντα τά τ᾽ ἐσσόμενα πρό τ᾽ ἐόντα," ὡς μηδὲν αὐτὸν διαλανθάνειν, ἀλλ᾽ εἶναι πρόχειρον τὴν μνήμην αὐτῶν. καὶ τὸ μὲν κεφάλαιον τῆς ὑποσχέσεως, μιμητική τίς ἐστιν ἐπιστήμη καὶ δεικτικὴ καὶ τῶν ἐννοηθέντων ἐξαγορευτικὴ καὶ τῶν ἀφανῶν σαφηνιστική, καὶ ὅπερ ὁ Θουκυδίδης περὶ τοῦ Περικλέους ἔφη ἐπαινῶν τὸν ἄνδρα, τοῦτο καὶ τὸ τοῦ ὀρχηστοῦ ἀκρότατον ἂν ἐγκώμιον εἴη, γνῶναί τε τὰ δέοντα καὶ ἑρμηνεῦσαι αὐτά· ἑρμηνείαν δὲ νῦν τὴν σαφήνειαν τῶν σχημάτων λέγω. | 36. Αλλά προ πάντων προσπαθεί να έχη υπέρ αυτής την Μνημοσύνην και την θυγατέρα αυτής Πολύμνιαν και φροντίζει να μιμήται τας Μούσας όλας· διότι, όπως λέγει ο Κάλχας εις τον Όμηρον, ο χορευτής πρέπει να γνωρίζη τα παρελθόντα, τα μέλλοντα και τα παρόντα, ώστε να μη του διαφεύγη τίποτε, αλλά να τα έχη όλα πρόχειρα εις την μνήμην του. Ο κύριος σκοπός της ορχήσεως είνε η μίμησις και είνε επιστήμη παραστατική, εκφράζουσα τα διανοήματα και φανερώνουσα τα μη φαινόμενα· εκείνο δε το οποίον ο Θουκυδίδης είπεν επαινών τον Περικλέα είνε και του ορχηστού το μέγιστον εγκώμιον, δηλαδή να γνωρίζη τα πρέποντα και να δύναται να τα εκφράζη· έκφρασιν δ' επί του προκειμένου εννοώ την παραστατικότητα των κινήσεων. |
ἡ δὲ πᾶσα τῷ ἔργῳ χορηγία ἡ παλαιὰ ἱστορία ἐστίν, ὡς προεῖπον, καὶ ἡ πρόχειρος [37] αὐτῆς μνήμη τε καὶ μετ᾽ εὐπρεπείας ἐπίδειξις· ἀπὸ γὰρ χάους εὐθὺς καὶ τῆς πρώτης τοῦ κόσμου γενέσεως ἀρξάμενον χρὴ αὐτὸν ἅπαντα εἰδέναι ἄχρι τῶν κατὰ τὴν Κλεοπάτραν τὴν Αἰγυπτίαν. | 37. Όπως δε είπα ανωτέρω, η όρχησις αρύεται τας υποθέσεις της όλας εκ της αρχαίας ιστορίας και πρέπει να την έχη ο χορευτής πρόχειρον εις την μνήμην του και μετά χάριτος να αναπαριστά τας ιστορικός υποθέσεις· αρχίζων από του χάους και της πρώτης του κόσμου δημιουργίας πρέπει να γνωρίζη πάντα τα γενόμενα μέχρι των χρόνων της Κλεοπάτρας της Αιγύπτιας. |
Τούτῳ γὰρ τῷ διαστήματι περιωρίσθω ἡμῖν ἡ τοῦ ὀρχηστοῦ πολυμαθία καὶ τὰ διὰ μέσου μάλιστα ἴστω, Οὐρανοῦ τομήν, Ἀφροδίτης γονάς, Τιτάνων μάχην, Διὸς γένεσιν, Ῥέας ἀπάτην, λίθου ὑποβολήν, Κρόνου δεσμά, τὸν τῶν τριῶν [38] ἀδελφῶν κλῆρον. εἶτα ἑξῆς Γιγάντων ἐπανάστασιν, πυρὸς κλοπήν, ἀνθρώπων πλάσιν, Προμηθέως κόλασιν, Ἔρωτος ἰσχὺν ἑκατέρου, καὶ μετὰ ταῦτα Δήλου πλάνην καὶ Λητοῦς ὠδῖνας καὶ Πύθωνος ἀναίρεσιν καὶ Τιτυοῦ ἐπιβουλὴν καὶ τὸ μέσον τῆς γῆς εὑρισκόμενον πτήσει τῶν ἀετῶν. | Η πολυμάθεια του ορχηστού πρέπει να περιλαμβάνη παρ' ημίν όλην αυτήν την ιστορικήν περίοδον και μάλιστα την μυθολογικήν, τον ακρωτηριασμόν του Ουρανού, την γέννησιν της Αφροδίτης, την Τιτανομαχίαν, την γέννησιν του Διός, την απάτην της Ρέας, την υποβολήν του λίθου εις τον Κρόνον αντί του γεννηθέντος Διός, την δέσμευσιν του Κρόνου και τον κλήρον τον οποίον έρριψαν οι τρεις αδελφοί. 38. Έπειτα κατά σειράν την επανάστασιν των Γιγάντων, την τιμωρίαν του Προμηθέως, την ισχύν και των δύο Ερώτων,24και κατόπιν πώς η Δήλος έπλεεν ως νήσος, πως εγέννησεν η Λητώ, τον φόνον του Πύθωνος και την επιβολήν του Τιτυού25, και πως ο Ζευς εύρε το κέντρον της γης δια της πτήσεως των αετών.26 |
[39] Δευκαλίωνα ἐπὶ τούτοις, καὶ τὴν μεγάλην ἐπ᾽ ἐκείνου τοῦ βίου ναυαγίαν, καὶ λάρνακα μίαν λείψανον τοῦ ἀνθρωπίνου γένους φυλάττουσαν, καὶ ἐκ λίθων ἀνθρώπους πάλιν. εἶτα Ἰάκχου σπαραγμὸν καὶ Ἥρας δόλον καὶ Σεμέλης κατάφλεξιν καὶ Διονύσου ἀμφοτέρας τὰς γονάς, καὶ ὅσα περὶ Ἀθηνᾶς καὶ ὅσα περὶ Ἡφαίστου καὶ Ἐριχθονίου, καὶ τὴν ἔριν τὴν περὶ τῆς Ἀττικῆς, καὶ Ἁλιρρόθιον καὶ τὴν πρώτην ἐν Ἀρείῳ πάγῳ κρίσιν, καὶ ὅλως τὴν Ἀττικὴν πᾶσαν μυθολο[40] γίαν· ἐξαιρέτως δὲ τὴν Δήμητρος πλάνην καὶ Κόρης εὕρεσιν καὶ Κελεοῦ ξενίαν καὶ Τριπτολέμου γεωργίαν καὶ Ἰκαρίου ἀμπελουργίαν καὶ τὴν Ἠριγόνης συμφοράν, καὶ ὅσα περὶ Βορέου καὶ ὅσα περὶ Ὠρειθυίας καὶ Θησέως καὶ Αἰγέως. ἔτι δὲ τὴν Μηδείας ὑποδοχὴν καὶ αὖθις ἐς Πέρσας φυγὴν καὶ τὰς Ἐρεχθέως θυγατέρας καὶ τὰς Πανδίονος, ἅ τε ἐν Θρᾴκῃ ἔπαθον καὶ ἔπραξαν. εἶτα ὁ Ἀκάμας καὶ ἡ Φυλλὶς καὶ ἡ προτέρα δὲ τῆς Ἑλένης ἁρπαγὴ καὶ ἡ στρατεία τῶν Διοσκούρων ἐπὶ τὴν πόλιν καὶ τὸ Ἱππολύτου πάθος καὶ Ἡρακλειδῶν κάθοδος· Ἀττικὰ γὰρ καὶ ταῦτα εἰκότως ἂν νομίζοιτο. | 39. Έρχεται κατόπιν η ιστορία του Δευκαλίωνος και του κατακλυσμού, όστις συνέβη εις την εποχήν του και πως μία κιβωτός διέσωσε λείψανον του γένους των ανθρώπων και πως έγιναν εκ νέου άνθρωποι εκ λίθων. Έπειτα του Βάκχου η κατασπάραξις, της Ήρας ο δόλος και της Σεμέλης η κατάφλεξις, του Διονύσου και αι δύο γεννήσεις και όσα ιστορούνται περί Αθηνάς, περί Ηφαίστου και Εριχθονίου· και η περί της Αττικής φιλονεικία, το επεισόδιον του Αλειρροθίου27 και η πρώτη δίκη η γενομένη εις τον Άρειον Πάγον, εν γένει δε όλη η μυθολογική ιστορία της Αττικής. 40. Προ πάντων πρέπει ο χορευτής να γνωρίζη την περιπλάνησιν της Δήμητρος και την ανακάλυψιν της Κόρης28, την φιλοξενίαν του Κελεού και την ανακάλυψιν της γεωργίας υπό του Τριπτολέμου, της αμπελουργίας δε υπό του Ικαρίου·29 το πάθημα της Ηριγόνης και όσα ιστορούνται περί Βορέου, περί Οριθνίας, περί Θησέως και Αιγέως. Προσέτι την αποδοχήν της Μηδείας και την εκ νέου φυγήν της εις την Περσίαν και τα περί των θυγατέρων του Ερεχθέως και του Πανδίωνος, τι έπαθαν και τί έπραξαν εις την Θράκην. Έπειτα έρχεται η ιστορία του Ακάμαντος και της Φυλλάδος30 και η πρώτη αρπαγή της Ελένης και η ένεκεν αυτής εκστρατεία των Διοσκούρων κατά της πόλεως31, το πάθημα του 'Ιππολύτου και η κάθοδος των Ηρακλειδών· διότι όλα αυτά ορθώς δύνανται να θεωρούνται ως ανήκοντα εις την ιστορίαν της Αττικής. |
<<< 1-21 | [αρχή σελίδας] | 41-61 >>> |
17. Άμεμπτον.
18. Εκ της Οδυσσείας: Εις άλλον μεν έδωκεν ο Ζεύς την δύναμιν του πολέμου, εις άλλον δε την τέχνην του χορού και το θελκτικόν άσμα.
19. Τα αβρά των πόδια κινούνται με ρυθμόν πέριξ της κυανής πηγής.
20. Η Νεάπολις, αποικία των Κυμαίων.
21. Επί Αυγούστου εισήχθη εις την Ρώμην η παντομιμική όρχησις υπό των περιφήμων χορευτών Βαθύλου και Πυλάδου.
22. Θερμαϋστρίς ήτο είδος χορού με βΒιαιοτάτας κινήσεις, δι' ό καί ο Αθήναιος την αποκαλεί χορόν μανιώδη.
23. Η επινόησις του χορού τούτου απεδίδετο εις τον Θησέα. Ελέγετο ότι ούτος μετά την εκ Κρήτης διάσωσίν του απέβη εις την Δήλον και, αφού προσέφερεν ευχαριστήριον θυσίαν εχόρευσε μετά των νέων τους οποίους είχεν ελευθερώση εκ του Λαβυρίνθου. Ο Πλούταρχος, όστις διηγείται ταύτα, λέγει, ότι επί των ημερών του εξηκολούθουν οι κάτοικοι της Δήλου να χορεύουν ακόμη τον γέρανον.
24. Του Έρωτος και του Αντέρωτος. Ο πρώτος, κατά τον Πλάτωνα, ούτε πατέρα έχει ούτε μητέρα, κατά δε την κοινήν δοξασίαν, είνε υιός της Αφροδίτης και του Άρεως. Ο δεύτερος εγεννήθη εκ των ιδίων. Η Θέτις είχεν είπη εις την Αφροδίτην ότι το τέκνον το οποίον θα απέκτα δεν θα εμεγάλωνε ποτέ, καίτοι δεν θ' απέκτα άλλο. Αλλ' η Αφροδίτη απέκτησε και νέον υιόν εκ του Άρεως, τον οποίον ωνόμασεν Αντέρωτα.
25. Ο Τιτυός επεχείρησε να βιάση την Λητώ, με την οποίαν ήτο ερωτευμένος, και προσεπάθησε να την εμποδίση να καταφύγη εις την νήσον Δήλον, όπου εζήτει άσυλον δια ν' αποφύγη την καταδίωξιν της Ήρας και δυνηθή να γεννήση ησύχως το εκ του Διός τέκνον της.
26. Ο Ζευς θέλων να εξακριβώση που ήτο το κέντρον της γης, απέλυσε συγχρόνως δύο αετούς, τον μεν προς ανατολάς, τον δε προς δυσμάς, οίτινες επανελθόντες συνηντήθησαν εις τους Δελφούς.
27. Ο Αλειρρόθιος, υιός του Ποσειδώνος και της νύμφης Ευρύτης, εβίασε την Αλκίππην, θυγατέρα του Άρεως, όστις τον εφόνευσεν εκδικούμενος την τιμήν της θυγατρός του· ο Ποσειδών ενήγαγε τον Αρην εις τον Άρειον Πάγον, ενώπιον των δώδεκα θεών, οίτινες ηθώωσαν αυτόν.
28. Περσεφόνης.
29. Χωρικός της Αττικής, φιλοξενήσας τον Διόνυσον, όστις εις αμοιβήν της φιλοξενίας του έδωκεν ασκόν οίνου και τον εδίδαξε να καλλιεργή την άμπελον. Αλλ' ο οίνος υπήρξεν η αιτία του θανάτου του. Έδωκεν εις τους εργάτας του να πίουν, ούτοι δε καταληφθέντες υπό βακχικής μανίας και νομίζοντες ότι τους εδηλητηρίασε τον εφόνευσαν.
30. Ο Ακάμας ήτο υιός του Θησέως και της Φαίδρας και εραστής της Φυλλίδος.
31. Πόλις
και άστυ κατ' εξοχήν εκαλούντο αι Αθήναι,
όπως η Ρώμη, βραδύτερον δε το Βυζάντιον.
<<< 1-21 | [αρχή σελίδας] | 41-61 >>> |