Πρόλογος | Πάροδος | Πορεία προς τον Αγώνα | Ιαμβική Σκηνή | Αγώνας με Ιαμβική Σφραγίδα | Παράβαση | Ιαμβική Σκηνή | Λυρικός Διάλογος | Δύο Ιαμβικές Σκηνές με αναπαιστικό ξέσπασμα της πρώτης | Διάλογος των Δύο Χορών | Μέλος (Στάσιμο) | Δύο Ιαμβικές Σκηνές με αναπαιστική εισαγωγή η κάθε μία | Μέλος | Ιαμβική σκηνή | Έξοδος

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ

Λ Υ Σ Ι Σ Τ Ρ Α Τ Η

Μετάφραση-Σημειώσεις: Πολύβιος Δημητρακόπουλος (Pol Arcas)

Παράβαση (614-705)

 

       
  Χορὸς Γερόντων  
    οὐκέτ᾽ ἔργον ἐγκαθεύδειν ὅστις ἔστ᾽ ἐλεύθερος, Ο ελεύθερος ο άνδρας να κοιμάται δεν του πρέπει.
615   ἀλλ᾽ ἐπαποδυώμεθ᾽ ἄνδρες τουτῳὶ τῷ πράγματι.
ἤδη γὰρ ὄζειν ταδὶ πλειόνων καὶ μειζόνων
πραγμάτων μοι δοκεῖ,
καὶ μάλιστ᾽ ὀσφραίνομαι τῆς Ἱππίου τυραννίδος·
Ας ξετάσουμε το πράμα· εις αυτό καθένας βλέπει
πώς υπάρχει κάτι άλλο
πειό πολύ και πειό μεγάλο,
και μυρίζει τυραννία
σαν κ' εκείνη του Ιππία.
620   καὶ πάνυ δέδοικα μὴ τῶν Λακώνων τινὲς
δεῦρο συνεληλυθότες ἄνδρες ἐς Κλεισθένους
τὰς θεοῖς ἐχθρὰς γυναῖκας ἐξεπαίρωσιν δόλῳ
καταλαβεῖν τὰ χρήμαθ᾽ ἡμῶν τόν τε μισθόν,
Είνε φόβος μήπως ήλθαν Σπαρτιάτες στού Κλεισθένη
κ' εκατάφεραν με δόλο κάθε μιά καταραμένη, 
να κρατήσουνε το χρήμα, πού 'χουμε [και πολεμούμε]
625   ἔνθεν ἔζων ἐγώ. και τη σύνταξι πού ζούμε.
    δεινὰ γάρ τοι τάσδε γ᾽ ἤδη τοὺς πολίτας νουθετεῖν,
καὶ λαλεῖν γυναῖκας οὔσας ἀσπίδος χαλκῆς πέρι,
καὶ διαλλάττειν πρὸς ἡμᾶς ἀνδράσιν Λακωνικοῖς,
οἷσι πιστὸν οὐδὲν εἰ μή περ λύκῳ κεχηνότι.
Είνε τρομερό να βγαίνουν συμβουλές να μας πουλάνε, 
και για χάλκινες ασπίδες η γυναίκες να μιλάνε, 
και να μας συμφιλιώσουν με τους Λάκωνας ακόμα, 
οπού έχουν τόση πίστι, όση κ' ένα λύκου στόμα.
630   ἀλλὰ ταῦθ᾽ ὕφηναν ἡμῖν ἄνδρες ἐπὶ τυραννίδι.
ἀλλ᾽ ἐμοῦ μὲν οὐ τυραννεύσουσ᾽, ἐπεὶ φυλάξομαι
καὶ φορήσω τὸ ξίφος τὸ λοιπὸν ἐν μύρτου κλαδί,
ἀγοράσω τ᾽ ἐν τοῖς ὅπλοις ἑξῆς Ἀριστογείτονι,
ὧδέ θ᾽ ἑστήξω παρ᾽ αὐτόν· αὐτὸς γάρ μοι γίγνεται
[Δεν είν' αμφιβολία 
πώς] ολ' αυτά σκαρώσανε να φτιάσουν τυραννία.
Αλλά να γίνουν τύραννοι καιρό δεν θα τους δώσω,
και μέσα σε μυρτιάς κλαδιά το ξίφος μου θα χώσω, 
και θα σταθώ στην αγορά, και θα παραφυλάττω 
εκεί στου Αριστογείτονος το άγαλμ' από κάτω. 
Έ, τώρα τούτη τη γρηά μου 'ρχεται να την πιάσω,
635   τῆς θεοῖς ἐχθρᾶς πατάξαι τῆσδε γραὸς τὴν γνάθον. και την παληομασσέλα της [με μια γροθιά] να σπάσω.
 
  Χορὸς Γυναικῶν  
    οὐκ ἄρ᾽ εἰσιόντα σ᾽ οἴκαδ᾽ ἡ τεκοῦσα γνώσεται.
ἀλλὰ θώμεσθ᾽ ὦ φίλαι γρᾶες ταδί πρῶτον χαμαί.
ἡμεῖς γὰρ ὦ πάντες ἀστοὶ λόγων κατάρχομεν
τῇ πόλει χρησίμων·
Όταν καθένας από σας στο σπίτι του γυρίση, 
θα τον ιδή κ' η μάννα του και δεν θα τον γνωρίση.
— Φίλες γρηές! αφήστε τα ετούτα πού κρατείτε.
— Για το καλό της πόλεως μιλούμ' εμείς, πολίται·
640   εἰκότως, ἐπεὶ χλιδῶσαν ἀγλαῶς ἔθρεψέ με.
ἑπτὰ μὲν ἔτη γεγῶσ᾽ εὐθὺς ἠρρηφόρουν·
εἶτ᾽ ἀλετρὶς ἦ δεκέτις οὖσα τἀρχηγέτι·
και πρέπει, γιατί μ' έθρεψε με χάδια ζηλευτά, 
και με λαμπρότητα πολλή. Από χρονών εφτά
κρατούσα [μια χαρά] 
μέσ' στης γιορτές της Αθηνάς τα βάζα τα ιερά·
στα δέκα χρόνια μ' έβαζαν και άλεθα [με χάρι]
το ιερό κριθάρι·
645   κᾆτ᾽ ἔχουσα τὸν κροκωτὸν ἄρκτος ἦ Βραυρωνίοις·
κἀκανηφόρουν ποτ᾽ οὖσα παῖς καλὴ ᾽χουσ᾽
ἰσχάδων ὁρμαθόν·
ἆρα προὐφείλω τι χρηστὸν τῇ πόλει παραινέσαι;
εἰ δ᾽ ἐγὼ γυνὴ πέφυκα, τοῦτο μὴ φθονεῖτέ μοι,
και την αρκούδα έκανα με φούστα κροκωτή
στης Βαυρωνίας τη γιορτή· 
και όταν πεια εγίνηκα μια ώμορφη κοπέλλα,
και το κανίστρι εκράτησα και σύκα μια τσαπέλλα. 
Γι' αυτό λοιπόν πρέπει κ' εγώ να δώσω μια καλή
στην πόλι συμβουλή. 
Κι' αν η δική μου η ψυχή καλό στην πόλι θέλη, 
κι' αν έτυχε να γεννηθώ γυναίκα, μη σας μέλη, -
650   ἢν ἀμείνω γ᾽ εἰσενέγκω τῶν παρόντων πραγμάτων.
τοὐράνου γάρ μοι μέτεστι· καὶ γὰρ ἄνδρας ἐσφέρω,
τοῖς δὲ δυστήνοις γέρουσιν οὐ μέτεσθ᾽ ὑμῖν, ἐπεὶ
τὸν ἔρανον τὸν λεγόμενον παππῷον ἐκ τῶν Μηδικῶν
εἶτ᾽ ἀναλώσαντες οὐκ ἀντεσφέρετε τὰς ἐσφοράς,
ούτε και αν τα πράματα, πού έχουν χάλι τόσο,
εγώ θα διορθώσω.
Δίνω το μερδικό μου
στην πόλι, το δικό μου. 
Με άνδρες πάντα κάθε μια το φόρο της προσφέρει· 
δεν είσθε σείς για τίποτε, δυστυχισμένοι γέροι! 
παρά ξεκοκκαλίζετε τη σύνταξι πού παίρνετε 
απ' τον καιρό των Μηδικών, και τίποτε δεν φέρνετε
655   ἀλλ᾽ ὑφ᾽ ὑμῶν διαλυθῆναι προσέτι κινδυνεύομεν.
ἆρα γρυκτόν ἐστιν ὑμῖν; εἰ δὲ λυπήσεις τί με,
τῷδέ γ᾽ ἀψήκτῳ πατάξω τῷ κοθόρνῳ τὴν γνάθον.
και κινδυνεύ' η χώρα 
ολόκληρη, για χάρι σας, να παραλύση τώρα.
Έχεις κ' αίτια άλλη
για να γκρινιάζεις πάλι;
Κύττα καλά, κακόμοιρε! γιατ' αν με πιάσ' η τρέλλα, 
με το σκληρό το τσόκαρο σου σπάζω τη μασσέλα.
 
  Χ Γερ ταῦτ᾽ οὖν οὐχ ὕβρις τὰ πράγματ᾽ ἐστὶ Ώ! μ' αυτό πού λένε πάλι 
είνε μια βρισιά μεγάλη!
660   πολλή; κἀπιδώσειν μοι δοκεῖ τὸ χρῆμα μᾶλλον.
ἀλλ᾽ ἀμυντέον τὸ πρᾶγμ᾽ ὅστις γ᾽ ἐνόρχης ἔστ᾽ ἀνήρ.
ἀλλὰ τὴν ἐξωμίδ᾽ ἐκδυώμεθ᾽, ὡς τὸν ἄνδρα δεῖ
ἀνδρὸς ὄζειν εὐθύς, ἀλλ᾽ οὐν ἐντεθριῶσθαι πρέπει.
κι' όλο το κακό ανάβει 
κι' όλο πέφτουμε στα ίδια-
Έ! τα μέτρα του ας λάβη 
κάθε άνδρας πώχει αρχίδια! 
Άς πετάξουμε τας χλαίνας, 
-κι' όταν άνδρας είν' κανένας 
πρέπει ανδρίκια να μυρίζη,
και δεν πρέπει τυλιγμένος στα πανιά να τριγυρίζη.
665   ἀλλ᾽ ἄγετε λευκόποδες, οἵπερ επὶ Λείψύδριον ἤλθομεν ὅτ᾽ ἦμεν ἔτι,
νῦν δεῖ νῦν ἀνηβῆσαι πάλιν κἀναπτερῶσαι
Λοιπόν εμπρός, λυκόποδες! εμείς, πού νέοι τότε, 
πήγαμε στο Λειψύδιον [κρυφά για συνωμόται,] 
πρέπει να ξανανηώσουμε και τούτη τη φορά,
νέα να πάρουμε φτερά,
670   πᾶν τὸ σῶμα κἀποσείσασθαι τὸ γῆρας τόδε. και τα γεράματα μας μακράν να τα πετάξουμε από τα σώματα μας.
    εἰ γὰρ ἐνδώσει τις ἡμῶν ταῖσδε κἂν σμικρὰν λαβήν,
οὐδὲν ἐλλείψουσιν αὗται λιπαροῦς χειρουργίας,
ἀλλὰ καὶ ναῦς τεκτανοῦνται, κἀπιχειρήσουσ᾽ ἔτι
Γιατί αέρα τόσο
και μόνον αν τους δώσω,
μπορούν να βρούνε τον καιρό
να φτιάσουν κάτι τολμηρό:
μπορούν και πλοία μάλιστα στη θάλασσα να ρίξουν·
675   ναυμαχεῖν καὶ πλεῖν ἐφ᾽ ἡμἁς ὥσπε, Ἀρτεμισία.
ἢν δ᾽ ἐφ᾽ ἱππικὴν τράπωνται, διαγράφω τοὺς ἱππέας.
ἱππικώτατον γάρ ἐστι χρῆμα κἄποχον γυνή,
κοὐκ ἂν ἀπολίσθοι τρέχοντος· τὰς δ᾽ Ἀμαζόνας σκόπει,
ἃς Μίκων ἔγραψ᾽ ἐθ᾽ ἵππων μαχομένας τοῖς ἀνδράσιν.
μπορούν και κατ' επάνω μας ακόμη να τραβήξουν,
να κάνουν ναυμαχία
σαν την Αρτεμισία.
Κι' αν [εύρουν ευκαιρία 
μια μέρα να] το ρίξουνε και στην καβαλλαρία, —
το ξέγραψα το ιππικό·
γιατί το κάθε θηλυκό
έχει για την καβάλλα
κεφάλαια μεγάλα, 
και δεν εγλίστρησε ποτέ να πέση στην τρεχάλα. 
Δεν παίρνεις το παράδειγμα κι' από της Αμαζόνες,
στη ζωγραφιά του Μύκωνος, πού πολεμάνε μόνες
680   ἀλλὰ τούτων χρῆν ἁπασῶν ἐς τετρημένον ξύλον
ἐγκαθαρμόσαι λαβόντας τουτονὶ τὸν αὐχένα.
καβάλλα κατά των ανδρών; Λοιπόν μη της αφήσουμε,
και το λαιμό τους γρήγορα στο φάλαγγα να κλείσουμε.
     
  Χ Γυν εἰ νὴ τὼ θεώ με ζωπυρήσεις,
λύσω τὴν ἐμαυτῆς ὗν ἐγὼ δή, καὶ ποιήσω
Μά της δυο θεές! το αίμα κι' αν μ' ανάψη πειό πολύ,
θ' απολύσω τη χολή,
685   τήμερον τοὺς δημότας βωστρεῖν σ᾽ ἐγὼ πεκτούμενον.
ἀλλὰ χἠμεῖς ὦ γυναῖκες θᾶττον ἐκδυώμεθα,
ὡς ἂν ὄζωμεν γυναικῶν αὐτοδὰξ ὠργισμένων.
νῦν πρὸς ἔμ᾽ ἴτω τις, ἵνα μή ποτε φάγῃ σκόροδα, μηδὲ
θα σου βγάλω μάτια, μύτες, 
πού να τρέχης να γυρεύης βοηθούς σου τους πολίτες. 
—Κι' από μας η κάθε μία το κορμί της τώρ' ας γδύση,
γυναικίλες να μυρίση.
Κι' όποιος τώρα του βαστά,
ας ζυγώση εδώ μπροστά, 
να του δείξω εγώ, αν σκόρδα του λοιπού θα ξαναφάη
[για τον πόλεμο να πάη]
690   κυάμους μέλανας.
ὡς εἰ καὶ μόνον κακῶς ἐρεῖς, ὑπερχολῶ γάρ,
κι' αν θα φάη μαυροκούκκια [για να πάη να δικάζη 
και να κάθεται στην έδρα δίχως να ξερονυστάζη.]
Μια το στόμα σου μονάχα λέξιν άσχημη να βγάνη,
και ο θυμός ευθύς με πιάνει,
695   αἰετὸν τίκτοντα κάνθαρός σε μαιεύσομαι.
οὐ γὰρ ὑμῶν φροντίσαιμ᾽ ἄν, ἢν ἐμοὶ ζῇ Λαμπιτὼ
ἥ τε Θηβαία φίλη παῖς εὐγενὴς Ἰσμηνία.
οὐ γὰρ ἔσται δύναμις, οὐδ᾽ ἢν ἑπτάκις σὺ ψηφίσῃ,
ὅστις ὦ δύστην᾽ ἀπήχθου πᾶσι καὶ τοῖς γείτοσιν.
πού θα βγής απ' τον καυγά 
όπως από το σκαθάρι κι' ο αητός,— χωρίς αυγά
Μα κι' αν στέκεσαι μπροστά μου, δεν με μέλει πειά γι' αυτό, 
όσο είν' η Λαμπιτώ,
κι' όσο βρίσκεται εκεί
κ' η Θηβαία Ισμηνία, πούνε κόρη ευγενική.
Κι' αν σωστές φορές εφτά 
μας ψηφίσης εναντίον, δεν περνούν 'ς εμάς αυτά,
κακομοίρη, πού γυρεύεις
σε γειτόνους και σε φίλους συφορές να μαγερεύης.
700   ὥστε κἀχθὲς θἠκάτῃ ποιοῦσα παιγνίαν ἐγὼ
τοῖσι παισὶ τὴν ἑταίραν ἐκάλεσ᾽ ἐκ τῶν γειτόνων,
παῖδα χρηστὴν κἀγαπητὴν ἐκ Βοιωτῶν ἔγχελυν·
οἱ δὲ πέμψειν οὐκ ἔφασκον διὰ τὰ σὰ ψηφίσματα.
κοὐχὶ μὴ παύσησθε τῶν ψηφισμάτων τούτων, πρὶν ἂν
Χθες ακόμα με της άλλες στης Εκάτης τη γιορτή,
τούτη την αγαπητή 
επροσκάλεσα κοπέλλα, πούνε ώμορφη και μέλι
και της Βοιωτίας χέλι. 
Και δεν ήθελαν να στείλουν της γυναίκες τους δω πέρα 
από τα ψηφίσματα σου, [οπού βγάνεις κάθε μέρα.] 
Παύτε τα ψηφίσματα σας, πρίν κανένας σας αρπάξη
705   τοῦ σκέλους ὑμᾶς λαβών τις ἐκτραχηλίσῃ φέρων. απ' τα γέρικα σας σκέληα, και το σβέρκο σας τινάξη!

 

Ιππίας και Ίππαρχος, γνωστοί τύραννοι των Αθηνών, υιοί του Πεισιστράτου, των οποίων ο δεύτερος εφονεύθη υπό του Αριστογείτονος.

Κλεισθένης: Τρυφηλός και συζών μετά πολλών γυναικών.

μυρτιάς κλαδιά Υπονοεί τον τρόπον, δια του οποίου ο Αριστογείτων εφόνευσε τον Ίππαρχον.

“Αρρηφορία" ελέγετο η μετακόμισις αγγείων, εντός των οποίων αι παρθένοι έφερον τα “άρρητα" εις την Αθηνάν.

Βαυρών ήτο δήμος Αθηναίων πλησίον του Μαραθώνος, ένθα λέγεται ότι ο Αγαμέμνων εθυσίασε την Ιφιγένειαν και ουχί εν Αυλίδι. Εκεί μυθολογείται ότι άρκτος τις δοθείσα εις τον ναόν της Αρτέμιδος εξημερώθη, εν τούτοις ημέραν τινά κατέσχισε το πρόσωπον παρθένου τινός, της οποίας ο αδελφός εφόνευσε το ζώον. Εκ τούτου οργισθείσα η Άρτεμις διέταξεν, όπως εκάστη παρθένος από ηλικίας 5-10 ετών ενδύεται άπαξ ιεράν κροκωτήν εσθήτα και χορεύη ως άρκτος.

Λειψύδιον: Χωρίον ξηρόν και άνυδρον πλησίον της Πάρνηθας, εις το οποίον συνήλθόν τινες εκ της πόλεως προς συνωμοσίαν, ως βεβαιοί ο Αριστοτέλης εις την Αθηναίων Πολιτείαν.

Αρτεμισία: Θυγάτηρ του Λυγδάμιδος εξ Εφέσου καταγόμενη, σύμμαχος του Ξέρξου κατά την εν Σαλαμίνι ναυμαχίαν.

Μύκων, περίφημος ζωγράφος Αθηναίος, ζωγραφίσας μάχην Αμαζόνων εις την Ποικίλην Στοάν.

φάλαγγα: Τρυπημένον ξύλον, "κύφων"· εντός της οπής αυτού έκλειον τον λαιμόν των κακούργων.

αυγά: Κατά Αισώπειον μύθον ελέχθη: οι κάνθαροι καταστρέφουσι τα ωά των αετών. Ίσως υπονοεί τους όρχεις.

Αρχή σελίδας
Μικρός Απόπλους
http://www.mikrosapoplous.gr
Νοέμβριος 2000