I
1. Ηθικά του Πλουτάρχου και Συμπόσιον, 2. Τόπος του συμποσίου, 3. Πηγαί, 4. Εξωτερική μορφή του έργου, 5. Γνησιότης, 6. Λογοτεχνική αξία, 7. Κεντρική ιδέα, 8. Διάγραμμα του Συμποσίου, 9. Τα πρόσωπα του Συμποσίου, 10. Χαρακτηρισμός των προσώπων
II
1. Οι Επτά Σοφοί, 2. Γνωμικά των Επτά Σοφών, 3. Επίδρασις των Επτά Σοφών
III
1. Χειρόγραφα, 2. Εκδόσεις
Το Συμπόσιον των Επτά Σοφών ανήκει εις τα λεγόμενα Ηθικά του Πλουτάρχου, υπό το όνομα δε αυτό περιλαμβάνονται όλα τα έργα αυτού εκτός των Βίων. Ο γενικός τίτλος των συγγραμμάτων τούτων οφείλεται εις τον πολυμαθή εκ Κωνσταντινουπόλεως μοναχόν Μάξιμον Πλανούδην, ο οποίος κατά το έτος 1295 ήρχισε την περισυλλογήν αυτών, ως γίνεται φανερόν εκ της επιστολής του προς τον Αλέξιον Φιλανθρωπηνόν: ἐμοὶ δ' ἔδοξε τὰ τοῦ Πλουτάρχου γράψαι· πάνυ γὰρ, ὡς οἶσθα, τὸν ἄνδρα φιλῶ. Τα μικρά ταύτα έργα του Πλουτάρχου είχον φθαρή και διασκορπισθή υπό αναγνωστών και βιβλιοπωλών, εις τοιαύτην δε κατάστασιν έφθασαν εις τους Βυζαντινούς. Αλλ' υπήρχον, ως φαίνεται, και μικραί αυτών συλλογαί. Μία τοιαύτη συλλογή εξ 21 έργων αποτελουμένη ήτο ήδη γνωστή προ του Πλανούδη· ταύτην έλαβεν ούτος ως βάσιν και συνεπλήρωσεν αυτήν διά προσθήκης και άλλων μικρών έργων του Πλουτάρχου. Επειδή δε το περιεχόμενον αυτής είχε κατά το πλείστον ηθικόν χαρακτήρα, ο Πλανούδης έδωσε το όνομα Ηθικά εις ολόκληρον την συλλογήν του, αν και τα πλείστα των έργων τούτων πραγματεύονται όχι περί ηθικής, αλλά περί πολλών άλλων και ποικίλων θεμάτων. Προς τούτοις κατήρτισε και κατάλογον των έργων τούτων, ο οποίος υπό το όνομα του περιλαμβάνεται εις τον Παρισινόν κώδικα 1672 (Ε). Εις τον κατάλογον τούτον υπ' άριθ. 31 αναγράφεται και το Συμπόσιον των Επτά Σοφών.
To Συμπόσιον των Επτά Σοφών υποτίθεται ότι έγινεν είς την Κόρινθον, ή μάλλον εις το επίνειον αυτής το Λέχαιον, κατά πρόσκλησιν του τυράννου Περιάνδρου, ενός εξ αυτών. Η δωριστί συντεταγμένη πρόσκλησις, την οποίαν αναφέρει Διογένης ο Λαέρτιος 1,99 και εις την οποίαν βεβαίως ουδεμία ιστορική αξία πρέπει να αποδοθη, έχει ως έξης: Περίανδρος τοῖς Σοφοῖς. Πολλὰ χάρις τῷ Πυθοῖ Ἀπόλλωνι τοῦ εἰς ἓν ἐλθόντας εὑρεῖν. ἀξοῦντί τε καὶ ἐς Κόρινθον ταὶ ἐμαὶ ἐπιστολαί. ἐγὼν δὲ ὑμᾶς ἀποδέχομαι, ὡς ἴστε αὐτοί, ὅτι δαμοτικώτατα. πεύθομαι ὡς πέρυτι ἐγένετο ὑμῶν ἁλία παρὰ τὸν Λυδὸν ἐς Σάρδεις. ἤδη ὦν μὴ ὀκνεῖτε καὶ παρ' ἐμὲ φοιτῆν τὸν Κορίνθου τύραννον. ὑμᾶς γὰρ καὶ ἄσμενοι ὄψονται Κορίνθιοι φοιτεῦντας ἐς οἶκον τὸν Περιάνδρου.
Κατά την γνώμην πολλών περιγραφή συμποσίου των Επτά Σοφών θα υπήρχεν εις αρχαιοτέραν εποχήν, και μάλιστα τοιούτον έργον θα είχεν υπ' όψει του ο Πλάτων διά να γράψη το Συμπόσιόν του και να γίνη πατήρ του λογοτεχνικού τούτου είδους. Ο Διογένης ο Λαέρτιος 1,40 αναφέρει, ότι ο Αρχέτιμος είχε περιγράψει συνάντησιν των Επτά Σοφών εις την Κόρινθον. Το έργον λοιπόν τούτο του Αρχετίμου1 εχρησίμευσεν εις τον Πλούταρχον, κατά τον Bohren, ως πρότυπον διά το Συμπόσιόν του. Τουναντίον ο Hirzel (Der Dialog II 139) νομίζει, ότι ο Αρχέτιμος έγραψε μετά τον Πλούταρχον, ενώ άλλοι υποθέτουν ότι ούτος ήντλησε πληροφορίας και από τα Συμποσιακά του Διδύμου2, όπου, ως λέγουν, θα εγίνετο λόγος και περί των 7 Σοφών. Πιθανόν δε και λαϊκά αναγνώσματα να υπήρχον κατά τον 4. αιώνα περί αυτών ως και περί των μύθων του Αισώπου.
Αλλ' οθενδήποτε και αν έλαβε το θέμα του ο Πλούταρχος, φαίνεται ότι αυτός πρώτος ετροποποίησε και μετεσκεύασεν αυτό κατ' ίδιον τρόπον. Εκτός των Επτά Σοφών, παρουσιάζει εις το Συμπόσιον και άλλα πρόσωπα: τον μυθοποιόν Αίσωπον, τον ποιητήν Χερσίαν, τον Ανάχαρσιν, τον Νειλόξενον, τον Αλεξίδημον, τον Άρδαλον, τον Μνησίφιλον, τον ιατρόν Κλεόδωρον, τον μάντιν Διοκλή, τον Γόργον αδελφόν του Περιάνδρου και δύο γυναίκας, την Μέλισσαν, σύζυγον του Περιάνδρου, και την Εύμητιν ή Κλεοβουλίνην, θυγατέρα του Κλεοβούλου.
Το έργον του Πλουτάρχου έχει εξωτερικώς ομοιότητα με το Συμπόσιόν του Πλάτωνος· τούτο φαίνεται πρώτον εκ της εισαγωγής. Εις τον Πλάτωνα ο Απολλόδωρος αναλαμβάνει να περιγράψη τα του συμποσίου εις φίλον του· εις τον Πλούταρχον ο Διοκλής υπόσχεται εις τον φίλον του Νίκαρχον να κάμη το αυτό. Όπως δε εις το Συμπόσιόν του Πλάτωνος η περιγραφή γίνεται όχι αφηγηματικώς, αλλά διαλογικώς, καθ' όμοιον τρόπον συμβαίνει τούτο και εις το Συμπόσιον του Πλουτάρχου. Η διήγησις επίσης αρχίζει από την μετάβασιν εις τον τόπον του συμποσίου, όπως και εις του Πλάτωνος το Συμπόσιόν. Αλλ' εκτός τούτου διαφαίνονται και άλλαι αναλογίαι: εις τον Σωκράτη π. χ., το κύριον πρόσωπον, αντιστοιχούν οι 7 Σοφοί, εις τον κωμικόν Αριστοφάνην ο κωμικός Αίσωπος· αν εις το Συμπόσιόν του Πλάτωνος υπάρχει ποιητής, ο Αγαθών, και ιατρός, ο Ερυξίμαχος, και εις το Συμπόσιόν του Πλουτάρχου έχομεν ποιητήν, τον Χερσίαν, και ιατρόν, τον Κλεόδωρον. Ακόμη και εiς το πρόσωπον της σοφής και αινιγματώδους Διοτίμας ημπορεί κανείς να αντιτάξη την σοφήν και αινιγματοποιόν Εύμητιν ή Κλεοβουλίνην. Ο Πλούταρχος λοιπόν εμιμήθη προφανώς τον Πλάτωνα κατά την εξωτερικήν μορφήν, αλλ' υπολείπεται πολύ κατά την ουσίαν3. Το Συμπόσιόν του δεν έχει βεβαίως την αξίαν του προτύπου, δεν αίρεται εις υψηλάς φιλοσοφικάς θεωρίας, αλλ' είναι πολύτιμος συμβολή εις την πνευματικήν κίνησιν που εδημιουργήθη περί των Επτά Σοφών διά των παραδόσεων και των θρύλων και παρέχει πολλά και ωφέλιμα διδάγματα διά τον βίον.
Από τας αρχάς ήδη του 18. αιώνος εγεννήθη αμφιβολία μεταξύ των φιλολόγων, αν το Συμπόσιόν των 7 Σοφών είναι πραγματικώς έργον του Πλουτάρχου. Και τινές μεν εκηρύχθησαν κατά της γνησιότητος αυτού, άλλοι δε τουναντίον υπέρ αυτής. Εις την πρώτην κατηγορίαν ανήκει ο Meiners4, ο οποίος εκφράζεται ανεπιφυλάκτως κατά της γνησιότητας διά πολλών επιχειρημάτων, τα οποία είναι μεν ευφυή αλλ' όχι και πειστικά· την γνώμην δε αυτού ησπάσθησαν ο Volkmann5 και κάποτε ο W. Christ6. Εις την δευτέραν ο Wyttenbach7, ο οποίος υποστηρίζει την γνησιότητα διά παραβολής του Συμποσίου προς άλλα έργα του Πλουτάρχου· την γνώμην ταύτην ασπάζονται και ο G.Hermann8, ο Muhl9 και ο Georg Hauck10, ο οποίος δι' ισχυρών και αδρών επιχειρημάτων αποδεικνύει, την γνησιότητα του έργου, ώστε σήμερον ουδείς αμφιβάλλει πλέον περί αυτής. Αλλ' αν η γνησιότης αυτού απεδείχθη, δεν είναι εύκολον να εξακριβωθή και η χρονολογική αυτού σειρά. Ο Hirzel υποθέτει ότι ανήκει εις τα νεανικά έργα του Πλουτάρχου, ότε ούτος κατά πάσαν πιθανότητα ησχολήθη και με την ρητορικήν παραβάλλων δε το Συμπόσιόν με τον Γρύλλον (985d), αποφαίνεται ότι και τα δύο είναι ρητορικά σοφιστικά έργα, εις τα οποία ο Πλούταρχος έδωσε μορφήν διαλογικήν.
Ομοίως διαφωνία μεταξύ των φιλολόγων υπάρχει και περί της λογοτεχνικής αξίας του έργου. Ο Γερμανός φιλόλογος της Αναγεννήσεως Xylander θεωρεί τούτο ανάγνωσμα χαριέστατον και ωφελιμώτατον: librum iucundissimutn et utilissimae lectionis· την αυτήν γνώμην έχει και ο Wyttenbach: ut ita libellum conficeret lectu cum fructuosum turn iucundum11. Άλλοι όμως ευρίσκουν ότι στερείται φιλοσοφικού βάθους και ότι είναι μάλλον άθροισμα γνωμών διαφόρων υπό μορφήν διαλογικήν παρ' όσον έν όλον άρτιον και συμπαγές. Και αυτός ο πολύς Wilamowitz12 αναγνωρίζει μεν εις αυτό την σφραγίδα του Πλουτάρχου, του αρνείται όμως λογοτεχνικήν αξίαν. Ο συγγραφεύς, λέγει, δεν έχει την ποιητικήν εκείνην έμπνευσιν να ζωντανεύση τους χαρακτήρας και να δραματοποίηση το θέμα του, αλλ' επραγματεύθη αυτό ως απλήν αφήγησιν· εκτός δε τούτου παριστάνει τα πρόσωπα να γελούν διαρκώς και έτσι το έργον φαίνεται εις τον αναγνώστην κάπως ανόητον, διότι risu inepto ineptior res null'est (γέλωτας ακαταλλήλου ουδέν άκαταλληλότερον). Δι' αυτών ο διαπρεπής φιλόλογος αδικεί, νομίζω, τον Πλούταρχον13. Είναι αληθές ότι τα πρόσωπα του Συμποσίου γελούν και μειδιούν ενίοτε, αλλ' οσάκις γίνεται τούτο, υπάρχει πάντοτε αφορμή ή αιτία, επομένως ο γέλως των δεν είναι ineptus· εκτός τούτου αν ληφθή υπ' όψιν ότι πρόκειται περί συμποσίου, εις το οποίον μάλιστα παρευρίσκεται και ο μυθοποιός Αίσωπος, που σαν άλλος γελωτοποιός σκώπτει και σκώπτεται, ήτο πολύ φυσικόν να επικρατή εις αυτό κάποιος φαιδρός τόνος, κάποια γελαστή ατμόσφαιρα. Ο Πλούταρχος λοιπόν θέλει να δώση ζωηρόν και ευτράπελον χαρακτήρα εις το έργον του, αλλ' επειδή δεν έχει τα προσόντα του Λουκιανού, φαίνεται ολίγον αδέξιος.
Άλλοι μετριοπαθέστεροι κριτικοί παραδέχονται όχι μόνον την γνησιότητα του έργου, αλλά και ότι τούτο δεν στερείται λογοτεχνικής αξίας· διότι και μεθοδικήν διάταξιν της ύλης έχει και λογικήν ενότητα των μερών και σκοπόν ωρισμένον. Ποιός δε είναι ο σκοπός ούτος;
Είναι γνωστόν ότι και oι 7 σχεδόν Σοφοί ησχολούντο εις την πολιτικήν14. Ο Σόλων ήτο νομοθέτης, ο Περίανδρος τύραννος της Κορίνθου, ο Πιττακός αισυμνήτης (δηλαδή δικτάτωρ) της Μυτιλήνης, ο Κλεόβουλος τύραννος της Λίνδου, ο Βίας αμερόληπτος και δίκαιος δικαστής της Πριήνης, ο Χίλων εισηγητής του θεσμού της εφορείας και πρώτος έφορος της Σπάρτης. Ήτο λοιπόν πολύ φυσικόν να λάβουν ως θέμα συζητήσεως κατά την συνάντησίν των εις το συμπόσιον την πολιτικήν· και πραγματικώς τούτο συμβαίνει. Μετά την εισαγωγήν ή σκηνοθεσίαν και προπαρασκευήν (κεφ. 1-5) αρχίζει το κύριον θέμα (κεφ. 6-16), εις το όποιον έδωσεν αφορμήν η επιστολή του βασιλέως της Αιγύπτου. Εξετάζεται λοιπόν το ζήτημα, ποίον είναι το άριστον μοναρχικόν και το άριστον δημοκρατικόν πολίτευμα, που ημπορούν να καταστήσουν ευτυχείς τους πολίτας. Αλλ' ο άνθρωπος είναι πρώτον άτομον και έπειτα πολίτης· συνεπώς μετά την κυβέρνησιν των βασιλείων και των πόλεων εξετάζεται και η κυβέρνησις του οίκου· τούτο δε πάλιν σχετίζεται με άλλα ζητήματα, την οικονομίαν, τον πλούτον, την δίαιταν, την τροφήν, περί των οποίων επίσης γίνεται μακρά συζήτησις. Η κεντρική λοιπόν ιδέα του Συμποσίου των 7 Σοφών είναι η κοινωνική ζωή υπό την γενικωτέραν και την μερικωτέραν της έννοιαν. Διά τούτο πολύ ορθώς ο Otto Apelt15 συμπεριέλαβε το έργον τούτο του Πλουτάρχου εις την μετάφρασιν των πολιτικών του συγγραμμάτων.
Η διακοπή της συζητήσεως, την οποίαν προκαλεί το επεισόδιον περί της διασώσεως του Αρίονος, και αι σχετικαί προς την διάσωσιν ταύτην ανακοινώσεις και ερμηνείαι δεν διασπούν την ενότητα του θέματος· τουναντίον συμπληρώνουν και καθορίζουν αυτό. Ο άνθρωπος, είτε ως πολίτης είτε ως άτομον, δεν ημπορεί μόνος του να εξασφαλίση την ευτυχίαν του· έχει ανάγκην και της θείας προνοίας, η οποία διά της επεμβάσεως της συντελεί εις το να ανταμείβεται η αρετή και να θριαμβεύη ή δικαιοσύνη.
Ο Πλούταρχος λοιπόν, σύμφωνα με τας ηθικοκοινωνικάς αρχάς του, ζητεί να διδάξη διά στόματος των 7 Σοφών πού έγκειται η αληθής ευδαιμονία του ανθρώπου ως πολίτου και ως ατόμου. Κατά την συζήτησιν δε του θέματος τούτου παρεμβάλλονται διάφορα επεισόδια και παρεκβάσεις, προβλήματα των βασιλέων της Αιγύπτου και της Αιθιοπίας, μύθοι του Αισώπου,αινίγματα της Κλεοβουλίνης, στίχοι του Ομήρου καί του Ησιόδου, ανέλπιστοι διασώσεις διαφόρων προσώπων κ.λ.π. Όλα δε αυτά συνδέονται και συμπλέκονται με την κεντρικήν ιδέαν τόσον λογικώς και τόσον αριστοτεχνικώς, ώστε απαρτίζουν έν όλον συμπαγές και καθιστούν το έργον ανάγνωσμα τερπνόν ωφέλιμον και διδακτικόν.
Το έργον τούτο του Πλουτάρχου δύναται να διαιρεθή εις τρία κυρίως μέρη: § 1-5 την εισαγωγήν ή σκηνογραφίαν, § 6-16 το κύριον θέμα, § 17-21 τον επίλογον.
Εις το πρώτον μέρος ο μάντις Διοκλής αναλαμβάνει να περιγράψη τα του συμποσίου, όπου και ο ίδιος παρευρέθη, εις τον φίλον του Νίκαρχον. Διηγείται λοιπόν ότι τούτο έγινεν εις το Λέχαιον, όχι μακράν της Κορίνθου, ότι μετέβη εκεί πεζή με τον Θαλήν που εφιλοξένει και τον Αιγύπτιον Νειλόξενον, και ότι εις τον δρόμον, εκτός άλλων συνομιλιών, ο Νειλόξενος είπεν εις αυτούς ότι φέρει επιστολήν προς τον Βίαντα εκ μέρους του Αμάσιδος, βασιλέως της Αιγύπτου. Του συμποσίου προηγείται δείπνον, το οποίον ο Διοκλης περιγράφει ως λιτότατον. Κατ' αυτό ο Αίσωπος διηγείται μύθον, ο Θαλής και ο Βίας ανταλλάσσουν μερικούς αστεϊσμούς· τελειώνει συντόμως διά να αρχίση το συμπόσιον.
Εις το δεύτερον μέρος αναπτύσσεται διαλογικώς το κύριον θέμα. Αφορμήν εις τούτο έδωσεν η επιστολή του βασιλέως της Αιγύπτου, την οποίαν ο Νειλόξενος ενεχείρισεν εις τον Βίαντα, εκείνος δε του είπε να την ανοίξη και να την αναγνώση ενώπιον όλων. Διά της επιστολής αυτής ο Άμασις ζητεί την συμβουλήν του Βίαντος διά την απάντησιν που έπρεπε να δώση εις τον βασιλέα της Αιθιοπίας, ο οποίος του επρότεινεν ως πρόβλημα να πίη όλην την θάλασσαν. Ο Βίας, χωρίς να σκεφθή πολύ, έδωσε την κατάλληλον απάντησιν· είπε δηλαδή να ζητήση από τον Αιθίοπα να σταματήση τους ποταμούς, ενώ αυτός θα πίνη την θάλασσαν. Η συμβουλή αυτή του Βίαντος ήρεσεν εις όλους. Ο Χίλων μόνον παρετήρησεν, ότι ο Άμασις, αντί να ασχολήται με τα παιδαριώδη αυτά ζητήματα, έπρεπε να σκέπτεται, πώς να καταστήση την βασιλείαν του γλυκείαν και ωφέλιμον εις τους υπηκόους του, τοιαύτην δε συμβουλήν έπρεπε να ζητήση από τον Βίαντα. Η παρατήρησις αυτή ήρεσεν εις τον Περίανδρον, προτείνει δε εις τους σοφούς να εκφέρη χωριστά καθένας ποίαν γνώμην έχει περί τυραννίδος και αγαθού τυράννου, τας γνώμας δε αυτάς να διαβιβάσουν ως δώρον εις τον Άμασιν. Τούτο γίνεται δεκτόν, και αφού ήρχισεν ο Σόλων, εξέφρασαν και οι λοιποί την γνώμην των επί του ζητήματος τούτου. Μετά τινα διακοπήν, ο Αθηναίος Μνησίφιλος ζητεί να ακουσθή η γνώμη των 7 Σοφών και περί της δημοκρατίας· Διότι, είπεν, όσα περί τυράννου ελέχθησαν δεν ενδιαφέρουν τους δημοκρατικούς πολίτας. Η αίτησις του γίνεται επίσης αποδεκτή. Πρώτος πάλιν ο Σόλων λέγει ποίαν γνώμην έχει περί της αρίστης δημοκρατίας, το παράδειγμα του δε εμιμήθησαν και οι άλλοι. Οι ακροαταί γίνονται τώρα απαιτητικώτεροι· ο Διοκλης ζητεί την γνώμην των σοφών και διά την κυβέρνησιν του οίκου· Τας πόλεις, είπε, και τα βασίλεια ολίγοι τα κυβερνούν, ενώ οίκον έχουν όλοι. Ευθύς όμως τον διακόπτει ο Αίσωπος και λέγει ότι από όλους πρέπει να εξαιρεθή ο Ανάχαρσις, διότι οι Σκύθαι δεν έχουν οικίας, αλλά περιφέρονται μέσα εις άμαξας· αλλ' ο Ανάχαρσις τον αποστομώνει αμέσως και του αποδεικνύει ότι δεν έχει σαφή αντίληψιν της εννοίας του οίκου. Μετά την διακοπήν αυτήν η συζήτησις εξακολουθεί, και οι 7 Σοφοί πάλιν κατά σειράν εκφράζουν την γνώμην των περί του πως πρέπει να κυβερνάται ο οίκος. Αλλά με το ζήτημα του οίκου συνδέονται και άλλα, δηλαδή το της περιουσίας, το της οικονομίας, το της διαίτης, το της τροφής, τα οποία εξετάζονται επίσης, και η συζήτησις γενικεύεται. Ο Κλεόβουλος ομιλεί περί του ορθού μέτρου της περιουσίας, ο Περίανδρος περί οικονομίας και ο Σόλων περί της διαίτης του Επιμενίδου· διότι φρονεί ότι το μέγιστον αγαθόν εις τον άνθρωπον είναι να χρειάζεται όσον το δυνατόν ελαχίστην τροφήν, ή ακόμη καλύτερα να μη χρειάζεται διόλου. Η τελευταία αύτη φράσις του Σόλωνος προκαλεί διαμαρτυρίαν του ιατρού Κλεοδώρου, ο οποίος διά λόγου μακρού αναλαμβάνει την υπεράσπισιν της τροφής. Εις την τροφήν οφείλονται, είπεν, αι κοινωνικαί σχέσεις των ανθρώπων, η γεωργία, αι τέχναι, ο πολιτισμός εν γένει· η κατάργησις της τροφής θα είναι κατάλυσις του οίκου, ανατροπή του ανθρωπίνου βίου. Αλλ' ο λόγος του δεν πείθει τον Σόλωνα· αυτός επιμένει εις την γνώμην του, και διά λόγου επίσης μακρού προσπαθεί να ανατρέψη τα επιχειρήματα του Κλεοδώρου και να αποδείξη ότι η τροφή είναι μυρίων κακών πρόξενος εις τους ανθρώπους· διά τούτο και ο Όμηρος αποδίδει την αθανασίαν των θεών εις το ότι δεν λαμβάνουν τροφήν. Θα ήτο ευτύχημα διά τον άνθρωπον, είπεν εις το τέλος, αν ήτο δυνατόν να απαλλαγή από την φροντίδα του να τρέφη το σώμα, και να αφοσιωθή μόνον εις την θεραπείαν της ψυχής και την έρευναν της αληθείας.
Μετά τον λόγον του Σόλωνος αρχίζει το τρίτον μέρος, ήτοι ο επίλογος (17—21). Το μέρος τούτο περιλαμβάνει την αφήγησιν της διασώσεως του Αρίονος υπό δελφίνων, άλλα τινά ομοίας φύσεως θαυμαστά περιστατικά και τέλος ως επισφράγισιν τα τρία γνωμικά Γνῶθι σαυτὸν, Μηδὲν ἄγαν και Ἐγγύα πάρα δ' ἄτα, των οποίων την σημασίαν ευρίσκει ο Αίσωπος εις τρεις στίχους του Ομήρου, τους οποίους αναφέρει. Τέλος ο Σόλων με τον ομηρικόν επίσης στίχον
νὺξ δ' ἤδη τελέθει· ἀγαθὸν καὶ νυκτὶ πιθέσθαι
κηρύττει την λήξιν του συμποσίου.Εις το Συμπόσιον έλαβον μέρος κατά τον Πλούταρχον τα εξής πρόσωπα :
Θαλής (643 - 548). Εγεννήθη εις την Μίλητον και κατήγετο εξ επιφανούς γένους. Κατά την νεότητα του εταξίδευσε πολλάκις ως έμπορος εις την Αίγυπτον, όπου απέκτησε πολλάς γνώσεις, ιδίως μαθηματικάς, τας οποίας εφήρμοσε και πρακτικώς, όταν ως μηχανικός παρηκολούθησε την εκστρατείαν του Κροίσου κατά των Μήδων. Είχεν όμως και πολλάς άλλας γνώσεις της φυσικής και λέγεται ότι πρώτος αυτός προείπεν έκλειψιν ηλίου· ως αρχήν του παντός εθεώρει το ύδωρ. Διά τας γνώσεις του ταύτας θεωρείται αρχηγός της λεγομένης Ιωνικής ή Φυσικής Σχολής και πατήρ της φιλοσοφίας. Σώζονται αρκετά αποφθέγματα του. Ο Θαλής συνήθιζε να λέγη ότι ενόμιζεν ευτυχή τον εαυτόν του διά τρία τινά : διότι εγεννήθη άνθρωπος και όχι ζώον, ανήρ και όχι γυνή, Έλλην και όχι βάρβαρος· τούτο όμως υπό άλλων αποδίδεται εις τον Πλάτωνα. Απέθανεν εις την Μίλητον, επί του τάφου του δε εχαράχθη επίγραμμα, του οποίου η αρχή ήτο:
ἦ ὁλίγον τόδε σῆμα, τὸ δὲ κλέος οὐρανόμηκες.
Χίλων. Ήτο Λακεδαιμόνιος, υιός του Δημάρατου, κατετάσσετο εις τους Επτά Σοφούς και έζησε κατά τον 6. αιώνα π. Χ. Συνέστησε το αξίωμα της εφορείας εις την Σπάρτην και διετέλεσεν αυτός πρώτος έφορος. Εις τούτον αποδίδονται τα γνωμικά Γνῶθι σαυτὸν και Μηδὲν ἄγαν, τα οποία ήσαν γραμμένα εις τον ναόν των Δελφών. Λέγεται ότι απέθανεν από την χαράν του, όταν αγκάλιασε και εφίλησε τον υιόν του ως Ολυμπιονίκην.
Πιττακός. Κατατάσσεται και ούτος εις τους Επτά Σοφούς. Εγεννήθη εις την Μυτιλήνην το 648 π. Χ. Ηλευθέρωσε την πατρίδα του από την τυραννίαν του Μελάγχρου και εξελέγη υπό των συμπολιτών του αισυμνήτης (ανώτατος άρχων). Διεκρίθη διά την μετριοπάθειαν, την σοφήν νομοθεσίαν και την συνετήν διοίκησιν του. Επίσης διέπρεψε και ως στρατηγός κατά τον πόλεμον των Αθηναίων και Μυτιληναίων διά την κατοχήν του Σιγείου, ότε ενίκησε και εφόνευσε τον Αθηναίον στρατηγόν Φρύνωνα. Περί το 580 κατέλιπεν εκουσίως την αρχήν και έζησε τα τελευταία του έτη ασχολούμενος ησύχως εις τα γράμματα· συγγράμματα δεν έγραψε.
Βίας. Είς των Επτά Σοφών. Εγεννήθη εις την Πριήνην το 625 π. Χ. και απέθανε το 540. Ήτo αφιλοκερδής και φιλοδίκαιος δικαστής και ανελάμβανε να συνηγορήση δωρεάν υπέρ του δικαίου και να υπερασπίση τους αδικουμένους εις τα δικαστήρια. Όταν η πατρίς του εκυριεύθη υπό των Περσών και οι συμπολίται του έφευγαν φέροντες μαζί των ό,τι πολύτιμον είχον, ο Βίας, αν και πλουσιώτατος, εξήλθε χωρίς να παραλάβη τίποτε· όταν δε τον ηρώτησαν, απέκρίθη: "Ό,τι έχω το φέρω μαζί μου". Η φράσις αύτη, και μάλιστα λατινιστί omnia mea mecum porto, έγινε παροιμιώδης. Το "Οἱ πλεῖστοι κακοὶ" και άλλα γνωμικά του μαρτυρούν την σοφίαν του, η οποία ήτο όχι θεωρητική αλλά πρακτική.
Κλεόβουλος. Και αυτός εκ των Επτά Σοφών. Ήτο υιός του Ευαγόρου, τύραννος της Λίνδου, πόλεως της Ρόδου, και έζησε κατά τον 6. αιώνα π.Χ. Εις τούτον αποδίδεται το γνωμικόν 'Παν μέτρον άριστον' και πολλά άλλα, ως και έμμετρα αινίγματα. Ο Διογένης Λαέρτιος αναφέρει και μίαν επιστολήν του προς τον Σόλωνα.
Σόλων (639-559). Αθηναίος, υιός του Εξηκεστίδου, νομοθέτης και ποιητής, κατατάσσεται εις τους Επτά Σοφούς. Ανήκεν εις την αριστοκρατικήν οικογένειαν των Κοδριδών και εξεπαιδεύθη καλώς. Ως έμπορος εταξίδευσεν εις την Αίγυπτον και την Μ. Ασίαν, όπου του εδόθη η ευκαιρία να σπουδάση την νομοθεσίαν, τον πολιτισμόν και τον οικονομικόν βίον ξένων χωρών. Τας γνώσεις ταύτας εχρησιμοποίησεν, όταν ήλθεν η κατάλληλος στιγμή, διά την κοινωνικήν και οικονομικήν ανόρθωσιν της πατρίδος του και ανεδείχθη ο σπουδαιότερος Αθηναίος της εποχής του. Την εκτίμησιν και εμπιστοσύνην των συμπολιτών του απέκτησε κατ' αρχάς ως ποιητής. Εις μίαν ελεγείαν του Σαλαμίς οφείλεται η κατάκτησις της νήσου Σαλαμίνος κατεχομένης τότε υπό των Μεγαρέων. Κατά το 594 εξελέγη άρχων με απεριόριστον εντολήν να θεραπεύση τας κοινωνικάς πληγάς και έθεσε νόμους, διά των οποίων ανεκούφισε τους πολίτας από τα χρέη (σεισάχθεια), μετέβαλε το νομισματικόν και μετρικόν σύστημα και διήρεσε τους κατοίκους εις 4 τάξεις. Αν και διά της νομοθεσίας του έσωσε την πόλιν, που εκινδύνευσεν από τον εμφύλιον πόλεμον των τάξεων, πανταχόθεν ηκούοντο παράπονα εναντίον του. Ηναγκάσθη λοιπόν να αφήση την αρχήν και να αποδημήση επί 10 έτη εις την Αίγυπτον, Φοινίκην και Κύπρον· επανήλθεν όμως έπειτα και απέθανεν εις βαθύ γήρας το 559 π. Χ. Ο Σόλων διεκρίθη όχι μόνον ως νομοθέτης, αλλά και ως ποιητής. Έγραψεν εκτός Ιάμβων και πολιτικών Ελεγείων, με τας οποίας προέτρεπε τους Αθηναίους εις πατριωτικάς πράξεις, και Υποθήκας και Ερωτικά κατά την νεανικήν του ηλικίαν.
Περίανδρος (668—584 π. Χ.) Εις τον κατάλογον των Επτά Σοφών κατατάσσει και τούτον Δημήτριος ο Φαληρεύς αντί του Μύσωνος. Ήτο τύραννος της Κορίνθου και διεδέχθη εις την αρχήν ταύτην τον πατέρα του Κύψελον κατά το 628. Κατ' αρχάς ήτο ήπιος, αλλά βαθμηδόν παρεξετράπη εις πολλάς ωμότητας και έγινεν αίτιος του θανάτου της συζύγου του Μελίσσης. Διά τούτο και περιήλθεν εις πόλεμον προς τον πενθερόν του Προκλέα, τύραννον της Επιδαύρου. Όσα περί αυτού διηγούνται οι συγγραφείς, είναι αμφίβολα. Το βέβαιον είναι ότι, μεθ' όλας τας ωμότητας που του αποδίδουν, υπεστήριξε τα έργα της ειρήνης, ενεψύχωσε την ναυτιλίαν, το εμπόριον και τας τέχνας, και επροστάτευσε τους ποιητάς και τους καλλιτέχνας. Διά τούτο απενεμήθη και εις αυτόν ο τίτλος του σοφού. Εις την έριν των Αθηναίων και Μυτιληναίων περί Σιγείου λέγεται ότι προσεκλήθη ως διαιτητής διά την σοφίαν του. Επ' αυτού η Κόρινθος ήκμασεν υπό πάσαν έποψιν.
Ανάχαρσις. Ο Έφορος κατατάσσει αντί του Μύσωνος τον Ανάχαρσιν μεταξύ των Επτά Σοφών. Ούτος ήτο Σκύθης και κατήγετο εκ βασιλικού γένους και μητρός Ελληνίδος. Κατήλθεν εις την Ελλάδα διά να σπουδάση την ελληνικήν παιδείαν και εσχετίσθη με τον Σόλωνα και τον Περίανδρον. Όταν επέστρεψεν εις την Σκυθίαν, ηθέλησε να εισαγάγη τας θρησκευτικάς τελετάς των Ελλήνων διά τούτο τον εφόνευσεν ο αδελφός του Σαύλιος, ως αναφέρει ο Ηρόδοτος 4,76. Ήτο ονομαστός δια την σοφίαν και την σύνεσίν του και έκρινε τα ελληνικά πράγματα με ευφυΐαν και χωρίς προκατάληψιν, όπως τον παριστάνει ο Λουκιανός εις τα έργα του Ανάχαρσις και Σκύθης.
Αίσωπος. Ό γνωστός μυθοποιός ήτο Φρύξ, δούλος του Σαμίου φιλοσόφου Ιάδμονος, και έζησε περί τα μέσα του 6. αιώνος. Δύσμορφος και κυρτός κατά το σώμα, διεκρίνετο διά την ευφυΐαν, τας αστειότητας και το δηκτικόν σκώμμα του. Εκ της παρατηρήσεως και μελέτης του βίου είχε σχηματίσει ηθικάς τινας, κοινωνικάς και πολιτικάς γνώμας, τας οποίας έκαμε καταληπτάς εις τους πολλούς με αλληγορικάς διηγήσεις περί ζώων και έτσι ετελειοποίησε την διδακτικήν μυθοποιίαν. Διότι μύθοι υπήρχαν και προ αυτού· ως αηδών και ιέραξ του Ησιόδου, αετός και αλώπηξ του Αρχιλόχου, ίππος και ελαφος του Στησιχόρου. Οι μύθοι του Αισώπου ήσαν εις λόγον πεζόν και διεδίδοντο προφορικώς. Πρώτος συνέλεξεν αυτούς Δημήτριος ο Φαληρεύς (περί το 300 π.Χ.), και κατόπιν άλλοι πολλοί· αλλ' ουδεμία συλλογή εσώθη εκτός της ποιητικής αυτών επεξεργασίας υπό του Βαβρίου ελληνιστί και του Φαίδρου λατινιστί Εις τους κατόπιν χρόνους ανάγονται αι σωζόμεναι εις πεζόν λόγον διάφοροι συλλογαί. Πληρεστάτη και νεωτάτη κριτική έκδοσις περιλαμβάνουσα 358 μύθους οφείλεται εις τον Chambry (Παρίσιοι 1929). Ο Αίσωπος λέγεται ότι εφονεύθη υπό των Δελφών ή διά την κακήν του γλώσσαν ή διότι αφήρεσεν εκ του ναού αργυράν φιάλην του θεού ή διότι εσφετερίσθη δώρα, τα οποία έφερε παρά του βασιλέως Κροίσου, εις την αυλήν του οποίου διέμενεν.
Χερσίας. Ήτο επικός ποιητής εξ Ορχομενού της Βοιωτίας, σύγχρονος του Περιάνδρου. Περί τούτου ο Παυσανίας (IX 38,9) λέγει τα εξής: "τοῦδε τοῦ Χερσίου τῶν ἐπῶν οὐδεμία ἦν ἔτι κατ' ἐμὲ μνήμη καὶ πάλιν τούτου δὲ τοῦ Χερσίου καὶ ἐπίγραμμα οἱ Ὀρχομένιοι τὸ ἐπὶ τῷ Ἡσιόδου τάφῳ μνημονεύουσι". Ο Χερσίας προσεκλήθη, λέγει ο Πλούταρχος, υπό του Περιάνδρου εις το συμπόσιον, διότι επήλθε συμφιλίωσις μεταξύ αυτών κατά μεσολάβησιν του Χίλωνος· αλλά ποία ήτο η αιτία της ψυχρότητός των, δεν αναφέρει.
Μνησίφιλος. Ήτο Αθηναίος, φίλος και θαυμαστής του Σόλωνος· αναφέρεται υπό του Ηροδότου 8,57 και υπό του Πλουτάρχου εις τον Βίον Θεμιστοκλέους § 2 ως πολιτικός αυτού παιδαγωγός.
Μέλισσα. Σύζυγος του Περιάνδρου και θυγάτηρ του Προκλέους· ωνομάζετο και Λυσίδη, αναφέρεται δε υπό του Ηροδότου 3,50 και 5, 92.
Εύμητις ή Κλεοβουλίνη. Θυγάτηρ του Κλεοβούλου, περίφημος ποιήτρια αινιγμάτων. Εκτός των αναφερομένων εις το Συμπόσιον δύο, μας παρεδόθη εν ακόμη από την Αρχαιότητα. Η Εύμητις και η Μέλισσα παρεκάθισσν εις το δείπνον μόνον, δεν έλαβον όμως διόλου μέρος εις τας συζητήσεις.
Τα λοιπά πρόσωπα, ήτοι ο μάντις Διοκλής, ο ιερεύς και αυλωδός Άρδαλος, ο ιατρός Κλεόδωρος, ο κομιστής της επιστολής του Αμάσιδος Νειλόξενος, ο νόθος υιός του Θρασυβούλου Αλεξίδημος, αναφέρονται πρώτην φοράν υπό του Πλουτάρχου και εισήχθησαν υπ' αυτού, διά να δοθή μεγαλυτέρα ποικιλία και φυσικότης εις το έργον του. Μόνον ο αδελφός του Περιάνδρου Γόργος είναι και άλλοθεν γνωστός ως ο οικιστής της Αμβρακίας (παρά την σημερινήν Άρταν).
Οι Επτά Σοφοί εμφανίζονται εις το Συμπόσιον του Πλουτάρχου με τον χαρακτήρα εκείνον, που είναι ήδη γνωστός εις ημάς και από άλλας πηγάς. Τα γνωμικά, το κύριον χαρακτηριστικόν αυτών, δεν λείπουν, η πολιτική αυτών σύνεσις και πείρα διακρίνονται εις τους λόγους των, η δε λακωνική βραχυλογία, με την οποίαν τους χαρακτηρίζει ο Πλάτων, διαφαίνεται εις τας συντόμους γνώμας, τας οποίας εκφέρουν περί τυραννίδος, δημοκρατίας, διοικήσεως οίκου κλπ. Εξαίρεσιν αποτελεί ο Σόλων, ο οποίος, εκτός των ανωτέρω κοινών χαρακτηριστικών, δεικνύει διά του μακροσκελούς λόγου του περί τελείας αποχής από της τροφής ότι δεν αγνοεί ούτε την σοφιστικήν τέχνην ούτε φιλοσοφικάς τινας θεωρίας των Στωικών και Πυθαγορείων. Εις τον αναχρονισμών κυρίως τούτον γίνεται καταφανής η επέμβασις του Πλουτάρχου.
Το αυτό παρατηρείται προκειμένου και περί του χαρακτήρας των άλλων προσώπων. Ο Αίσωπος είναι ο γνωστός μας μυθοποιός με τα αστεία και το δηκτικόν ύφος του. Εις τας συζητήσεις δεν λαμβάνει μέρος, οσάκις δε αναμειγνύεται και αυτός, ή διακόπτει και σκώπτει τους άλλους ή διηγείται κανένα από τους γνωστούς μύθους του.
Ο Ανάχαρσις είναι ό γνωστός Σκύθης σοφός, που ήλθεν εις την Ελλάδα διά να διδαχθή, αλλ' είναι αυτός ικανός να διδάξη άλλους. Εξετάζει με οξυδέρκειαν τα ελληνικά έθιμα και εκφέρει απεριφράστως την γνώμην του. Δεικνύει ευφυΐαν και ετοιμότητα λόγου εις τας συζητήσεις, όχι όμως και την λεπτήν εκείνην ειρωνείαν, με την οποίαν τον χαρακτηρίζει ο Λουκιανός.
Ο Αθηναίος Μνησίφιλος, γνωστός εκ του Ηροδότου και του Πλουτάρχου ως συνετός πολιτικός και ζηλωτής του Σόλωνος, αποδεικνύεται ως τοιούτος και εις το Συμπόσιον διά της ερμηνείας του ποιήματος του Σόλωνος.
Των λοιπών προσώπων ο χαρακτηρισμός είναι περισσότερον αδρομερής και η ανάμειξις ολιγώτερον εμφανής.
Πριν αρχίση επιστημονικώς η φιλοσοφική έρευνα εις την αρχαίαν Ελλάδα, ανεφάνησαν εις διαφόρους πόλεις αυτής άνθρωποι προικισμένοι με έξοχον πνεύμα και πολλάς κοινωνικάς και πρακτικάς γνώσεις. Τους ανθρώπους τούτους ωνόμασαν σοφούς, αν και, ως λέγει ο μαθητής του Αριστοτέλους Δικαίαρχος16, ούτε σοφοί ούτε φιλόσοφοι ήσαν, αλλά φρόνιμοι και νομοθέται. Εκ τούτων ανεδείχθησαν κυρίως επτά. Η φήμη των εξηπλώθη όχι μόνον εις όλην την Ελλάδα, αλλά και πέραν των ορίων αυτής, ταχέως δε επλάσθησαν περί αυτών διάφοροι παραδόσεις και θρύλοι17.
Εκ των αρχαίων συγγραφέων πρώτος ο Πλάτων (Πρωταγ. 343a) αναφέρει τα ονόματα των Επτά τούτων Σοφών, είναι δε οι επόμενοι: Θαλής ο Μιλήσιος, Πιττακός ο Μυτιληναίος, Βίας ο Πριηνεύς, Σόλων ο Αθηναίος, Κλεόβουλος ο Λίνδιος, Χίλων ο Λακεδαιμόνιος και Μύσων ο Χηνεύς18· την θέσιν όμως του τελευταίου κατέλαβε βραδύτερον ο τύραννος της Κορίνθου Περίανδρος. Τον αυτόν αριθμόν αναφέρουν και οι μετά τον Πλάτωνα συγγραφείς. Ο Αριστοτέλης και άλλοι τους ονομάζουν "Οι επτά σοφοί", ο Στράβων, ο Παυσανίας και άλλοι απλώς "Οι σοφοί", ο Διογένης Λαέρτιος "Οι επτά", οι δε Ρωμαίοι Septem Sapientes.
Είναι αληθές ότι υπό τινων συγγραφέων αναφέρονται περισσότεροι των επτά σοφοί, όπου όμως δεν γίνεται ακριβώς λόγος περί του αριθμού αυτών, εξάγεται αναμφιβόλως εκ των λεγομένων ότι και εκεί ο όμιλος αποτελείται από 7, οι δε λοιποί προβάλλονται απλώς προς εκλογήν. Ο κατάλογος λοιπόν του Πλάτωνος επεκράτησε, και αν ονόματα τίνα αντικαθίστανται δι' αλλων, ο αριθμός 7 μένει σταθερός19.
Πότε ήκμασαν οι σοφοί ούτοι, είναι αδύνατον ακριβώς να καθορισθή· υποτίθεται περί το 600 π. Χ. Κατά τον Ηρόδοτον 1,27 και τον Έφορον (Διόδ. 9,2) έζησαν επί Κροίσου. Το Ρωμαϊκόν Χρονικόν ορίζει ως εποχήν των την χρονικήν περίοδον μεταξύ της αρχής της βασιλείας του Κροίσου και της τυραννίδος του Πεισιστράτου. Δημήτριος ο Φαληρεύς αναφέρει ότι ήκμασαν επί άρχοντος Δαμασίου (Ολυμπ. 49, τ.έ. 582 π. Χ.). Επίσης οι Χριστιανοί χρονογράφοι αναφέρουν ως εποχήν των την 50. Ολυμπιάδα. Κατά τον Κικέρωνα οι Επτά Σοφοί ήσαν σύγχρονοι, κατά την παράδοσιν δε όχι μόνον σύγχρονοι ήσαν, αλλά και συνήρχοντο ενίοτε εις διάφορα μέρη διά να ανταλλάξουν τας γνώμας των20. Τοιαύται συναντήσεις αναφέρονται τέσσαρες: μία εις Δελφούς, άλλη εις τας Σάρδεις κατά πρόσκλησιν του Κροίσου, τρίτη εις την Κόρινθον κατά πρόσκλησιν του Περιάνδρου και τετάρτη εις το Πανιώνιον της Μ. Ασίας πλησίον της Μιλήτου.
Επίσης ως συγχρόνους παριστάνει αυτούς και ο θρύλος του αγώνος περί σοφίας. Ο θρύλος ούτος, τον οποίον αναφέρουν ο Διόδωρος, ο Διογένης Λαέρτιος, ο Πλούταρχος και άλλοι, έχει ως εξής: Νεανίσκοι Ίωνες εκ Μιλήτου ηγόρασαν από αλιείς εκ της νήσου Κω την περιεχομένην εις τα δίκτυα αυτών άγραν· εκεί όμως εύρον και ένα χρυσούν τρίποδα. Ηγέρθη τότε έρις μεταξύ πωλητών και αγοραστών διότι οι μεν πρώτοι ισχυρίζοντο ότι επώλησαν μόνον τους ιχθύς, οι δε δεύτεροι ότι ηγόρασαν όλον το περιεχόμενον των δικτύων. Ένεκα της διαφοράς ταύτης περιήλθον εις πόλεμον οι Κώοι και οι Μιλήσιοι. Επί τέλους τα αντιμαχόμενα μέρη εζήτησαν την συμβουλήν του μαντείου των Δελφών, τούτο δε απήντησεν ότι έπρεπε να παύσουν τον πόλεμον και να δώσουν τον τρίποδα εις τον σοφώτατον των Ελλήνων. Ο χρησμός, τον οποίον αναφέρει ο Διόδωρος 9,3,2, ήτο :
Ἔκγονε Μιλήτου, τρίποδος πέρι Φοῖβον ἐρωτᾷς;
τίς σοφίᾳ πρῶτος πάντων, τούτου τρίποδ' αὐδῶ.
οὔποτε μὴ λήξῃ πόλεμος Μερόπων καὶ Ἰώνων,
πρὶν τρίποδα χρύσειον, ὅν Ἥφαιστος κάμε τεύχων,
ἐκ μέσσου πέμψητε, καὶ εἰς δόμον ἀνδρὸς ἵκηται,
ὅς σοφίᾳ τὰ τ' ἐόντα τὰ τ' ἐσσόμενα προδέδορκεν.
Κατά τον χρησμόν λοιπόν τούτον ο χρυσούς τρίπους εδόθη εις τον Σόλωνα. Ούτος όμως δεν τον εδέχθη και τον έστειλεν εις τον Βίαντα. Αλλά και αυτός ενόμισεν ότι δεν ήτο άξιος της τιμής αυτής και τον έδωσεν εις άλλον σοφόν. Κανείς όμως από τους Επτά δεν ηθέλησε να παραδεχθή ότι ήτο σοφώτερος των άλλων, και ο τρίπους επεστράφη εις τον Σόλωνα. Τότε ούτος τον αφιέρωσεν εις τον Απόλλωνα.
Άλλως αναφέρεται ο θρύλος υπό του Λεάνδρου και του Καλλιμάχου κατά τον Διογένην Λαέρτιον 1,28: Κατ' αυτούς δηλαδή, το έπαθλον ήτο όχι χρυσούς τρίπους αλλά ποτήριον, το οποίον κάποιος Αρκάς, ο Βαθυκλής, κατέλιπεν ως κληρονομίαν εις τον σοφώτατον των Ελλήνων και τούτο περιήλθε διαδοχικώς εις χείρας και των Επτά Σοφών, καθώς και ο τρίπους, και τέλος εδόθη εις τον Διδυμαίον Απόλλωνα21.
Εις έκαστον των Επτά Σοφών αποδίδονται και συγγράμματα. Ο Αναξιμένης, πιθανότατα ο ρήτωρ του 4. αιώνος, λέγει περί αυτών, ότι όλοι κατεγίνοντο εις την ποίησιν, "πάντας ἐπιθέσθαι ποιητικῇ". Ο Διογένης αναφέρει ότι ο Χίλων έγραψεν ελεγεία εις στίχους 200, ο Πιττακός ελεγεία εις στίχους 600 και ένα πεζόν έργον απευθυνόμενον προς τους συμπολίτας του "Περί νόμων", ο Βίας "Περί Ιωνίας" εις στίχους 2000, ο Κλεόβουλος άσματα και γρίφους εις στίχους 3000, ο Περίανδρος "Υποθήκας" εις στίχους 2000, ο Θαλής στίχους 200. Τας πληροφορίας αυτάς, καθώς ο ίδιος ομολογεί 1,34, έλαβεν ο Διογένης από τον Αργείον Λόβωνα, ο οποίος έγραψε περί ποιητών. Αλλ' οι ολοστρόγγυλοι αριθμοί 200, 600, 2000, 3000, κλπ. δεν παρέχουν υποψίας περί της ακριβείας των; Και διατί οι αρχαίοι συγγραφείς δεν αναφέρουν τίποτε περί αυτών; Ευλόγως λοιπόν ο Hiller22 υποθέτει, ότι όλη αυτή η φιλολογία είναι νοθεύσεις και πλαστογραφίαι του Λόβωνος. Την γνώμην όμως περί της συγγραφικής ικανότητος των Επτά Σοφών ασπάζεται και ο Beloch23, ο οποίος λέγει ότι, όπως ο Σόλων, έτσι και οι λοιποί ησχολήθησαν και με την λογοτεχνίαν, διότι άλλως δεν εξηγείται η πανελλήνιος φήμη των. Αλλά και το επιχείρημα τούτο δεν είναι ισχυρόν διότι οι Επτά Σοφοί εφημίσθησαν όχι διά τα συγγράμματα και την ποίησιν, αλλά διά την πρακτικήν αυτών σοφίαν και τα γνωμικά. Διά τούτο και αναφέρονται κυρίως ως "άνδρες πολιτικοί" (ίδε βίον Σόλωνος 3).
Οι Επτά Σοφοί είχον πραγματικώς μεγάλην πείραν και βαθείαν γνώσιν του βίου, τας γνώσεις δε αυτών μετέδιδον όχι με συγγράμματα, αλλά με λόγια ολίγα, βαθυστόχαστα και αξιομνημόνευτα, τα γνωμικά. Ο Πλάτων εις τον Πρωταγόραν του (343a5) ιδού πώς τους χαρακτηρίζει: "οὗτοι πάντες ζηλωταὶ καὶ ἐρασταὶ καὶ μαθηταὶ ἦσαν τῆς Λακεδαιμονίων παιδείας͵ καὶ καταμάθοι ἄν τις αὐτῶν τὴν σοφίαν τοιαύτην οὖσαν͵ ῥήματα βραχέα ἀξιομνημόνευτα ἑκάστῳ εἰρημένα· οὗτοι καὶ κοινῇ συνελθόντες ἀπαρχὴν τῆς σοφίας ἀνέθεσαν τῷ Ἀπόλλωνι εἰς τὸν νεὼν τὸν ἐν Δελφοῖς͵ γράψαντες ταῦτα ἃ δὴ πάντες ὑμνοῦσιν͵ Γνῶθι σαυτόν καὶ Μηδὲν ἄγαν. τοῦ δὴ ἕνεκα ταῦτα λέγω; ὅτι οὗτος ὁ τρόπος ἦν τῶν παλαιῶν τῆς φιλοσοφίας͵ βραχυλογία τις Λακωνική24".
Τα γνωμικά ταύτα (ή άλλως αποφθέγματα, υποθήκαι, γνώμαι, παραγγέλματα) παρεδόθησαν εις ημάς εκ διαφόρων πηγών. Ο Στοβαίος (Ανθολ. 3,79) αναφέρει μίαν συλλογήν υπό Δημητρίου του Φαληρέως Των επτά σοφών αποφθέγματα και άλλην του Σωσιάδου Των επτά σοφών υποθήκαι. Πλείστα γνωμικά ευρίσκονται επίσης εγκατεσπαρμένα εις τον Διογένην Λαέρτιον. Ο Boissonade εδημοσίευσεν εκ του Παρισινού κωδικός 1630 συλλογήν υπό τον τίτλον Γνώμαι των επτά σοφών25. Ομοίως εκ του Παρισινού κώδικος 2720 εδημοσίευσε συλλογήν ο Wolfflin Των επτά σοφών αποφθέγματα. Εξ άλλων κωδίκων εδημοσίευσαν Των επτά σοφών παραγγέλματα ο Schulze26 και o Meineke (Stob. IV 296). Των επτά σοφών γνώμας είχε δημοσιεύσει το 1490 έκ τινος αρχαίου κώδικος και ο Aldus Manuthis εν Βενετία.
Τινά εκ των γνωμικών τούτων είχον ήδη ενωρίς εισέλθει εις την ελληνικήν φιλολογίαν. Το γνωμικόν π.χ. του Πιττακού, Χαλεπὸν ἐσθλὸν ἔμμεναι ήτο ήδη γνωστόν εις τον Σιμωνίδην. Είναι λοιπόν πιθανόν ότι και προ του Δημητρίου του Φαληρέως είχε γίνει κάποια συλλογή των γνωμικών, αλλά περί τούτου δεν υπάρχουν σαφείς αποδείξεις27.
Ο Max Wundt28 αποφαίνεται ότι εις τα γνωμικά ταύτα, τα οποία είναι σκέψεις λαϊκής φιλοσοφίας συντόμως διατυπούμεναι, συνειργάσθησαν διάφοροι πολιτισμοί και διάφοροι εποχαί, διά να επιτευχθή το ακριβές. Προς τούτοις παρατηρεί ότι το περιεχόμενον των γνωμικών και η βραχυλογία αυτών δεν ανταποκρίνονται εις τον εύστροφον και ομιλητικόν χαρακτήρα των Ιώνων. Υποθέτει λοιπόν ότι ταύτα είναι προϊόν λαού γεωργικού και ολιγολόγου καί επλάσθησαν κατά τους χρόνους του αρχαιοτάτου γεωργικού πολιτισμού της ευρωπαϊκής Ελλάδος. Είναι αληθές ότι τα γνωμικά ταύτα έχουν κάποιαν ομοιότητα με τας γνώμας και συμβουλάς του Ησιόδου, αλλά πλείστα εξ αυτών αποδίδονται ασφαλώς εις Ίωνας σοφούς· επομένως η υπόθεσις του Wundt, ότι οι συντάξαντες τα γνωμικά ανήκουν εις λαόν γεωργικόν, δεν ημπορεί να στηριχθή. Άλλωστε είναι φυσικόν και εκ της βιοτικής ακόμη σοφίας ενός λαού ομιλητικού να περιεσώθησαν εκείνα μόνον τ' αποφθέγματα, όσα δια της λακωνικότητός των ενετυπώνοντο εις την μνήμην.
Μάλλον πιθανή είναι η γνώμη, κατά την οποίαν τα γνωμικά ή παραγγέλματα ταύτα διετυπώθησαν εις εποχήν, κατά την οποίαν εις πολλάς παραλίους και εμπορικάς πόλεις της Ελλάδος επήλθεν ένεκα της ευημερίας και του πλούτου έκλυσις ηθών, αι δε ηθικαί αρχαί έχασαν την ισχύν των. Τότε άνθρωποι έμπειροι και συνετοί ηθέλησαν να σταματήσουν το κακόν, παρέχοντες διά των γνωμικών συμβουλάς προς ορθήν διευθέτησιν του βίου και επάνοδον εις την αρχαίαν απλότητα. Οι Επτά λοιπόν Σοφοί ήσαν αντιπρόσωποι και πρόμαχοι της αρχαίας χρυσής εποχής και ως τοιούτους τους παριστάνει και ο Πλάτων εις τον Πρωταγόραν ως προδρόμους δηλαδή των σοφιστών και διδασκάλους του λαού.
Διά την πολιτικήν δράσιν και σύνεσιν των ανδρών τούτων αφ' ενός και διά τα βαθυστόχαστα γνωμικά των αφ' ετέρου απεδόθη εις αυτούς υπό του λαού ο τιμητικός τίτλος του σοφού. Με την αίγλην δε του ονόματος τούτου εξήσκησαν εις πάσαν χώραν και κατά πάσαν εποχήν μεγάλην επίδρασιν. Κατ' αυτήν ήδη την Αρχαιότητα βασιλείς, ως ο Κροίσος και ο Άμασις, επεζήτουν την φιλίαν και γνωριμίαν των, και τύραννοι, ως ο Περίανδρος και ο Πεισίστρατος, επεδίωξαν να περιληφθούν εις τον όμιλόν των. Όχι δε μόνον άτομα, αλλά και πόλεις και έθνη ολόκληρα εφιλοδόξουν να κατατάξουν τους μεγάλους και εξόχους πολίτας των εις την χορείαν των Επτά Σοφών, διότι ενόμιζον τούτο τιμήν εξαιρετικήν. Εκ τούτου εξηγείται η πληθώρα των υποψηφίων διά τον τίτλον τούτον, μεταξύ των οποίων αναφέρονται και αυτά τα ονόματα του Μωϋσέως και του Ζωροάστρου. Αλλά και σχολαί φιλοσοφικαί εζήτουν να εύρουν σχέσιν και επαφήν με τους Επτά Σοφούς και τα παραγγέλματα των. Οι Σοφισταί εθεώρουν αυτούς ως προγόνους και συγγενείς των, οι Σκεπτικοί παρέλαβον γνωμικά τίνα αυτών ως σύμφωνα με την διδασκαλίαν των, οι Πυθαγόρειοι κατέταξαν μεταξύ των 7 καί τον Ορφέα και τον Επιμενίδην, οι Κυνικοί εδέχοντο ως ομόφρονα και πρώτον αρχηγόν της σχολής των τον Ανάχαρσιν, και αι ρητορικαί σχολαί δεν τους ηγνόησαν, ως μαρτυρεί Δίων ο Χρυσόστομος (37 σ. 102 κέ.R.) και άλλοι. Οι Ρωμαίοι τους αναφέρουν συχνά, και αυτοί δε οι Χριστιανοί, αν και διάκεινται εχθρικώς προς αυτούς, διότι τους θεωρούν αντιπροσώπους του ειδωλολατρικού πνεύματος, παραδέχονται πρόσωπά τινα ανήκοντα εις τον όμιλόν των ως κήρυκας χριστιανικών αληθειών. Επί μακρούς λοιπόν αιώνας οι Επτά Σοφοί, "επτάς η σοφωτάτη", ως τους αποκαλεί ο Τζέτζης, ως επτάφωτος αστερισμός εφώτισε και εξακολουθεί ακόμη να φωτίζη τον πνευματικόν της Ελλάδος ορίζοντα29.
Οι κώδικες, εις τους οποίους εκτός άλλων περιλαμβάνεται και το Συμπόσιον των Επτά Σοφών, είναι πολλοί, εκ των οποίων οι περισσότεροι του 14. ή του 15. αιώνος, και δύνανται να διαιρεθούν εις τρεις ομάδας.
Η πρώτη, προερχομένη εκ τινος αρχετύπου α, περιλαμβάνει εκτός των κωδίκων του Πλανούδη και άλλους τινάς. Οι κυριώτεροι αντιπρόσωποι αυτής είναι :
A=Paris. gr. 1671, εκ μεμβράνης. Εγράφη κατά το 1296. Το Συμπόσιον περιλαμβάνεται εις τα φύλλα 76—80.
E=Paris. gr. 1672, εκ μεμβράνης. Εγράφη κατά τας αρχάς του 14. αιώνος, περιέχει τους Βίους και τα Ηθικά και είναι το πληρέστερον χειρόγραφον των έργων του Πλουτάρχου. Το Συμπόσιον περιέχεται εις τα φύλλα 560—569.
Η δευτέρα ομάς, ανεξάρτητος της παραδόσεως του Πλανούδη, προέρχεται εξ άλλου αρχετύπου β και περιλαμβάνει κώδικας, των οποίων οι σπουδαιότεροι είναι:
P=Palatinus gr. 153, εκ μεμβράνης, του 12. αιώνος. Περιήλθεν εις την Βιβλιοθήκην του Βατικανού το 1622. Κατά το 1797 εκομίσθη εις Παρισίους, το δε 1815 απεδόθη εις το Πανεπιστήμιον της Heidelberg. To Συμπόσιον περιέχεται είς τα φύλλα 155—175.
J=Ambrosianus 881, εκ μεμβράνης, του 13. αιώνος. Ο κώδιξ ούτος εκομίσθη το 1606 εκ της νήσου Χίου εις το Μιλάνον. Το Συμπόσιον περιλαμβάνεται εις τα φύλλα 225—239.
Η τρίτη ομάς αποτελείται εκ κωδίκων προερχομένων εκ τρίτου αρχετύπου γ, των οποίων οι καλύτεροι είναι:
B=Parisinus gr. 1675, εκ χάρτου, του 15. αιώνος. Το χειρόγραφον τούτο είναι το μόνον το οποίον μετά του κωδικός Ε περιλαμβάνει, εκτός της συλλογής του Πλανούδη, και άλλα έργα. Το Συμπόσιον περιέχεται εις τα φύλλα 223—234.
Q=Athous 268, εκ χάρτου, του 14. αιώνος. Περιλαμβάνει εκ των Ηθικών οκτώ έργα. Το Συμπόσιον περιέχεται εις τα φύλλα 247—280.
Τα χειρόγραφα της τρίτης ταύτης ομάδος άλλοτε συμφωνούν με το κείμενον της παραδόσεως α και άλλοτε, περισσότερον μάλιστα, με το της β. Εκ των τριών λοιπών ομάδων πιστότερα είναι η προερχομένη εκ του αρχετύπου β, της οποίας πάλιν οι καλύτεροι αντιπρόσωποι είναι οι κώδικες Ρ και J.
Δυστυχώς εκ της αντιβολής των διαφόρων τούτων χειρογράφων τα νοσούντα χωρία του Συμποσίου των Επτά Σοφών δεν εθεραπεύθησαν30. Διότι η νόσος (φθορά και χάσματα του κειμένου) φαίνεται ότι οφείλεται εις αυτά τα αρχέτυπα α, β, γ, ή μάλλον εις την αρχικήν αυτών πηγήν. Είναι δε η πηγή αύτη κατά τον Larsen31 αρχαίος κώδιξ εκ παπύρου, εφθαρμένος και δυσανάγνωστος, του πέμπτου ή έκτου αιώνος μ. Χ.
Περισσοτέρας λεπτομέρειας περί των χειρογράφων δύναται να εύρη ο βουλόμενος εις την εισαγωγήν της εκδόσεως των Ηθικών υπό Paton-Wegehaupt και εις το Musee Beige τόμ. 8 (1904) 274—88 και 17 (1913) 65-8.
Η πρώτη έκδοσις των Ηθικών του 1509 οφείλεται εις τον Άλδον Μανούτιον και περιελάμβανεν 25 έργα, όχι όμως και το Συμπόσιον. Αύτη ανεδημοσιεύθη το 1542 και διεδόθη το πρώτον εις την Γερμανίαν. Κατά τα 1559 ο Amyot εδημοσίευσε γαλλικήν και το 1560—70 ο Xylander λατινικήν μετάφρασιν. Ο αυτός το 1574 έκαμεν έκδοσιν ελληνικήν, εις την οποίαν εισήγαγε πολλάς διορθώσεις. Κατά τας σελίδας της εκδόσεως ταύτης εξακολουθούν να γίνωνται και σήμερον αι παραπομπαί. Μεγαλυτέραν αξίαν έχει η έκδοσις του Ερρ. Στεφάνου (1572), η οποία συνεπλήρωσε την έκδοσιν του Άλδου και μετά της λατινικής μεταφράσεως του Ξυλάνδρου εξεδόθη εκ νέου το 1620 και το 1624. Κατά τον 17. αιώνα ο Meziriac επέφερε πλείστας διορθώσεις εις την έκδοσιν του Στεφάνου, κατά δε των 18. ο Reiske, χωρίς να εξέταση νέους κώδικας, αλλ' έμπειρος της ελληνικής γλώσσης, πλείστα εφθαρμένα χωρία διώρθωσεν· αι διορθώσεις αύται περιελήφθησαν εις την μετά τον θάνατον του γενομένην έκδοσιν 1774—82.
Αλλά κυρίως η πρώτη αξία του ονόματος κριτική έκδοσις των Ηθικών είναι η του Wyttenbach (1796-1834). Ούτος πλείστους και αρίστους κώδικας εγνώρισε και αντέβαλε· επομένως έθεσε τας βάσεις προς αποκατάστασιν του αρχαίου κειμένου. Μετά τούτον ο Duebner κατήρτισε την έκδοσιν παρά Didot (1846-1855). Κατόπιν ο Hercher, αφού αντέβαλεν εκ νέου πλείστους κώδικας, εξέδωκε το 1872 τον πρώτον τόμον των Ηθικών. Την έκδοσιν ταύτην, μη συνεχισθείσαν, ηκολούθησεν η του Γρ. Βερναρδάκη (1888-1896), και ταύτην τέλος η των Paton-Wegehaupt (1925), και αι δύο παρά Teubner.
Μεταφράσεις των Ηθικών, κατ' ακολουθίαν και του Συμποσίου, υπάρχουν εις την λατινικήν, γαλλικήν, γερμανικήν και άλλας γλώσσας. Η τελευταία γερμανική μετάφρασις είναι η του Otto Apelt (1925). Ιδιαιτέρα έκδοσις του έργου ή μετάφρασις εις την νέαν Ελληνικήν, καθ' όσον εγώ τουλάχιστον γνωρίζω, δεν υπάρχει.
Διά την μετάφρασίν μου και τον καταρτισμόν του κριτικού υπομνήματος είχον υπ' όψει και τας εκδόσεις των Wyttenbach, Hercher, Βερναρδάκη, αλλά κυρίως εστηρίχθην εις την τελευταίαν κριτικήν έκδοσιν των Ηθικών του Πλουτάρχου υπό Paton και Wegehaupt. Εις τούτους επίσης οφείλεται και η αντιβολή των κωδίκων, των οποίων ως αρίστους χαρακτηρίζουν τον Ρ και τον Q. Και δεν ετόλμησα μεν να εισαγάγω εις το αρχαίον κείμενον μερικάς διορθώσεις των ως πολύ τολμηράς, προτιμήσας τας γνώμας άλλων συντηρητικωτέρων, εις το κριτικόν όμως υπόμνημα δεν ενόμισα άσκοπον να παραθέσω όλας τας διορθώσεις και εικασίας όχι μόνον αυτών αλλά και άλλων φιλολόγων, ημετέρων και ξένων32. Διά την αποκατάστασιν του αρχαίου κειμένου είχον πάντοτε ως βάσιν την γραφήν των αρίστων κωδίκων, αλλ' όμως δεν παρέβλεπον ενίοτε και την γραφήν κώδικος δευτερευούσης αξίας, οσάκις αύτη κατά την γνώμην μου εφαίνετο ορθότερα. Είς τινα χωρία νοσούντα και μη θεραπευθέντα ακόμη ασφαλώς επροτίμησα να αφήσω την γραφήν των χειρογράφων ως έχει παρά να αντικαταστήσω αυτήν με υποθέσεις και εικασίας.
1. Κατήγετο εκ Συρακουσών, αλλ' άγνωστον πότε ήκμασεν, αν και ο ίδιος λέγει ότι παρευρέθη εις την συνάντησιν των 7 Σοφών. Παραδόξως όμως λέγει, ότι η συνάντησις αυτή έγινεν εις την οικίαν όχι του Περιάνδρου, αλλά του πατρός αυτού Κυψέλου.
2. Είναι ο περίφημος γραμματικός της Αλεξανδρείας, ο οποίος διά το πλήθος των συγγραφών του επωνομάσθη Χαλκέντερος. Ήκμασε κατά το δεύτερον ήμισυ του 1. αιώνος π. Χ. και έγραψεν εκτός πολλών αλλων Συμποσιακά: ή Σύμμικτα, τα οποία δεν σώζονται.
3. Ακόμη περισσοτέρας εξωτερικάς σχέσεις και αναλογίας των δύο Συμποσίων παρέχει ο Hirzel, Der Dialog II 143·
4. Geschichte der Wissenschaften in Griechenland und Rom. Lengo 1781.
5. Leben, Schriften und Philosophie des Plutarch. Berlin 1869.
6. Christ-Schmid, Geschichte der griechischen Literatur II 16 σ. 494.
7. Animadversiones in Plutarchi Opera Moralia I. Leipzig 1820.
8. Quaestiones criticae de Plutarchi Moralibus. Disssert. Halle 1872.
9. Plutarchische Studien. Programm Augsburg 1885.
10. Plutarch von Chaeronea der Verfasser des Gastmahls der Sieben Weisen. Programm Burghausen 1893.
11. Animadversiones σ. 9ο8.
12. Hermes XXV (1890), 196 κέ.
13. Δεν έχει ίσως άδικον ο Georg Hauck, όταν λέγη περί του Wilamowitz, ότι αι παρατηρήσεις του είναι ευφυείς, αλλ' ενίοτε εξεζητημένοι και απίθανοι (seine Bemerkungen sind geistreich, aber manchmal zu gesucht und unwahrscheinlich).
14. Ίδε βίον Σόλωνος 3: "φιλοσοφίας δὲ τοῦ ἠθικοῦ μάλιστα τὸ πολιτικόν, ὥσπερ οἱ πλεῖστοι τῶν σοφῶν, ἠγάπησε".
15. Plutarchs Moralische Schriften τόμ. III. Leipzig 1925.
16. Δικαίαρχος οὔτε σοφοὺς οὔτε φιλοσόφους φησὶν αὐτοὺς γεγονέναι, συνετοὺς δέ τινας καὶ νομοθετικούς (Διογ. Λαέρτ. Ι, 41).
17. Ο Wilamowitz παρομοιάζει τους σοφούς τούτους πολύ επιτυχώς με τους ήρωας των μυθικών χρόνων. Όπως, λέγει, εκείνοι διέπρεψαν διά της ανδρείας των, έτσι και αυτοί διεκρίθησαν διά την σοφίαν των, και όπως κατά τον ένατον αιώνα επλάσθη περί εκείνων προφορική και έπειτα γραπτή παράδοσις διά της επικής ποιήσεως, έτσι και περί των Επτά Σοφών επλάσθη κατά τον πέμπτον αιώνα προφορική και έπειτα γραπτή παράδοσις διά των λογογράφων.
18. Περί τούτου ο Διόδωρος 9,7 λέγει: "Μύσων τις ἦν Μαλιεύς, ὅς ὤκει ἐν κώμῃ Χηνὰς καλουμένη τὸν ἅπαντα χρόνον ἐν ἀγρῷ διατρίβων καὶ ὑπὸ τῶν πολλῶν ἀγνοούμενος". Και ο Ιππώναξ (fr. 61 Diehl) "καὶ Μύσων, ὅν ὠπόλλων ἀνεῖπεν ἀνδρῶν σωφρονέστατον πάντων". Η πατρίς του ήτο άγνωστος· τινές αναφέρουν ότι έκειτο εις την Κρήτην, άλλοι εις την Λακεδαίμονα.
19. Τον αριθμών τούτον εξηγεί ο Hirzel (Dialog II 135) ως εξής: Ο αριθμός 7 εθεωρείτο ιερός και είχε συμβολικήν σημασίαν εις την λατρείαν του Απόλλωνος, η παράδοσις δε φέρει συχνά τους 7 Σοφούς εις επαφήν και σχέσιν με τον Απόλλωνα και το μαντείον του. Ο θεάς ούτος ώρισε βραβείον διά τον σοφώτατον των Ελλήνων, εις τους Δελφούς συνήλθαν οι 7 Σοφοί και ανέγραψαν εις τον ναόν τα γνωμικά Γνώθι σαυτόν καί Μηδέν άγαν. Αλλ' ο Απόλλων ταυτίζεται με τον Ήλιον· καθώς λοιπόν εκείνος είχε κατά τον Πίνδαρον (Ολ. 7, 71: ἔνθα Ῥόδῳ ποτὲ μειχθεὶς τέκεν ἑπτὰ σοφώτατα νοήματ' ἐπὶ προτέρων ἀνδρῶν παραδεξαμένους παῖδας) επτά υιούς, έτσι και ο Απόλλων είχεν ως τέκνα του θετά τους Επτά Σοφούς.
20. Πρβλ. και Αθήναιον 463c: "ἐποιοῦντο δὲ καὶ οἱ ἑπτὰ λεγόμενοι σοφοὶ συμποτικὰς ὁμιλίας".
21. Καί άλλους θρύλους περί τρίποδος καί κυπέλλου ίδε παρά Diels, Vorsokratiker Ι σελ. 3.
22. Rh. Mus. XXXIII (1878), σελ. 518.
23. Griechische Geschichte I 360.
24. Περί της βραχυλογίας ταύτης και ο Πλούταρχος λέγει ότι περιέχει πυκνόν και σφυρήλατον νουν εν ολίγω όγκω (Περί του μη χραν έμμετρα νυν την Πυθίαν 408e).
25. Anecdota Graeca I 135 κε.
26. Philologus XXIV 215.
27. Ήδη κατά τον 3. αιώνα π. Χ. υπήρχον γνωμικά (χωρίς όμως το όνομα των σοφών) χαραγμένα εις λιθίνας πλάκας διά σχολικήν πιθανώς χρήσιν· αυτή ημπορεί να θεωρηθή ως η αρχαιοτέρα συλλογή (βλ. Diels, Vorsokratifcer I 214).
28. Griechische Ethik 1 76.
29. Των Επτά Σοφών υπάρχουν, ως υποτίθεται, και εικονικαί τίνες παραστάσεις. Δύο δηλαδή μωσαϊκά εις την Ιταλίαν και ένας δακτυλιόλιθος παριστάνουν 7 άνδρας ομού, τους οποίους τινές εκλαμβάνουν ως τους Επτά Σοφούς. Ο Furtwangler λέγει ότι κατά την ελληνιστικήν εποχήν ήτο συνήθης τοιαύτη σύνθεοις, η οποία παρίστανε τους Επτά Σοφούς ηνωμένους ως πρότυπον όλων των σοφών και όλων των φιλοσόφων.
30. Ενίοτε υγιείς γραφάς ευρίσκομεν εις το Ανθολόγιον Ιωάννου του Στοβαίου, όστις περιέλαβε μερικάς περικοπάς.
31. Studia critica in Plutarchi Moralia σ. 17.
32. Τας διορθώσεις των ημετέρων ανέφερα όλας, ακόμη και εκείνας που ήσαν υπερβολικά τολμηραί. Μεταξύ αυτών και ανεκδότους τινάς διορθώσεις, τας οποίας ο Αδαμάντιος Κοραής είχε σημειώσει εις το περιθώριον του αντιτύπου της εκδόσεως Hutten, του φυλασσομένου εις την εν Χίω Βιβλιοθήκην Κοραή· ταύτας οφείλω εις τον κ. Συκουτρήν, του οποίου και ιδίας επίσης ανέκδοτους εικασίας παραθέτω. Διορθώσεις εις το κείμενον του Συμποσίου εδημοσίευσαν εκ των ημετέρων εις τους τόμους του περιοδικού Αθηνά ο Σπ. Βάσης τόμ. 1 (1889) και 2 (1890), ο Γ. Παπαβασιλείου 10 (1898) και ο Βασ. Μιχαήλ 26 (1914). Μου τας υπέδειξεν ο κ. Συκουτρής.