Τροφής ψόγος | ||
159b |
"Πάνυ μὲν οὖν," ἔφη ὁ Σόλων, "μὴ καὶ τῶν Αἰγυπτίων ἀκριτώτεροι φανῶμεν, οἳ τὸν νεκρὸν ἀνατέμνοντες ἔδειξαν τῷ ἡλίῳ, εἶτ' αὖ τὰ μὲν εἰς τὸν ποταμὸν κατέβαλον, τοῦ δ' ἄλλου σώματος ὡς ἤδη καθαροῦ γεγονότος ἐπιμέλονται. τῷ γὰρ ὄντι τοῦτ' ἐστὶ τὸ μίασμα τῆς σαρκὸς ἡμῶν καὶ ὁ τάρταρος ὡς ἐν Ἅιδου, δεινῶν τινων ῥευμάτων καὶ πνεύματος ὁμοῦ καὶ πυρὸς συμ- πεφυρμένου καὶ νεκρῶν περίπλεως. ζῶν γὰρ οὐδεὶς ἀπ' οὐδενὸς τρέφεται ζῶντος, ἀλλὰ θανα- τοῦντες τὰ ἔμψυχα, καὶ τὰ φυόμενα, τῷ τρέφεσθαι καὶ αὔξεσθαι μετέχοντα τοῦ ζῆν, ἀπολλύντες ἀδι- |
16. “Και βέβαια θα το κάμω”, είπεν ο Σόλων, “ώστε να μη φανώμεν περισσότερον απερίσκεπτοι από τους Αιγυπτίους, οι οποίοι, ανατέμνουν τον νεκρόν και τον παρουσιάζουν εις τον ήλιον, έπειτα δε τα μεν εντόσθια ρίπτουν εις τον ποταμόν, διά το υπόλοιπον δε σώμα φροντίζουν με την ιδέαν ότι έγινε πλέον καθαρόν141. Διότι πραγματικώς αυτό είναι το μίασμα της σαρκός μας και ο Τάρταρος, γεμάτος, καθώς ο Τάρταρος του Άδου, από κάτι τρομερά ποτάμια και αέρα και πυρ ανακατωμένα μαζί και από νεκρούς142. Διότι κανείς ζωντανός οργανισμός δεν τρέφεται από τίποτε ζωντανόν, αλλά σκοτώνοντες τα έμψυχα και καταστρέφοντες τα φυτά, που έχουν και αυτά ζωήν αφού τρέφονται και αυξάνουν, αμαρτάνομεν· διότι κάθε |
159c |
κοῦμεν. ἀπόλλυται γὰρ ἐξ οὗ πέφυκε τὸ μετα- βάλλον εἰς ἄλλο, καὶ πᾶσαν φθείρεται φθοράν, ὅπως ἂν θατέρου τροφὴ γένοιτο. τὸ δ' ἀπέχε- σθαι σαρκῶν ἐδωδῆς, ὥσπερ Ὀρφέα τὸν παλαιὸν ἱστοροῦσι, σόφισμα μᾶλλον ἢ φυγὴ τῶν περὶ τὴν τροφὴν ἀδικημάτων ἐστί. φυγὴ δὲ μία καὶ καθαρ- μὸς εἰς δικαιοσύνην τέλειος αὐτάρκη καὶ ἀπροσδεᾶ γενέσθαι. ᾧ δ' ἄνευ κακώσεως ἑτέρου τὴν αὑτοῦ σωτηρίαν ἀμήχανον ὁ θεὸς πεποίηκε, τούτῳ τὴν φύσιν ἀρχὴν ἀδικίας προστέθεικεν. ἆρ' οὖν οὐκ ἄξιον, ὦ φίλε, συνεκτεμεῖν ἀδικίᾳ κοιλίαν καὶ στό- μαχον καὶ ἧπαρ, ἃ καλοῦ μὲν οὐδενὸς αἴσθησιν |
τι, που μεταβάλλεται εις κάτι διαφορετικόν απ' ότι είναι εκ φύσεως, χάνεται και υφίσταται παντός είδους φθοράν, διά να γίνη τροφή άλλου. Η δε αποχή από την κρεωφαγίαν, καθώς αναφέρουν διά τον παλαιόν Ορφέα143, είναι μάλλον σόφισμα παρά αποφυγή από τα αμαρτήματα εκ της τροφής144. Διότι μία αποφυγή υπάρχει και ένας καθαρμός ικανοποιεί τελείως την δικαιοσύνην: δηλαδή το να περιορισθή κανείς εις τον εαυτόν του (σ. 78) και να μη χρειάζεται τίποτε. Εις όποιον όμως ο θεός κατέστησεν αδύνατον την αυτοσυντηρησίαν χωρίς την βλάβην άλλου, εις τούτον έθεσε την φύσιν του ως αφορμήν αμαρτίας. Δεν είναι λοιπόν σωστόν, φίλε μου, να κόψωμεν και να πετάξωμεν μαζί με την αδικίαν την κοιλίαν και τον στόμαχον και το ήπαρ, τα οποία δεν μας παρέχουν ούτε αίσθησιν ούτε πόθον |
159d |
ἡμῖν οὐδ' ὄρεξιν ἐνδίδωσι, σκεύεσι δὲ μαγειρικοῖς, οἷα κοπίδες καὶ λέβητες, τὰ δὲ μυλωθρικοῖς καὶ καμίνοις καὶ φυραμούχοις καὶ μακτηρίοις ἔοικεν; ἀτεχνῶς δὲ τῶν πολλῶν ἴδοι τις ἂν ὥσπερ ἐν μυ- λῶνι τῷ σώματι τὴν ψυχὴν ἐγκεκαλυμμένην ἀεὶ περὶ τὴν τῆς τροφῆς χρείαν κυκλοῦσαν, ὥσπερ ἀμέλει καὶ ἡμεῖς ἄρτι μὲν οὔθ' ἑωρῶμεν ἀλλήλους οὔτ' ἠκούομεν, ἀλλ' ἕκαστος ἐγκεκυφὼς ἐδούλευε τῇ περὶ τὴν τροφὴν χρείᾳ. νυνὶ δ' ἐπαρθεισῶν τῶν τραπεζῶν ἐλεύθεροι γεγονότες ὡς ὁρᾷς, ἐστεφανω- μένοι περὶ λόγους διατρίβομεν καὶ ἀλλήλοις σύν- |
κανενός ανωτέρου πράγματος, αλλά ομοιάζουν με σκεύη μαγειρικά, όπως τα μαχαίρια και αι χύτραι, άλλα δε με όργανα που χρησιμοποιούνται εις τους μύλους και τα πηγάδια και με καμίνια και με ζυμωτήρια; Είναι μάλιστα δυνατόν να παρατηρήση κανείς, ότι η ψυχή των πολλών ανθρώπων, κλεισμένη κυριολεκτικώς εις το σώμα καθώς εις ένα μύλον, περιστρέφεται διαρκώς γύρω από την ανάγκην της τροφής145. Νά έτσι ακριβώς και ημείς προ ολίγου ούτε εβλέπαμεν ούτε ακούαμεν ο ένας τον άλλον, αλλά σκυμμένος ο καθένας υπηρετεί ως δούλος την ανάγκην της τροφής· ενώ τώρα που εσηκώθησαν αι τράπεζαι, έχομεν ελευθερωθή, καθώς βλέπεις, και στεφανωμένοι καταγινόμεθα εις συζητήσεις και έχομεν επικοινωνίαν μεταξύ μας |
159E |
εσμεν καὶ σχολὴν ἄγομεν, εἰς τὸ μὴ δεῖσθαι τροφῆς ἐληλυθότες. ἆρ' οὖν, ἄνπερ ἡ νῦν οὖσα περὶ ἡμᾶς ἕξις ἄπαυστος διαμένῃ παρὰ πάντα τὸν βίον, οὐκ ἀεὶ σχολὴν ἕξομεν ἀλλήλοις συνεῖναι, μὴ δεδιότες πενίαν μηδ' εἰδότες πλοῦτον; ὁ γὰρ τῶν περιττῶν ζῆλος εὐθὺς ἀκολουθεῖ καὶ συνοικίζεται τῇ χρείᾳ τῶν ἀναγκαίων. |
και καιρόν εις την διάθεσίν μας, επειδή ακριβώς εφθάσαμεν εις το σημείον να μη χρειαζώμεθα τροφήν146. Αν λοιπόν η τωρινή κατάστασις μας διατηρηθή χωρίς διακοπήν καθ' όλην την ζωήν, δεν θα έχωμεν τότε πάντοτε καιρόν να συναναστρεφώμεθα αλλήλους, χωρίς να φοβούμεθα την πτωχείαν και χωρίς να γνωρίζωμεν τί είναι πλούτος; Διότι η επιθυμία των περιττών σπεύδει ν' ακολουθήση καί εγκαθιδρύεται μαζί με την ανάγκην των απαραιτήτων. |
"Ἀλλ' οἴεται δεῖν τροφὴν εἶναι Κλεόδωρος, ὅπως τράπεζαι καὶ κρατῆρες ὦσι καὶ Δήμητρι καὶ Κόρῃ θυσίαι. ἕτερος δέ τις ἀξιούτω μάχας εἶναι καὶ πόλεμον, ἵνα καὶ τείχη καὶ νεωσοίκους καὶ |
Ο Κλεόδωρος όμως νομίζει ότι πρέπει να υπάρχη τροφή, διά να υπάρχουν τραπέζια και κρατήρες και διά να θυσιάζωμεν εις την Δήμητρα και την Κόρην. Ένας άλλος ας (σ. 80) ισχυρισθή, ότι πρέπει να υπάρχουν μάχαι και πόλεμοι, διά να έχωμεν φρούρια και ναυστάθμους | |
159f |
ὁπλοθήκας ἔχωμεν καὶ θύωμεν ἑκατομφόνια, καθ- άπερ φασὶ νόμον εἶναι Μεσσηνίοις. ἄλλον δὲ πρὸς τὴν ὑγίειαν οἶμαι χαλεπαίνειν· δεινὸν γὰρ εἰ μηδε- νὸς νοσοῦντος οὐ στρωμνῆς ἔτι μαλακῆς ὄφελος οὐ κλίνης, οὐκ Ἀσκληπιῷ θύσομεν οὐκ ἀποτροπαίοις, ἰατρικὴ δὲ μετ' ὀργάνων καὶ φαρμάκων ἀποκεί- σεται τοσούτων ἀκλεὴς καὶ ἀπόθεστος. ἢ τί ταῦτ' ἐκείνων διαφέρει; καὶ γὰρ ἡ τροφὴ λιμοῦ φάρμακον προσάγεται, καὶ θεραπεύειν ἑαυτοὺς λέγονται |
και οπλοθήκας και να προσφέρωμεν θυσίας μεγαλοπρεπείς διά τον φόνον πολλών εχθρών, όπως λέγουν ότι υπάρχει νόμος εις τους Μεσσηνίους147. Ένας άλλος, φαντάζομαι, θα έχει παράπονα με την υγείαν: Είναι πράγματι φοβερόν, ότι, αν δεν υπάρχη κανείς άρρωστος, δεν έχει πλέον αξίαν το μαλακόν στρώμα ούτε η κλίνη, δεν θα θυσιάζωμεν εις τον Ασκληπιόν, ούτε εις τους θεούς που αποτρέπουν τα κακά, η δε ιατρική με τα τόσα της εργαλεία και τα φάρμακα θα τεθή κατά μέρος ανυπόληπτος και αζήτητος. Ή μήπως έχουν καμμίαν διαφοράν αυτά από εκείνα; Διότι και η τροφή προσφέρεται ως φάρμακον κατά της πείνας, και όλοι όσοι τρέφονται λέγουν ότι θεραπεύουν |
160a |
πάντες οἱ τρεφόμενοι δίαιταν, οὐχ ὡς ἡδύ τι καὶ κεχαρισμένον ἀλλ' ὡς ἀναγκαῖον τοῦτο τῇ φύσει πράττοντες. ἐπεὶ λύπας γε πλείονας ἔστιν ἀπὸ τῆς τροφῆς τῶν ἡδονῶν γιγνομένας κατ- αριθμῆσαι, μᾶλλον δ' ἡ μὲν ἡδονὴ καὶ τόπον ἔχει βραχὺν ἐν τῷ σώματι καὶ χρόνον οὐ πολύν· ἡ δὲ περὶ τὴν διοίκησιν αὐτῆς ἀσχολία καὶ δυσχέρεια τί δεῖ λέγειν ὅσων αἰσχρῶν καὶ ὀδυνηρῶν ἡμᾶς ἐμπίπλησιν; οἶμαι γὰρ εἰς τοσαῦτα βλέψαντα τὸν Ὅμηρον ἀποδείξει κεχρῆσθαι περὶ θεῶν τοῦ μὴ ἀποθνῄσκειν τῷ μὴ τρέφεσθαι οὐ γὰρ σῖτον ἔδουσ', οὐ πίνουσ' αἴθοπα οἶνον· τοὔνεκ' ἀναίμονές εἰσι καὶ ἀθάνατοι καλέονται, |
τον εαυτόν των και του ρυθμίζουν την δίαιταν, και ότι το κάμνουν όχι ως κάτι τερπνόν και ευχάριστον
αλλ' ως κάτι φυσικώς απαραίτητον. Άλλωστε, εάν κανείς λογαριάση, θα εύρη ότι η τροφή προξενεί
περισσοτέρας λύπας παρά ηδονάς· ή μάλλον η μεν ηδονή κατέχει εις το σώμα και τόπον ολίγον και
χρόνον όχι πολύν148, ενώ η ασχολία και ο κόπος διά την παρασκευήν
αυτής είναι περιττόν να είπω με πόσας ασχημίας και θλίψεις μας παραγεμίζει149.
Εις αυτά, νομίζω, απέβλεψεν ο Όμηρος, όταν μεταχειρίζεται ως απόδειξιν της αθανασίας των θεών
το ότι δεν έχουν ανάγκην τροφής150:
δεν τρώγουν φαγητό ποτέ, λαμπρό κρασί δεν πίνουν· αίμα γι' αυτό δεν έχουνε κι αθάνατους τους λένε. |
160b |
ὡς μὴ μόνον τοῦ ζῆν ἀλλὰ καὶ τοῦ ἀποθνῄσκειν τὴν τροφὴν ἐφόδιον οὖσαν. ἐκ ταύτης γὰρ αἱ νόσοι, συντρεφόμεναι τοῖς σώμασιν οὐκ ἔλαττον ἐνδείας κακὸν ἔχουσι τὴν πλήρωσιν· πολλάκις δὲ καὶ μεῖζόν ἐστιν ἔργον τοῦ πορίσαι τροφὴν καὶ συν- αγαγεῖν τὸ καταναλῶσαι καὶ διαφορῆσαι πάλιν εἰς τὸ σῶμα παραγενομένην. ἀλλ' ὥσπερ ἂν δι- αποροῖεν αἱ Δαναΐδες τίνα βίον βιώσονται καὶ τί πράξουσιν ἀπαλλαγεῖσαι τῆς περὶ τὸν πίθον λατρείας καὶ πληρώσεως, οὕτω διαποροῦμεν ἡμεῖς, |
Διότι η τροφή είναι εφόδιον όχι μόνον της ζωής, αλλά (σ. 82) και του θανάτου. Επειδή από αυτήν προέρχονται αι ασθένειαι, που αναπτύσσονται μαζί με τα σώματα, διά τα οποία η πλήρωσις δεν είναι μικρότερον κακόν παρ' όσον η στέρησις. Πολλάκις μάλιστα είναι μεγαλυτέρα δυσκολία να αφομοιώσης και κατανείμης πάλιν την τροφήν εις το σώμα, όταν εισαχθή, παρά να την προμηθευθής και να την συναθροίσης. Αλλά καθώς αι Δαναΐδες θα ευρίσκοντο εις αμηχανίαν πώς θα ζήσουν και τί θα κάμουν, όταν απαλλαχθούν από την δουλείαν του να γεμίζουν τον πίθον151, έτσι απορούμεν ημείς |
160c |
εἰ γένοιτο παύσασθαι φοροῦντας εἰς τὴν σάρκα τὴν ἄτρυτον ἐκ γῆς ἅμα καὶ θαλάττης τοσαῦτα, τί πράξομεν ἀπειρίᾳ τῶν καλῶν τὸν ἐπὶ τοῖς ἀναγ- καίοις στέργοντες βίον. ὥσπερ οὖν οἱ δουλεύ- σαντες, ὅταν ἐλευθερωθῶσιν, ἃ πάλαι τοῖς δεσπό- ταις ἔπραττον ὑπηρετοῦντες, ταῦτα πράττουσιν αὑτοῖς καὶ δι' αὑτούς, οὕτως ἡ ψυχὴ νῦν μὲν τρέφει τὸ σῶμα πολλοῖς πόνοις καὶ ἀσχολίαις, εἰ δ' ἀπαλλαγείη τῆς λατρείας, αὑτὴν δήπουθεν ἐλευθέραν γενομένην θρέψει καὶ βιώσεται, εἰς αὑτὴν ὁρῶσα καὶ τὴν ἀλήθειαν, οὐδενὸς περι- σπῶντος οὐδ' ἀπάγοντος." |
τί θα κάμωμεν, αν ήθελε συμβή να παύσωμεν να μεταφέρωμεν εις την ακόρεστον σάρκα μας τόσα και τόσα από την ξηράν και την θάλασσαν. Και τούτο διότι, αγνοούντες κάθε τι ανώτερον, ευχαριστούμεθα εις μίαν ζωήν αφωσιωμένην εις τας ανάγκας μας μόνον. Εντεύθεν, όπως οι δούλοι, όταν ελευθερωθούν, κάμνουν διά τον εαυτόν των και εξ ιδίας πρωτοβουλίας όσα έκαμναν πριν προς εξυπηρέτησιν των κυρίων των, έτσι και η ψυχή, τώρα μεν τρέφει το σώμα με πολλούς κόπους και φροντίδας, αν όμως ήθελεν απαλλαχθή από την υποδούλωσιν και γίνη ελευθέρα, θα τρέφη, φαντάζομαι, τον εαυτόν της και θα ζη αποβλέπουσα εις τον εαυτόν της και την αλήθειαν, χωρίς τίποτε να αποσπά την προσοχήν της και να την παρασύρη”. |
Αρίονος τύχαι | ||
Τὰ μὲν οὖν ῥηθέντα περὶ τροφῆς, ὦ Νίκαρχε, ταῦτ' ἦν. Ἔτι δὲ τοῦ Σόλωνος λέγοντος εἰσῆλθε Γόργος ὁ Περιάνδρου ἀδελφός· ἐτύγχανε γὰρ εἰς |
17. Αυτά λοιπόν ήσαν, Νίκαρχε, όσα ελέχθησαν περί της τροφής. Πριν δε ακόμη να τελειώση τον λόγον του ο Σόλων, εισήλθεν ο Γόργος, ο αδελφός του Περιάνδρου. Είχε σταλή εις το Ταίναρον |
|
160d |
Ταίναρον ἀπεσταλμένος ἔκ τινων χρησμῶν, τῷ Ποσειδῶνι θυσίαν καὶ θεωρίαν ἀπάγων. ἀσπασα- μένων δ' αὐτὸν ἡμῶν καὶ τοῦ Περιάνδρου προσαγα- γομένου καὶ φιλήσαντος καθίσας παρ' αὐτὸν ἐπὶ τῆς κλίνης ἀπήγγειλεν ἅττα δὴ πρὸς μόνον ἐκεῖνον, ὁ δ' ἠκροᾶτο, πολλὰ πάσχοντι πρὸς τὸν λόγον ὅμοιος ὤν. τὰ μὲν γὰρ ἀχθόμενος τὰ δ' ἀγανακ- τῶν ἐφαίνετο, πολλάκις δ' ἀπιστῶν, εἶτα θαυμάζων· τέλος δὲ γελάσας πρὸς ἡμᾶς "βούλομαι μέν," ἔφη, "πρὸς τὸ παρὸν φράσαι τὸ προσηγγελμένον· |
εξ αιτίας μερικών χρησμών,και ωδήγησεν εκεί θυσίαν και θεωρίαν εις τον Ποσειδώνα152. Ημείς τον εχαιρετίσαμεν και ο Περίανδρος τον έσυρε κοντά του, τον εφίλησε και τον έβαλε να καθίση εις το κρεβάτι του παρά το πλευρόν του. Ο (σ. 84) Γόργος τότε του είπε κάτι ιδιαιτέρως, και αυτός τον ήκουε με προσοχήν και παρείχε την εντύπωσιν, σαν να του επροξενούσεν η είδησις συγκίνησιν μεγάλην. Διότι άλλοτε μεν εφαίνετο να λυπήται, άλλοτε να θυμώνη, πολλάκις να δυσπιστή, έπειτα να εκπλήττεται. Τέλος εγέλασε και μας είπε: “Η επιθυμία μου είναι να σας ανακοινώσω αμέσως την είδησιν που ήλθε και μου έφερεν· |
160e |
ὀκνῶ δ' ἀκούσας Θαλέω ποτ' εἰπόντος ὅτι δεῖ τὰ μὲν εἰκότα λέγειν, τὰ δ' ἀμήχανα σιωπᾶν." |
αλλά διστάζω, επειδή ήκουσα κάποτε τον Θαλήν να λέγη ότι πρέπει τα μεν πιθανά να τα λέγωμεν, να παρασιωπώμεν όμως τα ανεξήγητα”. |
Ὑπολαβὼν οὖν ὁ Βίας "ἀλλὰ καὶ τοῦτ'," ἔφη, "Θαλέω τὸ σοφόν ἐστιν, ὅτι δεῖ τοῖς μὲν ἐχθροῖς καὶ περὶ τῶν πιστῶν ἀπιστεῖν, τοῖς δὲ φίλοις καὶ τὰ ἄπιστα πιστεύειν, ἐχθροὺς μέν, ἔγωγ' ἡγοῦμαι, τοὺς πονηροὺς καὶ ἀνοήτους, φίλους δὲ τοὺς χρηστοὺς καὶ φρονίμους αὐτοῦ καλοῦντος. οὐκοῦν," ἔφη, "λεκτέον εἰς ἅπαντας, ὦ Γόργε, μᾶλλον δ' ἀκτέον ἐπὶ τοὺς νέους τούτους διθυράμβους ὑπερ- φθεγγόμενον ὃν ἥκεις λόγον ἡμῖν κομίζων." |
Ο Βίας τότε επενέβη: “Αλλ' ο Θαλής είπε και τούτο επίσης το σοφόν απόφθεγμα: ότι δηλαδή πρέπει τους εχθρούς μεν να μη πιστεύη κανείς και εις τα πιστευτά ακόμη, εις δε τους φίλους να έχη εμπιστοσύνην και διά τα απίστευτα153. Εχθρούς εχαρακτήριζε, φαντάζομαι, τους κακούς και ανόητους, φίλους δε τους τιμίους και φρονίμους ανθρώπους”. “Λοιπόν” είπεν ο Περίανδρος “πρέπει, Γόργε, να τα διηγηθής εις επήκοον όλων, ή μάλλον να τραγουδήσης τους νέους αυτούς διθυράμβους154, απαγγέλλων εκ νέου με τόνον δυνατώτερον την είδησιν που ήλθες και μας έφερες”. | |
Ἔφη τοίνυν Γόργος ὅτι, τῆς θυσίας ἐφ' ἡμέρας τρεῖς συντελεσθείσης ὑπ' αὐτοῦ καὶ τῇ |
18. Διηγήθη λοιπόν ο Γόργος το εξής: “Αφού ετελείωσεν η θυσία εις τρεις ημέρας, |
|
160f |
τελευταίᾳ παννυχίδος οὔσης καὶ χορείας τινὸς καὶ παιδιᾶς παρὰ τὸν αἰγιαλόν, ἡ μὲν σελήνη κατέλαμ- πεν εἰς τὴν θάλατταν, οὐκ ὄντος δὲ πνεύματος ἀλλὰ νηνεμίας καὶ γαλήνης, πόρρωθεν ἀφεωρᾶτο φρίκη κατιοῦσα παρὰ τὴν ἄκραν, ἀφρόν τινα καὶ ψόφον ἄγουσα τῷ ῥοθίῳ περὶ αὐτὴν πολύν, ὥστε πάντας ἐπὶ τὸν τόπον οἷ προσώκελλε καταδραμεῖν θαυ- μάσαντας. πρὶν δ' εἰκάσαι τὸ προσφερόμενον ὑπὸ τάχους, δελφῖνες ὤφθησαν, οἱ μὲν ἀθρόοι πέριξ κυκλοῦντες, οἱ δ' ὑφηγούμενοι τοῦ αἰγιαλοῦ πρὸς τὸ λειότατον, ἄλλοι δ' ἐξόπισθεν, οἷον περιέποντες. |
την τελευταίαν εγίνετο παννυχίς και χορός και διασκέδασις κοντά εις την παραλίαν. Η σελήνη έλαμπεν επάνω από την θάλασσαν και, ενώ δεν υπήρχε πνοή αέρος αλλ' ήτο ησυχία και γαλήνη, εφαίνετο κάποια φρικίασις της θαλάσσης να καταβαίνη από μακράν προς το ακρωτήριον και συμπαρέσυρε με το πλατάγισμα του κύματος αφρόν με θόρυβον πολύν, ώστε όλοι εξεπλάγημεν και ετρέξαμεν προς το μέρος, όπου θα προσήγγιζεν εις την ξηράν. Πριν δε να εννοήσωμεν καλά τί ήτο το πράγμα που εφέρετο με ταχύτητα, εθεάθησαν (σ. 86) δελφίνια, άλλα μεν μαζευμένα να το περικυκλώνουν, αλλά δε να προηγούνται σαν οδηγοί προς το ομαλώτατον μέρος της παραλίας και άλλα να ακολουθούν απ' οπίσω σαν ακολουθία. |
161a |
ἐν μέσῳ δ' ἀνεῖχεν ὑπὲρ τῆς θαλάττης ὄγκος ἀ- σαφὴς καὶ ἄσημος ὀχουμένου σώματος, μέχρι οὗ συναγαγόντες εἰς ταὐτὸ καὶ συνεποκείλαντες ἐξ- έθηκαν ἐπὶ γῆν ἄνθρωπον ἔμπνουν καὶ κινούμενον, αὐτοὶ δὲ πάλιν πρὸς τὴν ἄκραν ἀναφερόμενοι μᾶλ- λον ἢ πρότερον ἐξήλλοντο, παίζοντες ὑφ' ἡδονῆς τινος ὡς ἔοικε καὶ σκιρτῶντες. "ἡμῶν δ'," ὁ Γόργος ἔφη, "πολλοὶ μὲν διαταραχθέντες ἔφυγον ἀπὸ τῆς θαλάττης, ὀλίγοι δὲ μετ' ἐμοῦ θαρρήσαντες προσελθεῖν ἐγνώρισαν Ἀρίονα τὸν κιθαρῳδόν, |
Εις το μέσον δε εξείχεν από την επιφάνειαν της θαλάσσης ένας όγκος ασαφής και απροσδιόριστος σώματος εποχουμένου, έως ότου, αφού συνεκεντρώθησαν εις το ίδιον σημείον, βοηθούντα όλα μαζί, έφεραν έξω και απέθεσαν εις την ξηράν έναν άνθρωπον ζωντανόν και κινούμενον· αυτά δε εγύρισαν πάλιν οπίσω προς το ακρωτήριον και με ισχυρότερα από πριν πηδήματα απεμακρύνθησαν, παίζοντα και σκιρτώντα από ευχαρίστησιν, καθώς εφαίνετο. Πολλοί από ημάς” εξηκολούθησεν ο Γόργος, “ετρόμαξαν και έφυγαν μακράν της θαλάσσης, ολίγοι όμως μαζί μου ετόλμησαν να πλησιάσουν και τότε ανεγνώρισαν τον κιθαρωδόν Αρίονα, ο όποιος και |
161b |
αὐτὸν τοὔνομα φθεγγόμενον ἑαυτοῦ, καὶ τῇ στολῇ καταφανῆ γενόμενον· τὸν γὰρ ἐναγώνιον ἐτύγχανεν ἀμπεχόμενος κόσμον, ᾧ κιθαρῳδῶν ἐχρήσατο. |
ο ίδιος επρόφερε το όνομά του και από την ενδυμασίαν έγινε φανερός· διότι παρουσιάσθη φορών την πολυτελή στολήν, που μετεχειρίζετο εις τους αγώνας, όταν έπαιζε την κιθάραν155. |
"Κομίσαντες οὖν ἐπὶ σκηνὴν αὐτόν, ὡς οὐδὲν εἶχε κακὸν ἀλλ' ἢ διὰ τάχος καὶ ῥοῖζον ἐφαίνετο τῆς φορᾶς ἐκλελυμένος καὶ κεκμηκώς, ἠκούσαμεν λόγον ἄπιστον ἅπασι πλὴν ἡμῶν τῶν θεασαμένων τὸ τέλος. |
Τον μετεφέραμεν λοιπόν εις μίαν σκηνήν, και επειδή δεν είχε πάθει τίποτε κακόν, αλλ' ήτο μόνον εξηντλημένος και κουρασμένος από την ταχύτητα και την βοήν της φοράς, ηκούσαμεν αμέσως μίαν διήγησιν απίστευτον δι' όλον τον κόσμον εκτός από ημάς που είδαμεν το τέλος της. | |
ἔλεγε γὰρ Ἀρίων ὡς πάλαι μὲν ἐγνωκὼς ἐκ τῆς Ἰταλίας ἀπαίρειν, Περιάνδρου δὲ γράψαντος αὐτῷ προθυμότερος γενόμενος ὁλκάδος Κορινθίας παραφανείσης εὐθὺς ἐπιβὰς ἀναχθείη, μετρίῳ δὲ πνεύματι χρωμένων ἡμέρας τρεῖς αἴσθοιτο τοὺς |
Έλεγε δηλαδή ο Αρίων ότι είχεν αποφασίσει προ πολλού να αναχώρηση από την Ιταλίαν, όταν δε του έγραψεν ο Περίανδρος, ενισχύθη εις την απόφασίν του αυτήν περισσότερον και όταν παρουσιάσθη ένα εμπορικόν πλοίον από την Κόρινθον, εμβήκε μέσα και απέπλευσεν αμέσως. Τρεις ημέρας εταξίδευσαν με ελαφρόν άνεμον, και τότε αντελήφθη |
|
161c |
ναύτας ἐπιβουλεύοντας ἀνελεῖν αὐτόν, εἶτα καὶ παρὰ τοῦ κυβερνήτου πύθοιτο κρύφα μηνύσαντος ὡς τῇ νυκτὶ τοῦτο δρᾶν αὐτοῖς εἴη δεδογμένον. ἔρημος οὖν ὢν βοηθείας καὶ ἀπορῶν ὁρμῇ τινι χρήσαιτο δαιμονίῳ τὸ μὲν σῶμα κοσμῆσαι καὶ λαβεῖν ἐντάφιον αὑτῷ τὸν ἐναγώνιον ἔτι ζῶν κόσμον, ἐπᾷσαι δὲ τῷ βίῳ τελευτῶν καὶ μὴ γενέσθαι κατὰ τοῦτο τῶν κύκνων ἀγεννέστερος. ἐσκευασμένος οὖν καὶ προειπὼν ὅτι προθυμία τις αὐτὸν ἔχοι τῶν νόμων διελθεῖν τὸν Πυθικὸν ὑπὲρ σωτηρίας αὑτοῦ καὶ τῆς νεὼς καὶ τῶν ἐμπλεόντων, |
ότι οι ναύται εσκόπευαν να τον σκοτώσουν, επληροφορήθη δε και κατόπιν από κρυφόν μήνυμα του πλοιάρχου, ότι είχαν αποφασίσει να το κάμουν εκείνην την νύκτα. Εκεί λοιπόν που δεν είχε από πουθενά βοήθειαν και ευρίσκετο εις αμηχανίαν, (σ. 88) του ήλθε μία θεία έμπνευσις να στολίση το σώμα του και να περιβληθή ζωντανός ακόμη ως σάβανόν του την πολυτελή στολήν, που εφορούσεν εις τους μουσικούς αγώνας, να αποχαιρετίση δε με τραγούδι την ζωήν του και να μη φανή εις τούτο κατώτερος των κύκνων κατά την γενναιοψυχίαν156. Αφού λοιπόν είχεν ενδυθή και προανήγγειλεν ότι επιθυμεί να ψάλη τον Πυθικόν νόμον157 διά την σωτηρίαν κατά τον πλουν και την ιδικήν |
161d |
καταστὰς παρὰ τὸν τοῖχον ἐν πρύμνῃ καί τινα θεῶν πελαγίων ἀνάκλησιν προανακρουσάμενος ᾄδοι τὸν νόμον. καὶ ὅσον οὔπω μεσοῦντος αὐτοῦ κατα- δύοιτο μὲν ὁ ἥλιος εἰς τὴν θάλατταν, ἀναφαίνοιτο δ' ἡ Πελοπόννησος. οὐκέτ' οὖν τῶν ναυτῶν τὴν νύκτα περιμενόντων ἀλλὰ χωρούντων ἐπὶ τὸν φόνον, ἰδὼν ξίφη γεγυμνωμένα καὶ παρακαλυπτό- μενον ἤδη τὸν κυβερνήτην, ἀναδραμὼν ῥίψειεν ἑαυτὸν ὡς δυνατὸν ἦν μάλιστα πόρρω τῆς ὁλκάδος. πρὶν δ' ὅλον καταδῦναι τὸ σῶμα δελφίνων ὑποδρα- μόντων ἀναφέροιτο, μεστὸς ὢν ἀπορίας καὶ ἀγνοίας καὶ ταραχῆς τὸ πρῶτον· ἐπεὶ δὲ ῥᾳστώνη τῆς ὀχήσεως ἦν, καὶ πολλοὺς ἑώρα ἀθροιζομένους |
του και του πλοίου και των επιβαινόντων, εστάθη εις το προτείχισμα της πρύμνης και, αφού προανέκρουσε με την κιθάραν μίαν επίκλησιν των θεών της θαλάσσης, έψαλε την ωδήν. Επλησίαζεν εις το μέσον περίπου του άσματος, όταν o ήλιος έδυεν εις την θάλασσαν και ήρχισε να εμφανίζεται από μακράν h Πελοπόννησος. Οι ναύται τότε δεν επερίμεναν πλέον την νύκτα, αλλά προέβαινoν εiς τον φόνον. Όταν πλέον εκείνος είδε γυμνά τα ξίφη καi τον πλοίαρχον να σκεπάζη το πρόσωπον του, ανεπήδησε και ερρίφθη εις την θάλασσαν όσον το δυνατόν μακρύτερ' από το πλοίον. Πριν δε να βυθισθή ολόκληρον το σώμα του, έσπευσαν δελφίνια αποκάτω και τον ανεσήκωσαν. Εις την αρχήν τον κατέλαβεν απορία και αγωνία και ταραχή. Επειδή όμως επωχείτο με άνεσιν και έβλεπε να συναθροίζωνται |
161e |
περὶ αὐτὸν εὐμενῶς καὶ διαδεχομένους ὡς ἀναγ- καῖον ἐν μέρει λειτούργημα καὶ προσῆκον πᾶσιν, ἡ δ' ὁλκὰς ἀπολειφθεῖσα πόρρω τοῦ τάχους αἴ- σθησιν παρεῖχε, μήτε τοσοῦτον ἔφη δέους πρὸς θάνατον αὐτῷ μήτ' ἐπιθυμίας τοῦ ζῆν ὅσον φιλο- τιμίας ἐγγενέσθαι πρὸς τὴν σωτηρίαν, ὡς θεοφιλὴς ἀνὴρ φανείη καὶ λάβοι περὶ θεῶν δόξαν βέβαιον. ἅμα δὲ καθορῶν τὸν οὐρανὸν ἀστέρων περίπλεων καὶ τὴν σελήνην ἀνίσχουσαν εὐφεγγῆ καὶ καθαράν, |
τα δελφίνια γύρω του με συμπάθειαν και με την σειράν του να διαδέχεται το ένα μετά το άλλο το έργον, ως υπηρεσίαν υποχρεωτικήν και κοινήν δι' όλα,συνάμα δε το πλοίον, που έμεινεν οπίσω πολύ μακράν, του παρείχεν αντίληψιν της ταχύτητας, τότε τον κατέλαβεν, είπεν, όχι τόσον φόβος απέναντι του θανάτου ούτε πόθος της ζωής, όσον κάποια φιλοδοξία διά την (σ. 90) σωτηρίαν του, ώστε να αναδειχθή άνθρωπος αγαπητός εις τους θεούς και να αποκτήση δόξαν βεβαιωμένην απ' αυτούς. Συγχρόνως δε,επειδή έβλεπε τον ουρανόν γεμάτον από άστρα και την σελήνην να ανατέλλη φεγγοβόλος και καθαρά158, |
161f |
ἑστώσης δὲ πάντῃ τῆς θαλάττης ἀκύμονος ὥσπερ τρίβον ἀνασχιζόμενον τῷ δρόμῳ, διανοεῖσθαι πρὸς αὑτὸν ὡς οὐκ ἔστιν εἷς ὁ τῆς Δίκης ὀφθαλμός, ἀλλὰ πᾶσι τούτοις ἐπισκοπεῖ κύκλῳ ὁ θεὸς τὰ πραττό- μενα περὶ γῆν τε καὶ θάλατταν. τούτοις δὲ δὴ τοῖς λογισμοῖς ἔφη τὸ κάμνον αὐτῷ καὶ βαρυνό- μενον ἤδη τοῦ σώματος ἀναφέρεσθαι, καὶ τέλος ἐπεὶ τῆς ἄκρας ἀπαντώσης ἀποτόμου καὶ ὑψηλῆς εὖ πως φυλαξάμενοι καὶ κάμψαντες ἐν χρῷ παρενή- χοντο τῆς γῆς ὥσπερ εἰς λιμένα σκάφος ἀσφαλῶς |
και την θάλασσαν να απλώνεται ακύμαντος παντού, σαν δρόμος που σχίζεται και ανοίγει εις το τρέξιμον, εσυλλογιζετο μόνος του ότι δεν είναι ένας ο οφθαλμός της Δίκης159, αλλά με όλα αυτά τ' αστέρια επιβλέπει ο Θεός όσα γύρω συμβαίνουν και εις την ξηράν και εις την θάλασσαν. Με τας σκέψεις αυτάς, είπε, το σώμα του, που εκουράζετο και εβάρυνεν, ανεκουφίζετο. Τέλος, όταν τα δελφίνια παρέκαμψαν ωραία και με προσοχήν το ακρωτήριον, που ευρήκαν εμπρός των απότομον και υψηλόν, και κολυμβώντα σύρριζα με την ξηράν τον ωδηγούσαν με τρόπον ασφαλή όπως το σκάφος εις τον λιμένα, |
162a |
κατάγοντες, παντάπασιν αἰσθέσθαι θεοῦ κυβερνήσει γεγονέναι τὴν κομιδήν. |
αντελήφθη τότε πλήρως, ότι η μεταφορά του έγινε με την οδηγίαν κάποιου θεού. |
"Ταῦθ'," ὁ Γόργος ἔφη, "τοῦ Ἀρίονος εἰπόν- τος, ἠρόμην αὐτὸν ὅποι τὴν ναῦν οἴεται κατασχή- σειν. ὁ δὲ πάντως μὲν εἰς Κόρινθον, πολὺ μέντοι καθυστερεῖν· αὐτὸν γὰρ ἑσπέρας ἐκπεσόντα πεντα- κοσίων οὐ μεῖον οἴεσθαι σταδίων δρόμον κομισθῆ- ναι, καὶ γαλήνην εὐθὺς κατασχεῖν." οὐ μὴν ἀλλ' ἑαυτὸν ὁ Γόργος ἔφη πυθόμενον τοῦ τε ναυκλήρου τοὔνομα καὶ τοῦ κυβερνήτου καὶ τῆς νεὼς τὸ παρά- σημον ἐκπέμψαι πλοῖα καὶ στρατιώτας ἐπὶ τὰς κα- |
Μετά την αφήγησιν αυτήν του Αρίονος” εξηκολούθησεν ο Γόργός “τον ηρώτησα, πού νομίζει ότι θα προσεγγίση το πλοίον. Εκείνος δε είπεν: “Εις την Κόρινθον εξάπαντος. Αλλά θα καθυστερήση πολύ· διότι αυτός, όταν έπεσε το βράδυ εις την θάλασσαν, έχει την εντύπωσιν ότι μετεκομίσθη εις απόστασιν όχι ολιγωτέραν από πεντακόσια στάδια160, και αμέσως έγινε γαλήνη161. Αλλ' όμως αυτός” είπεν ο Γόργος “έμαθε το όνομα του εφοπλιστού και του πλοιάρχου και το σήμα του πλοίου162, και έστειλε πλοία και στρατιώτας |
|
162b |
τάρσεις παραφυλάξοντας· τὸν δ' Ἀρίονα μετ' αὐτοῦ κομίζειν ἀποκεκρυμμένον, ὅπως μὴ προαισθόμενοι τὴν σωτηρίαν διαφύγοιεν· ὄντως οὖν ἐοικέναι θείᾳ τύχῃ τὸ πρᾶγμα· παρεῖναι γὰρ αὐτοὺς ἅμα δεῦρο καὶ πυνθάνεσθαι τῆς νεὼς κεκρατημένης ὑπὸ τῶν στρατιωτῶν συνειλῆφθαι τοὺς ἐμπόρους καὶ ναύτας. |
εις τα αγκυροβόλια, διά να παραφυλάξουν. Τον δε Αρίονα φέρει μαζί του κρυμμένον, διά να μη μάθουν (σ. 92) από πριν οι ναύται την διάσωσίν του και διαφύγουν. Φαίνεται λοιπόν το περιστατικόν να έγινεν αληθινά κατά θείαν σύμπτωσιν διότι, μόλις ήλθαν εδώ, έμαθαν ότι οι στρατιώται έχουν κατάσχει το πλοίον και ότι έχουν συλληφθή οι έμποροι και οι ναύται”. |
Ησιόδου θάνατος | ||
Ὁ μὲν οὖν Περίανδρος ἐκέλευσεν εὐθὺς ἐξ- αναστάντα τὸν Γόργον εἰς φυλακὴν ἀποθέσθαι τοὺς ἄνδρας οὗ μηδεὶς αὐτοῖς πρόσεισι μηδὲ φράσει τὸν Ἀρίονα σεσωσμένον. |
19. Ο Περίανδρος τότε διέταξε τον Γόργον να σηκωθή αμέσως και να θέση τους ναύτας υπό φρούρησιν, ώστε κανείς να μη τους πλησιάση, μήτε να τους είπη ότι ο Αρίων έχει σωθή. |
|
Ὁ δ' Αἴσωπος "ἀλλ' ὑμεῖς," ἔφη, "τοὺς ἐμοὺς χλευάζετε κολοιοὺς καὶ κόρακας εἰ διαλέγονται· δελφῖνες δὲ τοιαῦτα νεανιεύονται;" |
Ο δε Αίσωπος είπε: “Σεις γελάτε με τους κολοιούς και τους κόρακας μου που συνομιλούν163· αλλά τα δελφίνια πώς ημπορούν να κάμουν τοιαύτα ανδραγαθήματα;” | |
Κἀγὼ πρὸς αὐτόν, "ἄλλο τι λέγωμεν," ἔφην, | Και εγώ του απήντησα: “Ας ομιλήσωμεν | |
162c |
"ὦ Αἴσωπε· τούτῳ δὲ τῷ λόγῳ πιστευομένῳ καὶ γραφομένῳ παρ' ἡμῖν πλέον ἢ χίλι' ἔτη διαγέγονεν καὶ ἀπὸ τῶν Ἰνοῦς καὶ Ἀθάμαντος χρόνων." |
διά κάτι άλλο, Αίσωπε. Είναι τώρα περισσότερα από χίλια χρόνια που έγινε, καθώς πιστεύεται και γράφεται, ανάλογος ιστορία εις τον τόπον μας, από την εποχήν δηλαδή της Ινούς και του Αθάμαντος164”. |
Ὁ δὲ Σόλων ὑπολαβών "ἀλλὰ ταῦτα μέν, ὦ Διόκλεις, ἐγγὺς θεῶν ἔστω καὶ ὑπὲρ ἡμᾶς· ἀνθρώπινον δὲ καὶ πρὸς ἡμᾶς τὸ τοῦ Ἡσιόδου πάθος· ἀκήκοας γὰρ ἴσως τὸν λόγον." "Οὐκ ἔγωγ'," εἶπον. "Ἀλλὰ μὴν ἄξιον πυθέσθαι. Μιλησίου γάρ, ὡς ἔοικεν, ἀνδρός, ᾧ ξενίας ἐκοινώνει ὁ Ἡσίοδος |
Ο Σόλων τότε παρενέβη και είπεν: “Αυτά πάντως, Διοκλή, ας θεωρηθούν ότι είναι πολύ κοντά με τους θεούς και ανώτερα από ημάς. Ανθρώπινον όμως και προσιτόν εις ημάς είναι το συμβάν του Ησιόδου· έχεις ακούσει ίσως την ιστορίαν”. “Εγώ,όχι” είπα.“Και όμως αξίζει να την πληροφορηθής. Κάποτε ένας από την Μίλητον, καθώς φαίνεται, με τον οποίον μαζί ο Ησίοδος εφιλοξενείτο | |
162d |
καὶ διαίτης ἐν Λοκροῖς, τῇ τοῦ ξένου θυγατρὶ κρύφα συγγενομένου καὶ φωραθέντος ὑποψίαν ἔσχεν ὡς γνοὺς ἀπ' ἀρχῆς καὶ συνεπικρύψας τὸ ἀδίκημα, μηδενὸς ὢν αἴτιος, ὀργῆς δὲ καιρῷ καὶ διαβολῆς περιπεσὼν ἀδίκως. ἀπέκτειναν γὰρ αὐτὸν οἱ τῆς παιδίσκης ἀδελφοὶ περὶ τὸ Λοκρικὸν Νέμειον ἐνεδρεύσαντες, καὶ μετ' αὐτοῦ τὸν ἀκόλουθον, ᾧ Τρωίλος ἦν ὄνομα. τῶν δὲ σωμάτων εἰς τὴν θάλατταν ὠσθέντων τὸ μὲν τοῦ Τρωίλου, εἰς τὸν Δάφνον ποταμὸν ἔξω φορούμενον, ἐπεσχέθη περι- κλύστῳ χοιράδι μικρὸν ὑπὲρ τὴν θάλατταν ἀν- εχούσῃ· καὶ μέχρι νῦν Τρωίλος ἡ χοιρὰς καλεῖται· |
και διέμενεν εις την χώραν των Λοκρών, συνευρέθη κρυφά με την θυγατέρα του ανθρώπου που τους εφιλοξένει και απεκαλύφθη. Υπώπτευσαν τότε τον Ησίοδον, ότι εγνώριζεν από την αρχήν το έγκλημα και εκ συνεννοήσεως το έκρυψε. Έτσι, χωρίς να πταίη διόλου, περιεπλάκη αδίκως εις στιγμήν οργής και διαβολής. (σ. 94) Οι αδελφοί δηλαδή της κόρης165 του έστησαν ενέδραν πλησίον εις το Λοκρικόν Νέμειον166 και τον εσκότωσαν μαζί δε και τον ακόλουθον του, που ωνομάζετο Τρωίλος. Τα σώματα των κατόπιν εσύρθησαν προς την θάλασσαν. Και του μεν Τρωίλου, ενώ εφέρετο έξω προς τον ποταμόν Δάφνον167, εκρατήθη από ένα σκόπελον, που εξείχεν ολίγον από την θάλασσαν και έως την σήμερον ο σκόπελος αυτός ονομάζεται |
162e |
τοῦ δ' Ἡσιόδου τὸν νεκρὸν εὐθὺς ἀπὸ γῆς ὑπο- λαβοῦσα δελφίνων ἀγέλη πρὸς τὸ Ῥίον κατὰ τὴν Μολύκρειαν ἐκόμιζε. ἐτύγχανε δὲ Λοκροῖς ἡ τῶν Ῥίων καθεστῶσα θυσία καὶ πανήγυρις, ἣν ἄγουσιν ἔτι νῦν ἐπιφανῶς περὶ τὸν τόπον ἐκεῖνον. ὡς δ' ὤφθη προσφερόμενον τὸ σῶμα, θαυμάσαντες ὡς εἰκὸς ἐπὶ τὴν ἀκτὴν κατέδραμον, καὶ γνωρίσαντες ἔτι πρόσφατον τὸν νεκρὸν ἅπαντα δεύτερα τοῦ ζητεῖν τὸν φόνον ἐποιοῦντο διὰ τὴν δόξαν τοῦ Ἡσιόδου. καὶ τοῦτο μὲν ταχέως ἔπραξαν, εὑρόντες τοὺς φονεῖς· αὐτούς τε γὰρ κατεπόντισαν ζῶντας καὶ τὴν οἰκίαν κατέσκαψαν. ἐτάφη δ' ὁ Ἡσίοδος πρὸς τῷ Νεμείῳ· τὸν δὲ τάφον οἱ πολλοὶ τῶν ξένων οὐκ ἴσασιν, ἀλλ' ἀποκέκρυπται ζητούμενος ὑπ' |
Τρωίλος. Το δε λείψανον του Ησιόδου ανεσήκωσεν αμέσως από την παραλίαν ένα κοπάδι δελφίνια, και το έφερε προς το Ρίον κατά το μέρος της Μολυ· κρείας168. Συνέπεσε δε τότε να τελήται υπό των Λοκρών η συνηθισμένη θυσία και πανήγυρις των Ρίων, την οποίαν τελούν και τώρα ακόμη με λαμπρότητα εις την τοποθεσίαν εκείνην. Όταν λοιπόν εθεάθη το σώμα να φέρεται προς τα εκεί, εξεπλάγησαν φυσικά και έτρεξαν προς την παραλίαν. Όταν δε ανεγνώρισαν τον νεκρόν, αδιάλυτον ακόμη, ενόμισαν ότι, ένεκα της φήμης του Ησιόδου, έπρεπε να τα αφήσουν όλα τ' άλλα και να ζητήσουν να εξιχνιάσουν τον φόνον. Και το κατώρθωσαν γρήγορα· εύρον πραγματικώς τους φονείς169 και τους έρριψαν ζωντανούς εις την θάλασσαν, την δε οικίαν των κατεδάφισαν. Ετάφη δε ο Ησίοδος κοντά εις το Νέμειον· αλλά οι περισσότεροι επισκέπται δεν γνωρίζουν τον τάφον του· τον έχουν μυστικόν, |
162f |
Ὀρχομενίων, ὥς φασι, βουλομένων κατὰ χρησμὸν ἀνελέσθαι τὰ λείψανα καὶ θάψαι παρ' αὑτοῖς. |
(σ. 96) επειδή ζητείται από τους Ορχομενίους170, καθώς λέγουν, οι οποίοι σύμφωνα με ένα χρησμόν θέλουν να σηκώσουν τα λείψανα και να τα θάψουν εις την χώραν των171. |
εἴπερ οὖν οὕτως ἔχουσιν οἰκείως καὶ φιλανθρώπως πρὸς τοὺς ἀποθανόντας, ἔτι μᾶλλον εἰκός ἐστι τοῖς ζῶσι βοηθεῖν, καὶ μάλιστα κηληθέντας αὐλοῖς ἤ τισι μέλεσι. τουτὶ γὰρ ἤδη πάντες ἴσμεν, ὅτι μουσικῇ τὰ ζῷα ταῦτα χαίρει καὶ διώκει, καὶ παρανήχεται τοῖς ἐλαυνομένοις πρὸς ᾠδὴν καὶ αὐλὸν ἐν εὐδίᾳ πορείαις τερπόμενα. χαίρει δὲ |
Εάν λοιπόν τα δελφίνια φέρονται με τόσην οικειότητα και συμπάθειαν προς τους νεκρούς, είναι πιθανόν ότι βοηθούν ακόμη περισσότερον τους ζωντανούς, και μάλιστα αν γοητευθούν από αυλούς ή από ορισμένος μελωδίας. Διότι, ως είναι γνωστόν εις όλους, τα ζώα αυτά ευχαριστούνται εις την μουσικήν και την παρακολουθούν και κολυμβούν εν καιρώ γαλήνης κοντά εις τα πλοία, όπου κωπηλατούν με συνοδείαν άσματος και αυλού, και διασκεδάζουν με τας χορωδίας. Ευχαριστούνται |
|
163a |
καὶ νήξεσι παίδων καὶ κολύμβοις ἁμιλλᾶται. διὸ καὶ νόμος ἀδείας ἄγραφός ἐστιν αὐτοῖς· θηρᾷ γὰρ οὐδεὶς οὔδε λυμαίνεται, πλὴν ὅταν ἐν δικτύοις γενόμενοι κακουργῶσι περὶ τὴν ἄγραν, πληγαῖς κολάζονται καθάπερ παῖδες ἁμαρτάνοντες. μέμνη- μαι δὲ καὶ παρὰ Λεσβίων ἀνδρῶν ἀκούσας σωτη- ρίαν τινὰ κόρης ὑπὸ δελφῖνος ἐκ θαλάττης γενέσθαι· ἀλλ' ἐγὼ μὲν οὐκ ἀκριβῶ τἄλλα, ὁ δὲ Πιττακὸς ἐπεὶ γιγνώσκει, δίκαιός ἐστι περὶ τούτων διελθεῖν." |
ακόμη και με το κολύμβημα των παιδιών και συναγωνίζονται μαζί των. Διά τούτο και υπάρχει άγραφος νόμος προστατεύων την ασφάλειαν των. Κανείς δεν τα κυνηγά ούτε τα βλάπτει· μόνον όταν πέσουν εις τα δίκτυα και βλάψουν το ψάρευμα, τότε τιμωρούνται με ραβδισμούς όπως τα άτακτα παιδία. Ενθυμούμαι δε που ήκουσα και από Λεσβίους, ότι δελφίνια έσωσαν κάποτε από την θάλασσαν κάποιαν κόρην αλλ' εγώ μεν δεν γνωρίζω επακριβώς τας άλλας λεπτομερείας, ο Πιττακός όμως αναγνωρίζει περί τίνος πρόκειται και πρέπει να μας το διηγηθη”. |
Περί Ενάλου θρύλος | ||
Ἔφη τοίνυν ὁ Πιττακὸς ἔνδοξον εἶναι καὶ μνημονευόμενον ὑπὸ πολλῶν τὸν λόγον. χρησμοῦ γὰρ γενομένου τοῖς οἰκίζουσι Λέσβον, ὅταν ἕρματι |
20. Είπε λοιπόν ο Πιττακός, ότι η ιστορία αυτή είναι περίφημος και αναφέρεται από πολλούς. Εδόθη κάποτε χρησμός εις τους πρώτους οικιστάς της Λέσβου, όταν |
|
163b |
πλέοντες προστύχωσιν ὃ καλεῖται Μεσόγειον, τότ' ἐνταῦθα Ποσειδῶνι μὲν ταῦρον Ἀμφιτρίτῃ δὲ καὶ Νηρηίσι ζῶσαν καθεῖναι παρθένον· ὄντων οὖν ἀρχηγετῶν ἑπτὰ καὶ βασιλέων, ὀγδόου δὲ τοῦ Ἐχελάου πυθοχρήστου τῆς ἀποικίας ἡγεμόνος, οὗτος μὲν ἠίθεος ἦν ἔτι, τῶν δ' ἑπτὰ κληρουμένων, ὅσοις ἄγαμοι παῖδες ἦσαν, καταλαμβάνει θυγατέρα Σμινθέως ὁ κλῆρος. ἣν ἐσθῆτι καὶ χρυσῷ κο- σμήσαντες ὡς ἐγένοντο κατὰ τὸν τόπον, ἔμελλον εὐξάμενοι καθήσειν. ἔτυχε δέ τις ἐρῶν αὐτῆς τῶν συμπλεόντων, οὐκ ἀγεννὴς ὡς ἔοικε νεανίας, |
συναντήσουν κατά τον πλουν των ένα σκόπελον πού ονομάζεται Μεσόγαιον172, τότε να ρίψουν (σ. 98) εκεί εις την θάλασσαν ένα ταύρον διά τον Ποσειδώνα, διά την Αμφιτρίτην δε και τας Νηρηίδας173 μίαν παρθένον ζωντανήν. Επτά ήσαν οι αρχηγοί και βασιλείς, όγδοος δε ο Εχέλαος, τον οποίον δελφικός χρησμός είχεν ορίσει οδηγόν της αποικίας174. Και αυτός μεν ήτον ακόμη άγαμος, οι δε επτά που είχαν θυγατέρας παρθένους έρριψαν μεταξύ των κλήρον, και αυτός έπεσεν εις την θυγατέρα του Σμινθέως. Την εστόλισαν λοιπόν με χρυσά κοσμήματα και ωραία φορέματα, και, όταν έφθασαν εις τον ορισθέντα τόπον έμελλαν να προσευχηθούν και να την ρίψουν εις την θάλασσαν. Έτυχεν όμως κάποιος από τους συνταξιδιώτας, γενναίος καθώς φαίνεται νέος, να |
163c |
οὗ καὶ τοὔνομα διαμνημονεύουσιν Ἔναλον. οὗτος ἀμήχανόν τινα τοῦ βοηθεῖν τῇ παρθένῳ προθυμίαν ἐν τῷ τότε πάθει λαβὼν παρὰ τὸν καιρὸν ὥρμησε καὶ περιπλακεὶς ὁμοῦ συγκαθῆκεν ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλατταν. εὐθὺς μὲν οὖν φήμη τις οὐκ ἔχουσα τὸ βέβαιον, ἄλλως δὲ πείθουσα πολλοὺς ἐν τῷ στρατοπέδῳ διηνέχθη περὶ σωτηρίας αὐτῶν καὶ κομιδῆς. ὑστέρῳ δὲ χρόνῳ τὸν Ἔναλόν φασιν ἐν Λέσβῳ φανῆναι καὶ λέγειν ὡς ὑπὸ δελφίνων φορητοὶ διὰ θαλάττης ἐκπέσοιεν ἀβλαβεῖς εἰς τὴν ἤπειρον, ἔτι δ' ἄλλα θειότερα τούτων ἐκπλήτ- τοντα καὶ κηλοῦντα τοὺς πολλοὺς διηγεῖσθαι, |
την αγαπά· παραδίδουν και το όνομα του, Έναλος175. Αυτός κατελήφθη από ακατανίκητον πόθον να βοηθήση την παρθένον εις το δυστύχημά της τότε· ώρμησε λοιπόν κατά την κρίσιμον στιγμήν, την έλαβεν εις τας αγκάλας του και ερρίφθη μαζί της εις την θάλασσαν. Αμέσως λοιπόν διεδόθη φήμη όχι εξηκριβωμένη, αλλά την οποίαν πολλοί απίστευσαν εις τον στόλον, ότι δηλαδή εσώθησαν και μετεκομίσθησαν εις την ξηράν. Ύστερα από καιρόν, λέγουν, ενεφανίσθη ο Έναλος εις την Λέσβον και διηγείτο ότι μέσα εις την θάλασσαν τους ανεσήκωσαν δελφίνια και τους απεβίβασαν εις την ξηράν χωρίς να πάθουν τίποτε. Και άλλα ακόμη διηγείτο περισσότερον θαυματουργά, τα οποία εξέπληττον και εμάγευαν τα πλήθη. |
163d |
πάντων δὲ πίστιν ἔργῳ παρασχεῖν. κύματος γὰρ ἠλιβάτου περὶ τὴν νῆσον αἰρομένου καὶ τῶν ἀνθρώπων δεδιότων, ἀπαντῆσαι μόνον τῇ θαλάττῃ, καὶ ἕπεσθαι πολύποδας αὐτῷ πρὸς τὸ ἱερὸν τοῦ Ποσειδῶνος· ὧν τοῦ μεγίστου λίθον κομίζοντος λαβεῖν τὸν Ἔναλον καὶ ἀναθεῖναι, καὶ τοῦτον Ἔναλον καλοῦμεν. "Καθόλου δ'," εἶπεν, "εἴ τις εἰδείη διαφορὰν ἀδυνάτου καὶ ἀσυνήθους καὶ παραλόγου καὶ παραδόξου, μάλιστ' ἄν, ὦ Χίλων, καὶ μήτε πιστεύων ὡς ἔτυχε μήτ' ἀπιστῶν, τὸ ‘μηδὲν ἄγαν’ ὡς σὺ προσέταξας διαφυλάττοι." |
Δι' όλα δε ταύτα επρόσφερεν έμπρακτον απόδειξιν διότι, όταν εσηκώθη ένα κύμα πολύ υψηλόν γύρω εις την νήσον και όλοι οι άνθρωποι είχον φοβηθή να πλησιάσουν, τον Έναλον που μόνος επλησίασεν εις την θάλασσαν ηκολούθησαν οκταπόδια ως (σ. 100) τον ναόν του Ποσειδώνος. Το μεγαλύτερον από αυτά μετέφερε μίαν πέτραν, την οποίαν ο Έναλος έλαβε και αφιέρωσεν εις τον θεόν· την πέτραν αυτήν ονομάζομεν Έναλον176. Εν γένει δε” είπεν “όστις γνωρίζει τί διαφέρει το αδύνατον από το ασυνήθιστον, και το παράλογον από το παράδοξον, και όστις μήτε πιστεύει τυφλά μήτε απιστεί, αυτός, νομίζω, Χίλων, τηρεί πολύ το Μηδέν άγαν, καθώς συ επρόσταξες177”. |
Θεού πρόνοια | ||
Μετὰ δὲ τοῦτον ὁ Ἀνάχαρσις εἶπεν ὅτι τοῦ Θαλέω καλῶς ὑπολαμβάνοντος ἐν πᾶσιν εἶναι |
21. Μετά τούτον ο Ανάχαρσις είπεν, ότι, αφού αυτό που παραδέχεται ο Θαλής είναι ορθόν, ότι δηλαδή |
|
163e |
τοῖς κυριωτάτοις μέρεσι τοῦ κόσμου καὶ μεγίστοις ψυχήν, οὐκ ἄξιόν ἐστι θαυμάζειν εἰ τὰ κάλλιστα περαίνεται θεοῦ γνώμῃ. "ψυχῆς γὰρ ὄργανον τὸ σῶμα, θεοῦ δ' ἡ ψυχή· καὶ καθάπερ σῶμα πολλὰς μὲν ἐξ αὑτοῦ κινήσεις ἔχει, τὰς δὲ πλείστας καὶ καλλίστας ὑπὸ ψυχῆς, οὕτως αὖ πάλιν ἡ ψυχὴ τὰ μὲν ὑφ' ἑαυτῆς κινουμένη πράττει, τὰ δὲ τῷ θεῷ παρέχει χρωμένῳ κατευθύνειν καὶ τρέπειν ἑαυτὴν ᾗ βούλοιτο, πάντων ὀργάνων εὐτρεπέστατον οὖσα. δεινὸν γάρ," εἶπεν, "εἰ πῦρ μὲν ὄργανόν ἐστι θεοῦ καὶ πνεῦμα καὶ ὕδωρ καὶ νέφη καὶ |
εις όλα τα κυριώτερα και μέγιστα μέρη του κόσμου υπάρχει ψυχή178, δεν πρέπει να απορή κανείς ότι τα ωραιότερα περιστατικά γίνονται με την θέλησιν του θεού. Διότι όργανον της ψυχής είναι το σώμα, η δε ψυχή είναι όργανον του θεού179. Και καθώς το σώμα έχει μεν πολλάς κινήσεις προερχομένας από τον εαυτόν του, τας περισσοτέρας όμως και ωραιοτέρας από την ψυχήν180, έτσι εξ άλλου και η ψυχή: άλλα μεν εκτελεί με αυθορμήτους κινήσεις, δι' άλλα όμως παραδίδεται εις τον θεόν να την μεταχειρισθή και την διευθύνη και την στρέφη καθώς αυτός θέλει, αφού είναι το περισσότερον εύστροφον από όλα τα όργανα. Άλλωστε άτοπον θα ήτο, είπεν, το μεν πυρ να είναι όργανον του θεού και ο αήρ και το ύδωρ και τα νέφη και αι |
163f |
ὄμβροι, δι' ὧν πολλὰ μὲν σῴζει τε καὶ τρέφει, πολλὰ δ' ἀπόλλυσι καὶ ἀναιρεῖ, ζῴοις δὲ χρῆται πρὸς οὐδὲν ἁπλῶς οὐδέπω τῶν ὑπ' αὐτοῦ γιγνο- μένων. ἀλλὰ μᾶλλον εἰκὸς ἐξηρτημένα τῆς τοῦ θεοῦ δυνάμεως ὑπουργεῖν, καὶ συμπαθεῖν ταῖς τοῦ θεοῦ κινήσεσιν ἢ Σκύθαις τόξα λύραι δ' Ἕλλησι καὶ αὐλοὶ συμπαθοῦσιν." |
(σ. 102) βροχαί181, με τα οποία πολλά μεν συντηρεί και τρέφει ούτος, πολλά δε αφανίζει και καταστρέφει, τα ζώα όμως ποτέ να μη τα χρησιμοποιή εις τίποτε απολύτως από όσα γίνονται απ' αυτόν. Ενώ φυσικώτερον είναι, ότι τα ζώα, εξηρτημένα από την δύναμιν του θεού, τον υπηρετούν και ότι εναρμονίζονται με τας κινήσεις του μάλλον, παρ' όσον συναρμονίζονται τα τόξα με τας κινήσεις των Σκυθών182 και αι λύραι και ο αυλός με τας κινήσεις των Ελλήνων183. |
Κυψέλου σωτηρία | ||
Ἐπὶ δὲ τούτοις ὁ ποιητὴς Χερσίας ἄλλων τε σωθέντων ἀνελπίστως ἐμέμνητο καὶ Κυψέλου τοῦ Περιάνδρου πατρός, ὃν οἱ πεμφθέντες ἀνελεῖν νεογνὸν ὄντα προσμειδιάσαντ' αὐτοῖς ἀπετράποντο· καὶ πάλιν μετανοήσαντες ἐζήτουν καὶ οὐχ εὗρον |
Μετά ταύτα ο ποιητής Χερσίας ανέφερε μεταξύ άλλων, οι οποίοι ανέλπιστα διεσώθησαν, και τον Κύψελον184, τον πατέρα του Περιάνδρου, ο οποίος, όταν ήτο βρέφος, εμειδίασε προς εκείνους που εστάλησαν να τον σκοτώσουν, και διά τούτο αυτοί ήλλαξαν γνώμην. Όταν δε πάλιν μετενόησαν και τον εζήτουν, δεν τον εύρον, διότι η μητέρα του τον έκρυψε μέσα εις κυψέλην. |
|
164a |
εἰς κυψέλην ὑπὸ τῆς μητρὸς ἀποτεθέντα. διὸ καὶ τὸν οἶκον ἐν Δελφοῖς κατεσκεύασεν ὁ Κύψελος, ὥσπερ θεοῦ τότε τὸν κλαυθμυρισμὸν ἐπισχόντος, ὅπως διαλάθοι τοὺς ζητοῦντας. |
Διά τούτο ο Κύψελος έκτισε το γνωστόν οικοδόμημα εις τους Δελφούς185, από ευγνωμοσύνην προς τον θεόν, που εσταμάτησε τότε τον κλαυθμυρισμόν του, ώστε να διαφύγη εκείνους που τον ανεζήτουν. |
Καὶ ὁ Πιττακὸς προσαγορεύσας τὸν Περίανδρον "εὖ γ'," ἔφη, "Περίανδρε, Χερσίας ἐποίησε μνησθεὶς τοῦ οἴκου· πολλάκις γὰρ ἐβουλόμην ἐρέσθαι σε τῶν βατράχων τὴν αἰτίαν ἐκείνων, τί βούλονται περὶ τὸν πυθμένα τοῦ φοίνικος ἐν- τετορευμένοι τοσοῦτοι, καὶ τίνα πρὸς τὸν θεὸν ἢ τὸν ἀναθέντα λόγον ἔχουσι." |
Τότε ο Πιττακός εστράφη προς τον Περίανδρον και είπε: “Καλά έκαμεν ο Χερσίας, Περίανδρε, που ανέφερε το οικοδόμημα. Διότι πολλάκις ήθελα να σε ερωτήσω τον λόγον της υπάρξεως των βατράχων εκείνων· τί γυρεύουν εκεί τορνευμένοι τόσον πολλοί γύρω εις την ρίζαν του φοίνικος και ποίαν σχέσιν έχουν με τον θεόν και με εκείνον που τους αφιέρωσεν;” | |
Τα δελφικά γνωμικά | ||
Τοῦ δὲ Περιάνδρου τὸν Χερσίαν ἐρωτᾶν κελεύ- σαντος, εἰδέναι γὰρ ἐκεῖνον καὶ παρεῖναι τῷ |
(σ. 104) Όταν δε ο Περίανδρος του απεκρίθη να ερωτήση τον Χερσίαν, διότι αυτός το γνωρίζει και ήτο | |
164b |
Κυψέλῳ καθιεροῦντι τὸν οἶκον, ὁ Χερσίας μειδιάσας "ἀλλ' οὐκ ἄν," ἔφη, "φράσαιμι πρότερον ἢ πυθέ- σθαι παρὰ τούτων ὅ τι βούλεται τὸ ‘μηδὲν ἄγαν’ αὐτοῖς καὶ τὸ ‘γνῶθι σαυτόν,’ καὶ τοῦτο δὴ τὸ πολλοὺς μὲν ἀγάμους πολλοὺς δ' ἀπίστους ἐνίους δὲ καὶ ἀφώνους πεποιηκὸς ‘ἐγγύα πάρα δ' ἄτα.’" |
μαζί με τον Κύψελον, όταν καθιέρωνε το οικοδόμημα, ο Χερσίας έμει δίασε και είπεν: “Εγώ δεν θα το είπω, πριν να μάθω απ' αυτούς τί σημαίνει το Μηδέν άγαν και το Γνώθι σαυτόν και προ παντός εκείνο που έκαμεν ώστε πολλοί μεν να μένουν άγαμοι186, πολλοί δε δύσπιστοι187, μερικοί δε άφωνοι188, δηλαδή το Εγγύα πάρα δ' άτα189”. |
"Τί δ'," εἶπεν ὁ Πιττακός, "ἡμῶν δέῃ ταῦτα φραζόντων; πάλαι γὰρ Αἰσώπου λόγον εἰς ἕκα- στον ὡς ἔοικε τούτων συντεθεικότος ἐπαινεῖς." |
Ο Πιττακός τότε του είπε: “Τί χρειάζεσαι να σου το εξηγήσωμεν ημείς; Προ πολλού επαινείς τον Αίσωπον, που έχει κάμει, φαίνεται, μύθους διά το καθένα απ' αυτά”. | |
Καὶ ὁ Αἴσωπος, "ὅταν γε παίζῃ πρὸς ἐμὲ Χερσίας," εἶπε· "σπουδάζων δὲ τούτων Ὅμηρον εὑρετὴν ἀποδείκνυσι καί φησι τὸν μὲν Ἕκτορα |
Και ο Αίσωπος παρετήρησε: “Ναι, αλλά μόνον όταν αστειεύεται προς εμέ ο Χερσίας. Όταν ομιλή σοβαρά, παραδέχεται ως εφευρέτην αυτών τον Όμηρον190, και ισχυρίζεται ότι ο μεν Έκτωρ | |
164c |
γιγνώσκειν ἑαυτόν· τοῖς γὰρ ἄλλοις ἐπιτιθέμενος Αἴαντος ἀλέεινε μάχην Τελαμωνιάδαο· τὸν δ' Ὀδυσσέα τοῦ ‘μηδὲν ἄγαν’ ἐπαινέτην τῷ Διομήδει παρακελεύεσθαι Τυδείδη, μήτ' ἄρ' με μάλ' αἴνεε μήτε τι νείκει. τὴν δ' ἐγγύην οἱ μὲν ἄλλοι λοιδορεῖν αὐτὸν ὡς πρᾶγμα δείλαιον καὶ μάταιον οἴονται λέγοντα δειλαί τοι δειλῶν γε καὶ ἐγγύαι ἐγγυάασθαι, |
είχε γνώσιν του Γνώθι σαυτόν, διότι, ενώ με τους άλλους επολεμούσε, τον Αίαντα απόφευγε, το γιό του Τελαμώνος191 ο δε Οδυσσεύς ότι επαινεί το Μηδέν άγαν, όταν λέγη εις τον ΔιομήδηΤυδείδη, να μη μ' επαινής πολύ, μήτε και να με ψέγεις192, την εγγύησιν δε άλλοι μεν νομίζουν ότι την κατηγορεί σαν άχρηστον και κακόν πράγμα, όταν λέγηαν για κακούς εγγυηθής, κακό και συ θα πάθης·193 |
Χερσίας δ' οὑτοσί φησι τὴν Ἄτην ὑπὸ τοῦ Διὸς ῥιφῆναι τῇ ἐγγύῃ παραγιγνομένην ἣν ἐγγυησά- |
(σ. 106) ο Χερσίας όμως απ' εδώ λέγει, ότι ο Ζευς έρριψεν από τον ουρανόν κάτω εις την γην την Άτην194, διότι | |
164d |
μενος ὁ Ζεὺς ἐσφάλη περὶ τῆς τοῦ Ἡρακλέους γενέσεως." |
αυτή παρευρίσκετο, όταν έδωσεν εγγύησιν διά την γέννησιν του Ηρακλέους και ηπατήθη195”. |
Ὑπολαβὼν δ' ὁ Σόλων "οὐκοῦν," ἔφη, "καὶ τῷ σοφωτάτῳ πιστευτέον Ὁμήρῳ νὺξ δ' ἤδη τελέθει· ἀγαθὸν καὶ νυκτὶ πιθέσθαι. σπείσαντες οὖν Μούσαις καὶ Ποσειδῶνι καὶ Ἀμφιτρίτῃ διαλύωμεν εἰ δοκεῖ τὸ συμπόσιον." |
Και ο Σόλων τότε επρόσθεσε: “Πρέπει όμως να πιστεύωμεν τον σοφώτατον Όμηρον και όταν λέγη
ενύχτωσε κι είναι καλό να πείθεσαι στη νύχτα196, Ας κάμωμεν λοιπόν σπονδήν εις τας Μούσας και τον Ποσειδώνα και την Αμφιτρίτην197, και κατόπιν ας διαλύσωμεν, αν σας φαίνεται καλόν, το συμπόσιον”. |
|
Τοῦτ' ἔσχεν, ὦ Νίκαρχε, πέρας ἡ τότε συνουσία. |
Αυτό το τέλος, Νίκαρχε, είχεν η συγκέντρωσις που έγινε τότε. |
*
* *
Σημειώσεις
141. Περί της ταριχεύσεως των νεκρών υπό των Αιγυπτίων ίδε και Πορφύριον (Περί αποχής εμψύχων IV 10). Πρβλ. και Πλούτ. Περί σαρκοφαγίας 996e: Αἰγύπτιοι τῶν νεκρῶν τὴν κοιλίαν ἐξελόντες καὶ πρὸς τὸν ἥλιον ἀνασχίζοντες ἐκβάλλουσιν ὡς αἰτίαν ἁπάντων ὧν ὁ ἄνθρωπος ἥμαρτεν.
142. Διατί νεκρούς, εξηγεί κατωτέρω· θανατώνονται όλα όσα χρησιμεύουν προς τροφήν μας.
143. Ακριβέστερον οι Ορφικοί απέφευγον την τροφήν εκ των εμψύχων (Πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 782b).
144. Ο Πλούταρχος έχει γράψει Περί σαρκοφαγίας εις δύο βιβλία. Όσοι χορτοφάγοι επικαλούνται υπέρ της απόψεως των ότι δεν θέλουν να τρώγουν ζωντανά πράγματα, σοφίζονται· διότι και τα φυτά είναι ζωνταναί υπάρξεις.
145. Η ψυχή, κλεισμένη μέσα εις το σώμα και ασχολουμένη διαρκώς εις την εύρεσιν τροφής προς συντήρησίν της, παρομοιάζεται με τον δούλον ή τον όνον, ο οποίος μέσα εις τον μύλον μόνην ασχολίαν έχει να γυρίζη με σκεπασμένα μάτια την μυλόπετραν· όπως συμβαίνει σήμερον εις τα μαγγανοπήγαδα.
146. Ο Πλούταρχος εις τα Υγιεινά παραγγέλματα 133b, αναφερόμενος εις σκηνήν του Μενάνδρου, καθ' ην νέοι, προς αποφυγήν του πειρασμού αυλητρίδων που παρευρίσκονται εις το δείπνον, επιδίδονται εις το φαγητόν, προσθέτει: "Οἱ δὲ φιλόλογοι πολλὰς καὶ καλὰς καὶ ἡδείας ἀπόψεις καὶ ἀποστροφὰς ἔχουσιν, ἤνπερ ἄλλως μὴ δύνωνται τὸ κυνικὸν καὶ θηριῶδες τῶν ὀρέξεων κατέχειν παρακειμένης τραπέζης".
147. Εκατομφόνια είναι θυσία εις τους θεούς διά τον φόνον 100 εχθρών. Πρώτος έκαμε τοιαύτην θυσίαν ο Μεσσηνίας Αριστομένης φονεύσας 100 Λακεδαιμονίους, μεταξύ των οποίων και τον βασιλέα της Σπάρτης Θεόπομπον. Τρεις μάλιστα τοιαύτας θυσίας ετέλεσεν, ως εκαυχώντο οι συμπολΐται του. Πρβλ. Βίον Ρωμύλου 25: "ὅπου γε καὶ Μεσσήνιοι κόμπῳ χρήσασθαι δοκοῦσιν, περὶ Ἀριστομένους λέγοντες ὡς τρὶς ἑκατομφόνια θύσειεν ἀπὸ Λακεδαιμονίων" (Πρβλ. και Παυσανίαν 4,19,2). Δι' αυτό παρέμεινεν η συνήθεια και εις αυτούς.
148. Πρβλ. Ὅτι οὐδ' ἡδέως ζῆν ἐστι κατ' Ἐπίκουρον 1087d: "Ὁ χρόνος τούτων (τῶν ἡδονῶν) οὐ πολὺς, ἀλλ' ὥσπερ οἱ διᾴττοντες ἔξαψιν ἅμα καὶ σβέσιν ἐν τῇ σαρκὶ λαμβάνουσι". Και Πλάτ. Γοργ. 493e.
149. Αυτά εναντίον του σώματος λέγονται και εις τον Φαίδωνα 66b κέξ.
150. Ταύτα επαναλαμβάνει και ο Πορφύριος (Περί αποχής εμψύχων IV 20 σ. 265 Nauck).
151. Aι 50 θυγατέρες του Δαναού, που εσκότωσαν τους συζύγους των και κατεδικάσθησαν εις τον Άδην να γεμίζουν ένα πίθον τρυπημένον, εξ ου η παροιμία Πίθος Δαναΐδων.
152. Εις τους αγώνας και τας εορτάς αι πόλεις έστελλον προς συμμετοχήν ιδιαιτέρους αντιπροσώπους· η αποστολή αυτή ελέγετο θεωρία. Εδώ θεωρία είναι η εορταστική πομπή.
153. Πρβλ. το του συγγραφέως προς Δημόνικον 22: "Προσήκειν ἡγοῦ τοῖς πονηροῖς ἀπιστεῖν, ὥσπερ τοῖς χρηστοῖς πιστεύειν".
154. Ο διθύραμβος ήτο είδος ποιήματος, το οποίον εψάλλετο προς τιμήν του θεού Διονύσου, ενίοτε δε και του Απόλλωνος, γύρω εις τον βωμόν, συνωδεύετο δε και με χορόν. Το περιεχόμενον του ήτο λυρικόν και θρησκευτικόν. Βραδύτερον ανεπτύχθη εις ιδιαίτερον είδος ποιήσεως. Πρβλ. διά λεπτομερείας Αριστοτέλους Ποιητικήν εκδ. Ι. Συκουτρή σ. 13,4.
155. Οι κιθαρωδοί έφεραν ιδιαιτέραν χρυσοποίκιλτον ενδυμασίαν με ποδήρη χιτώνα και στέφανον, διότι εθεωρούντο ότι ετέλουν θείον λειτούργημα — ακριβώς όπως τα άμφια των ιερέων σήμερον.
156. Οι κύκνοι, κατά την γνωστήν παράδοσιν, ψάλλουν ωραιότατα; προ του θανάτου των, εξ ου το κύκνειον άσμα. Ο Πλούταρχος περιγράφων την απάθειαν του Αρίονος προ του θανάτου μιμείται τον Πλάτωνα εις την περιγραφήν του θανάτου του Σωκράτους (Φαίδων 84e), ο οποίος ακριβώς μεταχειρίζεται την ιδίαν σύγκρισιν με τους κύκνους.
157. Νόμος εις την αρχαίαν μουσικήν ήτο μελωδικός και ρυθμικός τρόπος ή ωδή, την οποίαν συνώδευε κιθάρα· ελέγετο δε τότε κιθαρωδικός νόμος. Πυθικός νόμος ήτο ωδή με συνοδείαν κιθάρας, η οποία εψάλλετο εις τους Πυθικούς αγώνας και είχεν ως θέμα την πάλην του Απόλλωνος με τον δράκοντα Πύθωνα και την νίκην του θεού, διά την οποίαν έλαβε το όνομα Πύθιος. Περί των νόμων ίδε Αριστοτέλους Ποιητικήν έκδ. Ι. Συκουτρή σ. 14, 1.
158. Ο Πλούταρχος διηγείται εδώ με ζωηρά χρώματα και ποιητικάς εξάρσεις την διάσωσιν του Αρίονος, σαν να ήθελε να συναγωνισθή τον Ηρόδοτον (1,24), εις τον οποίον οφείλεται η πρώτη και αρχαιοτέρα περιγραφή του αυτού μυθικού γεγονότος.
159. Κατά τον γνωστόν στίχον: "Ἔστι Δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ".
160. Το στάδιον ως μέτρον μήκους είχεν 600 πόδας (185 μέτρα).
161. Έτσι δεν ημπορούσε να κινηθή γρήγορα το πλοίον χωρίς άνεμον.
162. Παράσημον ελέγετο η ξυλόγλυπτος μορφή, που εστόλιζε την πρώραν των πλοίων και έδιδε πολλάκις τ' όνομά της εις αυτά — όπως συνέβαινε και με τα πλοία των Ελλήνων κατά την Επανάστασιν.
163. Αναφέρεται εις τον υπαινιγμόν του Σόλωνος ανωτέρω σ. 37,5.
164. Πρόκειται περί του Μελικέρτου, του υιού της Ινούς και του Αθάμαντος, ο οποίος ήτο υιός του Αιόλου, βασιλεύς του Ορχομενού και σύζυγος πρώτον της Νεφέλης και έπειτα της Ινούς, θυγατρός του Κάδμου και της Αρμονίας. Κατά την μυθικήν παράδοσιν, η Ινώ εδιώχθη από τον σύζυγόν της, ως επιβουλεύσασα τα εκ της Νεφέλης τέκνα του Φρίξον και Έλλην, και ερρίφθη εις την θάλασσαν μαζί με το τέκνον της Μελικέρτην. Τούτο όμως εσώθη από δελφίνια και μετεκομίσθη εις τον Ισθμόν της Κορίνθου, όπου ετιμάτο ύστερον με θυσίας και αγώνας ως ήρως Παλαίμων (Παυσ. 1,44,7). Η διήγησις συνδέεται με την Κόρινθον· διά τούτο την αναφέρει ο Διοκλής.
165. Ούτοι ωνομάζοντο Γανύκτωρ και Αμφιφάνης και ήσαν υιοί του Φηγέως· η αδελφή των Κτιμένη ή Κλυμένη εφέρετο ως μήτηρ του ποιητού Στησιχόρου εκ του Ησιόδου, ο οποίος κατ' άλλην παράδοσιν είχε διαφθείρει αυτός την κόρην. Κατ' άλλους Γανύκτωρ ήτο ο πατήρ, οι δε υιοί Κτίμενος και Άντιφος.
166. Το Λοκρικόν Νέμειον ήτο πλησίον της Λοκρικής πόλεως Οινόης. Πρβλ. Θουκυδ. 3,96: "αὐλισάμενος δὲ τῷ στρατῷ ἐν τῷ Διὸς τοῦ Νεμείου ἱερῷ, ἐν ᾧ Ἡσίοδος ὁ ποιητὴς λέγεται ὑπὸ τῶν ταύτῃ ἀποθανεῖν χρησθὲν αὐτῷ ἐν Νεμέᾳ τοῦτο παθεῖν". Κατά τον Πρόκλον (Σχόλια εις Ησίοδον) εδόθη εις τον Ησίοδον ο εξής χρησμός:
167. Ποταμός της Λοκρίδος προς Α. της Ναυπάκτου. Σήμερον λέγεται Μόρνος.
168. Πόλις εις το νοτιώτατον της Αιτωλίας κατά την είσοδον του Κορινθιακού κόλπου, απέχουσα δίωρον προς τα ΝΔ. της Ναυπάκτου· εξ αυτής ωνομάσθη και το ακρωτήριον Μολυκρικόν Ρίον, το κατόπιν Αντίρριον. Εκεί το 1925 ο Ορλάνδος εύρεν ερείπια ναού του Ποσειδώνος (Αρχαιολ. Δελτίον 9, Παράρτ. σ. 55—64).
169. Oι φονείς, κατά την παράδοσιν, ανεκαλύφθησαν διά των σκύλλων του Ησιόδου, οι οποίοι, όταν τους είδαν, ήρχισαν να υλακτούν και έδωσαν αφορμήν εις την αναγνώρισίν των.
170. Πόλις της Βοιωτίας παρά την Λεβάδειαν· σήμερον λέγεται Σκριπού.
171. Ο Παυσανίας (9,38,3) αναφέρει, ότι οι Ορχομένιοι, με την βοήθειαν χρησμού, εύρον τον τάφον και μετέφεραν τα οστά, κατέθεσαν δε αυτά εις τον θησαυρόν του Μινύου. Αλλά την εποχήν των 7 Σοφών δεν είχε γίνει η μετακομιδή.
172. Πλησίον της Λέσβου, αλλ' άγνωστος η ακριβής θέσις του.
173. Η Αμφιτρίτη ήτο θεά της θαλάσσης και σύζυγος του Ποσειδώνος, αι δε Νηρηίδες θυγατέρες του Νηρέως νύμφαι της θαλάσσης. Ο Ποσειδών ελατρεύετο συχνά υπό την μορφήν ταύρου· εντεύθεν και το θύμα που προσφέρεται εις αυτόν είναι ταύρος.
174. Ως γνωστόν, διά κάθε αποικίαν οι Έλληνες εζήτουν συμβουλήν από το μαντείον των Δελφών.
175. Τα περί Ενάλου και της διασώσεως του υπό δελφίνων διηγείται ο Πλούταρχος και αλλαχού (Πότερα τῶν ζῴων φρονιμώτερα 984e). Επίσης ο Αθήναιος 466c, αλλά κατ' άλλον τρόπον. Και ο μεν Πλούταρχος λέγει ότι έχει την πληροφορίαν από τον Λέσβιον Μυρσίλον, ο δε Αθήναιος από τον Αθηναίον Αντικλείδην.
176. Εις τον Αθήναιον άλλως αναφέρεται ο μύθος: Όταν η παρθένος κατά τον χρησμόν ερρίφθη εις την θάλασσαν, έπεσε και ο Έναλος διά να την σώση κολυμβών· εκαλύφθησαν όμως και οι δύο από το κύμα. Μετά καιρόν, από ένα μεγάλο κύμα, που υψώθη γύρω εις την Λέσβον, εξήλθε κολυμβών ο Έναλος με ένα ωραιότατον χρυσούν ποτήριον εις το χέρι· και τότε διηγείτο, ότι η παρθένος μένει μαζί με τας Νηρηίδας, αυτός δε, όταν ήτο εκεί, έβοσκε τους ίππους του Ποσειδώνος.
177. Κάθε τι το ασυνήθιστον και απροσδόκητον δεν είναι και αδύνατον· διά τούτο ο άνθρωπος δεν πρέπει να είναι υπερβολικός ούτε εις την πίστιν ούτε εις την δυσπιστίαν του.
178. Ο Θαλής εξ αφορμής του μαγνήτου παρεδέχετο ότι πανταχού υπάρχει ψυχή (βλ. και Diels, Vorsokr. I A 22).
179. Ομοίως ο Πλούταρχος αλλαχού (Περὶ τοῦ μὴ χρᾶν ἔμμετρα νῦν τὴν Πυθίαν 404b) λέγει: "σῶμα μὲν ὀργάνοις χρῆται πολλοῖς, αὐτῷ δὲ σώματι ψυχὴ καὶ μέρεσι τοῖς σώματος· ψυχὴ δ' ὄργανον θεοῦ γέγονε".
180. Αι πράξεις των ανθρώπων άλλοτε μεν υπαγορεύονται από καθαρώς σωματικάς ανάγκας, και τότε η ψυχή μένει αμέτοχος, άλλοτε δε από τας ορμάς της ψυχής, και τότε είναι πνευματικώτεραι και ηθικώτεραι.
181. Διά τους αρχαίους όλα τα μετεωρολογικά φαινόμενα, κεραυνοί (πύρ), άνεμοι, θύελλαι (πνεύμα), τρικυμίαι, βροχαί κλπ. ήσαν εκδηλώσεις θείας ευμενείας ή δυσμενείας.
182. Ο Πλούταρχος αναφέρει αλλαχού (Βίος Δημητρ. 19,9 και Ὑγιεινὰ Παραγγέλματα 133a), ότι οι Σκύθαι συνήθιζαν, όταν έπιναν, να παίζουν με τον δάκτυλον την χορδήν των τόξων των, "οἷον ἐκλυόμενον ὑπὸ τῆς ἡδονῆς ἀνακαλούμενοι τὸν θυμόν".
183. Η εικών του τόξου και της λύρας δεν έχει εκλεγή τυχαίως· η ψυχή παρεβλήθη ήδη υπό των Πυθαγορείων και του Πλάτωνος (Φαίδ. 85e κεξ.) προς αρμονίαν τόξου και λύρας.
184. Εις την Κόρινθον εκυβέρνων ολιγαρχικώς οι Βακχιάδαι. Ένας από αυτούς είχε θυγατέρα χωλήν, την Λάβδαν, την οποίαν κανείς από τους Βακχιάδας δεν ήθελε να λάβη σύζυγον· διά τούτο εδόθη αύτή εις τον Ηετίωνα, άνθρωπον ταπεινής καταγωγής. Εδόθη όμως και χρησμός, ότι το εξ αυτής γεννηθέν θα γίνη τύραννος της Κορίνθου. Διά τούτο, όταν αυτή εγέννησεν άρρεν, οι Βακχιάδαι επήγαν να το σκοτώσουν· το βρέφος όμως εμειδίασεν εις αυτούς και το ελυπήθησαν. Ότε κατόπιν μετανοήσαντες επέστρεψαν διά να εκτελέσουν τον σκοπόν των, δεν το εύρον, διότι η Λάβδα το είχε κρύψει μέσα εις κυψέλην. Εκ τούτου έλαβε το όνομα Κύψελος ο μετά ταύτα τύραννος της Κορίνθου και πατήρ του Περιάνδρου (Ηρόδοτ. 5, 92).
185. Αναφέρεται εις τον θησαυρόν των Κορινθίων, τον οποίον έκτισεν ο Κύψελος. Εκεί ευρίσκετο ως αφιέρωμα χάλκινος φοίνιξ, εις την ρίζαν του οποίου ήσαν τορνευμένοι βάτραχοι. Την σημασίαν αυτών εξηγεί δια μακρών, όχι όμως και μετά βεβαιότητος ο Πλούταρχος Περὶ τοῦ μὴ χρᾶν ἔμμετρα νῦν τὴν Πυθίαν 399e.
186. Όσοι εξήγησαν το εγγύα = γάμος. "Ἐγγύα πάρα δ' ἄτα": γάμος και δίπλα του η συμφορά.
187. Όσοι εξέλαβον το εγγύα ως εγγύησιν υπέρ φίλου.
188. Όσοι το εξήγησαν ως διαβεβαίωσιν εν γένει· διότι πάσαν διαβεβαίωσιν θεωρούν πηγήν ζημίας και συμφοράς.
189. Αι περισσότεραι πηγαί αναφέρουν μόνον τα δύο πρώτα ως δελφικά γνωμικά.
190. Ως ποιητής ο Χερσίας αγαπά να ανάγη την αρχήν της επινοήσεως των τριών γνωμικών εις τον αρχηγέτην της τάξεώς του, τον Όμηρον.
191. Ο Έκτωρ φαίνεται ότι εφαρμόζει το Γνῶθι σαυτόν, διότι, ενώ μάχεται επιτυχώς εναντίον όλων των άλλων, αποφεύγει να συνάντηση τον Αίαντα, επειδή γνωρίζει ότι δεν είναι εύκολον να τον καταβάλη.
192. Ο Οδυσσεύς λέγων εις τον Τυδείδην, ο οποίος τον εξέλεξε συνοδόν του εις την νυκτερινήν κατασκόπευσιν και τον εγκωμιάζει ζωηρώς, ότι δεν πρέπει μήτε να τον επαινή υπερβολικά μήτε να τον ψέγη, συνιστά το Μηδέν άγαν.
193. Πρόκειται ττερί της σκανδαλώδους εκείνης σκηνής (Οδύσσ. θ 266-366), καθ' ην ο Ήφαιστος συλλαμβάνει διά δικτύου την σύζυγόν του Αφροδίτην συγκοιμωμένην μαζί με τον θεόν του πολέμου Άρην. Ο μοιχός θεός οφείλει να πληρώση πρόστιμον εις τον ατυχή Ήφαιστον, ο δε Ποσειδών προτείνει να γίνη εγγυητής του· τότε ο Ήφαιστος του δίδει την ανωτέρω απάντησιν, εις την οποίαν υπάρχει η έννοια του "Ἐγγύα πάρα δ' ἄτα".
194. Η λέξις "ἄτη" εκ του "ἀάω" (βλάπτω) σημαίνει βλάβην, ζημίαν. Ακριβεστάτη ερμηνεία αυτής υπό Ι. Συκουτρή (Συμπόσιον Πλάτωνος σελ. 104 υποσ. 3). Ο Όμηρος (Ιλ. Τ 91-133) προσωποποιεί την Άτην ως θυγατέρα του Διός, η οποία έβλαψε και αυτόν τον πατέρα της, διό εξεδιώχθη από τον ουρανόν.
195. Τα τρία ταύτα γνωμικά ερμηνεύει και ο Διόδωρος (9,9,2-4) ως εξής: "Τὸ γὰρ Γνῶθι σαυτὸν παραγγέλλει παιδευθῆναι καὶ φρόνιμον γενέσθαι· οὕτω γὰρ ἂν τις ἑαυτὸν γνοίη ... τὸ δὲ Μηδὲν ἄγαν μετριάζειν ἐν πᾶσι καὶ μηδὲ περὶ ἑνὸς τῶν ἀνθρωπίνων τελέως διορίζεσθαι.... τὸ δὲ Ἐγγύα πάρα δ' ἄτα τινὲς ὑπέλαβον γάμον ἀπαγορεύειν· τὴν γὰρ τοῦ γάμου σύνθεσιν παρὰ τοῖς πλείστοις τῶν Ἑλλήνων ἐγγύην ὀνομάζεσθαι, καὶ βεβαιωτὴς ὁ κοινὸς βίος, ἐν ᾧ πλείσται καὶ μέγισται γίνονται συμφοραὶ διὰ τὰς γυναίκας, ἔνιοι δὲ .... τὴν ἄτην ἀποφαίνονται ἐγγύαις ταῖς ἐπὶ τῶν συμβολαίων καὶ ταῖς ὑπὲρ τῶν ἄλλων διομολογήσεσι περὶ χρημάτων". Ανάλογον το σημερινόν "Εγγυητής και πληρωτής". Τα γνωμικά ταύτα, τα οποία απεδίδοντο πότε εις τον ένα πότε εις τον άλλον εκ των 7 Σοφών, ήσαν περιώνυμα εις την Αρχαιότητα. Πρβλ. Πλούταρχον Περὶ τοῦ ΕΙ τοῦ ἐν Δελφοῖς 385d: "ὅρα δὲ καὶ ταυτὶ τὰ προγράμματα, τὸ Γνῶθι σαυτὸν καὶ τὸ Μηδὲν ἄγαν, ὅσας ζητήσεις κεκίνηκε φιλοσόφους καὶ ὅσον λόγων πλῆθος ἀφ' ἑκάστου καθάπερ ἀπὸ σπέρματος ἀναπέφυκεν".
196. Όπως ο κήρυξ Ιδαίος με τον στίχον τούτον (Ιλ. Η 282) παύει την μονομαχίαν του Έκτορος και του Αίαντος, έτσι και ο Σόλων διακόπτει τας συζητήσεις των 7 Σοφών.
197. Αι σπονδαί γίνονται προς τιμήν των Μουσών, διότι το συμπόσιον ήτο των 7 Σοφών προς τιμήν του Ποσειδώνος, διότι εις αυτόν, ως θεόν της θαλάσσης, απεδόθη η διάσωσις του Αρίονος ή και διότι ήτο πολιούχος της Κορίνθου και είχε ναόν εις το Λέχαιον. Αλλά διατί και προς τιμήν της Αμφιτρίτης; Ο Wilamowitz εικάζει μετά τινος πιθανότητος, ότι θα έπρεπε να γραφή "Αφροδίτης", διότι η θεά αυτή και ναόν είχεν εις το Λέχαιον και θυσία έγινεν εις αυτήν υπό του Περιάνδρου κατά την ημέραν του συμποσίου 146c.
*