[ Γ' Στάσιμο ] | [ Διάρθρωση ] |
μετάφραση: Ι. Γρυπάρη
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
ἦ μὴν ἔτι Ζεύς,
καίπερ αὐθάδης φρενῶν,
ἔσται ταπεινός, οἷον ἐξαρτύεται γάμον γαμεῖν, ὃς αὐτὸν ἐκ τυραννίδος |
Κι όμως μ' όλη
την έπαρση του νου του ο Δίας
θα γίνει ακόμα ταπεινός· γιατί έναν τέτοιο γάμο ετοιμάζεται να κάμει, που απ' το θρόνο |
|
910 | θρόνων τ᾽ ἄιστον
ἐκβαλεῖ· πατρὸς δ᾽ ἀρὰ
Κρόνου τότ᾽ ἤδη παντελῶς κρανθήσεται, ἣν ἐκπίτνων ἠρᾶτο δηναιῶν θρόνων. τοιῶνδε μόχθων ἐκτροπὴν οὐδεὶς θεῶν δύναιτ᾽ ἂν αὐτῷ πλὴν ἐμοῦ δεῖξαι σαφῶς. |
κι απ' την αρχή
του ολοάφαντο θενά τον ρίξει-
κι έτσι θα πιάσει ολότελα τότε η κατάρα που του 'δίνε ο πατέρας του ο Κρόνος, όταν γκρεμνίζονταν απ' τους πανάρχαιους του θρόνους. Μα πώς να στρέψει τέτοια συμφορά, κανένας |
915 | ἐγὼ τάδ᾽ οἶδα
χᾦ τρόπῳ. πρὸς ταῦτά νυν
θαρσῶν καθήσθω τοῖς πεδαρσίοις κτύποις πιστός, τινάσσων τ᾽ ἐν χεροῖν πύρπνουν βέλος. |
δε θα είχε άλλος
θεός άσφαλτο να του δείξει
έξω από με· μόν' εγώ ξέρω πώς και πότε. Μα τώρα ας κάθεται άγνοιαστος και θαρρεμένος στους ψηλόβροντους χτύπους του και μες στα χέρια τινάζοντας τα πύρινα τ' αστροπελέκια· |
οὐδὲν γὰρ αὐτῷ
ταῦτ᾽ ἐπαρκέσει τὸ μὴ οὐ
πεσεῖν ἀτίμως πτώματ᾽ οὐκ ἀνασχετά· |
όμως καθόλου
αυτά δε θενά τον γλιτώσουν
απ' το άτιμο το πέσιμο στην καταφρόνια |
|
920 | τοῖον παλαιστὴν
νῦν παρασκευάζεται
ἐπ᾽ αὐτὸς αὑτῷ, δυσμαχώτατον τέρας· ὃς δὴ κεραυνοῦ κρείσσον᾽ εὑρήσει φλόγα, βροντῆς θ᾽ ὑπερβάλλοντα καρτερὸν κτύπον· θαλασσίαν τε γῆς τινάκτειραν νόσον |
γιατί ετοιμάζει
τώρα ο ίδιος του εαυτού του
αντίπαλο απολέμητο, τέρας αντρείας, που πιο καλή απ' τον κεραυνό θενά 'βρει φλόγα, κι ανώτερο από τη βροντή τρομερό χτύπο, και που στάχτη θα κάμει και του Ποσειδώνα |
925 | τρίαιναν, αἰχμὴν
τὴν Ποσειδῶνος, σκεδᾷ.
πταίσας δὲ τῷδε πρὸς κακῷ μαθήσεται ὅσον τό τ᾽ ἄρχειν καὶ τὸ δουλεύειν δίχα. |
την κοσμοσείστρα
τρίαινα, σύνεργο ολέθρου.
Μα όταν πέσει σ' αυτή τη συμφορά, θα μάθει πως άλλο να 'ν' κανείς αφέντης κι άλλο δούλος. |
Χορός | Χορός | |
σύ θην ἃ χρῄζεις, ταῦτ᾽ ἐπιγλωσσᾷ Διός. | Τι σε συμφέρει κακομελετάς του Δία. | |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
ἅπερ τελεῖται, πρὸς δ᾽ ἃ βούλομαι λέγω. | Όσα θα γίνουν κι όσα επιθυμώ προλέγω. | |
Χορός | Χορός | |
930 | καὶ προσδοκᾶν χρὴ δεσπόσειν Ζηνός τινα; | Κι είναι να ελπίζεις πως ποτέ θα πέσει ο Δίας; |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
καὶ τῶνδέ γ᾽, ἕξει δυσλοφωτέρους πόνους. | Κι άλλα πιο αβάσταχτ' απ' αυτά κακά θα πάθει. | |
Χορός | Χορός | |
πῶς δ᾽ οὐχὶ ταρβεῖς τοιάδ᾽ ἐκρίπτων ἔπη; | Και δε φοβάσαι εσύ να πετάς τέτοια λόγια; | |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
τί δ᾽ ἂν φοβοίμην ᾧ θανεῖν οὐ μόρσιμον; | Τι να φοβούμαι, αφού δεν μπορεί να πεθάνω; | |
Χορός | Χορός | |
ἀλλ᾽ ἆθλον ἄν σοι τοῦδ᾽ ἔτ᾽ ἀλγίω πόροι. | Μα ίσως και σ' άλλους πιο σκληρούς σε ρίξει μόχτους. | |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
935 | ὁ δ᾽ οὖν ποιείτω· πάντα προσδοκητά μοι. | Ό,τι έχει ας κάμει, κι όλα εγώ τα περιμένω. |
Χορός | Χορός | |
οἱ προσκυνοῦντες τὴν Ἀδράστειαν σοφοί. | Είναι σοφοί, μπρος στην Αδράστεια όσοι σκύβουν. | |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
σέβου, προσεύχου,
θῶπτε τὸν κρατοῦντ᾽ ἀεί.
ἐμοὶ δ᾽ ἔλασσον Ζηνὸς ἢ μηδὲν μέλει. δράτω, κρατείτω τόνδε τὸν βραχὺν χρόνον, |
Σέβου, προσκυνά,
χάιδευε πάντα σου εκείνον
που κρατά την αρχή· μα εγώ το Δία πιο λίγο ψηφώ κι απ' το μηδέν· ας κυβερνά κι ας κάνει της κεφαλής του, όσος καιρός του μένει ακόμα· |
|
940 | ὅπως θέλει·
δαρὸν γὰρ οὐκ ἄρξει θεοῖς.
ἀλλ᾽ εἰσορῶ γὰρ τόνδε τὸν Διὸς τρόχιν, τὸν τοῦ τυράννου τοῦ νέου διάκονον· πάντως τι καινὸν ἀγγελῶν ἐλήλυθεν. |
γιατί δε θα 'ναι
των θεών κύριος για πάντα.
Μα βλέπω τώρα αυτό του Δία τον ταχυδρόμο, του νέου του βασιλιά τον πρόθυμο υπηρέτη, που κάποιο βέβαια μήνυμα θα 'ρθε να φέρει. |
Ἑρμῆς | Ερμής | |
σὲ τὸν σοφιστήν, τὸν πικρῶς ὑπέρπικρον, | Σε σένα το σοφό, που 'σαι γιομάτος πίκρα, | |
945 | τὸν ἐξαμαρτόντ᾽
εἰς θεοὺς ἐφημέροις
πορόντα τιμάς, τὸν πυρὸς κλέπτην λέγω· πατὴρ ἄνωγέ σ᾽ οὕστινας κομπεῖς γάμους αὐδᾶν, πρὸς ὧν ἐκεῖνος ἐκπίπτει κράτους. καὶ ταῦτα μέντοι μηδὲν αἰνικτηρίως, |
που στους θεούς
αμάρτησες και πήες να δώσεις
στους ανθρώπους τιμές, της φωτιάς λέω τον κλέφτη, στέλνει ο πατέρας προσταγή να φανερώσεις αυτούς τους γάμους, που κομπάζεις πως θα γίνουν τάχ' αφορμή τους θρόνους του να χάσει εκείνος· κι αυτά, όχι μ' αινίγματα και στριφτά λόγια |
950 | ἀλλ᾽ αὔθ᾽ ἕκαστα
φράζε· μηδέ μοι διπλᾶς
ὁδούς, Προμηθεῦ, προσβάλῃς· ὁρᾷς δ᾽ ὅτι Ζεὺς τοῖς τοιούτοις οὐχὶ μαλθακίζεται. |
μα ένα προς ένα
ξάστερα, μηδέ με βάλεις
να κάμω διπλούς δρόμους, γιατί βέβαια βλέπεις πως δε μαλάζεται εύκολα ο Δίας με τέτοια. |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
σεμνόστομός
γε καὶ φρονήματος πλέως
ὁ μῦθός ἐστιν, ὡς θεῶν ὑπηρέτου. |
Μεγαλόστομα
λόγια κι έπαρση γιομάτα
καθώς ταιριάζουν στων θεών τον υπηρέτη. |
|
955 | νέον νέοι κρατεῖτε
καὶ δοκεῖτε δὴ
ναίειν ἀπενθῆ πέργαμ᾽· οὐκ ἐκ τῶνδ᾽ ἐγὼ δισσοὺς τυράννους ἐκπεσόντας ᾐσθόμην; τρίτον δὲ τὸν νῦν κοιρανοῦντ᾽ ἐπόψομαι αἴσχιστα καὶ τάχιστα. μή τί σοι δοκῶ |
Νέοι, με χθεσινή
εξουσία και θαρρείτε
πως πύργους έχετ' άπαρτους· μα εγώ δεν είδα δυο βασιλιάδες απ' αυτούς να γκρεμνιστούνε; και τρίτο αυτόν θα δω, που βασιλεύει τώρα, πολύ γρήγορα και άτιμα· μήπως σου μοιάζω |
960 | ταρβεῖν ὑποπτήσσειν
τε τε τοὺς νέους θεούς;
πολλοῦ γε καὶ τοῦ παντὸς ἐλλείπω. σὺ δὲ κέλευθον ἥνπερ ἦλθες ἐγκόνει πάλιν· πεύσῃ γὰρ οὐδὲν ὧν ἀνιστορεῖς ἐμέ. |
πως δείλιασα
και σκιάχτηκα τους νέους θεούς σου;
μακριά από μένα αυτή η ντροπή· μα εσύ το δρόμο που πήρες να 'ρθεις, βιάσου να γυρίσεις πάλι κι απ' όσα με ρωτάς τίποτα δε θα μάθεις. |
Ἑρμῆς | Ερμής | |
τοιοῖσδε μέντοι καὶ πρὶν αὐθαδίσμασιν | Μα με τις τέτοιες σου και πριν τις κομποφάνειες(1) | |
965 | ἐς τάσδε σαυτὸν πημονὰς καθώρμισας. | σ' αυτές τις συμφορές καλό λιμάνι βρήκες. |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
τῆς σῆς λατρείας
τὴν ἐμὴν δυσπραξίαν,
σαφῶς ἐπίστασ᾽, οὐκ ἂν ἀλλάξαιμ᾽ ἐγώ. κρεῖσσον γὰρ οἶμαι τῇδε λατρεύειν πέτρᾳ ἢ πατρὶ φῦναι Ζηνὶ πιστὸν ἄγγελον. |
Μ' αυτή σου, ξέρε
το καλά, τη λάτρα που 'χεις
εγώ ποτέ δε θ' άλλαζα τη συμφορά μου· και βέβαια πιο καλά σ' αυτό το βράχο σκλάβος παρά να ' μαι άγγελος πιστός του Δία πατέρα. |
|
970 | οὕτως ὑβρίζειν τοὺς ὑβρίζοντας χρεών. | Έτσι δίκιο να βρίζονται κείνοι που βρίζουν. |
Ἑρμῆς | Ερμής | |
χλιδᾶν ἔοικας τοῖς παροῦσι πράγμασι. | Τα 'χεις καμάρι φαίνεται τα βάσανα σου. | |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
χλιδῶ; χλιδῶντας
ὧδε τοὺς ἐμοὺς ἐγὼ
ἐχθροὺς ἴδοιμι· καὶ σὲ δ᾽ ἐν τούτοις λέγω. |
Καμάρι; έτσι
άμποτε να δω να καμαρώνουν
οι εχθροί οι δικοί μου· και μ' αυτούς και σένα βάζω. |
|
Ἑρμῆς | Ερμής | |
ἦ κἀμὲ γάρ τι συμφοραῖς ἐπαιτιᾷ; | Μη ρίχνεις τάχα φταίξιμο γι' αυτά και μένα; | |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
975 | ἁπλῷ λόγῳ τοὺς
πάντας ἐχθαίρω θεούς,
ὅσοι παθόντες εὖ κακοῦσί μ᾽ ἐκδίκως. |
Μ' ένα λόγο, μισώ
τους θεούς όλους, όσοι
είδαν καλό κι έτσι άδικα μου το πληρώνουν. |
Ἑρμῆς | Ερμής | |
κλύω σ᾽ ἐγὼ μεμηνότ᾽ οὐ σμικρὰν νόσον. | Βλάβη έχει ο νους σου όχι μικρή μ' αυτά π' ακούω. | |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
νοσοῖμ᾽ ἄν, εἰ νόσημα τοὺς ἐχθροὺς στυγεῖν. | Ίσως, αν να μισείς εχθρούς του νου είναι βλάβη. | |
Ἑρμῆς | Ερμής | |
εἴης φορητὸς οὐκ ἄν, εἰ πράσσοις καλῶς. | Θενά 'σουν όχι υποφερτός, αν ευτυχούσες. | |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
<ὤμοι.> | Αλίμονο! | |
Ἑρμῆς | Ερμής | |
980 | ὤμοι; τόδε Ζεὺς τοὔπος οὐκ ἐπίσταται. | Αλίμονο, το λόγο αυτό δεν ξέρει ο Δίας. |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
ἀλλ᾽ ἐκδιδάσκει πάνθ᾽ ὁ γηράσκων χρόνος. | Μα όλα ο χρόνος που γερνά μας τα μαθαίνει. | |
Ἑρμῆς | Ερμής | |
καὶ μὴν σύ γ᾽ οὔπω σωφρονεῖν ἐπίστασαι. | Κι όμως εσύ δεν έμαθες ακόμα γνώση. | |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
σὲ γὰρ προσηύδων οὐκ ἂν ὄνθ᾽ ὑπηρέτην. | Αλήθεια, αλλιώς με δούλο εσέ δε θα μιλούσα. | |
Ἑρμῆς | Ερμής | |
ἐρεῖν ἔοικας οὐδὲν ὧν χρῄζει πατήρ. | Φαίνεται δε θα πεις ό,τι ζητά ο πατέρας. | |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
985 | καὶ μὴν ὀφείλων γ᾽ ἂν τίνοιμ᾽ αὐτῷ χάριν. | Μα βέβαια, χάρη που χρωστώ να του πληρώσω! |
Ἑρμῆς | Ερμής | |
ἐκερτόμησας δῆθεν ὡς παῖδ᾽ ὄντα με. | Σαν να 'μουν δηλαδή παιδί με περιπαίζεις. | |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
οὐ γὰρ σὺ παῖς
τε κἄτι τοῦδ᾽ ἀνούστερος
εἰ προσδοκᾷς ἐμοῦ τι πεύσεσθαι πάρα; οὐκ ἔστιν αἴκισμ᾽ οὐδὲ μηχάνημ᾽ ὅτῳ |
Παιδί κι ακόμα
πιο άμυαλος δεν είσαι τάχα,
αν περιμένεις τίποτ' από με να μάθεις; μα δεν υπάρχει βάσανο και καμιά τέχνη |
|
990 | προτρέψεταί
με Ζεὺς γεγωνῆσαι τάδε,
πρὶν ἂν χαλασθῇ δεσμὰ λυμαντήρια. πρὸς ταῦτα ῥιπτέσθω μὲν αἰθαλοῦσσα φλόξ, λευκοπτέρῳ δὲ νιφάδι καὶ βροντήμασι χθονίοις κυκάτω πάντα καὶ ταρασσέτω. |
που ο Δίας θα
με κατάφερνε το μυστικό μου
να πω, πριν τ' άτιμα μου αυτά δεσμά λυθούνε. Κι έτσι λοιπόν ας πάει να σκα η πυρφόρα η φλόγα, με τουλούπες(2) λευκόφτερες χιονιάς κι υπόγειους ας σει τα πάντα βροντισμούς κι ας συνταράζει, |
995 | γνάμψει γὰρ
οὐδὲν τῶνδέ μ᾽ ὥστε καὶ φράσαι
πρὸς οὗ χρεών νιν ἐκπεσεῖν τυραννίδος. |
μα εμένα τίποτ'
απ' αυτά δε θα λυγίσει,
που να του πω από ποιον το θρόνο του θα χάσει. |
Ἑρμῆς | Ερμής | |
ὅρα νυν εἴ σοι ταῦτ᾽ ἀρωγὰ φαίνεται. | Βλέπε αν σου φαίνονται όλα αυτά πως σ' ωφελούνε. | |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
ὦπται πάλαι δὴ καὶ βεβούλευται τάδε. | Τώρ' από μιας και τα 'χω ιδεί κι αποφασίσει. | |
Ἑρμῆς | Ερμής | |
τόλμησον, ὦ μάταιε, τόλμησόν ποτε | Τόλμησε, μάταιε, τόλμησε, μια φορά τέλος | |
1000 | πρὸς τὰς παρούσας πημονὰς ὀρθῶς φρονεῖν, | να βάλεις γνώση μες σ' αυτές τις συμφορές σου. |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
ὀχλεῖς μάτην
με κῦμ᾽ ὅπως παρηγορῶν.
εἰσελθέτω σε μήποθ᾽ ὡς ἐγὼ Διὸς γνώμην φοβηθεὶς θηλύνους γενήσομαι, καὶ λιπαρήσω τὸν μέγα στυγούμενον |
Χάνεις τα λόγια
σου άδικα, κι ως κουφό κύμα
τις γαλιφιές σου τις γρικώ· βγάλτ' το απ' το νου σου που εγώ το Δία θα φοβηθώ και θα ζαρώσω μπρος του σα θηλυκό και με γυναίκειους τρόπους δεητικά τα χέρια μου θενά τα υψώσω |
|
1005 | γυναικομίμοις
ὑπτιάσμασιν χερῶν
λῦσαί με δεσμῶν τῶνδε· τοῦ παντὸς δέω. |
στον πολυμισημένο
μου, για να με λύσει
απ' τα δεσμά μου αυτά· κάθε άλλο παρά τούτο! |
Ἑρμῆς | Ερμής | |
λέγων ἔοικα
πολλὰ καὶ μάτην ἐρεῖν·
τέγγῃ γὰρ οὐδὲν οὐδὲ μαλθάσσῃ λιταῖς ἐμαῖς· δακὼν δὲ στόμιον ὡς νεοζυγὴς |
Όσα κι αν πω,
μου φαίνεται πως θα 'ν' του κάκου
κι είναι η καρδιά σου αμάλαχτη και δε λυγίζει με παρακάλια· μα το χαλινό δαγκώντας |
|
1010 | πῶλος βιάζῃ
καὶ πρὸς ἡνίας μάχῃ.
ἀτὰρ σφοδρύνῃ γ᾽ ἀσθενεῖ σοφίσματι· αὐθαδία γὰρ τῷ φρονοῦντι μὴ καλῶς αὐτὴ καθ᾽ αὑτὴν οὐδενὸς μεῖζον σθένει. σκέψαι δ᾽, ἐὰν μὴ τοῖς ἐμοῖς πεισθῇς λόγοις, |
σα νιόστρωτο
άτι πας και δε γρικάς τα γκέμια.
Όμως θρασύς, σε σάπιο 'παίρεσαι αντιστύλι(3)· γιατί του νου η αποκοτιά, σα λείπει η γνώση, μονάχη κι απ' το τίποτα πιο λίγο αξίζει. Μάθε λοιπόν, τα λόγια μου αν δε θες ν' ακούσεις, |
1015 | οἷός σε χειμὼν
καὶ κακῶν τρικυμία
ἔπεισ᾽ ἄφυκτος · πρῶτα μὲν γὰρ ὀκρίδα φάραγγα βροντῇ καὶ κεραυνίᾳ φλογὶ πατὴρ σπαράξει τήνδε, καὶ κρύψει δέμας τὸ σόν, πετραία δ᾽ ἀγκάλη σε βαστάσει. |
ποιες συμφορές
φουρτουνιασμένες και ποιες μπόρες
άφευκτα σε προσμένουνε· πρώτα την άγρια φάραγγα ετούτη με βροντές κι αστροπελέκια θα σπαράξει ο πατέρας μου και το κορμί σου βαθιά μέσα στα ρέπια(4) θα καταχωνιάσει· |
1020 | μακρὸν δὲ μῆκος
ἐκτελευτήσας χρόνου
ἄψορρον ἥξεις εἰς φάος· Διὸς δέ τοί πτηνὸς κύων, δαφοινὸς αἰετός, λάβρως διαρταμήσει σώματος μέγα ῥάκος, ἄκλητος ἕρπων δαιταλεὺς πανήμερος, |
κι αφού καιρό
πολύ τελειώσεις, θα ξανάβγεις
πίσω στο φως· μα ο φτερωτός του Δία ο σκύλος με στόμα λαίμαργο, ο αϊτός, στο αίμα βαμμένο τρανά ξεσκλίδια(5) το κορμί θα σου λιανίσει(6), ακάλεστος ολημερίς στο γιόμα ερχόντας |
1025 | κελαινόβρωτον
δ᾽ ἧπαρ ἐκθοινήσεται.
τοιοῦδε μόχθου τέρμα μή τι προσδόκα, πρὶν ἂν θεῶν τις διάδοχος τῶν σῶν πόνων φανῇ, θελήσῃ τ᾽ εἰς ἀναύγητον μολεῖν Ἅιδην κνεφαῖά τ᾽ ἀμφὶ Ταρτάρου βάθη. |
και θενά τρώει
σου το σαπιόμαυρο συκώτι.
Και μην προσμένεις στο μαρτύριο αυτό σου τέλος, πρι να βρεθεί κανείς θεός, που να θελήσει να πάρει επάνω του τα πάθια σου και πάει στου άφεγγου τ' Άδη τ' άραχλα βαθιά σκοτάδια. |
1030 | πρὸς ταῦτα βούλευ᾽·
ὡς ὅδ᾽ οὐ πεπλασμένος
ὁ κόμπος, ἀλλὰ καὶ λίαν εἰρημένος · ψευδηγορεῖν γὰρ οὐκ ἐπίσταται στόμα τὸ Δῖον, ἀλλὰ πᾶν ἔπος τελεῖ· σὺ δὲ πάπταινε καὶ φρόντιζε, μηδ᾽ αὐθαδίαν |
Παίρνε λοιπόν
απόφαση, γιατί δεν είναι
πλασμένα παχιά λόγια αυτά, μα η πάσ' αλήθεια, μια που δεν ξέρει από ψευτιές του Δία το στόμα και δίνει τέλος σ' ό,τι πει· μα εσύ ένα γύρο κοιτάξου και μελέτησε, μηδέ πως είναι |
1035 | εὐβουλίας ἀμείνον᾽ ἡγήσῃ ποτέ. | ποτέ σου πεις το πείσμα πιο καλό απ' τη γνώση. |
Χορός | Χορός | |
ἡμῖν μὲν Ἑρμῆς
οὐκ ἄκαιρα φαίνεται
λέγειν. ἄνωγε γάρ σε τὴν αὐθαδίαν μεθέντ᾽ ἐρευνᾶν τὴν σοφὴν εὐβουλίαν. πιθοῦ· σοφῷ γὰρ αἰσχρὸν ἐξαμαρτάνειν. |
Σε μας δε φαίνεται
άδικο σ' αυτά που λέει
να 'χει ο Ερμής, που σου ζητάει να παρατήσεις το πείσμα και σε φρόνιμη να στρέψεις γνώμη· πείσου, κι είναι ντροπή ο σοφός έξω να πέφτει. |
|
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
1040 | εἰδότι τοί μοι
τάσδ᾽ ἀγγελίας
ὅδ᾽ ἐθώυξεν· πάσχειν δὲ κακῶς ἐχθρὸν ὑπ᾽ ἐχθρῶν οὐδὲν ἀεικές. πρὸς ταῦτ᾽ ἐπ᾽ ἐμοὶ ῥιπτέσθω μὲν πυρὸς ἀμφήκης βόστρυχος, αἰθὴρ δ᾽ |
Τα περίμενα τούτα
που μου έσκουξε αυτός
τα μηνύματα· κι είναι πολύ φυσικό από εχθρό του κακό να παθαίνει ο εχθρός. Και λοιπόν καταπάνω μου ας πάει να σκα της φωτιάς ο στριφτός πλοκαμός, |
1045 | ἐρεθιζέσθω βροντῇ
σφακέλῳ τ᾽
ἀγρίων ἀνέμων· χθόνα δ᾽ ἐκ πυθμένων αὐταῖς ῥίζαις πνεῦμα κραδαίνοι, κῦμα δὲ πόντου τραχεῖ ῥοθίῳ συγχώσειεν τῶν οὐρανίων |
με βροντές και
μ' αγρίων ανέμων σπασμούς
ας μανιάζει ο αιθέρας· της μπόρας η οργή τα θεμέλια ας τραντάζει ως τις ρίζες της γης και το κύμα του πόντου μ' αψύ βρουχισμό τους ουράνιους των άστρων τους δρόμους ψηλά |
1050 | ἄστρων διόδους·
εἴς τε κελαινὸν
Τάρταρον ἄρδην ῥίψειε δέμας τοὐμὸν ἀνάγκης στερραῖς δίναις· πάντως ἐμέ γ᾽ οὐ θανατώσει. |
εν' ας κάμει κι
ας πνίξει· κι αυτό το κορμί
μες στα μαύρα τα τάρταρ' ας ρίξει βαθιά στης ανάγκης τ' αφεύγατο ρέμα συρτό· Μα ό,τι κάμει, εμένα ποτέ του ποτέ δε θα με θανατώσει! |
Ἑρμῆς | Ερμής | |
τοιάδε μέντοι τῶν φρενοπλήκτων | Τέτοια ξώφρενα λόγια δεν είναι ν' ακούς | |
1055 | βουλεύματ᾽ ἔπη
τ᾽ ἔστιν ἀκοῦσαι.
τί γὰρ ἐλλείπει μὴ <οὐ> παραπαίειν ἡ τοῦδ᾽ εὐχή; τί χαλᾷ μανιῶν; ἀλλ᾽ οὖν ὑμεῖς γ᾽ αἱ πημοσύναις συγκάμνουσαι ταῖς τοῦδε τόπων |
μόνο ενός που
του σάλεψε σίγουρα ο νους;
Γιατ' αλήθεια τι λείπει να μην είν' αυτή του νου βλάβη η ευχή του και τρέλα σωστή; Μα εσείς τώρα που κάθεστε κι έτσι αυτουνού συμπονάτε τα πάθη, βιαστείτε απ' εδώ |
1060 | μετά ποι χωρεῖτ᾽
ἐκ τῶνδε θοῶς,
μὴ φρένας ὑμῶν ἠλιθιώσῃ βροντῆς μύκημ᾽ ἀτέραμνον. |
να τραβήξετε
γρήγορ' αλλού πουθενά,
για να μη της βροντής το φριχτό μουγγητό σας ζαλώσει(7) τα φρένα. |
Χορός | Χορός | |
ἄλλο τι φώνει
καὶ παραμυθοῦ μ᾽
ὅ τι καὶ πείσεις· οὐ γὰρ δή που |
Άλλο τίποτ' αν
έχεις να λες που μπορεί
να με πείσεις· γιατί, όσο βέβαια για αυτά, |
|
1065 | τοῦτό γε τλητὸν
παρέσυρας ἔπος.
πῶς με κελεύεις κακότητ᾽ ἀσκεῖν; μετὰ τοῦδ᾽ ὅ τι χρὴ πάσχειν ἐθέλω· τοὺς προδότας γὰρ μισεῖν ἔμαθον, κοὐκ ἔστι νόσος |
που ξεστόμισες
τώρα, δε στέκουν για με.
Πώς με βάζεις να κάνω μια πράξη κακή; κάλλιο ό,τι 'ναι μαζί του να πάθω κι εγώ, που έχω μάθει από πάντα σαν τι να μισώ τον προδότη, και που άλλη καμιά σαν αυτή |
1070 | τῆσδ᾽ ἥντιν᾽ ἀπέπτυσα μᾶλλον. | δε φοβούμαι χειρότερη αρρώστια. |
Ἑρμῆς | Ερμής | |
ἀλλ᾽ οὖν μέμνησθ᾽
ἁγὼ προλέγω
μηδὲ πρὸς ἄτης θηραθεῖσαι μέμψησθε τύχην, μηδέ ποτ᾽ εἴπηθ᾽ ὡς Ζεὺς ὑμᾶς εἰς ἀπρόοπτον |
Λοιπόν ό,τι προλέγω
θυμάστε καλά,
κι όταν η άδικη ώρα θ' αδράξει και σας, με την τύχη μην έχετε τότε αφορμή, μηδέ πείτε σ' απρόβλεπτα ο Δίας κακά |
|
1075 | πῆμ᾽ εἰσέβαλεν·
μὴ δῆτ᾽ αὐταὶ δ᾽
ὑμᾶς αὐτάς. εἰδυῖαι γὰρ κοὐκ ἐξαίφνης οὐδὲ λαθραίως εἰς ἀπέρατον δίκτυον ἄτης ἐμπλεχθήσεσθ᾽ ὑπ᾽ ἀνοίας. |
πως σας έριξε
μέσα· μα μόνο σε σας
θα 'ν' το φταίξιμο, μια που το ξέρατε πριν κι όχι ανύποπτα κι άξαφνα μες του χαμού θα μπλεχτείτε τ' απέραντα βρόχια. |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
1080 | καὶ μὴν ἔργῳ
κοὐκέτι μύθῳ
χθὼν σεσάλευται· βρυχία δ᾽ ἠχὼ παραμυκᾶται βροντῆς, ἕλικες δ᾽ ἐκλάμπουσι στεροπῆς ζάπυροι, στρόμβοι δὲ κόνιν |
Όχι πια με τα
λόγια, μα ιδού αληθινά
που τραντάζεται η γης και μαζί μουκανιέται βαρύ της βροντής τ' αντιλάλημ' απόγεια και γλώσσες στριφτές οι αστραπές σαϊτεύουν φωτιάς. |
1085 | εἱλίσσουσι·
σκιρτᾷ δ᾽ ἀνέμων
πνεύματα πάντων εἰς ἄλληλα στάσιν ἀντίπνουν ἀποδεικνύμενα· ξυντετάρακται δ᾽ αἰθὴρ πόντῳ. τοιάδ᾽ ἐπ᾽ ἐμοὶ ῥιπὴ Διόθεν |
Άγριος σίφουνας
στρίβει ψηλά κορνιαχτό,
όλοι οι άνεμοι σκιρτούν, και μ' αντίπνοη οργή στήνουν πόλεμο ο ένας στον άλλο αντικρύ, και ταράχτηκε ο αιθέρας με τον πόντο μαζί. Βέβαια τέτοια απ' τον Δία χιμάει φανερά |
1090 | τεύχουσα φόβον
στείχει φανερῶς.
ὦ μητρὸς ἐμῆς σέβας, ὦ πάντων αἰθὴρ κοινὸν φάος εἱλίσσων, ἐσορᾷς μ᾽ ὡς ἔκδικα πάσχω. |
κατά πάνω μου
αντάρα, που τρόμο γεννά.
Μα ω μητέρα μου εσύ σεβαστή, κι ω που συ μες στο φως τυλίγεις, αιθέρα, το παν, πόσον άδικα, δείτε με, πάσχω! |
Σημειώσεις: (1) κομποφάνεια: καυχησιά, αλαζονεία (2) τουλούπα: εδώ, νιφάδα του χιονιού, μπάλα μαλλιού (αρχ. τολύπη) (3) αντιστύλι: στήριγμα (4) ρέπι: ερείπιο, χάλασμα (5) ξεσκλιδι: κουρέλι, κομμάτι (6) λιανίζω: κόβω σε μικρά, λιανά κομμάτια (7) ζαλώνω: φέρνω ζάλη, τρελαίνω |
[ Γ' Στάσιμο ] | [ Αρχή Σελίδας ] | [ Διάρθρωση ] |