72.
Αίτησις Αθηναίων πρέσβεων να ομιλήσουν ενώπιον των Λακεδαιμονίων
Τοιουτοτρόπως ωμίλησαν οι Κορίνθιοι. Αλλ' επειδή έτυχε να ευρίσκεται τότε εις την Λακεδαίμονα πρεσβεία των Αθηναίων, η οποία είχεν έλθει προηγουμένως δι' άλλας υποθέσεις, ως έμαθαν οι αποτελούντες αυτήν τους απαγγελθέντας λόγους, εθεώρησαν ότι έπρεπε να παρουσιασθούν ενώπιον των Λακεδαιμονίων, όχι διά να απολογηθούν κατά των αιτιάσεων, τας οποίας διετύπωσαν αι πόλεις, αλλά διά να καταστήσουν φανερόν γενικώς, εν σχέσει προς το υπό συζήτησιν θέμα, ότι οι Λακεδαιμόνιοι έπρεπε να μη προβούν εις εσπευσμένος αποφάσεις, αλλά να σκεφθούν ωρίμως. Ήθελαν, συγχρόνως, να δείξουν την δύναμιν της πόλεως των, υπενθυμίζοντες μεν εις τους πρεσβυτέρους ό,τι ήδη εγνώριζαν, διηγούμενοι δε εις τους νεωτέρους ό,τι αυτοί δεν ήξευραν, διότι ενόμιζον ότι υπό την επιρροήν των επιχειρημάτων των οι Λακεδαιμόνιοι ήθελαν τραπή περισσότερον προς την ειρήνην παρά προς τον πόλεμον. Προσελθόντες ως εκ τούτου προς τους εφόρους των Λακεδαιμονίων είπαν ότι επιθυμούν και αυτοί να ομιλήσουν προς τον λαόν, εάν δεν υπήρχε προς τούτο εμπόδιον. Οι έφοροι τους προσεκάλεσαν να παρουσιασθούν ενώπιον της συνελεύσεως του λάου, και προχωρήσαντες εις το βήμα οι Αθηναίοι είπαν περίπου τα εξής.

73.
Λόγος των Αθηναίων
"Η αποστολή μας εδώ δεν έγινε δια να έλθωμεν εις αντιλογίαν με τους συμμάχους σας, αλλά διά να διεξαγάγωμεν τας υποθέσεις, τας οποίας μας ανέθεσεν η πόλις μας. Επειδή όμως εμάθαμεν ότι υπάρχει όχι ολίγη κατακραυγή εναντίον μας, εζητήσαμεν τον λόγον, όχι διά ν' αποκρούσωμεν τας κατηγορίας των πόλεων (καθόσον ούτε αυτοί, ούτε ημείς απευθυνόμενα προς σας ως προς δικαστάς), αλλά διά να μη παρασυρθήτε ευκόλως από τους λόγους των συμμάχων σας και καταλήξετε τοιουτοτρόπως, άνευ ωρίμου σκέψεως, εις αποφάσεις εσφαλμένας, προκειμένου περί τόσον σπουδαίων ζητημάτων. Επιθυμούμεν συγχρόνως, σχετικώς προς την γενικωτέραν κρίσιν, η οποία έχει σχηματισθή περί ημών, να δείξωμεν ότι και δικαιότατα κατέχομεν τας κτήσεις μας και η πόλις μας είναι αξία πολλής εκτιμήσεως. "Και τα μεν λίαν παλαιά, όσα εξ ακοής μόνον γνωρίζετε, αλλά τα όποια κανείς από σας που μας ακούετε δεν είδε με τα μάτια του, ποία η ανάγκη να τ' αναφέρωμεν; Αλλά τους Περσικούς πολέμους και τα γεγονότα, όσων έχετε προσωπικήν αντίληψιν, οφείλομεν να μνημονεύσωμεν, μολονότι η διηνεκής υπόμνησίς των καταντά ενοχλητική. Διότι, όταν υπεβαλλόμεθα εις τους αγώνας εκείνους, επράττομεν τούτο χάριν της κοινής ωφελείας. Αλλ' αφού από την ωφέλειαν των αγώνων αυτών ελάβατε το ανήκον εις σας μέρος, δεν είναι ορθόν να στερηθώμεν ημείς εξ ολοκλήρου την ωφέλειαν, την οποίαν τυχόν παρέχει η επαινετική μνεία αυτών. Τα γεγονότα άλλωστε αυτά θα μνημονεύσωμεν, όχι διά να σας εξευμενίσωμεν, αλλ' όπως διά παραδειγμάτων σας αποδείξωμεν προς ποίου είδους πόλιν θέλετε περιέλθει εις πόλεμον, εάν αι αποφάσεις, εις τας οποίας θα καταλήξετε, δεν είναι ορθαί. Ισχυριζόμεθα, δηλαδή, ότι και εις τον Μαραθώνα μόνοι επροτάξαμεν τα στήθη μας κατά του βαρβάρου, και κατά την δευτέραν αυτού επιδρομήν, επειδή δεν είμεθα αρκετά ισχυροί ν' αντιταχθώμεν εναντίον του και κατά ξηράν, εισήλθαμεν μέχρι του τελευταίου ανδρός εις τον στόλον μας και ελάβαμεν μέρος μαζί με τους άλλους Έλληνας εις την ναυμαχίαν της Σαλαμίνος, η οποία τον ημπόδισε να πλεύση κατά της Πελοποννήσου και να ερήμωση την μίαν μετά την άλλην τας πόλεις της, αι οποίαι θα ήσαν ανίκανοι ν' αλληλοβοηθηθούν εναντίον στόλου τόσον Ισχυρού. Την καλυτέραν τούτου απόδειξιν έδωσεν ο ίδιος, διότι μετά την ήτταν του κατά θάλασσαν, θεωρήσας ότι δεν ήτο πλέον ισοδύναμος προς τους Έλληνας, ανεχώρησεν εσπευσμένως με το μεγαλύτερον μέρος του στρατού του.

74. "Τοιούτο λοιπόν υπήρξε το αποτέλεσμα της ναυμαχίας αυτής, η οποία απέδειξε κατά τρόπον αναμφισβήτητον ότι η σωτηρία των Ελλήνων εκρεμάσθη από τον στόλον των. Διά την επίτευξιν του αποτελέσματος αυτού, ημείς παρέσχομεν τα τρία χρησιμώτατα στοιχεία, δηλαδή τον μέγιστον αριθμόν των πλοίων, τον ικανώτατον στρατηγόν και τον πλέον ακατάβλητον ζήλον. Διότι από τα τετρακόσια πλοία του όλου Ελληνικού στόλου ημείς εχορηγήσαμεν σχεδόν τα δύο τρίτα. Εις τον στρατηγόν μας Θεμιστοκλή οφείλεται προ πάντων ότι η ναυμαχία διεξήχθη εις το στενόν, πράγμα το οποίον έσωσεν ομολογουμένως την κατάστασιν, και διά τούτο, μολονότι ξένον, τον ετιμήσατε σεις υπέρ πάντα άλλον από όσους επεσκέφθησαν την πόλιν σας. Ο ζήλος μας άλλωστε, συνεβάδισε με τόλμην ακροτάτην, διότι, όταν κανείς δεν ήρχετο εις βοήθειάν μας κατά ξηράν, καθόσον οι άλλοι μέχρι των συνόρων μας είχαν ήδη υποδουλωθή, εθεωρήσαμεν καθήκον μας να εκκενώσωμεν την πόλιν και να θυσιάσωμεν τα υπάρχοντα μας, αλλά να μη εγκαταλείψωμεν ούτε τότε ακόμη το κοινόν συμφέρον των υπολειπομένων συμμάχων, και να μη διασκορπισθώμεν εδώ και εκεί, καθιστάμενοι ούτως άχρηστοι προς αυτούς. Τουναντίον, επεβιβάσθημεν εις τον στόλον μας και ηγωνίσθημεν χωρίς να μνησικακήσωμεν, λόγω του ότι σεις παρελείψατε να μας βοηθήσετε εγκαίρως. Ισχυριζόμεθα, επομένως, ότι σας επροσφέραμεν υπηρεσίαν μεγαλύτερον από εκείνην που ελάβαμεν. Τωόντι, όταν σεις ήλθατε προς βοήθειάν μας, δεν αφίσατε ερήμους τας πόλεις σας και σκοπός σας ακριβώς ήτο να ασφαλίσετε τας εστίας σας διά το μέλλον. Το ελατήριον που σας ώθησε ήτο φόβος δια τους εαυτούς σας περισσότερον παρά δι ημάς. Εν πάση περιπτώσει, δεν ήλθατε εις βοήθειάν μας, εφ' όσον είμεθα σώοι. Ημείς, εξ εναντίας, ορμώμενοι από πόλιν, η οποία δεν υφίστατο πλέον, και αγωνιζόμενοι υπέρ της μόλις ελπιζομένης ανακτήσεώς της, εσυντελέσαμεν το καθ' εαυτούς εις την ιδικήν σας όσον και την ιδικήν μας σωτηρίαν. Ενώ, εάν, φοβούμενοι την καταστροφήν της χώρας μας, εμιμούμεθα και ημείς άλλους, και επροσχωρούσαμεν εις τους Πέρσας κατά την αρχήν του πολέμου, ή εάν ακολούθως, θεωρούντες τους εαυτούς μας οριστικώς κατεστραμμένους, δεν ετολμούσαμεν να επιβιβασθώμεν επί του στόλου μας, καμμία πλέον δεν υπήρχε διά σας ανάγκη όπως με τον ανεπαρκή στόλον σας πολεμήσετε κατά θάλασσαν και οι Πέρσαι θα κατώρθωναν ανενόχλητοι να πραγματοποιήσουν τους σκοπούς των.

75. "Λαμβανομένης υπ' όψιν, Λακεδαιμόνιοι, και της προθυμίας και της συνέσεως ως προς τας ληφθείσας αποφάσεις, που επεδείξαμεν τότε, είμεθα άρα γε άξιοι του τόσον μεγάλου φθόνου των Ελλήνων, τον οποίον επεσύραμεν ένεκα της ηγεμονίας που απεκτήσαμεν; Αλλά την ηγεμονίαν αυτήν δεν απεκτήσαμεν διά της βίας, αλλά μόνον αφού σεις δεν ηθελήσατε να μείνετε προς συνέχισιν του αγώνος κατά των υπολειφθεισών δυνάμεων του βαρβάρου, οι ίδιοι δε οι σύμμαχοι προσήλθαν και μας ικέτευσαν να αναλάβωμεν την αρχηγίαν των. Η προαγωγή της ηγεμονίας μας, εις το σημείον που έφθασε σήμερον, μας επεβλήθη κατ' αρχάς από αυτήν την δύναμιν των πραγμάτων. Ο φόβος των βαρβάρων υπήρξε το κυριώτερον ελατήριόν μας, έπειτα η δόξα, και τελευταίον το συμφέρον. Και όταν άπαξ ευρέθημεν εκτεθειμένοι εις την απέχθειαν των πλείστων συμμάχων μας, μερικούς από τους όποιους και επαναστατήσαντας καθυπετάξαμεν, και όταν σεις είσθε όχι πλέον οι φίλοι, τους οποίους είχαμεν γνωρίσει, αλλά καχύποπτοι και κακώς διατεθειμένοι, δεν ενομίζαμεν ότι ημπορούσαμεν του λοιπού να χαλαρώσωμεν την αυστηρότητα, χωρίς να εκτεθώμεν εις μεγάλους κινδύνους. Διότι οι αποσπώμενοι από ημάς θα ήρχοντο προς το μέρος σας. Και κανείς δεν ημπορεί να κατηγορηθή, διότι ευρισκόμενος ενώπιον των μεγίστων κινδύνων ζητεί να εξασφαλίση τα συμφέροντα του.

76. "Σεις, εν πάση περιπτώσει, Λακεδαιμόνιοι, κατά την άσκησιν της ηγεσίας σας επί των Πελοποννησιακών πόλεων, εφροντίσατε να ρυθμίσετε τα πολιτεύματα των προς το συμφέρον σας. Και αν τότε ηθέλατε εμμείνει μέχρι τέλους εις την ηγεσίαν των συμμάχων και ηθέλατε γίνει απεχθείς λόγω της μακροτέρας ασκήσεως της, όπως εγίναμεν ημείς γνωρίζομεν καλώς, ότι δεν θα ήσθε ολιγώτερον δυσάρεστοι εις αυτούς, και ότι θα ηναγκάζεσθε να ασκήτε την επ' αυτών εξουσίαν με ισχυράν πυγμήν, εάν δεν ηθέλατε να εκτεθήτε οι ίδιοι εις κινδύνους. Επομένως, δεν εκάμαμεν τίποτε το παράδοξον ή αντίθετον προς την ανθρωπίνην φύσιν, εάν εδέχθημεν την ηγεμονίαν προσφερομένην, και αφού άπαξ την απεκτήσαμεν, αρνούμεθα να την παραιτήσωμεν, υπείκοντες εις τα ισχυρότατα των ελατηρίων - την δόξαν, τον φόβον και το συμφέρον. Ούτε άλλωστε πρώτοι ημείς εγκαινιάσαμεν τοιαύτην πολιτικήν, αλλ' ανέκαθεν έχει κρατήσει η αρχή ότι ο ασθενέστερος υποκύπτει εις την θέλησιν του ισχυρότερου. Και ημείς, εξ άλλου, νομίζομεν εαυτούς αξίους της ηγεσίας, και σεις μας εκρίνατε τοιούτους μέχρις ότου αιφνιδίως εσκέφθητε να προβάλετε τώρα τας αρχάς της δικαιοσύνης, ενώ πράγματι αποβλέπετε εις τα συμφέροντά σας. Ποτέ, τωόντι, άνθρωπος, εις τον οποίον παρουσιάσθη η ευκαιρία να απόκτηση κάτι διά της σκαιάς βίας, δεν παρέλειψε να το κάμη, προτιμήσας την δικαιοσύνην. Και είναι άξιοι επαίνου εκείνοι, οι οποίοι, παρασυρόμενοι από την φυσικήν εις τον άνθρωπον φιλοδοξίαν του ν' άρχη επί άλλων, ήθελαν δειχθή δικαιότεροι παρ' όσον επέτρεπεν εις αυτούς η δύναμις που διαθέτουν. Εάν άλλοι ήθελαν λάβει την θέσιν μας, θα απεδεικνύετο εξ αντιπαραβολής με πόσην μετριοπάθειαν ασκούμεν την ηγεμονίαν μας. Εν τούτοις, και αυτή ακόμη η επιείκεια μας επέσυρεν αδίκως εναντίον μας την κατάκρισιν μάλλον παρά τον έπαινον.

77. "Τωόντι, μολονότι εις τας επί τη βάσει των εμπορικών συμβάσεων διεξαγομένας ενώπιον των δικαστηρίων των συμμάχων δίκας, ευρισκόμεθα εις μειονεκτικήν απέναντί των θέσιν, ενώ εξ άλλου, εις τας δίκας τας δικαζομένας εις τας Αθήνας έχομεν καθιερώσει ισότητα δικαιωμάτων δι' ημάς και αυτούς, θεωρούμεθα, εν τούτοις, φιλόδικοι. Και κανείς από τους κατηγόρους μας δεν εξετάζει, διατί η μομφή αυτή της φιλοδικίας δεν απευθύνεται και εναντίον εκείνων, οι οποίοι, ασκούντες κυριαρχίαν αλλαχού, δεικνύουν ολιγωτέραν επιείκειαν απέναντι των υπηκόων των παρ' όσην ημείς. Εάν εξήταζαν, θα εύρισκαν τον λόγον της διαφοράς εις το γεγονός ότι ο δυνάμενος να μεταχειρισθή βίαν καμμίαν ανάγκην δεν έχει να προσφεύγη εις το δικαστήριον. Αλλά οι σύμμαχοί μας, συνηθισμένοι, όπως είναι, να επικοινωνούν προς ημάς ως ίσοι προς ίσους, εάν ποτέ θεωρήσουν ότι καμμία απόφασις ή άλλο εξαναγκαστικόν μέτρον που ελάβαμεν κατά την άσκησιν της κυριαρχικής μας εξουσίας, και το οποίον δεν ανταποκρίνεται προς τας προσδοκίας των, εζημίωσεν αυτούς οπωσδήποτε, αντί να ευγνωμονούν διότι τους επιτρέπομεν να έχουν τόσα πολλά, δυσανασχετούν διά το ολίγον που εστερήθησαν, περισσότερον παρά εάν εξ αρχής, θέτοντες κατά μέρος κάθε ιδέαν δικαιοσύνης, επλεονεκτούμεν άνευ προσχημάτων. Ενώ, εάν ενηργούμεν κατ' αυτόν τον τρόπον, ούτε αυτοί θα ημφισβήτουν ότι ο ασθενέστερος οφείλει να υποχωρή απέναντι του ισχυροτέρου. Πράγματι, φαίνεται ότι oι άνθρωποι οργίζονται περισσότερον οσάκις αδικούνται, παρά οσάκις υποκύπτουν εις βίαν. Διότι εις μεν την πρώτην περίπτωσιν θεωρούν ότι γίνονται θύματα της πλεονεξίας των ίσων προς αυτούς, εις δε την δεύτερον ότι υποτάσσονται εις τον ανώτερόν των. Το βέβαιον είναι ότι τα δεινότερα κακά, που τους επέβαλαν οι Πέρσαι, ηνείχοντο, την ιδικήν μας όμως ηγεμονίαν θεωρούν δυσβάστακτον. Και ευλόγως, διότι ο άρχων της ημέρας είναι πάντοτε απεχθής εις τους υπηκόους. Τουλάχιστον, διά σας δεν αμφιβάλλομεν ότι, εάν καθαιρούντες ημάς, ηθέλατε αναλάβει την ηγεμονίαν, θα εχάνατε ταχέως την εύνοιαν, την οποίαν οφείλετε εις τον προς ημάς φόβον, εφόσον ηθέλατε ακολουθήσει και τώρα ομοίαν πολιτικήν προς εκείνην, την οποίαν αφίσατε να διαφανή και εις την εποχήν που επ' ολίγον χρόνον αρχηγεύσατε εναντίον των Περσών. Διότι και τα ήθη και έθιμα που επικρατούν εις την Λακεδαίμονα είναι ασυμβίβαστα προς τα των άλλων λαών, και προς τούτοις καθείς από σας, όταν εξέρχεται από τα όρια της Λακεδαίμονος, ούτε προς αυτά συμμορφώνεται, ούτε προς εκείνα που επικρατούν εις την άλλην Ελλάδα.

78. "Μη προβήτε λοιπόν εις εσπευσμένας αποφάσεις, προκειμένου περί ζητήματος τόσον σπουδαίου, μήτε, επηρεαζόμενοι από γνώμας και κατηγορίας άλλων, αναλάβετε αγώνα, του οποίου αι ταλαιπωρίαι θα είναι εντελώς ιδικαί σας. Οφείλετε να σταθμίσετε προηγουμένως πόσον μεγάλαι είναι αι πιθανότητες του να πλανηθή κανείς εις τους περί πολέμου υπολογισμούς του, πριν περιπλεχθήτε εις αυτόν. Διότι ο πόλεμος, παρατεινόμενος, καταντά να περιέρχεται συνήθως υπό την επιρροήν τυχαίων περιστατικών, επί των περιστατικών δε τούτων καμμίαν δεν ασκούμεν επίδρασιν ούτε σεις, ούτε ημείς, και ο κίνδυνος, τον οποίον αναλαμβάνει τις, άδηλον έχει την έκβασιν. Μη λησμονήτε ακόμη ότι οι ανθρώποι εισέρχονται εις τον πόλεμον αρχίζοντες από τα αμοιβαία κτυπήματα, εις τα οποία έπρεπε να προστρέχουν τελευταίον, και μόνον όταν έχουν ήδη αρχίσει αι ατυχίαι, προσφεύγουν εις τους λόγους. Αλλ' αφού ούτε σεις, ούτε ημείς διεπράξαμεν ακόμη τοιούτο σφάλμα, συνιστώμεν επιμόνως,εφόσον εις την ελευθέραν εκλογήν αμφοτέρων απόκειται ακόμη να λάβωμεν ορθάς αποφάσεις, να μη διαρρήξετε την συνθήκην της ειρήνης, μήτε να παραβήτε τους όρκους σας, αλλά να λύσωμεν τας διαφοράς μας διά της δικαστικής οδού, σύμφωνα με την συνθήκην. Ειδεμή, επικαλούμενοι μάρτυρας τους θεούς, εις το όνομα των οποίων ωρκίσθημεν, θα προσπαθήσωμεν να τιμωρήσωμεν τους αιτίους του πολέμου με τα ίδια μέσα, των οποίων το παράδειγμα δίδετε σεις".

79.
Ιδιαιτέρα διάσκεψις των Λακεδαιμονίων
Τοιαύτα περίπου είπαν οι Αθηναίοι. Οι Λακεδαιμόνιοι, αφού ήκουσαν και τας κατηγορίας των συμμάχων εναντίον των Αθηναίων και την απάντησιν των τελευταίων, απομακρύναντες όλους τους άλλους, ήρχισαν διασκεπτόμενοι κατ' ιδίαν περί της καταστάσεως. Και η γνώμη των περισσοτέρων συνέπιπτεν ότι οι Αθηναίοι ήσαν ένοχοι αδικίας, χωρίς να υπάρχη ανάγκη περαιτέρω αποδείξεων, και ότι έπρεπε ν' αρχίση ο πόλεμος όσον το δυνατόν ταχύτερον. Αλλ' ο βασιλεύς των Αρχίδαμος, ο οποίος εθεωρείτο ανήρ ικανός και σώφρων, προχωρήσας εις το βήμα, ωμίλησε ως εξής.

80.
Λόγος του βασιλέως Αρχιδάμου
"Και ο ίδιος, Λακεδαιμόνιοι, έχω ήδη πείραν πολλών πολέμων, και βλέπω παρόντας εδώ άνδρας της αυτής με εμέ ηλικίας και της αυτής επομένως πείρας, ώστε κανείς να μη επείγεται προς πόλεμον ούτε από απειρίαν, όπως θα συνέβαινεν εις πολλούς, ούτε διότι θεωρεί αυτόν πράγμα καλόν και απηλλαγμένον κινδύνων. Ότι, άλλωστε, ο πόλεμος, περί του οποίου διασκέπτεσθε την στιγμήν ταύτην, μέλλει ν' αποβή σπουδαιότατος, θέλετε πεισθή εάν σκεφθήτε νηφαλίως. Διότι απέναντι μεν των Πελοποννησίων συμμάχων μας και των γειτόνων μας, η στρατιωτική μας δύναμις είναι ισόπαλος, και δυνάμεθα ταχέως να φθάσωμεν οπουδήποτε παρουσιασθή ανάγκη. Αλλ' εναντίον ανθρώπων, των οποίων η χώρα κείται μακράν, και οι οποίοι εκτός τούτων είναι εμπειρότατοι εις τα ναυτικά, και άριστα παρεσκευασμένοι καθ' όλα τα λοιπά, έχοντες και πλούτον ιδιωτικόν και δημόσιον, και πλοία, και ίππους, και όπλα, και πληθυσμόν μεγαλύτερον παρ' όσος δύναται να ευρεθή εις οιανδήποτε άλλην Ελληνικήν χώραν, ακόμη δε και συμμάχους πολλούς φόρου υποτελείς, εναντίον τοιούτων ανθρώπων, λέγω, πώς ημπορούμεν ν' αναλάβωμεν πόλεμον απερισκέπτως, και πού στηριζόμενοι να ορμήσωμεν απαράσκευοι; Εις τον στόλον μας; Αλλ' είμεθα κατώτεροι από αυτούς, και διά ν' ασκηθώμεν και καταστώμεν ικανοί ν' αντιπαραταχθώμεν εναντίον των θ' απαιτηθή πολύς χρόνος. Εις τα χρήματα μας; Αλλ' αυτά μας λείπουν ακόμη περισσότερον, και ούτε δημόσιον θησαυρόν έχομεν, ούτε χρήματα διαθέσιμα εις τα ιδιωτικά μας ταμεία, όπως συνεισφέρωμεν.

81. "Ίσως μερικοί ενθαρρύνονται από την υπεροχήν μας εις οπλισμόν και αριθμόν ανδρών, η οποία θα επιτρέπη να ερημώνωμεν την γην των δι' επανειλημμένων επιδρομών. Αλλ' η κυριαρχία των Αθηναίων εκτείνεται και επί άλλης πολλής γης και θα είναι εις θέσιν να εισάγουν διά θαλάσσης κάθε τι που τους χρειάζεται. Εάν, εξ άλλου, αποπειραθώμεν να παρασύρωμεν εις επανάστασιν τους συμμάχους των, θα γίνη ανάγκη να βοηθήσωμεν και αυτούς διά στόλου, αφού είναι νησιώται κατά το πλείστον. Ποίου είδους πόλεμον θα διεξαγάγωμεν λοιπόν ενάντιοι των; Διότι, εάν ούτε κατά θάλασσαν επικρατήσωμεν, ούτε αφαιρέσωμεν από αυτούς τας προσόδους, με τας οποίας συντηρούν τον στόλον των, ημείς θα βλαφθώμεν περισσότερον. Και εις τοιαύτην περίστασιν, ούτε έντιμον ειρήνην θα ημπορούμεν του λοιπού να συνομολογήσωμεν, εάν ιδίως θεωρηθώμεν ημείς μάλλον παρά εκείνοι ως αίτιοι του πολέμου. Διότι δεν πρέπει να παρασυρώμεθα από την κοινώς διαδεδομένην ελπίδα ότι εάν δενδροτομήσωμεν την γην των, ο πόλεμος θα τερματισθή ταχέως. Φοβούμαι δε μάλλον μήπως κληροδοτήσωμεν αυτόν και εις τα τέκνα μας. Διότι το αίσθημα της αυτοπεποιθήσεως, το οποίον εμπνέει τους Αθηναίους, δεν είναι πιθανόν ν' αφίση αυτούς ούτε την ελευθερίαν των να θυσιάσουν χάριν της γης των, ούτε ως πρωτόπειροι να καταληφθούν από πανικόν ένεκα του πολέμου.

82. "Δεν συνιστώ, εν τούτοις, ν' αφίσωμεν ασυγκίνητοι τους Αθηναίους να βλάπτουν τους συμμάχους μας, και να μη τους αφαιρέσωμεν την προσωπίδα, ενώ μηχανορραφούν εναντίον των. Υποστηρίζω, όμως, ότι πρέπει να μη προσφύγωμεν ακόμη εις τα όπλα, αλλά να στείλωμεν πρέσβεις, οι οποίοι να κάμουν παραστάσεις, χωρίς να εξηγήσουν σαφώς, εάν προτιθέμενα να ανεχθώμεν τας αδικίας των ή να φθάσωμεν μέχρι πολέμου. Εν τω μεταξύ, ας αρχίσωμεν να ετοιμαζώμεθα, όχι μόνον εξασφαλίζοντες συμμάχους, οπουδήποτε εύρωμεν αυτούς, είτε μεταξύ των Ελλήνων, είτε μεταξύ των βαρβάρων, οι οποίοι θα συμπληρώσουν την εις πλοία και χρήματα ανεπαρκή δύναμιν μας (διότι, όσοι, όπως ημείς τώρα, γινόμενα θύματα της επιβουλής των Αθηναίων, δεν ημπορούμεν να κατηγορηθώμεν ότι χάριν της σωτηρίας μας προσλαμβάνομεν την βοήθειαν όχι Ελλήνων μόνον, αλλά και βαρβάρων), αλλά και εκμεταλλευόμενοι όσον ημπορούμεν τους εγχώριους πόρους. Και αν μεν φαίνωνται διατεθειμένοι να λάβουν υπ' όψιν τας παραστάσεις μας, τίποτε το καλύτερον. Ειδεμή, μετά παρέλευσιν δύο η τριών ετών, θα είμεθα ήδη καλύτερον παρεσκευασμένοι να επιτεθώμεν εναντίον των, εάν το αποφασίσωμεν. Ίσως, άλλωστε, οι Αθηναίοι, βλέποντες ότι ηρχίσαμεν ήδη τας παρασκευάς μας και ότι οι λόγοι μας ανταποκρίνονται προς αυτάς, έστω και συγκεκαλυμμένους, ευκολώτερον θα υποχωρήσουν, εφόσον και η γη των θα είναι ακόμη ανέπαφος και έχουν ν' αποφασίσουν περί αγαθών υπαρχόντων και όχι κατεστραμμένων ήδη. Διότι την γην των δεν πρέπει να θεωρήσετε ως άλλο τι παρά ως ενέχυρον, το όποιον κρατείτε, και το οποίον αξίζει τόσον περισσότερον όσον καλύτερον είναι καλλιεργημένον. Το ενέχυρον αυτό πρέπει να φείδεστε όσον ημπορείτε περισσότερον καιρόν, και να μη περιάγετε τους κυρίους αυτού εις απόγνωσιν, καθιστώντες έτσι την αντίστασίν των πλέον πείσμονα. Διότι εάν, εξωθούμενοι από τας αιτιάσεις των συμμάχων μας, δενδροτομήσωμεν την Αττικήν, πριν παρασκευασθώμεν επαρκώς, προσέξατε μήπως ενεργήσωμεν κατά τρόπον, ο οποίος θα επισύρη μεγαλύτερας δυσκολίας και ταπεινώσεις διά την Πελοπόννησον. Καθόσον αιτιάσεις είτε πόλεων, είτε ιδιωτών δύνανται να εξομαλυνθούν. Αλλ' όταν ολόκληρος η ομοσπονδία μας, χάριν συμφερόντων μερικών εκ των μελών της, αναλάβη άπαξ πόλεμον, του οποίου την έκβασιν κανείς δεν ημπορεί να προΐδη, δεν είναι εύκολον να τον τερματίση εντίμως.

83. "Και κανείς μη θεωρήση ανανδρίαν το ότι τόσαι πολλαί πόλεις διστάζουν να επιτεθούν εναντίον μιας. Διότι και εκείνοι έχουν συμμάχους όχι ολιγωτέρους, οι οποίοι μάλιστα καταβάλλουν φόρον εις αυτούς, και ο πόλεμος διεξάγεται ολιγώτερον διά των όπλων και περισσότερον διά των χρημάτων, τα οποία καθιστούν τα όπλα τελεσφόρα, προ πάντων όταν γίνεται εκ μέρους χερσαίας δυνάμεως εναντίον ναυτικής. Ας εξεύρωμεν λοιπόν τ' αναγκαία χρηματικά μέσα, και ας μη παρασυρώμεθα ποοώρως από τους λόγους των συμμάχων. Ημείς, οι οποίοι θα φέρωμεν το μεγαλύτερον μέρος της ευθύνης διά την καλήν ή κακήν έκβασιν του πολέμου, ημείς οφείλομεν και να υπολογίσωμεν με την ησυχίαν μας τας καλάς ή κακάς συνεπείας του.

84. "Ούτε πρέπει να εντρέπεσθε διά την βραδύτητα και αναβλητικότητα, διά την οποίαν κυρίως μας μέμφονται. Διότι η σπουδή περί την έναρξιν του πολέμου θα συνετέλει εις τον βραδύτερον τερματισμόν του, λόγω του ότι θ' ανελαμβάναμεν αυτόν απαράσκευοι. Μη λησμονήτε, άλλωστε, ότι κατοικούμεν πόλιν ελευθέραν πάντοτε και χαίρουσαν εξόχως αγαθής φήμης, και η βραδύτης και αναβλητικότης, διά την οποίαν μας κατηγορούν, ημπορεί πραγματικώς να είναι λελογισμένη νηφαλιότης. Εις την πολιτικήν αυτήν οφείλομεν το ότι ούτε αι ευτυχίαι μας καθιστούν αυθάδεις, ούτε αι ατυχίαι μας ταπεινώνουν όσον άλλους. Εάν κανείς προσπαθή δι' επαίνων να μας εξωθήση εναντίον της γνώμης μας εις κινδυνώδεις επιχειρήσεις, δεν παρασυρόμεθα από την γοητείαν των λόγων του. Εάν τυχόν όμως ζητή κανείς να μας εξωθήση διά μομφών, ούτε οργιζόμεθα, ούτε μεταβάλλομεν διά τούτο ευκολώτερα γνώμην. Η νηφαλιότης, εξ άλλου, μας καθιστά γενναίους εις τον πόλεμον και συνετούς εις τα συμβούλια. Γενναίους μεν, διότι εκ της νηφαλιότητος απορρέει η σύνεσις και εκ ταύτης πάλιν η ευψυχία, Συνετούς δε, καθόσον ανατρεφόμεθα αφ' ενός μεν όχι τόσον τελείως, ώστε να περιφρονούμεν τους νόμους, αφ' ετέρου δε με τόσον αυστηράν πειθαρχίαν, ώστε να μη παρακούωμεν αυτούς. Η ανατροφή μας δεν μας μεταδίδει αφθονίαν ανωφελών γνώσεων, ώστε να επικρίνωμεν μεν δι' ωραίων λόγων τας παρασκευάς των εχθρών, να είμεθα όμως ανίκανοι να συμμορφώνωμεν τα έργα προς τους λόγους μας. Τουναντίον πιστεύομεν ότι οι άλλοι είναι εξ ίσου με ημάς προνοητικοί και ότι το στοιχείον της τύχης δεν ημπορεί να καθορισθή διά λόγων. Διά τούτο οφείλομεν ν' αρχίσωμεν ετοιμαζόμενοι πραγματικώς, ως να είχαμεν να κάμωμεν με ανθρώπους ορθοφρονούντας, και να μη εξαρτώμεν τας ελπίδας μας από ενδεχόμενα σφάλματα εκείνων, αλλ' από τ' ασφαλή μέτρα, τα οποία ημείς θα λάβωμεν εγκαίρως. Ούτε πρέπει να νομίζετε ότι διαφέρει πολύ άνθρωπος από άνθρωπον, αλλά να θεωρήτε άριστον εκείνον που έχει ανατροφή εις την μεγαλυτέραν πειθαρχίαν.

85. "Τας μεθόδους λοιπόν αυτάς, τας οποίας οι πατέρες μας μας εκληροδότησαν, και τας οποίας ημείς συνεχίζομεν με διαρκή μας ωφέλειαν, δεν πρέπει να εγκαταλείψωμεν. Δεν είναι ορθόν εις διάστημα ολίγων ωρών να λάβωμεν εσπευσμένας αποφάσεις, όταν από αυτάς διακινδυνεύωνται πολλαί υπάρξεις, πολλά χρήματα, πολλαί πόλεις, και πολλή δόξα, αλλ' οφείλομεν να σκεφθώμεν ησύχως. Εις ημάς δε περισσότερον, παρά εις άλλους, είναι επιτετραμμένον να μη σπεύσωμεν, ακριβώς διότι είμεθα ισχυροί. Και τώρα ας στείλωμεν πρέσβεις εις τας Αθήνας, διά να κάμουν παραστάσεις περί της Ποτειδαίας, και παραστάσεις περί όσων άλλων οι σύμμαχοι ισχυρίζονται ότι αδικούνται, τόσον μάλλον καθόσον οι Αθηναίοι είναι έτοιμοι να υποβληθούν εις διαιτησίαν, και δεν είναι ορθόν να επιτίθεται κανείς κατά του δεχομένου διαιτητικήν κρίσιν, ως τάχα ενόχου αδικίας. Εν τω μεταξύ, προβήτε εις τας αναγκαίας διά τον πόλεμον παρασκευάς. Τοιαύτη πολιτική θα είναι αρίστη διά σας και φοβερωτάτη διά τους εχθρούς σας". Έτσι ωμίλησεν ο Αρχίδαμος. Ο Σθενελάδας, εξ άλλου, ένας από τους τότε εφόρους, προχωρήσας εις το βήμα, ωμίλησε προς την συνέλευσιν των Λακεδαιμονίων ως εξής:

86.
Λόγος του εφόρου Σθενελάδα
"Τους μακρούς λόγους των Αθηναίων δεν εννοώ. Διότι, ενώ επήνεσαν πολύ τους εαυτούς των, καθόλου δεν ημφισβήτησαν ότι αδικούν τους συμμάχους μας και την Πελοπόννησον. Και όμως εάν, όπως ισχυρίζονται, συμπεριεφέρθησαν καλώς εναντίον των Περσών, και τώρα κακώς προς ημάς, είναι άξιοι διπλής τιμωρίας, διότι από καλοί μετεβλήθησαν εις κακούς. Ημείς, τουναντίον, είμεθα οι ίδιοι, και τότε και τώρα, και εάν σωφρονούμεν, δεν θα επιτρέψωμεν ν' αδικούνται οι σύμμαχοί μας, ούτε θ' αναβάλωμεν να βοηθήσωμεν αυτούς, αφού ούτε αυτοί ημπορούν ν' αναβάλουν τας ταλαιπωρίας των. Διότι, εάν άλλοι έχουν άφθονα χρήματα και πλοία και ίππους, έχομεν και ημείς γενναίους συμμάχους, τους οποίους οφείλομεν να μη παραδώσωμεν εις χείρας των Αθηναίων. Ούτε πρέπει να ζητούμεν την λύσιν της προς αυτούς διαφοράς διά δικαστικής προσφυγής και διά λόγων, αφού και οι σύμμαχοί μας δεν βλάπτονται απλώς με λόγους, αλλά πρέπει να τους βοηθήσωμεν χωρίς καμμιάν αναβολήν και με όλην μας την δύναμιν. Ούτε πρέπει να μας συμβουλεύουν να χάνωμεν τον καιρόν μας διασκεπτόμενοι, ενώ αδικούμεθα. Τουναντίον εκείνοι, οι οποίοι μελετούν αδικίαν, οφείλουν, προ πάντων, να διασκέπτωνται επί πολύ. Ψηφίσατε λοιπόν, Λακεδαιμόνιοι, υπέρ του πολέμου, αξίως της Σπάρτης, και μήτε εις τους Αθηναίους επιτρέψετε να γίνουν ακόμη μεγαλύτεροι, μήτε τους συμμάχους καταπροδώσετε, αλλά με την βοήθειαν των θεών ας αναλάβωμεν τον αγώνα κατά των αδικούντων".

87.
Γνώμη των Σπαρτιατών περί παραβιάσεως της τριακονταετούς συνθήκης υπό των Αθηναίων
Αφού ωμίλησεν ο Σθενελάδας, έθεσε το ζήτημα εις την ψήφον της συνελεύσεως των Λακεδαιμονίων υπό την ιδιότητά του ως εφόρου. Αλλ' επειδή η απόφασις λαμβάνεται διά βοής και όχι διά ψήφου, ο Σθενελάδας εδήλωσεν ότι δεν διακρίνει ποία βοή είναι μεγαλυτέρα, και επιθυμών να εξωθήση αυτούς περισσότερον προς πόλεμον διά φανεράς εκδηλώσεως της γνώμης των, είπε: "Όσοι από σας, Λακεδαιμόνιοι, φρονείτε ότι έχει παραβιασθή η Τριακονταετής συνθήκη και ότι οι Αθηναίοι αδικούν, σηκωθήτε και σταθήτε εις το μέρος εκείνο" (και έδειξεν ωρισμένον μέρος), "όσοι δε πάλιν φρονείτε το εναντίον εις το άλλο μέρος". Εσηκώθησαν τότε και εχωρίσθησαν εις δύο, και εκείνοι, οι οποίοι έκριναν ότι είχε παραβιασθή η συνθήκη, ήσαν πολύ περισσότεροι. Προσκαλέσαντες, ως εκ τούτου, τους συμμάχους, ανεκοίνωσαν ότι αυτοί μεν θεωρούν ότι οι Αθηναίοι αδικούν, αλλ' ότι επιθυμούν να συγκαλέσουν όλους τους συμμάχους και να θέσουν το ζήτημα εις την ψήφον των, ώστε ο πόλεμος, εάν ψηφισθή, να είναι αποτέλεσμα κοινής αποφάσεως. Και οι μεν παρόντες σύμμαχοι, αφού κατέληξαν εις τας αποφάσεις αυτάς, ανεχώρησαν εις τα ίδια, ακολούθως δε και οι Αθηναίοι, αφού εξετέλεσαν την αποστολήν, διά την οποίαν είχαν έλθει. Η απόφασις αυτή της συνελεύσεως περί της διαρρήξεως της Τριακονταετούς συνθήκης έγινε το δέκατον τέταρτον έτος μετά την κατόπιν του Ευβοϊκού πολέμου συνομολόγησίν της.

88. Οι Λακεδαιμόνιοι εψήφισαν ότι η συνθήκη είχε παραβιασθή και ότι επεβάλλετο ο πόλεμος, όχι τόσον παρασυρθέντες από τους λόγους των συμμάχων, όσον εκ φόβου μήπως η δύναμις των Αθηναίων αυξηθή έτι μάλλον, διότι έβλεπαν ότι το μεγαλύτερον μέρος της Ελλάδος ήτον ήδη υποχείριον εις αυτούς.

 

[Προηγούμενο] [Συνέχεια βιβλίου]