25.
Πολεμικαί, ενέργειαι των Αθηναίων εις Πελοπόννησον
Οι Αθηναίοι, οι επιβαίνοντες του στόλου των εκατόν πλοίων, ο οποίος είχεν αποστολή περί την Πελοπόννησον, και μαζί με αυτούς οι Κερκυραίοι, οι οποίοι είχαν έλθει με πενήντα πλοία προς ενίσχυσίν των, και μερικοί άλλοι από τους συμμάχους των μερών εκείνων, περιπολούντες γύρω από τας ακτάς της Πελοποννήσου, επέφεραν εις αυτάς σημαντικάς ζημίας, ενεργήσαντες δ' απόβασιν είς την Μεθώνην της Λακωνικής, επετέθησαν κατά του τείχους της πόλεως, το οποίον ήτο ασθενές και εστερείτο αρκετής φρουράς. Αλλά πλησίον εκεί έτυχε να ευρίσκεται ο Σπαρτιάτης Βρασίδας, υιός του Τέλλιδος, επί κεφαλής στρατιωτικού αποσπάσματος, και όταν έμαθε την επίθεσιν, ήλθεν επί κεφαλής εκατόν οπλιτών εις βοήθειαν της πόλεως. Διασχίσας δε τον στρατόν των Αθηναίων, ο οποίος ήτο κατατετμημένος και είχε την προσοχήν του ολόκληρον εστραμμένην προς το τείχος, κατόρθωσε να εισορμήση εις την Μεθώνην και την σώση, απολέσας κατά την εισβολήν ολίγους από τους άνδρας του. Και υπήρξε τούτο το πρώτον τόλμημα του παρόντος πολέμου, δια το οποίον και επηνέθη ο Βρασίδας δημοσίως εις την Σπάρτην. Οι Αθηναίοι, αποπλεύσαντες, έπλεαν πλησίον της ακτής, και προσεγγίσαντες εις το ακρωτήριον της Ηλείας Φειάν ελεηλάτησαν την ύπαιθρον χώραν επί δύο ημέρας, και συνάψαντες μάχην προς τους κατοίκους και τριακοσίους εκλεκτούς άνδρας, οι οποίοι έσπευσαν εις βοήθειαν και εκ της πεδινής Ήλιδος και εκ των πέριξ μερών της ορεινής, ενίκησαν. Αλλ' επειδή εσηκώθη καταιγίς και υπέφεραν πάρα πολύ από την τρικυμίαν, καθό ηγκυροβολημένοι εις αλίμενον μέρος, οι πολλοί επέβησαν εις τα πλοία, και περιπλεύσαντες το ακρωτήριον, το καλούμενον Ιχθύν, κατηυθύνθησαν προς τον λιμένα της Φειάς. Εν τω μεταξύ, οι Μεσσήνιοι και μερικοί άλλοι, οι οποίοι δεν είχαν ημπορέσει να επιβιβασθούν εις τα πλοία, προελάσαντες δια ξηράς, κατέλαβαν την Φειάν. Ακολούθως, όταν ο στόλος κατέπλευσεν εις τον λιμένα, παρέλαβεν αυτούς και απέπλευσεν εγκαταλείψας την Φειάν, τόσον μάλλον καθόσον, εν τω μεταξύ, το κύριον σώμα του στρατού των Ηλείων είχε προσδράμει εις βοήθειαν. Και οι Αθηναίοι, συνεχίσαντες τον πλουν των παρά την ακτήν, διηυθύνθησαν εις άλλα σημεία αυτής, τα οποία και ερήμωσαν.

26.
Περιπολίαι Αθηναίων εις Λοκρίδα και Εύβοιαν
Κατά τον ίδιον περίπου καιρόν, οι Αθηναίοι απέστειλαν μοίραν τριάντα πλοίων, δια να περιπολή εις τα παράλια της Λοκρίδος και συγχρόνως να φρουρή την Εύβοιαν. Αρχηγός της μοίρας ήτο ο Κλεόπομπος, υιός του Κλεινίου, ο οποίος, ενεργήσας αποβάσεις εις διάφορα σημεία κατά μήκος της ακτής, τα ελεηλάτησε και εκυρίευσε το Θρόνιον, λαβών ομήρους μερικούς από τους κατοίκους, και συνάψας μάχην πλησίον της Αλόπης προς τους σπεύσαντας εις βοήθειαν της πόλεως Λοκρούς, τους ενίκησεν.

27.
Εκδίωξις των Αιγινητών από την νήσον και εγκατάστασις Αθηναίων εποίκων
Κατά το ίδιον θέρος, οι Αθηναίοι εξεδίωξαν βιαίως τους κατοίκους της Αιγίνης, άνδρας και γυναικόπαιδα, διότι τους κατηγόρουν ότι έλαβαν σπουδαιότατον μέρος εις τον υποδαυλισμόν του εναντίον των πολέμου. Ανεξαρτήτως άλλωστε τούτου, επειδή η Αίγινα κείται πλησίον της Πελοποννήσου, εφαίνετο ασφαλεστέρα πολιτική να κατέχουν την Αίγιναν δια της εγκαταστάσεως ιδικών των κληρούχων. Και πράγματι, μετά πάροδον όχι πολλού χρόνου, απέστειλαν εκεί τους εν λόγω εποίκους. Εις τους Αιγινήτας εξόριστους οι Λακεδαιμόνιοι παρεχώρησαν την Θυρέαν προς κατοικίαν και την πέριξ αυτής γην προς καλλιέργειαν και ένεκα της προς τους Αθηναίους εχθρότητος και διότι οι Αιγινήται τους επρόσφεραν μεγάλας υπηρεσίας κατά την εποχήν του σεισμού και της επαναστάσεως των Ειλώτων. Η περιφέρεια της Θυρέας κείται μεταξύ της Αργολίδος και της Λακωνικής και εκτείνεται μέχρι της θαλάσσης. Και άλλοι μεν από τους Αιγινήτας εγκατεστάθησαν εκεί, άλλοι δε διεσπάρησαν εις την λοιπήν Ελλάδα.

28.
Έκλειψις σελήνης
Κατά την διάρκειαν του ιδίου θέρους και κατά την πρώτην ημέραν της νέας σελήνης, όταν και μόνον, ως φαίνεται, τοιούτο φαινόμενον ημπορή να συμβή, έγινε μετά μεσημβρίαν έκλειψις του ηλίου, και αφού ούτος προσέλαβε σχήμα ημισελήνου και εφάνησαν και μερικά άστρα, εγέμισε πάλιν ο δίσκος του.

29.
Συμμαχία Αθηναίων και Θρακών
Κατά το ίδιον θέρος, οι Αθηναίοι, θέλοντες επίσης να επιτύχουν την συμμαχίαν του βασιλέως των Θρακών Σιτάλκου, υιού του Τήρεω, διώρισαν πρόξενόν των τον Αβδηρίτην Νυμφόδωρον, υιόν του Πύθεω, τον οποίον εθεώρουν προηγουμένως εχθρόν, και τον προσεκάλεσαν εις τας Αθήνας, διότι ήτο γυναικάδελφος του Σιτάλκου, επί του οποίου ήσκει μεγάλην επιρροήν. Ο Τήρης αυτός, ο πατήρ του Σιτάλκου, υπήρξεν ο πρώτος ιδρυτής του μεγάλου εκείνου βασιλείου των Οδρυσών, το οποίον είχεν έκτασιν μεγαλυτέραν από την επίλοιπον Θράκην, καθόσον υπάρχουν και πολλοί ανεξάρτητοι Θράκες. Προς τον Τηρέα, ο οποίος είχε νυμφευθή από τας Αθήνας την Πρόκνην, θυγατέρα του Πανδίονος, καμμίαν δεν έχει συγγένειαν ο Τήρης αυτός, ουδέ καν από την ιδίαν Θράκην κατήγοντο. Ο Τηρεύς τωόντι κατώκει εις την Δαύλειαν, της περιφερείας, η οποία σήμερον ονομάζεται Φωκίς, και η οποία τότε κατωκείτο από Θράκας, και εις την χώραν αυτήν αι δύο γυναίκες, Πρόκνη και Φιλομήλα, διέπραξαν το εναντίον του Ίτυος ανοσιούργημα. Πολλοί από τους ποιητάς μάλιστα, οσάκις μνημονεύουν την αηδόνα, επονομάζουν το πτηνόν τούτο Δαυλιάδα. Άλλωστε ο Πανδίων φυσικώτερον ήτο να δώση εις γάμον την θυγατέρα του εις τόσον μικράν απόστασιν, χάριν αμοιβαίας υποστηρίξεως, παρά μεταξύ των Οδρυσών, εις απόστασιν τόσων ημερών δρόμου. Ενώ ο Τήρης, περί του οποίου ενταύθα ο λόγος, και ο οποίος υπήρξεν ο πρώτος κραταιός βασιλεύς των Οδρυσών, ούτε καν το ίδιον όνομα είχε. Τούτου ακριβώς τον υιόν Σιτάλκην επεδίωκαν να καταστήσουν σύμμαχον οι Αθηναίοι, διότι ήθελαν να τους συνδράμη να καθυποτάξουν τας πόλεις της Χαλκιδικής και νικήσουν τον Περδίκκαν. Ο Νυμφόδωρος, ελθών εις τας Αθήνας, συνεπεία της προσκλήσεως αυτής, επέτυχεν όχι μόνον την συμμαχίαν προς τον Σιτάλκην να πραγματοποιήση, αλλά και τον υιόν του Σιτάλκου, Σάδοκον, να πολιτογραφήση Αθηναίον. Υπεσχέθη προς τούτοις να τερματίση τον πόλεμον της Χαλκιδικής, πείθων τον Σιτάλκην να στείλη εις τους Αθηναίους στρατόν από Θράκας ιππείς και πελταστάς. Συγχρόνως εσυμβίβασε τους Αθηναίους και με τον Περδίκκαν, πείσας αυτούς να του αποδώσουν την Θέρμην. Συνεπεία τούτου ο Περδίκκας εξεστράτευσεν ευθύς εναντίον των Χαλκιδέων, ενωθείς με τους Αθηναίους και ιδίως με τον Φορμίωνα. Και κατ' αυτόν τον τρόπον σύμμαχος των Αθηναίων έγινεν όχι μόνον ο Σιτάλκης, ο υιός του Τήρεω και βασιλεύς των Θρακών, αλλά και ο Περδίκκας, υιός του Αλεξάνδρου και βασιλεύς των Μακεδόνων.

30.
Κατάληψις υπό Αθηναίων Σολλίου, Αστακού και Κεφαλληνίας
Οι Αθηναίοι, οι οποίοι εξηκολούθουν ακόμη να περιπολούν εις τα ύδατα της Πελοποννήσου, εκυρίευσαν το Σόλλιον, πολίχνην των Κορινθίων, και την παρέδωσαν, μαζί με την περιφέρειάν της, εις την αποκλειστικήν κατοχήν των Ακαρνάνων Παλαιρέων. Επίσης κατέλαβαν εξ εφόδου τον Αστακόν, και αφού εξεδίωξαν τον τύραννον της πόλεως Εύαρχον, προσήρτησαν και το μέρος αυτό εις την ομοσπονδίαν των. Πλεύσαντες, εξ άλλου, κατά της νήσου Κεφαλληνίας, κατώρθωσαν να την προσεταιρισθούν άνευ μάχης. Η Κεφαλληνία κείται απέναντι της Ακαρνανίας και Λευκάδος, και περιλαμβάνει τέσσαρας πόλεις, την Πάλην, την Κραναίαν, την Σάμην και τους Πρόννους. Μετά παρέλευσιν δ' ολίγου καιρού, ο στόλος απέπλευσεν επιστρέφων εις Αθήνας.

31.
Ερήμωσις της Μεγαρίδος υπό των Αθηναίων
Προς το φθινόπωρον, το κατόπιν του θέρους τούτου, οι Αθηναίοι εισέβαλαν εις την Μεγαρίδα με όλας των τας δυνάμεις, περιλαμβανομένων και των μετοίκων, υπό την αρχηγίαν του Περικλέους, του υιού του Ξανθίππου. Και οι επιβαίνοντες του στόλου των εκατόν πλοίων, των περιπολούντων την Πελοπόννησον, Αθηναίοι (οι οποίοι ότι έτυχε να ευρίσκωνται εις Αίγιναν, επαναπλέοντες εις τα ίδια), άμα ως έμαθαν ότι ολόκληρος ο στρατός της πόλεως ήτο εις τα Μέγαρα, έπλευσαν προς τα εκεί και ηνώθησαν με αυτούς. Ως εκ τούτου, ο στρατός αυτός των Αθηναίων υπήρξεν ο μεγαλύτερος τωόντι, τον οποίον συνεκέντρωσεν η πόλις, καθόσον ήτο ακόμη εις την ακμήν της δυνάμεώς της και δεν είχεν εισέτι προσβληθή από την επιδημίαν. Οι ίδιοι οι Αθηναίοι ανήρχοντο εις όχι ολιγωτέρους των δέκα χιλιάδων οπλιτών (μη υπολογιζομένων των τρισχιλίων, οι οποίοι ευρίσκοντο εις την Ποτείδαιαν), ενώ όχι ολιγότεροι των τριών χιλιάδων μετοίκων οπλιτών έλαβαν συγχρόνως μέρος εις την εισβολήν, εκτός δ' αυτών και σημαντικός αριθμός ελαφρώς ωπλισμένων στρατιωτών. Αφού δε ερήμωσαν μέγα μέρος της Μεγαρίδος, απεσύρθησαν. Διαρκούντος άλλωστε του πολέμου, και άλλαι εισβολαί Αθηναίων έγιναν καθ' έκαστον έτος εις την Μεγαρίδα, άλλοτε με μόνον το ιππικόν και άλλοτε με όλην την στρατιωτικήν δύναμιν, μέχρις ότου εκυριεύθη η Νίσαια υπό των Αθηναίων.

32.
Οχύρωσις της Αταλάντης υπό των Αθηναίων
Κατά το τέλος επίσης του ιδίου θέρους, οι Αθηναίοι ωχύρωσαν την νήσον Αταλάντην, η οποία κείται πλησίον της ακτής των Οπουντίων Λοκρών, και ήτο έως τότε ακατοίκητος, και εγκατέστησαν εις αυτήν φρουράν, δια να εμποδίζουν πειρατάς να εκπλέουν από την Οπούντα και την άλλην Λοκρίδα και λεηλατούν την Εύβοιαν. Αυτά υπήρξαν τα γεγονότα που έλαβαν χώραν κατά το θέρος τούτο, μετά την αποχώρησιν των Πελοποννησίων από την Αττικήν.

33.
Επιτυχία των Κορινθίων εις Αστακόν
Αλλά κατά τον ακόλουθον χειμώνα, ο Ακαρνάν Εύαρχος, θέλων να επιστρέψη εις τον Αστακόν, έπεισε τους Κορινθίους να πλεύσουν με σαράντα πλοία και χίλιους πεντακοσίους οπλίτας και τον αποκαταστήσουν εις την αρχήν, και προς τον σκοπόν τούτον εμίσθωσε και ο ίδιος επικουρικήν δύναμιν. Αρχηγοί της εκστρατείας αυτής ήσαν ο Ευφαμίδας, υιός του Αριστωνύμου, ο Τιμόξενος, υιός του Τιμοκράτους, και ο Εύμαχος, υιός του Χρύσιδος. Και πράγματι, πλεύσαντες εις τον Αστακόν, τον αποκατέστησαν. Θέλοντες όμως να προσαρτήσουν και μερικά άλλα παράλια μέρη της Ακαρνανίας, επεχείρησαν τούτο, αλλ' αποτυχόντες απέπλευσαν, επιστρέφοντες εις τα ίδια. Προσορμισθέντες κατά τον πλουν εις την Κεφαλληνίαν, ενήργησαν απόβασιν εις την χώραν των Κρανίων, οι οποίοι τους ηπάτησαν δια της συνομολογήσεως κάποιας συμφωνίας και τους επετέθησαν απροσδοκήτως. Οι Κορίνθιοι, αφού έχασαν μερικούς άνδρας, κατώρθωσαν με πολλήν δυσκολίαν να επιβιβασθούν και αποπλεύσουν επανερχόμενοι εις τα ίδια.

34.
Η κηδεία των πρώτων νεκρών του πολέμου
Κατά την διάρκειαν του ιδίου χειμώνος, οι Αθηναίοι, συμμορφούμενοι προς πατροπαράδοτον έθιμον, ετέλεσαν δημοσία δαπάνη την κηδείαν των πρώτων νεκρών του παρόντος πολέμου. Η επιτάφιος αυτή τελετή γίνεται κατά τον εξής τρόπον: Αφού στήσουν επί τούτω εξέδραν, τοποθετούνται επάνω εις αυτήν την προπαραμονήν της εκφοράς τα οστά των πεσόντων, και ο καθείς φέρει εις τον νεκρόν του ο,τι επιτάφιον δώρον θέλει. Όταν έλθη η ώρα της εκφοράς, άμαξαι κομίζουν λάρνακας κυπαρισσίνας, μίαν δι' εκάστην φυλήν, και τα οστά εκάστου τοποθετούνται εις την λάρνακα της ιδικής του φυλής. Δια τους αγνοουμένους, όσους δεν κατώρθωσαν να εύρουν και συλλέξουν, φέρουν επάνω εις τα χέρια κενόν φέρετρον με επίστρωμα. Καθείς που θέλει, είτε πολίτης, είτε ξένος, ημπορεί να λάβη μέρος εις την εκφοράν, και αι συγγενείς ακόμη γυναίκες προσέρχονται εις τον τόπον του ενταφιασμού ολοφυρόμεναι. Αι λάρνακες τοποθετούνται εις το δημόσιον μνημείον, το οποίον κείται εις το ωραιότερον προάστειον της πόλεως, και εις το οποίον θάπτονται ανέκαθεν οι πεσόντες εις τον πόλεμον, πλην των πεσόντων εις τον Μαραθώνα. Διότι επειδή εθεώρησαν την ανδρείαν των τελευταίων αυτών ολωσδιόλου εξαιρετικήν τους έθαψαν εκεί όπου έπεσαν. Αφού τοποθετηθούν τα οστά υπό την γην, ρήτωρ, ο οποίος έχει ορισθή υπό της πόλεως και ο οποίος όχι μόνον θεωρείται προικισμένος με μεγάλην σύνεσιν, αλλά και στέκει υψηλά εις την κοινήν εκ-τίμησιν, απαγγέλλει προς τιμήν των πεσόντων το κατάλληλον εγκώμιον. Και μετά τούτο απέρχονται. Κατά τον τρόπον τούτον γίνεται η κηδεία, και καθ' όλην την διάρκειαν του πολέμου, οσάκις παρουσιάσθη περίστασις, συνεμορφώθησαν προς το έθιμον τούτο. Προς τιμήν λοιπόν των πρώτων αυτών θυμάτων του πολέμου, επεφορτίσθη να ομιλήση ο Περικλής, υιός του Ξανθίππου. Και όταν ήλθεν η κατάλληλος στιγμή, επροχώρησεν από το μνημείον εις το βήμα, το οποίον είχε κατασκευασθή υψηλόν, δια ν' ακούεται από όσον το δυνατόν περισσοτέρους από τους συναθροισθέντας, και ωμίλησεν ως εξής περίπου:

35.
Ο επιτάφιος λόγος του Περικλέους
"Οι περισσότεροι που ωμίλησαν μέχρι τούδε από την θέσιν αυτήν επήνεσαν τον νομοθέτην, ο οποίος εις το έθιμον της δημοσία δαπάνη κηδείας επρόσθεσε την απαγγελίαν του επιταφίου λόγου, διότι έκρινεν ότι αρμόζει τοιαύτη ν' απονέμεται, τιμή κατά την ταφήν των νεκρών του πολέμου. Αλλ' εγώ θα ενόμιζα αρκετόν προς άνδρας, οι οποίοι δι' έργων εδείχθησαν γενναίοι, να εκδηλούνται και αι τιμαί δι' έργων, οποία είναι όσα βλέπετε παρομαρτούντα εις την υπό της πόλεως παρασκευασθείσαν επιτάφιον αυτήν τελετήν, και να μη εξαρτάται η υστεροφημία πολλών ανδρών από την ευγλωττίαν ή έλλειψιν ευγλωττίας του ρήτορος. Διότι δύσκολον είναι να ομιλήση κανείς με το προσήκον μέτρον εις περιστάσεις, κατά τας οποίας και αυτή η ακριβής παράστασις της αληθείας δυσκόλως γίνεται πιστευτή. Καθόσον και ο γνωρίζων εξ' ιδίας αντιλήψεως τα γεγονότα και ευνοϊκώς διατεθειμένος ακροατής, είναι πιθανόν να θεωρήση ότι οι λόγοι του ρήτορος είναι υποδεέστεροι της ιδικής του γνώσεως και ευνοίας, και ο μη επαρκώς γνωρίζων τα πράγματα, οσάκις ακούει κάτι τι που υπερβαίνει τας ιδικάς του δυνάμεις, είναι πιθανόν ένεκα φθόνου να πιστεύση ότι πρόκειται περί υποβολών. Διότι οι έπαινοι που λέγονται δι' άλλους επί τοσούτον μόνον είναι ανεκτοί, εφόσον έκαστος νομίζει ότι και ο ίδιος είναι ικανός να κατορθώση όμοια ή ανάλογα των επαινουμένων. Ό,τι δήποτε υπερβαίνει τούτο, προκαλεί αμέσως τον φθόνον και την δυσπιστίαν. Επειδή, εν τούτοις, οι πρόγονοί μας επεδοκίμασαν την συνήθειαν αυτήν ως καλώς έχουσαν, οφείλω και εγώ, συμμορφούμενος με τον νόμον, να δοκιμάσω να ανταποκριθώ όσον το δυνατόν περισσότερον προς την επιθυμίαν και τας πεποιθήσεις του καθενός από τους ακροατάς μου.

36. "Την ομιλίαν μου θ' αρχίσω από τους προγόνους μας πρώτον. Διότι είναι όχι μόνον δίκαιον, αλλά και πρέπον συγχρόνως εις τοιαύτην ευκαιρίαν, όπως η παρούσα, ν' αποτίσωμεν εις την μνήμην των τον φόρον αυτόν της τιμής. Καθόσον, κατοικούντες οι ίδιοι πάντοτε μέχρι σήμερον την χώραν αυτήν κατά την διαδοχήν των αλλεπαλλήλων γενεών μας την παρέδωσαν ελευθέραν δια της ανδρείας των. Αλλ' εάν εκείνοι είναι άξιοι των επαίνων μας, έτι μάλλον άξιοι είναι οι πατέρες μας. Διότι εκτός εκείνων, τα οποία εκληρονόμησαν, απέκτησαν δια πολλών μόχθων και την σημερινήν μας ηγεμονίαν, και εκληροδότησαν και αυτήν και εκείνα εις ημάς τους σήμερον ζώντας. Και ημείς εδώ, άλλωστε, όσοι είμεθα ακόμη εις ώριμον ηλικίαν περίπου, ενισχύσαμεν οι ίδιοι την ηγεμονίαν αυτήν πολυειδώς, και την πόλιν παρεσκευάσαμεν καθ' όλα αυταρκεστάτην και δια τον πόλεμον και δια την ειρήνην. Εν τούτοις, ούτε περί των πολεμικών κατορθωμάτων, με τα οποία αι διάφοροι κτήσεις μας απεκτήθησαν, ούτε περί της δραστηριότητος, με την οποίαν ημείς οι ίδιοι ή οι πατέρες μας απεκρούσαμεν τας επιθέσεις Ελλήνων ή βαρβάρων εχθρών, θα ομιλήσω, διότι δεν επιθυμώ να μακρηγορήσω μεταξύ ανθρώπων, οι οποίοι όλα αυτά τα γνωρίζουν. Αλλ' αφού πρώτον εξηγήσω από ποίας αρχάς εμπνεόμενοι εφθάσαμεν εις την σημερινήν περιωπήν και υπό ποίους δεσμούς και με ποίον τρόπον ζωής η ακμή μας έγινε τόσον μεγάλη, έπειτα θα έλθω εις τον έπαινον των προκειμένων νεκρών, διότι θεωρώ ότι και αρμόζοντα εις την παρούσαν περίστασιν είναι να λεχθούν αυτά και συμφέρον ν' ακουσθούν με προσοχήν από την πολυάριθμον αυτήν συνάθροισιν πολιτών και ξένων.

37. "Ζώμεν τωόντι υπό πολίτευμα, το οποίον δεν επιζητεί ν' αντιγράφη τους νόμους των άλλων, αλλ' είμεθα ημείς μάλλον υπόδειγμα εις τους άλλους παρά μιμηταί αυτών. Και καλείται μεν το πολίτευμά μας δημοκρατία, λόγω του ότι η κυβέρνησις του κράτους ευρίσκεται όχι εις χείρας των ολίγων, αλλά των πολλών. Αλλά δια μεν των νόμων ασφαλίζεται εις όλους ισότης δικαιοσύνης δια τα ιδιωτικά των συμφέροντα, ενώ υπό την έποψιν της κοινής εκτιμήσεως, έκαστος πολίτης προτιμάται εις τα δημόσια αξιώματα, όχι διότι ανήκει εις ωρισμένην κοινωνικήν τάξιν, αλλά δια την προσωπικήν του αξίαν, εφόσον διακρίνεται εις κάποιον κλάδον. Ούτε, εξ άλλου, εκείνος που είναι πτωχός, ημπορεί όμως να προσφέρη υπηρεσίας εις την πόλιν, ευρίσκει εμπόδιον εις τούτο, ένεκα της κοινωνικής του αφανείας. Και όχι μόνον εις τον δημόσιόν μας βίον πολιτευόμεθα με πνεύμα ελευθέριον, αλλά και εις την αναμεταξύ μας καθημερινήν επικοινωνίαν είμεθα ελεύθεροι καχυποψίας, διότι δεν αγανακτούμεν εναντίον των άλλων δι' όσα πράττουν χάριν της ευχαριστήσεώς των, ούτε προσλαμβάνομεν απέναντί των φυσιογνωμίαν σκυθρωπής αποδοκιμασίας, η οποία δεν ζημιώνει αληθώς, πληγώνει όμως. Αλλ' ενώ εις τας ιδιωτικάς μας σχέσεις αποφεύγομεν να φαινώμεθα δυσάρεστοι, εις τον δημόσιόν μας βίον αποφεύγομεν την παρανομίαν, από ευλάβειαν προ πάντων προς τας επιταγάς των εκάστοτε αρχόντων και των νόμων, εκείνων ιδίως εξ αυτών, όσοι έχουν τεθή είτε προς υπεράσπισιν των αδικουμένων, είτε, μολονότι άγραφοι, φέρουν αναμφισβήτητον όνειδος εις τους παραβάτας των.

38. "Αλλ' επί πλέον επρονοήσαμεν κατά πολλούς τρόπους και δια την ανάπαυσιν του πνεύματος από τους κόπους. Διότι έχομεν και αγώνας και ιεράς πανηγύρεις καθιερωμένας καθ' όλον το έτος και κατοικίας ευπρεπείς. Και η καθημερινή τέρψις, την οποίαν ποριζόμεθα από αυτάς, αποδιώκει τας μερίμνας της ζωής. Χάρις εις το μεγαλείον της πόλεώς μας, εξ άλλου, τα πάντα συρρέουν εις αυτήν από όλα τα μέρη του κόσμου, και συμβαίνει τοιουτοτρόπως ν' απολαμβάνωμεν τ' αγαθά των άλλων ανθρώπων, ως να ήσαν τόσον ιδικά μας, όσον και τα προϊόντα της ιδίας ημών χώρας.

39. "Διαφέρομεν δ' επίσης από τους αντιπάλους και ως προς την άσκησιν εις τα πολεμικά πράγματα κατά τούτο, ότι δηλαδή πρώτον μεν έχομεν τας πύλας της πόλεώς μας ανοικτάς εις όλους, και ουδέποτε δια ξενηλασίας εμποδίζομεν κανένα να μάθη ή ίδη κάτι τι, εκ φόβου μήπως, εάν δεν το κρύψωμεν, το ίδη κανείς από τους εχθρούς μας και ωφεληθή. Διότι την εμπιστοσύνην μας στηρίζομεν όχι εις τας προετοιμασίας ή εις τα πολεμικά τεχνάσματα, αλλ' εις την προσωπικήν μας κατά την ώραν της δράσεως ευψυχίαν. Έπειτα δε, προκειμένου περί της ανατροφής, εκείνοι μεν από της παιδικής ηλικίας δι' επιπόνου ασκήσεως επιδώκουν να γίνουν ανδρείοι, ενώ ημείς μολονότι ακολουθούμεν τρόπον ζωής αβίαστον, είμεθα εξ ίσου ικανοί να προκινδυνεύωμεν, αγωνιζόμενοι προς ισοπάλους εχθρούς. Απόδειξις τούτου είναι ότι ενώ οι Λακεδαιμόνιοι εκστρατεύουν εναντίον του εδάφους μας, όχι μόνοι, αλλά με όλους τους συμμάχους των, ημείς εκστρατεύομεν εναντίον των άλλων μόνοι, και μολονότι πολεμούμεν εις ξένην χώραν εναντίον ανθρώπων προασπιζόντων το ίδιον έδαφος τους νικώμεν κατά κανόνα χωρίς δυσκολίαν. Προσθέσατε εις τούτο ότι κανείς από τους εχθρούς μας δεν αντιμετώπισεν ηνωμένην την δύναμίν μας, διότι κατά τον ίδιον καιρόν όχι μόνον δια το ναυτικόν μας φροντίζομεν, αλλά και κατά ξηράν εκπέμπομεν εις παλλάς επιχειρήσεις στρατιώτας από τους ιδικούς μας πολίτας. Όταν, εν τούτοις, οι εχθροί μας συγκρουσθούν οπουδήποτε προς τμήμα της δυνάμεώς μας, εάν μεν νικήσουν, καυχώνται ότι μας ενίκησαν όλους, εάν δε ηττηθούν, ότι ενικήθησαν από όλους. Τωόντι, εφόσον προτιμώμεν ν' αντιμετωπίζωμεν τους κινδύνους με άνεσιν μάλλον παρά κατόπιν επιπόνου ασκήσεως, και με ανδρείαν που απεκτήθη όχι από νομικόν καταναγκασμόν, αλλ' από τον τρόπον της ζωής μας, έχομεν το πλεονέκτημα ότι χωρίς να παραπονούμεθα προώρως χάριν μελλόντων κινδύνων, άμα ως περιέλθωμεν εις αυτούς, αναδεικνυόμεθα εξ ίσου γενναίοι όσον και οι αντίπαλοί μας, οι οποίοι υποβάλλονται εις διαρκείς μόχθους. Ούτω δε η πόλις μας είναι αξία θαυμασμού, όχι μόνον ως προς τούτο, αλλά και υπό άλλας ακόμη επόψεις.

40. "Διότι είμεθα ερασταί του ωραίου, αλλά και φίλοι συγχρόνως της απλότητος, και καλλιεργούμεν το πνεύμα μας χωρίς θυσίαν του ανδρισμού μας. Ο πλούτος, εξ άλλου, μας χρησιμεύει ως ευκαιρία μάλλον προς εκτέλεσιν έργων, παρά ως ελατήριον κομπορρημοσύνης. Ούτε θεωρούμεν εντροπήν την ομολογίαν της πενίας, αλλά μεγαλυτέραν εντροπήν το να μη καταβάλλη κανείς κάθε προσπάθειαν δια να την διαφύγη. Εις την πόλιν μας, άλλωστε, εκείνοι που επιμελούνται τας προσωπικάς των υποθέσεις δεν αμελούν δια τούτο τας δημοσίας, και μολονότι άλλοι μεν είναι απησχολημένοι εις τούτο, άλλοι δε εις εκείνο το επιτήδευμα, όλοι εννοούν επαρκώς τα πολιτικά πράγματα. Διότι μόνοι ημείς εκείνον που δεν μετέχει εις αυτά θεωρουμεν όχι φιλήσυχον, αλλ' άχρηστον πολίτην, και εφόσον δεν λαμβάνομεν οι ίδιοι την πρωτοβουλίαν των ληπτέων αποφάσεων, κρίνομεν τουλάχιστον ορθώς περί των μέτρων, τα οποία άλλοι εισηγούνται, πιστεύοντες ότι τα έργα ζημιώνει όχι η συζήτησις, αλλά το να μη διαφωτισθή κανείς προηγουμένως δια της συζητήσεως, πριν έλθη η ώρα της δράσεως. Διότι και κατά τούτο διαφέρομεν τωόντι πολύ από τους άλλους, ότι είμεθα εξαιρετικώς τολμηροί εις την δράσιν και σύγχρονως μελετώμεν οι ίδιοι κατά βάθος όσα πρόκειται να επιχειρήσωμεν, ενώ εις τους άλλους, αντιθέτως, η μεν αμάθεια γεννά θράσος, η δε σκέψις ενδοιασμόν. Εκείνοι, άλλωστε, θα εθεωρούντο δικαίως ως έχοντες μεγίστην ευψυχίαν όσοι, μολονότι έχων καθαρωτάτην αντίληψιν και των δεινών του πολέμου και των τερπνών της ειρήνης, δεν υποχωρούν, εν τούτοις, απέναντι των κινδύνων. Και ως προς την ευγένειαν ακόμη των αισθημάτων μας απέναντι των άλλων, ευρισκόμεθα εις αντίθεσιν προς τους πολλούς. Διότι τους φίλους μας επιδιώκομεν ν' αποκτήσωμεν όχι ευεργετούμενοι από αυτούς, αλλ' ευεργετούντες αυτούς. Καθόσον ο ευεργετήσας είναι φίλος ασφαλέστερος από τον ευεργετούμενον, διότι επιδιώκει δια της συνεχίσεως της προς αυτόν ευμενείας να διατηρήση την ευγνωμοσύνην του. Ενώ ο ευεργετηθείς είναι μάλλον αδιάφορος φίλος, καθόσον γνωρίζει ότι θ' ανταποδώση την προς αυτόν χάριν όχι ως εύνοιαν, αλλ' ως εξόφλησιν χρέους. Και μόνοι αφόβως ωφελούμεν άλλους όχι από υπολογισμόν δια το ιδικόν μας υλικόν συμφέρον, αλλ' από εμπιστοσύνην προς το ελευθέριον πνεύμα, από το οποίον εμπνεόμεθα.

41. "Συγκεφαλαιώνων, λοιπόν, λέγω ότι και το σύνολον της πόλεως είναι γενικόν της Ελλάδος σχολείον, και καθείς από τους συμπολίτας μας μου φαίνεται ως να συγκεντρώνη εις την προσωπικότητά του την ικανότητα να προσαρμόζεται εις τας ποικιλωτάτας εκφάνσεις της δραστηριότητος με την μεγαλυτέραν ευστροφίαν και χάριν. Και ότι τούτο δεν είναι κομπορρημοσύνη, επιβαλλομένη από την παρούσαν ευκαιρίαν, αλλά η πραγματική αλήθεια, αποδεικνύει ακριβώς η δύναμις της πόλεως, την οποίαν τα προτερήματά μας αυτά μας επροσπόρισαν. Διότι από όλας τας συγχρόνους πόλεις μόνη η πόλις των Αθηνών, όταν τεθή υπό δοκιμασίαν, αποδεικνύεται ανωτέρα της φήμης της, και αυτή μόνη ούτε εις τον ηττώμενον παρέχει αφορμήν αγανακτήσεως, διότι ενικήθη από τοιούτον εχθρόν, ούτε εις τους υπηκόους αφορμήν παραπόνου, ότι κυβερνώνται από αναξίους. Με το να δώσωμεν δε καταφανείς αποδείξεις της δυνάμεώς μας, της οποίας άλλως τε τόσοι τωόντι υπάρχουν αψευδείς μάρτυρες, θα είμεθα αντικείμενον θαυμασμού και δια τους συγχρόνους και δια τους μεταγενεστέρους, χωρίς καν να έχωμεν ανάγκην ούτε Ομήρου, δια να ψάλη τους επαίνους μας, ούτε άλλου ποιητού, ο οποίος δια των στίχων του ημπορεί να τέρψη προς στιγμήν, αλλά του οποίου η φαντασιώδης παράστασις των γεγονότων θα διαψευσθή από την αλήθειαν των πραγμάτων, αφού εξηναγκάσαμεν κάθε θάλασσαν και κάθε γην ν' ανοιχθή εις την ημετέραν τόλμην, και εγκατεσπείραμεν παντού αιώνια μνημεία ανδραγαθιών εναντίον εχθρών και υπέρ φίλων. Υπέρ τοιαύτης λοιπόν πόλεως μαχόμενοι έπεσαν οι προκείμενοι νεκροί, διότι έκριναν μεγαλοφρόνως καθήκον των να μη επιτρέψουν να τους αφαιρεθή αυτή, και καθείς από ημάς τους επιζώντας είναι πρόθυμος φυσικά να υποφέρη τα πάντα προς χάριν της.

42. "Δια τούτο ακριβώς και επεξετάθην περισσότερον εις τα του μεγαλείου της πόλεως, διότι ηθέλησα να σας δείξω ότι τα άθλα, δια τα οποία αγωνιζόμεθα, είναι πολύ μεγαλύτερα από εκείνα, δια τα οποία αγωνίζονται όσοι δεν απολαύουν όμοια με αυτά πλεονεκτήματα, και συγχρόνως να καταδείξω δια πραγματικών αποδείξεων τον έπαινον των ανδρών αυτών εδώ, προς τιμήν των οποίων ομιλώ σήμερον. Και τωόντι το μεγαλύτερον μέρος του εγκωμίου των ελέχθη ήδη. Διότι τα ανδραγαθήματα αυτών και των ομοίων των προσέδωσαν νέαν λάμψιν εις την δόξαν της πόλεως, την οποίαν ύμνησα, και ολίγοι υπάρχουν Έλληνες, των οποίων η φήμη θα ημπορούσε να δειχθή εξ ίσου ισόρροπος προς τα έργα, όσον των προκειμένων νεκρών. Νομίζω, άλλωστε, ότι τοιούτος θάνατος, όπως ο των ανδρών αυτών εδώ, αποδεικνύει ηρωϊσμόν, είτε ως αποκαλύπτων αυτόν δια πρώτην φοράν, είτε ως επισφραγίζων αυτόν τελειωτικώς. Διότι δι' εκείνους, οι οποίοι υπό άλλας τυχόν επόψεις είναι κακοί, δίκαιον είναι η κατά τους πολέμους επιδειχθείσα ανδραγαθία να εκτιμάται περισσότερον από κάθε άλλο. Διότι, αποσβέσαντες το κακόν δια του καλού, παρέσχον εις την πατρίδα μεγαλυτέραν ωφέλειαν από την ζημίαν που επροξένησαν ως ιδιώται. Κανείς, εν τούτοις, από τους άνδρας αυτούς εδώ δεν επροτίμησε την συνέχισιν της απολαύσεως του πλούτου, ώστε να δειχθή δειλός, ούτε εζήτησε ν' αναβάλη την τρομεράν ημέραν με την φυσικήν εις τον πτωχόν ελπίδα ότι ημπορεί ακόμη, εάν επιζήση, να πλουτίση. Αλλά θεωρήσαντες ότι η τιμωρία των εχθρών ήτο πολύ πλέον ποθητή παρά τα πράγματα αυτά, και ότι δεν ημπορούσαν να εκθέσουν την ζωήν των χάρις ευγενεστέρας υποθέσεως, απεφάσισαν, διακινδυνεύοντες αυτήν, να εκδικηθούν μεν εκείνους, παραιτήσουν δε όλα τα λοιπά. Και ενεπιστεύθησαν μεν εις την ελπίδα το άδηλον της επιτυχίας του αγώνος, αλλ' ό,τι αφορά εις τον παρόντα και προ των οφθαλμών των κίνδυνον, εστηρίχθησαν μόνον εις εαυτούς και το προσωπικόν των θάρρος. Και όταν ευρέθησαν εις το μέσον του κινδύνου, κρίνοντες προτιμότερον ν' αποθάνουν υπερασπίζοντες εαυτούς παρά να σωθούν υποχωρούντες, απέφυγαν μεν το όνειδος της δειλίας, αντιμετώπισαν όμως ψυχή τε και σώματι τον κίνδυνον, και συγχρόνως εις στιγμήν ωρισμένην υπό της ειμαρμένης μετήλλαξαν βίον, όχι τρέμοντες από φόβον αλλά περιβαλλόμενοι από τον φωτοστέφανον της δόξης.

43. "Και αυτοί μεν εδείχθησαν τοιουτοτρόπως άξιοι της πόλεως. Σεις, εξ' άλλου, οι επιζώντες οφείλετε να θεωρήσετε καθήκον σας, όπως επιδείξετε προς τους εχθρούς φρόνημα όχι ολιγώτερον τολμηρόν, μολονότι πρέπει να εύχεστε όπως τούτο οδηγήση εις έκβασιν ολιγώτερον ολεθρίαν. Την ωφέλειαν δε τούτου οφείλετε να κρίνετε όχι απλώς επί τη βάσει των λόγων ρήτορος, ο οποίος ημπορούσε να μακρηγορήση, εκθέτων προς ανθρώπους γνωρίζοντας εξ ίσου καλά όσον και εκείνος όλα τα πλεονεκτήματα που συνεπάγεται η απόκρουσις του εχθρού. Αλλ' οφείλετε μάλλον καθ' εκάστην να προσηλώνετε τα βλέμματά σας προς τας ορατάς εκδηλώσεις της δυνάμεως της πόλεως, έως ότου γίνετε θαυμασταί της. Και όταν εμπνευσθήτε από την θέαν του μεγαλείου της, να σκεφθήτε ότι όλα αυτά τα απέκτησαν άνδρες τολμηροί, οι οποίοι εγνώριζαν τί έπρεπε να πράξουν και κατά την ώραν του κινδύνου ωδηγούντο από υψηλόν αίσθημα τιμής, και οι οποίοι, εάν ποτέ ήθελαν αποτύχει εις καμμίαν επιχείρησιν, έκριναν αποφασιστικώς ότι η πατρίς των τουλάχιστον δεν έπρεπε να στερηθή την ανδρείαν των, και προσέφεραν την ζωήν των ως τον ενδοξότερον υπέρ αυτής έρανον. Καθόσον, θυσιάζοντες την ζωήν των δια το κοινόν καλόν, εκέρδιζαν υπέρ εαυτών τον αθάνατον έπαινον, και τάφον επισημότατον, όχι τόσον τον τάφον, εις τον οποίον κείνται, όσον εκείνον, εις τον οποίον η δόξα των επιζή αείμνηστος, πανηγυριζομένη είτε δια λόγων, είτε δια τελετών εις κάθε ευκαιρίαν. Διότι των επιφανών ανδρών τάφος είναι όλη η γη, και δεν διαμνημονεύονται αυτοί μόνον εις την ιδικήν των πατρίδα δι' επιτυμβίων στηλών και επιγραφών, αλλά και εις την ξένην διατηρείται άγραφος η μνήμη των, χαραγμένη εις το πνεύμα εκάστου μάλλον παρά εις υλικά μνημεία. Τους άνδρας αυτούς οφείλετε να μιμηθήτε, και θεωρούντες ότι θεμέλιον της ευτυχίας είναι η ελευθερία, και της ελευθερίας η ευψυχία, μη αποβλέπετε με ανησυχίαν εις τους κινδύνους του πολέμου. Διότι όσοι είναι δυστυχείς και ούτε εις περίπτωσιν νίκης έχουν ελπίδα καλυτέρων ημερών, έχουν ολιγώτερον λόγον να δείχνωνται αφειδείς της ζωής των, παρά εκείνοι, οι οποίοι, εάν εξακολουθήσουν ζώντες, τρέχουν τον κίνδυνον να μεταπέσουν από την ευτυχίαν εις την δυστυχίαν, και οι οποίοι, εάν νικήσουν, έχουν να χάσουν περισσότερον από κάθε άλλον. Καθόσον εις άνδρα έχοντα γενναίον φρόνημα, είναι αλγεινοτέρα η ταπείνωσις, την οποίαν προκαλεί η δειλία, παρά ο ανώδυνος θάνατος, ο επερχόμενος εις στιγμήν που είναι γεμάτος από θάρρος και εμπνέεται συγχρόνως από την ελπίδα της νίκης της πατρίδος.

44. "Δια τούτο και τους γονείς των σήμερον θαπτομένων - όσοι παρίστασθε εδώ- δεν οικτείρω, αλλά θα προσπαθήσω μάλλον μόνον να παραμυθήσω. Γνωρίζετε τωόντι ότι η ζωή σας διήλθεν εν μέσω ποικίλων μεταβολών της τύχης, ενώ ευτυχείς πρέπει να θεωρούνται εκείνοι, εις τους οποίους η μοίρα ήθελεν επικλώσει τόσον τιμητικόν θάνατον, όπως των προκειμένων νεκρών, ή τόσον τιμητικόν πένθος, όπως το ιδικόν σας, και εκείνοι, των οποίων η ζωή προσεμετρήθη ούτως, ώστε το όριον της ευδαιμονίας να συμπέση προς την στιγμήν του θανάτου. Γνωρίζω αληθώς ότι είναι δύσκολον να σας πείσω, αφού την απώλειάν σας θα υπενθυμίζουν πολλάκις αι ευτυχίαι των άλλων, τας οποίας και σεις προηγουμένως απελαύσατε. Και λυπείται κανείς όχι δια την τυχόν έλλειψιν αγαθών, τα οποία δεν εδοκίμασεν, αλλά δια την αφαίρεσιν εκείνων, εις τα οποία είχε συνηθίσει. Αλλ' όσοι είσθε ακόμη εις ηλικίαν προς παιδοποιίαν, πρέπει να υπομένετε την συμφοράν με μεγαλυτέραν καρτερίαν, με την ελπίδα αποκτήσεως και άλλων τέκνων. Διότι η νέα τεκνοποιία όχι μόνον ατομικώς θα κάμη πολλούς να λησμονήσουν τους νεκρούς των, αλλά και εις την πόλιν θα παράσχη διττήν ωφέλειαν, και λόγω μη ελαττώσεως του πληθυσμού και λόγω ασφαλείας. Διότι δεν είναι δυνατόν να έχουν την ιδίαν αξίαν ή να είναι επίσης δίκαιαι αι περί των δημοσίων πραγμάτων γνώμαι εκείνων, όσοι δεν έχουν, όπως οι άλλοι, τέκνα δια να μετάσχουν των ιδίων κινδύνων. Όσοι, εξ άλλου, είσθε γέροντες, πρέπει να νομίζετε ότι ο μεν ήδη διανυθείς μακρότερος βίος, κατά τον οποίον υπήρξατε ευτυχείς, είναι κέρδος, ο δε παρών θα είναι σύντομος, και ν' ανακουφίζεσθε με την δόξαν των νεκρών αυτών εδώ. Διότι μόνον η αγάπη των τιμών δεν γηράσκει ποτέ, και όταν κανείς φθάση εις την άκαρπον περίοδον της ζωής, όχι τόσον το κέρδος, όπως μερικοί ισχυρίζονται όσον αι τιμαί παρέχουν την μεγαλυτέραν τέρψιν.

45. "Δι' όσους δε από τους παρόντας είσθε τέκνα ή αδελφοί των πεσόντων, βλέπω τον αγώνα της προς αυτούς αμίλλης του να φανήτε αντάξιοι των δυσχερή (διότι τους νεκρούς συνηθίζουν οι πάντες να εγωμιάζουν), και οσονδήποτε υπέροχον ανδρείαν και αν επιδείξετε, μόλις θα θεωρηθήτε δεν λέγω βέβαια όμοιοι, αλλ' ολίγον κατώτεροι απ' αυτούς. Διότι, μεταξύ των ζώντων επικρατεί φθόνος προς τους αντιπάλους, ενώ εκείνοι που δεν αποτελούν πλέον εμπόδιον δια τους άλλους τιμώνται πάντοτε δι' ευνοίας, κατά της οποίας κανείς δεν αντιτάσσεται. Αλλ' εάν πρέπη να μνημονεύσω οπωσδήποτε και την αρετήν των γυναικών εκείνων, όσαι του λοιπού θα ζήσουν ως χήραι, θα συγκεφαλαιώσω την προς αυτάς παραίνεσίν μου εις τας ολίγας αυτάς λέξεις. Μεγάλη αληθώς θα είναι η δόξα δια σας, εάν δεν δειχθήτε κατώτεραι της γυναικείας φύσεως, και επίσης μεγάλη δι' εκείνας από σας, περί των αρετών ή ελαττωμάτων των οποίων όσον το δυνατόν ολιγώτερος γίνεται λόγος μεταξύ των ανδρών.

46. "Εξεπλήρωσα το υπό του νόμου επιβαλλόμενον καθήκον, εκθέσας δια του λόγου μου όσα είχα πρόσφορα προς τιμήν των πεσόντων, οι οποίοι άλλωστε και δι' έργων ετιμήθησαν ήδη, εν μέρει μεν δια της δημοσίας ταφής, εν μέρει δε λόγω του ότι η πόλις αναλαμβάνει από τούδε να διαθρέψη δημοσία δαπάνη τα τέκνα των, μέχρις ότου ενηλικιωθούν, ορίζουσα τοιουτοτρόπως ως βραβείον των τοιούτων αγώνων στέφανον ωφέλιμον και δια τους πεσόντας και δια τους επιζώντας. Διότι όπου μέγιστα ορίζονται βραβεία αρετής, εκεί και άριστοι πολίται οικούν την πόλιν. Και τώρα, αφού έκαστος εξ υμών εθρήνησεν αρκετά τον νεκρόν του απέλθετε εις τα ίδια".

 

[Προηγούμενο] [Συνέχεια βιβλίου]