21. Το τείχος των Πελοποννησίων ήτο οικοδομημένον κατά τον ακόλουθον τρόπον. Είχε περιβόλους δύο, τον ένα βλέποντα προς τας Πλαταιάς, τον άλλον προς τα έξω, εναντίον ενδεχομένης επθέσεως των Αθηναίων, και μεταξύ των δύο περιβόλων υπήρχε διάστημα δέκα εξ περίπου ποδών [3]. Εις το μεταξύ τούτο διάστημα των δέκα εξ ποδών ήσαν οικοδομημέναι κατοικίαι, αι οποίαι είχαν διανεμηθή εις τους φρουρούς και ήσαν συνεχείς, ώστε να φαίνεται το όλον ως ένα παχύ τείχος με επάλξεις και από τα δύο μέρη. Εις κάθε διάστημα δέκα επάλξεων υπήρχαν πύργοι μεγάλοι ίσου πλάτους με το τείχος, εκτεινόμενοι έκαστος καθ' όλον το διάστημα από το εσωτερικόν έως το εξωτερικόν μέτωπον, ώστε δεν υπήρχε πάροδος εις την πλευράν των πύργων, αλλ' οι φρουροί διήρχοντο δια του μέσου αυτών. Κατά την νύκτα, όταν ο καιρός ήτο βροχερός και οι φρουροί εγκατέλειπαν τας επάλξεις και εξετέλουν την φρούρησιν από τους πύργους, οι οποίοι ήσαν εις μικράν απ' αλλήλων απόστασιν και στεγασμένοι. Τοιούτο λοιπόν ήτο το τείχος, με το οποίον ήσαν πολιορκημένοι γύρω γύρω οι Πλαταιείς. 22. Οι τελευταίοι, αφού συνεπλήρωσαν τας ετοιμασίας των, επωφελήθησαν μίαν νύκτα ασέληνον, και συγχρόνως θυελλώδη και βροχεράν, και ήρχισαν την έξοδον, υπό την αρχηγίαν εκείνων οι οποίοι ήσαν και εισηγηταί της επιχειρήσεως. Και πρώτον διέβησαν την τάφρον, η οποία περιέβαλλε το τείχος των, και έφθασαν αμέσως εις την βάσιν του εχθρικού τείχους, χωρίς να τους αντιληφθούν οι φρουροί, οι οποίοι δεν ημπόρεσαν ούτε να τους διακρίνουν, ένεκα του επικρατούντος πανταχού σκότους, ούτε να τους ακούσουν, διότι τον κρότον του βαδίσματος των κατέπνιγεν ο πάταγος της θυέλλης. Άλλωστε εβάδιζαν εις ικανήν ο εις από τον άλλον απόστασιν, δια να μη προδοθούν από τον αλληλοσυγκρουόμενον οπλισμόν των. Έφεραν δε ελαφρόν οπλισμόν και υπόδησιν εις μόνον τον αριστερόν πόδα, δια να μη γλυστρούν επί του πηλού. Κατά πρώτον εκείνοι που εκράτουν τας κλίμακας έφθασαν και τας εστήριξαν εις το μεταξύ δύο πύργων διάστημα, όπου ήσαν αι επάλξεις, γνωρίζοντες ότι ήσαν αφρούρητοι. Ευθύς μετά τούτο ήρχισαν ν' αναβαίνουν δώδεκα ελαφροί στρατιώται, φέροντες ξιφίδιον και θώρακα. Πρώτος ανέβη ο αρχηγός των Αμμέας, υιός του Κοροίβου, κατόπιν δ' από αυτόν ανέβησαν οι ακόλουθοί του και εστράφησαν ανά εξ εις καθένα από τους δύο πύργους. Ευθύς έπειτα επροχώρουν άλλοι ελαφροί στρατιώται φέροντες μικρά δόρατα. Δια να διευκολύνουν την ανάβασίν των άλλοι, ερχόμενοι όπισθέν των, εκράτουν τας ασπίδας των, τας οποίας θα τους έδιδαν όταν θα ήσαν πλησίον του εχθρού. Όταν είχαν ήδη αναβή αρκετοί επί του τείχους, οι φρουροί αντελήφθησαν από τους πύργους τα συμβαίνοντα, καθόσον εις από τους Πλαταιείς, ενώ εζήτει να στηριχθή επί των επάλξεων, παρέσυρεν ένα κεραμίδι, το οποίον έπεσε και επροξένησε κρότον. Και αμέσως ηκούσθησαν κραυγαί κινδύνου και οι φρουροί ώρμησαν εις τας επί του τείχους θέσεις των. Διότι, ως εκ της σκοτεινής νυκτός και συγχρόνως οι Πλαταιείς, που είχαν μείνει εντός της πόλεως, εξήλθαν και προσέβαλαν το τείχος των Πελοποννησίων, προς το αντίθετον μέρος από εκείνο επί του οποίου ανερριχώντο οι συναγωνισταί των, δια ν' αποτρέψουν όσον το δυνατόν απ' αυτούς την προσοχήν των πολιορκητών. Ως εκ τούτου, μολονότι οι τελευταίοι ευρίσκοντο εις μεγάλην ταραχήν, έμειναν ακίνητοι, χωρίς κανείς να τολμά ν' απομακρυνθή από την ωρισμένην δι' αυτόν θέσιν, δια να δώση βοήθειαν, εφόσον δεν ημπορούσαν να συμπεράνουν τι συνέβαινε. Και οι τριακόσιοι, οι οποίοι είχαν διαταγήν να σπεύσουν εις βοήθειαν οπουδήποτε παρουσιάζετο ανάγκη, επροχώρησαν έξω από το τείχος προς το μέρος, από το οποίον ήρχοντο αι κραυγαί του κινδύνου, ενώ εξ άλλου υψώθησαν πυρσοί, δια να μεταδώσουν εις τας Θήβας την είδησιν της εχθρικής επιθέσεως. Αλλά και οι μείναντες εις την πόλιν Πλαταιείς ύψωσαν και αυτοί από το τείχος πυρσούς πολλούς, ετοιμασμένους εκ των προτέρων, με τον σκοπόν να συγχύσουν οι εχθροί τα σήματα των πυρσών, και νομίσαντες ότι συμβαίνει άλλο τι παρά το αληθές, να μην έλθουν εις βοήθειαν, πριν οι ενεργήσαντες την έξοδον συναγωνισταί των διαφύγουν και φθάσουν εις ασφαλές μέρος. 23. Εν τω μεταξύ, αφού οι πρώτοι από τους λαβόντας μέρος εις την έξοδον Πλαταιείς είχαν αναβή εις το τείχος και γίνει κύριοι των δύο πύργων, φονεύσαντες τους φρουρούς των, όχι μόνον ετοποθετήθησαν οι ίδιοι του λοιπού ως φρουροί εις τας υπό τους πύργους διόδους, δια να μην ημπορέση κανείς να διέλθη από εκεί και τους επιτεθή, αλλά και εστήριξαν από το μεταπύργιον κλίμακας επί των πύργων και ανέβασαν εις την στέγην των αρκετούς άνδρας. Και άλλοι μεν απέκρουαν τους επιτιθεμένους, τοξεύοντες αυτούς και από την στέγην και από τας διόδους των πύργων, άλλοι δε, και αυτοί ήσαν οι περισσότεροι, στηρίξαντες πολλάς κλίμακας επί του τείχους και κρημνίσαντες συγχρόνως τας επάλξεις, ήρχισαν να περνούν από το μεταξύ των δύο πύργων διάστημα. Καθείς δε που επερνούσεν εκάστοτε το τείχος, ετοποθετείτο είς το χείλος της εξωτερικής τάφρου, και απ' εκεί ετόξευαν και ηκόντιζαν καθένα που προσεπάθει τυχόν να πλησίαση το τείχος και εμποδίση την διάβασιν. Όταν δε όλοι οι άλλοι είχαν περάσει το τείχος, οι ευρισκόμενοι εις τους δύο πύργους, εκ των οποίων οι τελευταίοι κατέβησαν με μεγάλην δυσκολίαν, επροχώρουν προς την τάφρον, και κατά την στιγμήν αυτήν οι τριακόσιοι, κρατούντες πυρσούς, επετέθησαν κατ' αυτών. Ως εκ τούτου, οι Πλαταιείς, από το σκότος, εις το οποίον ευρίσκοντο, ιστάμενοι εις το χείλος της τάφρου, ημπορούσαν να βλέπουν καλλίτερα και τους ετόξευαν και ηκόντιζαν εις τα απροστάτευτα μέρη του σώματος ενώ οι ίδιοι, ευρισκόμενοι εις το σκότος, διεκρίνοντο ολιγώτερον υπό των πολιορκητών, ένεκα των πυρσών που εκράτουν οι τελευταίοι, ούτως ώστε και οι τελευταίοι Πλαταιείς κατώρθωσαν να διαβούν αισίως την τάφρον, μολονότι με μεγάλην δυσκολίαν και κατόπιν τραχέος αγώνος. Διότι ο πάγος που είχε σχηματισθή εις την τάφρον δεν ήτο αρκετά στερεός δια να βαδίζη κανείς επ' αυτού, αλλά μάλλον υδαρής, όπως συμβαίνει, όταν πνέη ανατολικός άνεμος αντί βορείου, Ενώ, εξ άλλου, επειδή με τον άνεμον αυτόν έπιπτεν ελαφρά χιών καθ' όλην την νύκτα, το νερό υψώθη πολύ εντός της τάφρου, ώστε οι Πλαταιείς την επέρασαν, μόλις έχοντες την κεφαλήν εκτός του ύδατος. Την επιτυχίαν, άλλωστε, της διαφυγής των ώφειλαν κυρίως εις την μεγάλην κακοκαιρίαν. 24. Ορμήσαντες από το χείλος της τάφρου, οι Πλαταιείς επροχώρουν αθρόοι δια της οδού, η οποία φέρει εις τας Θήβας, έχοντες δεξιά το Ηρώον του Ανδροκράτους, καθόσον ενόμιζαν ότι κανείς δεν ημπορούσε να τους υποπτευθή ότι ηκολούθησαν την οδόν αυτήν, η οποία φέρει προς τους εχθρούς. Συγχρόνως έβλεπαν ότι οι Πελοποννήσιοι, κρατούντες δάδας, τους κατεδίωκαν επί της οδού, η οποία δια του Κιθαιρώνος και των Δρυός Κεφαλών φέρει εις τας Αθήνας. Και μέχρι μεν αποστάσεως εξ έως επτά σταδίων, οι Πλαταιείς επροχώρησαν επί της οδού των Θηβών, αλλ' έπειτα εστράφησαν και ηκολούθησαν την ορεινήν οδόν η οποία φέρει προς τας Ερυθράς και τας Υσιάς, και φθάσαντες εις τα όρη, διεσώθησαν εις τας Αθήνας, διακόσιοι δώδεκα τον αριθμόν. Οι λαβόντες μέρος εις την έξοδον ήσαν ολίγον περισσότεροι, αλλά μερικοί επέστρεψαν εις την πόλιν πρίν υπερβούν το τείχος εις δε τοξότης ηχμαλωτίσθη εντός της εξωτερικής τάφρου. Οι Πελοποννήσιοι παρήτησαν τότε την καταδίωξιν και επέστρεψαν εις τας θέσεις των. Οι εντός της πόλεως Πλαταιείς ηγνόουν εντελώς την έκβασιν της επιχειρήσεως, όταν όμως οι ολίγοι επιστρέφοντες ανήγγειλαν εις αυτούς ότι κανείς δεν εσώθη, έστειλαν κήρυκα άμα εξημέρωσε, δια να ζήτηση την παραλαβήν των νεκρών, αλλά μαθόντες την αλήθειαν, παρήτησαν την αίτησίν των. Κατ' αυτόν λοιπόν τον τρόπον εσώθησαν οι ενεργήσαντες την έξοδον Πλαταιείς, υπερβάντες το εχθρικόν τείχος.
[Προηγούμενο] [Συνέχεια βιβλίου]
|
|||