26.
28. Επειδή δε η ολιγαρχική μερίς που ήτο εις τα πράγματα αντελήφθη ότι όχι μόνον να εμποδίσουν τούτο δεν ήσαν εις θέσιν, αλλά και ότι εάν μείνουν έξω από την συνθηκολογίαν, θα εκτεθούν εις μεγάλον κίνδυνον, εσυνθηκολόγησαν από κοινού με την δημοκρατικήν μερίδα προς τον Πάχητα και τον στρατόν αυτού. Κατά τους ορούς της συνθηκολογίας, οι Αθηναίοι είχαν το δικαίωμα να λάβουν οιανδήποτε ήθελαν απόφασιν περί της τύχης των Μυτιληναίων, οι οποίοι θα εδέχοντο τον Αθηναϊκόν στρατόν εντός της πόλεως, τους επέτρεπαν όμως να στείλουν πρεσβείαν εις τας Αθήνας, δια να υποστηρίξουν τα συμφέροντά των. Μέχρις επιστροφής της πρεσβείας, ο Πάχης δεν είχε δικαίωμα ούτε να φυλάκιση, ούτε να πωλήση ως δούλον, ούτε να θανατώση κανένα Μυτιληναίον. Αυτοί ήσαν οι όροι της συνθηκολογίας. Αλλ' όσοι Μυτιληναίοι είχαν πρωτοστατήσει εις τας μυστικάς συνεννοήσεις με τους Λακεδαιμονίους ήσαν περίφοβοι, και ευθύς ως ο στρατός εισήλθεν εντός της πόλεως, μη δυνάμενοι να ησυχάσουν, παρ' όλας τας δοθείσας υποσχέσεις, εκάθισαν ικέται εις τους βωμούς. Αλλ' ο Πάχης τους έπεισε να σηκωθούν απ' εκεί, υποσχόμενος να μη τους βλάψη, και τους ετοποθέτησε χάριν ασφαλείας εις την Τένεδον, έως ότου οι Αθηναίοι αποφασίσουν περί αυτών. Έστειλεν ωσαύτως τριήρεις εις την Άντισσαν και, την κατέλαβε, και έλαβεν όσα άλλα στρατιωτικά μέτρα εθεώρησε χρήσιμα.
31. Αυτά μόνον είπεν ο Τευτίαπλος, αλλ' ο Αλκίδας δεν επείθετο. Εξ άλλου όμως, μερικοί φυγάδες από την Ιωνίαν και οι επιβαίνοντες επί του στόλου Λέσβιοι τον συνεβούλευαν, αφού φοβείται τον κίνδυνον αυτόν, να καταλάβη καμμίαν από τας πόλεις της Ιωνίας, ή την Αιολικήν Κύμην, όπως, χρησιμοποιούντες αυτήν ως ορμητήριον, επιτύχουν την αποστασίαν της Ιωνίας (λέγοντες ότι υπήρχε τοιαύτη ελπίς, καθόσον κανείς δεν ήκουσε δυσαρέστως την άφιξίν των), και ότι δια του μέσου αυτού θα στερήσουν βαθμηδόν από την μεγαλυτέραν πηγήν των εισοδημάτων των τους Αθηναίους, ενώ εξ άλλου εάν εφήρμοζαν κατ' αυτών αποκλεισμόν, θα υπεβάλλοντο εις σημαντικάς δαπάνας. Επίστευαν συγχρόνως ότι θα έπειθαν και τον Πισσούθνην να συμπολεμήση μαζί των. Αλλ' ο Αλκίδας ούτε τας συστάσεις αυτάς απεδέχθη, διότι, αφού δεν επρόλαβε την άλωσιν της Μυτιλήνης τίποτε άλλο κυρίως δεν εσκέπτετο παρά πώς να επιστρέψη όσον το δυνατόν ταχύτερον εις την Πελοπόννησον.
33. Ο Αλκίδας απέπλευσεν εσπευσμένως από την Έφεσον, ως να ετρέπετο εις φυγήν, διότι ενώ ακόμη ήτο ηγκυροβολημένος εις τα ύδατα της Κλάρου, τον είχαν αντιληφθή η Σαλαμινία και η Πάραλος (αι οποίαι έτυχε να έρχωνται από τας Αθήνας), και επειδή εφοβείτο μήπως καταδιωχθή, έπλευσε δια μέσου του ανοικτού πελάγους, αποφασισμένος να μη προσεγγίση εκουσίως εις άλλην γήν πλην της Πελοποννήσου. Η περί του Πελοποννησιακού στόλου αγγελία δεν ήλθεν εις τον Πάχητα και τους Αθηναίους από την Ερυθραίαν μόνον, αλλ' έφθανε και από όλα τα μέρη. Διότι, επειδή αι πόλεις της Ιωνίας είναι ατείχιστοι, ο φόβος των υπήρξε μεγάλος μήπως ο Πελοποννησιακός στόλος, την ώραν που παρέπλεε τας ακτάς των, έστω και αν δεν είχε σκοπόν να μείνη εκεί, επιτεθή εναντίον των και τας λεηλατήση. Επί τέλους η Πάραλος και η Σαλαμινία εξέθεσαν λεπτομερώς ότι τον είδαν αι ίδιαι εις την Κλάρον. Ο Πάχης τότε εσπευσεν εις καταδίωξίν του, και συνέχισεν αυτήν δραστηρίως μέχρι της Πάτμου, αλλά βλέπων ότι δεν ημπορούσε πλέον να τον φθάση, εστράφη προς τα οπίσω. Και αφού δεν επέτυχε τον Πελοποννησιακόν στόλον εις το ανοικτόν πέλαγος, εθεώρησε κέρδος, ότι δεν τον επρόφθασε πλησίον της ξηράς, οπότε θα ηναγκάζετο ούτος να οχυρωθή και θα υποχρεώνοντο οι Αθηναίοι να τον επιτηρούν και τον αποκλείσουν. 34. Κατά τον παράκτιον πλουν της επιστροφής, ο Πάχης προσωρμίσθη και εις το Νότιον, λιμένα των Κολοφωνίων, όπου είχαν εγκατασταθή οι Κολοφώνιοι, αφού η άνω πόλις είχε κυριευθή από τον Ιταμάνη, επί κεφαλής βαρβάρων, τους οποίους είχε προσκαλέσει μία από τας διαπληκτιζομένας φατρίας. Η άλωσις του Νοτίου είχε γίνει κατά την εποχήν περίπου της δευτέρας εισβολής των Πελοποννησίων εις την Αττικήν. Αλλ' οι καταφυγόντες και εγκατασταθέντες εις το Νότιον περιήλθαν εις νέας εμφυλίους έριδας. Εκ τούτων, οι ανήκοντες εις την μίαν μερίδα προσέλαβαν μισθοφόρους Αρκάδας και βαρβάρους, τους οποίους τους παρεχώρησεν ο Πισσούθνης [4], και τους ετοποθέτησαν εις μέρος, το οποίον εχωρίζετο από την επίλοιπον πόλιν με τείχος (και οι Κολοφώνιοι της άνω πόλεως, όσοι ανήκαν εις την Περσικήν φατρίαν, ηνώθησαν με αυτούς και διηύθυναν από κοινού τα πράγματα), ενώ οι ανήκοντες εις την αντίθετον μερίδα, οι οποίοι έφυγαν κρυφίως από την πόλιν και ήσαν ήδη εξόριστοι, προσεκάλεσαν τον Πάχητα. Ο τελευταίος ούτος εκάλεσε προς συνεννόησιν τον Ιππίαν, αρχηγόν των Αρκάδων, που έμειναν εις το ωχυρωμένον τμήμα του Νοτίου, υποσχεθείς ότι αν αι προτάσεις του δεν κριθούν ικανοποιητικοί, θα τον επαναφέρη σώον και υγιά εντός του τείχους. Αλλ' όταν ο Ιππίας ήλθε προς αυτόν, τον έθεσεν υπό επιτήρησιν, χωρίς να τον επιβάλη με δεσμά, ενώ ο ίδιος επετέθη κατά του οχυρώματος αιφνιδίως και χωρίς η φρουρά να περιμένη επίθεσιν, το εκυρίευσε και εθανάτωσεν όλους τους Αρκάδας και τους βαρβάρους που ευρέθησαν εντός αυτού. Έπειτα ωδήγησε τον Ιππίαν εις το οχύρωμα, όπως είχε συμφωνηθή, και ευθύς ως εφθασεν εντός, τον συνέλαβε και τον κατετόξευσε, παρέδωκε δε το Νότιον εις τους Κολοφωνίους εκτός εκείνων που ανήκαν εις την Περσικήν φατρίαν. Ακολούθως οι Αθηναίοι έπεμψαν αντιπροσώπους, δια να συνοικίσουν εκ νέου το Νότιον, επί τη βάσει του Αθηναϊκού πολιτεύματος, και συνεκέντρωσαν εις αυτό από τας διαφόρους πόλεις τους εις αυτάς τυχόν διεσπαρμένους Κολοφωνίους.
[Προηγούμενο] [Συνέχεια βιβλίου]
|
||||||
![]() |