Έτος 5ον : 427 - 426 πΧ

26.
Εισβολή των Πελοποννησίων εις την Αττικήν
Κατά το επόμενον θέρος, οι Λακεδαιμόνιοι, αφού απέστειλαν εις Μυτιλήνην την μοίραν των σαράντα πλοίων, υπό την αρχηγίαν του Αλκίδου, ο οποίος ήτο ναύαρχος του έτους εκείνου, εισέβαλαν αμέσως οι ίδιοι με τους συμμάχους των εις την Αττικήν, διότι επεδίωκαν όπως οι Αθηναίοι, παρενοχλούμενοι δια ξηράς συγχρόνως και δια θαλάσσης, αποτραπούν, ει δυνατόν, από του να έλθουν δια του στόλου των εις ενίσχυσιν των πολιορκουσών την Μυτιλήνην δυνάμεών των. Αρχηγός της εισβολής αυτής, αντί του ανηλίκου εισέτι βασιλέως Παυσανίου, υιού του Πλειστοάνακτος, ήτο ο Κλεομένης, ο οποίος, ως γνωστόν, ήτο προς πατρός θείος του. Και όχι μόνον τα προηγουμένως δενδροτομημένα μέρη της Αττικής, οπουδήποτε είχε παρουσιασθή νέα βλάστησις, ηρήμωσαν, αλλά και όσα είχαν μείνει άθικτα κατά τας προηγούμενας εισβολάς. Μετά την δεύτερον εισβολήν, η του έτους τούτου υπήρξε τωόντι επαχθεστέρα δια τους Αθηναίους από όλας τας άλλας. Διότι οι Πελοποννήσιοι, περιμένοντες από ημέρας εις ημέραν να μάθουν από την Λέσβον κανέν κατόρθωμα του στόλου των, ο οποίος επίστευαν ότι είχεν ήδη φθάσει εκεί, διέτρεξαν το μεγαλύτερον μέρος της χώρας καταστρέφοντες αυτήν. Αλλ' επειδή αι προσδοκίαι των δεν επραγματοποιούντο και τα τρόφιμα των είχαν εξαντληθή, απεσύρθησαν, και τα διάφορα συμμαχικά αποσπάσματα επέστρεψαν εις τα ίδια.

27.
Συνθηκολόγησις των Μυτιληναίων με τους Αθηναίους
Εν τω μεταξύ, οι Μυτιληναίοι, επειδή και τα πλοία δεν τους ήρχοντο από την Πελοπόννησον, αλλ' εχρόνιζαν, και η εξάντλησις των τροφίμων είχε προχωρήσει, εξηναγκάσθησαν να συνθηκολογήσουν προς τους Αθηναίους, ένεκα της επομένης αφορμής. Επειδή και ο ίδιος ο Σάλαιθος έπαυσε πλέον να ελπίζη ότι θα φθάσουν τα πλοία, έδωσεν εις τους ανθρώπους του λαού βαρύν οπλισμόν, ενώ προηγουμένως ήσαν ελαφρώς μόνον ωπλισμένοι, διότι εσκόπευε να ενεργήση έξοδον, δια να επτεθή κατά του εχθρού. Αλλ' εκείνοι, ευθύς ως έλαβαν τον βαρύν οπλισμόν, δεν ήθελαν πλέον να υπακούσουν εις τους άρχοντας, αλλά συνερχόμενοι εις συλλαλητήρια, επροκάλουν τους ολιγαρχικούς να φανερώσουν και διανείμουν εις όλους τα τρόφιμα που είχαν κρυμμένα· άλλως εδήλωσαν ότι αυτοί θα συνεννοηθούν μόνοι των με τους Αθηναίους και θα παραδώσουν την πόλιν.

28. Επειδή δε η ολιγαρχική μερίς που ήτο εις τα πράγματα αντελήφθη ότι όχι μόνον να εμποδίσουν τούτο δεν ήσαν εις θέσιν, αλλά και ότι εάν μείνουν έξω από την συνθηκολογίαν, θα εκτεθούν εις μεγάλον κίνδυνον, εσυνθηκολόγησαν από κοινού με την δημοκρατικήν μερίδα προς τον Πάχητα και τον στρατόν αυτού. Κατά τους ορούς της συνθηκολογίας, οι Αθηναίοι είχαν το δικαίωμα να λάβουν οιανδήποτε ήθελαν απόφασιν περί της τύχης των Μυτιληναίων, οι οποίοι θα εδέχοντο τον Αθηναϊκόν στρατόν εντός της πόλεως, τους επέτρεπαν όμως να στείλουν πρεσβείαν εις τας Αθήνας, δια να υποστηρίξουν τα συμφέροντά των. Μέχρις επιστροφής της πρεσβείας, ο Πάχης δεν είχε δικαίωμα ούτε να φυλάκιση, ούτε να πωλήση ως δούλον, ούτε να θανατώση κανένα Μυτιληναίον. Αυτοί ήσαν οι όροι της συνθηκολογίας. Αλλ' όσοι Μυτιληναίοι είχαν πρωτοστατήσει εις τας μυστικάς συνεννοήσεις με τους Λακεδαιμονίους ήσαν περίφοβοι, και ευθύς ως ο στρατός εισήλθεν εντός της πόλεως, μη δυνάμενοι να ησυχάσουν, παρ' όλας τας δοθείσας υποσχέσεις, εκάθισαν ικέται εις τους βωμούς. Αλλ' ο Πάχης τους έπεισε να σηκωθούν απ' εκεί, υποσχόμενος να μη τους βλάψη, και τους ετοποθέτησε χάριν ασφαλείας εις την Τένεδον, έως ότου οι Αθηναίοι αποφασίσουν περί αυτών. Έστειλεν ωσαύτως τριήρεις εις την Άντισσαν και, την κατέλαβε, και έλαβεν όσα άλλα στρατιωτικά μέτρα εθεώρησε χρήσιμα.

29.
Αι Πελοποννησιακαί δυνάμεις φθάνουν εις Μυτιλήνην μετά την συνθηκολόγησιν αυτής με τας Αθήνας
Οι επιβαίνοντες της μοίρας των σαράντα Πελοποννησιακών πλοίων, τα οποία έπρεπε να φθάσουν εσπευσμένως εις την Μυτιλήνην, όχι μόνον εχρονοτρίβησαν, πλέοντες κατά μήκος της ακτής της Πελοποννήσου, αλλά και τον επίλοιπον πλουν με βραδύτητα διεξήγαν. Είχαν δ' ήδη φτάσει εις την Δήλον, πριν αντιληφθούν από τας Αθήνας τον πλουν των. Απ' εκεί προσήγγισαν εις την Μύκονον και την Ίκαρον, όπου κατά πρώτον έμαθαν ότι η Μυτιλήνη είχε κυριευθή, θέλοντες, εν τούτοις, να βεβαιωθούν, κατέπλευσαν εις το Έμβατον της Ερυθραίας, επτά περίπου ημέρας μετά την άλωσιν της Μυτιλήνης. Αφού εβεβαιώθησαν τούτο συνεσκέφθησαν περί των μέσων, τα οποία ενδεικνύονται από τας περιστάσεις, και ο Ηλείος Τευτίαπλος ωμίλησε προς αυτούς ως εξής:

30.
Ο Ηλείος Τευτίαπλος προτείνει να γίνη επίθεσις προς άλωσιν της Μυτιλήνης, αλλ' ο Σπαρτιάτης ναύαρχος αρνείται
"Αλκίδα και όσοι, καθώς εγώ, παριστάμεθα εδώ αρχηγοί των Πελοποννησιακών δυνάμεων, η γνώμη μου είναι να πλεύσωμεν εις την Μυτιλήνην, χωρίς να χάνωμεν στιγμήν και πριν μας αντιληφτούν. Διότι κατά πάσαν πιθανότητα θα εύρωμεν την πόλιν πολύ ανεπαρκώς φρουρουμένην εκ μέρους ανθρώπων, οι οποίοι προ ολίγου την εκυρίευσαν. Προ πάντων προς το μέρος της θαλάσσης, από το οποίον εκείνοι όχι μόνον δεν περιμένουν, ότι ημπορεί να γίνη αιφνιδία εχθρική επίθεσις, αλλά και ημείς συμβαίνει να ημπορούμεν να πλήξωμεν αποτελεσματικώτερον. Και ο κατά γήν στρατός των, άλλωστε, είναι πολύ πιθανόν να ευρίσκεται διεσπαρμένος εις διαφόρους οικίας με την συνήθη εις τους νικητάς αμέλειαν. Εάν λοιπόν επιπέσωμεν εναντίον των αιφνιδίως και εν καιρώ νυκτός, ελπίζω με την βοήθειαν των κατοίκων, όσοι τυχόν έχουν μείνει φίλοι μας, να γίνωμεν κύριοι των πραγμάτων. Ούτε πρέπει να φοβηθώμεν τον κίνδυνον, διότι πρέπει να γνωρίζωμεν ότι εις τούτο ακριβώς συνίστανται τα απρόοπτα του πολέμου, και ότι εκείνος ο στρατηγός επιτυγχάνει ως επί το πλείστον, ο οποίος όχι μόνον προφυλάσσεται από αυτά ο ίδιος, αλλά και προσέχει να εύρη την κατάλληλον ευκαιρίαν, δια να επιτεθή αιφνιδιαστικώς εναντίον του εχθρού".

31. Αυτά μόνον είπεν ο Τευτίαπλος, αλλ' ο Αλκίδας δεν επείθετο. Εξ άλλου όμως, μερικοί φυγάδες από την Ιωνίαν και οι επιβαίνοντες επί του στόλου Λέσβιοι τον συνεβούλευαν, αφού φοβείται τον κίνδυνον αυτόν, να καταλάβη καμμίαν από τας πόλεις της Ιωνίας, ή την Αιολικήν Κύμην, όπως, χρησιμοποιούντες αυτήν ως ορμητήριον, επιτύχουν την αποστασίαν της Ιωνίας (λέγοντες ότι υπήρχε τοιαύτη ελπίς, καθόσον κανείς δεν ήκουσε δυσαρέστως την άφιξίν των), και ότι δια του μέσου αυτού θα στερήσουν βαθμηδόν από την μεγαλυτέραν πηγήν των εισοδημάτων των τους Αθηναίους, ενώ εξ άλλου εάν εφήρμοζαν κατ' αυτών αποκλεισμόν, θα υπεβάλλοντο εις σημαντικάς δαπάνας. Επίστευαν συγχρόνως ότι θα έπειθαν και τον Πισσούθνην να συμπολεμήση μαζί των. Αλλ' ο Αλκίδας ούτε τας συστάσεις αυτάς απεδέχθη, διότι, αφού δεν επρόλαβε την άλωσιν της Μυτιλήνης τίποτε άλλο κυρίως δεν εσκέπτετο παρά πώς να επιστρέψη όσον το δυνατόν ταχύτερον εις την Πελοπόννησον.

32.
Επιστροφή του Πελοποννησιακού στόλου
Αποπλεύσας ούτως από το Έμβατον, έπλεε κατά μήκος της ακτής, και προσεγγίσας εις την Μυόννησον, πόλιν των Τηίων, εθανάτωσε τους περισσοτέρους από τους αιχμαλώτους ,όσους είχε συλλάβει κατά τον πλουν. Προσωρμίσθη επίσης εις την Έφεσον, όπου ήλθαν προς αυτόν πρέσβεις των Σαμίων, οι όποιοι είχαν εγκατασταθή εις τα Άναια, να του είπουν ότι ήτο κακή μέθοδος απελευθερώσεως της Ελλάδος το να θανατώνη ανθρώπους, οι οποίοι ούτε χέρι εσήκωσαν εναντίον του, ούτε εχθροί του ήσαν, αλλ' ήσαν εξ ανάγκης σύμμαχοι των Αθηναίων, και ότι αν δεν έπαυεν ολίγους εχθρούς θα προσεταιρίζετο ως φίλους, αλλά πολύ περισσοτέρους φίλους θα έκαμνεν εχθρούς. Ο Αλκίδας επείσθη και απέλυσεν όσους ακόμη είχε Χίους αιχμαλώτους και μερικούς από τους άλλους. Οι άνθρωποι, τωόντι, αυτοί, όταν έβλεπαν τα Πελοποννησιακά πλοία, δεν επεχείρουν να φύγουν, αλλά μάλλον τα επλησίαζαν, διότι υπέθεταν ότι είναι Αθηναϊκά, ούτε ημπορούσαν να φαντασθούν ποτέ, ότι ενώ ήσαν οι Αθηναίοι κύριοι της θαλάσσης, Πελοποννησιακός στόλος θα έπλεε μέχρις Ιωνίας.

33. Ο Αλκίδας απέπλευσεν εσπευσμένως από την Έφεσον, ως να ετρέπετο εις φυγήν, διότι ενώ ακόμη ήτο ηγκυροβολημένος εις τα ύδατα της Κλάρου, τον είχαν αντιληφθή η Σαλαμινία και η Πάραλος (αι οποίαι έτυχε να έρχωνται από τας Αθήνας), και επειδή εφοβείτο μήπως καταδιωχθή, έπλευσε δια μέσου του ανοικτού πελάγους, αποφασισμένος να μη προσεγγίση εκουσίως εις άλλην γήν πλην της Πελοποννήσου. Η περί του Πελοποννησιακού στόλου αγγελία δεν ήλθεν εις τον Πάχητα και τους Αθηναίους από την Ερυθραίαν μόνον, αλλ' έφθανε και από όλα τα μέρη. Διότι, επειδή αι πόλεις της Ιωνίας είναι ατείχιστοι, ο φόβος των υπήρξε μεγάλος μήπως ο Πελοποννησιακός στόλος, την ώραν που παρέπλεε τας ακτάς των, έστω και αν δεν είχε σκοπόν να μείνη εκεί, επιτεθή εναντίον των και τας λεηλατήση. Επί τέλους η Πάραλος και η Σαλαμινία εξέθεσαν λεπτομερώς ότι τον είδαν αι ίδιαι εις την Κλάρον. Ο Πάχης τότε εσπευσεν εις καταδίωξίν του, και συνέχισεν αυτήν δραστηρίως μέχρι της Πάτμου, αλλά βλέπων ότι δεν ημπορούσε πλέον να τον φθάση, εστράφη προς τα οπίσω. Και αφού δεν επέτυχε τον Πελοποννησιακόν στόλον εις το ανοικτόν πέλαγος, εθεώρησε κέρδος, ότι δεν τον επρόφθασε πλησίον της ξηράς, οπότε θα ηναγκάζετο ούτος να οχυρωθή και θα υποχρεώνοντο οι Αθηναίοι να τον επιτηρούν και τον αποκλείσουν.

34. Κατά τον παράκτιον πλουν της επιστροφής, ο Πάχης προσωρμίσθη και εις το Νότιον, λιμένα των Κολοφωνίων, όπου είχαν εγκατασταθή οι Κολοφώνιοι, αφού η άνω πόλις είχε κυριευθή από τον Ιταμάνη, επί κεφαλής βαρβάρων, τους οποίους είχε προσκαλέσει μία από τας διαπληκτιζομένας φατρίας. Η άλωσις του Νοτίου είχε γίνει κατά την εποχήν περίπου της δευτέρας εισβολής των Πελοποννησίων εις την Αττικήν. Αλλ' οι καταφυγόντες και εγκατασταθέντες εις το Νότιον περιήλθαν εις νέας εμφυλίους έριδας. Εκ τούτων, οι ανήκοντες εις την μίαν μερίδα προσέλαβαν μισθοφόρους Αρκάδας και βαρβάρους, τους οποίους τους παρεχώρησεν ο Πισσούθνης [4], και τους ετοποθέτησαν εις μέρος, το οποίον εχωρίζετο από την επίλοιπον πόλιν με τείχος (και οι Κολοφώνιοι της άνω πόλεως, όσοι ανήκαν εις την Περσικήν φατρίαν, ηνώθησαν με αυτούς και διηύθυναν από κοινού τα πράγματα), ενώ οι ανήκοντες εις την αντίθετον μερίδα, οι οποίοι έφυγαν κρυφίως από την πόλιν και ήσαν ήδη εξόριστοι, προσεκάλεσαν τον Πάχητα. Ο τελευταίος ούτος εκάλεσε προς συνεννόησιν τον Ιππίαν, αρχηγόν των Αρκάδων, που έμειναν εις το ωχυρωμένον τμήμα του Νοτίου, υποσχεθείς ότι αν αι προτάσεις του δεν κριθούν ικανοποιητικοί, θα τον επαναφέρη σώον και υγιά εντός του τείχους. Αλλ' όταν ο Ιππίας ήλθε προς αυτόν, τον έθεσεν υπό επιτήρησιν, χωρίς να τον επιβάλη με δεσμά, ενώ ο ίδιος επετέθη κατά του οχυρώματος αιφνιδίως και χωρίς η φρουρά να περιμένη επίθεσιν, το εκυρίευσε και εθανάτωσεν όλους τους Αρκάδας και τους βαρβάρους που ευρέθησαν εντός αυτού. Έπειτα ωδήγησε τον Ιππίαν εις το οχύρωμα, όπως είχε συμφωνηθή, και ευθύς ως εφθασεν εντός, τον συνέλαβε και τον κατετόξευσε, παρέδωκε δε το Νότιον εις τους Κολοφωνίους εκτός εκείνων που ανήκαν εις την Περσικήν φατρίαν. Ακολούθως οι Αθηναίοι έπεμψαν αντιπροσώπους, δια να συνοικίσουν εκ νέου το Νότιον, επί τη βάσει του Αθηναϊκού πολιτεύματος, και συνεκέντρωσαν εις αυτό από τας διαφόρους πόλεις τους εις αυτάς τυχόν διεσπαρμένους Κολοφωνίους.

 

[Προηγούμενο] [Συνέχεια βιβλίου]