Έτος 9ον : 423 - 422 π.Χ.

117.
Ετησία ανακωχή Λακεδαιμονίων και Αθηναίων
Εις την αρχήν αμέσως του επομένου έαρος, οι Λακεδαιμόνιοι και οι Αθηναίοι συνωμολόγησαν ανακωχήν ενός έτους. Οι Αθηναίοι, διότι εσκέφθησαν ότι ο Βρασίδας θα ημποδίζετο ν' αποσπάση και άλλας πόλεις από την συμμαχίαν των, πριν τους δοθή καιρός να παρασκευασθούν και συγχρόνως, αν τούτο ήτο προς το συμφέρον των, ημπορούσαν να φθάσουν εν τω μεταξύ εις γενικωτέραν συνεννόησιν. Οι Λακεδαιμόνιοι, εξ άλλου, οι οποίοι εννόουν τα αληθή ελατήρια των Αθηναίων, διότι εσκέφθησαν ότι, αφού οι τελευταίοι εδοκίμασαν άπαξ τα καλά της διακοπής των δεινών και ταλαιπωριών του πολέμου θα επόθουν συγχρόνως να συμφιλιωθούν και να συνάψουν οριστικήν ειρήνην, αποδίδοντες τους αιχμαλώτους της Σφακτηρίας. Διότι προ πάντων ενδιέφερεν αυτούς η απόδοσις των αιχμαλώτων τούτων, εφόσον ο Βρασίδας ήτο νικητής. Εάν δε πάλιν ενδεχομένη επέκτασις των επιτυχιών του και αποκατάστασις πλήρους ισορροπίας δυνάμεων προς τους Αθηναίους επρόκειτο να έχη ως αποτέλεσμα να χάσουν τους αιχμαλώτους, έστω καί αγωνιζόμενοι προς τους Αθηναίους υπό όρους ισότητος, θα ήτο αβέβαιον αν θα επεκράτουν τελικώς. Συνωμολογήθη, ως εκ τούτου, μεταξύ αυτών και των συμμάχων των η επομένη ανακωχή.

118. (1) "Όσον αφορά τον ναόν και το Μαντείον του Πυθίου Απόλλωνος συμφωνούμεν ότι καθείς ημπορεί να προσέρχεται αδόλως και αφόβως δια να συμβουλεύεται τον θεόν, σύμφωνα με τα πατροπαράδοτα έθιμα. Οι Λακεδαιμόνιοι και οι λοιποί ομόσπονδοι, όσοι είναι παρόντες, συμφωνούν εις τούτο, και αναλαμβάνουν να στείλουν απεσταλμένους εις τους Βοιωτούς και Φωκείς και κάμουν ό,τι ημπορούν δια να τους πείσουν να συμφωνήσουν και εκείνοι.
(2) "Όσον αφορά τον θησαυρόν του θεού, συμφωνούμεν και οι δυο και όσοι άλλοι ήθελαν προσχωρήσει εις την συμφωνίαν να φροντίσωμεν δια την ανακάλυψιν των σφετεριστών, σύμφωνα με το ορθόν, το δίκαιον και τα πατροπαράδοτα έθιμα. Ως προς τα δύο λοιπόν αυτά σημεία, οι Λακεδαιμόνιοι και οι λοιποί ομόσπονδοι είναι σύμφωνοι κατά τα ανωτέρω.
(3) "Οι Λακεδαιμόνιοι και οι λοιποί ομόσπονδοι συμφωνούν ακόμη και εις τα εξής: Εάν οι Αθηναίοι δέχωνται την συνομολόγησιν ανακωχής, καθέν από τα δύο μέρη θα μείνη εντός του εδάφους του, διατηρουμένου του σημερινού εδαφικού καθεστώτος. Οι Αθηναίοι εις την Πύλον δεν θα υπερβαίνουν την Βουφράδα και τον Τομέα. Μεταξύ των Αθηναιίων που είναι εις τα Κύθηρα και του εδάφους της Πελοποννησιακής ομοσπονδίας δεν θα υπάρχη επικοινωνία ούτε από το εν μέρος ούτε από το άλλο. Εις την Νίσαιαν και την Μινώαν, οι Αθηναίοι δεν θα υπερβαίνουν την οδόν η οποία οδηγεί από την πύλην, που είναι πλησίον του ηρώου του Νίσου, προς τον ναόν του Ποσειδώνος και από τον ναόν του Ποσειδώνος κατ' ευθείαν προς την γέφυραν, την άγουσαν εις Μινώαν. Ούτε, εξ άλλου οι Μεγαρείς και οι σύμμαχοί των θα υπερβαίνουν την οδόν αυτήν. Θα κρατήσουν ωσαύτως οι Αθηναίοι την νήσον, την οποίαν κατέλαβαν, υπό τον όρον να μην υπάρχει επικοινωνία ούτε από το εν μέρος ούτε από το άλλο, καθώς και ό,τι σήμερον κατέχουν εις την Τροιζήνα, σύμφωνα με την συνεννόησίν των προς τους Τροιζηνίους.
(4) "Όσον αφορά την θαλασσοπλοΐαν, οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοί των θα δικαιούνται να πλέουν εις τα παράλια της Λακεδαίμονος και των λοιπών ομοσπόνδων, όχι όμως με πολεμικά πλοία, αλλά μόνον με κωπήλατα εμπορικά σκάφη, χωρητικότητος πεντακοσίων ταλάντων κατ' ανώτατον όριον (12 μισό περίπου τόννων).
(5) "Εις τους κήρυκας, τους πρέσβεις και τους ακολούθους των, όσοι δήποτε κρίνονται αναγκαίοι, παρέχεται πλήρης ασφάλεια, δια να μεταβαίνουν δια ξηράς ή δια θαλάσσης εις την Πελοπόννησον και τας Αθήνας, χάριν του τερματισμού του πολέμου ή της διαιτητικής λύσεως των διαφορών, ή δια να επιστρέφουν οπίσω.
(6) "Κατά την διάρκειαν της ανακωχής δεν θα γίνωνται δεκτοί ούτε από το εν μέρος ούτε από το άλλο οι αυτόμολοι, είτε ελεύθεροι, είτε δούλοι.
(7) "Και τα δύο μέρη αναλαμβάνουν να δίδουν αμοιβαίως λόγον των πράξεών των, κατά την πατραπαράδοτον συνήθειαν λύοντες τας διαφοράς των δια της δικαστικής οδού, και όχι δια της προσφυγής εις τα όπλα.
(8) "Υπό τους όρους αυτούς, οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοί των είναι έτοιμοι να υπογράψουν την ανακωχήν. Αλλ' εάν έχετε να προτείνετε τίποτε καλύτερον ή δικαιότερον, έλθετε εις την Λακεδαίμονα δια να εκθέσετε τας ιδέας σας. Διότι καμμίαν δικαίαν πρότασίν σας δεν θ' αποκρούσουν ούτε οι Λακεδαιμόνιοι ούτε οι σύμμαχοί των. Οι πρέσβεις, εν τούτοις, που θα στείλετε, πρέπει να έχουν πληρεξουσιότητα να υπογράψουν όπως εζητήσατε και σεις από ημάς. Και η ανακωχή συνομολογείται δι' εν έτος".
ΟΥΤΩΣ ΕΨΗΦΙΣΕΝ Ο ΔΗΜΟΣ
"Η φυλή Ακαμαντίς επρυτάνευεν, ο Φαί-νιππος ήτο γραμματεύς, ο Νικιάδης προήδρευε. Ο Λάχης αφού επεκαλέσθη την καλήν τύχην του Αθηναϊκού λαού, επρότεινε την συνομολόγησιν ανακωχής, επί τη βάσει των όρων, τους οποίους δέχονται οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοί των. Η συνέλευσις του λαού απεφάσισε να δεχθή την ανακωχήν δι' εν έτος, αρχόμενον σήμερον, δεκάτην τετάρτην ημέραν του μηνός Ελαφηβολιώνος. Κατά το χρονικόν τούτο διάστημα, πρέσβεις και κήρυκες να σταλούν αμοιβαίως, δια να διαπραγματευθούν περί των όρων του τερματισμού του πολέμου. Οι στρατηγοί και οι πρυτάνεις θα συνεκάλουν συνέλευσιν του λαού, εις την οποίαν να συζητηθή κατά πρώτον λόγον το ζήτημα της ειρήνης, επί τη βάσει των προτάσεων, τας οποίας θα έφερεν η πρεσβεία των Λακεδαιμονίων προς τερματισμόν του πολέμου. Και οι παρόντες πρέσβεις ν' αναλάβουν ευθύς αμέσως ενώπιον της συνελεύσεως την υποχρέωσιν να διατηρήσουν πιστώς καθ' όλον το έτος την ανακωχήν".

119. Η ανωτέρω συμφωνία συνωμολογήθη και εβεβαιώθη με όρκον την δωδεκάτην του Σπαρτιατικού μηνός Γεραστίου από τους Λακεδαιμονίους και τους συμμάχους των, αφ' ενός, και από τους Αθηναίους και τους συμμάχους των, εξ άλλου. Αντιπρόσωποι δια την συνομολόγησιν και επικύρωσιν ήσαν εκ μέρους των Λακεδαιμονίων οι εξής: ο Ταύρος, υιός του Εχετιμίλα, ο Αθηναίος, υιός του Περικλείδα, και ο Φιλοχαρίδας, υιός του Ερυξιλαΐδα. Εκ μέρους των Κορινθίων, ο Αινέας, υιός του Ωκύτου, και ο Ευφαμίδας, υιός του Αριστωνύμου εκ μέρους των Σικυωνίων, ο Δομότιμος, υιός του Ναυκράτους, και ο Ονάσιμος, υιός του Μεγακλέους εκ μέρους των Μεγαρέων, ο Νίκασος, υιός του Κεκάλου, και ο Μενεκράτης, υιός του Αμφιδώρου εκ μέρους των Επιδαυρίων, ο Αμφίας, υιός του Ευπαλίδου. Εκ μέρους των Αθηναίων δε, οι στρατηγοί Νικόστρατος, υιός του Διειτρέφους, Νικίας, υιός του Νικηράτου, και Αυτοκλής, υιός του Τολμαίου.
Αυτοί λοιπόν υπήρξαν οι όροι της ανακωχής, κατά την διάρκειαν της οποίας δεν έπαυαν διαπραγματευόμενοι την συνομολόγησιν διαρκεστέρας ειρήνης.

120.
Η Σκιώνη και η Μένδη προσχωρούν εις τον Βρασίδαν
Την εποχήν περίπου που εγίνετο η συνομολόγησις και επικύρωσις της ανακωχής, η Σκιώνη, πόλις κειμένη εις την χερσόνησον της Παλλήνης, απεστάτησεν από τους Αθηναίους και ηνώθη με τον Βρασίδαν. Οι Σκιωναίοι ισχυρίζονται ότι κατάγονται από την Πελλήνην της Πελοποννήσου, και ότι οι πρόγονοί των, όταν επέστρεφαν από την Τροίαν, παρεσύρθησαν εις την Σκιώνην από την τρικυμίαν, η οποία κατέλαβε τους Αχαιούς, και εγκατεστάθησαν εκεί. Ο Βρασίδας, ευθύς ως έμαθε την αποστασίαν των, έπλευσεν εκεί, διαρκούσης της νυκτός. Προηγείτο φιλική τριήρης, ενώ ο ίδιος ηκολούθει από μακράν, επιβαίνων εις ελαφρόν σκάφος, ώστε, εάν απαντήση άλλο πλοίον μεγαλύτερον του ιδικού του, η τριήρης να τον προστατεύση, ενώ αν ήθελε παρουσιασθή άλλη τριήρης εχθρική ίσης ολκής, η τελευταία, ως επίστευε, δεν θα εστρέφετο εναντίον του μικροτέρου σκάφους, αλλ' εναντίον της φιλικής του τριήρους και εν τω μεταξύ αυτός θα έφθανεν ασφαλώς εις την Σκιώνην. Αφού δε κατέπλευσεν εκεί, συνεκάλεσε συνέλευσιν των κατοίκων, ενώπιον των οποίων έλαβε τον λόγον και επανέλαβεν όσα και εις την Άκανθον και την Τορώνην, προσθέσας ότι η διαγωγή των είναι άξια των μεγαλυτέρων επαίνων, διότι, ενώ η Παλλήνη, εφόσον οι Αθηναίοι κατέχουν την Ποτείδαιαν, είναι αποκλεισμένη από την στερεάν δια του ισθμού, και ενώ είναι ουσιαστικώς νησιώται, αυτοί εξ ιδίας πρωτοβουλίας ετάχθησαν προς το μερος της ελευθερίας, και δεν ανέμειναν ανάνδρως να προστεθή η πίεσις της ανάγκης, δια να κάμουν ό,τι τους υπηγόρευε προφανώς το συμφέρον των. Τούτο, είπεν, ήτο απόδειξις ότι θα αντιμετωπίσουν ως άνδρες και κάθε άλλον κίνδυνον, οσονδήποτε μεγάλον, και εάν κατορθώση να ρυθμίση τα πράγματα, όπως επιθυμεί, θα τους θεωρήση ως τους πιστοτάτους πράγματι φίλους των Λακεδαιμονίων, και θα δείξη με καθε τρόπον την προς αυτούς εκτίμησίν του.

121. Οι Σκιωναίοι παρεσύρθησαν από τους λόγους αυτούς και ενθαρρυνθέντες όλοι εξ ίσου, και όσοι ακόμη δεν ήσαν προηγουμένως σύμφωνοι με τα γενόμενα, απεφάσισαν να φέρουν προθύμως τα βάρη του πολέμου, και όχι μόνον υπεδέχθησαν τον Βρασίδαν και με άλλας τιμάς, αλλά και τον εστεφάνωσαν δημοτελώς με χρυσούν στέφανον ως ελευθερωτήν, της Ελλάδος, και πολλοί ως να ήτο νικηφόρος αθλητής, εκόσμουν την κεφαλήν του με εορτασίμους ταινίας και του προσέφεραν άνθη και καρπούς, εις εκδήλωσιν προσωπικού θαυμασμού. Ο Βρασίδας άφισε φρουράν εις την Σκιώνην και επέστρεψε προσωρινώς εις Τορώνιν, από όπου μετ' ολίγον μετέφερε δια θαλάσσης περισσότερον στρατόν, διότι εσκόπευε, με την βοήθειαν των Σκιωναίων να επιχειρήση την κατάληψιν της Μένδης και της Ποτειδαίας. Διότι επίστευεν ότι και οι Αθηναίοι θα έστελλαν επικουρίαν εις την Γαλλήνην, την οποίαν εθεώρουν ως νήσον, και ήθελε να τους προκαταλάβη. Εκτός τούτου, άλλωστε, ευρίσκετο και εις μυστικάς ακόμη συνεννοήσεις με κατοίκους των πόλεων αυτών δια να του διευκολύνουν την κατάληψίν των δια προδοσίας.

122. Αλλ' ενώ ήτο έτοιμος να προβή εις την εκτέλεσιν του σχεδίου του, έφθασε τριήρης, με την οποίαν ήλθαν εις το στρατόπεδόν του οι απεσταλμένοι δια την κοινοποίησιν της ανακωχής, εκ μέρους μεν των Αθηναίων, ο Αρυστώνυμος, εκ μέρους δε των Λακεδαιμονίων, ο Αθήναιος. Ο στρατός μετεφέρθη πάλιν εις Τορώνην και ανεκοινώθη δημοσία η ανακωχή, τους όρους της οποίας ενέκριναν όλοι οι εκ της Χαλκιδικής σύμμαχοι των Λακεδαιμονίων. Ο Αριστώνυμος, ως προς τους άλλους συμμάχους, δεν έφερεν αντιρρήσεις, αλλ' επειδή από την σύγκρισιν των χρονολογιών εξηκρίβωσεν ότι οι Σκιωναίοι είχαν αποστατήσει μεταγενεστέρως ηρνήθη ν' αναγνωρίση ότι οι τελευταίοι προστατεύονται από την ανακωχήν. Ο Βρασίδας όμως επέμενεν ότι είχαν αποστατήτει προηγουμένως, και δεν ήθελε να εγκαταλείψη την πόλιν. Ευθύς ως ο Αριστώνυμος ανεκοίνωσε το πράγμα: εις τας Αθήνας, οι Αθηναίοι ήθελαν αμέσως να εκστρατεύσουν εναντίον της Σκιώνης. Αλλ' οι Λακεδαιμόνιοι πιστεύοντες τον Βρασίδαν διεξεδίκουν την πόλιν ως σύμμαχόν των, και έστειλαν πρέσβεις δια να παραστήσουν εις τους Αθηναίους ότι παραβιάζουν την ανακωχήν, και δηλώσουν ότι ήσαν έτοιμοι να υποβάλουν το ζήτημα εις διαιτησίαν. Οι Αθηναίοι όμως, αντί να εκτεθούν εις τους κίνδυνους δίκης επέμεναν να εκστρατεύσουν άνευ αναβολής διότι ηγανάκτουν ότι και οι νησιώται ακόμη ετόλμων ήδη να αποσπώνται από αυτούς, εμπιστευόμενοι εις την χερσαίαν δύναμιν των Λακεδαιμονίων, η οποία εν τούτοις ήτο ανωφελής δια νησιώτας. Η αλήθεια, άλλωστε, περί της αποστασίας συνεφώνει πραγματικώς με την απαίτηοιν των Αθηναίων, διότι οι Σκιωναίοι είχαν αποστατήσει δύο ημέρας ύστερον από την ανακωχήν. Οι Αθηναίοι τότε, κατά πρότασιν του Κλέωνος, εξέδωσαν αμέσως ψήφισμα, δια του οποίου απεφάσιισαν να κυριεύσουν εξ εφόδου την Σκιώνην και θανατώσουν τους κατοίκους της. Και ενώ κατά τα λοιπά έπαυσαν τας εχθροπραξίας, παρεσκευάζοντο δια την εκστρατείαν αυτήν.

123.Εν τω μεταξύ, απεστάτησεν από αυτούς η Μένδη, πόλις κειμένη εις την Παλλήνην, αποικία δε της Ερετρίας. Ο Βρασίδας ενόμισεν ότι δικαιούται να δεχθή τους Μενδαίους ως συμμάχους, μολονότι η προσχώρησίς των έγινε προφανώς μετά την την ανακωχήν, διότι υπήρξαν μερικά σημεία, ως προς τα οποία κατηγόρει και αυτός τους Αθηναίους, ότι παραβιάζουν την ανακωχήν, και το γεγονός αυτό ενεθάρρυνεν ακόμη περισσότερον τους Μενδαίους εις το τολμηρόν των διάβημα, καθόσον διέκριναν εις αυτό την αποφασιστικότητα του Βρασίδα, την οποίαν απεδείκνυε και η άρνησίς του να εγκαταλείψη την Σκιώνην. Άλλωστε, οι Μενδαίοι, που ευρίσκοντο εις μυστικάς με αυτόν συνεννοήσεις ήσαν ολίγοι, και δεν ήθελαν να εγκαταλείψουν το σχέδιον που είχαν άπαξ αποφασίσει, διότι εφοβούντο τας συνεπείας ενδεχομένης ανακαλύψεως της συνωμοσίας των, και ως εκ τούτου εξηνάγκασαν τους πολλούς και να τους ακολουθήσουν παρά την θέλησίν των. Αλλ' οι Αθηναίοι, μόλις έμαθαν την αποστασίαν, εξωργίσθησαν πολύ περισσότερον ακόμη, και ήρχισαν αμέσως παρασκευαζόμενοι εναντίον και των δυο πόλεων. Ο Βρασίδας, εξ άλλου, επειδή επερίμενε την επίθεσίν των, μετέφερε, χάριν ασφαλείας, τα γυναικόπαιδα των Σκιωναίων και Μενδαίων εις την Όλυνθον της Χαλκιδικής, και τους έστειλε πεντακοσίους Πελοποννησίους οπλίτας και τριακοσίους Χολκιδείς πελταστάς, υπό την αρχηγίαν του Πολυδαμίδου. Και αι δύο πόλεις παρεσκευάζοντο από κοινού δια την άμυναν, θεωρούσαι επικειμένην την άφιξιν των Αθηναίων.

124.
Ο Βρασίδας και ο Περδίκκας εκστρατεύουν εις Λυγκηστίδα
Εν τω μεταξύ, ο Βρασίδας και ο Περδίκκας εξεστράτευσαν από κοινού δια δευτέραν φοράν εις Λυγκηστίδα κατά του Αρραβαίου. Ο Περδίκκας είχεν υπό τας διαταγάς του την στρατιωτικήν δύναμιν των Μακεδόνων, όσοι ήσαν υπήκοοί του, καθώς και σώμα οπλιτών από τους εκεί κατοικούντας Έλληνας. Ενώ ο Βρασίδας ηγείτο, εκτός των Πελοποννησίων, που του έμεναν διαθέσιμοι, και αποσπασμάτων από την Χαλκιδικήν, την Άκανθον και τας άλλας πόλεις, αναλόγως της δυνάμεως καθεμιάς. Ο ολικός αριθμός των Ελλήνων οπλιτών ανήρχετο εις τρεις χιλιάδας περίπου, των Μακεδόνων δε και Χαλκιδέων ιππέων σχεδόν εις χιλίους. Ο επίλοιπος στρατός απετελείτο από μέγα πλήθος βαρβάρων. Όταν εισήλθαν εις το έδαφος του Αρραβαίου, ευρήκαν ότι οι Λυγκησταί ήσαν στρατοπεδευμένοι και τους επερίμεναν. Εστρατοπέδευσαν επομένως και αυτοί απέναντί των. Το πεζικόν των δύο στρατών κατείχε δύο λόφους, τον ένα απέναντι του άλλου, εις το μέσον δ' υπήρχε πεδιάς, εις την οποίαν κατέβη πρώτον το Ιππικόν και των δύο και συνεκρούσθησαν. Έπειτα οι Λυγκησταί οπλίται μαζί με το ιππικόν κατέβησαν πρώτοι από τον λόφον, έτοιμοι προς μάχην. Ο Βρασίδας και ο Περδίκκας προήλασαν και αυτοί αντιθέτως και επετέθησαν εναντίον των Λυγκηστών, τους οποίους έτρεψαν εις φυγήν και από τους οποίους εφόνευσαν πολλούς, ενώ οι λοιποί διέφυγαν προς τα υψώματα, όπου έμειναν αδρανούντες. Μετά τούτο, αφού έστησαν τρόπαιον, έμειναν εκεί δύο ή τρεις ημέρας, περιμένοντες τους Ιλλυριούς, οι οποίοι επρόκειτο να έλθουν ακριβώς τότε ως μισθοφόροι του Περδίκκα. Ο τελευταίος, μετά την πάροδον των ημερών αυτών, ήθελε να προελάση εναντίον των χορίων του Αρραβαίου και να μη μένη αδρανής. Ο Βρασίδας, εν τούτοις, ήτο ανήσυχος δια την Μένδην και εφοβήτο μήπως πέση εάν οι Αθηναίοι, καταπλεύσουν εκεί προ της επιστροφής του. Δια τον λόγον αυτόν, και διότι άλλωστε οι Ιλλυριοί δεν είχαν φθάσει ακόμη, δεν είχε καμμίαν όρεξιν να προελάση, αλλ' ήθελε τουναντίον να επιστρέψη.

125. Αλλ' ενώ συνεζήτουν τας αντιθέτους γνώμας των, ήλθε και η είδησης ότι οι Ιλλυριοί εγκατέλειψαν προδοτικώς τον Περδίκκαν και ηνώθησαν με τον Αρράβαιον, εις τρόπον ώστε και οι δύο πλέον ήσαν της γνώμης να αποσυρθούν, διότι εφοβούντο τους Ιλλυριούς, οι οποίοι είναι έθνος πολεμικόν. Αλλ' ένεκα της διαφωνίας των δύο δεν είχε ληφθή ωρισμένη απόφασις δια την ώραν της αναχωρήσεως. Και όταν ενύκτωσε, εις από τους ανεξηγήτους εκείνους πανικούς, εις τους οποίους υπόκεινται μεγάλοι στρατοί, κατέλαβεν αμέσως τους Μακεδόνας και το πλήθος των βαρβάρων, και επειδή ενόμισαν ότι οι επερχόμενοι εχθροι ήσαν πολλαπλάσιοι, από ό,τι πραγματικώς ήσαν και ότι φθάνουν από στιγμής εις στιγμήν, ετράπησαν αιφνιδίως εις φυγήν, κατευθυνόμενοι εις τα ίδια. Και επειδή τα δύο συμμαχικά στρατόπεδα ήσαν εις μεγάλην απόστασιν το εν από το άλλο, ηνάγκασαν τον Περδίκκαν, όταν εννόησε τι τρέχει (διότι κατ' αρχάς δεν είχεν αντιληφθή τίποτε), ν' απέλθη χωρίς να ίδη τον Βρασίδαν. Όταν κατά τα εξημερώματα έμαθεν ο Βρασίδας την εσπευσμένην αναχώρησιν των Μακεδόνων και την επικειμένην άφιξιν των προελαυνόντων Ιλλυριών και του Αρραβαίου, απεφάσισε και αυτός ν' απέλθη αμέσως, και εσχημάτισε τους οπλίτας του εις τετράγωνον, τοποθετήσας τους ψιλούς στρατιώτας εις το μέσον. Τους νεωτέρους στρατιώτας έταξεν εις τρόπον ώστε να εξέρχονται από το τετράγωνον προς απόκρουσιν του εχθρού, οπουδήποτε ήθελεν επιτεθή, και ο ίδιος ετάχθη κατά την υποχώρησιν εις την οπισθοφυλακήν επί κεφαλής τριακοσίων επιλέκτων ανδρών, με τον σκοπόν ν' αμύνεται, αποκρούων την εχθρικήν εμπροσθοφυλακήν. Και πριν οι εχθροί πλησιάσουν, απηύθυνε βιαστικά εις τους στρατιώτας του τους επομένους προτρεπτικούς λόγους:

126. "Αγαπητοί Πελοποννήσιοι, εάν δεν υπώπτευα ότι είσθε τρομαγμένοι, και διότι εμείνατε μόνοι, και διότι οι επερχόμενοι εναντίον μας είναι βάρβαροι και πολλοί, θα περιωριζόμην εις τους συνήθεις προτρεπτικούς λόγους, χωρίς να θελήσω, όπως τώρα, να κάμω και τον διδάσκαλον. Τώρα όμως που εγκατελείφθημεν από τους συναγωνιστάς μας και ευρισκόμεθα ενώπιον πολυαρίθμων εχθρών, θα προσπαθήσω με ολίγας υπομνήσεις και παραινέσεις να σας διαφωτίσω μερικά σπουδαιότατα σημεία. Ισχυρίζομαι, τωόντι, ότι πρέπει να δεικνύεσθε ανδρείοι εις τον πόλεμον όχι απλώς όταν τύχη να έχετε συμμάχους εις το πλευρόν σας, αλλά δια την έμφυτον γενναιότητά σας, και να μη σας ανησυχή οσονδήποτε μεγάλος αριθμός εχθρών, αφού άλλωστε δεν ανήκετε εις πολιτείας, όπου οι πολλοί κυβερνούν τους ολίγους αλλ' αντιθέτως εις πολιτείας, όπου οι περισσότεροι κυβερνώνται από τους ολιγωτέρους, οι οποίοι την επικράτησίν των οφείλουν εις την πολεμικήν των υπεροχήν. Ως προς τους βαρβάρους, εξ άλλου, τους οποίους φοβείσθε τώρα, διότι δεν τους γνωρίζετε, η ιδική σας πείρα από τας τελευταίας συγκρούσεις προς τους βαρβάρους της Μακεδονίας, όσα εγώ συμπεραίνω και όσα εξ ακοής γνωρίζω, πρέπει να σας πείσουν ότι δεν είναι τρομεροί. Διότι, οσάκις εχθρική δύναμις, που φαίνεται ισχυρά, είναι πράγματι ασθενής, ασφαλής περί αυτής πληροφορία, την οποίαν εγκαίρως αποκτούν οι αντίπαλοί της, καθιστά τους τελευταίους περισσότερον θαρραλέους, ενώ δεν υπάρχει αμφιβολία ότι απέναντι πραγματικώς ισχυρού εχθρού επιτίθεται κανείς με μεγαλυτέραν τόλμην, εάν δεν γνωρίζη εκ των προτέρων την δύναμίν του. Οι Ιλλυριοί, δι' εκείνους που δεν τους γνωρίζουν, είναι αληθώς φοβεροί, όταν τους βλέπη κανείς επερχομένους. Διότι η θέα του όγκου των είναι τρομερά, οι αλαλαγμοί των αφόρητοι, και ο κραδασμός των όπλων των εις τον αέρα δημιουργεί εντύπωσιν απειλητικήν. Αλλ' εάν ο αντίπαλός των δεν ταραχθή από όλα αυτά, όταν έλθουν εις χείρας, αποδεικνύονται κατώτεροι από ό,τι εφαίνοντο. Διότι, μη έχοντες κανονικήν παράταξιν, δεν αισθάνονται ούτε εντροπήν να εγκαταλείψουν την θέσιν των, οσάκις πιεσθούν και επειδή όχι μόνον η επίθεσις, αλλά και η φυγή θεωρούνται απ' αυτούς εξ ίσου έντιμοι, η ανδρεία των είναι ανεξέλεγκτος, καθόσον, όταν καθείς διευθύνη εαυτόν όπως θέλει, κατά την διάρκειαν της μάχης, ευρίσκει ευσχήμους προφάσεις δια να σωθή φεύγων. Θεωρούν, εξ άλλου, ασφαλέστερον να σας εκφοβίζουν από αρκετήν απόστασιν, παρά να έρχονται εις χείρας, διότι άλλως θα κατέφευγαν εις το δεύτερον, αντί να περιορίζωνται εις το πρώτον. Βλέπετε, επομένως, καθαρά ότι κάθε τι που εφαίνετο κατ' αρχάς τρομερόν εκ μέρους των, είναι πραγματικώς ανάξιον προσοχής και μόνον την όρασιν και την ακοήν καταπλήσσει. Αλλ' εάν αντισταθήτε εναντίον της επιθέσεώς των, και όταν έλθη η κατάλληλος στιγμή επαναλάβετε πάλιν με τάξιν και πειθαρχίαν την υποχώρησίν σας, όχι μόνον θα φθάσετε ταχύτερον εις τόπον ασφαλή, αλλά και θα μάθετε ότι τοιαύτα ασύντακτα πλήθη, όταν αντισταθή κανείς εις την πρώτην των επίθεσιν, αρκούνται να επιδεικνύουν το θάρρος των με κομπαστικάς από μακράν απειλάς, αποφεύγοντες να έλθουν του λοιπού εις χείρας, ενώ απέναντι εκείνων, οι οποίοι υποχωρούν απέναντί των, επιδεικνύουν με μεγάλον ζήλον την ευψυχίαν των, καταδιώκοντες αυτούς κατά πόδας εκ του ασφαλούς".

127. Ύστερον από τους προτρεπτικούς αυτούς λόγους ήρχισεν ο Βρασίδας την υποχώρησιν. Μόλις είδαν τούτο οι βάρβαροι, ήρχισαν την καταδίωξιν με μεγάλας κραυγάς και θόρυβον, διότι ενόμισαν ότι ετρέποντο εις φυγήν και ότι θα τους κατέφθαναν και θα τους εξολοθρεύσουν. Αλλ' επειδή, οπουδήποτε επετίθεντο οι νεώτεροι στρατιώται, εις τους οποίους είχεν ανατεθή η εντολή αυτή, εξήρχοντο από το τετράγωνον και αντεπετίθεντο εναντίον των, και ο Βρασίδας, εξ άλλου, επικεφαλής του εκλεκτού αποσπάσματός του, απέκρουε τας επιθέσεις των, όχι μόνον η πρώτη έφοδος των βαρβάρων προσέκρουσεν εις αντίστασιν, την οποίαν δεν επερίμεναν, αλλά και του λοιπού, οσάκις οι βάρβαροι, επανελάμβαναν την επίθεσίν των, οι Έλληνες ανθίσταντο και τους απέκρουαν ενώ οσάκις εκείνοι έπαυαν, αυτοί συνέχιζαν την υποχώρησίν των. Επί τέλους, εφ' όσον ο αγών διεξήγετο εις την πεδιάδα, το μεγαλύτερον μέρος των βαρβάρων έπαυσε τας επιθέσεις εναντίον του στρατού του Βρασίδα, άφισαν όμως εν μέρος δια να τον παρακολουθή και του επιτίθεται, παρουσιαζομένης ευκαιρίας, και οι λοιποί επροχώρησαν τρέχοντες, άλλοι εναντίον των φευγόντων Μακεδόνων, από τους οποίους εσκότωναν όσους συνήντων, και άλλοι προς το μεταξύ δύο λόφων στενόν, από το οποίον εισέρχεται κανείς εις την χώραν του Αρραβαίου, και το οποίον επρόλαβαν να καταλάβουν, διότι εγνώριζαν ότι δεν υπήρχεν άλλος δρόμος υποχωρήσεως δια τον Βρασίδαν. Και όταν επλησίαζεν εις το δυσκολώτερον μέρος του στενού, επεδίωξαν να τον κυκλώσουν, δια να του αποκόψουν κάθε υποχώρησιν.

128. Όταν ο Βρασίδας εννόησε τους σκοπούς των, διέταξε τους υπ' αυτόν τριακοσίους επιλέκτους να προελάσουν τρέχοντες, όχι συντεταγμένοι, αλλ' όπως ταχύτερον ημπορούσε καθείς, δια να καταλάβουν εκείνον από τους δυο λόφους που ενόμιζεν ευκολώτερον και εκτοπίσουν τους ήδη κατέχοντας αυτόν βαρβάρους, πριν η μεγαλυτέρα πτέρυξ των, η οποία επεχείρει την κύκλωσιν φθάση εκεί. Οι τριακόσιοι, επιτεθέντες, ενίκησαν τους εγκατεστημένους εις τον λόφον, και το κύριον σώμα του Ελληνικού στρατού ημπόρεσε ευκολώτερα να προχωρήση προς αυτόν. Διότι οι βάρβαροι που επεχείρουν την κύκλωσιν, όταν είδαν ότι οι ιδικοί των είχαν ηττηθή και εκτοπισθή από τον λόφον κατελήφθησαν από φόβον και δεν τους κατεδίωξαν μακρύτερα, καθόσον εθεώρησαν ότι ο εχθρός είχεν ήδη φθάσει εις τα όρια της επικρατείας του Περδίκκα, και είχε διαφύγει. Όταν ο Βρασίδας έφθασεν άπαξ εις τα υψώματα, συνέχισε την πορείαν του με περισσοτέραν ασφάλειαν και έφθασεν αυθημερόν εις την Άρνισαν, που ήτο η πρώτη πόλις της επικρατείας του Περδίκκα. Οι στρατιώται, εξοργισμένοι δια την πρόωρον υποχώρησιν των Μακεδόνων, οσάκις συνήντων καθ' οδόν αμάξας των συρομένας από βώδια, ή οιαδήποτε σκεύη που είχαν πέσει κατά την φυγήν, όπως συμβαίνει φυσικά, οσάκις η υποχώρησις γίνεται εν καιρώ νυκτός και ως αποτέλεσμα πανικού, έλυαν εξ ιδίας πρωτοβουλίας τα υποζύγια, τα εφόνευαν και οικειοποιούντο τα σκεύη. Τούτο υπήρξεν η πρώτη αιτία, ένεκα της οποίας ο Περδίκκας εθεώρησε τον Βρασίδαν εχθρόν, και του λοιπού έτρεφεν εναντίον των Πελοποννησίων αίσθημα μίσους, το οποίον όμως δεν συνεβιβάζετο με τα κατά των Αθηναίων αισθήματά του. Παραγνωρίσας εν τούτοις, τα ζωτικώτερά του συμφέροντα, ενήργει, δια να εύρη τρόπον να συμβιβασθή το ταχύτερον με τους τελευταίους και απαλλαγή από τους πρώτους.

129.
Οι Αθηναίοι ανακτούν την Μένδην
Όταν ο Βρασίδας επέστρεψεν από την Μακεδονίαν εις την Τορώνην ευρήκεν ότι η Μένδη είχεν ήδη, καταληφθή από τους Αθηναίους, και επειδή εθεώρησεν αδύνατον επί του παρόντος να διαβή εις την Παλλήνην, προς βοήθειαν των Μενδαίων και των Σκιωναίων, έμενεν εκεί ήσυχος φυλάττων την Τορώνην. Τωόντι, την εποχήν περίπου που ελάμβαναν χώραν τα γεγονότα της Λυγκηστίδος, οι Αθηναίοι, προς εκτέλεσιν του σχεδίου, επί τη βάσει τον οποίου είχαν ετοιμασθή, εξεστράτευσαν δια θαλάσσης εναντίον της Μένδης και της Σκιώνης, με μοίραν στόλου πενήντα πλοίων από τα οποία δέκα ήταν Χιακά, με χιλίους Αθηναίους οπλίτας και εξακοσίους τοξότας, χίλιους μισθοφόρους Θράκας και επί πλέον με πελταστάς, τους οποίους εχορήγησαν οι εκεί σύμμαχοι. Αρχηγοί της εκστρατείας ήσαν ο Νικίας, υιός του Νικηράτου, και ο Νικόστρατος, υιός του Διειτρέφους. Εκκινήσαντες δ' από την Ποτείδαιαν με τον στόλον, προσήγγισαν πλησίον εις το Ποσειδώνιον, από όπου εβάδισαν εναντίον των Μενδαίων. Οι τελευταίοι, μαζί με τριακοσίους Σκιωναίους που είχαν έλθει εις βοήθειάν των και, τους Πελοποννησίους επικούρους, επτακόσιοι εν συνόλω οπλίται, υπό την αρχηγίαν του Πολυδαμίδου, είχαν προ μικρού στρατοπεδεύσει εκτός της πόλεως, επάνω εις οχυρόν λόφον. Ο Νικίας, επί κεφαλής εκατόν είκοσι ψιλών Μεθωναίων, εξήντα Αθηναίων επιλέκτων οπλιτών και όλων των τοξοτών, επεχείρησε να τους επιτεθή επί του λόφου, ανερχόμενος από μίαν ατραπόν, αλλ' ένεκα των απωλειών που υφίσταντο οι άνδρες του δεν ημπόρεσε να εκβιάση την άνοδον. Όλος ο άλλος στρατός, υπό την αρχηγίαν του Νικοστράτου, ενώ προσεπάθει από άλλον μακρύτερον πλάγιον δρόμον ν' αναβή εις τον λόφον, ο οποίος ήτο απόκρημνος, περιέπεσεν εις πλήρη αταξίαν, και ολίγον έλειψε να νικηθή ολόκληρος ο στρατός των Αθηναίων. Την ημέραν επομένως αυτήν, ένεκα της ισχυράς αντιστάσεως των Μενδαίων και των συμμάχων των, οι Αθηναίοι υπεχώρησαν και εσχημάτισαν στρατόπεδον ενώ οι Μενδαίοι, όταν ενύκτωσε, επέστρεψαν εις την πόλιν.

130. Οι Αθηναίοι περιέπλεαν την επομένην με τον στόλον των την ακτήν και ήλθαν και κατέλαβαν το προάστειον της Μένδης που βλέπει προς την Σκιώνην, και συγχρόνως κατέγιναν όλην την ημέραν να ερημώνουν το έδαφος, χωρίς ν' αντεπεξέλθη κανείς εναντίον των (καθόσον, άλλωστε, εις την πόλιν επεκράτει κάποια στασιαστική κίνησις). Εξ άλλου, οι τριακόσιοι Σκιωναίοι, την νύκτα της ιδίας ημέρας, επέστρεψαν εις τα ίδια. Την επομένην, ο Νικίας με το ήμισυ του στρατού επροχώρησεν έως τα σύνορα της Σκιώνης και ηρήμωνε συγχρόνως την χώραν, ενώ ο Νικοστρατος με το υπόλοιπον αυτού επολιόρκει την πόλιν, στρατοπεδευμένος έξω από την βορείαν πύλην, από την οποίαν αρχίζει η προς την Ποτείδαιαν οδός. Εις το μέρος ακριβώς αυτό, οπίσω από τα τείχη, ήτο ο σταθμός των Μενδαίων οπλιτών και των Πελοποννησίων επικούρων. Ο Πολυδαμίδας τους παρέταξεν εις μάχην και προέτρεπε τους Μενδαίους να εξέλθουν και επιτεθούν εναντίον του εχθρού. Κάποιος από τους δημοκρατικούς απήντησεν, από πνεύμα στασιαστικόν, ότι δεν εννοεί να εξέλθη και ότι δεν έχει ανάγκην να πολεμήση. Και επειδή, μόλις επρόφερε τας λέξεις αυτάς, ο Πολυδαμίδας τον ήρπασεν από το χέρι και τον έσεισε βιαίως, όσοι ανήκαν εις την δημοκρατικήν φατρίαν αρπάζουν αμέσως τα όπλα και ορμούν εξαγριωμένοι εναντίον των Πελοποννησίων και των συνεργαζομένων με αυτούς από την αντίθετον μερίδα, τους επιτίθενται και τους τρέπουν εις φυγήν, αφ' ενός, διότι οι τελευταίοι δεν επερίμεναν την επίθεσιν αυτήν, και εξ άλλου, διότι συγχρόνως ηνοίχθησαν αι πύλαι της πόλεως εις τους Αθηναίους και τούτο τους κατεπτόησεν, επειδή ενόμισαν ότι η επίθεσις έγινε κατόπιν προηγουμένης συνεννοήσεως. Όσοι από τους Πελοποννησίους δεν εφονεύθησαν αμέσως κατέφυγαν εις την ακρόπολιν, την οποίαν και προηγουμένως κατείχαν, αυτοί μόνοι. Εν τω μεταξύ, άλλωστε, είχεν επιστρέψει και ο Νικίας και, ευρίσκετο αμέσως απ' έξω από την πόλιν, ώστε ολόκληρος ο Αθηναϊκός στρατός εισώρμησεν εντός αυτής. Και επειδή η πύλη δεν ηνοίσθη κατόπιν συνθηκολογίας, οι στρατιώται διήρπασαν την πόλιν συστηματικώς, ως να είχε κυριευθή εξ εφόδου, και οι στρατηγοί μόλις ημπόρεσαν να τους συγκρατήσουν από του να εξολοθρεύσουν και τους κατοίκους. Οι Αθηναίοι, ακολούθως, παρήγγειλαν εις τους Μενδαίους να κυβερνώνται κατά τα έθιμά των, δικάζοντες οι ίδιοι μεταξύ των όσους ενόμιζαν ενόχους της στάσεως. Εκείνους, εξ άλλου, που ευρίσκοντο εις την ακρόπολιν απέκλεισαν, (κατασκευάσαντες από τα δύο μέρη τείχος μέχρι της θαλάσσης και εγκαταστήσαντες φρουράν, προς διατήρησιν του αποκλεισμού. Αφού δ' εξησφάλισαν κατ' αυτόν τον τρόπον την Μένδην, εβάδισαν εναντίον της Σκιώνης.

131. Οι Σκιωναίοι και οι Πελοποννήσιοι εξήλθαν από την πόλιν, δια να τους αντιμετωπίσουν, και εγκατεστάθησαν επάνω εις οχυρόν λόφον, τον οποίον έπρεπε να καταλάβη προηγουμένως ο εχθρός, δια να ημπορέση ν' αποκλεισθή η πόλις δια περιτειχίσεως. Οι Αθηναίοι επετέθησαν εναντίον του λόφου με ακάθεκτον ορμήν και εξετόπισαν τους κατέχοντας αυτόν. Ακολούθως εσχημάτισαν στρατόπεδον, και αφού έστησαν τρόπαιον, ητοιμάζοντο να περιτειχίσουν την πόλιν. Ολίγον βραδύτερον, ενώ ησχολούντο εις την εργασίαν αυτήν, οι Πελοποννήσιοι μισθοφόροι, που επολιορκούντο εις την ακρόπολιν της Μένδης, διέσχισαν κατά μήκος της παραλίας την εκεί φρουράν, και έφθασαν εν καιρώ νυκτός προ της Σκιώνης, όπου κατώρθωσαν οι περισσότεροι να εισέλθουν εντός της πόλεως, αφού διέφυγαν τους πολιουρκούντας αυτήν Αθηναίους.

132.
Ο Περδίκκας συνθηκολογεί με τους Αθηναίους
Τον καιρόν που περιετειχίζετο η Σκιώνη, ο Περιδίκκας έστειλε κήρυκα και συνωμολόγησε συνθήκην με τους Αθηναίους στρατηγούς. Το ελατήριον που τον ώθησεν εις τούτο ήτο το μίσος εναντίον του Βρασίδα, εξ αφορμής της υποχωρήσεως από την Λυγκηστίδα, αφότου και ήρχισεν αμέσως τας σχετικάς διαπραγματεύσεις. Και επειδή τας ημέρας ακριβώς αυτάς επρόκειτο να έλθουν δια ξηράς προς τον Βρασίδαν επικουρίαι, υπό την αρχηγίαν του Λακεδαιμονίου Ισχαγόρα, ο Περδίκκας, αφ' ενός, διότι ο Νικίας, επικαλούμενος την συνθήκην, εζήτει απ' αυτόν να δώση εις τους Αθηναίους κάποιαν βεβαίαν απόδειξιν της ειλικρινείας του, εξ άλλου διότι και ο ίδιος δεν ήθελε να έρχωνται του λοιπού εις την χώραν του Πελοποννήσιοι, κατώρθωσε, χρησιμοποιών τους φίλους που είχεν εις την Θεσσαλίαν, με τους προκρίτους της οποίας διετήρει πάντοτε σχέσεις, να εμποδίση με την μεσολάβησίν των την εκστρατείαν και τας ετοιμασίας ακόμη των Λαικεδαιμονίων, εις τρόπον ώστε οι τελευταίοι ουδ' εδοκίμασαν καν να περάσουν από την Θεσσαλίαν. Ο Ισχαγόρας όμως καθώς και ο Αμεινίας και ο Αριστεύς, οι οποίοι είχαν σταλή από τους Λακεδαιμονίους, δια να ενεργήσουν επιθεώρησιν της καταστάσεως, ήλθαν προς τον Βρασίδαν και έφεραν συγχρόνως μερικούς Σπαρτιάτας νεανίας, παρά την κρατούσαν συνήθειαν, δια να τους διορίσουν αρμοστάς των πόλεων, και μην ανατίθεται η διοίκησις εις τους τυχόντας. Απ' αυτούς διώρισεν ο Βρασίδας τον Κλεαρίδαν, υιόν του Κλεωνύμου, Αρμοστήν της Αμφιπόλεως, της Τορώνης δε, τον Πασιτελίδαν, υιόν του Ηγησάνδρου.

133.
Γεγονότα εις Βοιωττίαν και Πελοπόννησον
Το ίδιον θέρος οι Θηβαίοι κατηδάφισαν το τείχος των Θεσπιέων, τους οποίους κατηγόρησαν ως αττικίζοντας. Είναι αληθές ότι είχαν ανέκαθεν κατά νουν το σχέδιον τούτο, αλλά την εκτέλεσίν του είχαν θεωρήσει ευκολωτέραν, αφότου εις την μάχην εναντίον των Αθηναίων οι Θεσπιείς είχαν χάσει το άνθος του στρατού των. Κατά την διάρκειαν του ιδίου θέρους κατεστράφη και ο ναός της Ήρας εις την Αργολίδα, εξ αιτίας της ιερείας Χρυσίδος, η οποία, αφού έβαλεν αναμμένον λύχνον πλησίον εις τους στεφάνους, απεκοιμήθη ακολούθως, και ως εκ τούτου ολόκληρος ο ναός επήρε φωτιά και απετεφρώθη πριν η πυρκαϊά γίνη αντιληπτή. Η Χρυσίς, φοβηθείσα τους Αργείους, έφυγε την ιδίαν νύκτα είς την Φλιούντα. Αλλ' ούτοι προέβησαν, σύμφωνα με τας καθιερωμένας διατυπώσεις, εις εγκατάστασιν νέας ιερείας, καλουμένης Φαεινίδος. Η Χρυσίς, πριν φύγη είχε διατελέσει ιέρεια οκτώ και ήμισυ έτη, αφότου ήρχισεν ο πόλεμος. Όταν το θέρος ήτο πλέον εις το τέλος του, η περιτείχισις της Σκιώνης είχε συμπληρωθή εντελώς και οι Αθηναίοι, αφού άφισαν εκεί φρουράν, προς διατήρησιν του αποκλεισμού, απέσυραν τον επίλοιπον στρατόν των.

134.
Μάχη μεταξύ Μαντινέων και Τεγεατών
Κατά τον επακολουθήσαντα χειμώνα οι Αθηναίοι και οι Λακεδαιμόνιοι, λόγω της ανακωχής, έμεναν ήσυχοι. Οι Μαντινείς όμως και οι Τεγεάται και οι σύμμαχοι του ενός και του άλλου μέρους συνεκρότησαν μάχην εις το Λαοδόκειον της Ορεσθίδος, αλλ' η νίκη υπήρξεν αμφίβολος, διότι τα στρατεύματα και των δύο πόλεων ενίκησαν τους απέναντί των παρατεταγμένους συμμάχους της άλλης, και αφού και οι δύο στρατοί έστησαν τρόπαια, έστειλαν λάφυρα εις τους Δελφούς. Η αλήθεια είναι ότι μολονότι αι απώλειαι και των δύο μερών ήσαν μεγάλαι και η μάχη ήτο ακόμη αναποφάσιστος, όταν επελθούσης της νυκτός ετερματίσθη, οι Τεγεάται κατηυλίσθησαν εις το πεδίον της μάχης και έστησαν αμέσως τρόπαιον, ενώ οι Μαντινείς απεσύρθησαν εις τον Βουκολιώνα και έστησαν και αυτοί βραδύτερον αντίζηλον τρόπαιον.

135.
Ο Βρασίδας επιχειρεί να καταλάβη την Ποτείδαιαν
Εις το τέλος του ιδίου χειμώνος και τας παραμονάς πλέον του έαρος ο Βρασίδας επεχείρησε να καταλάβη την Ποτείδαιαν. Επλησίασε, τωόντι, εν καιρώ νυκτός, και εστήριξε κλίμακα εις το τείχος, και μέχρι του σημείου τούτου δεν έγινεν αντιληπτός, διότι εις φρουρός είχεν αφίσει προς στιγμήν την θέσιν του, δια να μεταβή και παραδώση τον κώδωνα εις τον επόμενον φρουρόν, και την στιγμήν ακριβώς αυτήν και πριν επιστρέψη ετοποθετήθη η κλίμαξ εις το διάκενον. Αλλ' οι φρουροί αντελήφθησαν το πράγμα ευθύς αμέσως, πριν ακόμη αναβή κανείς εις το τείχος, και ο Βρασίδας απέσυρεν εσπευσμένως τον στρατόν του, χωρίς να περιμένη να εξημερώση. Και ο χειμών ετελείωσε, και με το τέλος αυτού έληξε και το ένατον έτος του παρόντος πολέμου, του οποίου την ιστορίαν συνέγραψεν ο Θουκυδίδης.




 

[Προηγούμενο] [Βιβλίο Ε']