Έτος 9ον : 423 - 422 π.Χ.
118. (1) "Όσον αφορά τον ναόν και το Μαντείον του Πυθίου Απόλλωνος
συμφωνούμεν ότι καθείς ημπορεί να προσέρχεται αδόλως και αφόβως δια
να συμβουλεύεται τον θεόν, σύμφωνα με τα πατροπαράδοτα έθιμα. Οι Λακεδαιμόνιοι
και οι λοιποί ομόσπονδοι, όσοι είναι παρόντες, συμφωνούν εις τούτο,
και αναλαμβάνουν να στείλουν απεσταλμένους εις τους Βοιωτούς και Φωκείς
και κάμουν ό,τι ημπορούν δια να τους πείσουν να συμφωνήσουν και εκείνοι. 119. Η ανωτέρω συμφωνία συνωμολογήθη και εβεβαιώθη με όρκον την δωδεκάτην
του Σπαρτιατικού μηνός Γεραστίου από τους Λακεδαιμονίους και τους συμμάχους
των, αφ' ενός, και από τους Αθηναίους και τους συμμάχους των, εξ άλλου.
Αντιπρόσωποι δια την συνομολόγησιν και επικύρωσιν ήσαν εκ μέρους των
Λακεδαιμονίων οι εξής: ο Ταύρος, υιός του Εχετιμίλα, ο Αθηναίος, υιός
του Περικλείδα, και ο Φιλοχαρίδας, υιός του Ερυξιλαΐδα. Εκ μέρους των
Κορινθίων, ο Αινέας, υιός του Ωκύτου, και ο Ευφαμίδας, υιός του Αριστωνύμου
εκ μέρους των Σικυωνίων, ο Δομότιμος, υιός του Ναυκράτους, και ο Ονάσιμος,
υιός του Μεγακλέους εκ μέρους των Μεγαρέων, ο Νίκασος, υιός του Κεκάλου,
και ο Μενεκράτης, υιός του Αμφιδώρου εκ μέρους των Επιδαυρίων, ο Αμφίας,
υιός του Ευπαλίδου. Εκ μέρους των Αθηναίων δε, οι στρατηγοί Νικόστρατος,
υιός του Διειτρέφους, Νικίας, υιός του Νικηράτου, και Αυτοκλής, υιός
του Τολμαίου.
121. Οι Σκιωναίοι παρεσύρθησαν από τους λόγους αυτούς και ενθαρρυνθέντες
όλοι εξ ίσου, και όσοι ακόμη δεν ήσαν προηγουμένως σύμφωνοι με τα γενόμενα,
απεφάσισαν να φέρουν προθύμως τα βάρη του πολέμου, και όχι μόνον υπεδέχθησαν
τον Βρασίδαν και με άλλας τιμάς, αλλά και τον εστεφάνωσαν δημοτελώς
με χρυσούν στέφανον ως ελευθερωτήν, της Ελλάδος, και πολλοί ως να ήτο
νικηφόρος αθλητής, εκόσμουν την κεφαλήν του με εορτασίμους ταινίας και
του προσέφεραν άνθη και καρπούς, εις εκδήλωσιν προσωπικού θαυμασμού.
Ο Βρασίδας άφισε φρουράν εις την Σκιώνην και επέστρεψε προσωρινώς εις
Τορώνιν, από όπου μετ' ολίγον μετέφερε δια θαλάσσης περισσότερον στρατόν,
διότι εσκόπευε, με την βοήθειαν των Σκιωναίων να επιχειρήση την κατάληψιν
της Μένδης και της Ποτειδαίας. Διότι επίστευεν ότι και οι Αθηναίοι θα
έστελλαν επικουρίαν εις την Γαλλήνην, την οποίαν εθεώρουν ως νήσον,
και ήθελε να τους προκαταλάβη. Εκτός τούτου, άλλωστε, ευρίσκετο και
εις μυστικάς ακόμη συνεννοήσεις με κατοίκους των πόλεων αυτών δια να
του διευκολύνουν την κατάληψίν των δια προδοσίας. 122. Αλλ' ενώ ήτο έτοιμος να προβή εις την εκτέλεσιν του σχεδίου του,
έφθασε τριήρης, με την οποίαν ήλθαν εις το στρατόπεδόν του οι απεσταλμένοι
δια την κοινοποίησιν της ανακωχής, εκ μέρους μεν των Αθηναίων, ο Αρυστώνυμος,
εκ μέρους δε των Λακεδαιμονίων, ο Αθήναιος. Ο στρατός μετεφέρθη πάλιν
εις Τορώνην και ανεκοινώθη δημοσία η ανακωχή, τους όρους της οποίας
ενέκριναν όλοι οι εκ της Χαλκιδικής σύμμαχοι των Λακεδαιμονίων. Ο Αριστώνυμος,
ως προς τους άλλους συμμάχους, δεν έφερεν αντιρρήσεις, αλλ' επειδή από
την σύγκρισιν των χρονολογιών εξηκρίβωσεν ότι οι Σκιωναίοι είχαν αποστατήσει
μεταγενεστέρως ηρνήθη ν' αναγνωρίση ότι οι τελευταίοι προστατεύονται
από την ανακωχήν. Ο Βρασίδας όμως επέμενεν ότι είχαν αποστατήτει προηγουμένως,
και δεν ήθελε να εγκαταλείψη την πόλιν. Ευθύς ως ο Αριστώνυμος ανεκοίνωσε
το πράγμα: εις τας Αθήνας, οι Αθηναίοι ήθελαν αμέσως να εκστρατεύσουν
εναντίον της Σκιώνης. Αλλ' οι Λακεδαιμόνιοι πιστεύοντες τον Βρασίδαν
διεξεδίκουν την πόλιν ως σύμμαχόν των, και έστειλαν πρέσβεις δια να
παραστήσουν εις τους Αθηναίους ότι παραβιάζουν την ανακωχήν, και δηλώσουν
ότι ήσαν έτοιμοι να υποβάλουν το ζήτημα εις διαιτησίαν. Οι Αθηναίοι
όμως, αντί να εκτεθούν εις τους κίνδυνους δίκης επέμεναν να εκστρατεύσουν
άνευ αναβολής διότι ηγανάκτουν ότι και οι νησιώται ακόμη ετόλμων ήδη
να αποσπώνται από αυτούς, εμπιστευόμενοι εις την χερσαίαν δύναμιν των
Λακεδαιμονίων, η οποία εν τούτοις ήτο ανωφελής δια νησιώτας. Η αλήθεια,
άλλωστε, περί της αποστασίας συνεφώνει πραγματικώς με την απαίτηοιν
των Αθηναίων, διότι οι Σκιωναίοι είχαν αποστατήσει δύο ημέρας ύστερον
από την ανακωχήν. Οι Αθηναίοι τότε, κατά πρότασιν του Κλέωνος, εξέδωσαν
αμέσως ψήφισμα, δια του οποίου απεφάσιισαν να κυριεύσουν εξ εφόδου την
Σκιώνην και θανατώσουν τους κατοίκους της. Και ενώ κατά τα λοιπά έπαυσαν
τας εχθροπραξίας, παρεσκευάζοντο δια την εκστρατείαν αυτήν. 123.Εν τω μεταξύ, απεστάτησεν από αυτούς η Μένδη, πόλις κειμένη εις την Παλλήνην, αποικία δε της Ερετρίας. Ο Βρασίδας ενόμισεν ότι δικαιούται να δεχθή τους Μενδαίους ως συμμάχους, μολονότι η προσχώρησίς των έγινε προφανώς μετά την την ανακωχήν, διότι υπήρξαν μερικά σημεία, ως προς τα οποία κατηγόρει και αυτός τους Αθηναίους, ότι παραβιάζουν την ανακωχήν, και το γεγονός αυτό ενεθάρρυνεν ακόμη περισσότερον τους Μενδαίους εις το τολμηρόν των διάβημα, καθόσον διέκριναν εις αυτό την αποφασιστικότητα του Βρασίδα, την οποίαν απεδείκνυε και η άρνησίς του να εγκαταλείψη την Σκιώνην. Άλλωστε, οι Μενδαίοι, που ευρίσκοντο εις μυστικάς με αυτόν συνεννοήσεις ήσαν ολίγοι, και δεν ήθελαν να εγκαταλείψουν το σχέδιον που είχαν άπαξ αποφασίσει, διότι εφοβούντο τας συνεπείας ενδεχομένης ανακαλύψεως της συνωμοσίας των, και ως εκ τούτου εξηνάγκασαν τους πολλούς και να τους ακολουθήσουν παρά την θέλησίν των. Αλλ' οι Αθηναίοι, μόλις έμαθαν την αποστασίαν, εξωργίσθησαν πολύ περισσότερον ακόμη, και ήρχισαν αμέσως παρασκευαζόμενοι εναντίον και των δυο πόλεων. Ο Βρασίδας, εξ άλλου, επειδή επερίμενε την επίθεσίν των, μετέφερε, χάριν ασφαλείας, τα γυναικόπαιδα των Σκιωναίων και Μενδαίων εις την Όλυνθον της Χαλκιδικής, και τους έστειλε πεντακοσίους Πελοποννησίους οπλίτας και τριακοσίους Χολκιδείς πελταστάς, υπό την αρχηγίαν του Πολυδαμίδου. Και αι δύο πόλεις παρεσκευάζοντο από κοινού δια την άμυναν, θεωρούσαι επικειμένην την άφιξιν των Αθηναίων.
125. Αλλ' ενώ συνεζήτουν τας αντιθέτους γνώμας των, ήλθε και η είδησης
ότι οι Ιλλυριοί εγκατέλειψαν προδοτικώς τον Περδίκκαν και ηνώθησαν με
τον Αρράβαιον, εις τρόπον ώστε και οι δύο πλέον ήσαν της γνώμης να αποσυρθούν,
διότι εφοβούντο τους Ιλλυριούς, οι οποίοι είναι έθνος πολεμικόν. Αλλ'
ένεκα της διαφωνίας των δύο δεν είχε ληφθή ωρισμένη απόφασις δια την
ώραν της αναχωρήσεως. Και όταν ενύκτωσε, εις από τους ανεξηγήτους εκείνους
πανικούς, εις τους οποίους υπόκεινται μεγάλοι στρατοί, κατέλαβεν αμέσως
τους Μακεδόνας και το πλήθος των βαρβάρων, και επειδή ενόμισαν ότι οι
επερχόμενοι εχθροι ήσαν πολλαπλάσιοι, από ό,τι πραγματικώς ήσαν και
ότι φθάνουν από στιγμής εις στιγμήν, ετράπησαν αιφνιδίως εις φυγήν,
κατευθυνόμενοι εις τα ίδια. Και επειδή τα δύο συμμαχικά στρατόπεδα ήσαν
εις μεγάλην απόστασιν το εν από το άλλο, ηνάγκασαν τον Περδίκκαν, όταν
εννόησε τι τρέχει (διότι κατ' αρχάς δεν είχεν αντιληφθή τίποτε), ν'
απέλθη χωρίς να ίδη τον Βρασίδαν. Όταν κατά τα εξημερώματα έμαθεν ο
Βρασίδας την εσπευσμένην αναχώρησιν των Μακεδόνων και την επικειμένην
άφιξιν των προελαυνόντων Ιλλυριών και του Αρραβαίου, απεφάσισε και αυτός
ν' απέλθη αμέσως, και εσχημάτισε τους οπλίτας του εις τετράγωνον, τοποθετήσας
τους ψιλούς στρατιώτας εις το μέσον. Τους νεωτέρους στρατιώτας έταξεν
εις τρόπον ώστε να εξέρχονται από το τετράγωνον προς απόκρουσιν του
εχθρού, οπουδήποτε ήθελεν επιτεθή, και ο ίδιος ετάχθη κατά την υποχώρησιν
εις την οπισθοφυλακήν επί κεφαλής τριακοσίων επιλέκτων ανδρών, με τον
σκοπόν ν' αμύνεται, αποκρούων την εχθρικήν εμπροσθοφυλακήν. Και πριν
οι εχθροί πλησιάσουν, απηύθυνε βιαστικά εις τους στρατιώτας του τους
επομένους προτρεπτικούς λόγους: 126. "Αγαπητοί Πελοποννήσιοι, εάν δεν υπώπτευα ότι είσθε τρομαγμένοι,
και διότι εμείνατε μόνοι, και διότι οι επερχόμενοι εναντίον μας είναι
βάρβαροι και πολλοί, θα περιωριζόμην εις τους συνήθεις προτρεπτικούς
λόγους, χωρίς να θελήσω, όπως τώρα, να κάμω και τον διδάσκαλον. Τώρα
όμως που εγκατελείφθημεν από τους συναγωνιστάς μας και ευρισκόμεθα ενώπιον
πολυαρίθμων εχθρών, θα προσπαθήσω με ολίγας υπομνήσεις και παραινέσεις
να σας διαφωτίσω μερικά σπουδαιότατα σημεία. Ισχυρίζομαι, τωόντι, ότι
πρέπει να δεικνύεσθε ανδρείοι εις τον πόλεμον όχι απλώς όταν τύχη να
έχετε συμμάχους εις το πλευρόν σας, αλλά δια την έμφυτον γενναιότητά
σας, και να μη σας ανησυχή οσονδήποτε μεγάλος αριθμός εχθρών, αφού άλλωστε
δεν ανήκετε εις πολιτείας, όπου οι πολλοί κυβερνούν τους ολίγους αλλ'
αντιθέτως εις πολιτείας, όπου οι περισσότεροι κυβερνώνται από τους ολιγωτέρους,
οι οποίοι την επικράτησίν των οφείλουν εις την πολεμικήν των υπεροχήν.
Ως προς τους βαρβάρους, εξ άλλου, τους οποίους φοβείσθε τώρα, διότι
δεν τους γνωρίζετε, η ιδική σας πείρα από τας τελευταίας συγκρούσεις
προς τους βαρβάρους της Μακεδονίας, όσα εγώ συμπεραίνω και όσα εξ ακοής
γνωρίζω, πρέπει να σας πείσουν ότι δεν είναι τρομεροί. Διότι, οσάκις
εχθρική δύναμις, που φαίνεται ισχυρά, είναι πράγματι ασθενής, ασφαλής
περί αυτής πληροφορία, την οποίαν εγκαίρως αποκτούν οι αντίπαλοί της,
καθιστά τους τελευταίους περισσότερον θαρραλέους, ενώ δεν υπάρχει αμφιβολία
ότι απέναντι πραγματικώς ισχυρού εχθρού επιτίθεται κανείς με μεγαλυτέραν
τόλμην, εάν δεν γνωρίζη εκ των προτέρων την δύναμίν του. Οι Ιλλυριοί,
δι' εκείνους που δεν τους γνωρίζουν, είναι αληθώς φοβεροί, όταν τους
βλέπη κανείς επερχομένους. Διότι η θέα του όγκου των είναι τρομερά,
οι αλαλαγμοί των αφόρητοι, και ο κραδασμός των όπλων των εις τον αέρα
δημιουργεί εντύπωσιν απειλητικήν. Αλλ' εάν ο αντίπαλός των δεν ταραχθή
από όλα αυτά, όταν έλθουν εις χείρας, αποδεικνύονται κατώτεροι από ό,τι
εφαίνοντο. Διότι, μη έχοντες κανονικήν παράταξιν, δεν αισθάνονται ούτε
εντροπήν να εγκαταλείψουν την θέσιν των, οσάκις πιεσθούν και επειδή
όχι μόνον η επίθεσις, αλλά και η φυγή θεωρούνται απ' αυτούς εξ ίσου
έντιμοι, η ανδρεία των είναι ανεξέλεγκτος, καθόσον, όταν καθείς διευθύνη
εαυτόν όπως θέλει, κατά την διάρκειαν της μάχης, ευρίσκει ευσχήμους
προφάσεις δια να σωθή φεύγων. Θεωρούν, εξ άλλου, ασφαλέστερον να σας
εκφοβίζουν από αρκετήν απόστασιν, παρά να έρχονται εις χείρας, διότι
άλλως θα κατέφευγαν εις το δεύτερον, αντί να περιορίζωνται εις το πρώτον.
Βλέπετε, επομένως, καθαρά ότι κάθε τι που εφαίνετο κατ' αρχάς τρομερόν
εκ μέρους των, είναι πραγματικώς ανάξιον προσοχής και μόνον την όρασιν
και την ακοήν καταπλήσσει. Αλλ' εάν αντισταθήτε εναντίον της επιθέσεώς
των, και όταν έλθη η κατάλληλος στιγμή επαναλάβετε πάλιν με τάξιν και
πειθαρχίαν την υποχώρησίν σας, όχι μόνον θα φθάσετε ταχύτερον εις τόπον
ασφαλή, αλλά και θα μάθετε ότι τοιαύτα ασύντακτα πλήθη, όταν αντισταθή
κανείς εις την πρώτην των επίθεσιν, αρκούνται να επιδεικνύουν το θάρρος
των με κομπαστικάς από μακράν απειλάς, αποφεύγοντες να έλθουν του λοιπού
εις χείρας, ενώ απέναντι εκείνων, οι οποίοι υποχωρούν απέναντί των,
επιδεικνύουν με μεγάλον ζήλον την ευψυχίαν των, καταδιώκοντες αυτούς
κατά πόδας εκ του ασφαλούς". 127. Ύστερον από τους προτρεπτικούς αυτούς λόγους ήρχισεν ο Βρασίδας
την υποχώρησιν. Μόλις είδαν τούτο οι βάρβαροι, ήρχισαν την καταδίωξιν
με μεγάλας κραυγάς και θόρυβον, διότι ενόμισαν ότι ετρέποντο εις φυγήν
και ότι θα τους κατέφθαναν και θα τους εξολοθρεύσουν. Αλλ' επειδή, οπουδήποτε
επετίθεντο οι νεώτεροι στρατιώται, εις τους οποίους είχεν ανατεθή η
εντολή αυτή, εξήρχοντο από το τετράγωνον και αντεπετίθεντο εναντίον
των, και ο Βρασίδας, εξ άλλου, επικεφαλής του εκλεκτού αποσπάσματός
του, απέκρουε τας επιθέσεις των, όχι μόνον η πρώτη έφοδος των βαρβάρων
προσέκρουσεν εις αντίστασιν, την οποίαν δεν επερίμεναν, αλλά και του
λοιπού, οσάκις οι βάρβαροι, επανελάμβαναν την επίθεσίν των, οι Έλληνες
ανθίσταντο και τους απέκρουαν ενώ οσάκις εκείνοι έπαυαν, αυτοί συνέχιζαν
την υποχώρησίν των. Επί τέλους, εφ' όσον ο αγών διεξήγετο εις την πεδιάδα,
το μεγαλύτερον μέρος των βαρβάρων έπαυσε τας επιθέσεις εναντίον του
στρατού του Βρασίδα, άφισαν όμως εν μέρος δια να τον παρακολουθή και
του επιτίθεται, παρουσιαζομένης ευκαιρίας, και οι λοιποί επροχώρησαν
τρέχοντες, άλλοι εναντίον των φευγόντων Μακεδόνων, από τους οποίους
εσκότωναν όσους συνήντων, και άλλοι προς το μεταξύ δύο λόφων στενόν,
από το οποίον εισέρχεται κανείς εις την χώραν του Αρραβαίου, και το
οποίον επρόλαβαν να καταλάβουν, διότι εγνώριζαν ότι δεν υπήρχεν άλλος
δρόμος υποχωρήσεως δια τον Βρασίδαν. Και όταν επλησίαζεν εις το δυσκολώτερον
μέρος του στενού, επεδίωξαν να τον κυκλώσουν, δια να του αποκόψουν κάθε
υποχώρησιν. 128. Όταν ο Βρασίδας εννόησε τους σκοπούς των, διέταξε τους υπ' αυτόν τριακοσίους επιλέκτους να προελάσουν τρέχοντες, όχι συντεταγμένοι, αλλ' όπως ταχύτερον ημπορούσε καθείς, δια να καταλάβουν εκείνον από τους δυο λόφους που ενόμιζεν ευκολώτερον και εκτοπίσουν τους ήδη κατέχοντας αυτόν βαρβάρους, πριν η μεγαλυτέρα πτέρυξ των, η οποία επεχείρει την κύκλωσιν φθάση εκεί. Οι τριακόσιοι, επιτεθέντες, ενίκησαν τους εγκατεστημένους εις τον λόφον, και το κύριον σώμα του Ελληνικού στρατού ημπόρεσε ευκολώτερα να προχωρήση προς αυτόν. Διότι οι βάρβαροι που επεχείρουν την κύκλωσιν, όταν είδαν ότι οι ιδικοί των είχαν ηττηθή και εκτοπισθή από τον λόφον κατελήφθησαν από φόβον και δεν τους κατεδίωξαν μακρύτερα, καθόσον εθεώρησαν ότι ο εχθρός είχεν ήδη φθάσει εις τα όρια της επικρατείας του Περδίκκα, και είχε διαφύγει. Όταν ο Βρασίδας έφθασεν άπαξ εις τα υψώματα, συνέχισε την πορείαν του με περισσοτέραν ασφάλειαν και έφθασεν αυθημερόν εις την Άρνισαν, που ήτο η πρώτη πόλις της επικρατείας του Περδίκκα. Οι στρατιώται, εξοργισμένοι δια την πρόωρον υποχώρησιν των Μακεδόνων, οσάκις συνήντων καθ' οδόν αμάξας των συρομένας από βώδια, ή οιαδήποτε σκεύη που είχαν πέσει κατά την φυγήν, όπως συμβαίνει φυσικά, οσάκις η υποχώρησις γίνεται εν καιρώ νυκτός και ως αποτέλεσμα πανικού, έλυαν εξ ιδίας πρωτοβουλίας τα υποζύγια, τα εφόνευαν και οικειοποιούντο τα σκεύη. Τούτο υπήρξεν η πρώτη αιτία, ένεκα της οποίας ο Περδίκκας εθεώρησε τον Βρασίδαν εχθρόν, και του λοιπού έτρεφεν εναντίον των Πελοποννησίων αίσθημα μίσους, το οποίον όμως δεν συνεβιβάζετο με τα κατά των Αθηναίων αισθήματά του. Παραγνωρίσας εν τούτοις, τα ζωτικώτερά του συμφέροντα, ενήργει, δια να εύρη τρόπον να συμβιβασθή το ταχύτερον με τους τελευταίους και απαλλαγή από τους πρώτους.
130. Οι Αθηναίοι περιέπλεαν την επομένην με τον στόλον των την ακτήν
και ήλθαν και κατέλαβαν το προάστειον της Μένδης που βλέπει προς την
Σκιώνην, και συγχρόνως κατέγιναν όλην την ημέραν να ερημώνουν το έδαφος,
χωρίς ν' αντεπεξέλθη κανείς εναντίον των (καθόσον, άλλωστε, εις την
πόλιν επεκράτει κάποια στασιαστική κίνησις). Εξ άλλου, οι τριακόσιοι
Σκιωναίοι, την νύκτα της ιδίας ημέρας, επέστρεψαν εις τα ίδια. Την επομένην,
ο Νικίας με το ήμισυ του στρατού επροχώρησεν έως τα σύνορα της Σκιώνης
και ηρήμωνε συγχρόνως την χώραν, ενώ ο Νικοστρατος με το υπόλοιπον αυτού
επολιόρκει την πόλιν, στρατοπεδευμένος έξω από την βορείαν πύλην, από
την οποίαν αρχίζει η προς την Ποτείδαιαν οδός. Εις το μέρος ακριβώς
αυτό, οπίσω από τα τείχη, ήτο ο σταθμός των Μενδαίων οπλιτών και των
Πελοποννησίων επικούρων. Ο Πολυδαμίδας τους παρέταξεν εις μάχην και
προέτρεπε τους Μενδαίους να εξέλθουν και επιτεθούν εναντίον του εχθρού.
Κάποιος από τους δημοκρατικούς απήντησεν, από πνεύμα στασιαστικόν, ότι
δεν εννοεί να εξέλθη και ότι δεν έχει ανάγκην να πολεμήση. Και επειδή,
μόλις επρόφερε τας λέξεις αυτάς, ο Πολυδαμίδας τον ήρπασεν από το χέρι
και τον έσεισε βιαίως, όσοι ανήκαν εις την δημοκρατικήν φατρίαν αρπάζουν
αμέσως τα όπλα και ορμούν εξαγριωμένοι εναντίον των Πελοποννησίων και
των συνεργαζομένων με αυτούς από την αντίθετον μερίδα, τους επιτίθενται
και τους τρέπουν εις φυγήν, αφ' ενός, διότι οι τελευταίοι δεν επερίμεναν
την επίθεσιν αυτήν, και εξ άλλου, διότι συγχρόνως ηνοίχθησαν αι πύλαι
της πόλεως εις τους Αθηναίους και τούτο τους κατεπτόησεν, επειδή ενόμισαν
ότι η επίθεσις έγινε κατόπιν προηγουμένης συνεννοήσεως. Όσοι από τους
Πελοποννησίους δεν εφονεύθησαν αμέσως κατέφυγαν εις την ακρόπολιν, την
οποίαν και προηγουμένως κατείχαν, αυτοί μόνοι. Εν τω μεταξύ, άλλωστε,
είχεν επιστρέψει και ο Νικίας και, ευρίσκετο αμέσως απ' έξω από την
πόλιν, ώστε ολόκληρος ο Αθηναϊκός στρατός εισώρμησεν εντός αυτής. Και
επειδή η πύλη δεν ηνοίσθη κατόπιν συνθηκολογίας, οι στρατιώται διήρπασαν
την πόλιν συστηματικώς, ως να είχε κυριευθή εξ εφόδου, και οι στρατηγοί
μόλις ημπόρεσαν να τους συγκρατήσουν από του να εξολοθρεύσουν και τους
κατοίκους. Οι Αθηναίοι, ακολούθως, παρήγγειλαν εις τους Μενδαίους να
κυβερνώνται κατά τα έθιμά των, δικάζοντες οι ίδιοι μεταξύ των όσους
ενόμιζαν ενόχους της στάσεως. Εκείνους, εξ άλλου, που ευρίσκοντο εις
την ακρόπολιν απέκλεισαν, (κατασκευάσαντες από τα δύο μέρη τείχος μέχρι
της θαλάσσης και εγκαταστήσαντες φρουράν, προς διατήρησιν του αποκλεισμού.
Αφού δ' εξησφάλισαν κατ' αυτόν τον τρόπον την Μένδην, εβάδισαν εναντίον
της Σκιώνης. 131. Οι Σκιωναίοι και οι Πελοποννήσιοι εξήλθαν από την πόλιν, δια να τους αντιμετωπίσουν, και εγκατεστάθησαν επάνω εις οχυρόν λόφον, τον οποίον έπρεπε να καταλάβη προηγουμένως ο εχθρός, δια να ημπορέση ν' αποκλεισθή η πόλις δια περιτειχίσεως. Οι Αθηναίοι επετέθησαν εναντίον του λόφου με ακάθεκτον ορμήν και εξετόπισαν τους κατέχοντας αυτόν. Ακολούθως εσχημάτισαν στρατόπεδον, και αφού έστησαν τρόπαιον, ητοιμάζοντο να περιτειχίσουν την πόλιν. Ολίγον βραδύτερον, ενώ ησχολούντο εις την εργασίαν αυτήν, οι Πελοποννήσιοι μισθοφόροι, που επολιορκούντο εις την ακρόπολιν της Μένδης, διέσχισαν κατά μήκος της παραλίας την εκεί φρουράν, και έφθασαν εν καιρώ νυκτός προ της Σκιώνης, όπου κατώρθωσαν οι περισσότεροι να εισέλθουν εντός της πόλεως, αφού διέφυγαν τους πολιουρκούντας αυτήν Αθηναίους.
[Προηγούμενο] [Βιβλίο Ε']
|
|||||||||
![]() |