Έτος 8ον : 424 - 423 π.Χ.

52.
Δράσις των φυγάδων της Μυτιλήνης
Εις την αρχήν του επομένου θέρους έλαβε χώραν μερική έκλειψις του ηλίου, κατά την πρώτην ημέραν του σεληνιακού μηνός, και κατά το πρώτον δεκαήμερον του ιδίου σεισμός.
Οι περισσότεροι φυγάδες της Μυτιλήνης και της λοιπής Λέσβου, χρησιμοποιούντες ως ορμητήριον την απέναντι στερεάν, εστρατολόγησαν μισθοφόρους και από τα πέριξ μέρη και από την Πελοπόννησον, και κατέλαβαν το Ροίτειον, το οποίον όμως απέδωσαν πάλιν, χωρίς να προξενήσουν καμμίαν ζημίαν, αφού έλαβαν ως λύτρα δύο χιλιάδας στατήρας της Φωκαίας. Ακολούθως, εξεστράτευσαν εναντίον της Αντάδρου και κατέλαβαν την πόλιν δια προδοσίας των κατοίκων. Το σχέδιόν των ήτο να ελευθερώσουν και τας άλλας πόλεις, τας ονομαζομένας Ακταίας αι οποίαι ανήκαν πριν εις τους Μυτιληναίους, αλλά κατείχοντο ήδη από τους Αθηναίους, προ πάντων όμως ενδιεφέροντο δια την Άντανδρον. Ήτο τωόντι εύκολος η εκεί κατασκευή πλοίων και άλλων πολεμικών ειδών, ένεκα της αφθονίας της ξυλείας, την οποίαν εξησφάλιζε το γεγονός ότι η πόλις κείται εις τους πρόποδας της Ίδης. Και το σχέδιόν των ήτο, αφού ενισχύσουν την οχύρωσίν της, να την χρησιμοποιήσουν ως κατάλληλον ορμητήριον, όχι μόνον δια να βλάπτουν την πλησίον κειμένην Λέσβον, αλλά και δια να γίνουν κύριοι των Αιολικών πόλεων της στερεάς. Την εκτέλεσιν των σχεδίων τούτων επρόκειτο ήδη να ετοιμάσουν.

53.
Οι Αθηναίοι καταλαμβάνουν τα Κύθηρα
Κατά την διάρκειαν του ιδίου θέρους, οι Αθηναίοι υπό την αρχηγίαν του Νικίου, υιού του Νικηράτου, του Νικοστράτου, υιού του Διειτρέφους, και του Αυτοκλέους, υιού του Τολμαίου, εξεστράτευσαν εναντίον των Κυθήρων, με εξήντα πλοία δύο χιλιάδας οπλίτας και ολίγους ιππείς, συνοδευόμενοι και από απόσπασμα Μιλησίων και άλλων συμμάχων. Τα Κύθηρα είναι νήσος κειμένη πλησίον της Λακωνικής, απέναντι του Μαλέα. Οι κάτοικοί της είναι Λακεδαιμόνιοι, από τους Περιοίκους, και κατ' έτος εστέλλετο εκεί από την Σπάρτην άρχων, καλούμενος "Κυθηροδίκης". Οι Λακεδαιμόνιοι διετήρουν εκεί φρουράν οπλιτών, την οποίαν ανενέωναν τακτικά, και εδείκνυαν πολύ ενδιαφέρον δια την νήσον. Διότι όχι μόνον εχρησίμευεν ως σταθμός ανεφοδιασμού δια τα εμπορικά πλοία, που ήρχοντο από την Αίγυπτον και την Λιβύην, αλλά και, επειδή εκτείνεται ολόκληρος προς το Σικελικόν και το Κρητικόν πέλαγος, τους επροστάτευε συγχρόνως εναντίον πειρατικών επιδρομών από το μέρος της θαλάσσης, από το οποίον και μόνον ημπορούσε να υποστή λεηλασίας η Λακωνική.

54. Μετά τον κατάπλουν του Αθηναϊκού στόλου εις Κύθηρα, οι Αθηναίοι με δέκα πλοία και δισχιλίους Μιλησίους οπλίτας κατέλαβαν την παραθαλλάσιαν πόλιν Σκάνδειαν. Ο λοιπός στρατός απεβιβάσθη εις το μέρος της νήσου, το απέναντι του Μαλέα, και ήρχισε να προελαύνη κατά της μεσογείου πόλεως των Κυθήρων, και μετ' ολίγον συνήντησεν ολόκληρον την εγχωρίαν δύναμιν στρατοπεδευμένην. Κατά την μάχην, η οποία συνεκροτήθη, οι Κυθήριοι ολίγην μόνον ώραν αντεστάθησαν, έπειτα έστρεψαν τα νώτα και κατέφυγαν εις την μεσόγειον πόλιν και ακολούθως παρεδόθησαν εις τον Νικίαν και τους συναρχηγούς του, αναθέσαντες εις τον Αθηναϊκόν λαόν ν' αποφασίση περί της τύχης των, εξαιρουμένης μόνον της εις θάνατον καταδίκης. Ο Νικίας, άλλωστε, είχεν έλθει προηγουμένως εις διαπραγματεύσεις με μερικούς Κυθηρίους, πράγμα το οποίον και τότε διηυκόλυνε την συνεννόησιν, και βραδύτερον εξησφάλισεν εις τους κατοίκους συμφερωτέρους όρους. Αν έλειπαν, τωόντι, αι διαπραγματεύσεις αυταί, οι Αθηναίοι θα εξετόπιζαν τους Κυθηρίους, όχι μόνον διότι είναι Λακεδαιμόνοι, αλλά και διότι η νήσος κείται εις τόσον επίκαιρον θέσιν απέναντι της Λακωνικής. Μετά την συνθηκολογίαν, οι Αθηναίοι εγκατεστάθησαν οριστικώς εις την παρά τον λιμένα πόλιν της Σκανδείας, έλαβαν όσα άλλα μέτρα ήσαν αναγκαία δια την εξασφάλισιν της νήσου, και έπλευσαν εις την Ασίνην, το Έλος και τας περισσοτέρας άλλας παραλίους πόλεις της Λακωνικής, όπου, ενεργούντες αποβάσεις και καταυλιζόμενοι, εις επίκαιρα σημεία του εδάφους, προέβησαν εις ερήμωσιν της χώρας επί μίαν περίπου εβδομάδα.

55. Μολονότι οι Λακεδαιμόνιοι, βλέποντες ότι οι Αθηναίοι κατέχουν τα Κύθηρα, εφοβήθησαν συγχρόνως ότι θα ενήργουν τοιαύτας αποβάσεις και εις το ιδικόν των ακόμη έδαφος, δεν συνεκέντρωσαν όμως πουθενά τας δυνάμεις των, δια ν' αντιταχθούν. Έστειλαν, εν τούτοις, προς φρούρησιν ισχυρά στρατιωτικά αποσπάσματα εις διάφορα μέρη της χώρας, αναλόγως των αναγκών εκάστου μέρους, και εν γένει έλαβαν πολλά προφυλακτικά μέτρα, διότι εφοβούντο μήπως δια βίαιου κινήματος επιδιωχθή μεταβολή της πολιτειακής καταστάσεως. Είχαν ήδη υποστή την μεγάλην και απροσδόκητον συμφοράν της Σφακτηρίας, η Πύλος και τα Κύθηρα ευρίσκοντο εις χείρας των εχθρών, και ο πόλεμος τους ηπείλει από όλα τα σημεία με ταχέα πλήγματα, κατά των οποίων έγκαιρος προφύλαξις δεν ήτο δυνατή. Ως εκ τούτου, ωργάνωσαν, παρά την συνήθειάν των, σώμα τετρακοσίων ιππέων και τοξοτών. Εις τας πολεμικάς των, εξ άλλου, επιχειρήσεις εδείχθησαν πολύ περισσότερον διστακτικοί τώρα παρά κάθε άλλην προηγουμένην φοράν, λόγω του ότι είχαν περιπλακή εις πόλεμον ναυτικόν, δια τον οποίον η στρατιωτική των προετοιμασία ήτο όλως διόλου ξένη, και μάλιστα εναντίον των Αθηναίων, οι οποίοι την παράλειψιν τολμήματος εθεώρουν πάντοτε ως θετικήν απώλειαν εκείνου, το οποίον κατά την ιδέαν των ημπορούσε να κατορθωθή. Συγχρόνως, τα απροσδόκητα πλήγματα της τύχης, τα οποία επήλθαν τόσον πολλά εις διάστημα τόσον ολίγον, τους κατετρόμαξαν, και κατείχοντο από τον φόβον μήπως περιπέσουν και πάλιν εις συμφοράν καθώς εκείνην της Σφακτηρίας. Δι' αυτό δε και έγιναν ατολμότεροι εις το ν' αντιμετωπίζουν τους κινδύνους μάχης, δίοτι ενόμιζαν ότι κάθε επιχείρησίς των θ' αποτύχη, καθόσον ασυνήθιστοι προηγουμένως εις ατυχίας, είχαν χάσει τώρα κάθε αυτοπεποίθησιν.

56.
Ερήμωσις της παραλίας της Λακωνικής υπό των Αθηναίων
Δια τούτο, και τον καιρόν που οι Αθηναίοι ηρήμωναν την Λακωνικήν παραλίαν, οι Λακεδαιμόνιοι, ως επί το πλείστον, έμεναν ήσυχοι διότι εις την ψυχικήν κατάστασιν που ευρίσκοντο, κάθε στρατιωτικόν απόσπασμα, το οποίον εφύλαττεν εν μέρος, όπου τυχόν εγίνετο απόβασις, εθεώρει ότι η αριθμητική του αδυναμία δεν του επέτρεπε ν' αντισταθή. Εν τοιούτον απόσπασμα το οποίον έτυχε ν' αντιταχθή πλησίον της Κοτύρτης και της Αφροδισίας, έτρεψεν εις φυγήν δι' αιφνιδίας επιθέσεως στίφος ψιλών στρατιωτών, οι οποίοι ήσαν διεσπαρμένοι, αλλ' όταν ευρέθη αντιμέτωπον προς τους οπλίτας, υπεχώρησε πάλιν, αφού έχασε μερικούς άνδρας και όπλα. Οι Αθηναίοι, αφού έστησαν τρόπαιον, απέπλευσαν εις Κύθηρα. Απ' εκεί, αφού έκαμψαν τον Μαλέαν, έπλευσαν εις Επίδαυρον την Λιμηράν, όπου ηρήμωσαν μέρος της χώρας, και ακολούθως εις την Θυρέαν, η οποία κείται εις την επαρχίαν, την καλουμένην Κυνουρίαν, μεταξύ Αργολίδος και Λακωνικής. Οι Λακεδαιμόνιοι, εις τους οποίους ανήκεν η Θυρέα, την είχαν παραχωρήσει εις τους εξορίστους Αιγινήτας προς κατοικίαν, και δια τας υπηρεσίας που τους είχαν προσφέρει κατά την εποχήν του σεισμού και της επαναστάσεως των Ειλώτων, και διότι ηκολούθησαν πάντοτε την πολιτικήν των, μολονότι ήσαν υπήκοοι των Αθηναίων.

57. Όταν επλησίαζεν ο Αθηναϊκός στόλος, οι Αιγινήται εγκατέλειψαν το φρούριον, το οποίον έκτιζαν τότε πλησίον της θαλάσσης, και απεσύρθησαν εις την άνω πόλιν, η οποία απέχει από την θάλασσαν δέκα περίπου στάδια, και όπου είχαν την κατοικίαν των. Εν από τα στρατιωτικά αποσπάσματα, που είχαν στείλει οι Λακεδαιμόνιοι εις διάφορα μέρη της χώρας, και το οποίον τους εβοήθει εις την οικοδομήν του φρουρίου, ηρνήθη, παρά τας παρακλήσεις των Αιγινητών, να εισέλθη μαζί των εντός του τείχους της πόλεως, διότι εθεώρησεν επικίνδυνον να εγκλεισθή εντός αυτού. Απεσύρθη, λοιπόν, εις τα υψώματα, όπου έμενεν εις αδράνειαν, διότι εθεώρει ότι δεν ήτο εις θέσιν ν' αντιμετωπίση τους Αθηναίους, οι οποίοι κατέπλευσαν εν τω μεταξύ και εβάδισαν αμέσως με όλον των τον στρατόν εναντίον της Θυρέας, την οποίαν και εκυρίευσαν. Και αφού διήρπασαν την πόλιν, την έκαυσαν και επέστρεψαν εις τας Αθήνας, φέροντες αιχμαλώτους τους Αιγινήτας, όσοι δεν είχαν φονευθή κατά την μάχην, και τον Λακεδαιμόνιον αρμοστήν της πόλεως, Τάνταλον, υιόν του Πατροκλέους, ο οποίος, τραυματισθείς, ηχμαλωτίσθη. Παρέλαβαν επίσης και ολίγους Κυθηρίους, τους οποίους εθεώρησαν ότι επεβάλλετο να εκτοπίσουν, χάριν ασφαλείας. Τους τελευταίους αυτούς ο Αθηναϊκός λαός απεφάσισε να τοποθετήση προς φύλαξιν εις τας νήσους, ενώ εις τους άλλους Κυθηρίους επέτρεψε να κατοικούν την νήσον των, πληρώνοντες τέσσαρα τάλαντα ετήσιον φόρον. Όλους όμως τους Αιγινήτας αιχμαλώτους, ένεκα της προηγουμένης πατροπαραδότου έχθρας των, απεφάσισαν να θανατώσουν, και να φυλακίσουν τον Τάνταλον μαζί με τους άλλους Λακεδαιμονίους, τους αιχμαλωτισθέντας εις την Σφακτηρίαν.

58.
Αι Σικελικοί πόλεις τερματίζουν τον μεταξύ των πόλεμον
Κατά την διάρκειαν του ιδίου θέρους, συνωμολογήθη εις την Σικελίαν ανακωχή, κατ' αρχάς μόνον μεταξύ των κατοίκων της Καμαρίνης και της Γέλας. Έπειτα όμως και οι άλλοι Έλληνες της Σικελίας απέστειλαν από όλας τας πόλεις εις την Γέλαν πρέσβεις, οι οποίοι συνήλθαν εις συνδιάσκεψιν, δια να επιδώξουν την συνδιαλλαγήν. Πολλαί γνώμαι εξηνέχθησαν υπέρ και κατά, και οι αντιπρόσωποι των διαφόρων πόλεων δεν ημπορούσαν να συμφωνήσουν, διότι καθείς απήτει την επανόρθωσιν των δικαίων, ως ενόμιζε, παραπόνων της πόλεώς του. Τέλος, ο Συρακούσιος Ερμοκράτης, υιός του Έρμωνος, ο οποίος και επηρέασε περισσότερον από κάθε άλλον τους αντιπροσώπους της συνδιασκέψεως, ωμίλησε προς αυτούς ως εξής :

59. "Σικελιώται, ως αντιπρόσωποι πόλεως, η οποία ούτε η ασθενεστάτη βεβαίως είναι, ούτε η περισσότερον δοκιμαζομένη από τον πόλεμον, λαμβάνω τον λόγον, δια να εκφράσω την γνώμην, η οποία θεωρώ ότι εξυπηρετεί καλλίτερον το κοινόν συμφέρον της Σικελίας. Δεν έχω, βεβαίως, ανάγκην να μακρηγορήσω, αναζητών και εκθέτων όλα τα δεινά, που συνεπάγεται ο πόλεμος, διότι τα γνωρίζετε. Κανείς, τωόντι, δεν παρασύρεται εις αυτόν από άγνοιαν των δεινών του, και κανείς δεν αποτρέπεται από φόβον, εφόσον πιστεύει ότι θα πορισθή πλεονεκτήματα. Αλλ' η αλήθεια είναι ότι ο εις επιτίθεται, διότι κρίνει τα προσδοκώμενα κέρδη μεγαλύτερα από τους κινδύνους, και ο άλλος είναι αποφασισμένος ν' αντιμετωπίση τους κινδύνους μάλλον, παρά ν' ανεχθή άμεσον ζημίαν των συμφερόντων του, έστω και παραμικράν. Οσάκις όμως οι δύο αντίπαλοι ενεργούν ανοήτως κατ' αυτόν τον τρόπον, τότε αι περί συνδιαλλαγής παραινέσεις είναι χρήσιμοι, πράγμα το οποίον εάν αναγνωρίσωμεν και ημείς σήμερον, ημπορούμεν να πορισθώμεν μεγίστην ωφέλειαν. Διότι, όπως εις τας αρχάς ελάβαμεν τα όπλα δια να προαγάγωμεν, βέβαια, έκαστος τα συμφέροντα της πόλεώς του, και τώρα δοκιμάζομεν να συνδιαλλαχθώμεν δια της συζητήσεως των συγκρουομένων επιχειρημάτων μας, και αν μεθ' όλα ταύτα δεν κατορθώσωμεν, πριν αποχωρισθώμεν, να ικανοποιήσωμεν έκαστος το συμφέρον της πόλεώς του, θα επαναλάβωμεν πάλιν τας εχθροπραξίας.

60. "Και εν τούτοις καθήκον έχομεν να εννοήσωμεν ότι η συνδιάσκεψις εδώ αυτή, εάν σωφρονούμεν, δεν πρέπει ν' απασχοληθή με τα ιδιαίτερα μόνον συμφέροντα εκάστης πόλεως, αλλά και με το ζήτημα, εάν είμεθα εις καιρόν ακόμη να σώσωμεν ολόκληρον την Σικελίαν, εναντίον της οποίας, καθώς εγώ πιστεύω, στρέφονται αι επιβουλαί των Αθηναίων. Πολύ άλλωστε πειστικώτερον από τους λόγους μου επιχείρημα υπέρ της ανάγκης της συνδιαλλαγής μας πρέπει να θεωρήσωμεν τους ιδίους τους Αθηναίους, οι οποίοι, ενώ έχουν την μεγαλυτέραν στρατιωτικήν δύναμιν μεταξύ των Ελλήνων ευρίσκονται εδώ με ολίγα πλοία, καιροφυλακτούντες τα σφάλματά μας, και υπό το εύσχημον πρόσχημα συμμαχίας, νομικώς αψόγου, στρέφουν εις όφελός των την φυσικήν κατά της Σικελίας εχθρότητά των. Διότι, εφόσον ημείς διεξάγομεν εμφυλίους πολέμους και προσκαλούμεν εις παρέμβασιν εκείνους, οι οποίοι, και όπου ακόμη δεν τους προσκαλούν, επεμβαίνουν στρατιωτικώς εξ ιδίας των πρωτοβουλίας, εφόσον σπαταλώμεν τας προσόδους μας, δια να καταστρέφωμεν τους ιδίους εαυτούς, και συγχρόνως διευκολύνομεν εις εκείνους την επιβολήν της ηγεμονίας των, είναι φυσικόν ότι, όταν αντιληφθούν ότι είμεθα εξηντλημένοι, θα έλθουν μίαν ημέραν με μεγαλυτέραν στρατιωτικήν ετοιμασίαν, δια να επιχειρήσουν να υποτάξουν ολόκληρον την Σικελίαν.

61. "Μολονότι, εάν σωφρονούμεν, πρέπει εκάστη από τας πόλεις μας να προσκαλή συμμάχους και ν' αναλαμβάνη πολεμικούς κινδύνους, δια να αυξάνη τας κτήσεις της και όχι δια να διακυβεύη τα ήδη υπάρχοντα. Καθήκον έχομεν να εννοήσωμεν ότι οι εμφύλιοι σπαραγμοί προ πάντων καταστρέφουν και τας πόλεις ιδιαιτέρως και την Σικελίαν ολόκληρον, της οποίας, ενώ όλοι οι κάτοικοι απειλούνται από κοινόν εχθρόν, αι πόλεις διΐστανται η μία προς την άλλην. Τας αληθείας αυτάς οφείλομεν να αναγνωρίσωμεν και να συνδιαλλαχθώμεν και ιδιώτης με ιδιώτην και πόλις με πόλιν, και να επιδιώξωμεν δια κοινής προσπαθείας να σώσωμεν την όλην Σικελίαν. Και ας μη φαντάζεται κανείς ότι μόνον όσοι από ημάς είμεθα Δωριείς, είμεθα εκτεθειμένοι εις την έχθραν των Αθηναίων, ενώ οι Χαλκιδείς, ένεκα της φυλετικής συγγενείας προς τους Ίωνας, είναι ασφαλείς. Διότι οι Αθηναίοι δεν επεμβαίνουν στρατιωτικώς εις τας υποθέσεις μας, λόγω της φυλετικής μας διαιρέσεως και του μίσους των προς την μίαν από τας δύο φυλάς, αλλά διότι εποφθαλμιούν τα αγαθά της Σικελίας, τα οποία ανήκουν κοινώς εις όλους μας. Και τούτο απέδειξαν τελευταίον, όταν οι Χαλκιδείς το γένος επεκαλέσθησαν την συνδρομήν των. Διότι, ενώ ουδέποτε είχαν λάβει από αυτούς βοήθειαν, επί τη βάσει της μεταξύ των συμμαχίας, εκείνοι έσπευσαν απ' εναντίας να βοηθήσουν αυτούς και υπέρ τας υποχρεώσεις, τας οποίας επέβαλεν η συμμαχική συνθήκη. Και κανείς μεν βέβαια δεν ημπορεί να κατηγορήση τους Αθηναίους δια τα πλεονεκτικά σχέδιά των. Ούτε μέμφομαι εκείνους που θέλουν να άρχουν, αλλ' εκείνους που είναι υπερβολικά πρόθυμοι να υποτάσσωνται εις άλλους. Διότι φυσικόν είναι ανέκαθεν εις τον άνθρωπον να επιβάλλη την εξουσίαν του εις τους υποκύπτοντας, αλλά ν' αμύνεται εναντίον των επιδρομέων. Αλλ' εάν, ενώ γνωρίζομεν όλα αυτά, εξακολουθούμεν να μη λαμβάνωμεν την πρέπουσαν πρόνοιαν περί του μέλλοντος, ή εάν κανείς από τους παρισταμένους εδώ δεν αντιλαμβάνεται πόσον κεφαλαιώδες συμφέρον έχομεν να συνεργασθώμεν εις αποσόβησιν του κινδύνου, πού μας απειλεί όλους, διαπράττομεν σοβαρόν σφάλμα. Η αμοιβαία συνδιαλλαγή μας θα ήτο η ταχυτέρα οδός προς αποσόβησιν του κινδύνου αυτού. Διότι η βάσις των επιχειρήσεων των Αθηναίων δεν είναι η ιδική των χώρα, αλλά το έδαφος εκείνων που εζήτησαν την επέμβασίν των. Δια της αμοιβαίας, επομένως, συνδιαλλαγής θα τερματίσωμεν τον πόλεμον και θ' αποφύγωμεν νέον, και θα διαλύσωμεν ευκόλως τας διαφοράς μας δια της ειρήνης, εις εκείνους δ' οι οποίοι προσκληθέντες ήλθαν εδώ με εύσχημον πρόφασιν, αλλ' αδίκους προθέσεις, θα δοθή ευλογοφανής αιτία δια ν' απέλθουν άπρακτοι.

62. "Μελετώντες κατά βάθος τα πράγματα, ευρίσκομεν, ότι τοιαύτα είναι τα μεγάλα πλεονεκτήματα, τα οποία θα μας ασφαλίση υγιής πολιτική απέναντι των Αθηναίων. Αλλ' εάν, ως αναγνωρίζεται από όλους η ειρήνη είναι το μεγαλύτερον αγαθόν, δεν έχομεν να αποκαταστήσωμεν αυτήν και μεταξύ μας; Ή νομίζετε ότι εάν μερικοί ευτυχούν και άλλοι πάσχουν, δεν είναι η ειρήνη μάλλον παρά ο πόλεμος, που θα θέση τέρμα εις τα παθήματα των δευτέρων και θα συντελέση εις την διατήρησιν της ευημερίας των πρώτων; Και δεν είναι η ειρήνη που εξασφαλίζει τιμάς και λαμπρότητας πλέον ακινδύνους και άλλα πλεονεκτήματα, δια τα οποία θα ημπορούσε κανείς να μακρηγορήση τόσον ευκόλως, όσον και περί των δεινών του πολέμου; Μελετήσατε τους λόγους μου, και μη τους παραβλέψετε, αλλά ζητήσατε μάλλον εις αυτούς καθείς από σας την σωτηρίαν του. Και εάν κανείς έχη την πεποίθησιν ότι ημπορεί να επιτύχη κάτι τι, είτε επιμένων ανενδότως εις το δίκαιόν του, είτε προσφεύγων εις την βίαν, ας μη δυσφορή διότι αι ελπίδες του διεψεύσθησαν. Πρέπει, τωόντι, να γνωρίζη ότι πολλοί, οι οποίοι επεδίωξαν εις το παρελθόν δικαίαν εκδίκησιν, όχι μόνον δεν την επέτυχαν, αλλ' ούτε οι ίδιοι εσώθησαν, ενώ άλλοι πάλιν, οι οποίοι, στηριζόμενοι εις την αξιόλογον δύναμίν των, ήλπισαν να σφετερισθούν τα ανήκοντα εις άλλους, κατήντησαν να χάσουν και τα κεκτημένα ακόμη. Διότι ο εκδικούμενος εναντίον αδικίας δεν επιτυγχάνει πάντοτε, απλώς και μόνον διότι αδικείται, ούτε η δύναμις ασφαλίζει πάντοτε την νίκην, μόνον και μόνον διότι παρέχει ελπίδας περί αυτής. Το μέλλον είναι ως επί το πλείστον αβέβαιον. Και η αβεβαιότης αυτή, όσον απατηλή και αν είναι, αποδεικνύεται συγχρόνως χρησιμωτάτη. Διότι ένεκα του φόβου τον οποίον εμπνέει εις όλους εξ ίσου, καθείς δυσκολώτερον αποφασίζει να επιτεθή εναντίον του άλλου.

63. "Δια τούτο και τώρα, έχοντες διπλήν αιτίαν φόβου, και την αόριστον δηλαδή ανησυχίαν του αδήλου μέλλοντος και την από τούδε επικίνδυνον παρουσίαν των Αθηναίων επί του εδάφους μας, και κρίνοντες ότι τα δύο αυτά κωλύματα υπήρξαν επαρκείς λόγοι δια να εμποδίσουν την επιτυχίαν των σχεδίων, τα οποία ο καθείς από ημάς ήλπισε να πραγματοποιήση, ας αποπέμψωμεν από την χώραν μας τους εχθρούς που την απειλούν. Ας συνομολογήσωμεν, ει δυνατόν, αιωνίαν μεταξύ μας ειρήνην, ειδεμή, ας συνάψωμεν ανακωχήν δι' όσον το δυνατόν μακρότερον χρόνον, και ας αναβάλωμεν δι' άλλοτε τας ιδιαιτέρας μας διαφοράς. Με ολίγας λέξεις, πρέπει πραγματικώς να γνωρίζωμεν ότι αν πεισθήτε εις τους λόγους μου, θα εξασφαλίση έκαστος εξ ημών την ελευθερίαν της πόλεώς του, και στηριζόμενοι εις αυτάς και κύριοι των τυχών μας, θα ημπορούμεν, ως αρμόζει εις αληθείς άνδρας, ν' ανταποδίδωμεν εξ ίσου το προσγινόμενον εις ημάς καλόν ή κακόν. Αλλ' εάν η γνώμη μου αποκρουσθή και ακολουθήσωμεν τας συμβουλάς άλλων, μακράν του να είμεθα εις θέσιν ν' ανταποδίδωμεν το καλόν ή το κακόν, το πολύ πολύ που ημπορούμεν να επιτύχωμεν θα είναι να γίνωμεν κατ' ανάγκην φίλοι των χειροτέρων εχθρών μας και εχθροί των αληθινών φίλων μας.

64. "Εγώ, τουλάχιστον, όπως είπα και εις την αρχήν του λόγου μου, αν και αντιπροσωπεύω πόλιν ισχυροτάτην, η οποία φυσικώτερον είναι να επιτεθή ή να αμύνεται, κρίνω καθήκον μου, έχων προ οφθαλμών τους κινδύνους αυτούς, να δειχθώ υποχωρητικός και όχι να βλάψω τους εχθρούς μου κατά τρόπον, ο οποίος θα προξενήση πολύ μεγαλυτέραν εις εμέ βλάβην. Ούτε έχω την ανοησίαν ν' αγαπώ τόσον τας φιλονεικίας, ώστε να πιστεύω ότι ημπορώ να διευθύνω την τύχην, της οποίας δεν είμαι κύριος, όπως διευθύνω τας ιδικάς μου αποφάσεις. Αλλά θεωρώ καθήκον μου να προβώ εις ευλόγους παραχωρήσεις, και έχω την δικαίαν αξίωσιν να μιμηθήτε και σεις το παράδειγμά μου εξ ιδίας πρωτοβουλίας, και όχι να περιμένετε να εξαναγκασθήτε εις τούτο από τον εχθρόν. Διότι δεν είναι εντροπή να προβαίνωμεν εις παραχωρήσεις, συγγενείς προς συγγενείς, ή Δωριείς προς Δωριείς, ή Χαλκιδείς προς ομογενείς των, και γενικώς άνθρωποι, οι οποίοι, ως ημείς, είμεθα γείτονες, κατοικούμεν την ιδίαν χώραν η οποία αποτελεί μίαν νήσον, και ονομαζόμεθα, με εν κοινόν όνομα, Σικελιώται. Ημείς, είναι φυσικόν, εάν παρουσιασθή περίστασις, να πολεμήσωμεν οι μεν εναντίον των δε, αλλά και πάλιν να προέλθωμεν εις απ' ευθείας διαπραγματεύσεις μεταξύ μας, θα τους αποκρούσωμεν ηνωμένοι πάντοτε, εάν σωφρονούμεν, αφού και η βλάβη, την οποίαν υφίσταται καθείς από ημάς, αποτελεί κοινόν δι' όλους κίνδυνον. Δεν θα επικαλεσθώμεν όμως ποτέ πλέον την παρέμβασίν των ούτε ως συμμάχων, ούτε ως συμφιλιωτών. Διότι, τοιαύτην ακολουθούντες πολιτικήν, όχι μόνον θα εξασφαλί-σωμεν αμέσως εις την Σικελίαν δύο αγαθά, απαλλάσσοντες αυτήν και από τους Αθηναίους και από τον εμφύλιον πόλεμον, αλλά και εις το μέλλον θα διατηρήσωμεν την νήσον ελευθέραν δι' εαυτούς και ολιγώτερον εκτεθειμένην εις ξένας επιβουλάς".

65.
Ο Αθηναϊκός στρατός αποχωρεί από την Σικελίαν
Μετά την ομιλίαν αυτήν του Ερμοκράτους, οι Σικελιώται επείσθησαν και συνεφώνησαν μεταξύ των να τερματίσουν τον πόλεμον, διατηρουμένου του εδαφικού καθεστώτος, με μόνην την εξαίρεσιν ότι η Μοργαντίνη παρεχωρείτο εις τους Καμαριναίους, υπό τον όρον της εκ μέρους των καταβολής ωρισμένου χρηματικού ποσού προς τους Συρακουσίους. Οι σύμμαχοι των Αθηναίων προσεκάλεσαν τους αρχηγούς του Αθηναϊκού στρατού και τους ανεκοίνωσαν ότι πρόκειται να συνάψουν ειρήνην, η οποία περιλαμβάνει, και αυτούς. Και επειδή εκείνοι έδωσαν την συγκατάθεσίν των, η συμφωνία εκλείσθη, συνεπεία δε τούτου, η μοίρα του Αθηναϊκού στόλου απέπλευσεν ακολούθως από την Σικελίαν. Μετά την εις Αθήνας επιστροφήν των στρατηγών, οι Αθηναίοι κατεδίκασαν δύο από αυτούς, τον Πυθόδωρον και τον Σοφοκλή, εις εξορίαν, και τον τρίτον, τον Ευρυμέδοντα, εις χρηματικήν ποινήν, κατηγορήσαντες αυτούς ότι ενώ είχαν την δύναμιν να υποτάξουν την Σικελίαν, δωροδοκηθέντες, απεχώρησαν εκείθεν. Κατ' αυτόν τον τρόπον, παρασυρόμενοι από την παρούσαν ευτυχίαν των, δεν ηνείχοντο καμμίαν αποτυχίαν, αλλ' είχαν την αξίωσιν ότι έπρεπε να κατορθώνουν τα πάντα εξ ίσου, είτε δυνατά, είτε εξαιρετικώς δύσκολα, αδιάφορον αν επεχειρούντο με μεγάλας ή με ανεπαρκείς δυνάμεις. Αίτια τούτου ήτο το γεγονός ότι η υπέρ πάσαν προσδοκίαν επιτυχία, που είχε στέψει, τας περισσοτέρας επιχειρήσεις των, τους είχεν εμπνεύσει υπερβολικάς ελπίδας.

[Προηγούμενο] [Συνέχεια βιβλίου]