66.
Σύγκρουσις των εμπολέμων εις την Μεγαρίδα
Κατά την διάρκειαν του ιδίου θέρους, οι κάτοικοι των Μεγάρων, πιεζόμενοι αφ' ενός από τους Αθηναίους, οι οποίοι κατά την διάρκειαν του πολέμου εισέβαλλαν τακτικά δύο φοράς το έτος με όλας των τας δυνάμεις εις την Μεγαρίδα, και εξ άλλου από τους ιδικούς των εξορίστους, οι οποίοι εκδιωχθέντες από την δημοκρατικήν μερίδα, κατά την διάρκειαν μιας επαναστάσεως τους εβασάνιζαν, ενεργούντες ληστρικάς επιδρομάς από τας Πηγάς, όπου είχαν εγκατασταθή, ήρχισαν ν' ανταλλάσσουν σκέψεις αν έπρεπε να επιτρέψουν την επάνοδον των εξορίστων, δια να μη καταστρέφεται η πόλις των από τον ξένον συγχρόνως και από τον εμφύλιον πόλεμον. Οι φίλοι των εξορίστων, ευθύς ως αντελήφθησαν την κίνησιν αυτήν, εθεώρησαν κατάλληλον τον καιρόν να επιμείνουν περισσότερον απροκαλύπτως παρά πριν εις την παραδοχήν του μέτρου αυτού. Αλλ' οι αρχηγοί της δημοκρατικής μερίδος, εννοήσαντες ότι οι οπαδοί των, ταλαιπωρημένοι από τον πόλεμον, δεν θα ημπορέσουν να μείνουν σταθεροί παρά το πλευρόν των, και φοβηθέντες ως εκ τούτου, ήλθαν εις διαπραγματεύσεις προς τους αρχηγούς του Αθηναϊκού στρατού, τον Ιπποκράτη, υιόν του Αρίφρονος, και τον Δημοσθένη, υιόν του Αλκισθένους, δια να τους παραδώσουν την πόλιν, διότι ενόμιζαν ότι τούτο ήτο ολιγώτερον επικίνδυνον δι' αυτούς, παρά η επάνοδος εκείνων τους οποίους οι, ίδιοι είχαν εξορίσει. Συμφώνησαν, λοιπόν, ότι οι Αθηναίοι θα καταλάβουν πρώτον τα Μακρά Τείχη (τα οποία εξετείνοντο από την πόλιν μέχρι της Νισαίας, επινείου της, εις απόστασιν οκτώ περίπου σταδίων), όπως μη έλθουν εις βοήθειαν της πόλεως οι Πελοποννήσιοι από την Νίσαιαν, την οποίαν αυτοί αποκλειστικώς εφρούρουν, δια να έχουν εξησφαλισμένα τα Μέγαρα. Μετά τούτο, θα προσεπάθουν να παραδώσουν εις τους Αθηναίους και την πόλιν των Μεγάρων, της οποίας οι κάτοικοι ευκολώτερα θα προσεχώρουν προς τους Αθηναίους, αφού άπαξ κατελαμβάνοντο τα Μακρά Τείχη.

67. Όταν συνεπληρώθησαν αι αμοιβαίαι συνεννοήσεις και ετοιμασίαι των δύο μερών, οι Αθηναίοι έπλευσαν εν καιρώ νυκτός εις την νήσον των Μεγαρέων Μινώαν. Απόσπασμα εξακοσίων οπλιτών, υπό την αρχηγίαν του Ιπποκράτους, εκρύφθη εις μικράν από τα τείχη της Νισαίας απόστασιν εντός χάνδακος, από τον οποίον εξήγετο το χώμα δια την κατασκευήν των πλίνθων του τείχους. Δεύτερον απόσπασμα ψιλών Πλαταιέων, και προς τούτοις περιπόλων, υπό την αρχηγίαν του άλλου στρατηγού, του Δημοσθένους έστησεν ενέδραν εις το Ενυάλιον, το οποίον είναι ακόμη πλησιέστερον εις τα τείχη. Κατά την διάρκειαν της νυκτός, κανείς άλλος δεν εννόησεν, εκτός από τους μεμυημένους, οι οποίοι όταν επλησίαζε να εξημερώση, προέβησαν εις την εκτέλεσιν του σχεδίου των, κατά τον εξής τρόπον: Παρασκευάζοντες επιμελώς από πολύν καιρόν το άνοιγμα της πύλης των Μακρών Τειχών, είχαν πείσει τον φρούραρχον να τους επιτρέψη να μεταφέρουν επανειλημμένως κατά την διάρκειαν της νυκτός εις την θάλασσαν, δια της τάφρου και επάνω εις άμαξαν, δίκωπον ακάτιον, και να εκπλέουν χάριν δήθεν ληστρικών επιδρομών, και πριν εξημερώση, το επανέφεραν πάλιν επάνω εις την άμαξαν και το εισήγαν από την πύλην εντός των μακρών τειχών, προφασιζόμενοι ότι κατ' αυτόν τον τρόπον η προσοχή της Αθηναϊκής φρουράς της Μινώας δεν θα επροκαλείτο, καθόσον δεν θα εφαίνετο κανέν πλοίον εντός του λιμένος. Και κατά την νύκτα εκείνην, η άμαξα ήτο ήδη εμπρός εις την πύλην,και όταν ηνοίχθη, κατά την συνήθειαν, δια να περάση το ακάτιον, οι Αθηναίοι (διότι το πράγμα εγίνετο εκ συνεννοήσεως με αυτούς), ευθύς ως είδαν το άνοιγμα, ώρμησαν από το μέρος όπου ενήδρευαν και έτρεξαν δια να προφθάσουν πριν κλεισθή η πύλη, και ενόσω η άμαξα, ευρισκομένη ακόμη εις την είσοδον, ημπόδιζε το κλείσιμον της πύλης. Τους εβοήθησαν συγχρόνως και οι Μεγαρείς συμπράκτορες, οι οποίοι εφόνευσαν τους φρουρούς των πυλών. Και πρώτοι μεν οι Πλαταιείς και οι περίπολοι, υπό την αρχηγίαν του Δημοσθένους, εισώρμησαν, όπου σήμερον είναι στημένον το τρόπαιον. Μόλις επέρασαν μέσα από την πύλην, οι πλησιέστερον ευρισκόμενοι Πελοποννήσιοι, οι οποίοι είδον τα τελούμενα, έσπευσαν να τους αποκρούσουν, αλλ' οι στρατιώται του Δημοσθένους τους ενίκησαν και εξησφάλισαν την είσοδον των προστρεχόντων Αθηναίων οπλιτών.

68. Εφόσον οι Αθηναίοι οπλίται εισήρχοντο από την πύλην, διηυθύνοντο εις τας επάλξεις των τειχών. Από την Πελοποννησιακήν φρουράν αντέστησαν κατ' αρχάς ολίγοι, και μερικοί απ' αυτούς εφονεύθησαν, οι περισσότεροι όμως ετράπησαν εις φυγήν από τον πανικόν που τους κατέλαβεν, εφ' ενός διότι ο εχθρός εισώρμησεν εν καιρώ νυκτός, και εξ άλλου διότι, βλέποντες να τους επιτίθενται οι συνωμόται Μεγαρείς, ενόμισαν ότι όλοι οι κάτοικοι τους είχαν προδώσει. Επειδή, άλλωστε, συνέπεσε και ο Αθηναίος κήρυξ, εξ ιδίας πρωτοβουλίας, να προκηρύξη ότι όσοι από τους Μεγαρείς θέλουν, ημπορούν να πάρουν τα όπλα των και έλθουν να ενωθούν με τους Αθηναίους, οι Πελοποννήσιοι, μόλις το ήκουσαν, νομίσαντες ότι όλοι οι Μεγαρείς μετέχουν εις την εναντίον των επίθεσιν των Αθηναίων, έπαυσαν κάθε αντίστασιν και κατέφυγαν εις την Νίσαιαν. Όταν εξημέρωνε, τα Μακρά Τείχη είχαν ήδη καταληφθή, και η ταραχή εντός των Μεγάρων ήτο μεγάλη. Οι αρχηγοί της συνωμοσίας και μαζί με αυτούς πολλοί άλλοι μεμυημένοι υπεστήριζαν ότι έπρεπε ν' ανοίξουν τας πύλας της πόλεως και εξέλθουν προς μάχην. Είχε, τωόντι, συμφωνηθή ότι ευθύς ως ανοιχθή η πύλη, θα εισορμήσουν οι Αθηναίοι, και ότι οι συνωμόται, δια να αναγνωρίζωνται ευκόλως και μη πάθουν, θα ήσαν αλειμμένοι με έλαιον. Το άνοιγμα, άλλωστε, της πύλης δεν παρουσίαζε σοβαρόν δι' αυτούς κίνδυνον, διότι, κατά την συμφωνίαν, αι τέσσαρες χιλιάδες Αθηναίοι οπλίται και εξακόσιοι ιππείς, οι οποίοι εξεκίνησαν από την Ελευσίνα, είχαν ήδη φθάσει κατόπιν νυκτερινής πορείας. Οι συνωμόται, αλειμμένοι με έλαιον, ευρίσκοντο ήδη πλησίον εις την πύλην, όταν εις από αυτούς κατήγγειλε το πράγμα προς τους ανήκοντας εις την αντίθετον μερίδα. Εκείνοι δε, συγκεντρωθέντες, ήλθαν εν σώματι και υπεστήριξαν ότι έπρεπε ούτε έξοδον να ενεργήσουν, αφού ούτε προηγουμένως, όταν ήσαν ισχυρότεροι, ετόλμησαν ποτέ τούτο, ούτε την πόλιν να εκθέσουν εις προφανή κίνδυνον, και ότι όσοι δεν πεισθούν εις τους λόγους των θα έχουν ν' αντιμετρηθούν μαζί των επί τόπου. Και δεν άφισαν να εννοηθή ότι ήσαν εν γνώσει, της συνωμοσίας, αλλ' επέμεναν ότι η γνώμη των ήτο η καλυτέρα. Και συγχρόνως παρέμεναν πλησίον εις την πύλην ως φρουρά, εις τρόπον ώστε οι συνωμόται δεν ημπόρεσαν να πραγματοποιήσουν τους σκοπούς των.

69. Οι Αθηναίοι στρατηγοί εννόησαν ότι παρουσιάσθη κάποιο εμπόδιον και ότι, δεν θα ημπορέσουν να καταλάβουν την πόλιν εξ εφόδου. Ως εκ τούτου, ήρχισαν ευθύς ν' αποκλείουν την Νίσαιαν δια της κατασκευής περιτειχίσματος, διότι επίστευαν ότι εάν την εκυρίευαν πριν έλθουν ενισχύσεις εις τους Πελοποννησίους, θα προσεχώρουν ταχύτερον προς αυτούς και τα Μέγαρα. Από τας Αθήνας, άλλωστε, τους έστειλαν εσπευσμένως κτίστας, καθώς και σιδηρά εργαλεία και ό,τι άλλο εχρειάζετο δια την περιτείχισιν. Και πρώτον κατεσκεύασαν μεταξύ των δύο σκελών των Μακρών Τειχών, που είχαν καταλάβει, εγκάρσιον τείχος, με το οποίον απέκοψαν την συγκοινωνίαν προς τα Μέγαρα. Από τα δύο άκρα του εγκαρσίου αυτού τείχους ήρχισεν ο Αθηναϊκός στρατός, αφού διήρεσε την εργασίαν μεταξύ των διαφόρων αποσπασμάτων του, να κατασκευάζη τείχος και τάφρον έως την θάλασσαν, χρησιμοποιών τας πέτρας και τας πλίνθους του προαστείου. Έκοψαν επίσης τα καρποφόρα δένδρα και ξυλείαν από το δάσος και κατεσκεύασαν φράγματα από πασσάλους, οπουδήποτε υπήρχε τοιαύτη ανάγκη, και τα σπίτια του προαστείου εφωδίασαν με επάλξεις και τα μετέβαλαν εις έτοιμα οχυρώματα. Και ολόκληρον την ημέραν αυτήν εξηκολούθησαν εργαζόμενοι. Το απόγευμα της επομένης, το τείχος ήτο σχεδόν τελειωμένον, και οι ευρισκόμενοι, εντός της Νισαίας φοβισμένοι, όχι μόνον διότι τα τρόφιμα που επρομηθεύοντο ημέραν με την ημέραν από τα Μέγαρα έμελλαν να τους λείψουν, αλλά και διότι δεν επίστευαν ότι οι Πελοποννήσιοι θα έλθουν ταχέως εις βοήθειάν των, και διότι τέλος ενόμιζαν ότι οι Μεγαρείς επήραν το μέρος του εχθρού, εσυνθηκολόγησαν με τους Αθηναίους, υπό τον όρον καθείς από τους Πελοποννησίους, παραδίδων τα όπλα του και ωρισμένον χρηματικόν ποσόν, ν' αφίνεται ελεύθερος. Ο φρούραρχος όμως και οι άλλοι Λακεδαιμόνιοι, που ευρίσκοντο εντός της Νισαίας, παρεδόθησαν εις το έλεος των Αθηναίων. Μετά την συνθηκολογίαν αυτήν, εξεκένωσαν την Νίσαιαν, οι δ' Αθηναίοι, κατεδαφίσαντες το μέρος των Μακρών Τειχών, το οποίον συνείχετο προς την πόλιν των Μεγαρέων, και εγκατασταθέντες οριστικώς εις την Νίσαιαν, ήρχισαν να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα δια τας περαιτέρω επιχειρήσεις των.

70. Αλλ' ο Λακεδαιμόνιος Βρασίδας, υιός τον Τέλλιδος, έτυχε τας ημέρας αυτάς να ευρίσκεται εις τα πέριξ της Σικυώνος και της Κορίνθου, όπου ητοίμαζεν εκστρατείαν εις την Χαλκιδικήν. Και επειδή, ευθύς ως έμαθεν ότι κατελήφθησαν τα Μακρά Τείχη, εφοβήθη δια την ασφάλειαν της Πελοποννησιακής φρουράς της Νισαίας και την τύχην των Μεγάρων,απέστειλεν αγγελιαφόρον προς τους Βοιωτούς, προσκαλών αυτούς να έλθουν εσπευσμένως προς συνάντησίν του, με ανάλογον στρατιωτικήν δύναμιν, εις τον Τριποδίσκον (κωμόπολη της Μεγαρίδος, κειμένην εις τους πρόποδας του όρους Γεράνεια), όπου ήλθε και ο ίδιος επί κεφαλής δύο χιλιάδων επτακοσίων Κορινθίων οπλιτών, τετρακοσίων Φλειασίων, εξακοσίων Σικυωνίων, και εκείνων που είχεν ήδη συγκεντρώσει υπό τας αμέσους διαταγάς του. Και ήλπιζεν ότι θα έφθανεν εις την Νίσαιαν, πριν αυτή κυριευθή. Αλλ' ως έμαθε την είδησιν της αλώσεώς της, εξέλεξεν από τον στρατόν του τριακοσίους άνδρας, και πριν γνωσθή η προσέγγισίς του (διότι είχε προελάσει εις τον Τριποδίσκον εν καιρώ νυκτός), έφθασε προ της πόλεως των Μεγάρων, χωρίς να τον αντιληφθούν οι Αθηναίοι, λόγω του ότι ήσαν πλησίον της θαλάσσης. Σκοπός του, όπως έλεγεν ήτο να επιχειρήση την ανάκτησιν της Νισαίας, και θα την επεχείρει, πράγματι, εάν ήτο κατορθωτή, κυρίως όμως επεδίωκε να εισέλθη εις τα Μέγαρα και εξασφαλίση την πόλιν. Τωόντι δ' εζήτησε να επιτραπή εις τον στρατόν του η είσοδος, λέγων ότι ήλπιζε ν' ανακτήση την Νίσαιαν.

71. Αλλ' αι αντίπαλοι φατρίαι των Μεγάρων εφοβούντο, η μία μήπως επαναφέρη τους εξορίστους και εξορίση αυτούς, η άλλη μήπως η δημοκρατική μερίς, ακριβώς ένεκα του φόβου αυτού επιτεθή εναντίον των, και η πόλις, σπαρασσομένη από εμφύλιον πόλεμον, γίνη λεία των Αθηναίων, οι οποίοι παρεμόνευαν εκ τον πλησίον. Ηρνήθησαν, δια τούτο, να δεχθούν τον Βρασίδαν, και απεφάσισαν και αι δύο μερίδες να καταπαύσουν τας έριδάς των και περιμείνουν να ιδούν το αποβησόμενον. Διότι και αι δύο μερίδες επερίμεναν ότι θα συνεκροτείτο μάχη μεταξύ των Αθηναίων και του στρατού που ήλθε προς βοήθειαν της πόλεως, και έκριναν ασφαλέστερον να μην ενωθούν με το μέρος, το οποίον έκαστος ηυνόει, παρά μόνον όταν τούτο νικήση. Ο Βρασίδας, μη δυνηθείς να τους πείση απεχώρησεν εις το κύριον μέρος του στρατού, το ευρισκόμενον εις τον Τριποδίσκον.

72. Μόλις εξημέρωνεν, έφθασαν εκεί και οι Βοιωτοί, οι οποίοι, και πριν ακόμη τους προσκαλέση ο Βρασίδας, είχαν αποφασίσει να έλθουν εις βοήθειαν των Μεγαρέων, διότι εθεωρούσαν ότι ο κίνδυνος δεν ήτο ξένος δι' αυτούς, και είχαν μάλιστα φθάσει με όλον τον στρατόν των εις τας Πλαταιάς. Αλλ' η άφιξις του αγγελιοφόρου τους καθησύχασε, και αφού απέστειλαν εις τον Βρασίδαν δύο χιλιάδας διακοσίους οπλίτας και εξακοσίους ιππείς, το μεγαλύτερον μέρος του στρατού επέστρεψεν οπίσω. Ο στρατός, που είχε συγκεντρωθή ήδη υπό τον Βρασίδαν, ανήρχετο εις όχι ολιγωτέρους από εξ χιλιάδας οπλίτας. Οι Αθηναίοι οπλίται ήσαν παρατεταγμένοι πλησίον της Νισαίας και της θαλάσσης, ενώ οι ψιλοί των στρατιώται ήσαν διεσκορπισμένοι εις την πεδιάδα, όταν το Βοιωτικόν ιππικόν επέπεσεν εναντίον των και τους κατεδίωξε μέχρι της θαλάσσης, διότι η επίθεσις υπήρξεν απροσδόκητος, καθόσον προηγουμένως καμμία βοήθεια δεν είχεν έλθει προς τους Μεγαρείς από πουθενά. Και το Αθηναϊκόν, εν τούτοις, ιππικόν ενήργησεν επέλασιν και ήλθεν εις χείρας προς το Βοιωτικόν. Η συγκροτηθείσα ιππομαχία διήρκεσε πολλήν ώραν και αμφότερα τα μέρη έχουν την αξίωσιν ότι ενίκησαν. Είναι αληθές ότι τον αρχηγόν του Βοιωτικού ιππικού και μερικούς άλλους, όχι πολλούς, οι οποίοι είχαν προελάσει πολύ πλησίον της Νισαίας, εφόνευσαν και εσκύλευσαν οι Αθηναίοι, και επειδή οι νεκροί έμειναν εις την εξουσίαν των, έδωσαν εις τους Βοιωτούς άδειαν να τους παραλάβουν, και ως εκ τούτου έστησαν τρόπαιον. Εν τούτοις, εάν ληφθή υπ' όψιν ολόκληρος η συμπλοκή, ούτε οι μεν, ούτε οι δε είχαν αποφασιστικήν υπεροχήν την στιγμήν που απεχωρίσθησαν, οι Βοιωτοί διευθυνόμενοι προς το κύριον σώμα του στρατού των, οι Αθηναίοι προς την Νίσαιαν.

73. Μετά την συμπλοκήν αυτήν, ο Βρασίδας με τον στρατόν του επροχώρησε πλησιέστερον προς την θάλασσαν και την πόλιν των Μεγάρων, και αφού κατέλαβαν κατάλληλον θέσιν, παρετάχθησαν εκεί και έμεναν ησυχάζοντες, διότι υπέθεταν ότι οι Αθηναίοι θα τους επιτεθούν και εγνώριζαν ότι οι Μεγαρείς περιμένουν να ιδούν ποίος θ' αναδειχθή νικητής. Η τακτική αυτή ενόμισαν ότι τους παρέχει διπλούν πλεονέκτημα. Πρώτον διότι δεν ανελάμβαναν την πρωτοβουλίαν της επιθέσεως, ούτε εξετίθεντο εκουσίως εις τους κινδύνους μάχης, και αφού εξ άλλου έδειξαν φανερά ότι είναι έτοιμοι να πολεμήσουν, εις αυτούς επίσης θ' απεδίδετο ευλόγως και η τυχόν αναίμακτος νίκη. Δεύτερον, ότι και απέναντι των Μεγαρέων θα τους ωφέλει τούτο. Εάν, τωόντι, δεν έκαμναν την εμφάνισίν των δια του ερχομού των, δεν θα είχαν να ελπίζουν τίποτε, αλλά προφανώς θα έχαναν αμέσως την πόλιν, ως να είχαν νικηθή. Ενώ τώρα ήτο ενδεχόμενον και οι ίδιοι οι Αθηναίοι να μη θελήσουν να συνάψουν μάχην, οπότε θα επετύγχαναν τον σκοπόν του ερχομού των αμαχητί, όπως πράγματι και έγινε. Οι Αθηναίοι, εξελθόντες, παρετάχθησαν πλησίον εις τα Μακρά Τείχη και ησύχαζαν και αυτοί, εφόσον και οι Πελοποννήσιοι δεν τους επετίθεντο. Διότι και οι στρατηγοί των εσυλλογίζοντο ότι αφού είχαν επιτύχει ήδη κατά το πλείστον τον σκοπόν των, εξετίθεντο εις άνισον κίνδυνον, εάν ανελάμβαναν την πρωτοβουλίαν μάχης εναντίον στρατού αριθμητικώς ανωτέρου, καθόσον, αν ενίκων, θα κατελάμβαναν απλώς τα Μέγαρα, εν περιπτώσει όπως αποτυχίας, θα επάθαινε το άνθος των οπλιτών των. Ενώ οι Πελοποννήσιοι, όπως εσκέπτοντο, ήτο φυσικόν να θέλουν ν' αντιμετωπίσουν τον κίνδυνον μάχης, καθόσον εις τον κίνδυνον τούτον θα εξετίθετο μέρος μόνον της όλης δυνάμεως της ομοσπονδίας των και μέρος μόνον της δυνάμεως των διαφόρων πόλεων, των οποίων αποσπάσματα απετέλουν τον στρατόν του Βρασίδα. Αφού οι αντίπαλοι στρατοί έμειναν εν διάστημα αδρανούντες, χωρίς κανείς από τους δύο να λαμβάνη την πρωτοβουλίαν επιθέσεως, πρώτοι οι Αθηναίοι απεσύρθησαν εις την Νίσαιαν, και έπειτα οι Πελοποννήσιοι επέστρεψαν εις την θέσιν, από την οποίαν είχαν εκκινήσει. Και τότε πλέον οι Μεγαρείς, όσοι ήσαν φίλοι των εξορίστων, επειδή εθεώρησαν ότι η άρνησις των Αθηναίων να δεχθούν την μάχην ήτο οριστική και επομένως ο Βρασίδας ήτο νικητής, ανεθάρρησαν, ήνοιξαν τας πύλας και εδέχθησαν εντός της πόλεως τον αρχηγόν Βρασίδαν και τους διοικητάς των αποσπασμάτων των διαφόρων πόλεων, με τους οποίους ήρχισαν να συνδιασκέπτωνται, ενώ οι μεμυημένοι εις την συνωμοσίαν ήσαν ήδη κατεπτοημένοι.

74. Ο συμμαχικός στρατός διελύθη ακολούθως, και τα διάφορα αποσπάσματα επέστρεψαν εις τας πόλεις των, ενώ ο Βρασίδας επανήλθεν εις την Κόρινθον και επανέλαβε τας διακοπείσας προετοιμασίας του δια την εκστρατείαν της Χαλκιδικής, δια την οποίαν και είχεν εκκινήσει αρχικώς. Όταν και οι Αθηναίοι ανεχώρησαν εις τα ίδια, όσοι από τους Μεγαρείς είχαν εκτεθή περισσότερον εις τας προς τους Αθηναίους συνεννοήσεις, επειδή εγνώριζαν ότι είχαν εννοηθή, έφυγαν ευθύς κρυφά από την πόλιν, ενώ οι λοιποί, κατόπιν συνεννοήσεως με τους φίλους των εξορίστων, ανεκάλεσαν τους τελευταίους από τας Πηγάς, αφού τους εδέσμευσαν με τους πλέον επισήμους όρκους ότι δεν θα δείξουν μνησικακίαν, αλλά θα έχουν πάντοτε υπ' όψιν το συμφέρον της πόλεως. Εκείνοι όμως μόλις κατέλαβαν την αρχήν, προέβησαν εις επιθεώρησιν των όπλων, και αφού παρέταξαν τους διαφόρους λόχους μακράν τον ένα από τον άλλον, εξέλεξαν εκατόν περίπου άνδρας μεταξύ των εχθρών των και εκείνων που εθεωρούντο πρωτεργάται της συνεννοήσεως με τους Αθηναίους, και υπεχρέωσαν τον λαόν ν' αποφασίση περί της τύχης των δια φανεράς ψηφοφορίας. Και αφού επέτυχαν την καταδίκην των, τους εθανάτωσαν, και μετέβαλαν το πολίτευμα εις άκραν ολιγαρχίαν. Και ουδέποτε, τωόντι, πολιτειακή μεταβολή, προελθούσα από επανάστασιν, η οποία υπήρξεν έργον τόσον ολίγων ανθρώπων, διετηρήθη τόσον πολύν καιρόν.

75.
Ανάκτησις της Αντάνδρου υπό των Αθηναίων
Κατά το ίδιον θέρος, οι Μυτιληναίοι φυγάδες ητοιμάζοντο, όπως είχαν αποφασίσει, να ενισχύσουν την οχύρωσιν της Αντάνδρου. Ο Δημόδοκος και ο Αριστείδης, αρχηγοί της μοίρας των πλοίων, εις την οποίαν είχεν ανατεθή η είσπραξις των καθυστερουμένων φόρων, ευρίσκοντο τότε εις τον Ελλήσποντον (ενώ ο τρίτος συναρχηγός, ο Λάμαχος, με δέκα πλοία είχεν εισπλεύσει εις τον Εύξεινον Πόντον), και άμα έμαθαν τας προετοιμασίας δια την οχύρωσιν του μέρους, εφοβήθησαν μήπως και τούτο αποβή δια την Λέσβον διαρκής απειλή, όπως τα Άναια δια την Σάμον. Διότι οι εξόριστοι Σάμιοι, εγκατασταθέντες εις τα Άναια εβοήθουν τον Πελοποννησιακόν στόλον, εφοδιάζοντες αυτόν με πλοηγούς, και τους Σαμίους της πόλεως διετήρουν εις διαρκή ανησυχίαν, και εις όσους κατέφευγαν προς αυτούς από την Σάμον παρείχαν άσυλον. Ένεκα τούτου, οι Αθηναίοι στρατηγοί, αφού συνεκέντρωσαν συμμαχικόν στρατόν, έπλευσαν εναντίον της Αντάνδρου, όπου συνήψαν μάχην προς τους εξ αυτής εξελθόντας εναντίον των, τους ενίκησαν και ανέκτησαν την πόλιν.

Ο Λάμαχος εις τον Εύξεινον Πόντον
Και ολίγον ύστερον ο Λάμαχος, ο οποίος είχεν εισπλεύσει εις τον Εύξεινον Πόντον, και είχεν αγκυροβολήσει εις τον ποταμόν Κάλητα της περιφερείας της Ηρακλείας, έχασε τα πλοία του, τα οποία κατεποντίσθησαν από τα νερά που κατέβησαν αιφνιδίως από τα όρη και μετέβαλαν τον ποταμόν εις ορμητικόν χείμαρρον. Ο ίδιος όμως, επί κεφαλής του στρατού του, διέσχισε πεζή το έδαφος των Βιθυνών Θρακών, οι οποίοι κατοικούν πέραν των Στενών, εις την Μικράν Ασίαν, και έφθασεν εις την Χαλκηδόνα, αποικίαν των Μεγαρέων, κειμένην εις την είσοδον του Ευξείνου Πόντου.

76.
Οι Αθηναίοι σχεδιάζουν να προσβάλουν την Βοιωτίαν
Κατά το ίδιον θέρος, ευθύς μετά την αναχώρησίν του από την Μεγαρίδα, ο στρατηγός των Αθηναίων Δημοσθένης, επί κεφαλής μοίρας στόλου σαράντα πλοίων, έφθασεν εις την Ναύπακτον. Διότι μία μερίς, η οποία ήθελεν εις τας διαφόρους πόλεις της Βοιωτίας να μεταβάλη το πολίτευμά των εις δημοκρατίαν, κατά το Αθηναϊκόν πρότυπον, ήλθε προς τον σκοπόν αυτόν εις μυστικάς συνεννοήσεις προς αυτόν και τον Ιπποκράτη, και κατέστρωσαν, κατ' εισήγησιν κυρίως του Πτοιοδώρου, Θηβαίου εξορίστου, το επόμενον σχέδιον ενεργείας. Μερικοί από τους συνωμότας ανέλαβαν να παραδώσουν τας Σίφας, πόλιν παραθαλασσίαν της περιφερείας των Θεσπιών, εντός του Κρισαϊκού κόλπου. Άλλοι πάλιν από τον Ορχομενόν, ο οποίος άλλοτε ωνομάζετο Μινύειος και τώρα Βοιωτικός, ανέλαβαν να παραδώσουν την Χαιρώνειαν, πόλιν υποτελή του Ορχομενού, και οι Ορχομένιοι εξόριστοι ήσαν οι κυριώτεροι εργάται του σχεδίου αυτού, και εστρατολόγησαν μισθοφόρους από την Πελοπόννησον. Η Χαιρώνεια κείται εις το άκρον της Βοιωτίας, πλησίον εις την Φανοτίδα της Φωκίδος, και μερικοί Φωκείς ήσαν επίσης μεμυημένοι. Οι Αθηναίοι, εξ άλλου, ανέλαβαν να καταλάβουν το Δήλιον, ναόν του Απόλλωνος, κείμενον εις την περιφέρειαν της Τανάγρας, απέναντι της Ευβοίας. Έμειναν επίσης σύμφωνοι ότι όλα αυτά θα εγίνοντο εις ωρισμένην ημέραν, δια ν' απασχοληθούν με την καταστολήν των ταραχών των ιδιαιτέρων των πόλεων οι Βοιωτοί και μη σπεύσουν αθρόοι προς υπεράσπισιν του Δηλίου. Εάν η επιχείρησις επετύγχανε και το Δήλιον ωχυρώνετο, ήλπιζαν ότι, και αν ακόμη δεν επήρχετο αμέσως μεταβολή εις τα πολιτεύματα των διαφόρων Βοιωτικών πόλεων, εφόσον θα κατείχοντο τα τρία αυτά σημεία, από τα οποία θα διενηργούντο ληστρικαί επιδρομαί εις την ύπαιθρον χώραν, και όπου οι δημοκρατικοί των διαφόρων πόλεων θα ημπορούσαν να ευρίσκουν πρόχειρον καταφύγιον, η κατάστασις δεν ημπορούσε να διατηρηθή αμετάβλητος, αλλά με τον καιρόν, εφόσον οι Αθηναίοι, αφ' ενός, θα έρχωνται εις βοήθειαν των επαναστατών, και αι δυνάμεις των ολιγαρχικών, εξ άλλου, θα είναι διαμοιρασμέναι, θα κατορθώσουν ευκόλως να διευθετήσουν τα πράγματα, όπως τους συνέφερε.

77. Τοιούτον ήτο το σχέδιον, του οποίου ητοιμάζετο η εκτέλεσις. Ο Ιπποκράτης, επί κεφαλής στρατιωτικής δυνάμεως, ήτο έτοιμος να προελάση από τας Αθήνας εναντίον της Βοιωτίας, κατά την κατάλληλον ώραν. Αλλ' είχε στείλει προηγουμένως τον Δημοσθένη με την μοίραν των σαράντα πλοίων εις την Ναύπακτον, δια να στρατολογήση από τα πέριξ μέρη στρατόν Ακαρνάνων και άλλων συμμάχων και πλεύση εναντίον των Σιφών, αι οποίαι επρόκειτο να παραδοθούν δια προδοσίας. Αι δύο αυταί επιχειρήσεις έπρεπε να γίνουν συγχρόνως εις ωρισμένην ημέραν. Ο Δημοσθένης, κατά την άφιξίν του εις Ναύπακτον, εύρεν ότι η ομοσπονδία των Ακαρνάνων είχεν ήδη αναγκάσει τους Οινιάδας να προσχωρήσουν εις την Αθηναϊκήν συμμαχίαν. Και ο ίδιος, αφού εστρατολόγησεν όλους τους συμμάχους των μερών εκείνων, εβάδισε πρώτον εναντίον του Σαλυνθίου και των Αγραίων, και αφού επέτυχε την προσάρτησίν των, συνεπλήρωσε τας ετοιμασίας του, δια να ευρεθή την προσδιωρισμένην ημέραν εμπρός από τας Σίφας.

 

[Προηγούμενο] [Συνέχεια βιβλίου]