Έτος 12ον : 420 - 419 π.Χ.

 

40.
Διαπραγματεύσεις δια σύναψιν συνθήκης μεταξύ των Αργείων και των Λακεδαιμονίων
Ευθύς κατά την αρχήν του επομένου έαρος, επειδή δεν ήρχοντο οι πρέσβεις που είχαν υποσχεθή να στείλουν οι Βοιωτοί, οι Αργείοι, μανθάνοντες συγχρόνως, ότι και το Πάνακτον κατεδαφίζεται και ιδιαιτέρα συμμαχία είχε συνομολογηθή μεταξύ Βοιωτών και Λακεδαιμονίων, εφοβήθησαν μήπως απομονωθούν δια της προσχωρήσεως όλων των συμμάχων των εις τους Λακεδαιμονίους. Διότι επίστευαν ότι οι Βοιωτοί είχαν πεισθή υπό των Λακεδαιμονίων να κατεδαφίσουν το Πάνακτον και αποδεχθούν την μετά των Αθηναίων ειρήνην, και ότι οι Αθηναίοι ήσαν εν γνώσει τούτων, ώστε ούτε προς Αθηναίους ημπορούσαν πλέον να συνάψουν συμμαχίαν, ενώ έως τότε ήλπιζαν, ένεκα των μεταξύ Αθηναίων και Λακεδαιμονίων διαφορών, ότι εάν δεν ανενεώνετο η προς τους τελευταίους συνθήκη των, θα ημπορούσαν τουλάχιστον να συμμαχήσουν προς τους Αθηναίους. Ευρισκόμενοι ούτως εις απορίαν και φοβούμενοι μήπως περιέλθουν εις την ανάγκην να πολεμήσουν συγχρόνως προς τους Λακεδαιμονίους, τους Τεγεάτας, τους Βοιωτούς και τους Αθηναίους, οι Αργείοι, οι οποίοι προηγουμένως, όταν, έχοντες πεποίθησιν εις τας ιδίας δυνάμεις, επίστευαν ότι θα ηγηθούν της Πελοποννήσου, ηρνούντο ν' ανανεώσουν την προς τους Λακεδαιμονίους συνθήκην των, έπεμπαν ήδη, όσον ταχύτερον ημπορούσαν, πρέσβεις προς αυτούς, τον Εύστροφον και τον Αίσωνα, οι οποίοι εθεωρούντο προσφιλέστατοι προς αυτούς. Διότι ενόμισαν ότι υπό τας παρούσας περιστάσεις, το καλλίτερον ήτο να συνομολογήσουν νέαν συνθήκην προς τους Λακεδαιμονίους, υπό τους καλλιτέρους δυνατούς όρους, και να καθίσουν ήσυχοι.

41. Οι πρέσβεις των, ελθόντες, ήρχισαν διαπραγματεύσεις προς τους Λακεδαιμονίους περί των όρων, υπό τους οποίους ηδύνατο να συνομολογηθή η μεταξύ αυτών συνθήκη, Οι Αργείοι κατ αρχάς ηξίωσαν, όπως η παλαιά διαφορά περί της Κυνουρίας, η οποία κείται εις τα όρια των δύο χωρών (περιλαμβάνει δε η επαρχία αυτή τας πόλεις της Θυρέας και της Αθήνης, και κατέχουν αυτήν οι Λακεδαιμόνιοι), ανατεθή υπ' αμφοτέρων εις την διαιτησίαν πόλεως τινος ή ιδιώτου. Οι Λακεδαιμόνιοι όμως δεν εδέχοντο να γίνη λόγος περί του πράγματος, αλλ' εδήλουν, ότι ήσαν έτοιμοι ν ανανεώσουν την συνθήκην, υπό τους αυτούς ως και προηγουμένως όρους. Επί τέλους, οι Αργείοι πρέσβεις έπεισαν τους Λακεδαιμονίους να δεχθούν τα εξής: Να συνομολογηθή μεν από τούδε συνθήκη πεντηκονταετούς ειρήνης, επιτραπή όμως εις εκατέραν των δύο πόλεων να προκαλέση την άλλην εις αποφασιστικήν διαμάχην περί του αμφισβητουμένου εδάφους, ως είχε γίνει και άλλοτε ποτέ, ότε αμφότεραι αι πόλεις διεξεδίκησαν την νίκην, υπό τον όρον όμως, ότι κατά τον χρόνον της μάχης ουδετέρα αυτών θα ευρίσκετο εις πόλεμον ή θα έπασχεν εξ επιδημίας, και ότι ο νικητής δεν θα ηδύνατο να εισέλθει εις το έδαφος του νικηθέντος δια να τον καταδιώξη. Οι Λακεδαιμόνιοι εθεώρησαν κατ' αρχάς την πρότασιν ταύτην ως ανόητον, έπειτα όμως, επειδή επεθύμουν πάντως να έχουν φίλους τους Αργείους, απεδέχθησαν την αξίωσίν των, και ούτω διετυπώθη εγγράφως το σχέδιον της συνθήκης. Συνέστησαν όμως εις τους πρέσβεις, πριν επικυρωθούν αι διατάξεις της, να επιστρέψουν εις το Άργος και υποβάλουν αυτήν εις τον λαόν, και αν εγκριθή υπ' αυτού, να επανέλθουν κατά την εορτήν των Υακινθίων, δια να γίνη τότε η επίσημος ορκωμοσία. Ούτως οι πρέσβεις ανεχώρησαν.

42.
Διαφοραί μεταξύ Αθηναίων και Λακεδαιμονίων δια το Πάνακτον
Αλλά καθ όν χρόνον οι Αργείοι διεξήγαν τας διαπραγματεύσεις ταύτας, οι, πρέσβεις των Λακεδαιμονίων Ανδρομένης, Φαίδιμος και Αντιμενίδας, οι οποίοι είχαν επιφορτισθή να παραλάβουν από τους Βοιωτούς και αποδώσουν εις τους Αθηναίους το Πάνακτον και τους αιχμαλώτους, ευρήκαν ότι, το Πάνακτον είχε κατεδαφισθή υπ' αυτών των Βοιωτών, προφασιζομένων, ότι συνεπεία διαφοράς περί αυτού είχαν ανταλλαγή πάλαι ποτέ όρκοι μεταξύ Αθηναίων και Βοιωτών, κατά τους οποίους το μέρος τούτο δεν έπρεπε να κατοικήται, ούτε υπό των μεν, ούτε υπό των δε, αλλά να χρησιμοποιήται και υπό των δύο προς βοσκήν. Τους Αθηναίους όμως αιχμαλώτους που είχαν οι Βοιωτοί παρέλαβαν ο Ανδρομένης και οι συνάδελφοί του, μετέφεραν και απέδωσαν προς τους Αθηναίους. Συγχρόνως ανεκοίνωσαν προς αυτούς την κατεδάφισιν του Πανάκτου, υποστηρίζοντες, ότι και η κατεδάφισις ισοδυναμεί προς απόδοσιν, αφού κανείς εχθρός των Αθηναίων δεν ημπορούσε του λοιπού να λάβη αυτό εις την κατοχήν του. Αλλ' οι λόγοι ούτοι επροκάλεσαν την αγανάκτησιν των Αθηναίων, οι οποίοι εθεώρουν ότι οι Λακεδαιμόνιοι αδικούν αυτούς και δια της κατεδαφίσεως του Πανάκτου, το οποίον έπρεπε ν αποδοθή εις αυτούς ακέραιον, και διότι, καθώς εμάνθαναν, ούτοι είχαν συνομολογήσει ιδιαιτέραν συμμαχίαν προς τους Βοιωτούς, ενώ είχαν υποσχεθή προηγουμένως να συμπράξουν εις εξαναγκασμόν των αρνουμένων την αποδοχήν της ειρήνης. Συγχρόνως ενθυμούντο και τας άλλας παραβιάσεις της συνθήκης και εθεώρουν ότι είχαν εξαπατηθή, και ως εκ τούτου, απαντήσαντες τραχέως προς τους πρέσβεις, τους απέπεμψαν.


43.
Οι Αθηναίοι συνομολόγησαν συνθήκην ειρήνης και συμμαχίας με τους Αργείους και τους συμμάχους αυτών
Ενώ οι Λακεδαιμόνιοι και οι Αθηναίοι ευρίσκοντο εις τοιαύτας διαφοράς, η μερίς, η οποία επεδίωκεν εις τας Αθήνας την διάρρηξιν της ειρήνης, ήρχισε και αυτή αμέσως να εξωθή τα πράγματα. Εις την μερίδα ταύτην μεταξύ άλλων ανήκε και ο Αλκιβιάδης, υιός του Κλεινίου, ανήρ, ο οποίος εις πάσαν μεν άλλην πόλιν θα εθεωρείτο ακόμη πολύ νέος, απήλαυεν όμως μεγάλης εκτιμήσεως, λόγω της ευγενούς καταγωγής του. Ούτος επίστευε μεν ότι ήτο συμφερώτερον να συμμαχήσουν μάλλον με τους Αργείους, αλλ' εκτός τούτου ήτο εναντίον της ειρήνης μετά των Λακεδαιμονίων, καθόσον είχε θιχθή η προσωπική του υπερηφάνεια, λόγω του ότι ούτοι είχαν διαπραγματευθή την ειρήνην δια του Νικίου και του Λάχητος, παριδόντες αυτόν ένεκα της νεότητός του και μη επιδείξαντες προς αυτόν την τιμήν, εις την οποίαν ενόμιζεν ούτος ότι εδικαιούτο, ως εκ του ότι η οικογένειά του ήτο πάλαι ποτέ πρόξενος των Λακεδαιμονίων. Την προξενίαν ταύτην είχε μεν παραιτήσει ο πάππος του, αλλ' αυτός επεδίωκε ν' ανανεώση δια των υπηρεσιών, τας οποίας παρείχεν εις τους αιχμαλώτους της Σφακτηρίας. Και ούτω νομίζων ότι είχε πολλαχώς υποτιμηθή, αντετάχθη και αρχικώς κατά της ειρήνης, ισχυριζόμενος ότι οι Λακεδαιμόνιοι δεν ήσαν άξιοι εμπιστοσύνης, διότι ο σκοπός, δια τον οποίον επεδίωκαν αυτήν, ήτο, όπως ειρηνεύοντες προς τους Αθηναίους, κατασυντρίψουν τους Αργείους, και στραφούν πάλιν κατά των Αθηναίων απομονωμένων. Και τώρα αφού είχεν αναφυή η διαφορά, διεμήνυσεν ευθύς ιδιαιτέρως προς τους Αργείους, συνιστών να έλθουν όσον το δυνατόν ταχύτερον μετά των Μαντινέων και των Ηλείων, δια να προσκαλέσουν τους Αθηναίους να εισέλθουν εις την συμμαχίαν των, καθόσον ο χρόνος ήτο εύθετος προς τούτο και αυτός θα τους εβοήθει με όλας του τας δυνάμεις.

44. Λαβόντες το μήνυμα τούτο οι Αργείοι, και μαθόντες, ότι η μετά των Βοιωτών συμμαχία συνωμολογήθη άνευ συνεννοήεως προς τους Αθηναίους, και ότι τουναντίον σοβαρά διαφορά είχεν εγερθή μεταξύ τούτων και των Λακεδαιμονίων, ηδιαφόρησαν του λοιπού ως προς τους πρέσβεις των, οι οποίοι έτυχε τότε να ευρίσκωνται εις την Λακεδαίμονα, αποσταλέντες υπ' αυτών δια την διαπραγμάτευσιν της συνθήκης. Και έστρεψαν μάλλον την προσοχήν των προς τας Αθήνας, σκεπτόμενοι ότι η πόλις αυτή ήτο παλαιόθεν φίλη των, ότι εκυβερνάτο με πολίτευμα δημοκρατικόν, όπως και αυτοί, και ότι θα ήτο ισχυρά σύμμαχός των κατά θάλασσαν, εάν περιεπλέκοντο εις πόλεμον. Έπεμψαν, ως εκ τούτου, αμέσως πρέσβεις εις Αθήνας, δια να διαπραγματευθούν την συμμαχίαν, συναπέστειλαν δε προς τον αυτόν σκοπόν πρέσβεις και οι Ηλείοι και οι Μαντινείς. Αλλά κατέφθασαν εσπευσμένως και πρέσβεις των Λακεδαιμονίων, ο Φιλοχαρίδας, ο Λέων και ο Ένδιος, οι οποίοι εθεωρούντο αρεστοί εις τους Αθηναίους. Τους πρέσβεις τούτους έστειλαν οι Λακεδαιμόνιοι, το μεν διότι εφοβήθησαν μήπως οι Αθηναίοι, αγανακτούντες κατ' αυτών, συμμαχήσουν προς τους Αργείους, το δε δια να απαιτήσουν την απόδοσιν της Πύλου αντί του Πανάκτου και δικαιολογήσουν την προς τους Βοιωτούς συμμαχίαν, εξηγούντες ότι αυτή δεν έγινε με σκοπόν να βλάψη τους Αθηναίους.

45. Όταν εξέθεσαν ενώπιον της Βουλής τον σκοπόν της αποστολής των, και προσέθεσαν ότι έρχονται με πλήρη εξουσιοδότησιν, όπως ρυθμίσουν όλας τας διαφοράς, ο Αλκιβιάδης εφοβήθη μήπως, εάν επαναλάβουν τα αυτά και ενώπιον της συνελεύσεως του λαού, παρασύρουν την πλειοψηφίαν και αποκρουσθή η προς τους Αργείους συμμαχία. Ο Αλκιβιάδης, ως εκ τούτου, κατέφυγεν εις το εξής απέναντί των τέχνασμα: Παρέπεισε τους Λακεδαιμονίους, βεβαιώσας αυτούς ενόρκως ότι, αν δεν ανακοινώσουν εις τον δήμον, ότι έρχονται με πλήρη πληρεξουσιότητα, και την Πύλον θα τους αποδώση, μεταχειριζόμενος υπέρ αυτών την επί των Αθηναίων επιρροήν του, αντί κατ' αυτών, όπως τώρα, και θα επιτύχη γενικήν συνεννόησιν επί όλων των άλλων ζητημάτων. Δια της ενεργείας ταύτης επεδίωκε ν' αποσπάση αυτούς από τον Νικίαν, και συγχρόνως τους διαβάλη προς τον λαόν, ότι αι προθέσεις των δεν είναι ειλικρινείς και ότι διαρκώς αντιφάσκουν, και επιτύχη ούτω την συνομολόγησιν της συμμαχίας προς τους Αργείους, Ηλείους, και Μαντινείς. Τωόντι, όταν οι πρέσβεις παρουσιάσθησαν εις την εκκλησίαν του λαού, και ερωτώμενοι, εάν έρχωνται με πλήρη πληρεξουσιότητα, απήντησαν αποφατικώς, αντιθέτως προς ό,τι είχαν ανακοινώσει εις την Βουλήν, οι Αθηναίοι δεν εθεώρησαν πλέον το πράγμα ανεκτόν, και παρασυρόμενοι από τον Αλκιβιάδην, ο οποίος κατεφέρετο δριμύτερον παρά πριν κατά των Λακεδαιμονίων, ήσαν έτοιμοι να εισαγάγουν αμέσως τους Αργείους και τους συμμάχους των και συνάψουν μετ' αυτών συμμαχίαν. Αλλά πριν ληφθή οριστική απόφασις, συνέβη σεισμός, ένεκα του οποίου η συνεδρίασις της συνελεύσεως του λαού ανεβλήθη.

46. Μολονότι το τέχνασμα, το οποίον είχεν απατήσει αυτούς τους Λακεδαιμονίους, εξηπάτησε και τον Νικίαν, πιστεύσαντα την διαβεβαίωσιν αυτών ότι απεστάλησαν χωρίς πληρεξουσιότητα, ούτος, ουδέν ήττον, κατά την συνέλευσιν του λαού της επομένης ημέρας, υπεστήριξεν ότι πρέπει να προτιμήσουν την φιλίαν των Λακεδαιμονίων, και αναβάλλοντες τας προς τους Αργείους συνεννοήσεις να πέμψουν πάλιν πρέσβεις προς τους Λακεδαιμονίους, όπως εξακριβώσουν τας αληθείς αυτών προθέσεις. Και επέμεινεν υποστηρίζων ότι αναβολή της επαναλήψεως του πολέμου θα ήτο προς το συμφέρον των Αθηναίων, και προς ταπείνωσιν των Λακεδαιμονίων. Διότι, εφόσον τα πράγματα βαίνουν κατ' ευχήν δι' αυτούς, συμφέρον έχουν να διατηρήσουν την ευνοϊκήν των θέσιν, όσον το δυνατόν μακρότερον χρόνον, ενώ δια τους Λακεδαιμονίους, οι οποίοι ευρίσκοντο εις ατυχίας, θα ήτο ευτύχημα ν' αντιμετωπίσουν όσον το δυνατόν ταχύτερον τας τύχας νέου πολέμου. Και τους έπεισε να πέμψουν πρέσβεις, εις εκ των οποίων ήτο και ο ίδιος, δια να συστήσουν εις τους Λακεδαιμονίους, εάν αι προθέσεις των ήσαν καλαί, ν' αποδώσουν το Πάνακτον, αφού το ανοικοδομήσουν, και την Αμφίπολιν, και παραιτήσουν την μετά των Βοιωτών συμμαχίαν, εκτός αν ούτοι αποδεχθούν την γενικήν μεταξύ Αθηναίων, και Πελοποννησίων συνθήκην ειρήνης, αφού ήτο συμφωνημένον μεταξύ των, ότι δεν θα συνομολογήσουν συμφωνίαν με κανένα, παρά κατόπιν κοινής συνεννοήσεως. Παρήγγειλαν ωσαύτως εις τους πρέσβεις των να είπουν ότι αν ήθελαν και αυτοί να παραβιάσουν τας υποχρεώσεις των,θα είχαν ήδη συνομολογήσει συμμαχίαν προς τους Αργείους, καθόσον αντιπρόσωποι τούτων είχαν προσέλθει εις Αθήνας προς τον σκοπόν τούτον. Έδωσαν συγχρόνως οδηγίας περί παντός άλλου τυχόν παραπόνου των εις τον Νικίαν και τους συναδέλφους του, και εξέπεμψαν αυτούς. Ελθόντες ούτοι εις την Λακεδαίμονα, ανεκοίνωσαν την εντολήν των και κατέληξαν λέγοντες ότι αν οι Λακεδαιμόνιοι δεν παραιτήσουν την συμμαχίαν των Βοιωτών, εφόσον ούτοι αρνούνται να δεχθούν την συνθήκην της ειρήνης, θα συνάψουν και αυτοί συμμαχίαν προς τους Αργείους και τους συμμάχους τούτων. Οι Λακεδαιμόνιοι ηρνήθησαν μεν να παραιτήσουν την συμμαχίαν των Βοιωτών, καθόσον η μερίς του εφόρου Ξενάρη, και όσοι άλλοι ήσαν της αυτής γνώμης, επικρατούντες, επέβαλαν την πολιτικήν των, ανενέωσαν όμως τους όρκους, κατ' αίτησιν του Νικίου, ο οποίος εφοβήθη μήπως, αν επιστρέψη χωρίς να κατορθώση τίποτε, θα διαβληθή, όπως πράγματι και έγινε, καθόσον εθεωρείτο υπεύθυνος δια την συνομολόγησιν της ειρήνης προς τους Λακεδαιμονίους. Μετά την επιστροφήν του, όταν οι Αθηναίοι έμαθαν ότι τίποτε δεν κατωρθώθη εις την Λακεδαίμονα, κατελήφθησαν υπό αγανακτήσεως, και νομίζοντες ότι αδικούνται, συνωμολόγησαν ευθύς την επομένην συνθήκην ειρήνης και συμμαχίας προς τους Αργείους και τους συμμάχους των, των οποίων οι αντιπρόσωποι έτυχαν παρόντες εις την συνέλευσιν του λαού, εισαχθέντες προς τούτο υπό του Αλκιβιάδου.


47. (1) "Οι Αθηναίοι, αφ' ενός, και οι Αργείοι, Μαντινείς, και Ηλείοι, εξ άλλου, συνωμολόγησαν δι' εαυτούς και εξ ονόματος των συμμάχων, επί των οποίων άρχει έκαστος, ειρήνην εκατόν ετών προς αλλήλους κατά γήν και θάλασσαν, άδολον και απαραβίαστον.
(2) "Δεν επιτρέπεται με κανένα τρόπον και υπό ουδεμίαν πρόφασιν εχθροπραξία, ούτε εκ μέρους των Αργείων, των Ηλείων και των Μαντινέων, ως και των συμμάχων αυτών, εναντίον των Αθηναίων και των συμμάχων, επί των οποίων άρχουν οι Αθηναίοι, ούτε εκ μέρους των Αθηναίων και των συμμάχων, επί των οποίων άρχουν ούτοι, εναντίον των Αργείων, των Ηλείων, των Μαντινέων και των συμμάχων αυτών.
(3) "Οι Αθηναίοι, οι Αργείοι, οι Ηλείοι και οι Μαντινείς συνομολογούν συμμαχίαν διαρκείας εκατόν ετών, υπό τους επομένους όρους: Εάν εχθρός εισβάλη εις το έδαφος των Αθηναίων, οι Αργείοι, οι Ηλείοι και οι Μαντινείς οφείλουν να σπεύσουν εις Αθήνας και παράσχουν εις τους Αθηναίους οιανδήποτε βοήθεαν ζητήσουν ούτοι, με όλας των τας δυνάμεις και με τον αποτελεσματικώτερον δυνατόν τρόπον. Αλλ' εάν ο εχθρός, ερημώσας την χώραν, απέλθη, οι Αργείοι, οι Μαντινείς, οι Ηλείοι και οι Αθηναίοι θα θεωρούν αυτόν κοινόν εχθρόν και θα διεξάγουν κατ' αυτού τον πόλεμον από κοινού, και καμμία εκ των πόλεων τούτων δεν θα επιτρέπεται να συνομολογήση μετ' αυτού ειρήνην, εάν δεν συμφωνήσουν περί τούτου όλαι ομού.
(4) "Εξ άλλου, εάν εχθρός εισβάλη εις το έδαφος των Ηλείων ή των Μαντινέων ή των Αργείων, οι Αθηναίοι οφείλουν να σπεύσουν εις το Άργος, την Μαντίνειαν ή την Ήλιδα και παράσχουν εις τας πόλεις αυτάς οιανδήποτε βοήθειαν ζητήσουν, με όλας των τας δυνάμεις και με τον αποτελεσματικώτερον δυνατόν τρόπον. Αλλ' εάν ο εχθρός, ερημώσας την χώραν αυτών, απέλθη, οι Αθηναίοι, οι Αργείοι, οι Μαντινείς και οι Ηλείοι θα θεωρούν αυτόν κοινόν εχθρόν και θα διεξάγουν κατ' αυτού τον πόλεμον από κοινού, και καμμία εκ των πόλεων τούτων δεν θα επιτρέπεται να συνομολογήση μετ' αυτού ειρήνην, εάν δεν συμφωνήσουν περί τούτου όλαι ομού.
(5) "Οι σύμμαχοι δεν θα επιτρέπουν την διέλευσιν εμπολέμου δυνάμεως δια του ιδίου αυτών εδάφους ή του εδάφους των συμμάχων, επί των οποίων έκαστος αυτών άρχει, ή δια θαλάσσης, εκτός αν επιτρέψουν την διέλευσιν δια ψηφίσματος όλαι αι πόλεις, Αθήναι, Άργος, Μαντίνεια και Ήλις.
(6) "Η πόλις, η πέμπουσα στρατεύματα προς βοήθειαν, οφείλει να εφοδιάζη αυτά με τρόφιμα τριάντα ημερών, υπολογιζομένων από της ημέρας της αφίξεώς των εις την πόλιν που εζήτησε βοήθειαν, και να εφοδιάζη ομοίως αυτά κατά την επιστροφήν των. Αλλ' εάν η ζητήσασα την βοήθειαν πόλις θέλη να χρησιμοποιήση τον στρατόν δια περισσότερον χρόνον, οφείλει να δίδη σιτηρέσιον εις έκαστον οπλίτην, ψιλόν στρατιώτην και τοξότην, τρεις Αιγινητικούς οβολούς καθ' ημέραν και εις έκαστον ιππέα μίαν Αιγινητικήν δραχμήν.
(7) "Η πόλις, η ζητήσασα την βοήθειαν, θα έχη την γενικήν αρχηγίαν της στρατιάς, εφόσον ο πόλεμος διεξάγεται επί του εδάφους της. Αλλ' εάν πασαι αι πόλεις αποφασίσουν εκ συμφώνου να εκστρατεύσουν εκτός του εδάφους των, πάσαι θα μετέχουν εξ ίσου της αρχηγίας.
(8) "Τον όρκον της συνθήκης θα ορκισθούν οι Αθηναίοι δι' εαυτούς και τους συμμάχους των. Οι Αργείοι, οι Μαντινείς, οι Ηλείοι και οι σύμμαχοί των θα ορκισθούν έκαστος εις τας ιδίας αυτών πόλεις. Ο όρκος θα δοθή επί θυμάτων τελείας σωματικής αναπτύξεως κατά τον τύπον, ο οποίος θεωρείται επισημότατος εις εκάστην πόλιν. Ο όρκος δε θα είναι ο εξής: "Υπόσχομαι να τηρήσω την συνθήκην της ειρήνης και της συμμαχίας, συμφώνως προς τας διατάξεις αυτής, μετά δικαιοσύνης και ευθύτητος και άνευ οπισθοβουλίας, και να μη παραβώ αυτήν με κανένα τρόπον και υπό ουδεμίαν πρόφασιν".
(9) "Εις τας Αθήνας, ο όρκος θα δοθή υπό της Βουλής και των εντοπίων αρχόντων, ενώπιον των πρυτάνεων. Εις το Άργος, υπό της Βουλής, του συμβουλίου των ογδοήντα και των αρτύνων ενώπιον του συμβουλίου των ογδοήντα. Εις την Μαντίνειαν, υπό των δημιουργών, της Βουλής και των άλλων αρχόντων, ενώπιον των θεωρών και των πολεμάρχων. Εις την Ήλιδα, υπό των δημιουργών, των ανωτάτων αρχόντων και των εξακοσίων, ενώπιον των δημιουργών και των δεσμοφυλάκων,
(10) "Οι όρκοι θ' ανανεούνται υπό των Αθηναίων, αποστελλόντων προς τούτο αντιπροσώπους τριάντα ημέρας προ των Ολυμπιακών αγώνων εις την Ήλιδα, την Μαντίνειαν και το Άργος υπό των Αργείων, των Ηλείων και των Μαντινέων, αποστελλόντων προς τούτο αντιπροσώπους εις Αθήνας, δέκα ημέρας προ των Μεγάλων Παναθηναίων.
(11) "Η συνθήκη της ειρήνης και της συμμαχίας και οι όρκοι θ' αναγραφούν υπό των Αθηναίων εις λιθίνην στήλην επί της Ακροπόλεως, υπό των Αργείων εις τον ναόν του Απόλλωνος εις την Αγοράν, υπό των Μαντινέων εις τον ναόν του Διός εις την Αγοράν. Οι σύμμαχοι θα στήσουν από κοινού χαλκήν στήλην εις την Ολυμπίαν, κατά την επικειμένην εορτήν των Ολυμπιακών αγώνων.
(12) "Εάν αι σύμμαχοι πόλεις θελήσουν να προσθέσουν τι εις τας ανωτέρω διατάξεις, ό,τι δήποτε αποφασισθή υπ' αυτών εκ συμφώνου και κατόπιν κοινής διασκέψεως, θα είναι υποχρεωτικόν".

48.
Οι Κορίνθιοι στρέφονται προς τους Λακεδαιμονίους
Τοιαύτην έλαβε μορφήν η συνομολογηθείσα ειρήνη και η συμμαχία. Αλλ' ούτε οι Αθηναίοι, ούτε οι Λακεδαιμόνιοι παρητήθησαν ως εκ τούτου της υφισταμένης μεταξύ αυτών ειρήνης και συμμαχίας. Οι Κορίνθιοι, εξ άλλου, μολονότι σύμμαχοι των Αργείων δεν προσεχώρησαν εις την νέαν ταύτην συνθήκην. Είχαν μάλιστα αρνηθή να λάβουν μέρος εις επιθετικήν και αμυντικήν συμμαχίαν, η οποία είχε συνομολογηθή προηγουμένως μεταξύ Ηλείων, Αργείων και Μαντινέων, δηλώσαντες ότι αρκεί εις αυτούς η αρχική αμυντική συμμαχία, δια της οποίας ανέλαβαν την υποχρέωσιν να βοηθούνται αμοιβαίως, χωρίς να υποχρεούνται να λαμβάνουν μέρος εις επιθετικόν πόλεμον. Ούτως, οι Κορίνθιοι απεχωρίσθησαν των τέως συμμάχων των και εστράφησαν πάλιν προς τους Λακεδαιμονίους.


49.
Οι Λακεδαιμόνιοι αποκλείονται από τους Ολυμπιακούς αγώνας του 420
Κατά το θέρος τούτο ετελέσθησαν οι Ολυμπιακοί αγώνες, κατά τους οποίους ο εξ Αρκαδίας Ανδροσθένης ενίκησε δια πρώτην φοράν το παγκράτιον. Οι Λακεδαιμόνοι απεκλείσθησαν εκ του ιερού χώρου του ναού υπό των Ηλείων, και ούτως ούτε θυσίαν ημπορούσαν να προσφέρουν, ούτε εις τους αγώνας να λάβουν μέρος, διότι ηρνήθησαν να πληρώσουν το πρόστιμον, εις το οποίον κατεδικάσθησαν, σύμφωνα με τον Ολυμπιακόν νόμον, υπό των Ηλείων, ισχυριζομένων ότι διαρκούσης της εκεχειρίας των Ολυμπιακών αγώνων εξεστράτευσαν κατά του φρουρίου και εισήγαγαν Λακεδαιμονίους οπλίτας εντός του Λεπρέου. Το ποσόν του προστίμου ανήρχετο εις δύο χιλιάδας μνας, ήτοι δύο μνας δι' έκαστον οπλίτην, σύμφωνα με την διάταξιν του νόμου. Οι Λακεδαιμόνιοι έπεμψαν πρέσβεις και υπεστήριξαν, ότι δεν κατεδικάσθησαν δικαίως, ισχυριζόμενοι ότι καθ' όν χρόνον εισήγαγαν τους οπλίτας των εις το Λέπρεον, η ιερά εκεχειρία δεν είχεν αναγγελθή εις την Λακεδαίμονα. Αλλ' οι Ηλείοι απήντησαν, ότι η εκεχειρία, η οποία αναγγέλλεται πρώτον μεταξύ αυτών των ιδίων, ίσχυεν ήδη εις την Ηλείαν, και ότι ενώ αυτοί, ως εν καιρώ ανακωχής, έμεναν ήσυχοι και δεν επερίμεναν επίθεσιν, οι Λακεδαιμόνοι επωφελήθησαν της ευκαρίας δια να διαπράξουν την αδικίαν εκείνην αιφνιδιαστικώς. Οι Λακεδαιμόνιοι, εξ άλλου, ανταπήντησαν ότι οι Ηλείοι δεν ώφειλαν ν' ανακοινώσουν καθόλου εις την Λακεδαίμονα την εκεχειρίαν, εάν ενόμιζαν ότι αυτή είχε παραβιασθή, αλλ' ανεκοίνωσαν αυτήν, διότι δεν είχαν τότε τοιαύτην ιδέαν και έκτοτε πάσα κατ' αυτών εχθροπραξία έπαυσεν. Οι Ηλείοι όμως επέμεναν εις την γνώμην των, ότι ηδικήθησαν υπό των Λακεδαιμονίων και ότι τα περι του εναντίου επιχερήματα τούτων δεν ημπορούσαν να τους πείσουν. Αλλ' ότι αν ήθελαν να τους αποδώσουν το Λέπρεον, όχι μόνον εδέχοντο να παραιτηθούν του ανήκοντος εις αυτούς μέρους του προστίμου, αλλά και να πληρώσουν οι ίδιοι αντ' εκείνων το μέρος αυτού, το ανήκον εις τον θεόν.

50. Αποκρουσθείσης και της προτάσεως ταύτης, οι Ηλείοι επρότειναν πάλιν εις τους Λακεδαιμονίους να μην αποδώσουν μεν το Λέπρεον, εάν επέμεναν εις την άρνησίν των, αφού όμως επεθύμουν ζωηρώς να τους επιτραπή η ελευθέρα είσοδος του ναού του Ολυμπίου Διός, ν' αναβούν εις τον βωμόν αυτού και υποσχεθούν ενόρκως ενώπιον όλων των Ελλήνων, ότι πράγματι θα καταβάλουν το πρόστιμον βραδύτερον. Αλλ' επειδή ούτε την πρότασιν ταύτην εδέχθησαν, οι Λακεδαιμόνιοι απεκλείσθησαν από τον ναόν, τας θυσίας και τους αγώνας, και περιωρίσθησαν να προσφέρουν τας θυσίας των εις την ιδίαν αυτών πόλιν, ενώ οι λοιποί Έλληνες, πλην των Λεπρεατών, έγιναν δεκτοί. Οι Ηλείοι όμως, φοβούμενοι μήπως οι Λακεδαιμόνιοι θελήσουν δια της βίας να εισέλθουν εις τον ναόν και προσφέρουν θυσίας, συνεκρότησαν φρουράν εκ των νεωτέρων ενόπλων ανδρών. Εις βοήθειαν τούτων ήλθαν και χίλιοι Αργείοι, χίλιοι Μαντινείς και μερικοί Αθηναίοι ιππείς, οι οποίοι ανέμεναν εις την Αρπίνην (απέχουσαν είκοσι στάδια από την Ολυμπίαν) την τέλεσιν της εορτής. Οι μετέχοντες της πανηγύρεως κατείχοντο υπό μεγάλου φόβου μήπως οι Λακεδαιμόνιοι έλθουν να επιβληθούν δια των όπλων, και ο φόβος των ηύξησεν, όταν ο Λακεδαιμόνιος Λίχας, υιός του Αρκεσιλάου, ετραυματίσθη υπό των ραβδούχων εντός του στίβου, λόγω του ότι αποκλεισθείς ως Λακεδαιμόνιος από τον κατάλογον των μελλόντων ν' αγωνισθούν, είχε καταχωρίσει το άρμα του, συρόμενον υπό ζεύγους ίππων, εις όνομα του δημοσίου των Βοιωτών. Όταν δε τούτο ανεκηρύχθη νικητής, προχωρήσας εις τον στίβον, εστεφάνωσε τον ηνίοχον, θέλων να δείξη ότι το άρμα ήτον ιδικόν του. Το επεισόδιον τούτο κατετρόμαξεν έτι μάλλον τον κόσμον και ενόμισαν, ότι κάτι σοβαρόν θα συμβή. Οι Λακεδαιμόνιοι όμως έμειναν ήσυχοι, και ούτως η εορτή διεξήχθη άνευ περαιτέρω επεισοδίων. Μετά την εορτήν των Ολυμπίων, οι Αργείοι ήλθαν μετά των άλλων συμμάχων των εις την Κόρινθον, δια να πείσουν τους Κορινθίους να λάβουν μέρος εις τη συμμαχίαν. Και πρέσβεις των Λακεδαιμονίων έτυχαν ωσαύτως να ευρίσκωνται εκεί. Μετά μακράς όμως διαπραγματεύσεις, εις ουδέν κατέληξαν, και ένεκα επισυμβάντος σεισμού, οι πρέσβεις των διαφόρων πόλεων επέστρεψαν εις τα ίδια. Και το θέρος έληξε.


51.
Μάχη μεταξύ Ηρακλειωτών και Αινιάνων
Κατά τον επόμενον χειμώνα έλαβε χώραν μάχη μεταξύ των Ηρακλειωτών της Τραχίνος και των Αινιάνων, Δολόπων, Μηλιέων και τινών Θεσσαλών. Διότι οι λαοί ούτοι εγειτόνευαν και διέκειντο εχθρικώς προς την Ηράκλειαν, της οποίας η οχύρωσις αποκλειστικόν σκοπόν είχε την κατ' αυτών απειλήν. Και ευθύς εξ αρχής της ιδρύσεώς της, εκηρύχθησαν εχθροί της και ηρήμωναν αυτήν όσον ηδύναντο, τώρα ενίκησαν τους Ηρακλειώτας κατά την συγκροτηθείσαν μάχην, εφονεύθησαν δε και άλλοι Ηρακλειώται, και ο Λακεδαιμόνιος Ξενάρης, υιός του Κνίδιος, διοικητής της πόλεως. Ούτως έληξεν ο χειμών και συγχρόνως το δωδέκατον έτος του πολέμου.

 

[Προηγούμενο] [Συνέχεια βιβλίου]