53.
Ανάκλησις του Αλκιβιάδου δια την υπόθεσιν των Ερμών
Εκεί ευρίσκουν την Σαλαμινίαν, η οποία είχεν έλθει εξ Αθηνών διά να προσκαλέση και τον Αλκιβιάδην να επιστρέψη, όπως απολογηθή κατά των κατηγοριών, διά τας οποίας ενεκάλει αυτόν η πόλις, και άλλους τινάς των στρατιωτών, εκ των οποίων τινές μεν είχαν μηνυθή μετ' αυτού διά την βεβήλωσιν των μυστηρίων, τινές δε διά τον ακρωτηριασμόν των Ερμών. Διότι, μετά την αναχώρησιν του στρατού, οι Αθηναίοι εξηκολούθησαν ουδέν ήττον την ανάκρισιν περί των γεγονότων των σχετιζομένων προς το έγκλημα των μυστηρίων και το των Ερμών, και χωρίς να εξελέγχουν την αξιοπιστίαν των μηνυτών, αλλ' αποδεχόμενοι ένεκα της καχυποψίας των πάσαν καταγγελίαν ως αληθή, συνελάμβαναν και έρριπτον εις τας φυλακάς πολίτας εκ των χρηστοτάτων, παρέχοντες πίστιν εις ανθρώπους κακόπιστους. Διότι, οσάκις εναντίον τινός διετυπούτο κατηγορία τις, έστω και αν ούτος απελάμβανεν αρίστης υπολήψεως, εθεώρουν ότι ήτο προτιμότερον να βασανίσουν το πράγμα διά να εύρουν την αλήθειαν, παρά ν' αφίσουν τον καταγγελθέντα να διαφύγη ανεξέταστος, λόγω της αχρειότητος του μηνυτού. Διότι ο λαός, ο οποίος εγνώριζεν εκ παραδόσεως ότι η τυραννίς του Πεισιστράτου και των τέκνων του κατήντησεν εις το τέλος πιεστική, και προς τούτοις ότι η κατάλυσις αυτής δεν ωφείλετο εις αυτούς και τον Αρμόδιον, αλλ' εις τους Λακεδαιμονίους, διετέλει υπό διαρκή φόβον και υπώπτευε τα πάντα.

54.
Ιστορική αναδρομή εις τους Πεισιστρατίδας
Θα προβώ ήδη εις την εκτενεστέραν οπωσδήποτε διήγησιν της ερωτικής περιπέτειας, εκ της οποίας προεκλήθη το τόλμημα του Αριστογείτονος και του Αρμοδίου, διά ν' αποδείξω ότι ούτε αυτοί καν οι Αθηναίοι (διά να μη μνημονεύσω τους άλλους Έλληνας) εκθέτουν ακριβώς τα περί των τυράννων των και του εν λόγω επεισοδίου. Αφού δηλαδή ο Πεισίστρατος απέθανε γέρων και ασκών ήδη την τυραννίδα, την αρχήν κατέλαβεν όχι ο Ίππαρχος, ως οι πολλοί νομίζουν, αλλ' ο Ιππίας, ο πρεσβύτερος των υιών αυτού. Όταν ο Αρμόδιος έφθασεν εις το άνθος της νεανικής ωραιότητος, ο Αριστογείτων, πολίτης της μέσης τάξεως, είχεν αυτόν ως εραστήν. Ο υιός του Πεισιστράτου Ίππαρχος επεχείρησε ν' αποπλανήση τον Αρμόδιον, ο οποίος απέκρουσε τας προτάσεις του και κατήγγειλε το πράγμα εις τον Αριστογείτονα. Ούτος, βαρυαλγής εκ του ερωτικού πάθους και φοβηθείς μήπως ο ίππαρχος, ως εκ της δυνάμεώς του, καταφύγη εις την βίαν, διά να του αποσπάση τον Αρμόδιον, ήρχισεν ευθύς διοργανώνων κρυφίως την ανατροπήν της τυραννίδος με κάθε μέσον το οποίον διέθετε. Και επειδή εν τω μεταξύ ο ίππαρχος, επαναλαβών τας προτάσεις του προς τον Αρμόδιον, δεν επέτυχε μεν περισσότερον από την πρώτην φοράν, αλλά και δεν ηθέλησε να προσφύγη εις βίαια μέτρα, επεδίωκεν όμως την δημιουργίαν ευκαιρίας, όπως τον προπηλακίση δι' υπούλου τρόπου, χωρίς ν' αφίση να φανούν τα αληθή αυτού ελατήρια. Διότι η εξουσία του γενικώς δεν ήτο επαχθής εις τον λαόν, και είχε κατορθώσει ν' ασκή αυτήν κατά τρόπον μη προκαλούντα αντιπάθειας. Ουδείς, τωόντι, τύραννος επέδειξεν επί μακρότερον χρόνον ευγένειαν αισθημάτων και ικανότητα όσην οι Πεισιστρατίδαι. Και ενώ εισέπρατταν ως μόνον φόρον το εικοστόν των προϊόντων της γης, και την πόλιν των καλώς διεκόσμησαν και τους πολέμους διεξήγαν επιτυχώς και εις τους ναούς εσύχναζαν, δια να προσφέρουν θυσίας. Κατά τα άλλα, η πόλις εξηκολούθει διεπομένη από τους προηγουμένους κειμένους νόμους, άνευ επεμβάσεως των τυράννων, μόνον ότι εφρόντιζαν ούτοι όπως εις εκ της οικογενείας αυτών εκλέγεται εκάστοτε μεταξύ των αρχόντων. Και άλλοι εξ αυτών ήσκησαν την ενιαυσίαν αρχήν των Αθηνών και ο Πεισίστρατος, υιός του τυραννεύσαντος Ιππίου, ομώνυμος του πάππου του, ο οποίος κατά την περίοδον της αρχής του κατεσκεύασεν εις την αγοράν τον βωμόν, τον οποίον αφιέρωσεν εις τους δώδεκα θεούς και έτερον εις την ιεράν περιοχήν του Πυθίου, τον οποίον αφιέρωσεν εις τον Απόλλωνα. και το μεν επίγραμμα του βωμού της αγοράς εξηφανίσθη, ένεκα της υπό του δήμου των Αθηναίων γενομένης βραδύτερον προεκτάσεως του μήκους του. Αλλά το επίγραμμα του βωμού του Πυθίου φαίνεται ακόμη και σήμερον, αν και τα γράμματα αμυδρώς διακρίνονται, και έχει ως εξής:
"Το μνημείον τούτο της αρχοντείας του ο υιός του Ιππίου Πεισίστρατος αφιέρωσεν εις την Ιεράν περιοχήν του Πυθίου Απόλλωνος".

55. Ότι ο Ιππίας ήτο ο πρεσβύτερος των υιών του Πεισιστράτου, και ως εκ τούτου ανήλθεν εις την ανωτάτην αρχήν, υποστηρίζω και διότι το γνωρίζω ακριβέστερον από άλλους εξ ακοής, αλλά και διότι το τοιούτο συνάγεται ασφαλώς και εκ των επομένων. Ότι μόνος αυτός εκ των γνησίων αδελφών αποδεικνύεται ότι είχε τέκνα, όπως μαρτυρεί και ο άρτι μνημονευθείς βωμός και η στήλη που εστήθη εις την Ακρόπολιν των Αθηνών προς διαιώνισιν της αδικίας των τυράννων, εις την οποίαν, ούτε του Θεσσαλού, ούτε του Ιππάρχου, μνημονεύεται κανέν τέκνον, ενώ του Ιππίου πέντε, τα οποία απέκτησεν εκ του γάμου του με την Μυρσίνην, θυγατέρα του Καλλίου, υιού του Υπεροχείδου. Και ήτο βέβαια φυσικόν ο πρεσβύτερος να νυμφευθή πρώτος. Επί πλέον, το όνομά του εις την ιδίαν στηλην είναι γραμμένον αμέσως μετά το όνομα του πατρός του, και τούτο πολύ φυσικά, λόγω του ότι ήτο πρεσβύτερος υιός και διεδέχθη αυτόν εις την τυραννίδα. Νομίζω, άλλωστε, ότι ο Ιππίας δεν ήθελε κατορθώσει τόσον ευκόλως να γίνη κύριος της αρχής αμέσως μετά τον θάνατον του Ιππάρχου, εάν ούτος ήτο τύραννος, και εκείνος διά πρώτην φοράν επεδίωκεν αυθημερόν να εγκατασταθή εις αυτήν. Ενώ, λόγω του ότι ήσαν συνηθισμένοι από προτήτερα, οι μεν πολίται να τον φοβούνται, οι δε σωματοφύλακές του εις αυστηράν πειθαρχίαν, κατέβαλε την συνωμοσίαν μετά περισσής ασφαλείας και εις ουδεμίαν ευρέθη αμηχανίαν, όπως θα συνέβαινεν, αν ήτο νεώτερος αδελφός, οπότε δεν θα είχεν αποκτήσει διά προηγουμένης ήδη ασκήσεως την συνήθειαν της εξουσίας. Εις τον Ίππαρχον, εντούτοις, συνέβη, επειδή κατέστη ονομαστός, ένεκα του τραγικού τέλους του, να διαφημισθή ακολούθως και ως τύραννος.

56. Επειδή δε ο Αρμόδιος απέκρουσε τας προτάσεις του, ο Ίππαρχος προέβη εις τον προπηλακισιμόν αυτού, όπως εσχεδίαζε. Διότι, ενώ προσεκάλεσαν αδελφήν του Αρμοδίου, παρθένον, να έλθη, διά να χρησιμεύση ως κανηφόρος κατά τινα πομπήν, την απέπεμψαν, ισχυριζόμενοι ότι ουδέποτε εσκέφθησαν καν να την προσκαλέσουν, ως μη αξίαν τοιαύτης τιμής. Ο Αρμόδιος βαρέως έφερε τούτο και χάριν αυτού έτι μάλλον ηρεθισμένος ήτο ο Αριστογείτων. Και είχαν μεν ήδη συνεννοηθή μετά των συνωμοτών περί των λεπτομεριών της εκτελέσεως του σχεδίου των, επερίμεναν όμως την εορτήν των Μεγάλων Παναθηναίων, κατά την ημέραν των οποίων και μόνον η ένοπλος συγκέντρωσις των πολιτών, όσοι λαμβάνουν μέρος εις την πομπήν, δεν διήγειρεν υποψίας. Και ο μεν Αρμόδιος και ο Αριστογείτων θα ήρχιζαν την επίθεσιν, οι δε λοιποί θα τους εβοήθουν, επιτιθέμενοι ευθύς αμέσως κατά των σωματοφυλάκων. Χάριν ασφαλείας, οι συνωμόται δεν ήσαν πολλοί, διότι ήλπιζαν ότι, όσον ολίγοι και αν ήσαν οι επιχειρήσαντες το τόλμημα, και οι μη μεμυημένοι, εφόσον είχαν όπλα, θ' απεφάσιζαν αμέσως να βοηθήσουν, διά ν' ανακτήσουν την ιδίαν αυτών ελευθερίαν.

57. Και ως έφθασεν η ημέρα της εορτής, ο μεν Ιππίας μετά των σωματοφυλάκων του ευρίσκετο εκτός της πόλεως, εις τον καλούμενον Κεραμεικόν, κανονίζων την σειράν κατά την οποίαν έπρεπε να προχωρούν τα διάφορα τμήματα της πομπής. Ο Αρμόδιος και ο Αριστογείτων, εξ άλλου, κρατούντες ήδη τα εγχειρίδια, επροχώρουν, διά να εκτελέσουν το σχέδιόν των. Αλλ' όταν είδαν ένα των συνωμοτών συνομιλούντα οικείως με τον Ιππίαν, ο οποίος ήτο ευπρόσιτος εις όλους, εφοβήθησαν, νομίζοντες ότι επροδόθησαν, και ότι από στιγμής εις στιγμήν θα συνελαμβάνοντο. Ως εκ τούτου, ηθέλησαν, πριν συλληφθούν, να εκδικηθούν, εάν ημπορούσαν, προηγουμένως εκείνον που έγινεν αιτία τοιαύτης δι' αυτούς λύπης, και ένεκα του οποίου διεκινδύνευαν τα πάντα, και όπως ήσαν, όρμησαν εντώς των πυλών της πόλεως και συναντήσαντες τον Ίππαρχον παρά το Ιερόν, το καλούμενον Λεωκόρειον, επέπεσαν κατ' αυτού αμέσως αποτυφλωμένοι από το σφοδρόν πάθος, ο μεν της ερωτικής ζηλοτυπίας, ο δε της τρωθείσης υπερηφανείας, τον κτυπούν και τον φονεύουν. Και ο μεν Αριστογείτων διέφυγε την στιγμήν εκείνην τους σωματοφύλακας, λόγω του προσδραμόντος πλήθους, αλλά τον συνέλαβαν ακολούθως και δεν τον μετεχειρίσθησαν βέβαια με ηπιότητα. Ο Αρμόδιος όμως εφονεύθη αμέσως επί τόπου.

58. Ως έμαθεν ο Ιππίας την είδησαν εις τον Κεραμεικόν, έσπευσεν ευθύς όχι εις τον τόπον του δράματος, αλλά προς τους συνοδεύοντας την πομπήν ενόπλους, πριν ούτοι, ευρισκόμενοι εις ικανήν οπωσδήποτε απόστασιν, μάθουν τίποτε. Και μη αφίσας να εκδηλωθή εις την φυσιογνωμίαν του τίποτε διά την επελθούσαν συμφοράν, προεκάλεσεν αυτούς να μεταβούν εις μέρος τι, το οποίον τους έδειξε, αφού προτήτερα αφίσουν τα όπλα των. Και ούτοι μεν υπήκουσαν, νομίζοντες ότι επρόκειτο να τους είπη τίποτε, ούτος όμως διέταξε τους σωματοφύλακας ν' αναλάβουν τα αφεθέντα όπλα και εχώρισεν ευθύς εκείνους, τους οποίους εθεώρει ενόχους, και κάθε άλλον που ευρέθη φέρων εγχειρίδιον, διότι η συνήθεια ήτο να βαδίζουν κατά την πομπήν φέροντες ασπίδα μόνον και δόρυ.

59.Κατά τοιούτον τρόπον, ερωτική λύπη υπήρξεν η αρχή της συνωμοσίας του Αρμοδίου και του Αριστογείτονος, των οποίων ο αιφνίδιος φόβος επροκάλεσε το παράλογον τόλμημα. Μετά τούτο, η τυραννίς κατέστη επαχθεστέρα διά τους Αθηναίους, και ο Ιππίας, διατελών ήδη υπό το κράτος φόβου μάλλον, και πολλούς εκ των πολιτών εθανάτοσε και συγχρόνως εξήταζεν επιμελώς, διά να ίδη εάν, εις περίπτωσιν πολιτικής ανατροπής, ηδύνατο να εύρη εις το εξωτερικόν τόπον τινα όπου να καταφύγη ασφαλώς. Εν πάση περιπτώσει, Αθηναίος αυτός, έδωσε μετά ταύτα εις γάμον την θυγατέρα του Αρχεδίκην προς τον Λαμψακηνόν Αιαντίδην, υιόν του Ιππόκλου, τυράννου της Λαμψάκου, διότι έμαθεν ότι η οικογένεια αυτή είχε μεγάλην επιρροήν επί του βασιλέως Δαρείου, και ο τάφος αυτής ευρίσκεται εις την Λάμψακον, φέρων το εξής επίγραμμα:
"Ανδρός αριστεύσαντος μεταξύ των Ελλήνων της εποχής του, του Ιππίου την θυγατέρα Αρχεδίκην, καλύπτει η γη αυτή. Πατέρα και σύζυγον και αδελφούς έχουσα τυράννους και τέκνα ακόμη, όμως δεν εξιππάσθη από αλαζονείαν". Ο Ιππίας, τυραννεύσας επί τρία ακόμη έτη εις τας Αθήνας και καθαιρεθείς κατα το τέταρτον έτος υπό των Λακεδαιμονίων και των εξορίστων εκ των Αλκμαιωνιδών, απεσύρθη δυνάμει συμβάσεως εις το Σίγειον και έπειτα πλησίον του Αιαντίδου εις την Λάμψακον. Εκείθεν μετέβη προς τον βασιλέα Δαρείον, οπότε είκοσιν έτη βραδύτερον, γέρων ήδη, ηκολούθησε τους Πέρσας εις την κατά του Μαραθώνος εκστρατείαν.

60. Ταύτα έχων κατά νουν ο Αθηναϊκός λαός και ανακαλών εις την μνήμην του όσα εγνώριζε περί αυτών εκ παραδόσεως, ήτο αμείλικτος και πλήρης δυσπιστίας προς εκείνους, οι οποίοι κατηγορούντο διά το ζήτημα των μυστηρίων, και η όλη υπόθεσις εθεωρείτο υπ' αυτών ότι ωφείλετο εις συνωμοσίαν, αποβλέπουσαν εις εγκαθίδρυσιν ολιγαρχίας ή τυραννίδος. Και επειδή, ως εκ του ερεθισμού τούτου των πνευμάτων, πολλοί και αξιόλογοι ανθρώποι ευρίσκοντο ήδη εις τας φύλακας, και το κακόν δεν εφαίνετο ότι πλησιάζει να παύση, αλλά καθ' ημέραν εδεινώνετο περισσότερον και προέβαιναν εις αθροωτέρας συλλήψεις, τότε πλέον εις των προφυλακισμένων, ο οποίος εθεωρείτο περισσότερον των άλλων ένοχος, κατεπείσθη υπό τινος εκ των κρατουμένων εις την ιδίαν φυλακήν να προβή εις ομολογίαν ενοχής, αδιαφορόν αν αληθή ή όχι. Διότι αι γνώμαι διχάζονται και κανείς, ούτε τότε, ούτε μέχρι σήμερον, γνωρίζει να είπη ποίοι ήσαν οι αληθείς δράσται του εγκλήματος. Ο μετ' αυτού κρατούμενος κατώρθωσε να τον πείση, παριστάνων εις αυτόν ότι οφείλει να το πράξη, και αν ακόμη δεν ήτο ένοχος, διά να σώση εαυτόν, εξασφαλίζων την ατυμωρησίαν του, και απαλλάξη την πόλιν από την υποψίαν, η οποία την συνετάρασσε. Διότι η σωτηρία αυτού ήτο ασφαλεστέρα, εάν, ομολογήσας την ενοχήν του, εξασφαλίση την ατιμωρησίαν, παρά εάν αρνηθείς την κατηγορίαν παραπεμφθή εις δίκην. Το αποτέλεσμα υπήρξεν ότι ούτος κατεμήνυσεν εαυτόν και άλλους τινάς ως ενόχους του ακρωτηριασμού των Ερμών. Και ο δήμος των Αθηναίων, ο οποίος εθεώρει προηγουμένως αφόρητον το να μη κατορθωθή η ανακάλυψις των συνωμοτούντων κατά του δημοκρατικού πολιτεύματος, απεδέχθη μετά μεγάλης χαράς την εξακρίβωσιν, ως πίστευε, της αληθείας, και τον μεν καταδότην και όσους εκ των συγκατηγορουμένων του δεν είχεν ούτος καταγγείλει, απέλυσαν ευθύς, τους δε λοιπούς κατηγορουμένους όσους είχαν συλλάβει εδίκασαν και εθανάτωσαν, ενώ εκείνους που είχαν διαφύγει κατεδίκασαν εις θάνατον, προκηρύξαντες χρηματικήν αμοιβήν δι' εκείνον, ο οποίος θα εφόνευε τινα εξ αυτών. Αλλ' εις την περίστασιν αυτήν κανείς δεν γνωρίζει μήπως οι παθόντες ετιμωρήθησαν αδίκως. Αναμφισβήτητον όμως είναι ότι εκ τούτου καταφανώς ωφελήθη η όλη πόλις.

61. Προκειμένου περί του Αλκιβιάδου, αι διαθέσεις των Αθηναίων, εξωθουμένων υπό των εχθρών του, αυτών εκείνων, οι οποίοι και προ του απόπλου είχαν επιτεθή κατ' αυτού, ήσαν εκτάκτως δυσμενείς. Και επειδή ενόμιζαν ότι εγνώριζαν ήδη την αλήθειαν περί της υποθέσεως των Ερμών, επίστευαν έτι μάλλον ότι και η υπόθεσις των μυστηρίων, διά την οποίαν κατηγορείτο, ενηργήθη υπ' αυτού προς τον αυτόν σκοπόν και εκ συνεννοήσεως προς τους συνωμοτούντας κατά της Δημοκρατίας. Διότι ανεξαρτήτως, τωόντι, άλλων υπόπτων περιστατικών, έτυχε την εποχήν αυτήν, κατά την οποίαν συνεταράσσοντο αι Αθήναι, ένεκα των υποθέσεων τούτων, να έλθη μέχρι του Ισθμού μικρά στρατιωτική δύναμις Λακεδαιμονίων συνεπεία συμφωνίας τινός προς τους Βοιωτούς. Ενομίσθη λοιπόν ότι ήλθεν αυτή, όχι, χάριν των Βοιωτών, αλλά κατόπιν μυστικής συνεννοήσεως μετά του Αλκιβιάδου, και ότι αν δεν προελάμβαναν τάχα αυτοί να συλλάβουν τους καταγγελθέντας, η πόλις θα παρεδίδετο διά προδοσίας. Και μάλιστα μίαν τινά νύκτα διενυκτέρευσαν ένοπλοι εις τα εντός της πόλεως Θησείον. Κατά τον αυτόν χρόνον, οι φίλοι του Αλκιβιάδου εις το Άργος έγιναν ύποπτοι, ως σχεδιάζοντες επίθεσιν κατά των δημοκρατικών. Και ως εκ τούτου οι Αθηναίοι παρέδωσαν τότε τους εις τας νήσους τοποθετημένους Αργείους ομήρους εις τον λαόν του Άργους, διά να τους θανατώση. Ούτω περί το όνομα του Αλκιβιάδου εσχηματίσθη πυκνή ατμόσφαιρα υποψίας.

Ο Αλκιβιάδης αναχωρήσας εκ της Σικελίας δια τας Αθήνας διαπεραιούται εις Πελοπόννησον
Ως εκ τούτου, απέστειλαν την Σαλαμινίαν εις την Σικελίαν, διά να προσκαλέση και εκείνον και τους άλλους, οι οποίοι είχαν μηνυθή, μόνον και μόνον διότι διά της εις δίκην παραπομπής επεδίωκαν να τον θανατώσουν. Κατά τας δοθείσας οδηγίας, έπρεπε να προσκαλέσουν αυτόν να τους ακολουθήση, διά να έλθη ν' απολογηθή, αλλά να μη τον συλλάβουν, διότι επεδίωκαν να μη συνταράξουν τους ιδίους των στρατιώτας, που ευρίσκοντο εις την Σικελίαν, και να μη προκαλέσουν την προσοχήν των εκεί εχθρών των, και διότι προ πάντων ήθελαν να παραμείνουν εκεί οι Μαντινείς και οι Αργείοι, τους οποίους ενόμιζαν ότι χάριν της επιρροής εκείνου είχαν πεισθή να λάβουν μέρος εις την εκστρατείαν. Ο Αλκιβιάδης επεβιβάσθη μετά των συγκατηγορουμένων του επί του ιδίου αυτού πλοίου, και απέπλευσαν μετά της Σαλαμινίας εκ της Σικιελίας, διευθυνόμενοι εις Αθήνας. Αλλ' όταν έφθασαν εις τους Θουρίους, δεν την ηκολούθησαν περαιτέρω, αλλ' εγκατέλειψαν το πλοίον και εξηφανίσθησαν, διότι εφοβήθησαν να επιστρέψουν εις τας Αθήνας, διά να δικασθούν, υπό την επιρροήν κακοβούλων κατηγοριών. Οι επί της Σαλαμινίας ησχολήθησαν επί τινα χρόνον εις αναζήτησιν αυτού και των μετ' αυτού. Αλλά μη δυνάμενοι να τους ανακαλύψουν, απέπλευσαν οίκαδε. Ο Αλκιβιάδης, φυγάς ήδη, διεπεραιώθη μετ' ου πολύ εκ της Θούριας εις την Πελοπόννησον διά πλοίου, και οι Αθηναίοι, δικάσαντες ερήμην αυτόν και τους μετ' αυτού, κατέγνωσαν εναντίον των την ποινήν του θανάτου.


[Προηγούμενο] [Συνέχεια βιβλίου]