Ἀριστοτέλους

Περὶ Ψυχῆς

Μετάφραση-Σχόλια: Παύλου Γρατσιάτου

ΒΙΒΛΙΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ, ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ'
Περί της αφής. Είναι μία ή περισσότεραι αισθήσεις η αφή; Αναφορά προς τας άλλας αισθήσεις. Γίνεται διά μεσολαβήσεως της σαρκός μεταξύ αυτής και των απτών πραγμάτων. Ιδιότητες της σαρκός ως μεσάζοντος στοιχείου.

422b17

   Περὶ δὲ τοῦ ἁπτοῦ καὶ περὶ ἁφῆς ὁ αὐτὸς λόγος· εἰ γὰρ ἡ ἁφὴ μὴ μία ἐστὶν αἴσθησις ἀλλὰ πλείους, ἀναγκαῖον καὶ τὰ ἁπτὰ αἰσθητὰ πλείω εἶναι. ἔχει δ' ἀπορίαν πότερον πλείους εἰσὶν ἢ μία, καὶ τί τὸ αἰσθητήριον τὸ τοῦ ἁπτικοῦ, πότερον ἡ σὰρξ καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις τὸ ἀνάλογον, ἢ οὔ, ἀλλὰ τοῦτο μέν ἐστι τὸ μεταξύ, τὸ δὲ πρῶτον αἰσθητήριον ἄλλο τί ἐστιν ἐντός.

1. Περί του αντικειμένου της αφής, του απτού, δυνάμεθα να διανοηθώμεν τα αυτά, όπως περί της αφής. Διότι, αν η αφή είναι ουχί μία άλλα περισσότεραι αισθήσεις, ανάγκη και τα υπ' αυτής αισθητά αντικείμενα να είναι πολλά (κατ' είδος). Ζητείται λοιπόν αν η αφή είναι περισσότεραι αισθήσεις ή μία, και ποίον είναι το αισθητήριον όργανον της οπτικής δυνάμεως· είναι τούτο η σαρξ και το ανάλογον μέρος εν τοις άλλοις ζώοις (τα οποία δεν έχουσι σάρκα), ή τούτο μεν δεν είναι η σαρξ, αλλ' αύτη είναι το [σ. 91] διάμεσον, το δε κύριον όργανον είναι άλλο τι κείμενον εσωτερικώς;

 

πᾶσα γὰρ αἴσθησις μιᾶς ἐναντιώσεως εἶναι δοκεῖ, οἷον ὄψις λευκοῦ καὶ μέλανος, καὶ ἀκοὴ ὀξέος καὶ βαρέος, καὶ γεῦσις πικροῦ καὶ γλυκέος· ἐν δὲ τῷ ἁπτῷ πολλαὶ ἔνεισιν ἐναντιώσεις, θερμὸν ψυχρόν, ξηρὸν ὑγρόν, σκληρὸν μαλακόν, καὶ τῶν ἄλλων ὅσα τοιαῦτα. ἔχει δέ τινα λύσιν πρός γε ταύτην τὴν ἀπορίαν, ὅτι καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων αἰσθήσεων εἰσὶν ἐναντιώσεις πλείους, οἷον ἐν φωνῇ οὐ μόνον ὀξύτης καὶ βαρύτης, ἀλλὰ καὶ μέγεθος καὶ μικρότης, καὶ λειότης καὶ τραχύτης φωνῆς, καὶ τοιαῦθ' ἕτερα. εἰσὶ δὲ καὶ περὶ χρῶμα διαφοραὶ τοιαῦται ἕτεραι. ἀλλὰ τί τὸ ἓν τὸ ὑποκείμενον, ὥσπερ ἀκοῇ ψόφος, οὕτω τῇ ἁφῇ, οὐκ ἔστιν ἔνδηλον.

2. Πάσα αίσθησις φαίνεται ότι διακρίνει μίαν μόνην εναντίωσιν, λ. χ. η όψις το λευκόν και το μέλαν, η ακοή το οξύ και το βαρύ, και η γεύσις το πικρόν και το γλυκύ. Αλλ' εις την αφήν υπάρχουσι πολλαί εναντιώσεως, θερμόν—ψυχρόν, ξηρόν— υγρόν, σκληρόν—μαλακόν και πολλά άλλα τοιαύτα. Αλλ' εις την απορίαν ταύτην δίδει λύσιν τινά το ότι και εις τας άλλας αισθήσεις υπάρχουσι περισσότεραι εναντιώσεις, π. χ. εν τη φωνή είναι όχι μόνον οξύτης και βαρύτης, αλλά και μέγεθος και μικρότης, και λειότης και τραχύτης φωνής και άλλα τοιαύτα. Υπάρχουσι δε και εις το χρώμα τοιαύται διαφοραί. Αλλ' όμως δεν είναι φανερόν ποίον είναι το ενιαίον αντικείμενον της αφής, όπως είναι φανερόν ότι της ακοής είναι ο ήχος.

 

   πότερον δ' ἐστὶ τὸ αἰσθητήριον ἐντός, ἢ οὔ, ἀλλ' εὐ-

3. Είναι άρά γε το αισθητήριον της αφής εσωτερικόν ή όχι,

423a

θέως ἡ σάρξ, οὐδὲν δοκεῖ σημεῖον εἶναι τὸ γίνεσθαι τὴν αἴσθησιν ἅμα θιγγανομένων. καὶ γὰρ νῦν εἴ τίς <τι> περὶ τὴν σάρκα περιτείνειεν οἷον ὑμένα ποιήσας, ὁμοίως τὴν αἴσθησιν εὐθέως ἁψάμενος ἐνσημανεῖ· καίτοι δῆλον ὡς οὐκ ἔστιν ἐν τούτῳ τὸ αἰσθητήριον (εἰ δὲ καὶ συμφυὲς γένοιτο, θᾶττον ἔτι διικνοῖτ' ἂν ἡ αἴσθησις)·

αλλά κατ' ευθείαν η σαρξ αισθάνεται; Περί τούτου φαίνεται ότι ουδεμίαν απόδειξιν παρέχει το ότι η αίσθησις των αντικειμένων γίνεται ευθύς, άμα ταύτα θίγωνται. Διότι ιδού· εάν τις ήθελε κατασκευάση και εκτείνη πέριξ της σαρκός πράγμα τι ως είδος μεμβράνης, θα έχη ομοίως την αίσθησιν (1) ευθύς άμα εγγίζη. Και όμως είναι φανερόν ότι το αισθητήριον όργανον δεν είναι η μεμβράνα αύτη· και αν ακόμη αύτη ήθελε γεννηθή ομού με την σάρκα (ή το δέρμα), ακόμη ταχύτερον θα διεπέρα αυτήν η αίσθησις.

 

διὸ τὸ τοιοῦτον μόριον τοῦ σώματος ἔοικεν οὕτως ἔχειν ὥσπερ ἂν εἰ κύκλῳ ἡμῖν περιεπεφύκει ὁ ἀήρ· ἐδοκοῦμεν γὰρ ἂν ἑνί τινι αἰσθάνεσθαι καὶ ψόφου καὶ χρώματος καὶ ὀσμῆς, καὶ μία τις αἴσθησις εἶναι ὄψις ἀκοὴ ὄσφρησις. νῦν δὲ διὰ τὸ διωρίσθαι δι' οὗ γίνονται αἱ κινήσεις, φανερὰ τὰ εἰρημένα αἰσθητήρια ἕτερα ὄντα. ἐπὶ δὲ τῆς ἁφῆς τοῦτο νῦν ἄδηλον· ἐξ ἀέρος μὲν γὰρ ἢ ὕδατος ἀδύνατον συστῆναι τὸ ἔμψυχον σῶμα· δεῖ γάρ τι στερεὸν εἶναι· λείπεται δὴ μικτὸν ἐκ τῆς καὶ τούτων εἶναι, οἷον βούλεται εἶναι ἡ σὰρξ καὶ τὸ ἀνάλογον· ὥστε ἀναγκαῖον τὸ σῶμα εἶναι τὸ μεταξὺ τοῦ ἁπτικοῦ προσπεφυκός, δι' οὗ γίνονται αἱ αἰσθήσεις πλείους οὖσαι.

4. Διά τούτο το μέρος τούτο του σώματος (η σαρξ) φαίνεται ότι σχετίζεται ούτω προς ημάς, όπως θα διέκειτο ο αήρ, εάν εκ φύσεως απετέλει κύκλον περί ημάς (2). Διότι θα ενομίζομεν τότε ότι δι' ενός μόνου οργάνου αισθανόμεθα και ήχον και χρώμα και οσμήν, και ότι η όψις, η ακοή, η όσφρησις είναι μία μόνη αίσθησις. Αλλ' όμως επειδή τα διάμεσα, δι' ων γίνονται αι κινήσεις [σ. 92] αύται, είναι διάφορα, και τα ειρημένα αισθητήρια είναι φανερόν ότι είναι διάφορα. Αλλ' ως προς την αφήν τούτο είναι ακόμη άδηλον. Διότι είναι αδύνατον να συσταθή έμψυχον σώμα από αέρα και ύδωρ, αλλά πρέπει πάντοτε να υπάρχη στερεόν τι. Υπολείπεται λοιπόν το ότι το έμψυχον είναι μικτόν εκ γης και των άλλων δύο στοιχείων, όπως φαίνεται ότι είναι η σαρξ και τα εν τοις άλλοις ζώοις ανάλογον με αυτήν μέρος. Ώστε αναγκαίως εκ φύσεως το σώμα (η σαρξ) είναι το μεσολαβούν μεταξύ της απτικής δυνάμεως και του απτού αντικειμένου, δι' αυτού δε (του σώματος) γίνονται αι απτικαί αισθήσεις, αίτινες είναι περισσότεραι της μιας.

 

δηλοῖ δ' ὅτι πλείους ἡ ἐπὶ τῆς γλώττης ἁφή· ἁπάντων γὰρ τῶν ἁπτῶν αἰσθάνεται κατὰ τὸ αὐτὸ μόριον καὶ χυμοῦ. εἰ μὲν οὖν καὶ ἡ ἄλλη σὰρξ ᾐσθάνετο τοῦ χυμοῦ, ἐδόκει ἂν ἡ αὐτὴ καὶ μία εἶναι αἴσθησις ἡ γεῦσις καὶ ἡ ἀφή· νῦν δὲ δύο διὰ τὸ μὴ ἀντιστρέφειν.

5. Δεικνύει δε, ότι είναι περισσότεραι αύται, η αφή επί της επιφανείας της γλώσσης. Διότι διά του αυτού μορίου τούτου αισθάνεται η ψυχή πάντα τα απτά και τον χυμόν. Εάν προσέτι και τα άλλα μέρη της σαρκός είχον αίσθησιν του χυμού, η γεύσις και η αφή θα εθεωρούντο ότι είναι μία και η αυτή αίσθησις. Αλλά τώρα θεωρούνται ως δύο αισθήσεις, διότι δεν δύνανται να ληφθώσιν αντιστρόφως η μία αντί της άλλης. (3)

 

   ἀπορήσειε δ' ἄν τις, εἰ πᾶν σῶμα βάθος ἔχει, τοῦτο δ' ἐστὶ τὸ τρίτον μέγεθος, ὧν δ' ἐστὶ δύο σωμάτων μεταξὺ σῶμά τι, οὐκ ἐνδέχεται ταῦτα ἀλλήλων ἅπτεσθαι, τὸ δ' ὑγρὸν οὐκ ἔστιν ἄνευ σώματος, οὐδὲ τὸ διερόν, ἀλλ' ἀναγκαῖον ὕδωρ εἶναι ἢ ἔχειν ὕδωρ,

6. Δύναται τις να προβάλη την απορίαν: αφού παν σώμα έχει βάθος, τουτέστι την τρίτην διάστασιν (4), δύο σώματα, μεταξύ των οποίων μεσολαβεί έτερον σώμα, δεν δύνανται να εφάπτωνται αλλήλων. Το υγρόν όμως δεν είναι ασώματον ούτε το ρευστόν (5), αλλά πρέπει έκαστον αυτών να είναι ύδωρ (το υγρόν) ή να περιέχη ύδωρ (το ρευστόν).

 

τὰ δὲ ἁπτόμενα ἀλλήλων ἐν τῷ ὕδατι, μὴ ξηρῶν τῶν ἄκρων ὄντων, ἀναγκαῖον ὕδωρ ἔχειν μεταξύ, οὗ ἀνάπλεα τὰ ἔσχατα, εἰ δὲ τοῦτ' ἀληθές, ἀδύνατον ἅψασθαι ἄλλο ἄλλου ἐν ὕδατι, τὸν αὐτὸν δὲ τρόπον καὶ ἐν τῷ ἀέρι (ὁμοίως γὰρ ἔχει ὁ ἀὴρ πρὸς τὰ ἐν αὐτῷ καὶ τὸ ὕδωρ πρὸς τὰ ἐν τῷ ὕδατι, λανθάνει δὲ μᾶλλον ἡμᾶς, ὥσπερ καὶ τὰ ἐν τῷ ὕδατι ζῷα

Τα αντικείμενα όμως, τα οποία εντός του ύδατος υπάρχοντα εφάπτονται αλλήλων, επειδή τα άκρα αυτών δεν είναι ξηρά, έχουσι μεταξύ των ύδωρ, εξ ου είναι πλήρεις αι επιφάνειαι αυτών. Εάν δε τούτο είναι αληθές, αδύνατον είναι πράγμά τι να [σ. 93] θίγη άλλο εντός του ύδατος. Το αυτό δε συμβαίνει και εντός του αέρος, διότι ομοίαν έχει σχέσιν ο αήρ προς τα εντός αυτού όντα, οποίαν το ύδωρ προς τα εν τω ύδατι βεβυθισμένα, αλλ' εν τω αέρι απατώμεθα περισσότερον ημείς (οι ζώντες εν ατμοσφαιρικώ μέσω), όπως και των εν τω ύδατι ζώντων διαφεύγει την αντίληψιν, ότι το ρευστόν

423b

εἰ διερὸν διεροῦ ἅπτεται)

εφάπτεται του ρευστού αμέσως.

 

-πότερον οὖν πάντων ὁμοίως ἐστὶν ἡ αἴσθησις, ἢ ἄλλων ἄλλως, καθάπερ νῦν δοκεῖ ἡ μὲν γεῦσις καὶ ἡ ἁφὴ τῷ ἅπτεσθαι, αἱ δ' ἄλλαι ἄποθεν. τὸ δ' οὐκ ἔστιν, ἀλλὰ καὶ τὸ σκληρὸν καὶ τὸ μαλακὸν δι' ἑτέρων αἰσθανόμεθα, ὥσπερ καὶ τὸ ψοφητικὸν καὶ τὸ ὁρατὸν καὶ τὸ ὀσφραντόν· ἀλλὰ τὰ μὲν πόρρωθεν, τὰ δ' ἐγγύθεν, διὸ λανθάνει· ἐπεὶ αἰσθανόμεθά γε πάντων διὰ τοῦ μέσου, ἀλλ' ἐπὶ τούτων λανθάνει. καίτοι καθάπερ εἴπομεν καὶ πρότερον, κἂν εἰ δι' ὑμένος αἰσθανοίμεθα τῶν ἁπτῶν ἁπάντων λανθάνοντος ὅτι διείργει, ὁμοίως ἂν ἔχοιμεν ὥσπερ καὶ νῦν ἐν τῷ ὕδατι καὶ ἐν τῷ ἀέρι· δοκοῦμεν γὰρ νῦν αὐτῶν ἅπτεσθαι καὶ οὐδὲν εἶναι διὰ μέσου.

7. Ερωτώμεν προσέτι: καθ' όμοιον τρόπον γίνεται η αίσθησις πάντων των αισθητών, ή άλλων γίνεται άλλως, καθώς τώρα φαίνεται, η μεν γεύσις και η αφή γίνονται δι' αμέσου επαφής των πραγμάτων, αι δε άλλαι αισθήσεις γίνονται μακρόθεν; Το τελευταίαν τούτο είναι αδύνατον, διότι και το μαλακόν και το σκληρόν αισθανόμεθα δι' άλλου μεσολαβούντος, ομοίως όπως και το ηχητικόν και το ορατόν, και το οσφραντόν· αλλά ταύτα μεν μακρόθεν, εκείνα δε εγγύθεν· διό και διαφεύγει το διάμεσον τούτο την αντίληψιν ημών, διότι αισθανόμεθα πάντα διά τινος μεσολαβούντος σώματος. Αλλ' επί των εγγύς ημών όντων διαφεύγει ημάς η ύπαρξις του μέσου. Και όμως, καθώς είπομεν και πρότερον, και αν ακόμη διά μέσου μεμβράνης ξένης ηθέλαμεν αισθάνεσθαι πάντα τα απτά, χωρίς να αντιλαμβανώμεθα ότι μας διαχωρίζει εν διάμεσον, θα ευρισκόμεθα εις την αυτήν σχέσιν καθώς τώρα, ότε είμεθα εντός του ύδατος και του αέρος. Νομίζομεν δήλα δη, ότι απτόμεθα αμέσως των πραγμάτων και ότι ουδέν υπάρχει διάμεσον.

 

ἀλλὰ διαφέρει τὸ ἁπτὸν τῶν ὁρατῶν καὶ τῶν ψοφητικῶν, ὅτι ἐκείνων μὲν αἰσθανόμεθα τῷ τὸ μεταξὺ ποιεῖν τι ἡμᾶς, τῶν δὲ ἁπτῶν οὐχ ὑπὸ τοῦ μεταξὺ ἀλλ' ἅμα τῷ μεταξύ, ὥσπερ ὁ δι' ἀσπίδος πληγείς· οὐ γὰρ ἡ ἀσπὶς πληγεῖσα ἐπάταξεν, ἀλλ' ἅμ' ἄμφω συνέβη πληγῆναι.

8. Αλλά το διά της αφής αισθητόν, το απτόν, διαφέρει των ορατών και των ηχητικών, διότι τούτων μεν αισθανόμεθα διά του διαμέσου σώματος, ενεργούντος αποτέλεσμα τι εφ' ημών, τας δε απτάς ποιότητας αισθανόμεθα ουχί διά του μεταξύ σώματος (της σαρκός), αλλά μετά του μεταξύ σώματος συγχρόνως, όπως άνθρωπος διά της ασπίδος κτυπηθείς· διότι δεν επάταξεν αυτόν η ασπίς κτυπηθείσα, αλλά συνέβη και οι δύο συγχρόνως να κτυπηθώσι.

 

ὅλως δ' ἔοικεν ἡ σὰρξ καὶ ἡ γλῶττα, ὡς ὁ ἀὴρ καὶ τὸ ὕδωρ πρὸς τὴν ὄψιν καὶ τὴν ἀκοὴν καὶ τὴν ὄσφρησιν ἔχουσιν, οὕτως ἔχειν πρὸς τὸ αἰσθητήριον ὥσπερ ἐκείνων ἕκαστον. αὐτοῦ δὲ τοῦ αἰσθητηρίου ἁπτομένου οὔτ' ἐκεῖ οὔτ' ἐνταῦθα γένοιτ' ἂν αἴσθησις, οἷον εἴ τις σῶμά τι λευκὸν ἐπὶ τοῦ ὄμματος θείη τὸ ἔσχατον. ᾗ καὶ δῆλον ὅτι ἐντὸς τὸ τοῦ ἁπτοῦ αἰσθητικόν. οὕτω γὰρ ἂν συμβαίνοι ὅπερ καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων· ἐπιτιθεμένων γὰρ ἐπὶ τὸ αἰσθητήριον οὐκ αἰσθάνεται, ἐπὶ δὲ τὴν σάρκα ἐπιτιθεμένων αἰσθάνεται· ὥστε τὸ μεταξὺ τοῦ ἁπτικοῦ ἡ σάρξ.

9. Γενικώς δε φαίνεται ότι, οποίαν σχέσιν έχουσιν ο αήρ και το ύδωρ προς την όψιν και την ακοήν και την όσφρησιν, τοιαύ[σ. 94] την έχει η σάρξ και η γλώσσα προς την αφήν· αύτη είναι προς το απτικόν αισθητήριον ό,τι είναι έκαστον των στοιχείων εκείνων προς τα άλλα όργανα (6). Εάν δε αυτό το αισθητήριον ήρχετο εις επαφήν με το αντικείμενον, τότε και εις την αφήν όπως και εις τας άλλας αισθήσεις δεν θα ηδύνατο να γίνη αίσθησις, ως λ. χ. όταν θέση τις επί της επιφανείας του όμματος λευκόν σώμα. Και εκ τούτου γίνεται φανερόν, ότι κείται εσωτερικώς το αισθητήριον της αφής. Διότι ούτω μόνον θα συμβαίνη ό,τι και εις τας άλλας αισθήσεις. Όταν δηλ. τα απτά επιτεθώσι και επί του αισθητηρίου της αφής, δεν αισθανόμεθα, αλλά, εάν επιτεθώσιν επί της σαρκός, αισθανόμεθα. Άρα ή σαρξ είναι το διάμεσον (μεταξύ) της αφής και του απτού αντικειμένου.

 

   ἁπταὶ μὲν οὖν εἰσὶν αἱ διαφοραὶ τοῦ σώματος ᾗ σῶμα· λέγω δὲ διαφορὰς αἳ τὰ στοιχεῖα διορίζουσι, θερμὸν ψυχρόν, ξηρὸν ὑγρόν, περὶ ὧν εἰρήκαμεν πρότερον ἐν τοῖς περὶ τῶν στοιχείων.

10. Αισθηταί διά της αφής είναι αι διάφοροι ιδιότητες του σώματος ως σώματος· εννοώ δε διαφόρους ιδιότητας εκείνας, αίτινες διακρίνουσι τα στοιχεία, ήτοι θερμόν και ψυχρόν, ξηρόν και υγρόν, περί ων ωμιλήσαμεν πρότερον εν τη πραγματεία περί των Στοιχείων.

 

τὸ δὲ αἰσθητήριον αὐτῶν τὸ ἁπτικόν, καὶ ἐν ᾧ ἡ καλουμένη ἁφὴ ὑπάρχει αἴσθησις πρώτῳ, τὸ δυνάμει τοιοῦτόν ἐστι μόριον·

11. Το όργανον, όπερ αισθάνεται αυτάς, είναι το της αφής· και το μέρος (του σώματος), εις το όποιον πρώτον υπάρχει η αίσθησις η καλουμένη αφή, είναι δυνάμει τοιούτον, οποίον είναι το απτόν ενεργεία·

424a

τὸ γὰρ αἰσθάνεσθαι πάσχειν τι ἐστίν· ὥστε τὸ ποιοῦν, οἷον αὐτὸ ἐνεργείᾳ, τοιοῦτον ἐκεῖνο ποιεῖ, δυνάμει ὄν. διὸ τοῦ ὁμοίως θερμοῦ καὶ ψυχροῦ, ἢ σκληροῦ καὶ μαλακοῦ, οὐκ αἰσθανόμεθα, ἀλλὰ τῶν ὑπερβολῶν, ὡς τῆς αἰσθήσεως οἷον μεσότητός τινος οὔσης τῆς ἐν τοῖς αἰσθητοῖς ἐναντιώσεως. καὶ διὰ τοῦτο κρίνει τὰ αἰσθητά. τὸ γὰρ μέσον κριτικόν· γίνεται γὰρ πρὸς ἑκάτερον αὐτῶν θάτερον τῶν ἄκρων· καὶ δεῖ ὥσπερ τὸ μέλλον αἰσθήσεσθαι λευκοῦ καὶ μέλανος μηδέτερον αὐτῶν εἶναι ἐνεργείᾳ, δυνάμει δ' ἄμφω (οὕτω δὲ καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων), καὶ ἐπὶ τῆς ἁφῆς μήτε θερμὸν μήτε ψυχρόν.

διότι το αισθάνεσθαι σημαίνει πάσχειν τι, ούτως ώστε το πράγμα το ποιούν έν άλλο να είναι όμοιον με αυτό ενεργεία, δεν το ποιεί τοιούτον ειμή διότι αυτό το άλλο είναι δυνάμει τοιούτον (7). Και διά τούτο δεν αισθανόμεθα θερμότητα και ψυχρότητα ή σκληρότητα και μαλακότητα εις εκείνο το αντικείμενον, όπερ είναι εξ ίσου με ημάς θερμόν και ψυχρόν, ή σκληρόν και μαλακόν (8), αισθανόμεθα όμως τας υπερβολάς (του θερμού κλπ.), [σ. 95] ως εάν η αίσθησις είναι είδος μέσου μεταξύ εναντίων ιδιοτήτων αισθητών. Και διά τούτο αύτη κρίνει τα αισθητά. Διότι ο μέσος όρος δύναται να κρίνη, καθόσον σχετικώς προς έκαστον εκ των άκρων γίνεται τα άλλο άκρον. Και όπως εκείνο, όπερ μέλλει να αισθανθή το λευκόν και το μέλαν, δεν πρέπει να είναι κανέν από αυτά ενεργεία, δυνάμει δε και τα δύο (το αυτό δε ισχύει και επί των άλλων αισθήσεων), ούτω και επί της αφής δεν πρέπει το αισθητήριον να είναι ούτε θερμόν ούτε ψυχρόν καθ' εαυτό.

 

ἔτι δ' ὥσπερ ὁρατοῦ καὶ ἀοράτου ἦν πως ἡ ὄψις, ὁμοίως δὲ καὶ αἱ λοιπαὶ τῶν ἀντικειμένων, οὕτω καὶ ἡ ἁφὴ τοῦ ἁπτοῦ καὶ ἀνάπτου· ἄναπτον δ' ἐστὶ τό τε μικρὰν ἔχον πάμπαν διαφορὰν τῶν ἁπτῶν, οἷον πέπονθεν ὁ ἀήρ, καὶ τῶν ἁπτῶν αἱ ὑπερβολαί, ὥσπερ τὰ φθαρτικά. καθ' ἑκάστην μὲν οὖν τῶν αἰσθήσεων εἴρηται τύπῳ.

12. Προσέτι δε, όπως η όψις είναι η αίσθησις αμφοτέρων, του ορατού και του αοράτου, ομοίως δε και αι λοιπαί αισθήσεις των οικείων εναντίων, ούτω και η αφή είναι η αίσθησις του απτού και του ανάπτου. Άναπτον δε (μη απτόν) είναι και το έχον ελαχίστην τινά ιδιότητα απτήν, ως έχει λ. χ. ο αήρ, και το έχον καθ' υπερβολήν τοιαύτας ιδιότητας, καθώς είναι τα καταστρέφοντα την αφήν (λ. χ. λίαν ψυχρόν). Επραγματεύθημεν λοιπόν κεφαλαιωδώς περί εκάστης των αισθήσεων.

 

Σημειώσεις

1) Του θερμού ή ψυχρού κλπ.

2) Ούτως η σαρξ αποτελεί περί το αισθητήριον της αφής κυκλικόν σκέπασμα.

3) Η γεύσις αισθάνεται τα απτά όπως και τους χυμούς. Αλλ' η αφή δεν αισθάνεται αντιστρόφως τους χυμούς όπως τα απτά.

4) Αι διαστάσεις είναι μήκος, πλάτος, βάθος.

5) Το ρευστόν είναι ο αήρ, όστις κατά τον Αριστ. συνίσταται εξ ύδατος.

6) Το όργανον (πρώτον) της γεύσεως και της αφής είναι η καρδία, το διάμεσον δε είναι η γλωσσά και η σαρξ.

7) Ούτω και το αισθητόν μεταδίδον την ποιότητα του εις την αίσθησιν, την κάμνει ομοίαν προς εαυτό, διότι αύτη έχει ήδη την φύσιν του πράγματος.

8) Διότι τότε είμεθα ενεργεία ό,τι είναι το αντικείμενον, το οποίον μας

 

 

[Αρχή σελίδας]
Μικρός Απόπλους
http://www.mikrosapoplous.gr/
Νοέμβριος 2002