ΒΙΒΛΙΟΝ ΤΡΙΤΟΝ, ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ'
Εν τω νω η ενέργεια προτέρα της
δυνάμεως.— Ο νους διώκων ή φεύγωv τα πράγματα καταφάσκει η αποφάσκει.— Αι
εικόνες της φαντασίας είναι προς τον νουν ό,τι τα αισθήματα προς την αίσθησιν.
—Το αληθές και το ψεύδος είναι προς τον νουν ό,τι το αγαθόν και το κακόν.— Περί
της αφαιρετικής δυνάμεως του νου. Μαθηματικά (1)
431a |
Τὸ δ' αὐτό ἐστιν ἡ κατ' ἐνέργειαν ἐπιστήμη τῷ πράγματι. ἡ δὲ κατὰ δύναμιν χρόνῳ προτέρα ἐν τῷ ἑνί, ὅλως δὲ οὐδὲ χρόνῳ· ἔστι γὰρ ἐξ ἐντελεχείᾳ ὄντος πάντα τὰ γιγνόμενα. -φαίνεται δὲ τὸ μὲν αἰσθητὸν ἐκ δυνάμει ὄντος τοῦ αἰσθητικοῦ ἐνεργείᾳ ποιοῦν· οὐ γὰρ πάσχει οὐδ' ἀλλοιοῦται. διὸ ἄλλο εἶδος τοῦτο κινήσεως· ἡ γὰρ κίνησις τοῦ ἀτελοῦς ἐνέργεια, ἡ δ' ἁπλῶς ἐνέργεια ἑτέρα, ἡ τοῦ τετελεσμένου. - |
1. Η κατ' ενέργειαν επιστήμη (γνώσις) είναι το αυτό με το γινωσκόμενον πράγμα, η δε κατά δύναμιν επιστήμη είναι μεν χρονικώς προτέρα της ενεργεία εις το αυτό άτομον, απολύτως όμως ουδέ κατά χρόνον είναι προτέρα. Διότι πάντα τα γινόμενα γίνονται από ον, όπερ υπάρχει ενεργεία, πραγματικώς (2). Φαίνεται δε ότι το αισθητόν αντικείμενον κάμνει ενεργόν την αισθητικήν δύναμιν, ήτις είναι ακόμη εν δυνάμει. Αλλ' ούτε πάσχει ούτε μεταβάλλεται η αίσθησις, και διά τούτο είναι είδος κινήσεως αύτη διάφορον του συνήθους. Διότι η κίνησις είναι η ενέργεια του ατελούς, η δε κυρίως ενέργεια είναι άλλο τι, είναι η ενέργεια του τετελεσμένου (3). [σ. 132] |
τὸ μὲν οὖν αἰσθάνεσθαι ὅμοιον τῷ φάναι μόνον καὶ νοεῖν· ὅταν δὲ ἡδὺ ἢ λυπηρόν, οἷον καταφᾶσα ἢ ἀποφᾶσα διώκει ἢ φεύγει· καὶ ἔστι τὸ ἥδεσθαι καὶ λυπεῖσθαι τὸ ἐνεργεῖν τῇ αἰσθητικῇ μεσότητι πρὸς τὸ ἀγαθὸν ἢ κακόν, ᾗ τοιαῦτα. καὶ ἡ φυγὴ δὲ καὶ ἡ ὄρεξις ταὐτό, ἡ κατ' ἐνέργειαν, καὶ οὐχ ἕτερον τὸ ὀρεκτικὸν καὶ τὸ φευκτικόν, οὔτ' ἀλλήλων οὔτε τοῦ αἰσθητικοῦ· ἀλλὰ τὸ εἶναι ἄλλο. |
2. To αισθάνεσθαι λοιπόν τα πράγματα είναι όμοιον με το ονομάζειν (4) και με το νοείν αυτά απλώς. Αλλ' όταν το αίσθημα είναι ηδύ (5) ή λυπηρόν, η ψυχή τρόπον τινά καταφάσκουσα ή αποφάσκουσα επιδιώκει ή αποφεύγει αυτό. Και το να αισθάνηται ηδονήν ή λύπην (6) δηλοί ενέργειαν του αισθητικού κέντρου σχετικήν προς το αγαθόν ή το κακόν καθό τοιαύτα. Και η ενεργεία δε φυγή (του κακού) και η ενεργεία επιθυμία (του αγαθού) είναι το αυτό με την λύπην και την ηδονήν. Και το ορεκτικόν και το φευκτικόν (μέρος) δεν είναι διάφορα ούτε μεταξύ των ούτε από του αισθητικού, διαφέρουσι δε μόνον κατά τον τρόπον του είναι. | |
τῇ δὲ διανοητικῇ ψυχῇ τὰ φαντάσματα οἷον αἰσθήματα ὑπάρχει, ὅταν δὲ ἀγαθὸν ἢ κακὸν φήσῃ ἢ ἀποφήσῃ, φεύγει ἢ διώκει· διὸ οὐδέποτε νοεῖ ἄνευ φαντάσματος ἡ ψυχή. -ὥσπερ δὲ ὁ ἀὴρ τὴν κόρην τοιανδὶ ἐποίησεν, αὕτη δ' ἕτερον, καὶ ἡ ἀκοὴ ὡςαύτως, τὸ δὲ ἔσχατον ἕν, καὶ μία <ἡ> μεσότης, τὸ δ' εἶναι αὐτῇ πλείω ... |
3. Εις δε την διανοητικήν ψυχήν (7) αι εικόνες της φαντασίας είναι όπως τα αισθήματα είναι εις την αίσθησιν. Όταν δε αποφανθή καταφατικής ή αρνητικώς ότι το πράγμα (8) είναι αγαθόν ή κακόν, εκείνο μεν επιδιώκει, τούτο δε αποφεύγει. Διά τούτο ουδέποτε νοεί η ψυχή άνευ εικόνος. Όπως ο αήρ κάμνει τοιούτον ή τοιούτον αποτέλεσμα επί της κόρης, και αυτή πάλιν κάμνει άλλο αποτέλεσμα, ούτω και η ακοή (9), αλλά το έσχατον κέντρον ή μέσον της αισθήσεως είναι μία μόνη δύναμις (10), της [σ. 133] οποίας το είναι έχει πολλούς τρόπους εκφράσεως (το αυτό και περί των εικόνων σχετικώς προς την νόησιν). | |
431a.20 |
-τίνι δ' ἐπικρίνει τί διαφέρει γλυκὺ καὶ θερμόν, εἴρηται μὲν καὶ πρότερον, λεκτέον δὲ καὶ ὧδε. ἔστι γὰρ ἕν τι, οὕτω δὲ ὡς ὁ ὅρος, καὶ ταῦτα, ἓν τῷ ἀνάλογον καὶ τῷ ἀριθμῷ ὄντα, ἔχει <ἑκάτερον> πρὸς ἑκάτερον ὡς ἐκεῖνα πρὸς ἄλληλα· τί γὰρ διαφέρει τὸ ἀπορεῖν πῶς τὰ μὴ ὁμογενῆ κρίνει ἢ τὰ ἐναντία, οἷον λευκὸν καὶ μέλαν; ἔστω δὴ ὡς τὸ Α τὸ λευκὸν πρὸς τὸ Β τὸ μέλαν, τὸ Γ πρὸς τὸ Δ [ὡς ἐκεῖνα πρὸς ἄλληλα]· ὥστε καὶ ἐναλλάξ. εἰ δὴ τὰ ΓΑ ἑνὶ εἴη ὑπάρχοντα, οὕτως ἕξει, ὥσπερ καὶ τὰ ΔΒ, τὸ αὐτὸ μὲν καὶ ἕν, τὸ δ' εἶναι οὐ τὸ αὐτό-κἀκεῖνα ὁμοίως. ὁ δ' αὐτὸς |
4. Πως δε διακρίνει η ψυχή την διαφοράν του γλυκέος και του θερμού, είπομεν και πρότερον, δέον δε και νυν να είπωμεν το εξής: είναι δηλαδή ενωτική τις αρχή, ήτις είναι ως έσχατον όριον (11). Αι αποφάνσεις αυτής ανάγονται εις ενότητα διά της αναλογίας και της αριθμητικής αναφοράς και σχετίζονται προς αλλήλας, όπως τα εξωτερικά πράγματα (γλυκύ, θερμόν). Ο νους είναι προς τα φαντάσματα ως η κοινή αίσθησις είναι προς τα διάφορα αισθήματα, τα οποία ενώνει. Ουδόλως δε διαφέρει το να ερωτώμεν πώς η ψυχή διακρίνει τα όμοια (γλυκύ, θερμόν), ή πώς τα εναντία· λ. χ. λευκόν και μέλαν (ομογενή, ήτοι χρώματα). Έστω ότι το Α το λευκόν είναι προς το Β το μέλαν, όπως η έννοια Γ προς την Δ και αντιστρόφως· εάν τώρα αι έννοιαι Γ, Δ είναι εις εν μόνον αντικείμενον, θα είναι ούτω προς αλλήλας (εν τω νω), καθώς και τα Α, Β προς άλληλα, ήτοι θα είναι εν και το αυτό πράγμα, αλλ' ο τρόπος του είναι αυτών δεν θα είναι ο αυτός. Και η συμπλοκή Γ Δ είναι ανάλογος προς την Α Β. Ο αυτός |
431b |
λόγος καὶ εἰ τὸ μὲν Α τὸ γλυκὺ εἴη, τὸ δὲ Β τὸ λευκόν. |
συλλογισμός θα γίνη και αν το μεν Α είναι το γλυκύ, το δε Β το λευκόν (12). |
τὰ μὲν οὖν εἴδη τὸ νοητικὸν ἐν τοῖς φαντάσμασι νοεῖ, καὶ ὡς ἐν ἐκείνοις ὥρισται αὐτῷ τὸ διωκτὸν καὶ φευκτόν, καὶ ἐκτὸς τῆς αἰσθήσεως, ὅταν ἐπὶ τῶν φαντασμάτων ᾖ, κινεῖται· οἷον, αἰσθανόμενος τὸν φρυκτὸν ὅτι πῦρ, τῇ κοινῇ ὁρῶν κινούμενον γνωρίζει ὅτι πολέμιος· |
5. Η νοητική λοιπόν ψυχή νοεί τα είδη (13) εις τας εικόνας της φαντασίας, και επειδή εν ταύταις τρόπον τινά ορίζει αυτή τί πρέπει να επιδιώκη και τί να φεύγη, και όταν έτι δεν είναι [σ. 134] παρόν το αίσθημα, κινείται εις ενέργειαν, όταν κατέχηται υπό των φαντασμάτων. Λ. χ. αισθανόμενός τις ότι δαυλός είναι ανημμένος (14) και διά της κοινής αισθήσεως (15) βλέπων ότι ούτος κινείται, καταλαμβάνει (16) ότι υπάρχει πλησίον εχθρός. (17) | |
ὁτὲ δὲ τοῖς ἐν τῇ ψυχῇ φαντάσμασιν ἢ νοήμασιν, ὥσπερ ὁρῶν, λογίζεται καὶ βουλεύεται τὰ μέλλοντα πρὸς τὰ παρόντα· καὶ ὅταν εἴπῃ ὡς ἐκεῖ τὸ ἡδὺ ἢ λυπηρόν, ἐνταῦθα φεύγει ἢ διώκει- καὶ ὅλως ἓν πράξει. καὶ τὸ ἄνευ δὲ πράξεως, τὸ ἀληθὲς καὶ τὸ ψεῦδος, ἐν τῷ αὐτῷ γένει ἐστὶ τῷ ἀγαθῷ καὶ τῷ κακῷ· ἀλλὰ τῷ γε ἁπλῶς διαφέρει καὶ τινί. |
6. Άλλοτε δε διά των εν τη ψυχή φαντασμάτων ή νοημάτων (18) ο νους ως να έβλεπε τα πράγματα διανοείται και αποφασίζει τα μέλλοντα αναφορικώς προς τα παρόντα. Και όταν είπη εκεί (εν τω κόσμω των εικόνων), ότι το πράγμα είναι ηδύ ή λυ πηρόν, ενταύθα (εν τω κοσμώ των πραγμάτων) φεύγει ή επιδιώκει αυτό, και εν γένει πράττει. Και το άνευ πράξεως, ήτοι το αληθές και το ψεύδος, ανήκουσιν εις το αυτό γένος με το αγαθόν και το κακόν, διαφέρουσι δε μόνον κατά το ότι εκείνα είναι απόλυτα, ταύτα δε είναι πρός τι άτομον αγαθά ή κακά (σχετικά). | |
-τὰ δὲ ἐν ἀφαιρέσει λεγόμενα <νοεῖ> ὥσπερ, εἴ <τις> τὸ σιμὸν ᾗ μὲν σιμὸν οὔ, κεχωρισμένως δὲ ᾗ κοῖλον [εἴ τις] ἐνόει [ἐνεργείᾳ], ἄνευ τῆς σαρκὸς ἂν ἐνόει ἐν ᾗ τὸ κοῖλον-οὕτω τὰ μαθηματικά, οὐ κεχωρισμένα <ὄντα>, ὡς κεχωρισμένα νοεῖ, ὅταν νοῇ <ᾗ> ἐκεῖνα. |
7. Τα δε κατ' αφαίρεσιν λεγόμενα (19) ο νους τα νοεί καθώς όταν νοή την σιμότητα (20)· καθό σιμότητα δεν την νοεί χωριστά από την ρίνα, καθό όμως κοιλότητα, εάν την νοή ενεργεία, την νοεί άνευ της σαρκός, εις την οποίαν είναι η κοιλότης. Ούτω και τα μαθηματικά όντα, όταν ο νους νοή αυτά, τα νοεί κεχωρισμένα, καίτοι δεν είναι καθ' εαυτά κεχωρισμένα από των σωμάτων. | |
ὅλως δὲ ὁ νοῦς ἐστιν, ὁ κατ' ἐνέργειαν, τὰ πράγματα. ἆρα δ' ἐνδέχεται τῶν κεχωρισμένων τι νοεῖν ὄντα αὐτὸν μὴ κεχωρισμένον μεγέθους, ἢ οὔ, σκεπτέον ὕστερον. |
8. Εν γένει ο ενεργεία νους, όταν νοή τα πράγματα, είναι αυτά τα πράγματα. Αλλ' άρά γε δύναται ο νους, μη ων αυτός κεχωρισμένος από μεγέθους (του σώματος), να νοή τα κεχωρισμένα ή όχι; Περί τούτου θα εξετάσωμεν ύστερον. |
Σημειώσεις
1) Το κεφάλαιον τούτο έχει πολλά τα ασυνάρτητα, φαίνεται δε ότι συγκρίνει τον θεωρητικόν και τον πρακτικόν νουν.
2) Ούτως η επιστήμη έρχεται τω μαθητή εκ διδασκάλου κατέχοντος και διδάσκοντος ή εφαρμόζοντος αυτήν.
3) Το τετελεσμένον δεν χρήζει πλέον κινήσεως, ίνα φθάση εις το τέλος του, εις την τελειότητα του, αλλ' ενεργεί άλλως.
4) Χωρίς να καταφάσκωμεν ή να αρνώμεθα την ύπαρξιν ή τα προσόντα αυτών (απλούν αίσθημα).
5) Δεύτερος βαθμός του αισθητικού (συναίσθημα).
6) Τρίτος βαθμός του αισθητικού (ορμή προς ενέργειαν), ότε η απλή έννοια μεταβάλλεται εις κρίσιν, λαμβάνει θεωρητικώς την μορφήν καταφάσεως ή αρνήσεως, πρακτικώς δε την της διώξεως ή φυγής. Εκεί έχομεν αλήθειαν ή ψεύδος, εδώ δε αγαθόν ή κακόν.
7) Εξακολουθεί την σύγκρισιν νου και αισθήσεως.
8) Ουχί πλέον εξωτερικόν τι, αλλ' εικών την οποίαν η ψυχή έχει εν εαυτή.
9) Αι εικόνες είναι προς τον νουν ό,τι αι μεταβολαί της κόρης είναι προς την δράσιν, και ό,τι αι του ωτός είναι προς την ακοήν. Αι εικόνες μεσολαβούσιν ως διάμεσα, όπως η κόρη ή το ους.
10) Είναι η κοινή αίσθησις, η συνενούσα απάσας τας αντιλήψεις και δρώσα επί των αισθημάτων ως ο νους επί των εικόνων.
11) Όπως η κοινή αίσθησις είναι ως κέντρον ή όριον, ένθα συγχέονται αι διάφοροι αισθήσεις, ούτω και ο νους είναι το όριον, ένθα συνενούνται αι διάφοροι εικόνες ή παραστάσεις.
12) Διά τούτων ο Αριστοτέλης φαίνεται εξηγών, ότι, όπως αι ποιότητες συμπλέκονται έν τινι πράγματι και αποτελούσιν ενιαίον τι αντικείμενον, ούτως υποκειμενικώς αποτελούσι μίαν και την αυτήν έννοιαν η σύλληψιν. Κατά την σημασίαν είναι αι αυταί, διαφέρουσι δε μόνον κατά τον τρόπον της υπάρξεως.
13) Τα οποία η αίσθησις αμέσως αντιλαμβάνεται.
14) Πρώτος βαθμός, ή όψις.
15) Δεύτερος βαθμός, ή κοινή αίσθησις γνωρίζουσα την κίνησιν.
16) Τρίτος βαθμός, ο νους.
17) Τον όποιον δέον ν' αποφύγη,
και ο νους αποφασίζει ν' αποφύγη.
18) Ουχί πλέον διά των εικόνων παρόντων αντικειμένων.
19) Την γραμμήν, επιφάνειαν κλπ., τα οποία νοούνται άνευ των φυσικών σωμάτων, των οποίων είναι πέρατα.
20) Σιμή λέγεται η ανασεσυρμένη και κοίλη ρις, τουναντίον δε λέγεται γρυπή.