[Επόμενο] [Προηγούμενο] [Περιεχόμενα] [Σημειώσεις]

ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΘΡΥΨΑΛΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ, ΣΧΟΛΙΑ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ


 

ΙΑΜΒΟΙ

20 [Ed.20] 
Κλαίω τὰ Θασίων, οὐ τὰ Μαγνήτων κακά. Δὲν κλαίω τοὺς Μαγνησίους·
οἱ Θάσιοι νὰ δεῖς τὶ ἔχουν νὰ πάθουν.
21 [Ed.21]  
Ἥδε δ' ὥστ᾽ ὄνου ῥάχις
ἕστηκεν ὕλης ἀγρίης ἐπιστεφής·
Ὕστερα φάνηκε μπροστά μας τὸ νησί:
ἀσάλευτο σὰν ράχη γαϊδουριοῦ
μὲ κωνοφόρο τρίχωμα.
22 [Ed.21Α]  
Οὐ γὰρ τι καλὸς χῶρος οὐδ' ἐπίμερος
οὐδ' ἐρατὸς, οἷος ἀμφὶ Σίριος ῥοάς.
Τόπος κι αὐτός. Ποῦ εἶναι
ἐκεῖνες οἱ εὔφορες, ἐκεῖνες οἱ γλυκιές,
οἱ λατρεμένες ὄχθες τοῦ Σίρη;
23 [Ed.22]  
Καὶ μ' οὔτ' ἰάμβων οὔτε τερπωλέων μέλει·
Στιχουργημένες ταλαιπωρίες ἤ ἐλεύθερες ἀπολαύσεις;
Τὸ ἴδιο μοῦ κάνει.
24 [Ed.23]  
Ψυχὰς ἔχοντες
κυμάτων ἐν ἀγκάλαις.
Τὰ κύματα δέχτηκαν πρόθυμα τὸν ψυχικό μας πλοῦτο.
25 [Ed.24]  
Καὶ δὴ ᾽πίκουρος ὥστε Κὰρ κεκλήσομαι. Στὸ τέλος θὰ μὲ ποῦν καὶ μισθοφόρο.
26 [Ed.25]  
Οὔ μοι τὰ Γύγεω τοῦ πολυχρύσου μέλει,
οὐδ' εἷλέ πώ με ζῆλος, οὐδ' ἀγαίομαι
θεῶν ἔργα, μεγάλης δ' οὐκ ἐρέω τυραννίδος·
ἀπόπροθεν γὰρ ἐστιν ὀφθαλμῶν ἐμῶν.
Ἀδιαφορῶ γιὰ τὴν ἀμύθητη περιουσία τοῦ Γύγη.
Δὲν ἔχω, οὔτε εἶχα ποτὲ ἰδιαίτερες ἐπιδιώξεις.
Δὲ δυσανασχετῶ μὲ τὰ ἔργα τῶν θεῶν.
Δὲ θέλω ἐξουσία.
Προτιμῶ νὰ βλέπω.
27 [Ed.26]  
Ὁ δ᾽ Ἀσίης καρτερὸς μηλοτρόφου. Ὁ ἰσχυρότερος τσοπάνης τῆς Ἀσίας.
28 [Ed.27]  
Ἄναξ Ἄπολλον, καὶ σὺ τοὺς μὲν αἰτίους
σήμαινε καὶ σφεας ὄλλυ' ὥσπερ ὀλλύεις.
Ἄρχοντα Ἀπόλλωνα, ἐξόντωσε τοὺς ἔνοχους
μὲ τὰ ὀνόματά τους. Ξέρεις ἐσύ.
29 [Ed.28]  
Οἴην Λυκάμβεω παῖδα τὴν ὑπερτέρην. Μοναδικὴ στὸ εἶδος της ἡ μεγάλη κόρη τοῦ Λυκάμβη.
30 [Ed.29]  
Ἔχουσα θαλλὸν μυρσίνης ἐτέρπετο
ῥοδῆς τε καλὸν ἄνθος, ἡ δὲ οἱ κόμη
ὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα.
Κρατοῦσε ἕνα τρυφερὸ κλαδὶ μυρτιᾶς
κι ἕνα ὡραῖο τριαντάφυλλο.
Τῆς ἄρεσε: χαμογελοῦσε. Τὰ μαλλιά της
ἔσταζαν νύχτα πίσω της.
31 [Ed.30]  
Ἐσμυρισμέναι κόμας
καὶ στῆθος, ὡς ἄν καὶ γέρων ἠράσσατο.
Μοσχοβολοῦσαν τὰ μαλλιά της καὶ τὰ στήθη.
Μέχρι καὶ γέρο μεταμόρφωναν σὲ ἀνυπόμονο ἐραστή.
32 [Ed.31]  
Οὐκ ἄν μύρισι γρηῦς ἐοῦσ' ἠλείφεο. ...κι ἐσὺ πολὺ γριὰ γιὰ ἀρώματα, κυρά μου.
33 [Ed.32]  
Ὥσπερ παρ' αὐλῷ βρῦτον ἢ Θρῆϊξ ἀνὴρ
ἢ Φρὺξ ἔβρυζε, κύβδα δ' ἦν πονευμένη.
Ἦρθε στὸ κέφι καὶ κατέβαζε τὴν μπίρα
μονοκοπανιὰ σὰν Θράκας.
Στὸ τέλος, ξεχύλισε σὰν Φρύγας
κι ἔπεσε ξερὴ σὰν θηλυκό.
34 [Ed.33]  
Κατ' οἶκον ἐστρωφᾶτο μισητὸς βάβαξ. Μιὰ ἀνυπόφορη εὐφράδεια περιφερόταν στὸ σπίτι.
35 [Ed.34]  
Πρὸς τοῖχον ἐκλίνθησαν ἐν παλινσκίῳ. Κατέφυγαν στὸν τοῖχο: διέθετε σκιά.
36 [Ed.35]  
Κύψαντες ὕβριν ἀθρόην ἀπέφλυσαν. Ἔσκυψαν τὸ κεφάλι καὶ ξέρασαν τὸ θράσος τους.
37 [Ed.36]  
Ἀλλ' ἄλλος ἄλλῳ καρδίην ἰαίνεται. Καθένας τὶς προσδοκίες του καρδιοχτυπάει.
38 [Ed.37]  
Χαίτην ἀπ᾽ ὤμων ἐγκυτὶ κεκαρμένος. Ἡ χαίτη του: δέρμα καλοξυρισμένο μέχρι τοὺς ὤμους.
39 [Ed.39]  
Βοῦς ἐστὶν ἡμῖν ἐργάτης ἐν οἰκίῃ
κορωνὸς, ἔργων ἴδρις οὐδ' ἄρ' οὖν θέλων.
Ἔχουμε στὸ κτῆμα ἕνα βόδι ὡραῖο καὶ δυνατό.
Ξέρει καλὰ τὴ δουλειά του· δὲν τὴν ἐκτιμᾶ.
40 [Ed.40]  
Τοῖον γὰρ αὐλὴν ἕρκος ἀμφιδέδρομεν. Τέτοιος φράχτης ἔτρεχε γύρω στὴν αὐλή μας.
41 [Ed.41]  
Ἀμισθὶ γὰρ σε πάμπαν οὐ διάξομεν. Δωρεὰν ἐξυπηρέτηση; Καὶ βέβαια ὄχι.
42 [Ed.42]  
Ἐσθλὴν γὰρ ἄλλην οἶδα τοιούτου φυτοῦ ἴησιν. Ξέρω μιὰν ἄλλη θεραπεία γι' αὐτὸ τὸ πρήξιμο.
43 [Ed.43]  
Ἔστη κατ᾽ ἠκὴν κύματός τε κἀνέμου. Μεταίωροι ἀνάμεσα στὸ κύμα καὶ στὸν ἄνεμο.
44 [Ed.44]  
Μετέρχομαί σε σύμβολον ποιευμένη. Λυπήσου με· σοῦ προσκομίζω τὸ συνέταιρο ἔρωτά μου.
45 [Ed.45]  
Τρίαιναν ἐσθλὸς καὶ κυβερνήτης σοφός. Καμακιστὴς καλός, κυβερνήτης σοφός.
46 [Ed.46]  
Φηλῆτα νύκτωρ περὶ πόλιν πωλεύμενε. Κλέφτη, τῆς πόλης ἀγρίμι, τῆς νύχτας διακορευτή.
47 [Ed.47]  
Ἀλλ' ἀπερρώγασί μοι
μύκεω τένοντες.
Σπάσανε τὰ νεῦρα τῆς ψωλῆς μου.
48 [Ed.48]  
Παῖδ' Ἄρεω μιηφόνου. Αἱμοβόρο παραστράτημα τοῦ Ἄρη.
49 [Ed.48Α] 
Βίος δ' ἀπράγμων τοῖς γέρουσι συμφέρει
μάλιστα δ' εἰ τύχοιεν ἁπλόοι τρόποις
ἢ μακκοᾶν μέλλοιεν ἢ ληρεῖν ὅλως,
ὅπερ γερόντων ἐστίν.
Ἡ ἀνεργία ταιριάζει ἀπόλυτα στοὺς γέρους,
ἰδίως ὅταν εἶναι λιτοδίαιτοι.
Ἄν πάσχουν κι ἀπὸ ἄνοια,
τόσο τὸ καλύτερο γι' αὐτούς.
Θὰ διεκδικοῦν παλαβομάρες,
πράγμα ποὺ ταιριάζει ἀπόλυτα στοὺς γέρους.
50 [We. 60]  
] Ὦ τρισμακάριστε ὅστις [
] τοιαῦτα τέκνα.[
Χαρὰ σ' ἐκεῖνον ποὺ ἔχει
τέτοια παιδιά!
51 [Δα. 24]  
           ]Ἠμειβόμην·
“γύναι, φάτιν μὲν τὴν πρὸς ἀνθρώπων κακὴν
μὴ τετραμήνῃς μηδέν· ἀμφὶ δ' εὐφρόνῃ,
ἐμοὶ μελήσει· θυμὸν ἵλαον τίθεο.
Ἐς τοῦτο δὴ τοι τῆς ἀνολβίης δοκέω
ἥκειν; Ἀνὴρ τοι δειλὸς ἆρ᾽ ἐφαινόμην,
οὐδ' οἷός εἰμ' ἐγὼ οὗτος οὐδ' οἵων ἄπο.
Ἐπίσταμαί τοι τὸν φιλέοντα μὲν φιλεῖν,
τὸν δ' ἐχθρὸν ἐχθαίρειν τε καὶ κακοστομέειν
μύρμηξ. Λόγῳ νυν τῷδ' ἀληθείη πάρα.
Πόλιν δὲ ταύτην ἐπιστρέφεαι
οὔτοί ποτ' ἄνδρες ἐξεπόρθησαν, σὺ δὲ
νῦν εἷλες αἰχμῇ καὶ μέγ' ἐξήρω κλέος.
Κείνης ἄνασσε καὶ τυραννίην ἔχε·
πολλοῖ σίθην ζηλωτὸς ἀνθρώπων ἔσεαι.”
         Κι ἐγὼ τῆς ἀντιγύρισα:
Μὴ σὲ φοβίζει ἡ γλώσσα τῶν ἀνθρώπων.
Ἡ ὑπόληψη εἶναι λέξη νυχτερινή.
Σκέψου γιὰ μένα κάτι φωτεινότερο.
Τέλειωσα μήπως, δείλιασα ποτὲ ἢ ἀκούγομαι ἄλλος;
Διατηρῶ ἀκόμη τὴ δύναμη ν᾽ ἀναγνωρίζω
μιὰν ἀγάπη στὴν ἀγάπη κι ἕνα μυρμήγκι στὸ μίσος.
Θὰ φροντίσω σχετικά.
Ἐξ' ἄλλου, αὐτὴ ἡ ἐπιστροφή σου παραῆταν αἰχμηρὴ
γιὰ μιὰ πόλη ποὺ δὲ γνώρισε ποτὲ κατακτητές.
Ἐπέβαλες ὁμόφωνα τὴν τυραννία τῶν μιμητῶν σου·
κυβέρνα τώρα τὴν ἀκατάσχετη ρητορικὴ τῶν ἐπιθυμιῶν τους.
52 [Δα. 26, 26Α, 26Β] 
Οὐ κοινή τις ἀνθρώπων φυὴ
ἀλλ' ἄλλος ἄλλῳ καρδίην ἰαίνεται.
Δοκεῖ δ' ἄριστον τῷ Μελησάνδρῳ σάθη,
τράμις δὲ βουκόλῳ Φαλαγίῳ
Τοῦτ᾽ οὔτις ἄλλος μάντις ἀλλ᾽ ἐγ εἰπέ σοι·
] γὰρ μοι Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων
] ἔθηκε κἀγαθόν μετ' ἀνδράσι
] οὐδ' ἄν Eὐρύμας διαψέγοι.
Ἀλλ' ἄλλος ἄλλῳ καρδίην ἰαίνεται·
τὸ φῦμα μηρῶν μεταξύ.
Δὲ μοιραζόμαστε ὅλοι τὸ ἴδιο ἄνθρώπινο·
καθένας τὶς προσδοκίες του καρδιοχτυπάει:
ψωλὴ ὁ Μελήσανδρος, παπάρια ὁ Φαλάγγιος ὁ βουκόλος.
Ἐδῶ δὲ χρειάζεται μάντης. Φτάνω ἐγώ. Ὁ Δίας,
τῶν Ὀλυμπίων πατέρας, ἀξιώθηκε ἕναν ἄντρα
ἐνάρετο ἀνάμεσα στοὺς ἄντρες, γεγονός
ποὺ δὲν ἐνοχλεῖ οὔτε κὰν τὸν Εὐρύμαντα.
Καθένας τὶς προσδοκίες του καρδιοχτυπάει:
κάτι φυτρώνει ἀνάμεσα στὰ σκέλια.
53 [Δα. 43]  
Ὑφ' ἡδονῆς σαλευομένη κορώνη. Κουρούνα ποὺ φτερουγίζει ὀργασμό.
54 [Δα. 25]  
] νηῒ σὺν σμικρῇ μέγαν
πόντον περήσας ἦλθες ἐκ Γορτυνίης
] καὶ τόδ' ἁρλίζομαι
] φορτίων δὲ μοι μέλει
] εἰτ᾽ ἀπώλετο
] ἐστι μηχανή
] δ' ἄν ἄλλον οὔτιν' εὑροίμην ἐγὼ
] εἰ σὲ κῦμ' ἁλὸς κατέκλυσεν
] χερσὶν αἰχμητέων ὕπο
] ἥβην ἀγλαὴν ἀπώλεσας.
Νῦν δ' [...]θεῖ καὶ σε θεὸς ἐρρύσατο
] κἀμὲ μουνωθέντ' ἰδ[
] ἐν ζόφῳ δὲ κείμενος
] αὖτις ἐς φάος κατεστάθην.
Πέρασες, βέβαια, θάλασσα μεγάλη μὲ μικρὸ
καράβι γιὰ νὰ φτάσεις ὡς ἐδῶ, ἀπὸ τὴ Γόρτυνα.
Τιμή σου καὶ καμάρι μου.
Τὸ ἐμπόρευμα νά 'ναι καλά.
Τελικὰ ὑπάρχει τρόπος.
Θὰ πρέπει νὰ προσθέσω πῶς ἄν τὸ κύμα
παρακρατοῦσε τὴν ἀξία τῆς λαμπρῆς νεότητάς σου
- καὶ λογχοφόροι νὰ ἦταν, τὸ ἴδιο κάνει -
δὲ θὰ μποροῦσα εὔκολα νὰ σὲ ἀντικαταστήσω.
Ἀλλὰ ὁ θεὸς διέσωσε τὸ ἰσοζύγιό σου.
Ὅσο σκοτάδι δάνεισα στὴν ἀναμονή,
τόσο φῶς μοῦ μέτρησε ἡ ἄφιξή σου.
55 [Ed.50]  
Ὦ, λιπερνῆτες πολῖται, τἀμὰ δὴ ξυνίετε ῥήματ᾽. Συμμεριστεῖτε με πολίτες τῆς ἀπόγνωσης.
56 [Ed.51]  
Ἔα Πάρον καὶ σῦκα κεῖνα καὶ θαλάσσιον βίον. Ξέχνα τὴν Πάρο καὶ τὰ σύκα της
καὶ τὴν ἁρμύρα ποὺ λένε ζωή.
57 [Ed.52]  
Ὡς Πανελλήνων ὀϊζὺς ἐς Θάσον συνέδραμεν. Μιὰ Ἑλλάδα ἀθλιότητα μαζεύτηκε στὴ Θάσο.
58 [Ed.53]  
Μηδ' ὁ Ταντάλου λίθος
τῆσδ' ὑπὲρ νήσου κρεμάσθω.
Οὔτε τοῦ Τάνταλου ἡ πέτρα νὰ μὴν ἀνατείλει
πάνω ἀπ' αὐτὸ τὸ νησί.
59 [Ed.54]  
Γλαῦχ᾽ ὅρα· βαθὺς γὰρ ἤδη κύμασιν ταράσσεται
πόντος, ἀμφὶ δ' ἄκρα Γυρέων ὀρθὸν ἵσταται νέφος,
σῆμα χειμῶνος· κιχάνει δ' ἐξ ἀελπτίης φόβος.
Κοίτα, Γλαῦκε· ξαφνικά,
ἡ θάλασσα ἔχασε τὴ βαθιά της ψυχραιμία.
Ξεστομίζει ἄγρια κύματα κι ἐκεῖνο τὸ σύννεφο,
πάνω ἀπὸ τὶς Γυρεές, ἀπειλεῖ χειμώνα.
Ἀπελπιστικὸς ἐπισκέπτης τὸ ἀπροσδόκητο.
60 [Ed.55]  
Καὶ νέους θάρσυνε· νίκης δ' ἐν θεοῖσι πείρατα. Σχετικὰ μὲ τὴν ἐνθάρρυνση τῶν νέων:
κάπου ἀνάμεσα στοὺς θεοὺς βρίσκεται ἡ νίκη.
61 [Ed.56]  
Τοῖς θεοῖς τιθεῖο πάντα· πολλάκις μὲν ἐκ κακῶν
ἄνδρας ὀρθοῦσιν μελαίνῃ κειμένους ἐπὶ χθονί,
πολλάκις δ' ἀνατρέπουσι καὶ μάλ' εὖ βεβηκότας
ὑπτίους κλίνουσ'· ἔπειτα πολλὰ γίγνεται κακά,
καὶ βίου χρήμῃ πλανᾶται καὶ νόου παρήορος.
Ἄφησε τοὺς θεοὺς νὰ κάνουν τὴ δουλειά τους.
Κάποιοι θὰ πέσουμε καὶ πάνω ποὺ θ' ἀρχίσουμε
νὰ συνηθίζουμε χῶμα, θὰ μᾶς σηκώσουν.
Ἄλλοι θὰ προσέξουμε ποῦ πατᾶμε
καὶ θὰ βρεθοῦμε νὰ παλεύουμε
γιὰ λίγη σκόνη μὲ τὴν πείνα καὶ τὴν τρέλα.
62 [Ed.57]  
Τὸν κεροπλάστην ἄειδε Γλαῦκον. Τοῦ Γλαύκου τὰ χτενίσματα τραγούδα.
63 [Ed.58]  
Οὐ φιλέω μέγαν στρατηγὸν οὐδὲ διαπεπλιγμένον
οὐδὲ βοστρύχοισι γαῦρον οὐδ' ὑπεξυρημένον,
ἀλλά μοι σμικρός τις εἴη καὶ περὶ κνήμας ἰδεῖν
ῥοικός, ἀσφαλεώς βεβηκὼς ποσσὶ, καρδίης πλέως.
Εἶναι τεράστιος. Στέκεται μὲ τὰ πόδια ἀνοιχτά,
ὅλο προσποίηση, μποῦκλες καὶ περίεργα ξυρίσματα.
Πολεμιστὴς νὰ σοῦ πετύχει!
Γιὰ μένα ὁ ἄντρας πρέπει νὰ εἶναι συμπαγής:
νὰ ξέρει ποῦ πατάει, νὰ ξέρει τὶ ἀγαπάει.
Κι ἄς εἶναι κοντός, ἄς εἶναι τὰ πόδια του στραβά· ἔχει ἔρμα.
64 [Ed.59]  
Ἑπτὰ γὰρ νεκρῶν πεσόντων, οὓς ἐμάρψαμεν ποσίν,
χίλιοι φονῆες ἐσμέν.
Πέσαμε πάνω τους καὶ τοὺς λιανίσαμε:
χίλιοι ἄντρες ὁλομόναχοι
ἐνάντια σὲ ἑπτὰ ὁλόκληρα κουφάρια.
65 [Ed.60]  
Ἐρξίη, πῇ δηὖτ᾽ ἄνολβος ἀθροΐζεται στρατός; Τί θέλει πάλι ἡ δυστυχία καὶ μάζεψε τόσο στρατὸ, Ἐρξίη;
66 [Ed.61]  
Ἔλπομαι, πολλοὺς μὲν αὐτῶν Σείριος καταυανεῖ
ὀξὺς ἐλλάμπων.
Τοὺς περισσότερους, ἐλπίζω,
θὰ τοὺς φουρνίσει στὸ καμίνι του ὁ ἥλιος τοῦ καλοκαιριοῦ.
67 [Ed.62]  
Ἐρξάτω δ᾽· ἐτήτυμον γὰρ ξυνὸς ἀνθρώποις Ἄρης. Δὲν πάει στὸ διάβολο· γιὰ ὅλους ἴδιος εἶναι ὁ Ἄρης.
68 [Ed.63]  
Οὔ τις αἰδοῖος μετ' ἀστῶν οὐδὲ περίφημος θανὼν
γίγνεται· χάριν δὲ μᾶλλον τοῦ ζοοῦ διώκομεν
ζῶντες ἔτι· κάκιστα δ' αἰεὶ τῷ θανόντι γίγνεται.
Κανεὶς δὲν κέρδισε ἀπὸ τὸ θάνατό του.
Δὲν ἔγινε οὔτε πιὸ γνωστός, οὔτε πιὸ σεβαστὸς στοὺς ἄλλους.
Κατὰ πάσα πιθανότητα, ἡ ἐκτίμηση τῶν ζωντανῶν
σχετίζεται μὲ τὴ ζωή.
Ὅταν πεθάνεις, τὸ κακὸ εἶναι πώς λείπεις· γιὰ πάντα.
69 [Ed.64]  
Οὐ γὰρ ἐσθλὰ κατθανοῦσι κερτομεῖν ἐπ' ἀνδράσιν. Δὲν εἶναι καλὸ νὰ ἐξαπατᾶς τοὺς νεκρούς.
70 [Ed.65]  
Ἓν δ' ἐπίσταμαι μέγα,
τὸν κακῶς με δρῶντα δέννοις ἀνταμείβεσθαι κακοῖς.
Ἕνα πράγμα ξέρω καλά: νὰ ἐπιστρέφω ἀνοιχτὲς
τὶς πληγὲς ποὺ μοῦ ἀνοίγουν.
71 [Ed.66]  
Θυμέ, θύμ᾽ ἀμηχάνοισι κήδεσιν κυκώμενε
ἀνάδυ, δυσμενῶν δ' ἀλέξευ προσβαλῶν ἐναντίον
στέρνον ἐνδόκοισιν, ἐχθρῶν πλησίον κατασταθεὶς
ἀσφαλέως· καὶ μήτε νικῶν ἀμφαδὴν ἀγάλλεο
μήτε νικηθεὶς ἐν οἴκῳ καταπεσῶν ὀδύρεο·
ἀλλὰ χαρτοῖσίν τε χαῖρε καὶ κακαῖσιν ἀσχάλα
μὴ λίην· γίγνωσκε δ' οἷος ῥυσμὸς ἀνθρώπους ἔχει.
Καρδιά μου, ἀμήχανη καρδιά, πῶς μπερδεύτηκες ἔτσι;
Περίπλοκη ὑπόθεση ἡ δυστυχία. Συγκροτήσου.
Ἀποφάσισε τὴν αἰχμή σου, ἰσχυρίσου τὴν ὁρμή σου,
τρέξε τὴν ἐτοιμότητά σου, στάσου τὴν ἀντοχή σου.
Ὅταν νικᾶς, μὴν ἀνοίγεσαι πολὺ στὴν ἰκανοποίηση.
Ὅταν νικιέσαι, μὴν κλείνεσαι τελείως στὴν ἀπελπισία.
Συγκρατημένα. Συγκροτημένα.
Δυὸ τρεῖς κινήσεις εἶναι ἡ ζωή. Μάθε τις ἐπιτέλους.
72 [Ed.67]  
Σὺ γὰρ δὴ παρὰ φίλων ἀπάγχεαι. Σὲ αὐτοαπαγχόνισαν οἱ φίλοι.
73 [Ed.68]  
Μάχης δὲ τῆ σῆς, ὥστε διψέων πιεῖν, ὣς ἐρέω. Δίψασα τὴ μάχη σου.
74 [Ed.69]  
Νῦν δὲ Λεώφιλος μὲν ἄρχει, Λεώφιλος δ' ἐπικρατεῖ,
Λεωφίλῳ δὲ πάντα κεῖται, Λεώφιλος δ' ἀκουέτω.
Λαοφιλὴς νομοθετεῖ, Λαοφιλὴς ἐκτελεῖ.
Λαοφιλὴς δικάζει, ὅ,τι πεῖ ὁ Λαοφιλής.
75 [Ed.70]  
Τοῖος ἀνθρώποισι θυμός, Γλαῦκε, Λεπτίνεω πάϊ,
γίγνεται θνητοῖς, ὁκοῖον Ζεὺς ἐφ' ἡμέρην ἄγῃ,
καὶ φρονεῦσι τοῖ᾽ ὁκοίοις ἐγκυρέωσιν ἔργμασιν.
Οἱ διαθέσεις τῶν ἀνθρώπων, Γλαῦκε, γιὲ τοῦ Λεπτίνη,
πηγαίνουν ὅπου τὶς πηγαίνει ὁ Δίας.
Ὅσο γιὰ τὶς σκέψεις τους ἐξαρτᾶται τὶ θὰ συναντήσουν στὸ δρόμο.
76 [Ed.71]  
Εἰ γὰρ ὣς ἐμοὶ γένοιτο χεῖρα Νεοβούλης θιγεῖν. Νὰ μποροῦσα νὰ θίξω τὸ χέρι τῆς Νεοβούλης.
77 [Ed.72]  
Καὶ πεσεῖν δρήστην ἐπ' ἀσκὸν κἀπὶ γαστρὶ γαστέρα
προσβαλεῖν μηροὺς τε μηροῖς.
Ἔρχομαι· σάρκα ἐμπόλεμη:
κοιλιὰ καταπάνω σὲ κοιλιά,
μπούτια σὲ μπούτια ἐνάντια.
78 [Ed.73]  
Ἤμβλακον, καὶ ποὺ τιν' ἄλλον ἥδ' ἄτη κιχήσατο. Ἔχασα τὸν ἔλεγχο· ὅμως ἄν δὲν κάνω λάθος,
δὲ γλίστρησα μόνος σ' αὐτὴ τὴν ἐκτροπή.
79 [Ed.74]  
Χρημάτων ἄελπτον οὐδὲν ἐστιν οὐδ' ἀπώμοτον
οὐδὲ θαυμάσιον, ἐπειδὴ Ζεὺς πατὴρ Ὀλυμπίων
ἐκ μεσημβρίης ἔθηκε νύκτ' ἀποκρύψας φάος
ἡλίῳ λάμποντι· λυγρὸν δ' ἦλθ' ἐπ' ἀνθρώπους δέος.
Ἐκ δὲ τοῦ καὶ πιστὰ πάντα κἀπίελπτα γίγνεται
ἀνδράσιν· μηδεὶς ἔθ' ὑμῶν εἰσορῶν θαυμαζέτω,
μηδ' ὅταν δελφῖσι θῆρες ἀνταμείψωνται νομὸν
ἐνάλιον καὶ σφιν θαλάσσης ἠχέεντα κύματα
φίλτερ' ἠπείρου γένηται τοῖσί τ' ἡδὺ ἦν ὄρος.
Τί ν' ἀποκλείσεις, τί νὰ δεχτεῖς, σὲ τί νὰ ὁρκιστεῖς,
ἀφοῦ ὁ Δίας ἰσχυρίστηκε σκοτάδι, μέρα μεσημέρι;
Φοβήθηκαν οἱ ἄνθρωποι, μπερδεύτηκαν.
Δὲν μπορεῖς νὰ βγάζεις νύχτα ἀπὸ ἕναν ἥλιο ποὺ μεσουρανεῖ.
Μὴ σᾶς φανεῖ παράξενο, λοιπὸν, ἄν δεῖτε
δελφίνια νὰ γυρίζουν στὰ βουνὰ
κι ἀγρίμια νὰ βοσκᾶνε τρικυμία.
80 [Δα. 90]  
]Κῆρας· ἔλπομαι γὰρ, ἔλπομαι
] ψἀνόλβοις ἀμφαϋτήσει στρατός
]αγγες κοιτον Ἀρκαδος σ' ὄνον
] πολλὰ θέλγονται νέοι
] διὰ πόλιν Κουροτρόφος
[...]
] ἀ
] ὄχλος ἴπτεται
] τέῳ προσέρχεται
] Ἔρως Ἀφροδίτη δὴ φίλος.
Τόσοι θάνατοι· κι ἀκόμη ἐλπίζω, ἐλπίζω
πὼς ὁ στρατὸς θὰ ξεφωνίσει τὴν ἀθλιότητά του.
Κοιμήσου ἐσὺ σὰν Ἀρκαδικὸ γαϊδούρι.
Γιὰ τὴν πόλη ἔχουν φροντίσει ὅσοι τὴν ἔθρεψαν μὲ ἄντρες.
Κοίτα νὰ βρεῖς μιὰν ἀγκαλιά.
Ἄφησε τὸν ὄχλο νὰ συνωστίζεται.
Σοῦ ἔρχεται: ἔρωτας ἐραστὴς τῆς Ἀφροδίτης.
81 [Ed.75]  
Κλῦθ' ἄναξ Ἥφαιστε καὶ μοι σύμμαχος γουνουμένῳ
ἵλαος γενεῦ, χαρίζευ δ' οἷὰ χαρίζεαι.
Ἄρχοντα Ἥφαιστε, βοήθησέ με τὸν ἀβοήθητο,
συμπάθησέ με τὸν ταπεινό, δῶσε μου τὰ...συνηθισμένα.
82 [Ed.76]  
Αὐτὸς ἐξάρχων πρὸς αὐλὸν Λέσβιον παιήονα. Λεσβιακὸ ἐμβατήριο βαράω μὲ τὸν αὐλὸ.
83 [Ed.77]  
Ὡς Διωνύσοι᾽ ἄνακτος καλὸν ἐξάρξαι μέλος
οἶδα διθύραμβον οἴνῳ συγκεραυννθεὶς φρένας.
Ὅταν ξεσπάει μέσα μου ἡ μπόρα τοῦ κρασιοῦ,
ξέρω νὰ εἰσβάλλω πρῶτος στὸ χορὸ τοῦ κύριου Διονύσου.
84 [Ed.78]  
Πολλὸν δὲ πίνων καὶ χαλίκρητον μέθυ,
οὔτε τῖμον εἰσενέγκας [
οὐδὲ μὴν κληθείς ἐσῆλθες οἷα δὴ ᾽ς φίλους φίλος
ἀλλὰ σ' εὖ γαστὴρ νόον τε καὶ φρένας παρήγαγεν εἰς ἀναιδείην.
Ἤπιες ἀτέλειωτες ποσότητες καὶ μάλιστα σκέτο.
Στὸ τέλος μέθυσες.
Δὲ ρώτησες γιὰ τὸ λογαριασμό,
οὔτε ἄν σὲ κάλεσε κανείς.
Ἁπλά, ἦρθες καὶ κόλλησες,
παρέα μὲ τὸ αἶσχος τοῦ μυαλοῦ καὶ τῆς κοιλιᾶς σου.
85 [We.124α]  
Μυκονίων δίκην. Μυκονιάτικη κατάντια.
86 [We. 96]  
Γλαῦκε, τίς σε θεῶν νόον
καὶ φρένας τρέψας
γῆς ἐπιμνήσαιο τῆσδε
δεινὰ τολμήσας με[
]αν εἷλες αἰχμῆι καὶ [
Γλαῦκε, τί ἔπαθες;
Ποιὸς θεὸς ἔτρεψε τὴ σκέψη σου σὲ μνήμη;
Πῶς τόλμησες τόσα αἰχμηρὰ
γι' αὐτὴ τὴ γῆ, μπροστά μου;
87 [We. 94]  
Τῶν δ' Ἀθηναίη μάχηι
ἵλαος παρασταθεῖσα παῖς ἐρικτύπου Διὸς
καρδίην ὤρινεν αὐτῆς τῆς πολυκλαύτου λεώ
[...]υτων [...]αλλα κείνης ἡμέρης ἐπὶ χθόνα
ἄλλον ἤεισεν· τόσους γὰρ ἐξεχώρησεν γύας
νηλε[...]παντος· ἀλλὰ θεῶν Ὀλυμπίων νόωι
νη[
Τὴ μέρα ἐκείνη, ἡ Ἀθηνᾶ, παιδὶ τοῦ κεραυνοβόλου Δία,
ἄλλους λυπήθηκε στὴ μάχη, ἄλλους βοήθησε,
ἄλλοι μοιράστηκαν τὴ γῆ.
Ἄσπλαχνες οἱ βουλὲς τῶν Ὀλυμπίων.
88 [We. 113]  
Ἀρχὸς εὖ μαθῶν ἄκοντι τ[
πειρέαι; λίην λιάζεις κυρ[
ἴσθί νυν, τάδ' ἴσθι... γγο [
Ἀρχηγὸς μὲ τόση πείρα καὶ χυμᾶς
στὰ τυφλά; Πολὺ κουνιέσαι, πουλί μου.
Πάθε τώρα καὶ μάθε.
89 [Δα. 60]  
Τῆς νῦν πάντες [
ἀμφικαπνίουσιν [
νηυσίν, ὀξεῖαι [
δηΐων, αὐαίνεται δὲ [
ἡλίῳ, θράσος τε [
οἵ μέγ᾽ ἱμείροντες [
Ναξίων δύναι φάλαγγας [
καὶ φυτῶν τομὴν [
ἄνδρες ἴσχουσιν [
τοῦτό κεν λεὼ[
ὡς ἀμηνιτεί παρη[
καὶ κασιγνήτων [
τέων ἀπέθρισαν [
ἤριπεν πληγῇσιδ[
ταῦτά μοι θυμός [
νειόθεν φόβου δέ [
ἀλλ' ὅμως θανον[
γνῶθί νυν, εἴ τοι[
ῥήμαθ' ὃς μέλλει [
οἱ μὲν ἐν Θάσῳ [
καὶ Τορωναίην [
οἱ δ' ἐν ὠκείῃσι [...] νηυσὶ [
καὶ [...] ἐκ Πάρου [
καὶ κασιγνητ [
θυμὸς [
πῦρ ὃ δὴ νῦν ἀμφι[
ἐν προαστίῳ κέαντες [
γῆν ἀεικίζουσιν [
Ἐρξίη, κατέδραμε [
τῷ δ᾽ ὁδὸν στέλλειν [
μηδὲ δεξιοὺς ἐπ᾽ οἰωνούς.
Σ᾽ αὐτὴ τὴν ὥρα ἀνήκουμε ὅλοι καὶ καθένας.

Μιὰ ἐπικράτεια φωτιᾶς ἡ σοδειὰ τῶν καραβιῶν
κι ἀγκάθι κατάκαρδο ἡ θέα τῶν ἐχθρῶν.
Σβήνει ὁ καρπὸς τοῦ ζωντανοῦ κάτω ἀπ᾽ τὸν ἥλιο
κι ὅμως θάρρος δὲ λείπει ἀπ' αὐτοὺς ποὺ ἀδημονοῦν
τὸν αἱμοβόρο κορεσμό τους καταπάνω στοὺς Ναξίους.
Τί θὰ κερδίσουν; Ἕνα τραῦμα γιὰ πατρίδα,
ἐκεῖ ποὺ θά 'πρεπε νὰ σφύζουν γῆ σὰν ἄντρες;
Ἄν μποροῦσαν οἱ λαοὶ νὰ μοιραστοῦν τὴν ἴδια συγκατάβαση,
δὲ θὰ ἔσερναν καθένας τὴν ἀνάπηρη γενιά του,
δὲ θὰ κούτσαιναν καθένας τὴν πληγή του.
Πῶς νὰ μὴν πνίγεται ἡ ψυχή μου ἀσφυκτικὰ βαθιά της;
Οἱ νεκροὶ εἶναι πάντα νεκροί.
Δὲν ἔχει νόημα ὅλο αὐτὸ τὸ μακελειό.

Ἐσεῖς στὴ Θάσο καὶ στὴν Τορώνη
κι οἱ ἄλλοι, μόνιμοι κάτοικοι τῶν καραβιῶν σας,
ἀπὸ τὴν Πάρο ἢ ὄχι, ἐχθροὶ καὶ φίλοι, ἀκοῦστε με:
θάρρος ἄδικα σπαταλημένο τρέφει τὴ φωτιὰ ποὺ μᾶς πολιορκεῖ
κι ἡ ρημαγμένη γῆ δουλειὰ φονιάδων εἶναι.

Ἐρξία, πήγαινε γρήγορα καὶ πές τους νὰ ἑλιχθοῦν διέξοδο.
Δὲ χρειάζεται νὰ περιμένουν τὴν κατάλληλη στιγμή.
Τίποτε καταλληλότερο ἀπὸ τὴ ζωή,
γιὰ ὅλους καὶ καθέναν.
90 [Δα. 71]  
Βαθεῖ φέροντα νῆες ἐν πόντῳ θοαὶ
πολλὸν δ' ἱστίων ὑφώμεθα
λύσαντες ὅπλα νηὸς, οὐρίην δ' ἔχε
ἰκμένην σάου θ' ἑταίρους, ὄφρα σέο μεμνεώμεθα.
φόβον δ' ἄπισχε, μηδὲ τοῦτον ἐμβάλῃς,
κῦμα δεινὸν ἵσταται κυκώμενον
] ἀλλὰ σὺ προμήθεσαι.
Καράβια γρήγορα σὲ θάλασσα βαθιὰ συγκλονισμένη.
Τὰ πανιὰ μαζεμένα, τὰ κατάρτια βγαλμένα.
Πάρε ἀπὸ δίπλα τὸν καιρό.
Σῶσε τους, νὰ σὲ θυμοῦνται.
Διώξε τὸ φόβο, μὴν τὸν ἀφήσεις νὰ ἐμπλακεῖ.
Βουνὸ τὸ κύμα ἀπάτητο, ὅμως ἐσὺ
ἔχεις φροντίσει γιὰ τὸ δρόμο.
91 [Ed.79, 80, 81, 82] 
Ἐρασμονίδη Χαρίλαε, χρῆμά τοι γγλοῖον
ἐρέω, πολὺ φίλταθ' ἑταίρων, τέρψεαι δ' ἀκούων.
Λοιπόν, Χαρίλαε Ἐρασμονίδη, ἐπειδὴ εἶσαι καλὸς φίλος,
θὰ σοῦ λέω κουταμάρες κι ἐσὺ θὰ γελᾶς.
Φιλέειν στυγνὸν περ ἐόντα μηδὲ διαλέγεσθαι. Νὰ συναναστρέφεσαι φονιάδες, ἀλλὰ νὰ μὴν ἀνοίγεις κουβέντες μαζί τους.
Ἀστῶν δ' οἱ μὲν κατόπισθεν ᾖσαν, οἱ δὲ πολλοί. Ὁρισμένοι πολίτες προτιμοῦν τὰ μετόπισθεν, οἱ περισσότεροι ὅμως...
Δήμητρί τε χεῖρας ἀνέξων. Θὰ ὑψώσω τὰ χέρια πρὸς τὴ γῆ, θὰ προσευχηθῶ χῶμα.
92 [Ed.83] 
Ἕωθεν ἕκαστος ἔπινεν· ἐν δὲ βακχίῃσιν... Ἔπιναν ἀπὸ τὸ πρωί, μέχρι ἀργὰ τὴν ὥρα τῆς κρεπάλης.


[Επόμενο] [Προηγούμενο] [Περιεχόμενα] [Σημειώσεις]


Μικρός Απόπλους
http://www.mikrosapoplous.gr/
Ιούνιος 2001