ΕΠΙΚΤΗΤΟΥ

ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΝ

Μετάφραση, προλεγόμενα: Αρ. Καμπάνης

    ΛΓ
33.1 Τάξον τινὰ ἤδη χαρακτῆρα σαυτῷ καὶ τύπον, ὃν φυλάξεις ἐπί τε σεαυτοῦ ὢν καὶ ἀνθρώποις ἐντυγχάνων. 1. Διάγραψε απ' εδώ κ' εμπρός ένα χαρακτήρα εις τον εαυτόν σου, τον οποίον θα φύλαξης, και όταν είσαι μόνος και όταν είσαι με άλλους.
33.2 καὶ σιωπὴ τὸ πολὺ ἔστω ἢ λαλείσθω τὰ ἀναγκαῖα καὶ δι' ὀλίγων. σπανίως δέ ποτε καιροῦ παρακαλοῦντος ἐπὶ τὸ λέγειν λέξον μέν, ἀλλὰ περὶ οὐδενὸς τῶν τυχόντων· μὴ περὶ μονομαχιῶν, μὴ περὶ ἱπποδρομιῶν, μὴ περὶ ἀθλητῶν, μὴ περὶ βρωμάτων ἢ πομάτων, τῶν ἑκασταχοῦ, μάλιστα δὲ μὴ περὶ ἀνθρώπων ψέγων ἢ ἐπαινῶν ἢ συγκρίνων. 2. Και ως επί το πολύ σιωπήν να τηρής, ή να λέγης όσα είνε ανάγκη και κοντολογής. Σπανίως δε κάποτε, αν η περίστασις το καλέση να ομιλήσης, ομίλησε· αλλά διά κανέν από τα τυχόντα. Όχι περί μονομαχιών, όχι περί ιπποδρομιών, όχι περί αθλητών, όχι περί φαγητών ή ποτών, περί των οποίων ομιλούν εις κάθε συναναστροφήν, προ πάντων όχι περί ανθρώπων, με το να ψέγης, να επαινής ή να συγκρίνης.
33.3 ἂν μὲν οὖν οἷός τε ᾖς, μετάγαγε τοῖς σοῖς λόγοις καὶ τοὺς τῶν συνόντων ἐπὶ τὸ προσῆκον. εἰ δὲ ἐν ἀλλοφύλοις ἀποληφθεὶς τύχοις, σιώπα. 3. Αν λοιπόν δύνασαι, οδήγει με τους λόγους τους ιδικούς σου και τους λόγους των συντρόφων σου προς αρμόδια υποκείμενα ομιλίας. Αν όμως μέσα εις αλλοφύλους [8] μόνος ευρίσκεσαι, σιώπα.
33.4 γέλως μὴ πολὺς ἔστω μηδὲ ἐπὶ πολλοῖς μηδὲ ἀνειμένος. 4. Να μη γελάς πολύ, ούτε εξ αφορμής πολλών πραγμάτων, ούτε υπερβολικά.
33.5 ὅρκον παραίτησαι, εἰ μὲν οἷόν τε, εἰς ἅπαν, εἰ δὲ μή, ἐκ τῶν ἐνόντων. 5. Να παραιτήσαι από όρκους, αν μεν είνε δυνατόν, ολότελα, ει δε μη, όσον ημπορείς περισσότερον.
33.6 ἑστιάσεις τὰς ἔξω καὶ ἰδιωτικὰς διακρούου· ἐὰν δέ ποτε γίνηται καιρός, ἐντετάσθω σοι ἡ προσοχή, μήποτε ἄρα ὑπορρυῇς εἰς ἰδιωτισμόν. ἴσθι γάρ, ὅτι, ἐὰν ὁ ἑταῖρος ᾖ μεμολυσμένος, καὶ τὸν συνανατριβόμενον αὐτῷ συμμολύνεσθαι ἀνάγκη, κἂν αὐτὸς ὢν τύχῃ καθαρός. 6. Γεύματα με τους μη φιλοσόφους και τους ιδιώτας [9] απόφευγε αν όμως έλθη ποτέ καιρός που να μην ημπορής να τ' αποφύγης, η προσοχή σου ας ενταθή, μήπως περιπέσης εις ιδιωτισμόν. [10] Διότι πρέπει να γνωρίζης, ότι, αν ο σύντροφός σου είνε βρωμερός, και εκείνος που τρίβετ' επάνω του εξ ανάγκης θα κολλήση από την βρώμαν του, και αν τύχη να είνε καθαρός και αυτός.
33.7 τὰ περὶ τὸ σῶμα μέχρι τῆς χρείας ψιλῆς παραλάμβανε, οἷον τροφάς, πόμα, ἀμπεχόνην, οἰκίαν, οἰκετίαν· τὸ δὲ πρὸς δόξαν ἢ τρυφὴν ἅπαν περίγραφε. 7. Να παραλαμβάνης τα απολύτως αναγκαία διά το σώμα σου, δηλαδή τροφάς, ποτόν, ρούχα, σπίτι, δούλους. Ό,τι δε είνε προς επίδειξιν ή τρυφήν απόρριπτε.
33.8 περὶ ἀφροδίσια εἰς δύναμιν πρὸ γάμου καθαρευτέον· ἁπτομένῳ δὲ ὧν νόμιμόν ἐστι μεταληπτέον. μὴ μέντοι ἐπαχθὴς γίνου τοῖς χρωμένοις μηδὲ ἐλεγκτικός· μηδὲ πολλαχοῦ τὸ ὅτι αὐτὸς οὐ χρῇ, παράφερε.  
33.9 ἐὰν τίς σοι ἀπαγγείλῃ ὅτι ὁ δεῖνά σε κακῶς λέγει, μὴ ἀπολογοῦ πρὸς τὰ λεχθέντα, ἀλλ' ἀποκρίνου διότι ‘ἠγνόει γὰρ τὰ ἄλλα τὰ προσόντα μοι κακά, ἐπεὶ οὐκ ἂν ταῦτα μόνα ἔλεγεν’. 9. Εαν σου πη κανείς ότι ο δείνα σε κακολογεί, μην απολογείσαι προς ό,τι ελέχθη, αλλ' αποκρίνου ότι: “Δεν εγνώριζε βέβαια και πόσα άλλα κακά που έχω· διότι δεν θα εσταματούσ' εκεί”.
33.10 εἰς τὰ θέατρα τὸ πολὺ παριέναι οὐκ ἀναγκαῖον. εἰ δέ ποτε καιρὸς εἴη, μηδενὶ σπουδάζων φαίνου ἢ σεαυτῷ, τοῦτ' ἔστι. θέλε γίνεσθαι μόνα τὰ γινόμενα καὶ νικᾶν μόνον τὸν νικῶντα· οὕτω γὰρ οὐκ ἐμποδισθήσῃ. βοῆς δὲ καὶ τοῦ ἐπιγελᾶν τινι ἢ ἐπὶ πολὺ συγκινεῖσθαι παντελῶς ἀπέχου. καὶ μετὰ τὸ ἀπαλλαγῆναι μὴ πολλὰ περὶ τῶν γεγενημένων διαλέγου, ὅσα μὴ φέρει πρὸς τὴν σὴν ἐπανόρθωσιν· ἐμφαίνεται γὰρ ἐκ τοῦ τοιούτου, ὅτι ἐθαύμασας τὴν θέαν. 10. Δεν είνε αναγκαίον να συχνοπηγαίνης εις τα θέατρα. Αν δε τύχη περίστασις να πας, να μη φαίνεσαι πως προσέχεις εις κανένα παρά μόνον εις τον εαυτόν σου, τουτέστι να θέλης να γίνωνται μόνον όσα γίνονται και να νικά μόνον ο νικητής· διότι κατ' αυτόν τον τρόπον δεν θα ενοχληθής. Ν' απέχης όμως από το να φωνάζης εντελώς και να μην πολυγελάς εις βάρος κανενός, ή να πολυσυγκινήσαι μαζί με τους άλλους. Και, αφού τελειώση το θέαμα, μην πολυμιλής περί εκείνων που έχουν γίνη, εκτός αν είνε κάτι που να συντείνη εις την βελτίωσιν σου· διότι ημπορούν να νομίσουν οι άλλοι ότι εθαύμασες το θέαμα.
33.11 εἰς ἀκροάσεις τινῶν μὴ εἰκῇ μηδὲ ῥᾳδίως πάριθι· παριὼν δὲ τὸ σεμνὸν καὶ τὸ εὐσταθὲς καὶ ἅμα ἀνεπαχθὲς φύλασσε. 11. Εις δημόσια αναγνώσματα να μη πηγαίνης όπου τύχη ούτε εύκολα· και, αν πας, διατήρει την βαρύτητά σου και την γαλήνην σου, που να μην είν ενοχλητική συγχρόνως εις τους άλλους.
33.12 ὅταν τινὶ μέλλῃς συμβαλεῖν, μάλιστα τῶν ἐν ὑπεροχῇ δοκούντων, πρόβαλε σαυτῷ, τί ἂν ἐποίησεν ἐν τούτῳ Σωκράτης ἢ Ζήνων, καὶ οὐκ ἀπορήσεις τοῦ χρήσασθαι προσηκόντως τῷ ἐμπεσόντι. 12. Όταν έχης να κάμης με κανένα, μάλιστα από όσους νομίζονται μεγάλοι, πρόβαλε εις τον εαυτόν σου εκείνο που ο Σωκράτης ή ο Ζήνων θα έκαμνεν εις ομοίαν περίστασιν και δεν θα λείψης από το να φερθής αρμοδίως εις αυτήν.
33.13 ὅταν φοιτᾷς πρός τινα τῶν μέγα δυναμένων, πρόβαλε, ὅτι οὐχ εὑρήσεις αὐτὸν ἔνδον, ὅτι ἀποκλεισθήσῃ, ὅτι ἐντιναχθήσονταί σοι αἱ θύραι, ὅτι οὐ φροντιεῖ σου. κἂν σὺν τούτοις ἐλθεῖν καθήκῃ, ἐλθὼν φέρε τὰ γινόμενα καὶ μηδέποτε εἴπῃς αὐτὸς πρὸς ἑαυτὸν ὅτι ‘οὐκ ἦν τοσούτου’· ἰδιωτικὸν γὰρ καὶ διαβεβλημένον πρὸς τὰ ἐκτός. 13. Όταν συχνάζης εις το σπίτι κανενός από τους μεγαλοσιάνους, πρόβαλε εις τον εαυτόν σου ότι δεν θα τον εύρης μέσα, ότι δεν θα σε δεχθούν, ότι θα σου κλείσουν την θύραν κατά πρόσωπον, ότι πεντάρα δεν θα δώσουν για σένα. Και, αν μ' όλ' αυτά είνε ανάγκη να πας, πρέπει να υποφέρης τα γινόμενα και ποτέ να μην ειπής εις τον εαυτόν σου, ότι “δεν άξιζε τον κόπον”. Διότι τούτο θα ήρμοζεν εις ιδιώτην και άνθρωπον που ερεθίζεται από τα εξωτερικά πράγματα.
33.14 ἐν ταῖς ὁμιλίαις ἀπέστω τὸ ἑαυτοῦ τινων ἔργων ἢ κινδύνων ἐπὶ πολὺ καὶ ἀμέτρως μεμνῆσθαι. οὐ γάρ, ὡς σοὶ ἡδύ ἐστι τὸ τῶν σῶν κινδύνων μεμνῆσθαι, οὕτω καὶ τοῖς ἄλλοις ἡδύ ἐστι τὸ τῶν σοὶ συμβεβηκότων ἀκούειν. 14. Εις τας συναναστροφάς ν' απέχης από το να μνημονεύης ή έργα σου ή κινδύνους πολύ και αμέτρως. Διότι, όπως είν' ευχάριστον εις εσένα το να ομιλής περί των κινδύνων σου, δεν είν' ευχάριστον επίσης και εις τους άλλους ν' ακούουν δι' όσα σου έχουν συμβή.
33.15 ἀπέστω δὲ καὶ τὸ γέλωτα κινεῖν· ὀλισθηρὸς γὰρ ὁ τρόπος εἰς ἰδιωτισμὸν καὶ ἅμα ἱκανὸς τὴν αἰδῶ τὴν πρὸς σὲ τῶν πλησίον ἀνιέναι. 15. Ν' απέχης επίσης και από το να κάμνης τους άλλους να γελούν. Διότι είν' ενδεχόμενον να γλιστρήσης εις τους τρόπους των ιδιωτών και συγχρόνως τούτο να σου ελαττώση το σέβας εκείνων που σε πλησιάζουν.
33.16 ἐπισφαλὲς δὲ καὶ τὸ εἰς αἰσχρολογίαν προελθεῖν. ὅταν οὖν τι συμβῇ τοιοῦτον, ἂν μὲν εὔκαιρον ᾖ, καὶ ἐπίπληξον τῷ προελθόντι· εἰ δὲ μή, τῷ γε ἀποσιωπῆσαι καὶ ἐρυθριᾶσαι καὶ σκυθρωπάσαι δῆλος γίνου δυσχεραίνων τῷ λόγῳ. 16. Είν' επίσης επισφαλές και το να προβής εις αισχρολογίαν. Όταν λοιπόν συμβή κάτι παρόμοιον, αν το κρίνης κόμμοδον, και επίπληξε εκείνον που έκαμε την αρχήν· ει δε μη, με την σιωπήν σου και το ερύθημα του και με το να σκυθρωπάσης φανέρωνε την απαρέσκειάν σου προς τα λεγόμενα.
    ΛΔ
34.1 Ὅταν ἡδονῆς τινος φαντασίαν λάβῃς, καθάπερ ἐπὶ τῶν ἄλλων, φύλασσε σαυτόν, μὴ συναρπασθῇς ὑπ' αὐτῆς· ἀλλ' ἐκδεξάσθω σε τὸ πρᾶγμα, καὶ ἀναβολήν τινα παρὰ σεαυτοῦ λάβε. ἔπειτα μνήσθητι ἀμφοτέρων τῶν χρόνων, καθ' ὅν τε ἀπολαύσεις τῆς ἡδονῆς, καὶ καθ' ὃν ἀπολαύσας ὕστερον μετανοήσεις καὶ αὐτὸς σεαυτῷ λοιδορήσῃ· καὶ τούτοις ἀντίθες ὅπως ἀποσχόμενος χαιρήσεις καὶ ἐπαινέσεις αὐτὸς σεαυτόν. ἐὰν δέ σοι καιρὸς φανῇ ἅψασθαι τοῦ ἔργου, πρόσεχε, μὴ ἡττήσῃ σε τὸ προσηνὲς αὐτοῦ καὶ ἡδὺ καὶ ἐπαγωγόν· ἀλλ' ἀντιτίθει, πόσῳ ἄμεινον τὸ συνειδέναι σεαυτῷ ταύτην τὴν νίκην νενικηκότι. 1. Όταν κάποιας ηδονής φαντασία σου παρουσιασθή, όπως εις τας άλλας φαντασίας, προφύλαττε τον εαυτόν σου μήπως σε συναρπάση· αλλά πριν προβής εις πράξιν λάβε κάποιαν αναβολήν από τον εαυτόν του. Επειτα ενθυμήσου και τα δύο χρονικά σημεία, κ' εκείνο κατά το οποίον θ' απολαύσης την ηδονήν, κ' εκείνο κατά το οποίον, αφού απολαύσης την ηδονήν, ύστερα θα μετανοήσης και συ αυτός θα κατηγορήσης τον εαυτόν σου· και εις αυτά αντίθεσε, πως εάν κρατηθής εις αποχήν, θα χαρής και θα επαινέσης ο ίδιος τον εαυτόν σου· αν αι περιστάσεις απαιτήσουν να το βάλης εις ενέργειαν, πρόσεχε μήπως νικηθής από την γλυκύτητά του, το ευχάριστόν του και το επαγωγόν· αλλ' αντίθετε: πόσον είνε καλύτερον το να έχης συνείδησιν, ότι έχεις νικήση την νίκην αυτήν.
    ΛΕ
35.1 Ὅταν τι διαγνούς, ὅτι ποιητέον ἐστί, ποιῇς, μηδέποτε φύγῃς ὀφθῆναι πράσσων αὐτό, κἂν ἀλλοῖόν τι μέλλωσιν οἱ πολλοὶ περὶ αὐτοῦ ὑπολαμβάνειν. εἰ μὲν γὰρ οὐκ ὀρθῶς ποιεῖς, αὐτὸ τὸ ἔργον φεῦγε· εἰ δὲ ὀρθῶς, τί φοβῇ τοὺς ἐπιπλήξοντας οὐκ ὀρθῶς; Όταν κάτι τι, αφού καλά εννοήσης ότι πρέπει να το κάμης, το κάμνης, μη φοβήσαι να σε ιδούν ότι το κάμνεις, και αν ο κόσμος μέλλη να συλλογίζεται κάτι τι όχι καλόν εις βάρος σου. Διότι, αν μεν δεν κάμνης καλά, απόφευγε αυτό το έργον, αν δε πάλιν καλά, τί φοβείσαι εκείνους που θα σ' επιπλήξουν όχι ορθώς;
    ΛΣΤ
36.1 Ὡς τὸ ‘ἡμέρα ἐστί’ καὶ ‘νύξ ἐστι’ πρὸς μὲν τὸ διεζευγμένον μεγάλην ἔχει ἀξίαν, πρὸς δὲ τὸ συμπεπλεγμένον ἀπαξίαν, οὕτω καὶ τὸ τὴν μείζω μερίδα ἐκλέξασθαι πρὸς μὲν τὸ σῶμα ἐχέτω ἀξίαν, πρὸς δὲ <τὸ> τὸ κοινωνικὸν ἐν ἑστιάσει, οἷον δεῖ, φυλάξαι, ἀπαξίαν ἔχει. ὅταν οὖν συνεσθίῃς ἑτέρῳ, μέμνησο, μὴ μόνον τὴν πρὸς τὸ σῶμα ἀξίαν τῶν παρακειμένων ὁρᾶν, ἀλλὰ καὶ τὴν πρὸς τὸν ἑστιάτορα αἰδῶ φυλάξαι. Όπως το “είνε ημέρα” και το “είνε νύκτα” εις διαζευκτικήν μεν πρότασιν έχει μεγάλην αξίαν, εις δε συμπλεκτικήν καμμίαν, έτσι και εις ένα συμπόσιον το να διαλέξης διά τον εαυτόν σου την μεγαλυτέραν μερίδα αναφορικώς μεν προς το σώμα ας υποθέσωμεν ότι έχει αξίαν, αλλά δεν έχει αξίαν αναφορικώς προς τους κοινωνικούς τρόπους, που πρέπει να τηρής εις ένα γεύμα. Όταν λοιπόν συντρώγης με άλλον, ενθυμήσου να μη προσέχης εις την αναφορικώς προς το σώμα αξίαν των τροφών, αλλά και πως να διατηρήσης τον προς εκείνον που δίδει το συμπόσιον σεβασμόν.
    ΛΖ
37.1 Ἐὰν ὑπὲρ δύναμιν ἀναλάβῃς τι πρόσωπον, καὶ ἐν τούτῳ ἠσχημόνησας καί, ὃ ἠδύνασο ἐκπληρῶσαι, παρέλιπες. Εαν αναλάβης κανένα ρόλον υπέρ τας δυνάμεις του, και εις τούτο έκαμες άσχημην παρουσίαν και παρέλειψες να κάμης ό,τι έπρεπεν.
    ΛΗ
38.1 Ἐν τῷ περιπατεῖν καθάπερ προσέχεις, μὴ ἐπιβῇς ἥλῳ ἢ στρέψῃς τὸν πόδα σου, οὕτω πρόσεχε, μὴ καὶ τὸ ἡγεμονικὸν βλάψῃς τὸ σεαυτοῦ. καὶ τοῦτο ἐὰν ἐφ' ἑκάστου ἔργου παραφυλάσσωμεν, ἀσφαλέστερον ἁψόμεθα τοῦ ἔργου. Όταν περιπατής, καθώς προσέχεις μήπως πατήσης καρφί, ή στραγγουλίσης το πόδι σου, ομοίως πρόσεχε, μη βλάψης και το ανώτερον μέρος της ψυχής σου [11]. Και, αν εις την αρχήν κάθε έργου λαμβάνωμεν αυτήν την προφύλαξιν, ασφαλέστερα θα το επιχειρήσωμεν.
    ΛΘ
39.1 Μέτρον κτήσεως τὸ σῶμα ἑκάστῳ ὡς ὁ ποὺς ὑποδήματος. ἐὰν μὲν οὖν ἐπὶ τούτου στῇς, φυλάξεις τὸ μέτρον· ἐὰν δὲ ὑπερβῇς, ὡς κατὰ κρημνοῦ λοιπὸν ἀνάγκη φέρεσθαι· καθάπερ καὶ ἐπὶ τοῦ ὑποδήματος, ἐὰν ὑπὲρ τὸν πόδα ὑπερβῇς, γίνεται κατάχρυσον ὑπόδημα, εἶτα πορφυροῦν, κεντητόν. τοῦ γὰρ ἅπαξ ὑπὲρ τὸ μέτρον ὅρος οὐθείς ἐστιν. Μέτρον των όσα πρέπει ν' αποκτήση κανείς είνε το σώμα του [12], όπως το πόδι είνε μέτρον του υποδήματος. Αν λοιπόν σταματήσης εις αυτό και δεν ζητήσης περισσότερα, θα φυλάξης το μέτρον· αν όμως ζητήσης περισσότερα παρ' όσα σου αναγκαιούν, θα φέρεσαι του λοιπού ωσάν κατά κρημνού, όπως ακριβώς συμβαίνει και με το υπόδημα· αν υπερβής τον πόδα σου [13], γίνεται κατάχρυσον υπόδημα· έπειτα πορφυρούν, έπειτα κεντητόν. Διότι εις εκείνο που άπαξ υπερέβη το μέτρον όριον κανέν δεν υπάρχει.
    Μ
40.1 Αἱ γυναῖκες εὐθὺς ἀπὸ τεσσαρεσκαίδεκα ἐτῶν ὑπὸ τῶν ἀνδρῶν κυρίαι καλοῦνται. τοιγαροῦν ὁρῶσαι, ὅτι ἄλλο μὲν οὐδὲν αὐταῖς πρόσεστι, μόνον δὲ συγκοιμῶνται τοῖς ἀνδράσι, ἄρχονται καλλωπίζεσθαι καὶ ἐν τούτῳ πάσας ἔχειν τὰς ἐλπίδας. προσέχειν οὖν ἄξιον, ἵνα αἴσθωνται, διότι ἐπ' οὐδενὶ ἄλλῳ τιμῶνται ἢ τῷ κόσμιαι φαίνεσθαι καὶ αἰδήμονες. Αι γυναίκες ευθύς από τα δεκατέσσαρα χρόνια των ονομάζονται “κυρίαι” από τους άνδρας και αρχίζουν να καλλωπίζωνται και εις τούτο έχουν να στηρίζουν όλας τας ελπίδας των. Αξίζει λοιπόν να προσέχουν ότι δεν τιμώνται με άλλο τίποτε ή με το να φαίνωνται κόσμιαι και σεμναί.
    ΜΑ
41.1 Ἀφυΐας σημεῖον τὸ ἐνδιατρίβειν τοῖς περὶ τὸ σῶμα, οἷον ἐπὶ πολὺ γυμνάζεσθαι, ἐπὶ πολὺ ἐσθίειν, ἐπὶ πολὺ πίνειν, ἐπὶ πολὺ ἀποπατεῖν, ὀχεύειν. ἀλλὰ ταῦτα μὲν ἐν παρέργῳ ποιητέον· περὶ δὲ τὴν γνώμην ἡ πᾶσα ἔστω ἐπιστροφή. Σημαίνει έλλειψιν διαθέσεως προς αρετήν το να ενδιατρίβης εις όσα αποβλέπουν το σώμα, δηλαδή εις την πολλήν γυμναστικήν, εις το να πολυφάγης, να πηγαίνης συχνά εις τον απόπατον. Αλλ' αυτά μεν να κάμης παρέργως· να έχης δε την προσοχήν όλην εις την διάνοιάν σου.
    ΜΒ
42.1 Ὅταν σέ τις κακῶς ποιῇ ἢ κακῶς λέγῃ, μέμνησο, ὅτι καθήκειν αὐτῷ οἰόμενος ποιεῖ ἢ λέγει. οὐχ οἷόν τε οὖν ἀκολουθεῖν αὐτὸν τῷ σοὶ φαινομένῳ, ἀλλὰ τῷ ἑαυτῷ, ὥστε, εἰ κακῶς αὐτῷ φαίνεται, ἐκεῖνος βλάπτεται, ὅστις καὶ ἐξηπάτηται. καὶ γὰρ τὸ ἀληθὲς συμπεπλεγμένον ἄν τις ὑπολάβῃ ψεῦδος, οὐ τὸ συμπεπλεγμένον βέβλαπται, ἀλλ' ὁ ἐξαπατηθείς. ἀπὸ τούτων οὖν ὁρμώμενος πρᾴως ἕξεις πρὸς τὸν λοιδοροῦντα. ἐπιφθέγγου γὰρ ἐφ' ἑκάστῳ ὅτι ‘ἔδοξεν αὐτῷ’. Όταν σε κακοποιή ή σε κακολογή κανείς, ενθυμήσου, ότι το κάμνει νομίζων ότι είνε καθήκον του. Δεν είνε λοιπόν δυνατόν εκείνος ν' ακολουθή, τον ιδικόν σου τρόπον του βλέπειν, αλλά τον ιδικόν του, ώστε, αν το βλέπη κακά, αυτός βλάπτεται που έχει κ' εξαπατηθή. Διότι, αν κανείς την αληθινήν συμπλεκτικήν πρότασιν υπολάβη, ψευδή, δεν βλάπτεται η πρότασις, αλλά ο απατηθείς εις την εκτίμησίν της. Με αυτάς λοιπόν τας αρχάς αν προχωρής, θα φέρεσαι επιεικώς προς εκείνον, που σε κακολογεί. Και θα επιλέγης κάθε τόσο: “έτσι του εφάνη καλό”.
    ΜΓ
43.1 Πᾶν πρᾶγμα δύο ἔχει λαβάς, τὴν μὲν φορητήν, τὴν δὲ ἀφόρητον. ὁ ἀδελφὸς ἐὰν ἀδικῇ, ἐντεῦθεν αὐτὸ μὴ λάμβανε, ὅτι ἀδικεῖ (αὕτη γὰρ ἡ λαβή ἐστιν αὐτοῦ οὐ φορητή), ἀλλὰ ἐκεῖθεν μᾶλλον, ὅτι ἀδελφός, ὅτι σύντροφος, καὶ λήψῃ αὐτὸ καθ' ὃ φορητόν. Κάθε πράγμα έχει δύο λαβάς που από την μίαν ημπορείς να το σηκώνης, από την άλλην όχι. Αν σε αδική ο αδελφός σου, μη λαμβάνης το πράγμ' απ' αυτό το μέρος, ότι αδικεί· διότι απ' αυτήν την λαβήν δεν ημπορείς να το πάρης, αλλά μάλλον από την άλλην, ότι αδελφός σου είνε, ότι είνε σύντροφος σου, και θα ημπορέσης να λάβης το πράγμα από το μέρος που είνε δυνατόν να το σηκώνης.
    ΜΔ
44.1 Οὗτοι οἱ λόγοι ἀσύνακτοι ‘ἐγώ σου πλουσιώτερός εἰμι, ἐγώ σου ἄρα κρείσσων’· ‘ἐγώ σου λογιώτερος, ἐγώ σου ἄρα κρείσσων’. ἐκεῖνοι δὲ μᾶλλον συνακτικοί ‘ἐγώ σου πλουσιώτερός εἰμι, ἡ ἐμὴ ἄρα κτῆσις τῆς σῆς κρείσσων’· ‘ἐγώ σου λογιώτερος, ἡ ἐμὴ ἄρα λέξις τῆς σῆς κρείσσων’. σὺ δέ γε οὔτε κτῆσις εἶ οὔτε λέξις. Συμπερασμοί όπως οι εξής δεν είνε ορθοί: “Εγώ είμαι πλουσιώτερός σου, εγώ άρα αξίζω πλέον από σέ”, “Εγώ είμαι λογιώτερός σου, εγώ αξίζω άρα περισσότερον από σε”. Ορθότεροι είνε οι εξής: “Εγώ είμαι πλουσιώτερός σου, η περιουσία μου άρα είνε περισσοτέρας αξίας από την ιδικήν σου”, “Εγώ είμαι λογιώτερός σου, και ο λόγος μου λοιπόν αξίζει πλέον από τον ιδικόν σου”. Συ όμως βέβαια ούτε περιουσία είσαι, ούτε λέξις.
    ΜΕ
45.1 Λούεταί τις ταχέως· μὴ εἴπῃς ὅτι κακῶς, ἀλλ' ὅτι ταχέως. πίνει τις πολὺν οἶνον· μὴ εἴπῃς ὅτι κακῶς, ἀλλ' ὅτι πολύν. πρὶν γὰρ διαγνῶναι τὸ δόγμα, πόθεν οἶσθα, εἰ κακῶς; οὕτως οὐ συμβήσεταί σοι ἄλλων μὲν φαντασίας καταληπτικὰς λαμβάνειν, ἄλλοις δὲ συγκατατίθεσθαι. Κάμνει κανείς πολύ ενωρίς το λουτρόν του; μην ειπής ότι το κάμνει “κακά”, αλλ' ότι πολύ “ενωρίς”. Πίνει κανείς πολύ κρασί; μην ειπής ότι πίνει “κακά”, αλλ' ότι “πολύ”. Διότι πριν να εννοήσης ότι κρίνει κατ' αυτόν τον τρόπον, πόθεν ημπορείς να γνωρίζης αν κάμνει κακά; Διότι κατ' αυτόν τον τρόπον δεν θα σου συμβή να κρίνης σύμφωνα με άλλην παρ' εκείνην που έλαβες εντύπωσιν.
    ΜΣΤ
46.1 Μηδαμοῦ σεαυτὸν εἴπῃς φιλόσοφον μηδὲ λάλει τὸ πολὺ ἐν ἰδιώταις περὶ τῶν θεωρημάτων, ἀλλὰ ποίει τὸ ἀπὸ τῶν θεωρημάτων· οἷον ἐν συμποσίῳ μὴ λέγε, πῶς δεῖ ἐσθίειν, ἀλλ' ἔσθιε, ὡς δεῖ. μέμνησο γάρ, ὅτι οὕτως ἀφῃρήκει πανταχόθεν Σωκράτης τὸ ἐπιδεικτικόν, ὥστε ἤρχοντο πρὸς αὐτὸν βουλόμενοι φιλοσόφοις ὑπ' αὐτοῦ συσταθῆναι, κἀκεῖνος ἀπῆγεν 1. Πουθενά μην ειπής τον εαυτόν σου φιλόσοφον, μήτε να πολυμιλής μεταξύ ιδιωτών με φιλοσοφικά παραγγέλματα, αλλά κάμνε ό,τι αυτά παραγγέλλουν· λόγου χάριν εις συμπόσιον να μη λέγης πως πρέπει να τρώγη κανείς, άλλα τρώγε όπως πρέπει. Διότι ενθυμήσου, ότι τόσον είχεν αφαιρέση από όλα ο Σωκράτης την επιδεικτικότατα, ώστε ήρχοντο προς αυτόν πολλοί θέλοντες να τους συστήση εις άλλους φιλοσόφους, και τους ωδηγούσε. Τόσον υπέμενε να τον παραβλέπουν.
46.2 αὐτούς. οὕτως ἠνείχετο παρορώμενος. κἂν περὶ θεωρήματός τινος ἐν ἰδιώταις ἐμπίπτῃ λόγος, σιώπα τὸ πολύ· μέγας γὰρ ὁ κίνδυνος εὐθὺς ἐξεμέσαι, ὃ οὐκ ἔπεψας. καὶ ὅταν εἴπῃ σοί τις, ὅτι οὐδὲν οἶσθα, καὶ σὺ μὴ δηχθῇς, τότε ἴσθι, ὅτι ἄρχῃ τοῦ ἔργου. ἐπεὶ καὶ τὰ πρόβατα οὐ χόρτον φέροντα τοῖς ποιμέσιν ἐπιδεικνύει πόσον, ἔφαγεν, ἀλλὰ τὴν νομὴν ἔσω πέψαντα ἔρια ἔξω φέρει καὶ γάλα· καὶ σὺ τοίνυν μὴ τὰ θεωρήματα τοῖς ἰδιώταις ἐπιδείκνυε, ἀλλ' ἀπ' αὐτῶν πεφθέντων τὰ ἔργα. 2. Και αν διά κάποιο φιλοσοφικόν παράγγελμα μεταξύ των ιδιωτών γείνη λόγος, τας περισσοτέρας φοράς να σιωπάς· διότι υπάρχει μεγάλος κίνδυνος να ξεράσης ό,τι ακόμη δεν εχώνευσες. Και όταν σου 'πη κανείς ότι δεν γνωρίζεις τίποτε και συ δεν πειραχθής καθόλου, τότε γνώριζε ότι αρχίζεις το έργον του φιλοσόφου. Επειδή και τα πρόβατα δεν φέρουν χόρτον εις τους ποιμένας ωσάν διά να τους δείξουν πόσον έφαγαν· αλλ' αφού χωνεύσουν εντός ό,τι εβόσκησαν μεταβάλλουν απ' έξω εις μαλλί και γάλα· και συ λοιπόν μη επιδεικνύης τα φιλοσοφικά παραγγέλματα εις τους ιδιώτας, αλλά τα έργα, που θα προέλθουν, αφού τα παραγγέλματα χωνεύσης.
    ΜΖ
47.1 Ὅταν εὐτελῶς ἡρμοσμένος ᾖς κατὰ τὸ σῶμα, μὴ καλλωπίζου ἐπὶ τούτῳ μήδ', ἂν ὕδωρ πίνῃς, ἐκ πάσης ἀφορμῆς λέγε, ὅτι ὕδωρ πίνεις. κἂν ἀσκῆσαί ποτε πρὸς πόνον θέλῃς. σεαυτῷ καὶ μὴ τοῖς ἔξω· μὴ τοὺς ἀνδριάντας περιλάμβανε· ἀλλὰ διψῶν ποτε σφοδρῶς ἐπίσπασαι ψυχροῦ ὕδατος καὶ ἔκπτυσον καὶ μηδενὶ εἴπῃς. Αν κατώρθωσες να περιορίσης τας σωματικάς σου ανάγκας εις πολύ ολίγα, μην επιδεικνύεσαι δι' αυτό, μήτε, αν πίνης νερό κάθε τόσο, να λέγης ότι πίνεις νερό. Και, αν κάποτε θέλης ν' ασκήσαι εις τον κόπον, κάμνε το εις τον εαυτόν σου, όχι εις τους άλλους· να μη εναγκαλίζεσαι τους ανδριάντας· [14] αλλά, αν καμμίαν φοράν διψάς φοβερά, πάρε εις το στόμα σου λίγο νερό, έπειτα πτύσε το και μην το πης εις κανένα.
    ΜΗ
48.1 Ἰδιώτου στάσις καὶ χαρακτήρ· οὐδέποτε ἐξ ἑαυτοῦ προσδοκᾷ ὠφέλειαν ἢ βλάβην, ἀλλ' ἀπὸ τῶν ἔξω. φιλοσόφου στάσις καὶ χαρακτήρ· πᾶσαν ὠφέλειαν καὶ βλάβην ἐξ ἑαυτοῦ προσδοκᾷ. 1. Χαρακτήρ και συμπεριφορά του ιδιώτου: ποτέ από τον εαυτόν του δεν προσδοκά ωφέλειαν ή βλάβην, αλλ' από τα εξωτερικά πράγματα. Χαρακτήρ και συμπεριφορά φιλοσόφου: κάθε ωφέλειαν ή βλάβην προσδοκά από τον εαυτόν του.
48.2 σημεῖα προκόπτοντος· οὐδένα ψέγει, οὐδένα ἐπαινεῖ, οὐδένα μέμφεται, οὐδενὶ ἐγκαλεῖ, οὐδὲν περὶ ἑαυτοῦ λέγει ὡς ὄντος τινὸς ἢ εἰδότος τι. ὅταν ἐμποδισθῇ τι ἢ κωλυθῇ, ἑαυτῷ ἐγκαλεῖ. κἄν τις αὐτὸν ἐπαινῇ, καταγελᾷ τοῦ ἐπαινοῦντος αὐτὸς παρ' ἑαυτῷ· κἂν ψέγῃ, οὐκ ἀπολογεῖται. περίεισι δὲ καθάπερ οἱ ἄρρωστοι, εὐλαβούμενός τι κινῆσαι τῶν καθισταμένων, πρὶν πῆξιν λαβεῖν. 2. Ενδείξεις ότι ένας προκόπτει: δεν ψέγει κανένα, κανένα δεν επαινεί, δεν παραπονείται εναντίον κανενός, κανένα δεν κατηγορεί, δεν λέγει τίποτε περί του εαυτού του· ότι είνε κάτι ή ότι ξέρει κάτι. Και, αν τον επαινή κανείς, γελά εις βάρος του επαινούντος αυτός μέσα εις τον εαυτόν του· και, αν τον ψέγη, δεν αισθάνεται ανάγκην απολογίας. Προχωρεί δε, καθώς οι άρρωστοι σηκωνόμενοι από την αρρώστιαν, που προχωρούν με φόβον, μήπως ταράξουν τίποτε εις το σώμα των, από όσα ήρχισαν να επιστρέφουν εις την προτέραν κατάστασιν, προτού αυτά στερεωθούν.
48.3 ὄρεξιν ἅπασαν ἦρκεν ἐξ ἑαυτοῦ· τὴν δ' ἔκκλισιν εἰς μόνα τὰ παρὰ φύσιν τῶν ἐφ' ἡμῖν μετατέθεικεν. ὁρμῇ πρὸς ἅπαντα ἀνειμένῃ χρῆται. ἂν ἠλίθιος ἢ ἀμαθὴς δοκῇ, οὐ πεφρόντικεν. ἐνί τε λόγῳ, ὡς ἐχθρὸν ἑαυτὸν παραφυλάσσει καὶ ἐπίβουλον. 3. Πάσαν επιθυμίαν έχει αφαιρέση από τον εαυτόν του και την αποστροφήν έχει μεταφέρη εις ό,τι είνε παρά φύσιν, ως προς εκείνα που έχομεν εις την εξουσίαν μας. Αι ορμαί του όλαι είνε μετριασμέναι. Αν ηλίθιος ή αμαθής νομίζεται, δεν έχει φροντίση. Κοντολογής, παραφυλάττει τον εαυτόν του ως εχθρόν και επίβουλον.
    ΜΘ
49.1 Ὅταν τις ἐπὶ τῷ νοεῖν καὶ ἐξηγεῖσθαι δύνασθαι τὰ Χρυσίππου βιβλία σεμνύνηται, λέγε αὐτὸς πρὸς ἑαυτὸν ὅτι ‘εἰ μὴ Χρύσιππος ἀσαφῶς ἐγεγράφει, οὐδὲν ἂν εἶχεν οὗτος, ἐφ' ᾧ ἐσεμνύνετο.’ ἐγὼ δὲ τί βούλομαι; καταμαθεῖν τὴν φύσιν καὶ ταύτῃ ἕπεσθαι. ζητῶ οὖν, τίς ἐστιν ὁ ἐξηγούμενος· καὶ ἀκούσας, ὅτι Χρύσιππος, ἔρχομαι πρὸς αὐτόν. ἀλλ' οὐ νοῶ τὰ γεγραμμένα· ζητῶ οὖν τὸν ἐξηγούμενον. καὶ μέχρι τούτων οὔπω σεμνὸν οὐδέν. ὅταν δὲ εὕρω τὸν ἐξηγούμενον, ἀπολείπεται χρῆσθαι τοῖς παρηγγελμένοις· τοῦτο αὐτὸ μόνον σεμνόν ἐστιν. ἂν δὲ αὐτὸ τοῦτο τὸ ἐξηγεῖσθαι θαυμάσω, τί ἄλλο ἢ γραμματικὸς ἀπετελέσθην ἀντὶ φιλοσόφου; πλήν γε δὴ ὅτι ἀντὶ Ὁμήρου Χρύσιππον ἐξηγούμενος. μᾶλλον οὖν, ὅταν τις εἴπῃ μοι ‘ἐπανάγνωθί μοι Χρύσιππον’, ἐρυθριῶ, ὅταν μὴ δύνωμαι ὅμοια τὰ ἔργα καὶ σύμφωνα ἐπιδεικνύειν τοῖς λόγοις. Όταν κανείς σεμνύνεται ότι δυναταί να νοή κ' εξηγή τα βιβλία του Χρυσίππου, λέγε συ ο ίδιος προς τον εαυτόν σου ότι, εάν μεν ο Χρύσιππος δεν είχε γράψη ασαφώς, δεν θα είχε με τί να σεμνύνεται αυτός. Εγώ όμως τί είνε που θέλω; να μάθω καλά την φύσιν ποία είνε και να την ακολουθώ. Ζητώ λοιπόν εκείνον που θα μου την διδάξη και επειδή άκουσα ότι είνε ο Χρύσιππος, πηγαίνω προς αυτόν. Αλλά δεν εννοώ όσα έχει γράψη· ζητώ λοιπόν εκείνον που θα μου τα εξηγή. Κ' έως εδώ τίποτε το έκτακτον. Όταν πάλιν εύρω εξηγητήν, υπολείπεται να κάμνω σύμφωνα προς τα παραγγέλματα· και τούτο μόνον είνε έκτακτον. "Αν δε πάλιν αυτήν ταύτην την επιτηδειότητα του εξηγητού θαυμάσω, τί άλλο έγεινα παρά γραμματικός, αντί να γείνω φιλόσοφος; εκτός μόνον εις το ότι, αντί τον Όμηρον να εξηγώ, εξηγώ τον Χρύσιππον. Περισσότερον λοιπόν κοκκινίζω, όταν κανείς μου 'πή, “ξαναδιάβασέ μου τον Χρύσιππον” και δεν ημπορώ να παρουσιάσω όμοια και σύμφωνα τα έργα προς τους λόγους, παρά σεμνύνομαι διά την επιτηδειότητα του ερμηνευτού.
    Ν
50.1 Ὅσα προτίθεται, τούτοις ὡς νόμοις, ὡς ἀσεβήσων, ἂν παραβῇς, ἔμμενε. ὅ τι δ' ἂν ἐρῇ τις περὶ σοῦ, μὴ ἐπιστρέφου· τοῦτο γὰρ οὐκ ἔτ' ἔστι σόν. Όσα προβάλλει η φιλοσοφία, εις αυτά ως εις νόμους, τους οποίους αν παραβής θ' ασεβήσης, να εμμένης, εις ό,τι δε και αν ειπή κανείς περί σου μη δίδης προσοχήν διότι τούτο δεν είνε εις την εξουσίαν σου.
    ΝΑ
51.1 Εἰς ποῖον ἔτι χρόνον ἀναβάλλῃ τὸ τῶν βελτίστων ἀξιοῦν σεαυτὸν καὶ ἐν μηδενὶ παραβαίνειν τὸν διαιροῦντα λόγον; παρείληφας τὰ θεωρήματα, οἷς ἔδει σε συμβάλλειν, καὶ συμβέβληκας. ποῖον οὖν ἔτι διδάσκαλον προσδοκᾷς, ἵνα εἰς ἐκεῖνον ὑπερθῇ τὴν ἐπανόρθωσιν ποιῆσαι τὴν σεαυτοῦ; οὐκ ἔτι εἶ μειράκιον, ἀλλὰ ἀνὴρ ἤδη τέλειος. ἂν νῦν ἀμελήσῃς καὶ ῥᾳθυμήσῃς καὶ ἀεὶ προθέσεις ἐκ προθέσεως ποιῇ καὶ ἡμέρας ἄλλας ἐπ' ἄλλαις ὁρίζῃς, μεθ' ἃς προσέξεις σεαυτῷ, λήσεις σεαυτὸν οὐ προκόψας, ἀλλ' ἰδιώτης διατελέσεις καὶ ζῶν καὶ ἀποθνῄσκων. 1. Επί πόσον ακόμη χρόνον θ' αναβάλλης να κάμνης άξιον τον εαυτόν σου των αρίστων και τίποτε να μην παραβαίνης από όσα ο λόγος υπαγορεύεις, Έχεις τα φιλοσοφικά παραγγέλματα παραλάβη, προς των οποίων την εκτέλεσιν και ώφειλες να θεωρήσης υποχρεωμένον τον εαυτόν σου, και τον έχεις θεωρήση. Ποίον λοιπόν διδάσκαλον ακόμη περιμένεις, εις τον οποίον ν' αναθέσης την φροντίδα της βελτιώσεώς σου; Δεν είσαι πλέον μειράκιον, αλλά “τέλειος ανήρ”. Αν λοιπόν αμελήσης και ραθυμήσης, κ' ευρίσκης αναβολάς επί αναβολών κάθε τόσο, αν αναβάλλης από ημέρας εις ημέραν να προσέξης εις τον εαυτόν σου, χωρίς ακόμη να το καταλάβης δεν θα κάμνης προκοπήν εις την φιλοσοφίαν, αλλά θα είσαι διαρκώς, και ζωντανός και αποθαμένος, ιδιώτης.
51.2 ἤδη οὖν ἀξίωσον σεαυτὸν βιοῦν ὡς τέλειον καὶ προκόπτοντα· καὶ πᾶν τὸ βέλτιστον φαινόμενον ἔστω σοι νόμος ἀπαράβατος. κἂν ἐπίπονόν τι ἢ ἡδὺ ἢ ἔνδοξον ἢ ἄδοξον προσάγηται, μέμνησο, ὅτι νῦν ὁ ἀγὼν καὶ ἤδη πάρεστι τὰ Ὀλύμπια καὶ οὐκ ἔστιν ἀναβάλλεσθαι οὐκέτι καὶ ὅτι παρὰ μίαν ἡμέραν καὶ ἓν πρᾶγμα καὶ ἀπόλλυται προκοπὴ καὶ σῴζεται. 2. Από τούδε λοιπόν κάμε τον εαυτόν σου να ζη ως άνδρας ώριμος και προκόπτων εις την φιλοσοφίαν και πάν ό,τι σου φαίνεται άριστον ας είνε νόμος σου απαράβατος. Και, αν παρουσιάζεται κάτι επίπονον, ή ευχάριστον, ή ένδοξον, ή άδοξον, ενθυμήσου, ότι ο αγών τόρα θα κριθή, και ότι τα Ολύμπια τελούνται τόρα, και δεν είναι πλέον καιρός αναβολών, και ότι εξ αίτιας μιάς ημέρας ή ενός πράγματος και σώζεται και χάνεται κάθε πρόοδος.
51.3 Σωκράτης οὕτως ἀπετελέσθη, ἐπὶ πάντων τῶν προσαγομένων αὐτῷ μηδενὶ ἄλλῳ προσέχων ἢ τῷ λόγῳ. σὺ δὲ εἰ καὶ μήπω εἶ Σωκράτης, ὡς Σωκράτης γε εἶναι βουλόμενος ὀφείλεις βιοῦν. 3. Ο Σωκράτης έτσι έγινεν ό,τι έγεινε, διά κάθε τι που επαρουσιάζετο μη συμβουλευόμενος άλλο από τον λόγον. Συ δε, αν και δεν είσαι ακόμη Σωκράτης, ωσάν θέλων Σωκράτης να είσαι οφείλεις να ζης.
    ΝΒ
52.1 Ὁ πρῶτος καὶ ἀναγκαιότατος τόπος ἐστὶν ἐν φιλοσοφίᾳ ὁ τῆς χρήσεως τῶν θεωρημάτων, οἷον τὸ μὴ ψεύδεσθαι· ὁ δεύτερος ὁ τῶν ἀποδείξεων, οἷον πόθεν ὅτι οὐ δεῖ ψεύδεσθαι· τρίτος ὁ αὐτῶν τούτων βεβαιωτικὸς καὶ διαρθρωτικός, οἷον πόθεν ὅτι τοῦτο ἀπόδειξις; τί γάρ ἐστιν ἀπόδειξις, τί ἀκολουθία, τί μάχη, τί ἀληθές, τί ψεῦδος; 1. Το πρώτον και αναγκαιότατον στοιχείον της φιλοσοφίας είνε να θέτης εις πράξιν τα παραγγέλματα, λόγου χάριν το : “να μη ψεύδεσαι”· το δεύτερον, αι αποδείξεις της αληθείας των παραγγελμάτων λόγου χάριν διατί δεν πρέπει κανείς να ψεύδεται· τρίτον εκείνο που επιβεβαιώνει και διαφωτίζει τας αποδείξεις· λόγου χάριν : διατί τούτο είνε απόδειξις; Τί είνε λοιπόν απόδειξις; τί ακολουθία; τί ανακολουθία; τί είνε αληθεία; τί ψεύδος;
52.2 οὐκοῦν ὁ μὲν τρίτος τόπος ἀναγκαῖος διὰ τὸν δεύτερον, ὁ δὲ δεύτερος διὰ τὸν πρῶτον· ὁ δὲ ἀναγκαιότατος καὶ ὅπου ἀναπαύεσθαι δεῖ, ὁ πρῶτος. ἡμεῖς δὲ ἔμπαλιν ποιοῦμεν· ἐν γὰρ τῷ τρίτῳ τόπῳ διατρίβομεν καὶ περὶ ἐκεῖνόν ἐστιν ἡμῖν ἡ πᾶσα σπουδή· τοῦ δὲ πρώτου παντελῶς ἀμελοῦμεν. τοιγαροῦν ψευδόμεθα μέν, πῶς δὲ ἀποδείκνυται ὅτι οὐ δεῖ ψεύδεσθαι, πρόχειρον ἔχομεν. 2. Λοιπόν το μεν τρίτον στοιχείον είνε αναγκαίον διά το δεύτερον και το δεύτερον διά το πρώτον το δε αναγκαιότατον και, όπου κανείς πρέπει να αναπαύεται, το πρώτον. Αλλ' ημείς κάμνομεν το αντίστροφον διότι χρονοτριβούμεν εις το τρίτον και ούτω μας απορροφά όλην την φροντίδα· και δεν φροντίζομεν ολότελα διά το πρώτον. Κατ' αυτόν τον τρόπον ψευδόμεθα μεν, το πως αποδεικνύεται όμως, ότι δεν πρέπει να ψευδώμεθα, έχομεν πρόχειρον.
    ΝΓ
53.1 Ἐπὶ παντὸς πρόχειρα ἑκτέον ταῦτα·
ἄγου δέ μ', ὦ Ζεῦ, καὶ σύ γ' ἡ Πεπρωμένη,
ὅποι ποθ' ὑμῖν εἰμι διατεταγμένος·
ὡς ἕψομαί γ' ἄοκνος· ἢν δέ γε μὴ θέλω,
κακὸς γενόμενος, οὐδὲν ἧττον ἕψομαι.
Εις πάσαν περίστατιν έχε πρόχειρα τα εξής:
Οδήγησέ με, ώ Ζευ και ώ Πεπρωμένη εσύ,
'ς τον τόπον που μου έχετε ωρισμένον,
αδίστακτα θ' ακολουθώ και αν δεν το θέλω,
θενά γενώ κακός αλλά θ' ακολουθήσω.
53.2
‘ὅστις δ' ἀνάγκῃ συγκεχώρηκεν καλῶς,
σοφὸς παρ' ἡμῖν, καὶ τὰ θεῖ' ἐπίσταται.’
Εις την ανάγκην να υποτάσσεται όποιος
γνωρίζει, είνε σοφός των θείων γνώστης.
53.3
‘ἀλλ', ὦ Κρίτων, εἰ ταύτῃ τοῖς θεοῖς φίλον, ταύτῃ γενέσθω.’
 
53.4
‘ἐμὲ δὲ Ἄνυτος καὶ Μέλιτος ἀποκτεῖναι μὲν δύνανται, βλάψαι δὲ οὔ.’
 

 

8) Διετήρησα την λέξιν του κειμένου τόσο χαρακτηριστικήν. Εννοεί τους μη φιλοσόφους, τους οποίους ωνόμασεν ι δ ι ώ τ α ς κατωτέρω.

9) Τους μη φιλοσόφους.

10. Εις τους τρόπους των ιδιωτών.

11) Το κείμενον: “Το ηγεμονικόν.....”

12) Αι ανάγκαι του σώματος.

13) Λογοπαίγνιον. Πους-πόδι και Πους-0,308 του μέτρου, όθεν και η έκφρασις του κειμένου “υπέρ το μέτρον”.

14) Ο Διογένης ησκείτο εις το να υποφέρη το ψύχος εναγκαλιζόμενος εν πλήρει χειμώνι τους ανδριάντας, καθώς αναφέρει ο Διογένης Λαέρτιος

 

Αρχή σελίδας
Μικρός Απόπλους
http://www.mikrosapoplous.gr/
Ιούλιος 2003