περιεχόμενα

Η καπετάνισσα

Σοφίας Κλήμη-Παναγιωτοπούλου

Από το βιβλίο "Έρωτας παρά φύσιν"

Κάθε φορά που ξεσπούσε ο Νοτιάς στη θαλασσόδαρτη πολιτεία, γίνονταν χαλασμός κόσμου. Θαρρείς πως ο αγέρας μάζευε όλη τη δύναμή του, μάζευε όλα τα κύματα της θάλασσας διατρέχοντας το Αιγαίο απ’ τη χαμηλότερη άκρη του και τα 'φερνε με μάνητα σωρεμένη μίλια και μίλια διαδρομής, να τα ξεσπάσει μ' αλλοφροσύνη εδώ στον μυχό του γιαλού.

Η πολιτεία έτρεμε τότες απ’ την αντάρα της θάλασσας, διαποτίζονταν απ’ την αιωρούμενη αρμύρα κι απόμενε ανυπεράσπιστη προσμένοντας να περάσει η μπόρα. Γιατί τούτο μόνο δύνανται οι άνθρωποι κι οι πολιτείες: να προσμένουν να περάσει η μπόρα.

Κι όταν η μπόρα περνούσε, τότες έμπαινε πια στο σπίτι της η κυρά Λένη, η καπετάνισσα. Έπεφτε στο στρώμα κι επέτρεπε στον εαυτό της να νοιώσει την ανημπόρια του, ν' αρρωστήσει.

Γιατί όλες αυτές τις μέρες που χτυπούσε την πόλη και τα μουράγια ο Νοτιάς, η κυρά Λένη ήταν στο δρόμο. Στέκονταν ολόρθη μέσα στον αγέρα και την αρμύρα, κρατημένη απ’ τον γωνιακό στύλο του ηλεκτρικού - ένα γερασμένο ξύλινο στύλο που τριζοκοπούσε και ταλαντεύονταν κι αυτός μέσα στη θύελλα. Κρατώντας τον αγκαλιά, η καπετάνισσα, στέκονταν με το μάτι άγρυπνο ν' αγναντεύει τη θάλασσα, να προσπαθεί να διακρίνει σημάδι στο πέλαγο — τη μέρα κατάρτι, τη νύχτα φως — το καΐκι του καπτα Γιάννη, του άντρα της.

Αν άφηνε το στύλο, τραβούσε για το πρακτορείο το ναυτικό. Κι όσο την καθησύχαζαν εκεί πως ο καπτα Γιάννης είναι τούτη την ώρα στο δρόμο για Κρήτη και πως σ' εκείνα τα πέλαγα ο καιρός είναι καλός, εκείνη ξαναγύριζε στο πόστο της με τον καημό ακατασίγαστο να ξαναψάχνει. Δεν ξέρεις ποτέ με τη θάλασσα, δεν ξέρεις ποτέ με τους εμπόρους και τα πρακτορεία. Σε φορτώνουν για Πειραιά κι ύστερα σου λένε «τράβα Χαλκίδα» κι από κει «τράβα Καβάλα».

Κι αν τούτη την ώρα ό Γιάννης της κινδύνευε, πως εκείνη θα κάθονταν στεγνή και ζεστή και χορτάτη μέσα στο σπίτι; Και μήπως ήταν μια για δυο φορές μονάχα που μέσα στην κοσμοχαλασιά φαίνονταν άρμενο μέσα στη γκρίζα αντάρα να πορεύεται —πάνω θάλασσα, κάτω θάλασσα — στο λιμάνι;

Λαχτάριζε τότες η καρδιά της πιότερο, έμπηγε φωνή, άφηνε το στύλο κι έτρεχε ακόμα πιο στην άκρη, να δει θαρρείς καλύτερα, πιο ανυπεράσπιστη στη μάνητα της μπόρας.

Βγαίναν τότε κι ο άλλος ο κόσμος, γέμιζε η παραλία από ανθρώπους ανήσυχους και περίεργους, να βλέπουν το πλεούμενο που αγαντάριζε το κύμα να μπει στο λιμάνι.

Δεν ήταν βέβαια πάντα ο καπτα Γιάννης. Όμως, τι σημασία είχε αυτό; Αυτό που λογαριάζονταν ήταν πως άρμενο θαλασσοδέρνονταν, άνθρωποι κινδύνευαν στη θάλασσα, καπετάνιος και τσούρμο αγωνίζονταν˙ κι αυτή, η κυρά Λένη, γυναίκα καπετάνιου, δεν μπορούσε να πει «Δόξα τω θεώ δεν είναι ο δικός μου» και να πάει στο γιατάκι της να ζεστοκοπηθεί. Κι έμενε κι αυτή εκεί, με την ψυχή στα μάτια, να βλέπει και να συμμερίζεται των αλλωνών την αγωνία.

Το καΐκι βολόδερνε, σκαμπανέβαζε, μποτζάριζε, έφτανε κάποτε, υστέρα από πάλεμα, μπροστά στο έμπα του λιμανιού. Κι εκεί ήταν ο μεγαλύτερος κίνδυνος κι ο πιο μεγάλος άθλος. Πώς να πάρει τη στροφή, να καβατζάρει, να μη το φέρει στα δίπλα το κύμα, πώς να μανουβράρει το αντιμάμαλο πού γεννιούνταν καθώς η θάλασσα χτυπούσε στον κυματοθραύστη και πισωγύριζε.

Τότες ήταν που οι θαλασσινοί απ’ τη στεριά, αν και ξέρανε πως η βουή της θάλασσας και του αγέρα δεν άφηνε τη φωνή τους να φτάσει στο καΐκι, κάναν χωνιά τα χέρια τους στο στόμα και φώναζαν, ούρλιαζαν κι ορμήνευαν τον καπετάνιο που θαλασσοπνίγονταν.

«Πάρτο δεξιά καπτα Γιώργη. Ακόμα δεξιά, Αλέστα. Όρτσα.. φέρτο όρτσα».

Φώναζαν, στηθοχτυπιόταν απ’ τη στεριά, θάρρευαν βοηθούσαν, ναι, βοηθούσαν τον εαυ-τό τους να ξεπεράσει την αγωνία, αγωνία δικιά τους γιατί ο κίνδυνος στη θάλασσα αδερφώνει.

«Όρτσα μωρέ! θα σε μπατάρει. Το νου σου! Αγάντα. Αγάντα μωρέ. Δος του τώρα φάϊροπ.»

Πάλευε το καΐκι, μπρος πίσω-μπρος πίσω, και πάλι ορμούσε να στηθοκοπήσει το κύμα ολόρτο, μη και το φέρει στα δίπλα και το μπατάρει, και πάλι όρτσα μ' όλες τις στροφές της μηχανής και πάλι, ώσπου να το, να το! καβατζάρησε.

Ιαχή φτεροκοπούσε απ’ τα στήθεια του κόσμου που μάχονταν από στεριάς με τη φωνή, σφύριγμα σπαραχτικά νικητήριο ακούγονταν απ’ το άρμενο που έπλεε με αναφτερωμένη τώρα ικανότητα ν' απαγγιάσει στην πιο απάνεμη μεριά του λιμανιού. Τρέχαν όλοι απ’ έξω να δώσουν ένα χέρι βοήθειας, να δέσουν το καΐκι, να πλατοχτυπήσουν επιβραβευτικά καπετάνιο και τσούρμο.

Κι η κυρά Λένη, ύστερα απ’ τον καταλαγιασμό της πρόσφατης αγωνίας, ξαναγύριζε στο πόστο της, αγκάλιαζε ξανά το στύλο του ηλεκτρικού κι απόμενε πάλι με τα μάτια κολλημένα στο πέλαγο ν' αγναντεύει για κάποιο καινούργιο σημάδι που ϊσως να ήταν ο Γιάννης της. Έτσι. Ώσπου να καταλαγιάσει η μπόρα.

Χρόνια αυτή η ζωή. Χρόνια ολόκληρα, μια ζωή.

Από τότες που ξελογιάστηκε απ’ τα δασιά του φρύδια σαν τον είδε ν' ανηφορίζει το σοκάκι της. Είχε ανάρριχτο το σορτούκο του στις πλάτες, το κασκέτο του στραβά και το κλαράκι τον βασιλικό περασμένο στ' αυτί. Καθυστέρησε εκείνη στο παράθυρο ώσπου να φτάσει μπροστά της. Γύρισε προς τη μεριά της, κοιτάχτηκαν, σήκωσε το χέρι του έτσι σαν χαιρετισμό, έκανε να κοντοσταθεί — για μπερδεύτηκαν τα ποδάρια του; — προσπέρασε. Κι αυτό ήταν όλο.

Όλοι οι όρκοι της πως θαλασσινό αυτή δεν παίρνει, πως δεν αντέχει να τραβήξει τα πάθια της μάνας της και της γιαγιάς με τους καημούς της θάλασσας, πήγαν στράφι. Τους ξέχασε μονομιάς κι ολότελα. Και μόνο εκείνα τα μαύρα μάτια με τα δασιά τα φρύδια, κυριάρχησαν στο μυαλό και στη μοίρα της σαν έστειλε εκείνος λυτούς και δεμένους να του τη ζητήσουν για γυναίκα του.

Γίναν όλα επίσημα μα βιαστικά. Ανάμεσα σε δυο του ταξίδια γίνηκε ο γάμος, μετά την πήρε στο καΐκι να ταξιδεύει μαζί του, να της μαθαίνει τις χαρές της θάλασσας, να τη χαίρεται μέσα στη θάλασσα, μαζί με τη θάλασσα. Ύστερα την απόθεσε στη στεριά, ν' αναστήσει στα σπλάχνα της το σπόρο του που ρίζωσε, να τον βγάλει στο φως, να τον κάνει άνθρωπο.

Κι από τότες, από τότε που τον αποχωρίστηκε κι απόμεινε μονάχη της στη στεριά να τον καρτερεί, άρχισε η αγωνία της.

Κάθε φορά που ερχόταν της κουβαλούσε τα πιο παράξενα και παράταιρα πράγματα. Μια φορά, έφερε ένα χωνί από φωνόγραφο γιατί του άρεσε πού είχε ζωγραφισμένη πάνω του τη γοργόνα να κρατά στα χέρια της ένα καράβι και να ρωτά «ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;»

— Γιάννη μου, εμείς φωνόγραφο δεν έχουμε.

— Από ταξιδιού, θα σου φέρω και φωνόγραφο.

Πολύ χαίρονταν όταν γυρνώντας απ’ την Πόλη της έφερνε πασουμάκια. Κατηφεδένια κι ασημοκέντητα, τρέλα. Ήξερε, τα ήθελε κόκκινα, να ταιριάζουν με τις ρόμπες της που τις έραβε πάντα κόκκινες να κοντράρουν με τα μαύρα τα μαλλιά και την κάτασπρη τραχηλιά της.

Απ' την Πόλη της έφερε κι εκείνον το μεγάλο σταυρό, όταν γέννησε τον Πετρή της.Ο καπετάνιος φόρτωνε παλαμίδα σαν πήρε το τηλεγράφημα. «Αγόρι». Το γλέντησε για καλά — πα να πει μέθυσε για καλά — με το τσούρμο κι άλλους φίλους Ρωμιούς. Σαν ξεμέθυσε, πήγε στον χρυσικό, ζήτησε ένα μεγάλο μαλαματένιο σταυρό. Του 'δειξε ο χρυσικός έναν.

— Πιο μεγάλο δεν έχεις;

Του 'βγαλε έναν άλλον.

— Πιο μεγάλο;

Παραξενεύτηκε ο χρυσικός.

— Για αρχιμανδρίτη τον θέλεις για για δεσπότη;

— Μπρε για Πατριάρχη τον θέλω, τι σε νοιάζει εσένα;

Τελικά πήρε έναν που του γέμισε το μάτι. Με συντέφι κι ένα μεγάλο ρουμπίνι στη μέση της σταύρωσης. Για να τον πληρώσει έβαλε όσα κρατούσε, δανείστηκε κι απ’ τον Πράκτορα, μα τον πήρε για τη Λένη του που του 'κανε το γιο.

Σαν τον είδε το σταυρό, η Λένη, τρόμαξε. Αλήθεια, ήτανε για δεσπότη. Στον δικό της τον λαιμό θα «βάραινε» πολύ. Τον πήρε μ' ευλάβεια και τον ακούμπησε στο εικονοστάσι κι από τότες εκεί έμεινε.

Ο Πετρής μεγάλωνε πρώτος κι απόκοντα ερχόταν η Φιλιώ και το Κατινάκι. Λαχτάρα της καπετάνισσας να του μάθει γράμματα. Τουλάχιστο τ' αγόρι να σπουδάσει. Για τα κορίτσια δεν την ένοιαζε και τόσο. Αυτές να παντρευτούν, ν' ανοίξουν σπίτι, καλές κι άξιες δίπλα σε καλούς κι άξιους άντρες. Όμως, ο Πετρής πρέπει να μάθει γράμματα και μακριά απ’ τη θάλασσα. Αχ, δεν θα άντεχε να τραβήξει τα ίδια και για το γιο της. Ο Πετρής πρέπει να μείνει στεριανός.

Τη χρονιά πού ίσα ίσα τέλειωσε ο Πετρής το Γυμνάσιο, Ιούλης μήνας ήταν, ο θεός κάλεσε κοντά του τον καπτα Γιάννη.

Πάλεψε ο καπετάνιος με τον χάροντα, μα η αρρώστια έμοιαζε Νοτιάς, δεν ήταν γραίγος - όσο γερνούσε τόσο θέριευε. Αγαντάρησε ο Γιάννης, άγαντάρησε μπρος πίσω μ' όλη τη στίμη της μηχανής, πάλαιψε «όρτσα, όρτσα λα μπάντα», καβατζάρησε στο τέλος, μπήκε στο λιμάνι, στο παντοτινό λιμάνι όλων των ανθρώπων, το θάνατο.

Και τούτη τη φουρτούνα την πάλαιψε η καπετάνισσα με το μάτι καρφωμένο πάνω της, πάνω στο πρόσωπο του Γιάννη. Έζησε και τούτη τη φορά την αγωνία του, μα δεν ξαλάφρωσε. Έφυγε εκείνος, μα η φουρτούνα απόμεινε μέσα της ασίγαστη.

Κι απάνω εκεί, ήρθε το γράμμα απ’ το Κογκό, απ’ τον πλούσιο θειο Κώτσο που καλούσε κοντά του τον Πετρή. Γερνούσε, έγραφε, ήθελε άνθρωπο στο πόδι του να κουμαντάρει τη φυτεία τα ζαχαροκάλαμά του.

Έδεσε κόμπο την καρδιά της η καπετάνισσα.

— Να πας γιε μου. Η θάλασσα δεν είναι για σένα. Να πας με την ευχή μου, να σε ξέρω στεριανό.

Δυο χωρισμοί, δυο θάνατοι˙ γιατί κι η ξενητειά θάνατος λογιέται, είναι θάνατος. Μα ο πόνος της μέρευε. Όσο να πεις, γλύτωσε ο γιος της απ’ τον αγώνα της θάλασσας.

Τα γράμματα απ’ τον Πετρή ερχόταν τακτικά. Λέγαν για άγνωστους τόπους, για παράξενους ανθρώπους.. Λέγαν για ποταμούς, για δάση παρθένα — ζούγκλες λέει — για ζαχαροκάλαμα και κάτι άλλα κακά.. κακαόδεντρα μαθές. Και μόνο για θάλασσα δεν έλεγαν τα γράμματα. Και πως αλλιώς, αφού ο τόπος που ήταν ο Πετρής βρισκόταν μίλια αλάργα της. Χιλιάδες μίλια λέει. Πως γίνονταν αυτό; η κυρά Λένη δεν δύνονταν να το καταλάβει. Στο νησί της, απ’ όλες τις μεριές την είχες μπροστά σου, μα κι εδώ, στην πολιτεία, όπου να πήγαινες, λίγο να γύριζες το μάτι σου την έβλεπες γαλάζια κι απέραντη.

Όμως τα γράμματα του Πετρή μιλούσαν κάπου κάπου και για ταραχές. Σήκωσαν, λέει, κεφάλι οι αραπάδες κι απειλούσαν τους λευκούς - τους κυρίους τους. Βρέθηκαν πολλοί σκοτωμένοι τελευταία, δυο εδώ, πέντε εκεί.. θέλαν, λέει, οι άραπάδες την εξουσία! Πως γίνονταν αυτό, που μόνο για λακέδες και χοντροχαμάληδες κάναν μέχρι τώρα; Σάματις δεν τα 'ξερε αυτά η Λένη; Πόσες ιστορίες δεν είχε ακουστά από τα μικράτα της.. Όμως, να, ο θεός βλέπει τις αμαρτίες μας και ρίχνει φωτιά και μας καίει και φαίνεται πως τούτη τη φορά αποφάσισε ο Θεός η φωτιά να είναι μαύρη. Και ξεσήκωσε τα μυαλά των αράπηδων. Άγνωστες οι βουλές του!

Φόβος δεν την έπιανε την κυρά Λένη απ’ αυτά τα νέα. Ο Πετρής ήταν καλοβολεμένος δίπλα στο θειο Κώτσο. Καλή δουλειά, καλοί παράδες. Καλοζούσε, έστελνε και πλούσιο μηνιάτικο στη μάνα, χώρια πια τι έστελνε στις αδερφάδες, στην κάθε μια χωριστά στ' όνομα της. Δόξα τω Θεώ. «Άκοπα λεφτά» έλεγε η κυρά Λένη. Γιατί γι' αυτήν, όλα τα επαγγέλματα — έξω απ’ του θαλασσινού — ήταν άκοπα.

Όμως, στο Κογκό γίναν πράματα και θάματα. Σήκωσαν για καλά κεφάλι οι μαύροι, γίναν σκοτωμοί, ταραχές, φύγαν οι Γάλλοι, φύγαν οι Ολλανδοί, οι Βέλγοι. Το Κογκό άλλαξε όνομα, το είπαν λέει Ζαΐρ. Πήραν οι ντόπιοι τα χτήματα και γίνανε τ' αφεντικά δούλοι κι οι δούλοι αφεντικά. Βαλαν χέρι στις Τράπεζες και στα λεφτά του κοσμάκη, ανάστα ο Κύριος, λέει.

Ο θειος Κώτσος έφυγε στο Βέλγιο. Ο Πετρής δεν μπόρεσε, αποκλείσθηκε. Έμεινε εκεί χωρίς δουλειά, χωρίς λεφτά, κρυμμένος κάμποσο καιρό ώσπου να περάσει η μπόρα.

Διάβαζε το γράμμα η καπετάνισσα και πρώτη φορά άκουγε πως και στη στεριά ξεσπούν καμιά φορά μπόρες, φουρτούνες ξεθεμελιώτρες, δυσκολοσίγαστες.

Αραίωσαν τα γράμματα του Πετρή. Να, πού τον έχανε πια ολότελα. Αραίωσαν κι οι επιταγές. Λιγόστεψε ο παράς στα χέρια της καπετάνισσας όμως αυτό δεν την έννοιαζε. Για τον Πετρή ανησυχούσε. Εκείνη δεν θα χάνονταν. Στην ανάγκη θα πουλούσε κανένα τζοβαϊρικό, μα για την ώρα καλά ήταν ακόμα.

Τη μέρα που ξεκρέμασε το σταυρό απ’ το εικονοστάσι, με την απόφαση να τον πουλήσει, ήρθε το γράμμα απ’ το γιο. Λαχτάρησε η καρδιά της, σπαρτάρησε. Ένα χρόνο και βάλε, είχε να τον μάθει.

Πέρασε δύσκολη ζωή όλον αυτό τον καιρό, έλεγε, και να τον συγχωρνούνε που δεν έγραφε μα ντρεπόταν που δεν μπορούσε να στέλνει μαζί με το γράμμα και λεφτά. Τώρα όμως πέρασαν αυτά, είναι καλά, να μη στενοχωριούνται, τους εσωκλείει την πρώτη επιταγή και πια ελπίζει να τους στέλνει το τακτικό τους κάθε μήνα, όχι βέβαια σαν πρώτα, μα όσο να 'ναι τ' απαραίτητο, γιατί τώρα δεν είναι στη φυτεία, ούτε είναι αφεντικό, μα όπως και να 'χει έπιασε καλή δουλειά. Τώρα είναι καπετάνιος..

— Γιατί σταμάτησες; τι γράφει παρακάτω ο Πετρής;

Η κυρά Λένη αχνογέλασε νευρικά. Ο Πετρής καπετάνιος.. Το χείλι της στράβωσε. Ξαφνικά την περέχυσε ψιλός ιδρώτας. Άφησε τη γραφή απ’ τα χέρια της κι η ταραχή της μεγάλωσε.

Είχε λαχταρήσει τόσες φορές, είχε στενάξει απ’ το φόβο της θάλασσας. Ξαγρύπνησε ν' αφουγκράζεται τον ταραγμό της, ευχήθηκε και μόχθησε να μη της πλανέψει το γιο και τα κατάφερε και, να, τώρα η εκδίκηση της κακίστρας. Να, η μάνητα της μισητής αντίπαλης, η αντιπληρωμή της. Κατάπιε το σάλιο της, μαζί και την έκπληξη της.

— Γράφει πως είναι καπετάνιος σε ποταμόπλοιο, είπε κι ήταν η φωνή της πλημμυρισμένη σαστιμάρα.

Τέτοιο ξεστράτισμα ο Πετρής! Το χωρά εσένα ο νους σου; Σε ποταμόπλοιο, λέει, καπετάνιος! Τι σόι καπετάνιος έγινε δηλαδή;

Ξέσπασε σ' έναν ειρωνικό κλαυσίγελω, συγκερασμένον μ' απελπισία κι αποστροφή. «Καπετάνιος σε ποταμόπλοιο!» Η καταφρόνια κύματα κύματα τη συγκλόνιζε. «Σε ποταμόπλοιο..». Τι καταντημός. Πόση προσβολή!

— Ακούς καπετάνιος σε ποταμόπλοιο!

Δηλαδή τι θα πει «καπετάνιος» στο ποτάμι μέσα. Πώς να το καταλάβει, πως να το χωρέσει το μυαλό και η καρδιά της και να το συγχωρέσει. Αλήθεια, ναι, ντρεπόταν κι οργίζονταν. Σε ποιόν να το ξομολογηθεί, ποιος να τ' ακούσει και να πει «ά, μπράβο του».

Μωρέ ναυτικός που δεν κοίτα τ' αστέρια και τα σύννεφα και δεν οσμίζεται τον αγέρα να προβλέψει τον καιρό, καπετάνιος χωρίς «όρτσα λα μπάντα», τι καπετάνιος είναι; Αχ, Πετρή, αχ γιε μου.

Εμ, δεν πήγαινες καν στα τραίνα, να πηγαινόρχεσαι πάνω στις ράγες μπρος πίσω, του του του, με στραβά τα μάτια; Δεν πήγαινες στα τραίνα;

Ακούς, καπετάνιος σε ποταμόπλοιο! Το άξιζε αυτή, η καπετάνισσα, τέτοιο χαστούκι απ’ τη θάλασσα;

Έκατσε, έγραψε γραφή. Τα γράμματα της αραιά, στραβοβαλμένα, μικρά μεγάλα, με πολλές περισπωμένες, έμοιαζαν κύματα που κυνηγιούνται αφρισμένα.

«Να σηκωθείς να ‘ρθεις» έγραψε στον Πετρή. «Θα μιλήσω εγώ στον καπτα Νικολό, θα πιάσεις δουλειά στο καΐκι του. Καπετάνιος μακριά απ’ τη θάλασσα δεν νογιέται».

Σάλιωσε το φάκελλο. Σήκωσε περήφανα το κεφάλι κι έστειλε πάλι την καταφρόνια της στην εικόνα που έστηνε η φαντασία της.

— Ακούς! καπετάνιος σε ποταμόπλοιο ο γιος του καπτα Γιάννη˙ ο γιος ο δικός μου. Που ακούστηκε!




from http://www.mathisis.com/nqcontent.cfm?a_id=1804