Η Ιλιάδα

Μεταφρασμένη από τον Αλέξ. Πάλλη

Τ

Κι' η κροκοστόλιστη η Αβγή οχ τ' Ωκιανού το ρέμα
ανέβαινε να φέρει φως σ' όλους, θεούς κι' αθρώπους·
και φτάνει η Θέτη φέρνοντας απ' το θεό τα δώρα
κάτου στα πλοία. Κι' ήβρε εκεί το γιο της που πεσμένος

5στα στήθια απάνου του νεκρού πικρόλαλα θρηνούσε,
κι' ένα σωρό συντρόφοι του μοιρολογούσαν γύρω.
Κι' αφτή στη μέση πρόβαλε, η σεβαστή του η μάννα,
που πήγε τον αγκάλιασε με συμπονιά και τούπε
« Πονάς, παιδί μου, μα άφισ' τον στο νεκρικό του στρώμα
» το μάβρο αφτό, π' απ' των θεών καταδρομή πια πήγε,
10» και δέξου αφτά απ' τον Ήφαιστο τα όπλα, ξακουσμένα
» πανώρια, π' όμια αντρός κορμί δε ζώστηκε ως στα τώρα.»

Έτσι είπε η σεβαστή θεά, κι' ομπρός του τα σωριάζει
χάμου· κι' εκείνα βρόντηξαν, πλουμόφτιαστα ένα κι' ένα.
Τρόμος τους έκοψε όλους τους, μηδέ ναν τ' αγναντέψει

15τόλμαε κανείς, μόν σκόρπισαν. Μα ο Αχιλέας όμως
τάδε, και πιο το πάθος του τον πήρε, και τα μάτια
φριχτές κάτου απ' τα βλέφαρα λες του πετούσαν φλόγες.
Και με χαρά τα ξέταζε στα χέρια· και σαν τάδε
και χόρτασε πια του θεού τα ζηλεμένα δώρα,
29εφτύς γυρνάει της μάννας του και της μιλάει διο λόγια
« Μάννα, ο θεός μού χάρισε σαν όπλα που τεριάζει
» νάναι η δουλιά απ' αθάνατο, κι' όχι απ' αθρώπου, χέρι.
» Και θάν ταν βάλω τώρα εγώ. Μα ανησυχώ όμως, μάννα,
» μήπως ως τότες στο νεκρό κακόμυιγες χωθούνε
25» περνώντας τις βαθιές πληγές, και μέσα εκεί σκουλήκια
» γεννήσουν και το λείψανο μου βλάψουν —αχ ο μάβρος
» πάει πέθανε— και το κορμί του το σαπίσουν όλο. »

Τότε η λεφκόποδη θεά του λέει διο λόγια, η Θέτη
« Παιδί μου, τέτοια συλλογή —άσε— μην έχει ο νους σου.

30» Γιατί θα διώξω τ' άγρια εγώ κοπάδια από κοντά του,
» τις μυίγες, που τους άντρες τρων τους πολεμοσφαγμένους.
» Γιατί κι' αν κάθεται άθαφτος ολόκληρο 'να χρόνο,
» δε θεν' αλλάξει αφτός θωριά, ίσως και πιο ροδίσει.
» Μόν κράξε εσύ σε συντυχιά των Αχαιών το πλήθος,
35» και με τ' Ατρέα αφού το γιο φιλιώσεις, τότε οπλίσου
» για μάχη εφτύς και πόλεμο και δείξε την αντριά σου.»

Είπε, και μέσα τούσταξε παλικαρήσο θάρρος,
κι' έπειτα αθάνατο νερό μες στο νεκρόνε στάζει
απ' τα ρουθούνια, π' άλιωτες οι σάρκες του να μείνουν.

40

Κι' εκείνος πήρε το γιαλό άκρη άκρη, ο Αχιλέας,
κι' άγρια αλυχτώντας σήκωσε τους Αχαιούς στο πόδι.
Κι' όλοι όσοι μένανε άλλοτες μες στο καραβοστάσι—
όλοι τιμόνια που βαστούν, που κυβερνούν καράβια,
κι' όλοι οι ταμίες του στρατού που το ψωμί μοιράζουν—

45τότες κι' αφτοί στη συντυχιά πηγαίνανε, τι βγήκε
ο Αχιλιάς π' από καιρό σπαθί δεν είχε αγγίξει.
Κουτσαίνοντας κι' εκείνοι οι διο, οι δουλεφτάδες τ' Άρη,
πήγαιναν, του Τυδέα ο γιος κι' ο θεϊκός Δυσσέας,
έτσι ακουμπώντας σε μακριά κοντάρια, γιατί ακόμα
50είχαν βαριές λαβωματιές· και παν στην πρώτη αράδα
και κάθουνται της συντυχιάς. Και νά, στερνός τούς ήρθε
τ' Ατριά κι' ο πρωταφέντης γιος, ο βασιλιά Αγαμέμνος,
τι είχε πληγή· γιατί κι' αφτόν στο πόδι είχε λαβώσει
ο Κόνας, τ' Αντηνόρου ο γιος, όταν βαστούσε η μάχη.

Έτσι όλοι αφού μαζέφτηκαν οι παινεμένοι Αργίτες,

55τότες σηκώθη ο ξακουστός γιος του Πηλέα κι' είπε
« Τ' Ατρέα γιε, τι βγάλαμε με τους θυμούς μας τάχα—
» κι' εσύ κι' εγώ —όταν πιάσαμε καρδολυσσάχτρα αμάχη
» νά! για μιά τσούπα, και το νου μας τύφλωσε το πάθος;
» Κάλια ας την είχε η Άρτεμη θερίσει στο καράβι
60» τη μέρα όταν την πήρα εγώ πατώντας το καστρί της!
» Τότε έτσι από κοντάρια οχτρών τόσοι Αχαιοί και τόσοι
» μ' αίμας τη γης δε θάβαφαν, σα μ' έπιασε το πείσμα.
» Λες θέλαμε καλό να δουν οι Τρώες· μα οι δικοί μας
» καιρό θαρρώ το πάθος μας θα λεν και ξαναλένε.
65» Μα έγιναν πια, ας τ' αφίσουμε και μ' όλη μας τη λύπη,
» θέμε δε θέμε την καρδιά σωπώντας μες στα στήθια.
» Τώρα εγώ πάβω το θυμό, μηδέ τεριάζει αιώνια
» πείσμα να μου βαστά η ψυχή, κι' έλα —καιρό μη χάνεις—
» κράξε, Αγαμέμνο, στ' άρματα τους Άκουρους Αργίτες,
70» τι τους οχτρούς θα βγω ξανά να δοκιμάσω, αν θέλουν
» να καλορίσουν ως εδώ. Μα το πλεβρό θα γύρουν
» χαρούμενοι σα να θαρρώ όσοι έχουν ίσως τύχη
» απ' το σπαθί μου αλάβωτοι να βρουν το δρόμο πίσω.»

Είπε, κι' εκείνοι χάρηκαν, οι παινεμένοι Αργίτες,

75που ξείπε πια ο λιοντόκαρδος γιος του Πηλιά το πείσμα.

Τότες τους είπε ο ξακουστός αφέντης Αγαμέμνος
έτσι όπως κάθουνταν, χωρίς να σηκωθεί στη μέση
« Βλαστάρια τ' Άρη ξακουστά, Αργίτικα ξεφτέρια,
» καλό όταν σηκωθεί κανείς ν' ακούτε, ουδέ ταιριάζει

80» ναν τον διακόφτουν, τι κι' αφτός σαστίζει ο κατεχάρης.
» Μα αν πλήθος θορυβάει πολύ, πώς τότες θες κανείς μας
» να πει ή ν' ακούσει; Πνίγεται φωνή κι' η πιο λαλούσα.
» Και τώρα τ' Αχιλέα εγώ θα ξηγηθώ· όμως όλοι
» προσέξτε οι άλλοι κι' ήσυχα το λόγο μου αγρικήστε.
85» Συχνά μού λέγανε όλοι τους το λόγο αφτό, και πάντα
» με κατεχούσαν, μα να εγώ δε φταίω, μόν η Κατάτρα—
» αφτή που στ' ανήλια γυρνάει—κι' η Μοίρα μου κι' ο Δίας,
» που άγρια με φρένια πύρωσε στη συντυχιά το νου μου
» τη μέρα π' άρπαξα τη νιά ξανά απ' τον Αχιλέα.
90» Τί νάκανα όμως; που θεός τα πάντα αποφασίζει.
» Δέσποινα κόρη του Διός π' όλους λωλαίνει η έρμα,
» Λωλιά τη λεν, κι' έχει απαλά τα πόδια μηδ' αγγίζει
» τη γης, μόνε κορφή κορφή πατάει θνητών κεφάλια
» και τους ζημιώνει. Ζάβωσε πολλούς ως τώρα κι' άλλους,
95» τι και το Δία λώλανε μιά μέρα πούναι απ' όλους
» λεν πρώτος, άντρες και θεούς· μα να η Λωλιά κι' εκείνον
» τον γέλασε με πονηριές, και θηλυκό όντας πλάσμα,
» τη μέρα πούταν η ξανθή Αλκμήνη να γεννήσει
» το θεριοσκοτωστή Ηρακλή στη στεριοπύργω Φήβα.
100» Τι σ' όλους τους θεούς μπροστά τότ' είπε με καμάρι
» 'Ακούστε με, όλες οι θεές, κι' όλοι οι θεοί προσέξτε,
» για να σας πω όσα μου ποθεί μέσα η καρδιά στα στήθια.
» Άντρα θα βγάλει σήμερα στο φως η πονοδότρα
» Λεφτέρω π' όλα θάν τον πουν τα γυροχώρια αφέντη,
105» άντρα από φύτρα και γενιά μ' αίμα δικό του μέσα.'
» Τότες με πονηριά απαντάει η δολοπλέχτρα η Ήρα
« 'Ψέμα το λες, το λόγο σου ποτές δε θ' αληθέψεις·
» ειδέ έλα, Δία, ορκίσου μου όρκο ένα δέτη τώρα
» πως όλα αλήθια θα τον πουν τα γυροχώρια αφέντη
110» αφτόν που πέσει σήμερα από γυναίκας μήτρα,
» άντρας αν είναι από γενιά μ' αίμα δικό σου μέσα.'
» Είπε, κι' αφτός την πονηριά δεν ένιωσε κι' αμώνει
» όρκο ένα δέτη, κι' άσκημα γελάστηκε κατόπι.
» Τι η Ήρα φέβγει τρέχοντας οχ του βουνού την άκρη
115» και στ' Άργος κουβαλιέται εφτύς, που τ' άρχοντα Στενέλου,
» γιου του Περσέα, εκεί ήξερε τη λυγερή γυναίκα.
» Αφτή είχε αγόρι στη κοιλιά εφτά μετρώντας μήνες,
» κι' όξω στο φως τής τόβγαλε, κι' εφταμηνίτικο έτσι,
» και της Αλκμήνης σταματάει τη γέννα και τους πόνους.
120» Έπειτα τρέχει στου Διός με τα μαντάτα πάλι
» 'Πατέρα αστραποκέραβνε, του Κρόνου γιε, 'να λόγο
» θα σου μιλήσω. Σήμερα γεννήθηκε ένας άντρας
» λαμπρός, π' αφέντης σ' όλους τους θα γίνει τους Αργίτες,
» γιος του Στενέλου, να ο Βρυστιάς απ' του Περσιά το γένος,
» αίμα δικό σου· πρέπει του να βασιλέβει στ' Άργος.'
125» Είπε, και λύπη φλογερή βαθιά του καίει τα σπλάχνα,
» κι' αρπάζει αμέσως τη Λωλιά οχ τις σγουρές πλεξούδες,
» μέσα απ' το πάθος βράζοντας, και βαριορκίστηκ' όρκο
» το πως ποτές στον Έλυμπο, ποτές στ' αστρένια ουράνια
» δε θα πατήσει πια η Λωλιά π' όλους λωλαίνει πάντα.
130» Είπε, και με το χέρι του στριφοκλωθάει και ρήχνει
» οχ τα ουράνια τη Λωλιά, κι' αφτή σε λίγο φτάνει
» ως στα μετόχια των θνητών. Αφτή θυμούνταν πάντα
» και στέναζε, όταν έβλεπε το λατρεμένο γυιό του
» που τον βασάνιζε ο Βρυστιάς και δούλεβε σα σκλάβος.
» Έτσι κι' εγώ στα πλοία ομπρός σα θέριζε τους άντρες
135» του Έχτορα τ' ανίκητο κοντάρι, δε μπορούσα
» να βγάλω τη Λωλιά απ' το νου που μ' είχε πριν λωλάνει.
» Μα αφούσφαλα όμως, και το νου μου πήρε τότε ο Δίας,
» θέλω ξανά να φιλιωθώ, να δώκω πλούσια δώρα.
» Μα σήκω μ' όλο το στρατό στον πόλεμο να βγούμε,
140» κι' έτοιμος είμαι εγώ, όταν θες, να δώκω κάθε δώρο
» που στην καλύβα σου ήρθε εχτές και σούταξε ο Δυσσέας.
» Ειδέ καρτέρα αν προτιμάς, κιάς βιάζεσαι για μάχη,
» κι' οι παραγιοί απ' το πλοίο μου παν τώρα και τα φέρνουν,
» και δές τα, κι' έπειτα μου λες, σαν που ποθείς αν είναι.»
145

Τότες τ' απάντησε ο γοργός γιος του Πηλέα κι' είπε
« Τ' Ατρέα ξακουσμένε γιε, πρωτάρχοντα Αγαμέμνο,
» καλά ! Τα δώρα δώσ' μου αν θες, σαν που τεριάζει, ή κράτα,
» τ' αφίνω αφτό στο χέρι σου. Μόν έλα ομπρός! στη μάχη
» αμέσως τώρα ! Τί άπρεπο εδώ ν' αργολογούμε,

150» να χάνουμ' ώρα· ατέλιωτη δουλειά μεγάλη ακόμα.»
154

Τότες τ' απάντησε ο σοφός γιος του Λαέρτη κι' είπε

155 « Μη δα έτσι εσύ ο τόσο καλός, θεόμορφε Αχιλέα,
» μη θες τους λόχους νηστικοί να σηκωθούν κι' αμέσως
» να πολεμήσουν τους οχτρούς, τι η μάχη λίγες ώρες
» δε θα βαστάξει, αν γίνει αρχή και συμπλακούν οι άντρες
» και χύσει και στους διο ο θεός μέσα στα στήθια πάθος.
160» Μα άσε να φαν—να πιούν και μιά — μες στο καραβοστάσι
» τα παλικάρια μας· τι αφτό δίνει ζωή και θάρρος.
» Γιατί όλη μέρα πιός μπορεί ως να βουτήξει ο ήλιος
» στήθια με στήθια αφάγωτος να πολεμάει στον κάμπο ;
» Τι ακόμα κι' αν απόφαση το κάνεις, μα βαραίνουν
165» τα μέλη σου όμως άνιωθα και σε λιγώνει η πείνα,
» σε κόβει η δίψα, σου λυγάει σα ροβολάς το γόνα.
171» Μόν έλα σκόλνα τα παιδιά, και πες τους να τσιμπήσουν
» κάτι να φαν, κι' ο βασιλιάς τα δώρα ο Αγαμέμνος
» στη συντυχιά ας τα φέρει εδώ, για ναν τα δουν εδώ όλοι
» και μέσα σου θαραπαεί λίγο η ψυχή κι' εσένα.
175» Κι' όρκο ας σ' αμώσει στέκοντας στων Αχαιών τη μέση
» τη νιά πως δεν την άγγιξε, στο στρώμα της δε μπήκε,
177» π' άντρες γυναίκες, αρχηγέ, συνήθια τόχουν όλοι.
179» Τραπέζι τότε αρχοντικό να φιλιωθείτε ας δώκει,
180» τραπέζι πλούσιο, που σωστό ότι είναι να μη λείψει.
178» Και τ' άδικο πια ξέγραψ' το, τα περασμένα ξέχνα !
181» Τ' Ατρέα γιε, έπειτα κι' εσύ στοχαστικός πια μ' όλους
» κοίτα να γίνεις, τι αρχηγό δεν είναι κατηγόρια,
» πριν σαν προσβάλει ο βασιλιάς, ναν του φιλιώνει πάλι. »

Τότες του λέει τ' Ατρέα ο γιος, ο πρωταφέντης τ' Άργους

185 « Γιε του Λαέρτη, με χαρά σ' αγρίκησα το λόγο,
» γιατί όλα τα ξεφύλλισες και ξήγησες με τάξη.
» Αφτά ναι εγώ θάν τα ορκιστώ, μου το ποθεί η καρδιά μου,
» μήτ' όρκο παίρνω ψέφτικο προς τους θεούς. Μα ας μείνει
» ο Αχιλιάς ως τότε εδώ κιάς βιάζεται για μάχη,
190» μείνετε κι' όλοι αχώριστοι οι άλλοι ως που να φτάσουν
» τα δώρα εδώ όξω και πιστά να σφάξουμε ορκιστήρια.
» Τώρα, Δυσσέα, ορίζω αφτό και σ' τ' αναθέτω εσένα·
» διάλεξε νιους μες στο στρατό, αρχόντων γιους, και φέρε
» τα δώρα οχ το καράβι μου, όλα όσα τ' Αχιλέα
195» εχτές ρητά του τάζαμε, και φέρτε τις γυναίκες.
» Κι' ο κράχτης μου μες στον πλατύ τον κάμπο ας ετοιμάσει
» καπρί, που εφτύς να σφάξουμε στο Δία και στον Ήλιο. »

Τότες τ' απάντησε ο γοργός γιος του Πηλιά και τούπε
« Τ' Ατρέα ξακουσμένε γιε, πρωτάρχοντα Αγαμέμνο,

200» αφτά κατόπι μάλιστα σωστό ναν τα φροντίστε,
» σα γίνει τέλος σκόλασμα της μάχης κι' όταν μέσα
» εδώ στα στήθια τα δασά δε βράζει τόσο πάθος.
» Μα τώρα εκείνοι κοίτουνται σφαγμένοι απ' το κοντάρι
» του Έχτορα, σαν τούδωκε τη νίκη ο γιος του Κρόνου,
205» κι' εσείς φαγιά μου κραίνετε. Όχι όχι ! εγώ προστάζω
» τώρα να πιάσουνε σπαθί τα παλικάρια ... αμέσως ...
» απότιστοι και νηστικοί, και σα βουτήξει ο ήλιος
» ας φαν όσο ποθούν, αφού ξεχρεωθεί η ζημιά μας.
» Μα κάτου πριν δε γίνεται να μου κατέβει εμένα
210» στο στόμα εδώ φαγί ή πιοτό, αφού 'χασα το βλάμη,
» που στην καλύβα από χαλκό μού κοίτεται σφαγμένος
» τηρώντας κατά τη μπασιά, και γύρω του οι συντρόφοι
» θρηνούν. Για αφτό δεν έχω νου για φαγοπότια τώρα,
» παρά για φόνους αίματα και στεναγμούς και φρίκη.»
215

Τότες τ' απάντησε ο σοφός πολύτεχνος Δυσσέας
«Ώ του Πηλέα αφέντη γιε, σπαθί μας πρώτο απ' όλους,
» με τ' όπλο εσύ είσαι ανότερος, πολύ καλύτερός μου,
» όμως νομίζω πως κι' εγώ σε ξεπερνάω πολύ ίσως
» στη γνώμη, τι είδα κόσμο πριν και πιο πολλά κατέχω.

220» Έτσι έχε λίγο απομονή το τί θα πω ν' ακούσεις.
» Πάντα οι αθρώποι γλήγορα τον πόλεμο μπουχτίζουν,
» που το δρεπάνι του σωρό στρώνει το χόρτο χάμου,
» μα ο θέρος τίποτα, όταν πια τη ζυγαριά του ο Δίας
» τη γύρει πούναι μοιραστής στημένος των πολέμων.
225» Μα το νεκρό δε γίνεται με την κοιλιά οι Αργίτες
» να κλάψουνε, τι απανωτά πλήθη πολλά όλη μέρα
» πέφτουν ... πώς τότε απ' τα δεινά κανείς θα πάρει ανάσα ;
» Μα πρέπει αυτός να θάβεται που πέσει, και των φίλων
» ας κάνει απομονή η καρδιά, μιά μέρα σαν τον κλάψουν,
230» κι' όσοι άλλοι απ' την κατάρατη σωθούνε μάχη, πρέπει
» να δουν να φάνε και να πιουν, για να βαστούν πιο ακόμα
» σε πόλεμο με τους οχτρούς πεισματωμένο πάντα,
» ζωσμένοι την αρματωσά. Τώρα άλλο πια κανείς μας
» ας μην προσμένει πρόσταγμα και κοντοστέκει πίσω,
235» τι τ' άλλο αφτό του θάν του βγει λαχτάρα στο κεφάλι,
» στα πλοία πίσω αν κάθεται, μόν όλοι ομπρός ! σα φάμε,
» ας τρέξουμε ίσια τους οχτρούς ν' αρχίσουμε πελέκι. »

Είπε, και πήρε τους διο γιους μαζί του του Νεστόρου,
και πήρε το Μελάνιππο το Θόα το Μηριόνη

240το Μέγη, θρέμμα του Φυλιά, το Λυκομήδη, κι' όλοι
προς την καλύβα τράβηξαν του βασιλιά Αγαμέμνου.
Έτσι άψε σβύσε τέλιωσε όλη η δουλιά, τι αμέσως
φέρανε κιόλας τα εφτά τριπόδια πούχε τάξει,
τα δώδεδα άτια, κι' είκοσι λεβέτια γανωμένα,
245κι' εφτά γυναίκες βγάλανε —λαμπρές, ψιλοδουλέφτρες—
κι' όγδοη η κρινομάγουλη περπάταε Βρισοπούλα.
Κι' αφού ο Δυσσέας έζιασε χρυσό κομμάτια δέκα
κινάει, και πάγαιναν μαζί τα δώρα οι άλλοι αρχόντοι.

Κι' άμα στη μέση τάβαλαν της συντυχιάς, σηκώθη

250τ' Ατρέα ο γιός· και πάει κοντά ο κράχτης του ο Ταρθύβης,
κράχτης με θεϊκιά φωνή, βαστώντας το γουρούνι.
Τότε έσυρε τ' Ατρέα ο γιος την κάμα πούχε πάντα
κοντά στης σπάθας το μακρύ φηκάρι κρεμασμένη,
κι' έκανε αρχή απ' του γουρουνιού τις τρίχες· και το Δία
255περικαλώντας σήκωσε τα χέρια, κι' όλοι οι άλλοι
στάθηκαν ήσυχοι εκειπά και πρόσεχαν με σέβας.

Κι' είπε τηρώντας τα πλατιά ουράνια ο γιος τ' Ατρέα
« Άκου με, Δία, πρώτα εσύ, των αθανάτων όλων
» τρανότατε πρωταρχηγέ, κι' άκου με, Γη κι' εσύ Ήλιε,

260» κι' οι Γδίκισσες που τιμωρούν τους ψέφτορκους στον Άδη·
» παίρνω όρκο, εγώ δεν άγγιξα ποτές τη Βρισοπούλα
» μήτε ζητώντας αγκαλιά μήτε δουλιά καμμιά άλλη,
» μόν τιμημένα κάθουνταν μες στην καλύβα πάντα.
» Ψέφτορκα αν είπα, έτσι οι θεοί κακά άπειρα ας μου στείλουν,
265» τόσα όσα στέλνουν σ' όπιονε τους φταίξει ψεφτορκώντας.»

Είπε, κι' εφτύς χαλκόκοψε του χοίρου το λαρύγγι.
Έπειτα ο κράχτης τον πετάει στριφοκλωθίζοντάς τον
στ' αφρένιο κύμα του γιαλού, για ναν τον φαν τα ψάρια.

Τότες σηκώθηκε ο γοργός γιος του Πηλέα κι' είπε

270 « Δία πατέρα, ώ τί βαριά στον κόσμο μας τυφλώνεις !
» Ειδέ ποτές τα σπλάχνα μου δε θ' άναβε στα στήθια
» τόσο βαθιά τ' Ατρέα ο γιος, ούτε τη νιά άθελα μου
» δε θάπαιρνε απ' τα χέρια μου, μα νά, ο μεγάλος Δίας,
» να πέσουν ίσως ήθελε πολλά μας παλικάρια.
275» Τώρα να φάτε σύρτε πια για ν' αρχινούμε μάχη.»

Έτσι είπε, και τη συντυχιά σκολάζει χέρι χέρι,
κι' όλοι σκορπούνε κι' ο καθείς στο πλοίο του παγαίνει.
Έπιασαν τότε οι παραγιοί τα δώρα να φροντίσουν,
και φέβγουν πέρα ναν τα παν στου ξακουστού Αχιλέα.

280Κι' αφού όλα τ' άλλα απίθωσαν μες στις καλύβες, βάζουν
τις νιες να κάτσουν· έπειτα τα σερπετά κοπέλια
βαρούν τ' αλόγατα να παν με το κοπάδι τ' άλλο.

Τότες η Βρισοπούλα, νιά χρυσή σαν Αφροδίτη,
σαν είδε από σκληρό χαλκό τον Πάτροκλο σφαγμένο,
τούπεσε απάνου, κι' έμπηξε τα κλάματα, ξεσκώντας,

285την όμορφη όψη τ' απαλά λαιμά της τ' άσπρα στήθια.
Κι' έτσι μοιρολογούσε η νιά πούχε νεράϊδας κάλλη
« Πάτροκλε, εσύ που η μάβρη μου σε λάτρεβε η καρδούλα,
» άχ ζωντανό εγώ σ' άφισα σαν έφεβγα, και τώρα
» στο γυρισμό μου, αφέντη μου, σε βρίσκω σκοτωμένο.
290» Αν τόχει η μοίρα μου δεινά να με σπαράζουν πάντα.
» Τον άντρα η μάννα μου η γλυκιά που μούδωκε κι' ο κύρης
» τον είδα απ' άσπλαχνο χαλκό σφαγμένο ομπρός στο κάστρο,
» και τρία αδέρφια μου που μιά μας γέννησε μητέρα,
» κι' αφτοί οι καημένοι χάθηκαν, κι' οι τρεις την ίδια μέρα
295» Όμως εσύ δε μ' άφινες —σα μούσφαξε τον άντρα
» ο Αχιλέας κι' έκαψε το γονικό μας πύργο—
» να κλαίω, μόν πάντα μούταζες πως τέρι του κατόπι
» θα γίνω εγώ, και θα με πας στη Φτιά με τα καράβια
» να κάνεις τις χαρές μου εκεί. Για αφτό σε κλαίω με πόνο,
300» σε λαχταράω που πέθανες, γλυκόλογέ μου πάντα. »

Έτσι θρηνούσε, κι' έκλαιγαν κατόπι κι' οι γυναίκες,
εκείνον τάχα μα καημούς η καθεμιά δικούς της.

Κι' οι προεστοί των Αχαιών μαζέφτηκαν κατόπι
στον Αχιλέα ολόγυρα και τον περικαλούσαν
να φάει και κάτι, μα όχι αφτός τους έλεγε βογγώντας

305 « Να ζήστε, αδρέφια, αν μ' αγαπά κανείς σας, μη μου λέτε
» ψωμί ή κρασί προτύτερα στο στόμα μου να βάλω,
» γιατί έχω μες στα στήθια μου τα σπλάχνα ματωμένα.
» Κι' ως να νυχτώσει αν καρτερώ, σας λέω μη με φοβάστε.»

Έτσι είπε, κι' έστειλε να παν τους άλλους βασιλιάδες,

310μα μείνανε τ' Ατριά οι διο γιοι κι' ο θεϊκός Δυσσέας
κι' ο Δομενιάς κι' ο Νέστορας κι' ο Φοίνικας ο γέρος
ναν τον παρηγορήσουνε, που δίχως πια να πάψει
βόγγαε· μα τίποτα για αφτόν παρηγοριά δεν είχε,
ως νάμπει στης σφαγής ξανά το ματωμένο στόμα.

Και σα θυμήθη, στέναξε μέσα απ' τα βαθιά κι' είπε

315 « Ναί, δύστυχε, άλλοτες κι' εσύ, αγαπητό μου αδρέφι,
» μούστρωσες δείπνο αναστικό εδώ μες στην καλύβα
» γοργά γοργά και γλήγορα, σα βιάζουνταν ν' ανοίξουν
» οι Δαναοί με τον οχτρό πολυδακρούσα μάχη.
» Μα τώρα εσύ μου κοίτεσαι νεκρός και δε σαλέβεις,
320» κι' εμένα νηστικιά η καρδιά —κιάς έχω τόσα ομπρός μου—
» ποθώντας σε. Γιατί κακό χειρότερο να πάθω
» άλλο δεν έχει, κι' αν μου πουν το γέρο μου πως πήγε—
» που τώρα δάκρια πύρινα χύνει ίσως στην πατρίδα
» που τέτιο γιο στερήθηκε, κι' αφτός στα ξένα αλάργα
325» για μιά Λενιό ξετσίπωτη με μάχες τυραγνιέται—
» ή αφτόν που εκεί μου αντρώνεται, τ' αγόρι μου, στη Σκύρο
« [ακόμα αν ο Νιοφτόλεμος μού ζει ο καμαρωμένος].
» Τι πριν μου τ' όλπιζε η καρδιά πως τάχα εγώ μονάχα
» εδώ θα βρω τον τάφο μου αλάργα απ' την πατρίδα
330» στης Τριάς τα μέρη, όμως εσύ πως θα γυρίσεις πίσω,
» για να μου βγάλεις το παιδί, σα σβύσω εγώ, οχ τη Σκύρο,
» και ναν του δείξεις όλα μου ένα ένα, θησαβρούς μου
» και σκλάβους μου και σκεπαστό αψηλοφτάστη πύργο.
» Τι τώρα πια θαρρώ ο Πηλιάς μιά και καλή απ' τον κόσμο
335» πως πέθανε, ή κι' αν καψοζεί, θα κλαίει και θα στενάζει,
» σπασμένος απ' τα γερατιά και καρτερώντας πάντα
» μάβρα μαντάτα, όταν του πουν το πως με πήρε ο χάρος.»

Είπε θρηνώντας, κι' έκλαιγαν κι' οι προεστοί κατόπι
θυμάμενοι όσα αφήκανε στον πύργο του ο καθένας.

340

Και σαν τους είδε πούσβυναν στο μοιρολόϊ ο Δίας
τους πόνεσε και λέει εφτύς της Αθήνας διο λόγια
« Παιδί μου, πάει τον αφίσες στην τύχη τέτιονε άντρα·
» ή δε σ' τ' αγγίζει πια σταλιά τα σπλάχνα ο Αχιλέας ;
» Μα δές τον ! τώρα εκεί μπροστά στ' ορθόπλωρο καράβι

345» κάθεται και μοιρολογάει το βλάμη, κι' όλοι οι άλλοι
» πήγαν να φαν, μα νηστικός αφτός και διψασμένος.
« Μα σύρε στάξ' του αθάνατο νερό στα στήθια μέσα
» εκεί που κλαίει, για να μπορεί στην πείνα να βαστάξει.»

Έτσι είπε και την έστειλε, σαν που κι' αφτή ποθούσε.

350Κι' όμια με λάκρα οργιόφτερη τρανόφωνη, οχ τα ύψη
κάτου πετάει μέσα απ' το φως την ώρα που οι Αργίτες
παντού στον κάμπο τ' άρματα φορούσαν του πολέμου.
Κι' έσταξε αθάνατο νερό μες στ' Αχιλιά τα στήθια,
που πείνα πια κακόριστη να μην τον τρεμοβλάψει,
355απέ στ' ακίνητου γονιού ξανά το στέριο πύργο
γυρνάει.

Και χύθηκε ο στρατός τότ' όξω απ' τα καράβια.
Πώς οχ τον ουρανό πυκνά πέφτουν τα χιόνια κάτου,
ψυχρά, από Θρακοδρόλαπα βοριοσταλμένου φύλλο,
τότε έτσι λαμπρογιάλιστα πλήθος μεγάλο κράνα

350όξω απ' τα πλοία πρόβαιναν, και πρόβαιναν ασπίδες,
σωρός κοντάρια φράξινα, και δίχουφτα τσαπράζα.
Η λάμψη πάει μεσούρανα, γελούνε γύρω οι κάμποι
απ' τη φεγγιά· και των αντρών αντιβροντάει το βήμα.
364

Τότες στη μέση οπλίστηκε ο άξιος Αχιλέας.

369Έβαλε πρώτα τα γερά τουσλούκια στα καλάμια
370πανώρια, πούταν μ' αργυρά θηλύκια αρμοδεμένα.
Κατόπι πήρε φόρεσε στα στήθια τα τσαπράζα,
κι' έπειτα γύρω κρέμασε στους ώμους του τη σπάθα,
χαλκένια ασημοκάρφωτη, και πήρε την ασπίδα,
στέρια, που αλάργα η λάμψη της σα φεγγαριού φωτούσε.
375Πώς φαίνεται οχ το πέλαγο σε λαμνοκόπους λάμψη
φωτιάς που καίει, και καίει ομπρός σε προβατήσα στρούγγα
σ' όρος ψηλά, ενώ άνεμος τους νάφτες στανιοσπρώχνει
στα στήθια απάνου στου γιαλού αλάργα απ' τους δικούς τους·
έτσι έφτανε ως στον ουρανό κι' η λάμψη οχ την ασπίδα
380τη λαμπροσκάλιστη. Έπειτα το κράνος βαριασκώνει
και το φοράει στην κεφαλή. Σαν άστρο αχτιδοβόλαε
το κράνος τ' αλογόφουντο, και σάλεβαν τριγύρω
οι φούντες πούβαλε ο θεός πυκνόχρυσες στην άκρη.
Και πήρε δοκιμάστηκε μες στ' άρματα, αν του πάνε
385κι' αν κούναε μέσα λέφτερα τα μέλη, και θαρρούσες
είταν φτερά και σήκωναν τον αρχηγό στα ύψη.
Στερνά οχ τη θήκη του άδραξε το γονικό κοντάρι,
βαρύ μεγάλο δυνατό —άλλος αφτό να παίξει
δε μπόραε, μόνος κάτεχε ναν τ' ανεμίζει εκείνος,
390ζαγόριο φράξο πούκοψε ψηλά απ' το κορφοβούνι
για τον Πηλέα ο Χείρονας αρματωλών ρημάχτρι.

Τ' άλογα τότε ο Άλκιμος κι' ο Αφτομέδος πιάνουν
και ζέβουν, κι' όμορφα λουριά τους βάζουν, και στα δόντια
τα χαλινάρια, κι' άπλωσαν τα γκέμια τους ως πίσω

395στο καλοκάρφωτο κουτί. Κατόπι ο Αφτομέδος
πήρε στα χέρια καμοτσί λαμπρό και τεριασμένο,
και μες στ' αμάξι πήδησε. Και πίσω ο Αχιλέας
ανέβηκε —άμα οπλίστηκε— στ' αμάξι, και σκορπούσε
αχτίδες λες απ' το χαλκό σαν ήλιος φωτοδότης.

Και φώναξε με σκιαχτερή φωνή στα γονικά άτια

400 « Ψαρέ και Ξάνθο, ξακουστά παιδιά της Φτεροπόδας,
» κοιτάξε αλλιώς τον αμαξά να ξαναφέρτε πίσω
» στα πλοία εδώ, όταν πόλεμο χορτάσουμε και μάχη,
» όχι όπως έμεινε νεκρός ο Πάτροκλος στον κάμπο.»

Τότε είπε κάτου απ' το ζυγό το παρδαλό πουλάρι,

405ο Ξανθός —κι' έσκυψε πικρά την κεφαλή, κι' η χαίτη
ξεχύθηκε όλη απ' το ζυγό κοντά στα πόδια χάμου—
τι τούδωκε φωνή η θεά η μαρμαρόλαιμη Ήρα
« Ναί, θα σε σώσουμε —θα δεις, θεόμορφε Αχιλέα—
» και τώρα ακόμα, μα η αβγή πλακώνει πια η στερνή σου.
410» Δε φταίμε· η μοίρα και τρανός θεός θα σ' αφανίσει.
» Τι μήτε απ' όκνο κι' άργητα δική μας του Πατρόκλου
» του πήραν τότες τ' άρματα απ' το κορμί του οι Τρώες.
» Τρανός θεός τον έφαγε στων μπροστινών τη μέση,
» του Δία ο γιος και της Λητός, και δόξασε τους Τρώες.
415» Τρέχουμε και με φύλλο εμείς ζεφύρου, αν είναι ανάγκη,
» π' αγέρα απ' όλους πιο αλαφρύ τον λένε· όμως εσένα
» σ' τόγραψε η μοίρα από θεό να σκοτωθείς κι' όχι άντρα.»

Είπε, κι' αμέσως τη φωνή τού πήρανε οι Κατάρες.

Τότ' είπε του Πηλέα ο γιος βαριά αγαναχτισμένος

420 « Ξάνθο, θανάτους μη μηνάς, καιρός δεν είναι τώρα.
» Ναί, ξέρω αφτό κι' εγώ καλά, γραφτό 'ναι εδώ να πέσω
» μακριά απ' τους έρμους μου γονιούς. Μα κι' έτσι εγώ δε φέβγω,
» πρέπει τους Τρώες πρώτα εδώ πελέκι να χορτάσω.»

Είπε, και λάλαε τ' άλογα μπροστά μπροστά αλυχτώντας.

 


Μικρός Απόπλους
http://www.mikrosapoplous.gr/
Ιούνιος 2004