[ Εισαγωγή ] | Ραψωδία β >> |
Τον άντρα τον πολύπραγο τραγούδησέ μου, ω Μούσα, που περισσά πλανήθηκε, σαν κούρσεψε τής Τροίας το ιερό κάστρο, και πολλών ανθρώπων είδε χώρες κι έμαθε γνώμες, και πολλά στα πέλαα βρήκε πάθια, |
|
5 | για μία ζωή παλεύοντας και γυρισμό συντρόφων. Μα πάλε δεν τους γλύτωσε, κι αν το ποθούσε, εκείνους, τι από δική τους χάθηκαν οι κούφιοι αμυαλωσύνη, τού Ήλιου τού Υπερίονα σαν έφαγαν τα βόδια, κι αυτός τους πήρε τη γλυκειά τού γυρισμού τους μέρα. |
10 | Απ' όπου αν τα 'χης, πές μας τα, ω θεά, τού Δία κόρη. Όλοι που τότες τον πολύ το χαλασμό ξεφύγαν γυρίσανε, από πόλεμο και θάλασσα σωσμένοι, και μόνο εκειόνε, σπιτικό και ταίρι στερημένο, η Καλυψώ η τρισέμορφη θεά τόνε κρατούσε, |
15 | γιατί άντρα της τον ήθελε στις βαθουλές σπηλιές της. Μα ο γύρος σαν τελέστηκε των χρόνων, κι ήρθε η ώρα, που τό 'χανε οι θεοί γραφτό στο Θιάκι να ξανάρθη στο σπιτικό του, μήτ' εκεί δεν τού 'λειψαν οι αγώνες, και σε δικούς κοντά. Κι οι θεοί τον συμπονούσαν όλοι, |
20 | εξόν τον Ποσειδώνα· αυτός βαριά ήταν χολωμένος με το Δυσσέα το θεϊκό, στον τόπο του πριν φτάση. Βρισκόταν στους Αιθίοπες ο Ποσειδώνας τότες, που ζούνε μοιραστοί μακριά ατού κόσμου τις ακρούλες, ατού Ηλιού το βούλημα οι μισοί, στ' ανάβλεμμά του οι άλλοι, |
25 | για να δεχτή εκατοβοδιά από ταύρους και κριάρια. Εκεί γλυκοξεφάντωνε· οι θεοί ως τόσο οι άλλοι στους πύργους μαζωχτήκανε τού Δία τού Ολυμπήσου, κι ομπρός τους, όλων των θεών κι ανθρώπων ο πατέρας άνοιξε λόγο, τι στο νου ξανάρθε του ο μεγάλος ο Αίγιστος, που ο ξακουστός τον έκοψε ο Ορέστης, |
30 | τού Αγαμέμνου ο γιος. Εκειόν ο Δίας ανιστορώντας, στους άλλους τους αθάνατους αυτά τα λόγια κρένει· «Αλλοί, και πώς γυρεύουνε παντοτινά οι ανθρώποι να ρίχτουνε το φταίξιμο σ' εμάς για τα δεινά τους, και λένε εμείς τα φέρνουμε· μα από δική τους τύφλα |
35 | παθαίνουν πέρα απ' το γραφτό· να, ο Αίγιστος, που πήρε το ταίρι τού Αγαμέμνονα, και που στο γυρισμό του χαλνάει κι εκείνονε· από πριν το γνώριζε τι μέγα κακό θα τού 'ρθη, γιατί εμείς μηνύσαμέ του τότες με τον αγρυπνομάτη Ερμή, μηδέ να τόνε κόψη, |
40 | μηδέ το ταίρι να ζητάη· γιατί θα γδικιωθή του σα μεγαλώση και ποθή τον τόπο του ο Ορέστης. Καλόγνωμα τού τα 'πε ο Ερμής, Μα ο Αίγιστος ν' ακούση δεν ήθελε, και μαζωχτά τα πλέρωσε κατόπι.» Κι η γαλανόματη Αθηνά τού απολογιέται τότες· |
45 | «Πατέρα μας, τού Κρόνου γιε, των βασιλιάδων πρώτε, βέβαια τού άξιζε εκεινού τέτοιος χαμός να τού 'ρθη· τα ίδια ας πάθη όποιος κακά παρόμοια πράξη κι άλλος. Εγώ 'μως για το γνωστικό Οδυσσέα χολοσκάνω, τον άμοιρο, που από δικούς μακρόθε τυραννιέται |
50 | σε κυματόζωστο νησί, στης θάλασσας τ' αφάλι, νησί δεντράτο, που θεά την κατοικιά της έχει, η κόρη τού κακόγνωμου τού Άτλαντα, που ξέρει τής θάλασσας τα τρίσβαθα, και με μακριές κολώνες από τη γης τον ουρανό φυλάει ξεχωρισμένο. |
55 | Εκείνου η κόρη τον κρατάει το δύστυχο στα δάκρυα, και με γλυκειές μαγεύει τον κουβέντες, να ξεχάση τον τόπο του· μα πάλε αυτός, και τον καπνό μονάχα να θώρειε τής πατρίδας του σαν αλαφροανεβαίνη, κι ας πέθαινε· μα μήτ' εσύ, Ολυμπήσε, δε σπλαχνιέσαι. |
60 | Τάχα δε σε τιμούσε αυτός στη διάπλατη Τρωάδα, σιμά στα πλοία των Αργιτών με περισσές θυσίες ; τι τόσο, ω Δία, τώρα εσύ με το Δυσσέα κακιώνεις ;» Κι ο Δίας τής αποκρένεται ο συννεφομαζώχτης· «Τί λόγο από τ' αχείλι σου ξεστόμισες, παιδί μου ; |
65 | Ποιός το 'πε εγώ πως λησμονώ το θεϊκό Οδυσσέα, που πρώτος είναι απ' τους θνητούς στο νου και στις θυσίες προς τους αθάνατους θεούς που ορίζουνε τα ουράνια ; Ο Ποσειδώνας είν' ο θεός, τής γης ο περιζώστης, που πάθος του έχει ανέσβεστο, τι χάλασε το μάτι |
70 | τού ισόθεου τού Πολύφημου, τού πρώτου των Κυκλώπων στη δύναμη· τής Θόωσας είναι παιδί, τής νύφης, κόρης τού Φόρκυνα, άρχοντα τού ατρύγητου πελάγου, που ο Ποσειδώνας σε βαθειές σπηλιές αγκάλιασέ την. Από τα τότε ο σαλευτής τής γης ο Ποσειδώνας |
75 | κι α δεν τόνε θανάτωσε, Μα τον πλανάει στα ξένα τον Οδυσσέα. Όμως καιρός εμείς να στοχαστούμε πώς να 'ρθη στην πατρίδα του· θα πάψη την οργή του ο Ποσειδώνας· δεν μπορεί στο πείσμα μας, κι αγνάντια τόσων αθάνατων αυτός ν' αντισταθή μονάχος.» |
80 | Κι η γαλανόματη η θεά τού απολογήθη τότες· «Πατέρα μας, τού Κρόνου γιε, των βασιλιάδων πρώτε, στους τρισμακάριστους θεούς αυτό αν αρέση τώρα, να ξαναρθή στο σπίτι του ο παράξιος Οδυσσέας ο Αργοφονιάς Ερμής ας πάη μηνύτορας δικός μας, |
85 | στης Ωγυγίας το νησί, για να μηνύση αμέσως τής ωριοπλέξουδης θεάς την άσφαλτη βουλή μας, ο Οδυσσέας ο άτρομος στη γης του να γυρίση. Εγώ στο Θιάκι πάω, καρδιά περσότερη να δώσω τού γιου του εκεί, κι απόφαση να βάλω στην ψυχή του, |
90 | να πη τους μακρομάλληδες Αχαιούς να μαζωχτούνε, και τους μνηστήρες ολονούς ν' αποκηρύξη ομπρός τους, που σφάζουν κι όλο σφάζουνε τα βοδοπρόβατά του. Κατόπι στην αμμουδερή την Πύλο και στη Σπάρτη τον παίρνω, κι ίσως τού γονιού το γυρισμό εκεί μάθη, |
95 | κι έτσι μάς βγάλη κι όνομα λαμπρό μες στους ανθρώπους.» Είπε, και σάνταλα έδεσε στα πόδια της πανώρια, αχάλαστα κι ολόχρυσα, που πεταχτά τη φέρνουν από στεριές και θάλασσες σα φύσημα τού ανέμου· πήρε κοντάρι δυνατό με μύτη ακονισμένη, |
100 | βαρύ, μεγάλο και στεριό· με δαύτο ηρώους άντρες σωρούς δαμάζει αν οργιστή τού φριχτού Δία η κόρη. Από του Ολύμπου χύμιξε τα κορφοβούνια τότες στο Θιάκι, κι ομπρός στάθηκε στις θύρες του Οδυσσέα, πάς στο κατώφλι τής αυλής, κρατώντας στην παλάμη |
105 | το χάλκινο κοντάρι της, και μοιάζοντας με ξένο, το Μέντορα το βασιλιά τής Τάφος. Εκεί βρήκε και τους μνηστήρες τους τρανούς· γλεντίζανε με σκάκι ομπρός στις θύρες σε προβιές βοδιώνε καθισμένοι, που ίδιοι τους τα σφάξανε· κι ολόγυρά τους πλήθος παραστεκόνταν κήρυκες και πρόθυμα κοπέλια, |
110 | που άλλοι με το κρασί νερό μες στα κροντήρια σμίγαν, άλλοι τραπέζια πλένανε με τρυπητά σφουγγάρια, και στρώνανέ τα· κι άλλοι τους τα κρέατα μοιράζαν. |
Κι ο θεόμορφος Τηλέμαχος την είδε πρώτος πρώτος. στο πλάγι τους καθότανε με σπλάχνα ταραγμένα |
|
115 | και μες στο νου του λόγιαζε τον ξέλαμπρο γονιό του, αν θα 'ρχουνταν ποτέ μαθές να τους σκορπίση ετούτους από τους πύργους, κι ίδιος του να βασιλεύη πάλε με τα δικά του τα καλά. Αυτά 'χοντας στο νου του σιμά στους άλλους, μάτιασε την Αθηνά, και πήγε ίσια στα ξώθυρα, επειδής ντρεπότανε ν' αφήση |
120 | ξένο να πολυστέκεται στη θύρα· ομπρός του 'στάθη, πιάνει το χέρι το δεξί, τού παίρνει το κοντάρι το χάλκινο, και τού λαλεί με φτερωμένα λόγια· |
«Καλώς τον ξένο· εσύ απ' εμάς θα φιλευτής, και κάλλιο πρώτα στο δείπνο, κι ύστερα μάς κρένεις ό,τι ορίζεις.» |
|
125 | Είπε, και πήγε αυτός ομπρός, κι η Αθηνά ακλουθούσε. και μέσα στ' αψηλόχτιστο παλάτι σάνε μπήκαν, παίρνει και στήνει σε μακριά κολώνα το κοντάρι, σ' αρματοθήκη σκαλιστή, που κι άλλα εκεί κοντάρια πολλά τού καρτερόψυχου τού Οδυσσέα στεκόνταν. |
130 | Σ' ένα θρονί την κάθισε πάς σ' απλωμένο τούλι, θρονί πανώριο, πλουμιστό, κι ακουμποπόδι ομπρός της. Πήρε κι αυτός σκαμνί λαμπρό, μακριά από τους μνηστήρες, να μην τόνε πειράζη ο αχός τον ξένο, και δε νιώση γλύκα φαγιού καθίζοντας με αγέρωχους ανθρώπους, |
135 | και για να μάθη αν ήξερε μαντάτα τού γονιού του. και μπρίκι για το νίψιμο τους φέρνει τότε η βάγια, ώριο, χρυσό, και χύνει τους στην αργυρή λεγένη για να πλυθούν, και στρώνει τους το γυαλιστό τραπέζι. Σεμνή κελάρισσα έφερε ψωμί και παραθέτει, |
140 | κι από τα καλοφάγια της τους έβαλε περίσσια· μες στα πινάκια ο μοιραστής τα κρέατ' αραδιάζει, και θέτει χρυσοπότηρα ομπροστά τους· κάθε λίγο περνούσε ο κήρυκας κοντά και τους κρασοκερνούσε. |
Μπήκανε μέσα κι οι τρανοί μνηστήρες, και καθίσαν | |
145 | αράδα σ' έδρες και σκαμνιά, και χύναν και σ' ετούτων τα χέρια οι κήρυκες νερό, και σε πανέρια μέσα οι παρακόρες σώρευαν ψωμί, και παλληκάρια με το πιοτό στεφάνωναν τού καθενός κροντήρι. Κι αυτοί άπλωναν τα χέρια τους στα φαγητά ομπροστά τους. |
150 | Κι από φαγί κι από πιοτό σα φράθηκε η καρδιά τους, άλλα στο νου τους είχανε οι μνηστήρες· τα τραγούδια και το χορό, χαρίσματα τού τραπεζιού σαν πού 'ναι· λαμπρή κιθάρα ο κήρυκας παράδωσε στα χέρια τού Φήμιου, που με το στανιό τραγούδαε στους μνηστήρες, |
155 | κι ώριο σκοπό τους άρχισε τις κόρδες της βαρώντας. Λέει τότες ο Τηλέμαχος τής γαλανοματούσας θεάς, κοντά της σκύβοντας, να μην ακούσουν οι άλλοι· |
«Τάχα θα κρίνης άπρεπο το τι θα πω, καλέ μου; Αυτοί στο νου τους έχουνε κιθάρες και τραγούδια, |
|
160 | και τί τους μέλει; ξένο βιός απλέρωτα μασάνε, του αντρού που τ' άσπρα κόκκαλα μες στις βροχές σαπίζουν πάς σε στεριές, ή στ' αρμυρό κυλιούνται ίσως το κύμα. Μιάς να τον έβλεπαν εκειόν να μπαίνη μες στο Θιάκι, και θα παρακαλούσανε να 'ναι αλαφροί στα πόδια |
165 | κάλλιο, παρά στις φορεσές και στα χρυσάφια πλούσιοι. Μα τώρα αδικοχάθηκε, και παργοριά δε φέρνει όποιος μας λέει πως έρχεται, τι γυρισμό δεν έχει. Ως τόσο, πές μου αληθινά, ποιός είσαι, κι αποπούθε ; |
170 | ποιοί 'ν' οι γονιοί σου, ο τόπος σου; με τί καράβι 'φάνης ; οι ναύτες πώς σε φέρανε στο Θιάκι; ποιοί παινιένται πως είναι; τι θαρρώ πεζός εδώ δε μας ορίζεις. Πές μου και τούτο αληθινά να ξέρω· μάς πρωτόρθες, |
175 | ή να 'σαι φίλος πατρικός; τι κι άλλοι πολλοί ξένοι μάς ήρθαν, όπως γύριζε κι εκειός ανάμεσό τους.» |
Τότες η γαλανόματη θεά τού απολογιέται· «Όσα ρωτάς θα σου τα πω κι εγώ μ' αληθοσύνη. Τού άξιου τού Αχίαλου παινιέμαι γιος πώς είμαι, |
|
180 | ο Μέντης, τώ θαλασσινών τής Τάφος βασιλέας· με πλοίο μου στα μέρη αυτά και με συντρόφους ήρθα τα πέλαγ' αρμενίζοντας προς τους ξενογλωσσίτες τής Τέμεσης, με σίδερο, χαλκό απ' αυτούς να πάρω. |
185 | το πλοίο μένει σε ξοχή, παράοξω από την πόλη, κάτω απ' το Νείο το σύδεντρο, ατού Ρείθρου το λιμάνι. Εμείς δα φίλοι γονικοί λεγόμαστε απαρχήθες ο ένας τού άλλου· πήγαινε και ρώτηξε το γέρο ήρωα Λαέρτη· λένε αυτός πια δεν πατάει στην πόλη, |
190 | παρά μακριά στην εξοχή μονάχος τυραννιέται, και γέρικη σπιτοκυρά θροφή τού παραθέτει, η κούραση τα σκέλια του σαν πιάση, που με κόπο τα σέρνει στον ανήφορο τού αμπελοχώραφού του. Ήρθα, επειδής και λέχθηκε πώς στην πατρίδα του ήταν |
195 | ο κύρης σου· όμως οι θεοί τού κόβουνε το δρόμο. Τι δεν απέθανε στη γης ο μέγας ο Οδυσσέας, μόν' κάπου ακόμα ζωντανός στα πέλαγα κρατιέται, σε κυματόζωστο νησί, που άντρες κακοί τον έχουν, άγριοι, και με το ζόρι αυτοί τόνε βαστάνε πίσω. |
200 | Όμως σου προμαντεύω εγώ, καθώς στο νου μου μέσα το βάλαν οι αθάνατοι, κι όπως θα βγει πιστεύω, αν κι ούτε μάντης είμαι εγώ, κι ούτες απ' όρνια νιώθω, να 'ρθη πια εκείνος στη γλυκειά πατρίδα δε θ' αργήση, Μα και με σίδερα α δεθή· τρόπο θα βρει να φύγη, |
205 | γιατ' είναι πολυσόφιστος. Μα πές μου τώρα, γειά σου, και ξήγησέ μου ξάστερα, παιδί του αν είσαι αλήθεια, τού Οδυσσέα, τοσοδά μεγάλο παλληκάρι. Παράξενα στην κεφαλή και στα λαμπρά τα μάτια τού μοιάζεις· τι πολύ συχνά σμιγόμασταν οι δυό μας, |
210 | πριν ανεβή στην Τροία εκειός, που κι άλλοι Αργίτες τότες από τους πρώτους κίνησαν με κουφωτά καράβια· ένας τον άλλονα πια εμείς δεν είδαμε από τότες.» |
Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος απολογήθη κι είπε· «Ξένε, θα σου μιλήσω εγώ με περισσήν αλήθεια. |
|
215 | Εκείνου τέκνο η μάνα μου με λέει· εγώ τί ξέρω; ποιός το δικό του το γονιό μπορεί να πι πώς ξέρει; Μακάρι να 'μουνα παιδί καλότυχου πατέρα, που τού 'ρχουνται τα γερατειά στο σπιτικό του μέσα. Μα εμένα ο πιο κακότυχος στον κόσμο στάθη εκείνος |
220 | που λεν πώς είμαι τέκνο του, σαν που ρωτούσες τώρα.» |
Κι η γαλανόματη θεά γυρίζει και τού κρένει· «δεν όρισαν αγνώριστη να μείνη η γενεά σου οι θεοί, αφού σε γέννησε λεβέντη η Πηνελόπη. Μα πές μου τώρα ξάστερα, και ξήγα μου κι ετούτο· |
|
225 | σαν τί τραπέζια να 'ναι αυτά; τί κόσμος; ποιά η ανάγκη; τάχατες γάμος ή γιορτή; Βέβαια αυτά δεν είναι συντροφικά. Με πόση δές αδιαντροπιά και θάρρος δώ μέσα τρωγοπίνουνε. Θ' αγαναχτούσε ανίσως ερχόταν άντρας γνωστικός κι άπρεπα τέτοια θώρειε.» |
230 | Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος απολογήθη κι είπε· «Μιάς και ρωτάς μου, ω ξένε, αυτά, και θες να τα κατέχης, πλούσιο και τιμημένο αυτό το σπίτι πρέπει να 'ταν, εκείνος όσο μέσα εδώ καθότανε· όμως τώρα, αλλιώτικα οι κακόγνωμοι θεοί το βουληθήκαν, |
235 | που ανείδωτο τον έκαμαν όσο κανέναν άλλον· και μήτε καν το τέλος του δε θα θρηνούσα, ανίσως στο πλάγι των συντρόφων του χανότανε στην Τροία, για από τον πόλεμο ύστερα, σε αγαπητές αγκάλες. και τότες οι Παναχαιοί θα τού 'στηναν μνημούρι, |
240 | κι όνομα θα 'βγαζε λαμπρό ν' αφήση τού παιδιού του. Μα τώρα οι Άρπυιες άδοξα τον έχουν αρπαγμένο· ανάφαντος κι ανάκουστος μου γίνη, και μ' αφήκε λύπες και δάκρυα· μήτ' αυτό μονάχα δε με δέρνει, επειδής κι άλλα μού 'φεραν οι Ολυμπήσοι πάθια. |
245 | Γιατί όσοι γύρω στα νησιά πρωτοστατούν αρχόντοι, Δουλίχι, Σάμη, Ζάκυθο με τα δασιά τα δέντρα, κι όσοι στο βραχορίζωτο το Θιάκι εδώ αρχοντεύουν, όλοι ζητούν τη μάνα μου και μου χαλνάν το βιός μου. Κι εκείνη μήτε αρνιέται τους γάμο φριχτό, και μήτε |
250 | τέλος να δώση δύνεται· και δός του αυτοί το σπίτι μου καταλούνε· γλήγορα και μένα θα με φάνε.» |
Τότε η Παλλάδα η Αθηνά τού λέει χολοσκασμένα· «Αλλοίς, και πόσο χρειάζεσαι τον Οδυσσέα κοντά σου, ετούτους τους ξεδιάντροπους μνηστήρες να βαρέση. |
|
255 | να ερχόταν τώρα να σταθή ατού παλατιού τις πόρτες, με ασπίδα, με περίκρανο και με τα δυό κοντάρια, τέτοιος στην όψη σαν που εγώ τον είδα πρώτα πρώτα σαν έπινε και γλέντιζε στο σπιτικό μας μέσα, από το γιο τού Μέρμερου γυρίζοντας, τον Ίλο, |
260 | τής Φύρας, που με πλοίο γοργό ξεκίνησε, βοτάνι ζητώντας του θανατερό, ν' αλείψη τις χαλκένιες σαΐτες του· δεν τού 'δωσε, τη μάνητα φοβώντας εκείνος των αθάνατων· ο γέρος μου όμως τότες τού το 'δωσε, αγαπώντας τον περίσσια· τέτοιος να 'ρθη |
265 | και ν' ανταμώση ετουτουνούς ο Οδυσσέας, και θα 'ναι όλων το τέλος ξαφνικό, κι ο γάμος τους φαρμάκι. Ως τόσο ετούτα ας μείνουνε στα χέρια των θεώνε, καν θα γυρίση πάλε εδώ να γδικιωθή, καν όχι· εσένα τώρα θέλω σε να στοχαστής και να 'βρης |
270 | το πώς από τον πύργο αυτό θα διώξης τους μνηστήρες. Άκου λοιπόν, και πρόσεξε τα λόγια που σου κρένω. Συγκάλεσέ τους το ταχύ τους Αχαιούς ηρώους, και σ' όλους πές τη γνώμη σου με τους θεούς μαρτύρους. Πρόσταξε τότες σπίτια τους να φύγουν οι μνηστήρες, |
275 | κι αν η καρδιά τής μάνας σου γάμο γυρεύη, ας σύρη στ' αρχοντικό τού κύρη της, πού 'ναι τρανός αφέντης, και γάμο αυτοί θα κάμουνε, και δώρα θα τοιμάσουν πολλά, καθώς ταιριάζουνε σ' αγαπημένη κόρη. Κι εσένα γνώμη φρόνιμη σου δίνω, αν θες ν' ακούσης· |
280 | καράβι με είκοσι κουπιά, καλό, σαν πάρης, έβγα να μάθης για τον κύρη σου τον πολυπλανημένο· ή κάποιος θα σου πη θνητός, ή τη φωνή θ' ακούσης που στέλνει ο Δίας, και στη γης συχνά σκορπάει τις φήμες. Πρώτα στην Πύλο, και ρωτάς το Νέστορα το μέγα· |
285 | σύρε κατόπι στον ξανθό τής Σπάρτης το Μενέλα, τον πιο στερνό χαλκοάρματο Αχαιό που γύρσε πίσω. Κι ά μάθης πώς ο κύρης σου και ζει και θα γυρίση, απάντεξε, όσο κι αν πονής, ως ένα χρόνο ακόμα· αν πάλε πώς απέθανε και πως σου χάθη ακούσης, |
290 | γυρίζεις πίσω στα γλυκά λημέρια τής πατρίδας, τού στήνεις μνήμα, νεκρικά πολλά τού θέτεις δώρα, όσα τού πρέπουν, κι ύστερα παντρεύεις και τη μάνα. και σαν τα πράξης όλ' αυτά και τα καλοτελειώσης, μες στο μυαλό σου γύρισε και μέσα στην ψυχή σου, |
295 | το πώς σ' αυτούς τους πύργους σου θα λυώσης τους μνηστήρες είτε με δόλο, ή φανερά· τι πια δεν σου ταιριάζει μωρό παιδί να φαίνεσαι, μικρός αφού δεν είσαι. Ή τάχα δεν ακούς κι εσύ πώς ο λαμπρός ο Ορέστης δοξάστηκε σ' όλη τη γης σα σκότωσε τον πλάνο |
300 | τον Αίγιστο, που χάλασε τον ξακουστό γονιό του; Έτσι κι εσύ, που βλέπω σε τόσο ώριο και μεγάλο, γίνου άντρας, φίλε, να σε υμνούν κατόπι οι απογόνοι. και τώρα εγώ προς το γοργό καράβι κατεβαίνω, τι στενοχώρια θα 'πιασε μεγάλη τους συντρόφους· |
305 | εσύ μονάχος φρόντιζε και νοιάσου τα όσα σου είπα.» |
Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος γυρίζει και τής κρένει· «Ξένε μου, αλήθεια, σύμπονα μου συντυχαίνεις λόγια, καθώς γονιός σε τέκνο του, κι αξέχαστα θα τα 'χω. Μα κάλλιο μείνε τώρα εδώ, κι ας είσαι για ταξίδι, |
|
310 | έλα και λούσου να φραθή η καρδιά σου, και κατόπι κινάς προς το καράβι σου χαρούμενος, με δώρο πλούσιο, λαμπρό, απέ λόγου μου να το 'χης θυμητάρι σαν όσα φίλοι αγαπητοί χαρίζουνε σε φίλους.» |
Κι η γαλανόματη θεά τού απολογιέται τότες· | |
315 | «Μη με κρατάς πια τώρα εδώ, τι βιάζουμαι να σύρω. Κι όσο για δώρο, όποιο ζητάει να δώσης μου η καρδιά σου, στο γυρισμό μου δίνεις το, στο σπίτι να το πάρω, πανώριο δώρο, που να λες κι ανταμοιβή τού αξίζει.» |
σαν είπε αυτά ξεκίνησε η θεά η γαλανομάτα, | |
320 | κι έγιν' αϊτός και πέταξε· μες στην καρδιά του ως τόσο αφήκε θαρρεσιά κι αντρειά, και τού γονιού του η μνήμη πιο ζωντανή ξανάρχουνταν· ξιππάστηκε η ψυχή του, και θάμασε, γιατί θεός κατάλαβε πώς ήταν. και τότες μ' όψη ισόθεη ζυγώνει τους μνηστήρες, |
325 | που τους τραγούδαε ο ξακουστός τραγουδιστής, κι εκείνοι καθόντανε χωρίς μιλιά κι ακούγαν· το τραγούδι τους έλεγε των Αχαιών το γυρισμό το μαύρο που η Παλλάδα η Αθηνά τους πρόσταξε στην Τροία. Κι από τ' ανώγια ακούγοντας το θείο αυτό τραγούδι η Πηνελόπη η φρόνιμη, τού Ικάριου η θυγατέρα, |
330 | κατέβηκε τις αψηλές τού παλατιού τις σκάλες, μόνη της όχι· αντάμα της δυό βάγιες κατεβήκαν. Κι η ζουλεμένη αρχόντισσα σαν πήγε στους μνηστήρες, πλάγι τού στύλου στάθηκε τής δουλευτής τής στέγης σηκώνοντας στην όψη της το λιόλαμπρο φακιόλι, |
335 | με τις παραστεκάμενες από τα δυό πλευρά της, και κρένει τού τραγουδιστή με μάτια δακρυσμένα· |
«Φήμιε, που κι άλλα γνώριζες μαγευτικά τραγούδια, μ' όσα θνητούς κι αθάνατους δοξάζετε εσείς πάντα, εν' απ' αυτά τραγούδα τους σιμά τους καθισμένος, |
|
340 | κι αυτοί ας σωπούν κι ας πίνουνε· πάψ' το τραγούδι ετούτο, το θλιβερό, που την καρδιά μου σκίζει μες στα στήθια, γιατί σαν άλληνα καμιά βαρύς καημός με δέρνει, κι ολημερίς ανιστορώ και λαχταρώ τον άντρα, που στην Ελλάδα η δόξα του και στ' Άργος όλο απλώθη.» |
345 | Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος γυρίζει και τής κάνει· «δεν τον αφήνεις το γλυκό τραγουδιστή, μανούλα, να φέρνη γλέντι καταπώς τ' αποθυμάει ο νους του; δε φταίγει σου ο τραγουδιστής, ο Δίας ην' η αιτία, που κάθε σιταρόθρεφτου θνητού όπως θέλει δίνει, |
350 | δεν έχει κρίμα αν τραγουδάη αυτός τη μαύρη μοίρα τω Δαναώνε· πάντα θεν οι ανθρώποι το τραγούδι που πιο καινούργιο τους σφαντάει σαν κάθουνται κι ακούνε. Κάνε καρδιά κι απομονή ν' ακούς, γιατί μονάχος δεν έχασε τού γυρισμού τη γλύκα ο Οδυσσέας, |
355 | μόν' κι άλλα χάθηκαν πολλά στην Τροία παλληκάρια. Έμπα, και κοίτα σπίτι σου και το νοικοκυριό σου, την αληκάτη, τ' αργαλειό, και πρόσταζε τις δούλες να σου δουλεύουν· κι άφηνε τα λόγια αυτά στους άντρες, μάλιστα εμένα, πού 'μαι δα και τού σπιτιού ο αφέντης.» |
360 | Θάμασ' αυτή, και γύρισε στο σπίτι, γιατί μπήκαν ως την καρδιά της τού παιδιού τα γνωστικά τα λόγια. Κι ανέβηκε στ' ανώγια της, κι αντάμα με τις βάγιες τον ακριβό της Οδυσσέα θρηνούσε, ωσότου ύπνο η Αθηνά τής στάλαξε γλυκό στα ματοκλάδια. |
365 | Ως τόσο στα βαθιόσκιωτα παλάτια μέσα οι άλλοι οχλαλοή σηκώνανε, κι ευκότανε ο καθένας μες στο κρεβάτι ν' αξιωθή σιμά της να πλαγιάση. Σ' αυτούς αρχίζει ο γνωστικός Τηλέμαχος και κρένει· |
«Ακούστε, ω παραδιάντροποι τής μάνας μου μνηστήρες· τώρα εμείς γλέντι ας κάμουμε, κι ας λείψη τ' αχολόγι, |
|
370 | τι αξίζει αλήθεια τέτοιονα τραγουδιστή ν' ακούμε, σαν πού 'ναι αυτός που με θεού λες κι η φωνή του μοιάζει· μα την αυγή σε συντυχιά καθίζουμε όλοι αντάμα, να σάς κηρύξω φανερά ν' αφήστε μου τον πύργο, άλλα τραπέζια να 'βρετε, δικό σας βιός να τρώτε, |
375 | ο ένας σπίτι τ' αλλονού. Κι αν πάλε εσείς θαρρήτε πώς είναι δίκιο κι εύλογο να καταλυούνται πλούτια ενός ανθρώπου απλέρωτα, σκορπάτε τα· εγώ τότες καλώ βοήθεια τους θεούς, ίσως κι ο Δίας φέρη το γδικιωμό που αξίζει σας, κι έτσι κι εσείς κατόπι |
380 | πεδώθε δίχως πλερωμή μία και καλή χαθήτε.» |
Αυτά τους είπε, κι όλοι τους, δαγκάνοντας τα χείλη θαμάζαν τού Τηλέμαχου τα θαρρετά τα λόγια. |
|
Κι ο Αντίνος τού Ευπείθη ο γιος τού μίλησε και τού 'πε· «Εσένα θεοί, Τηλέμαχε, να σε διδάχνουν πρέπει |
|
385 | μεγάλα λόγια να μιλάς, και θαρρετά να κρένης· μη σώση και σε κάμη ο γιος τού Κρόνου βασιλέα στο Θιάκι το γυρόλουστο, σαν πού 'ναι πατρικό σου.» |
Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος γυρίζει και τού κάνει· «Τάχα θα σου φανή βαρύ το θα σου πω, ω Αντίνε; |
|
390 | Κι ετούτο θα το δέχουμουν αν το 'δινέ μου ο Δίας. Ή λες δε γίνεται κακό τρανότερο στο κόσμο; Όχι, δεν το 'χω για αχαμνό να 'ναι κανένας ρήγας· πλούσιο το σπίτι του άξαφνα, δοξάζεται κι ατός του. Μα κι άλλοι βρίσκουνται Αχαιοί στο Θιάκι βασιλιάδες, |
395 | νέοι και γέροι αρίθμητοι, κι ένας τους θα 'χη ετούτη τη δόξα, μιάς κι απέθανε ο θείος ο Οδυσσέας· όμως εγώ θα ορίζω αυτό το σπίτι και τους δούλους, που για τα μένα απόχτησε με τ' άρματά του εκείνος.» και τού Πολύβου ο Ευρύμαχος γυρνάει κι απολογιέται· |
400 | «Αυτά, Τηλέμαχε, στων θεών ας μείνουνε τα χέρια, το ποιός στο θαλασσόλουστο θα βασιλέψη Θιάκι· μακάρι εσύ να κυβερνάς και χτήματα και σπίτι, και να μην έρθη εδώ ψυχή και θες δε θες σου αρπάξη τα χτήματα, όσο το νησί το κατοικούν ανθρώποι. |
405 | Μα τώρα θέλω να μου πης, καλέ μου, για τον ξένο, ποπούθε να 'ναι ελόγου του; ποιά χώρα λέει δική του; ποιά να 'ναι η φύτρα του μαθές, το πατρικό του χώμα ; μπας και μαντάτα σου 'φερε πώς έρχεται ο γονιός σου ; |
410 | ή να 'ρθε εδώ γυρεύοντας δικές του τάχα ανάγκες ; Φάνηκε μόλις, κι έφυγε δεν έμεινε δα κιόλας να γνωριστή· και πρόστυχος δεν έμοιαζε στην όψη.» Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος γυρίζει και τού κρένει· «Ο κύρης μου πια γυρισμό, ω Ευρύμαχε, δεν έχει· μήτε μαντάτα ακούγω εγώ, σα φτάνουν από κάπου, |
415 | μήτε μαντείες πια ψηφώ σαν προσκαλέση η μάνα μάντη στο σπίτι και ρωτάη. Ο ξένος που είδες είναι φίλος δικός μου πατρικός από την Τάφο, ο Μέντης· τού φρόνιμου τού Αχίαλου παινιέται γιος πώς είναι, και βασιλιάς των Ταφιτών, που το κουπί αγαπάνε.» |
420 | Αυτά είπε, κι όμως τη θεά στο νου την είχε πάντα, Εκείνοι ως τόσο στο χορό και στο γλυκό τραγούδι το γύρισαν, και γλέντιζαν ως που να ρθη το βράδυ. και καθώς γλέντιζαν, τ' αχνό κατέβηκε το βράδυ· καθένας τότες σπίτι του τραβούσε να πλαγιάση, |
425 | και πήγε κι ο Τηλέμαχος στον αψηλοχτισμένο το θάλαμο που σφάνταζε μες στην αυλή την ώρια, να μπη στην κλίνη του, πολλά στο νου του μελετώντας. Η Ευρύκλεια τότες τού 'φερε τα φώσια τ' αναμμένα, τού Ώπα η κόρη η μπιστευτή, τού γιου τού Πεισηνόρη, |
430 | π' ο Λαέρτης άλλοτες μικρή την πήρε κοπελούδα με είκοσι βόδια πλερωμή, και μέσα στο παλάτι το ίδιο με την άξια του γυναίκα την τιμούσε, Μα αντάμα της δεν πλάγιαζε, να μη χολιάση εκείνη· αυτή τα φώσια ανέβασε, που από τις άλλες δούλες |
435 | τον είχε αγάπη ξέχωρη, κι από μωρό τον κοίτα. Άνοιξε αυτός το θάλαμο τον τεχνικά φτιασμένο, στην κλίνη κάθισε, έβγαλε το μαλακό χιτώνα, τον έθεσε στης φρόνιμης γερόντισσας τα χέρια, κι αυτή σαν τόνε δίπλωσε καλά, σε ξυλοκάρφι |
440 | τον κρέμασε, παράδιπλα στο τορνευτό κλινάρι, κι ήβγε, τής θύρας σέρνοντας την αργυρή κρικέλα, απέξωθε με το λουρί το σύρτη της τραβώντας. Κι αυτός με ανθό τού προβατιού για σκέπασμα όλη νύχτα το δρόμο συλλογιότανε που η Αθηνά τού ξήγα. |