(Η Θυρωρός
πρός τους Αθηναίους, οι οποίοι σπεύδουν
να παρατηρήσουν δια της θύρας)
— Βρε μάγκες! δεν τραβάτε
στο δρόμο σας να πάτε; |
|||
Β' Αθηναίος | |||
Να, έρχονται.
(Εξέρχονται εκ της οικίας οί Λακεδαιμόνιοι μετά των γυναικών των και η Λυσιστράτη)
|
|||
Λάκων | Λαικεδαιμόνιος
(ο κορυφαίος του Χορού προς ένα των λοιπών) |
||
ὦ Πολυχαρείδα λαβὲ τὰ φυσατήρια, ἵν᾽ ἐγὼ διποδιάξω τε κἀείσω καλὸν ἐς τὼς Ἀσαναίως τε καὶ ἐς ἡμᾶς ἅμα. |
Πολύχαρε, θέλω να τραγουδήσω εδώ γιά όλους ώμορφα, και να χοροπηδήσω. πάρε το φυσητήρί σου. |
||
Ἀθηναίος | Β' Αθηναίος | ||
1245 | λαβὲ δῆτα τὰς φυσαλλίδας πρὸς τῶν θεῶν, ὡς ἥδομαί γ᾽ ὑμᾶς ὁρῶν ὀρχουμένους. |
Ναί, πάρ' το φυσητήρι, και του δικού σας του χορού, ώ Λάκωνες, οι γύροι αμέσως ας άρχίσουνε να μάς ευχαριστήσουνε. (Είς εκ των Λακώνων συνοδεύει προς αυλόν την απαγγελίαν του Κορυφαίου.)
|
|
Χορὸς Λακεδαιμονίων | Χορός Λακεδαιμονίων | ||
ὅρμαον τὼς κυρσανίως ὦ Μναμοΰνα τάν τ᾽ ἐμὰν Μῶαν, ἅτις |
Μνημοσύνη! δός στους νέους [Σπαρτιάτας κι' Αθηναίους] κίνησι για το χορό, |
||
1250 | οἶδεν ἁμὲ τώς τ᾽ Ἀσαναίως, ὅκα τοὶ μὲν ἐπ᾽ Ἀρταμιτίῳ πρὤκροον σιοείκελοι ποττὰ κᾶλα τὼς Μήδως τ᾽ ἐνίκων, |
που μάς ξέρει από καιρό,— όταν μ' αθανάτους ίσοι με τα πλοία είχαν ορμήση και τους Μήδους πολεμούσαν στο Αρτεμίσιο και νικούσαν. |
|
ἁμὲ δ᾽ αὖ Λεωνίδας | Ο Λεωνίδας μου μ' εμένα, | ||
1255 | ἆγεν περ τὼς κάπρως θάγοντας οἰῶ τὸν ὀδόντα· πολὺς δ᾽ ἀμφὶ τὰς γένυας ἀφρὸς ἤνσει, πολὺς δ᾽ ἁμᾷ καττῶν σκελῶν ἀφρὸς ἵετο. |
με τα δόντια ακονισμένα, σαν τον κάπρο, έφθασε πρώτα, κι' ο αφρός απ' τον ιδρώτα στα σαγόνια μας ανθούσε κι' ως τα σκέληα μας κυλούσε. |
|
1260 | ἦν γὰρ τὤνδρες οὐκ ἐλάσσως τᾶς ψάμμας τοὶ Πέρσαι. ἀγροτέρα σηροκτόνε μόλε δεῦρο παρσένε σιὰ ποττὰς σπονδάς, |
Και οι Πέρσαι ήσαν μπροστά μου άπειροι, ως είδος άμμου. Έλα τώρα εσύ μ' εμένα Άρτεμις, θεά παρθένα, που σκοτώνεις τα θηρία,— |
|
1265 | ὡς συνέχῃς πολὺν ἁμὲ χρόνον. νῦν δ᾽ αὖ φιλία τ᾽ αἰὲς εὔπορος εἴη ταῖς συνθήκαις, καὶ τᾶν αἱμυλᾶν ἀλωπέκων παυσαίμεθα. |
της σπουδές και τη Φιλία, μα και την ειρήνη επίσης, για καιρό να την κράτησης. Ας γενή φιλία τώρα όλο και με πλούσια δώρα, κι' όχι λόγια πειά περίσσια τρυφερά κι' αλεπουδίσια! |
|
ὢ δεῦρ᾽ ἴθι δεῦρ᾽ ὦ | Έλα, έλα συ μ' εμένα, | ||
1270 | κυναγὲ παρσένε. | κυνηγέ, θεά παρθένα! | |
Ἀθηναίος | Λυσιστράτη | ||
ἄγε νυν ἐπειδὴ τἄλλα πεποίηται καλῶς, ἀπάγεσθε ταύτας ὦ Λάκωνες, τάσδε τε |
Ε, όλα τώρα πάν' καλά. Ο κάθε Λάκων ας ερθή, να πάρη τη γυναίκα του κοντά της να σταθή, κι' αυτή κοντά στον άνδρα της, κι' αφού χορούς θα στήσουμε |
||
1275 | ὑμεῖς· ἀνὴρ δὲ παρὰ γυναῖκα καὶ γυνὴ στήτω παρ᾽ ἄνδρα, κᾆτ᾽ ἐπ᾽ ἀγαθαῖς συμφοραῖς ὀρχησάμενοι θεοῖσιν εὐλαβώμεθα τὸ λοιπὸν αὖθις μὴ ᾽ξαμαρτάνειν ἔτι. |
γι' αυτή την καλορροίζικη συνθήκη που θα κλείσουμε, έ, τότε στους θεούς μαζύ όρκο μεγάλο πιάνουμε, αυτήν την αμαρτία πειά να μη την ξανακάνουμε. |
|
Χορὸς Ἀθηναίων | Χορός Αθηναίων - Κορυφαίος | ||
πρόσαγε χορόν, ἔπαγε <δὲ Χάριτας, | Σύρε το χορό,—της Χάρες κάλεσε μαζύ,—ευχήσου | ||
1280 | ἐπὶ δὲ κάλεσον Ἄρτεμιν, | ||
ἐπὶ δὲ δίδυμον ἀγέχορον Ἰήιον εὔφρον᾽, ἐπὶ δὲ Νύσιον, ὃς μετὰ μαινάσι Βάκχιος ὄμμασι δαίεται, |
στ' όνομα του Διονύσου. που με της Μαινάδες τρέχει και φωτιές στα μάτια του έχει,— |
||
1285 | Δία τε πυρὶ φλεγόμενον, ἐπί τε πότνιαν ἄλοχον ὀλβίαν· εἶτα δὲ δαίμονας, οἷς ἐπιμάρτυσι χρησόμεθ᾽ οὐκ ἐπιλήσμοσιν Ἡσυχίας πέρι τῆς ἀγανόφρονος, |
στον Απόλλωνα ευχήσου των χορών τον αρχηγό,— στη Θεά την κυνηγό, και στον Δία που ανάφτει, και βροντάει και αστράφτει,— μα και στη συντρόφισσα του τη θεά την ευτυχή,— και 'ς τους δαίμονας ευχή, όπου δεν ξεχνούν εκείνοι, και για μάρτυρες σταθήκαν στη μεγάλη την ειρήνη, |
|
1290 | ἣν ἐποίησε θεὰ Κύπρις. ἀλαλαὶ ἰὴ παιήων· αἴρεσθ᾽ ἄνω ἰαί, ὡς ἐπὶ νίκῃ ἰαί. εὐοῖ εὐοῖ, εὐαί εὐαί. |
πού έχει γίνη στερεά απ' της Κύπρου τη θεά. Τραλαλαλά! εμπρός! παιάν! νίκη! ευοί! ευαί,! ευάν! |
|
Ἀθηναίος | Λυσιστράτη | ||
1295 | πρόφαινε δὴ σὺ Μοῦσαν ἐπὶ νέᾳ νέαν. | Έλα τώρα, Σπαρτιάτη, να μας ξαναψάλης κάτι. |
|
Χορὸς Λακεδαιμονίων | Χορός Λακεδαιμονίων | ||
Ταΰγετον αὖτ᾽ ἐραννὸν ἐκλιπῶα Μῶα μόλε Λάκαινα πρεπτὸν ἁμὶν κλέωα τὸν Ἀμύκλαις σιὸν |
Ώ μούσα εσύ Λακωνική! άφ' τον Ταΰγετον εκεί, που εινε τόσο ευχάριστος, κ' έλα να ψάλης πρώτα Απόλλωνα και Αθηνά, |
||
1300 | καὶ χαλκίοικον Ἀσάναν, Τυνδαρίδας τ᾽ ἀγασώς, τοὶ δὴ πὰρ Εὐρώταν ψιάδδοντι. εἶα μάλ᾽ ἔμβη ὢ εἶα κοῦφα πάλλων, |
και του Τυνδάρου
τα παιδιά, πού παίζουνε παντοτινά στης όχθες του Ευρώτα. Έλα και πήδα ελαφρά μ' εμάς να τραγουδήσουμε, |
|
1305 | ὡς Σπάρταν ὑμνίωμες, τᾷ σιῶν χοροὶ μέλοντι καὶ ποδῶν κτύπος, τε πῶλοι ταὶ κόραι πὰρ τὸν Εὐρωταν |
τη Σπάρτη να υμνήσουμε, πού τόσο την ευφραίνουνε οι θεϊκοί χοροί, και τα ποδοκτυπήματα, όταν η κόρ' η τρυφερή κοντά κοντά τα πόδια της κτυπά, σαν το πουλάρι, πηδώντας στού Ευρώτα μας το πράσινο χορτάρι, |
|
1310 | ἀμπάλλοντι πυκνὰ ποδοῖν ἀγκονίωαι, ταὶ δὲ κόμαι σείονθ᾽ περ Βακχᾶν θυρσαδδωᾶν καὶ παιδδωᾶν. ἁγεῖται δ᾽ ἁ Λήδας παῖς |
και τα μαλλιά της αρχινά ο άνεμος να τα κινά, όπως όταν χοροπηδούν κισσοστεφανωμένες η Βάκχες μεθυσμένες. Και πρώτη πρώτη στο [χορό από της άλλες χώρια |
|
1315 | ἁγνὰ χοραγὸς εὐπρεπής. | η κόρη μπαίν' η πάναγνη της Λήδας η πανώρηα. | |
ἀλλ᾽ ἄγε κόμαν παραμπύκιδδε χερί, ποδοῖν τε πάδη τις ἔλαφος· κρότον δ᾽ ἁμᾷ ποίει χορωφελήταν. |
Εμπρός! περόνη πέρασε και κάρφωσ' την πλεξίδα, και κτύπησε τα χέρια σου, και σάν το λάφι πήδα! Εμπρός! και τώρα του χορού ας ακουσθούν οι κρότοι, |
||
1320 | καὶ τὰν σιὰν δ᾽ αὖ τὰν κρατίσταν Χαλκίοικον ὕμνει τὰν πάμμαχον. | και ψάλε [απ' όλες πρώτη] την Αθηνά, πούνε θεά ανίκητη και κραταιά!... |
φυσητήρι: Εννοεί τον αυλόν.
Μαινάδες και Βάκχαι, εις τας οποίας απεδίδετο η λάμψις των βλεμμάτων του Διονύσου.
συντρόφισσα: Την Ήραν.
Τυνδάρεως: Βασιλεύς της Σπάρτη σύζυγος της Λήδας και πατήρ των Κάστορος, Πολυδεύκους, Ελένης και Κλυταιμνήστρας.
η κόρη της Λήδας: Η Ελένη.