Χορὸς Γυναικῶν | |||
ἄνασσα πράγους τοῦδε καὶ βουλεύματος, τί μοι σκυθρωπὸς ἐξελήλυθας δόμων; |
Συ, αρχηγέ της πράξεως, για πες μας τί συμβαίνει, πού βγαίνεις τόσο σκυθρωπή και τόσο λυπημένη; |
||
Λυσιστράτη | |||
κακῶν γυναικῶν ἔργα καὶ θήλεια φρὴν ποιεῖ μ᾽ ἄθυμον περιπατεῖν τ᾽ ἄνω κάτω. |
Των γυναικών των πρόστυχων τα έργα τα κακά και τα μυαλά τα θηλυκά [πού φρόνησι τους λείπει]— έ, να, αυτά μ' εκάμανε να περπατώ με λύπη. |
||
710 | Χ Γυ | τί φῄς; τί φῄς; | Τί λες; τί λες; |
Λυσ | ἀληθῆ, ἀληθῆ. | Αλήθεια, ναί. | |
Χ Γυ | τί δ᾽ ἐστὶ δεινόν; φράζε ταῖς σαυτῆς φίλαις. | Τ' είν' το κακό πού εστάθη; Πες το στη φιλαινάδα σου, [πού θέλει να το μάθη.] |
|
Λυσ | ἀλλ᾽ αἰσχρὸν εἰπεῖν καὶ σιωπῆσαι βαρύ. | Κι' αν σας το πω θα ήν' αισχρό, κι' αν δεν το πω κακό-ψυχρό. |
|
Χ Γυ | μή νύν με κρύψῃς ὅ τι πεπόνθαμεν κακόν. | Μη μας το κρύβης το κακό, και πες το ίσα-ίσα., | |
715 | Λυσ | βινητιῶμεν, ᾗ βράχιστον τοῦ λόγου. | Κοντολογής, μας έπιασε για το γαμήσι λύσσα! |
Χ Γυ | ἰὼ Ζεῦ. | Ώ Ζεύ! | |
Λυσ | τί Ζῆν᾽ ἀυτεῖς; ταῦτα δ᾽ οὖν οὕτως ἔχει. ἐγὼ μὲν οὖν αὐτὰς ἀποσχεῖν οὐκέτι οἵα τ᾽ ἀπὸ τῶν ἀνδρῶν· διαδιδράσκουσι γάρ. |
Τί να σου κάνη ο Ζεύς; Αυτό ζητούν να φτιάσουν, και να της κάνω δεν μπορώ τους άνδρες να ξεχάσουν. Και κατορθώνει κάθε μια με τρόπο να μου φυγή. |
|
720 | τὴν μέν γε πρώτην διαλέγουσαν τὴν ὀπὴν κατέλαβον ᾗ τοῦ Πανός ἐστι ταὐλίον, τὴν δ᾽ ἐκ τροχιλείας αὖ κατειλυσπωμένην, τὴν δ᾽ αὐτομολοῦσαν, τὴν δ᾽ ἐπὶ στρούθου μίαν ἤδη πέτεσθαι διανοουμένην κάτω |
Τη μία, τρύπα μυστική την τσάκωσα ν' ανοίγη— μεσ' στου Πανός το ιερό· [κ' η άλλη με σχοινί γερό] κατέβη, απ' του πηγαδιού δεμένη το μαγκάνι· η άλλη πάει στον εχθρό κι' αυτομολία κάνει· κι' άλλη καβάλλα ήθελε να πάρη ένα σπουργίτι, |
|
725 | ἐς Ὀρσιλόχου χθὲς τῶν τριχῶν κατέσπασα. πάσας τε προφάσεις ὥστ᾽ ἀπελθεῖν οἴκαδε ἕλκουσιν. ἤδη γοῦν τις αὐτῶν ἔρχεται. αὕτη σὺ ποῖ θεῖς; |
να πέση στου [πορνοβοσκού] Ορσίλοχου
το σπίτι,— ως πού την εξεμάλλιασα. Και όλες μου ζητάνε προφάσεις, να το σκάσουνε, στα σπίτια τους να πάνε. Θα ιδήτε· κάποια έρχεται και πλησιάζει· να τη! —Παρακαλώ, πού το βαλες του λόγου σου τρεχάτη ; (Εισέρχεται η Γυνή Α')
|
|
Γυνὴ Α | |||
οἴκαδ᾽ ἐλθεῖν βούλομαι. οἴκοι γάρ ἐστιν ἔριά μοι Μιλήσια |
Θέλω να πάω σπίτι μου. Άφησα 'ς το κατώι από τη Μίλητο μαλλιά, κι' ο σκόρος μου τα τρώει. |
||
730 | ὑπὸ τῶν σέων κατακοπτόμενα. | ||
Λυσ | ποίων σέων; οὐκ εἶ πάλιν; |
Ποιός σκόρος; άφησε τ' αυτά· [τράβα και γύρνα πίσω!] | |
Γυν Α | ἀλλ᾽ ἥξω ταχέως νὴ τὼ θεὼ ὅσον διαπετάσασ᾽ ἐπὶ τῆς κλίνης μόνον. |
Στης δυο θεές ορκίζομαι, αμέσως θα γυρίσω· θα πεταχτώ τρεχάτη, να το ξαπλώσω μια στιγμή απάνω στο κρεββάτι. |
|
Λυσ | μὴ διαπετάννυ, μηδ᾽ ἀπέλθῃς μηδαμῇ. | Δεν φεύγεις, ούτε το μαλλί θ' απλώσης τώρα· άσ' το! | |
Γυν Α | ἀλλ᾽ ἐῶ ᾽πολέσθαι τἄρι᾽; | Μα θα το χάσω το μαλλί! | |
Λυσ | ἢν τούτου δέῃ. | Έ, δεν πειράζει· χάσ' το! | |
735 | Γυνὴ Β | (εισερχόμενη) | |
τάλαιν᾽ ἐγώ, τάλαινα τῆς Ἀμοργίδος, ἣν ἄλοπον οἴκοι καταλέλοιφ᾽. |
Η δύστυχη! η δύστυχη! και τώρα τί να κάνω, πού το λινάρι τάφησα με δίχως να το ξάνω! |
||
Λυσ | αὕθἠτέρα ἐπὶ τὴν Ἄμοργιν τὴν ἄλοπον ἐξέρχεται. χώρει πάλιν δεῦρ᾽. |
Να κι' άλλη, πού μας κόπιασε το δρόμο της να πάρη, γιατί άφησεν ακτύπητο στο σπίτι το λινάρι! Πήγαινε μέσα γρήγορα! |
|
Γυν Β | ἀλλὰ νὴ τὴν Φωσφόρον ἔγωγ᾽ ἀποδείρασ᾽ αὐτίκα μάλ᾽ ἀνέρχομαι. |
Μα θα γυρίσω πίσω, μα την Εκάτη, στη στιγμή, αρκεί να το κτυπήσω! |
|
740 | Λυσ | μή μἀποδείρῃς. ἢν γὰρ ἄρξῃς τοῦτο σύ, ἑτέρα γυνὴ ταὐτὸν ποιεῖν βουλήσεται. |
Ας λείψουν τα κτυπήματα· γιατ' έτσι αν αρχίση, κι' άλλη θα μας κουβαληθή το ίδιο να ζητήση. |
Γυνὴ Γ | (Εισέρχεται η Γυνή Γ' έχουσα εξωγκωμένην την γαστέρα) | ||
ὦ πότνι᾽ Εἰλείθυι᾽ ἐπίσχες τοῦ τόκου, ἕως ἂν εἰς ὅσιον μόλω ᾽γὼ χωρίον. |
Ώ συ, θεά Ειλείθυια! κράτει [με κάθε τρόπο,] για να προφθάσ' η γέννα μου να γίνη 'ς άλλον τόπο, χωρίς την ιερότητα πού έχει τούτος νάχη. |
||
Λυσ | τί ταῦτα ληρεῖς; | Τί ψαίλνεις συ μονάχη ; | |
Γυν Γ | αὐτίκα μάλα τέξομαι. | Κύττα! στην ώρα βρίσκομαι της γέννας η καημένη. | |
745 | Λυσ | ἀλλ᾽ οὐκ ἐκύεις σύ γ᾽ ἐχθές. | Έ, μα καλά· συ όμως χθες δεν ήσουν 'γγαστρωμένη. |
Γυν Γ | ἀλλὰ τήμερον. ἀλλ᾽ οἴκαδέ μ᾽ ὡς τὴν μαῖαν ὦ Λυσιστράτη ἀπόπεμψον ὡς τάχιστα. |
Τί τάχα; είμαι σήμερα. Στείλε με στη στιγμή να πεταχθώ στο σπίτι μου να φέρω τη μαμή. |
|
Λυσ | τίνα λόγον λέγεις; τί τοῦτ᾽ ἔχεις τὸ σκληρόν; |
Μα για ποιο λόγο; τούτο δω μου φαίνεται πολύ σκληρό. | |
Γυν Γ | ἄρρεν παιδίον. | Α, είν' αρσενικό μωρό. | |
Λυσ | μὰ τὴν Ἀφροδίτην οὐ σύ γ᾽, ἀλλ᾽ ἢ χαλκίον | Μα τη θεά! εδώ παιδί δεν φαίνεται για νάχη· σαν τεντζερέδι φαίνεται· στάσου, θα ιδώ μονάχη, (Ερευνά υπό τον χιτώνα της Γυναικός Γ', και εξάγει, χαλκήν περικεφαλαίαν)
|
|
750 | ἔχειν τι φαίνει κοῖλον· εἴσομαι δ᾽ ἐγώ. ὦ καταγέλαστ᾽ ἔχουσα τὴν ἱερὰν κυνῆν κυεῖν ἔφασκες; |
Το κράνος έχωσες εδώ, ανόητη! της Αθηνάς, και λες ότι κοιλοπονάς; |
|
Γυν Γ | καὶ κυῶ γε νὴ Δία. | Μα το θεό, κοιλοπονώ. | |
Λυσ | τί δῆτα ταύτην εἶχες; | Καλά, κ' εδώ στη ζώνη το κράνος γιατί τώβαλες; |
|
Γυν Γ | ἵνα μ᾽ εἰ καταλάβοι ὁ τόκος ἔτ᾽ ἐν πόλει, τέκοιμ᾽ ἐς τὴν κυνῆν |
Γιατί αν μου 'ρθουν πόνοι απάνω στην Ακρόπολι, να κάτσω χέρι-χέρι |
|
755 | ἐσβᾶσα ταύτην, ὥσπερ αἱ περιστεραί. | να κάνω μέσα το παιδί καθώς το περιστέρι. | |
Λυσ | τί λέγεις; προφασίζει· περιφανῆ τὰ πράγματα. οὐ τἀμφιδρόμια τῆς κυνῆς αὐτοῦ μενεῖς; |
Τί λες! ωραία πρόφασι! μα είνε φανερό! Γιατί εδώ δεν κάθεσαι να κάνης το μωρό, και στη δεκάτη μέρα του απάνω ίσα-ίσα, μέσα στο κράνος του παιδιού να κάνης τα βαφτίσα; |
|
Γυν Γ | ἀλλ᾽ οὐ δύναμαι ᾽γωγ᾽ οὐδὲ κοιμᾶσθ᾽ ἐν πόλει, ἐξ οὗ τὸν ὄφιν εἶδον τὸν οἰκουρόν ποτε. |
Ά, όχι· στην Ακρόπολι εγώ δεν θέλω νάμαι και [μόνη] να κοιμάμαι· με πήγε ριπιτίδι την ώρα πού αντίκρυσα της Αθηνάς το φίδι. |
|
Γυνὴ Δ | (Εισερχόμενη) | ||
760 | ἐγὼ δ᾽ ὑπὸ τῶν γλαυκῶν γε τάλαιν᾽ ἀπόλλυμαι ταῖς ἀγρυπνίαισι κακκαβαζουσῶν ἀεί. |
Ωχ, ωχ! Η κακορροίζικη! απ' την αγρύπνια θα χαθώ· ούτε στιγμή να κοιμηθώ η κουκουβάγες μ' άφησαν! |
|
Λυσ | ὦ δαιμόνιαι παύσασθε τῶν τερατευμάτων. ποθεῖτ᾽ ἴσως τοὺς ἄνδρας· ἡμᾶς δ᾽ οὐκ οἴει ποθεῖν ἐκείνους; ἀργαλέας γ᾽ εὖ οἶδ᾽ ὅτι |
Παύτε τα παραμύθια, δαιμονισμένες! θέλετε τους άνδρες σας 'ς ταλήθεια· θαρρείτε πώς δεν θέλουμε να είμεθα μαζύ τους; δέ ξέρουμε το τί τραβούν της νύχτες μοναχοί τους; |
|
765 | ἄγουσι νύκτας. ἀλλ᾽ ἀνάσχεσθ᾽ ὦγαθαί, καὶ προσταλαιπωρήσατ᾽ ἔτ᾽ ὀλίγον χρόνον, ὡς χρησμὸς ἡμῖν ἐστιν ἐπικρατεῖν, ἐὰν μὴ στασιάσωμεν· ἔστι δ᾽ ὁ χρησμὸς οὑτοσί. |
Μα λίγο κρατηθήτε και στενοχωρηθήτε, γιατί το είπε κι' ο χρησμός: η νίκ' είνε δική μας άν γκρίνιες δεν ανοίξουμε και στάσι μεταξύ μας. Αυτός λοιπόν είν' ο χρησμός... |
|
Γυν Α | λέγ᾽ αὐτὸν ἡμῖν ὅ τι λέγει. | Για πες να τον ακούσουμε. | |
Λυσ | σιγᾶτε δή. | Ακούστε και σκασμός! | |
770 | ἀλλ᾽ ὁπόταν πτήξωσι χελιδόνες εἰς ἕνα χῶρον, τοὺς ἔποπας φεύγουσαι, ἀπόσχωνταί τε φαλήτων, παῦλα κακῶν ἔσται, τὰ δ᾽ ὑπέρτερα νέρτερα θήσει Ζεὺς ὑψιβρεμέτης-- |
—“Όταν η χελιδόνες ”θά μαζευθούν σε μια μεριά και θα καθήσουν μόνες ”από τους τσαλαπετεινούς μακράν κι' από αρσενικά, ”θα σταματήσουν τα κακά. ”κι' ο Ζεύς όπου βροντά ψηλά [με το τρανό του χέρι,] ”τά πράματα θα φέρη, ”πού τ' από πάνω θα βρεθή στο κάτω πλακωμένο”. |
|
Γυν Β | ἐπάνω κατακεισόμεθ᾽ ἡμεῖς; | Θα πέφτουμ' από πάνω τους εμείς;—[καταλαβαίνω.] | |
Λυσ | ἢν δὲ διαστῶσιν καὶ ἀναπτῶνται πτερύγεσσιν | “Η χελιδόνες δε αυτές αν τσακωθούν καμμιά φορά | |
775 | ἐξ ἱεροῦ ναοῖο χελιδόνες, οὐκέτι δόξει ὄρνεον οὐδ᾽ ὁτιοῦν καταπυγωνέστερον εἶναι. |
”κι' από τον ιερό ναό φύγουν και κάνουνε φτερά, ”όρνιο ποτέ δεν θα φανή [στόν κόσμο γεννημένο] ”πειό πουτανιάρικο απ' αυτές και πειό ξεκωλιασμένο! . . . ” |
|
Γυν Α | σαφής γ᾽ ὁ χρησμὸς νὴ Δί᾽. | Ά, μα τον Δία! ο χρησμός τα λέει παστρικά. | |
Λυσ | ὦ πάντες θεοί, μή νυν ἀπείπωμεν ταλαιπωρούμεναι, ἀλλ᾽ εἰσίωμεν. καὶ γὰρ αἰσχρὸν τουτογὶ |
Θεοί! ας μη δειλιάσουμε απ' τούτα τα κακά. Περάστε μέσα, φίλες μου, [τα χέρια μας να σφίξουμε] και προδοσία στο χρησμό θάνε κακό να δείξουμε. |
|
780 | ὦ φίλταται, τὸν χρησμὸν εἰ προδώσομεν. | Εισέρχονται όλαι εντός των πυλών και τας κλείουν. |
Ορσίλοχος Πορνοβοσκός και μοιχός, κωμωδούμενος και επί θηλυπρεπεία.
Μίλητος Τα έρια της Μιλήτου επροτιμώντο ως εκλεκτότερα.
Ειλείθυια: Θεά προστάτις των τοκετών.
βαφτίσα: Κατά τον Σχολιαστήν η δεκάτη και κατά τον Νεόφυτον Δούκαν η πέμπτη ημέρα της γεννήσεως του παιδιού, καθ' ην αι φίλαι περιέφερον αυτό γύρω της εστίας της οικίας· η τελετή αυτή εκαλείτο “αμφιδρόμια".
της Αθηνάς το φίδι: Ο ιερός δράκων της Αθηνάας, φύλαξ του ναού.
χελιδόνες: Εννοεί τάς γυναίκας.
τσαλαπετεινούς: Τους άνδρας.