ΒΙΒΛΙΟΝ ΤΡΙΤΟΝ
Περί αισθήσεως (τέλος).—Περί φαντασίας. Περί
Νου.—Περί κινήσεως.—Γενικαί θεωρίαι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'
Αδύνατον να υπάρχωσιν
άλλαι αισθήσεις παρά τας πέντε.— Αδύνατον να υπάρχη ειδική αίσθησις των εις
πάσας τας αισθήσεις κοινών, κινήσεως, ηρεμίας, σχήματος, μεγέθους, αριθμού
κλπ.—Η διά πολλών αισθήσεων αντίληψις των κοινών ποιεί τας αντιλήψεις
βεβαιοτέρας και ακριβεστέρας.
424b.22 |
Ὅτι δ' οὐκ ἔστιν αἴσθησις ἑτέρα παρὰ τὰς πέντε (λέγω δὲ ταύτας ὄψιν, ἀκοήν, ὄσφρησιν, γεῦσιν, ἁφήν), ἐκ τῶνδε πιστεύσειεν ἄν τις. εἰ γὰρ παντὸς οὗ ἐστὶν αἴσθησις ἁφὴ καὶ νῦν αἴσθησιν ἔχομεν (πάντα γὰρ τὰ τοῦ ἁπτοῦ ᾗ ἁπτὸν πάθη τῇ ἁφῇ ἡμῖν αἰσθητά ἐστιν), ἀνάγκη τ', εἴπερ ἐκλείπει τις αἴσθησις, καὶ αἰσθητήριόν τι ἡμῖν ἐκλείπειν, καὶ ὅσων μὲν αὐτῶν ἁπτόμενοι αἰσθανόμεθα, τῇ ἁφῇ αἰσθητά ἐστιν, ἣν τυγχάνομεν ἔχοντες, ὅσα δὲ διὰ τῶν μεταξὺ καὶ μὴ αὐτῶν ἁπτόμενοι, τοῖς ἁπλοῖς, λέγω δ' οἷον ἀέρι καὶ ὕδατι, |
1. Ότι δεν υπάρχει αίσθησις άλλη παρά τας πέντε ταύτας, την όψιν λέγω, την ακοήν, την όσφρησιν την γεύσιν και την αφήν, δύναται τις να πεισθή εκ των επομένων (1). Εάν δήλα δη πάντα τα πράγματα, των οποίων οικεία αίσθησις είναι η αφή, τα αισθανώμεθα και εν τη παρούση καταστάσει (διότι πάσας τας ποιότητας ή τα πάθη των απτών ως απτών αισθανόμεθα διά της αφής) πρέπει αναγκαίως, εάν μας λείπη αίσθησις τις των απτών, να μας λείπη και αισθητήριόν τι όργανον. Και όσα μεν πράγματα αισθανόμεθα απτόμενοι αυτών αμέσως, τα αισθανόμεθα διά της αφής, την οποίαν συμβαίνει να έχωμεν. Όσα δε αισθανόμεθα διά των μεσολαβούντων στοιχείων και χωρίς να εγγίζωμεν αυτά αμέσως, τα [σ. 101] αισθανόμεθα διά των απλών στοιχείων, οία είναι ο αήρ και το ύδωρ. |
ἔχει δ' οὕτως ὥστ' εἰ μὲν δι' ἑνὸς πλείω αἰσθητὰ ἕτερα ὄντα ἀλλήλων τῷ γένει, ἀνάγκη τὸν ἔχοντα τὸ τοιοῦτον αἰσθητήριον ἀμφοῖν αἰσθητικὸν εἶναι (οἷον εἰ ἐξ ἀέρος ἐστὶ τὸ αἰσθητήριον, καὶ ἔστιν ὁ ἀὴρ καὶ ψόφου καὶ χρόας), εἰ δὲ πλείω |
2. Η κατάστασις είναι τοιαύτη ώστε, εάν δι' ενός μόνου διαμέσου στοιχείου δυνάμεθα να αισθανώμεθα περισσοτέρας αισθητάς ποιότητας, διαφέρουσας μεταξύ των κατά το γένος, πρέπει αναγκαίως ο έχων αισθητήριον ανάλογον προς το τοιούτον διάμεσον στοιχείον αισθήσεως να δύναται να αισθάνηται και πάσας τας διαφέρουσας αισθητάς ποιότητας. Εάν λ. χ. το αισθητήριον σύγκειται εξ αέρος και ο αήρ είναι το διάμεσον τούτο της αισθήσεως ήχου και χρώματος, το αισθητήριον θα αντελαμβάνετο τον ήχον και το χρώμα (2). | |
425a |
τοῦ αὐτοῦ, οἷον χρόας καὶ ἀὴρ καὶ ὕδωρ (ἄμφω γὰρ διαφανῆ), καὶ ὁ τὸ ἕτερον αὐτῶν ἔχων μόνον αἰσθήσεται τοῦ δι' ἀμφοῖν, |
Εάν δε πλείονα στοιχεία είναι τα διάμεσα της αισθήσεως των αυτών αισθητών, εάν λ. χ. ο αήρ και το ύδωρ είναι τα διάμεσα του χρώματος (διότι και ο αήρ και το ύδωρ είναι διαφανή), τότε το όργανον το έχον εν μόνον εκ των στοιχείων τούτων θα αισθάνηται το αισθητόν, όπερ δύναται να γίνηται αντιληπτόν διά των δύο. |
τῶν δὲ ἁπλῶν ἐκ δύο τούτων αἰσθητήρια μόνον ἐστίν, ἐξ ἀέρος καὶ ὕδατος (ἡ μὲν γὰρ κόρη ὕδατος, ἡ δ' ἀκοὴ ἀέρος, ἡ δ' ὄσφρησις θατέρου τούτων), τὸ δὲ πῦρ ἢ οὐθενὸς ἢ κοινὸν πάντων (οὐθὲν γὰρ ἄνευ θερμότητος αἰσθητικόν), γῆ δὲ ἢ οὐθενός, ἢ ἐν τῇ ἁφῇ μάλιστα μέμικται ἰδίως, διὸ λείποιτ' ἂν μηθὲν εἶναι αἰσθητήριον ἔξω ὕδατος καὶ ἀέρος, |
3. Προσέτι τα αισθητήρια όργανα σύγκειται μόνον εκ των δύο τούτων απλών σωμάτων, του αέρος και του ύδατος (διότι η μεν κόρη του οφθαλμού αποτελείται εξ ύδατος, η δε ακοή εξ αέρος, και η όσφρησις εκ του ενός ή του άλλου τούτων, το δε πυρ δεν ανήκει εις καμμίαν αίσθησιν ή είναι κοινόν εις πάσας, διότι ουδέν ον υπάρχει έχον αίσθησιν χωρίς να έχη θερμότητα (3). Η δε γη ή δεν ανήκει εις ουδεμίαν αίσθησιν, ή είναι μεμιγμένη ιδίως με την αφήν. Διά ταύτα δεν υπολείπεται αισθητικόν μέσον άλλο εκτός του ύδατος και του αέρος. | |
ταῦτα δὲ καὶ νῦν ἔχουσιν ἔνια ζῷα-πᾶσαι ἄρα αἱ αἰσθήσεις ἔχονται ὑπὸ τῶν μὴ ἀτελῶν μηδὲ πεπηρωμένων (φαίνεται γὰρ καὶ ἡ ἀσπάλαξ ὑπὸ τὸ δέρμα ἔχουσα ὀφθαλμούς)· ὥστ' εἰ μή τι ἕτερον ἔστι σῶμα, καὶ πάθος ὃ μηθενός ἐστι τῶν ἐνταῦθα σωμάτων, οὐδεμία ἂν ἐκλείποι αἴσθησις. |
4. Τοιαύτη δε είναι πράγματι η κατάστασις ζώων τινών(4). Πάσας τας αισθήσεις ταύτας έχουσι τα ζώα τα μη όντα ατελή και [σ. 102] ανάπηρα. Διότι φαίνεται ότι και ο ασπάλαξ έχει οφθαλμούς υπό το δέρμα. Ώστε, αν δεν υπάρχη διάφορόν τι σώμα(5) και αν δεν υπάρχη πάθος (ιδιότης), όπερ εις ουδέν των ενταύθα σωμάτων ανήκει, ουδεμία αίσθησις είναι δυνατόν να λείπη. | |
ἀλλὰ μὴν οὐδὲ τῶν κοινῶν οἷόν τ' εἶναι αἰσθητήριόν τι ἴδιον, ὧν ἑκάστῃ αἰσθήσει αἰσθανόμεθα κατὰ συμβεβηκός, οἷον κινήσεως, στάσεως, σχήματος, μεγέθους, ἀριθμοῦ· ταῦτα γὰρ πάντα [κινήσει] αἰσθανόμεθα, οἷον μέγεθος κινήσει (ὥστε καὶ σχῆμα· μέγεθος γάρ τι τὸ σχῆμα), τὸ δ' ἠρεμοῦν τῷ μὴ κινεῖσθαι, ὁ δ' ἀριθμὸς τῇ ἀποφάσει τοῦ συνεχοῦς, καὶ τοῖς ἰδίοις (ἑκάστη γὰρ ἓν αἰσθάνεται αἴσθησις)· ὥστε δῆλον ὅτι ἀδύνατον ὁτουοῦν ἰδίαν αἴσθησιν εἶναι τούτων, οἷον κινήσεως· οὕτω γὰρ ἔσται ὥσπερ νῦν τῇ ὄψει τὸ γλυκὺ αἰσθανόμεθα· |
5. Αλλά προσέτι δεν είναι δυνατόν να υπάρχη ιδιαίτερον αισθητήριον των κοινών, τα οποία διά των επί μέρους αισθήσεων αισθανόμεθα κατά συμβεβηκός (ουχί αμέσως καθ' εαυτά), ήτοι κινήσεως, στάσεως, σχήματος, μεγέθους, αριθμού, ενότητος. Διότι πάντα ταύτα αισθανόμεθα διά της κινήσεως(6) ως λ.χ. αισθανόμεθα το μέγεθος διά της κινήσεως· επομένως και το σχήμα, διότι το σχήμα είναι μέγεθος τι. Την ηρεμίαν αισθανόμεθα εκ της ελλείψεως κινήσεως, τον δε αριθμών διά της αρνήσεως της συνεχείας και διά των ιδιαιτέρων αισθήσεων, διότι εκάστη των αισθήσεων αισθάνεται το εν (7). Ώστε είναι φανερόν, ότι είναι αδύνατον να υπάρχη ιδιαιτέρα αίσθησις ενός οιουδήποτε εκ τούτων, λ. χ. της κινήσεως· διότι άλλως θα συνέβαινεν ούτως, όπως τώρα αισθανόμεθα το γλυκύ διά της όψεως (8). | |
τοῦτο δ' ὅτι ἀμφοῖν ἔχοντες τυγχάνομεν αἴσθησιν, ᾗ ὅταν συμπέσωσιν ἅμα γνωρίζομεν. εἰ δὲ μή, οὐδαμῶς ἂν ἀλλ' ἢ κατὰ συμβεβηκὸς ᾐσθανόμεθα (οἷον τὸν Κλέωνος υἱὸν οὐχ ὅτι Κλέωνος υἱός, ἀλλ' ὅτι λευκός, τούτῳ δὲ συμβέβηκεν υἱῷ Κλέωνος εἶναι)· |
6. Τούτο δε, διότι συμβαίνει να έχωμεν την αίσθησιν των δύο τούτων ιδιοτήτων (του γλυκέος και του χρώματος), διά των όποιων αναγνωρίζομεν το πράγμα ως γλυκύ, όταν αι δύο συμπίπτωσιν [σ. 103] είς τι αντικείμενον συγχρόνως, άλλως ουδεμίαν του γλυκέος θα είχομεν αίσθησιν, ή θα ησθανόμεθα κατά συμβεβηκός αισθήματα (9), ως όταν λ.χ. τον υιόν του Κλέωνος αναγνωρίζομεν ουχί διότι είναι υιός του Κλέωνος, αλλά διότι είναι λευκός, εις το λευκόν δε τούτο ον συνέβη να είναι υιός του Κλέωνος. | |
τῶν δὲ κοινῶν ἤδη ἔχομεν αἴσθησιν κοινήν, οὐ κατὰ συμβεβηκός· οὐκ ἄρ' ἐστὶν ἰδία· οὐδαμῶς γὰρ ἂν ᾐσθανόμεθα ἀλλ' ἢ οὕτως ὥσπερ εἴρηται [τὸν Κλέωνος υἱὸν ἡμᾶς ὁρᾶν]. τὰ δ' ἀλλήλων ἴδια κατὰ συμβεβηκὸς αἰσθάνονται αἱ αἰσθήσεις, οὐχ ᾗ αὐταί, ἀλλ' ᾗ μία, ὅταν |
7. Των δε κοινών (κινήσεως κ. λ.) έχομεν αίσθησιν κοινήν (10) και δεν τα αισθανόμεθα κατά συμβεβηκός, επομένως δεν είναι ιδιαιτέρα αίσθησις, διότι τότε δεν θα ησθανόμεθα αυτά άλλως ειμή όπως είπομεν ότι βλέπομεν τον υιόν του Κλέωνος. Τα ιδιάζοντα όμως αισθητά εις εκάστην αίσθησιν δύνανται να αισθάνωνται αι άλλαι αισθήσεις κατά συμβεβηκός, ουχί εν τη ιδία φύσει αυτών, αλλά διότι μίαν μόνην αποτελούσιν αίσθησιν αι ιδιότητες εκείναι, | |
425b |
ἅμα γένηται ἡ αἴσθησις ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ, οἷον χολῆς ὅτι πικρὰ καὶ ξανθή (οὐ γὰρ δὴ ἑτέρας γε τὸ εἰπεῖν ὅτι ἄμφω ἕν)· διὸ καὶ ἀπατᾶται, καὶ ἐὰν ᾖ ξανθόν, χολὴν οἴεται εἶναι. |
ως όταν συγχρόνως γείνη αίσθησις δύο ιδιοτήτων ενός και του αυτού αντικειμένου, ως λ. χ. η χολή είναι πικρά (γεύσις) και ξανθή (χρώμα). Διότι βέβαια δεν είναι δυνατόν η μία εξ αυτών των αισθήσεων να είπη, ότι και αι δύο ιδιότητες είναι εν (11). Διά τούτο και απατάταί τις, εάν τινα ουσίαν ξανθήν υπολαμβάνη ότι είναι χολή. |
ζητήσειε δ' ἄν τις τίνος ἕνεκα πλείους ἔχομεν αἰσθήσεις, ἀλλ' οὐ μίαν μόνην. ἢ ὅπως ἧττον λανθάνῃ τὰ ἀκολουθοῦντα καὶ κοινά, οἷον κίνησις καὶ μέγεθος καὶ ἀριθμός; εἰ γὰρ ἦν ἡ ὄψις μόνη, καὶ αὕτη λευκοῦ, ἐλάνθανεν ἂν μᾶλλον κἂν ἐδόκει ταὐτὸν εἶναι πάντα διὰ τὸ ἀκολουθεῖν ἀλλήλοις ἅμα χρῶμα καὶ μέγεθος. νῦν δ' ἐπεὶ καὶ ἐν ἑτέρῳ αἰσθητῷ τὰ κοινὰ ὑπάρχει, δῆλον ποιεῖ ὅτι ἄλλο τι ἕκαστον αὐτῶν. |
8. Δύναται τις να ερωτήση, διατί έχομεν περισσοτέρας αισθήσεις και όχι μίαν μόνην. Βεβαίως όπως ολιγώτερον μας διαφεύγωσι τα επακολουθούντα (12) και τα κοινά, οία είναι η κίνησις και το μέγεθος και ο αριθμός. Διότι, αν η όψις ήτο μόνη και αυτή αντελαμβάνετο μόνον το λευκόν, πάντα τα άλλα θα μας διέφευγαν [σ. 104] και θα εφανταζόμεθα, ότι χρώμα και μέγεθος είναι, τα αυτά, διότι ακολουθούσιν άλληλα συγχρόνως. Αλλά πραγματικώς, επειδή αι κοιναί ιδιότητες υπάρχουσιν εις διάφορα αισθητά πράγματα, τούτο ποιεί εις ημάς φανερόν, ότι χρώμα και μέγεθος είναι διάφορα. |
Σημειώσεις
1) Τα επιχειρήματα του Αριστ. είναι σκοτεινά. Εν ολίγοις, ισχυρίζεται ότι τα ζώα έχουσι μόνας τας συνήθεις 5 αισθήσεις, διότι 5 αισθήσεις έχει το τελειότατον ζώον, ο άνθρωπος.
2) Το ον, όπερ αισθάνεται διά μέσου του αέρος, πρέπει να δύναται να αισθάνηται και τους ήχους και τα χρώματα, ων αναγκαίον διάμεσον είναι ο αήρ.
3) Η θερμότης είναι απαραιτήτως αναγκαία εις την πέψιν και την θρέψιν.
4) Δύνανται δήλα δη ταύτα να αισθάνωνται δια δύο διαμέσων σωμάτων, του αέρος και του ύδατος.
5) Διάφορον των δύο, αέρος και ύδατος, ή, κατ' άλλους σχολιαστάς, διάφορον ων 5 στοιχείων αέρος, πυρός, ύδατος, γης και αιθέρος.
6) Η κίνησις αντιληπτή ούσα υπό πασών των αισθήσεων χρησιμεύει ως μέσον προς αντίληψιν πάντων των κοινών.
7) Αισθάνεται την μονάδα και επομένως τον αριθμόν, ο οποίος είναι ένωσις μονάδων.
8) Τα κοινά θα ήσαν αισθητά υπό εκάστης των αισθήσεων. Ούτως η όψις, ήτις, καίπερ ειδική ούσα, αντιλαμβάνεται αλλότρια. Βλέποντες σώμα ξανθόν (όπερ διά της αισθήσεως γνωρίζομεν ότι είναι μέλι) γνωρίζομεν και ότι είναι γλυκύ. Ούτω δε βλέπομεν την γεύσιν αυτού, όπως το χρώμά του. Αλλά την γεύσιν μόνον κατά συμβεβηκός γνωρίζομεν. Ούτω, και αν τα κοινά ήσαν αισθητά δι' ειδικής αισθήσεως, τότε κατά συμβεβηκός μόνον θα εγνωρίζομεν αυτά διά των άλλων αισθήσεων.
9) Ούτω βλέποντές τινα ενδεδυμένον λευκά ενθυμούμεθα, ότι είναι υιός του Κλέωνος. Η παρούσα αίσθησις γνωρίζει ημίν άνθρωπον ενδεδυμένον λευκά και αφυπνίζει την μνήμην, ήτις πληροφορεί, ότι ούτος είναι υιός του Κλέωνος.
10) Αισθητήν υπό των 5 αισθήσεων. Και η ενότης των 5 αισθήσεων αποτελεί την ενότητα της αντιλήψεως των κοινών.
11) Ούτε η όψις δύναται να είπη ότι η χολή είναι ξανθή, ουδέ ότι αι δύο ιδιότητες ανήκουσιν εις το αυτό αντικείμενον.
12) Τα όντα και αι ιδιότητες, ας αισθανόμεθα δι' εκάστης των αλλων αισθήσεων.