ΒΙΒΛΙΟΝ ΤΡΙΤΟΝ, ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'
Η κοινή αίσθησις αναγγέλλει ημίν
τας αντιλήψεις των πέντε αισθήσεων και γνωρίζει τας διαφοράς των αντικειμένων
και τας των αισθήσεων. (1)
425b12 |
Ἐπεὶ δ' αἰσθανόμεθα ὅτι ὁρῶμεν καὶ ἀκούομεν, ἀνάγκη ἢ τῇ ὄψει αἰσθάνεσθαι ὅτι ὁρᾷ, ἢ ἑτέρᾳ. ἀλλ' ἡ αὐτὴ ἔσται τῆς ὄψεως καὶ τοῦ ὑποκειμένου χρώματος, ὥστε ἢ δύο τοῦ αὐτοῦ ἔσονται ἢ αὐτὴ αὑτῆς. |
1. Επειδή αισθανόμεθα ότι ορώμεν και ακούομεν, αναγκαίως ή δια της όψεως αισθανόμεθα ότι ορώμεν ή δι' άλλης αισθήσεως. [σ. 105] Αλλά τότε η αυτή αίσθησις αύτη θα δρα την όψιν και το αντικείμενον αυτής, το χρώμα. Ώστε ή θα υπάρχωσι δύο αισθήσεις του αυτού πράγματος (2) (του χρώματος) ή αυτή η όψις θα αισθάνηται (θα ορά) εαυτήν. |
ἔτι δ' εἰ καὶ ἑτέρα εἴη ἡ τῆς ὄψεως αἴσθησις, ἢ εἰς ἄπειρον εἶσιν ἢ αὐτή τις ἔσται αὑτῆς· ὥστ' ἐπὶ τῆς πρώτης τοῦτο ποιητέον. ἔχει δ' ἀπορίαν· εἰ γὰρ τὸ τῇ ὄψει αἰσθάνεσθαί ἐστιν ὁρᾶν, ὁρᾶται δὲ χρῶμα ἢ τὸ ἔχον, εἰ ὄψεταί τις τὸ ὁρῶν, καὶ χρῶμα ἕξει τὸ ὁρῶν πρῶτον. |
2. Προσέτι δε, και εάν άλλη τις είναι η αίσθησις της όψεως, ή τούτο θα προβή επ' άπειρον (3) ή η αίσθησις θα είναι αίσθησις εαυτής· ώστε τούτο δέον να παραδεχθώμεν ως προς την πρώτην αίσθησιν (4). Έχει όμως τούτο την εξής δυσκολίαν: εάν το αισθάνεσθαι διά της όψεως είναι το οράν, οράται δε χρώμα ή το σώμα το έχον χρώμα, τότε, ίνα τις δρα το ορών, αναγκαίως το ορών τούτο θα έχη χρώμα πρώτον πάντων. | |
φανερὸν τοίνυν ὅτι οὐχ ἓν τὸ τῇ ὄψει αἰσθάνεσθαι· καὶ γὰρ ὅταν μὴ ὁρῶμεν, τῇ ὄψει κρίνομεν καὶ τὸ σκότος καὶ τὸ φῶς, ἀλλ' οὐχ ὡσαύτως. ἔτι δὲ καὶ τὸ ὁρῶν ἔστιν ὡς κεχρωμάτισται· τὸ γὰρ αἰσθητήριον δεκτικὸν τοῦ αἰσθητοῦ ἄνευ τῆς ὕλης ἕκαστον· διὸ καὶ ἀπελθόντων τῶν αἰσθητῶν ἔνεισιν αἰσθήσεις καὶ φαντασίαι ἐν τοῖς αἰσθητηρίοις. |
3. Φανερόν είναι λοιπόν, ότι το αισθάνεσθαι διά της όψεως δεν δηλοί εν μόνον πράγμα. Διότι, και όταν δεν ορώμεν (5), διακρίνομεν όμως διά της όψεως και το σκότος και το φως, αλλά όχι βέβαια κατά τον αυτόν τρόπον. Προσέτι το ορών υποκείμενον είναι τρόπον τινά χρωματισμένον, διότι εκάστη αίσθησις δέχεται το αισθητόν άνευ της ύλης· διά τούτο, και όταν απομακρυνθώσι τα αισθητά, μένουσι τα αισθήματα και αι φαντασίαι εις τας αισθήσεις (εις την ψυχήν). | |
ἡ δὲ τοῦ αἰσθητοῦ ἐνέργεια καὶ τῆς αἰσθήσεως ἡ αὐτὴ μέν ἐστι καὶ μία, τὸ δ' εἶναι οὐ τὸ αὐτὸ αὐταῖς· λέγω δ' οἷον ὁ ψόφος ὁ κατ' ἐνέργειαν καὶ ἡ ἀκοὴ ἡ κατ' ἐνέργειαν· ἔστι γὰρ ἀκοὴν ἔχοντα μὴ ἀκούειν, καὶ τὸ ἔχον ψόφον οὐκ ἀεὶ ψοφεῖ, ὅταν δ' ἐνεργῇ τὸ δυνάμενον ἀκούειν καὶ ψοφῇ τὸ δυνάμενον ψοφεῖν, τότε ἡ κατ' ἐνέργειαν ἀκοὴ ἅμα γίνεται καὶ ὁ κατ' ἐνέργειαν ψό- |
4. Η δε ενέργεια του αισθητού αντικειμένου (6) και η ενέργεια της αισθήσεως είναι μία και η αυτή ενέργεια (έν όλον), [σ. 106] διαφέρει δε μόνον η ουσία έκαστης αυτών (7)· π. χ. ο ήχος ο κατ' ενέργειαν και η ακοή η κατ' ενέργειαν (είναι εν). Διότι είναι βέβαια δυνατόν, καίπερ έχων τις ακοήν, να μη ακούη, όπως και το δυνάμενον να ηχή δύναται να μη ηχή πάντοτε(8). Αλλά, όταν ενεργή το δυνάμενον να ακούη και ηχή το δυνάμενον να ηχή, τότε η κατ' ενέργειαν ακοή και ο κατ' ενέργειαν ήχος γίνονται συγχρόνως εντελείς | |
426a |
φος, ὧν εἴπειεν ἄν τις τὸ μὲν εἶναι ἄκουσιν τὸ δὲ ψόφησιν. |
και εκ τούτων δύναται τις να είπη, ότι το μεν είναι άκουσις, το δε ήχησις (ψόφησις). |
εἰ δή ἐστιν ἡ κίνησις (καὶ ἡ ποίησις καὶ τὸ πάθος) ἐν τῷ κινουμένῳ, ἀνάγκη καὶ τὸν ψόφον καὶ τὴν ἀκοὴν τὴν κατ' ἐνέργειαν ἐν τῷ κατὰ δύναμιν εἶναι· ἡ γὰρ τοῦ ποιητικοῦ καὶ κινητικοῦ ἐνέργεια ἐν τῷ πάσχοντι ἐγγίνεται· διὸ οὐκ ἀνάγκη τὸ κινοῦν κινεῖσθαι. ἡ μὲν οὖν τοῦ ψοφητικοῦ ἐνέργειά ἐστι ψόφος ἢ ψόφησις, ἡ δὲ τοῦ ἀκουστικοῦ ἀκοὴ ἢ ἄκουσις· διττὸν γὰρ ἡ ἀκοή, καὶ διττὸν ὁ ψόφος. |
5. Εάν λοιπόν η κίνησις και η πράξις και το πάθος είναι εις αυτό το κινούμενον ή ποιούμενον πράγμα, εξ ανάγκης και ο ήχος και η ακοή η κατ' ενέργειαν είναι εν τη κατά δύναμιν ακοή (9), διότι η ενέργεια εκείνου, όπερ ποιεί και κινείται, συμβαίνει εις το πάσχον (και κινούμενον) (10). Διά τούτο δεν είναι αναγκαίον να κινήται αυτό το κινούν. Διότι καθώς η ποίησις και η πάθησις γίνονται εις το πάσχον αντικείμενον, αλλ' όχι εις το ποιούν, ούτω και η ενέργεια του αισθητού αντικειμένου και η του αισθητικού υποκειμένου γίνεται εις το αισθητικόν ον. Η ενέργεια λοιπόν του ηχητικού είναι ήχος ή ήχησις, η δε του ακουστικού είναι ακοή ή άκουσις. Διότι και η ακοή είναι διττή (11) και ο ήχος είναι διττός. | |
ὁ δ' αὐτὸς λόγος καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων αἰσθήσεων καὶ αἰσθητῶν. ὥσπερ γὰρ καὶ ἡ ποίησις καὶ ἡ πάθησις ἐν τῷ πάσχοντι ἀλλ' οὐκ ἐν τῷ ποιοῦντι, οὕτω καὶ ἡ τοῦ αἰσθητοῦ ἐνέργεια καὶ ἡ τοῦ αἰσθητικοῦ ἐν τῷ αἰσθητικῷ. ἀλλ' ἐπ' ἐνίων μὲν ὠνόμασται, οἷον ἡ ψόφησις καὶ ἡ ἄκουσις, ἐπ' ἐνίων δ' ἀνώνυμον θάτερον· ὅρασις γὰρ λέγεται ἡ τῆς ὄψεως ἐνέργεια, ἡ δὲ τοῦ χρώματος ἀνώνυμος, καὶ γεῦσις ἡ τοῦ γευστικοῦ, ἡ δὲ τοῦ χυμοῦ ἀνώνυμος. |
6. Τα αυτά δε λέγομεν και περί των άλλων αισθήσεων και αισθητών. Αλλά διά τινας αισθήσεις υπάρχουσιν ειδικά ονόματα, ως η ήχησις και η άκουσις, εις άλλας όμως το έν των αντιθέτων δεν έχει ίδιον όνομα· ούτως η ενεργοποίησις της όψεως λέγεται όρασις, αλλ' η του χρώματος δεν έχει όνομα, και η ενέργεια του γευστικού λέγεται γεύσις, αλλ' η του χυμού είναι ανώνυμος. | |
ἐπεὶ δὲ μία μέν ἐστιν ἐνέργεια ἡ τοῦ αἰσθητοῦ καὶ τοῦ αἰσθητικοῦ, τὸ δ' εἶναι ἕτερον, ἀνάγκη ἅμα φθείρεσθαι καὶ σώζεσθαι τὴν οὕτω λεγομένην ἀκοὴν καὶ ψόφον, καὶ χυμὸν δὴ καὶ γεῦσιν, καὶ τὰ ἄλλα ὁμοίως· τὰ δὲ κατὰ δύναμιν λεγόμενα οὐκ ἀνάγκη· |
7. Επειδή δε μία είναι η ενέργεια του αισθητού και η του [σ. 107] αισθητικού, διαφέρει δε μόνον η ουσία (έννοια) των δύο πραγμάτων, αναγκαίως φθείρονται και διατηρούνται συγχρόνως η ούτω λεγομένη (κατ' ενέργειαν) ακοή και ήχος(12) και χυμός και γεύσις και τα άλλα ομοίως. Τούτο όμως δεν συμβαίνει αναγκαίως εις τα κατά δύναμιν λεγόμενα (13). | |
ἀλλ' οἱ πρότερον φυσιολόγοι τοῦτο οὐ καλῶς ἔλεγον, οὐθὲν οἰόμενοι οὔτε λευκὸν οὔτε μέλαν εἶναι ἄνευ ὄψεως, οὐδὲ χυμὸν ἄνευ γεύσεως. τῇ μὲν γὰρ ἔλεγον ὀρθῶς, τῇ δ' οὐκ ὀρθῶς· διχῶς γὰρ λεγομένης τῆς αἰσθήσεως καὶ τοῦ αἰσθητοῦ, τῶν μὲν κατὰ δύναμιν τῶν δὲ κατ' ἐνέργειαν, ἐπὶ τούτων μὲν συμβαίνει τὸ λεχθέν, ἐπὶ δὲ τῶν ἑτέρων οὐ συμβαίνει. ἀλλ' ἐκεῖνοι ἁπλῶς ἔλεγον περὶ τῶν λεγομένων οὐχ ἁπλῶς. |
8. Αλλ' οι αρχαιότεροι (14) φυσικοί δεν ισχυρίζοντο καλώς νομίζοντες, ότι άνευ όψεως δεν υπάρχει ούτε λευκόν ούτε μέλαν, ουδέ χυμός άνευ γεύσεως. Εν μέρει έλεγον ορθά, εν μέρει δε όχι· διότι, επειδή αι αισθήσεις και τα αισθητά λέγονται διττώς, άλλα μεν κατά δύναμιν, άλλα δε κατ' ενέργειαν, διά τα κατά δύναμιν είναι ορθόν το υπ' αυτών λεχθέν, αλλά διά τα κατ' ενέργειαν δεν ισχύει. Αλλά εκείνοι εφήρμοζον τούτο απλώς (απολύτως) εις πράγματα, τα οποία δεν λέγονται απλώς (απολύτως). | |
εἰ δ' ἡ φωνὴ συμφωνία τίς ἐστιν, ἡ δὲ φωνὴ καὶ ἡ ἀκοὴ ἔστιν ὡς ἕν ἐστι [καὶ ἔστιν ὡς οὐχ ἓν τὸ αὐτό], λόγος δ' ἡ συμφωνία, ἀνάγκη καὶ τὴν ἀκοὴν λόγον τινὰ εἶναι. καὶ διὰ τοῦτο καὶ φθείρει ἕκαστον ὑπερβάλλον, καὶ τὸ ὀξὺ καὶ τὸ βαρύ, τὴν ἀκοήν· ὁμοίως δὲ καὶ ἐν χυμοῖς τὴν |
9. Εάν δε η αρμονία είναι φωνή τις και αν η φωνή (ο ήχος) και η ακοή είναι καθ' ένα τρόπον έν (και κατ' άλλον τρόπον δεν είναι εν) (15), και αν έτι η συμφωνία είναι μερών αναφορά, κατ' ανάγκην και η ακοή είναι αναφορά μερών. Διά τούτο δε και μηδενίζει την ακοήν πάσα υπερβολή του οξέος και του βαρέος, ομοίως δε η των χυμών | |
426b |
γεῦσιν, καὶ ἐν χρώμασι τὴν ὄψιν τὸ σφόδρα λαμπρὸν ἢ ζοφερόν, καὶ ἐν ὀσφρήσει ἡ ἰσχυρὰ ὀσμή, καὶ γλυκεῖα καὶ πικρά, ὡς λόγου τινὸς ὄντος τῆς αἰσθήσεως. διὸ καὶ ἡδέα μέν, ὅταν εἰλικρινῆ καὶ ἄμικτα ὄντα ἄγηται εἰς τὸν λόγον, οἷον τὸ ὀξὺ ἢ γλυκὺ ἢ ἁλμυρόν, ἡδέα γὰρ τότε· ὅλως δὲ μᾶλλον τὸ μικτόν, συμφωνία, ἢ τὸ ὀξὺ ἢ βαρύ, ἁφῇ δὲ τὸ θερμαντὸν ἢ ψυκτόν· ἡ δ' αἴσθησις ὁ λόγος· ὑπερβάλλοντα δὲ λύει ἢ φθείρει. |
μηδενίζει την γεύσιν, και την όψιν μηδενίζουσι τα υπερβολικώς λαμπρά ή σκοτεινά χρώματα, και την όσφρησιν αι ισχυραί οσμαί, είτε γλυκείαι είτε αηδείς, διότι η αίσθησις είναι αναφορά τις (16). Διά τούτο τα πράγματα είναι ευάρεστα, όταν καθαρά όντα και αμιγή ανάγωνται εις την προσήκουσαν αυτοίς αναλογίαν, ως λ.χ. το οξύ και το γλυκύ ή το αλμυρόν [σ. 108] και εις την αφήν το θερμόν και το ψυχρόν· τότε μόνον ταύτα είναι ευάρεστοι. Εν γένει δε το μίγμα είναι η συμφωνία μάλλον παρά το οξύ ή το βαρύ μόνα. Η αίσθησις είναι η αναφορά αυτών. Πάσα δε υπερβολή προξενεί άλγος ή καταστρέφει το όργανον. |
ἑκάστη μὲν οὖν αἴσθησις τοῦ ὑποκειμένου αἰσθητοῦ ἐστίν, ὑπάρχουσα ἐν τῷ αἰσθητηρίῳ ᾗ αἰσθητήριον, καὶ κρίνει τὰς τοῦ ὑποκειμένου αἰσθητοῦ διαφοράς, οἷον λευκὸν μὲν καὶ μέλαν ὄψις, γλυκὺ δὲ καὶ πικρὸν γεῦσις· ὁμοίως δ' ἔχει τοῦτο καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων. ἐπεὶ δὲ καὶ τὸ λευκὸν καὶ τὸ γλυκὺ καὶ ἕκαστον τῶν αἰσθητῶν πρὸς ἕκαστον κρίνομεν, τινὶ καὶ αἰσθανόμεθα ὅτι διαφέρει. ἀνάγκη δὴ αἰσθήσει· αἰσθητὰ γάρ ἐστιν. |
10. Εκάστη λοιπόν των αισθήσεων είναι αίσθησις του αισθητού αντικειμένου αυτής, υπάρχει εις το αισθητήριον αυτής ως τοιούτον και διακρίνει τας διαφόρους ποιότητας του αισθητού αντικειμένου αυτής. Λ. χ. η όψις κρίνει το λευκόν και το μέλαν(17) η δε γεύσις το γλυκύ και το πικρόν ούτω δε και αι άλλαι. Επειδή δε διακρίνομεν το λευκόν και το γλυκύ (18) και εκάστην των αισθητών ποιοτήτων διά της σχέσεώς της προς μερικήν αίσθησιν, διά τίνος άρά γε μέσου αισθανόμεθα και ότι διαφέρουσιν αλλήλων αύται αι αισθηταί ιδιότητες; Αναγκαίως διά τινος αισθήσεως, διότι ταύτα είναι αισθητά (19). | |
ᾗ καὶ δῆλον ὅτι ἡ σὰρξ οὐκ ἔστι τὸ ἔσχατον αἰσθητήριον· ἀνάγκη γὰρ ἂν ἦν ἁπτόμενον αὐτὸ κρίνειν τὸ κρῖνον. οὔτε δὴ κεχωρισμένοις ἐνδέχεται κρίνειν ὅτι ἕτερον τὸ γλυκὺ τοῦ λευκοῦ, ἀλλὰ δεῖ ἑνί τινι ἄμφω δῆλα εἶναι-οὕτω μὲν γὰρ κἂν εἰ τοῦ μὲν ἐγὼ τοῦ δὲ σὺ αἴσθοιο, δῆλον ἂν εἴη ὅτι ἕτερα ἀλλήλων, δεῖ δὲ τὸ ἓν λέγειν ὅτι ἕτερον· ἕτερον γὰρ τὸ γλυκὺ τοῦ λευκοῦ· λέγει ἄρα τὸ αὐτό· ὥστε ὡς λέγει, οὕτω καὶ νοεῖ καὶ αἰσθάνεται- |
11. Εκ τούτων γίνεται φανερόν, ότι δεν είναι η σαρξ το έσχατον όργανον της αισθήσεως. Διότι άλλως το κρίνον υποκείμενον έπρεπεν αναγκαίως να διακρίνη αντικείμενόν τι θίγον αυτό (20). Αλλ' ούτε πάλιν διά κεχωρισμένων αισθήσεων δύναται τις να κρίνη, ότι το γλυκύ (ο χυμός) είναι διάφορον του λευκού [σ. 109] (χρώματος) αλλά πρέπει και αι δύο αύται ιδιότητες να είναι φανεραί εις μίαν και την αυτήν αίσθησιν. Διότι άλλως θα ήτο ως εάν εγώ μεν ησθανόμην το εν πράγμα, συ δε το άλλο, και ούτω θα εγίνετο φανερόν ότι ταύτα είναι διάφορα. Άρα πρέπει μία μόνη δύναμις να λέγη ότι ταύτα είναι διάφορα· διότι το γλυκύ είναι πράγματι διάφορον από το λευκόν. Λέγει άρα τούτο η αυτή δύναμις, ώστε όπως το λέγει, ούτω το νοεί και το αισθάνεται. | |
ὅτι μὲν οὖν οὐχ οἷόν τε κεχωρισμένοις κρίνειν τὰ κεχωρισμένα, δῆλον· ὅτι δ' οὐδ' ἐν κεχωρισμένῳ χρόνῳ, ἐντεῦθεν. ὥσπερ γὰρ τὸ αὐτὸ λέγει ὅτι ἕτερον τὸ ἀγαθὸν καὶ τὸ κακόν, οὕτω καὶ ὅτε θάτερον λέγει ὅτι ἕτερον καὶ θάτερον (οὐ κατὰ συμβεβηκὸς τὸ ὅτε, λέγω δ', οἷον νῦν λέγω ὅτι ἕτερον, οὐ μέντοι ὅτι νῦν ἕτερον, ἀλλ' οὕτω λέγει, καὶ νῦν καὶ ὅτι νῦν)· ἅμα ἄρα. ὥστε ἀχώριστον καὶ ἐν ἀχωρίστῳ χρόνῳ. |
12. Ότι λοιπόν δεν είναι δυνατόν με χωρισμένας αισθήσεις να κρίνωμεν χωριστά πράγματα είναι φανερόν, ότι δε ούτε εις κεχωρισμένον χρόνον δυνάμεθα να κρίνωμεν είναι φανερόν εκ τούτων. Διότι όπως το αυτό ον (21) εν ημίν λέγει ότι το αγαθόν και το κακόν είναι διάφορα, ούτω λέγει (22) ότι το εν είναι διάφορον του άλλου καθ' ην στιγμήν (ότε) λέγει ότι είναι διάφορον. Το δε ότε δεν λαμβάνω εδώ κατά συμβεβηκός, εννοώ δηλ. ότι το τώρα λ.χ. εν τη φράσει: λέγω τώρα ότι είναι διάφορον, δεν λέγω, ότι τώρα ότε ομιλώ είναι διάφορον, αλλά το αυτό εφαρμόζεται εις το πράγμα, λέγω δηλ. τώρα και άμα λέγω ότι τώρα είναι αυτά διάφορα, λέγω άρα ότι συνάμα υπάρχουσι ταύτα. Ώστε τα δύο είναι αχώριστα και εις αχώριστον χρόνον (23). | |
ἀλλὰ μὴν ἀδύνατον ἅμα τὰς ἐναντίας κινήσεις κινεῖσθαι τὸ αὐτὸ ᾗ ἀδιαίρετον, καὶ ἐν ἀδιαιρέτῳ χρόνῳ. εἰ γὰρ γλυκύ, ὡδὶ κινεῖ τὴν αἴσθησιν |
13. Αλλά είναι αδύνατον να λαμβάνη συγχρόνως εναντίας κινήσεις το αυτό πράγμα (24) καθ' ο ον αδιαίρετον και εις χρόνον αδιαίρετον. Διότι, εάν το γλυκύ κινή την αίσθησιν | |
427a |
ἢ τὴν νόησιν, τὸ δὲ πικρὸν ἐναντίως, καὶ τὸ λευκὸν ἑτέρως. ἆρ' οὖν ἅμα μὲν ἀριθμῷ ἀδιαίρετον καὶ ἀχώριστον τὸ κρῖνον, τῷ εἶναι δὲ κεχωρισμένον; ἔστι δὴ [πως] ὡς τὸ διαιρετὸν τῶν διῃρημένων αἰσθάνεται, ἔστι δ' ὡς ᾗ ἀδιαίρετον· τῷ εἶναι μὲν γὰρ διαιρετόν, τόπῳ δὲ καὶ ἀριθμῷ ἀδιαίρετον. ἢ οὐχ οἷόν τε; δυνάμει μὲν γὰρ τὸ αὐτὸ καὶ ἀδιαίρετον τἀναντία, τῷ δ' εἶναι οὔ, ἀλλὰ τῷ ἐνεργεῖσθαι διαιρετόν, καὶ οὐχ οἷόν τε ἅμα λευκὸν καὶ μέλαν εἶναι, ὥστ' οὐδὲ τὰ εἴδη πάσχειν αὐτῶν, εἰ τοιοῦτον ἡ αἴσθησις καὶ ἡ νόησις. |
ή την νόησιν κατά τούτον τον τρόπον, το πικρόν τας κινεί κατ' εναντίον (25) και το λευκόν κατ' άλλον διάφορον τρόπον. Είναι λοιπόν το [σ. 110] κρίνον αριθμητικώς αδιαίρετον άμα και αχώριστον (26), αλλά κεχωρισμένον κατά τον τρόπον της υπάρξεώς του(27). Τότε δύναται κατά τινα τρόπον ως διαιρετόν να αισθάνηται τα διηρημένα (28) και κατ' άλλον ως αδιαίρετον να αισθάνηται τα αδιαίρετα, διότι κατά μεν την ουσίαν είναι διαιρετόν, κατά δε τον τόπον και τον αριθμόν είναι αδιαίρετον (29)· ή δεν είναι δυνατόν τούτο; Διότι δυνάμει (30) το αυτό και αδιαίρετον πράγμα δύναται να περιέχη εναντίας ιδιότητας, κατά την ενέργειαν όμως όχι, αλλά, όταν είναι ενεργεία, γίνεται διαιρετόν (χωρίζεται) και δεν είναι δυνατόν να είναι λευκόν άμα και μέλαν. Ώστε λοιπόν ούτε τα αισθητά είδη (του μέλανος και του λευκού) δύνανται να πάσχωσι τα εναντία ταύτα, αν η αίσθησις και η νόησις είναι τοιαύτα είδη. |
ἀλλ' ὥσπερ ἣν καλοῦσί τινες στιγμήν, ᾗ μία καὶ δύο, ταύτῃ <καὶ ἀδιαίρετος> καὶ διαιρετή. ᾗ μὲν οὖν ἀδιαίρετον, ἓν τὸ κρῖνόν ἐστι καὶ ἅμα, ᾗ δὲ διαιρετὸν ὑπάρχει, δὶς τῷ αὐτῷ χρῆται σημείῳ ἅμα· ᾗ μὲν οὖν δὶς χρῆται τῷ πέρατι, δύο κρίνει καὶ κεχωρισμένα, ἔστιν ὡς κεχωρισμένως· ᾗ δὲ ἑνί, ἓν καὶ ἅμα. περὶ μὲν οὖν τῆς ἀρχῆς ᾗ φαμὲν τὸ ζῷον αἰσθητικὸν εἶναι, διωρίσθω τὸν τρόπον τοῦτον. |
15. Αλλ' ενταύθα συμβαίνει μάλλον ό,τι και εις την στιγμήν (σημείον), ως καλούσί τίνες αυτήν, ήτις είναι αδιαίρετος καθ' όσον είναι μία και διαιρετή καθ' όσον είναι δύο (31). Καθό λοιπόν αδιαίρετος η κρίνουσα αρχή είναι μία και σύγχρονος με την αίσθησιν, καθό δε διαιρετή δεν είναι έν, διότι το αυτό σημείον μεταχειρίζεται δις (32) και συγχρόνως. Καθ' όσον λοιπόν [σ. 111] μεταχειρίζεται το άκρον (της συναντήσεως) ως δύο, διακρίνει δύο πράγματα, και ταύτα είναι κεχωρισμένα προς αυτήν ως κεχωρισμένην δύναμιν (33). Αλλά, καθ' όσον θεωρεί το σημείον ως εν, αύτη κρίνει μεμονωμένως και συγχρόνως με την αίσθησιν. Περί της αρχής λοιπόν, καθ' ην λέγομεν ότι το ζώον είναι αισθητικόν, αρκούσιν οι ρηθέντες προσδιορισμοί (34). |
Σημειώσεις
1) Η ενέργεια της αισθητικής αντιλήψεως δεν τελειούται εν τοις εξωτερικοίς αισθητηρίοις, αλλ' εν τη κοινή αισθήσει. Εκάστη ατομική αίσθησις αντιλαμβάνεται ίδιον αισθητόν, χρώμα ή όρασις, ήχον ή ακοή, οσμήν ή όσφρησις κτλ.· αλλά ταύτα είναι αισθηταί ποιότητες, ουχί αντιλήψεις. Δια της όψεως λ. χ. έχομεν το αίσθημα του πρασίνου, αλλ' ουχί την παράστασιν μήλου, ήτις αποτελείται εκ διαφόρων διορισμών χρώματος, σκληρότητος, γεύσεως, μεγέθους κλπ. Οι διορισμοί όμως ούτοι ενούνται είτα εις έν και αποτελούσι συγκεκριμένον τι αντικείμενον, το μήλον. Την λειτουργίαν ταύτην της ενώσεως των διαφόρων ποιοτήτων εκτελεί η κοινή αίσθησις. Επομένως μία των λειτουργιών ταύτης είναι ο σχηματισμός αντιλήψεων ή παραστάσεων. Δι' αυτής πάλιν αναγνωρίζομεν ότι μερικά αισθήματα ανήκουσιν εις ημάς, δι' αυτής γινώσκομεν ό,τι βλέπομεν, ακούομεν κτλ. Ούτως η συνείδησις είναι άλλη λειτουργία της κοινής αισθήσεως. Αυτή πάλιν αντιλαμβάνεται τα κοινά αισθητά αντικείμενα, ήτοι στάσιν, κίνησιν, αριθμόν, σχήμα και μέγεθος, τα οποία καλούνται κοινά, διότι είναι αντιληπτά αμέσως υπό της κοινής αισθήσεως και εμμέσως υπό των ατομικών αισθήσεων. Πάλιν αι ατομικαί αισθήσεις δίδουσιν ημίν χρώμα, ήχον κλπ., αλλά δεν διακρίνουσι μεταξύ ηδέος λ. χ. και λευκού, ούτε διαστέλλουσι διαφόρους βαθμούς πικρίας. Τούτο είναι έργον κρίσεως και αποδίδεται υπό του Αριστοτέλους εις την κοινήν αίσθησιν. Η διάκρισις μεταξύ αληθούς και ψευδούς, μεταξύ πραγματικού και μη πραγματικού εις τας αντιλήψεις ημών γίνεται υπό της κοινής αισθήσεως. Το αίσθημα, επειδή είναι γεγονός μόνον και ως αισθητική κίνησις δεν ποιεί κρίσιν, είναι πάντοτε αληθές, αλλά όταν η αισθητή ποιότης κατηγορήται κατά τινος και σχηματίζηται κρίσις, τότε είναι δυνατή η πλάνη.— Της κοινής αισθήσεως το διάμεσον είναι το αίμα και τα μερικά αισθητήρια, όργανον δε είναι η καρδία.
2) Τα χρώμα θα βλέπη 1ον η συνήθης όψις και 2ον η όψις της όψεως.
3) Υποτιθεμένου ότι η νέα αίσθησις η βλέπουσα την όψιν θα βλέπηται και αυτή από την άλλην. Άλλως η νέα αίσθησις, εκείνη ήτις δρα την όψιν, δεν θα οράται υπό άλλης, αλλά θα δρα αυτή εαυτήν.
4) Ότι δηλ. η συνήθης όψις ορά και εαυτήν και το χρώμα.
5) Ούτως, η όψις δεν έχει ανάγκην να βλέπη ως συνήθως, διά να ίδη πράγματά τινα, λ. χ. εαυτήν.
6) Επειδή η ενέργεια του αισθητικού είναι η αυτή και του αισθητού, διότι, αν η αίσθησις αντιληφθή το αισθητόν τούτο, δέον να αντιληφθή και εαυτήν.
7) Διότι είναι διάφορα αυτά τα πράγματα, εις ά αι ενέργειαι ανήκουσιν· εκατέρα δε είναι όρος της ετέρας.
8) Λ. χ. ο κώδων δεν ηχεί, ειμή ότε κρούεται.
9) Εν δυναμική καταστάσει.
10) Η ενέργεια γίνεται επί όρου τινός εν δυνάμει όντος.
11) Δυνάμει και ενεργεία.
12) Η ενέργεια.
13) Η δύναμις του ενός δεν είναι αναγκαίως συνδεδεμένη με την του άλλου. Το εν δύναται να διατηρή την δύναμιν του και το άλλο όχι. Αλλ' η ενέργεια του ενός είναι αναποσπάστως συνδεδεμένη με την του άλλου.
14) Ίσως ο Εμπεδοκλής, ο Δημόκριτος και ο Πρωταγόρας.
15) Ενεργεία όντα είναι έν, δυνάμει όμως όντα είναι διάφορα.
16) Και τί άλλο είναι η αίσθησις ειμή αναφορά και σχέσις του αισθητού και της αισθήσεως, εάν δε ο εις των όρων τούτων πάθη ή εκλείψη, συμπάσχει ή συνεκλείπει το όλον, η αναφορά.
17) Κρίνει ομοειδή, ήτοι χρώματα, όπως και η γεύσις πάλιν ομοειδή, ήτοι χυμούς.
18) Ταύτα είναι ετεροειδή. Το λευκόν γνωρίζει η όψις, ουχί η γεύσις, ήτις πάλιν μόνον το γλυκύ γνωρίζει. Απαιτείται λοιπόν άλλο τι, ίνα συγκρίνη και διακρίνη τας ετεροειδείς αντιλήψεις. Τούτο δε το κρίνον είναι η κοινή εσωτερική αίσθησις κατ' Αριστοτέλην.
19) Αι αναφοραί όπως και αι διαφοραί των αισθητών δεν είναι αισθηταί και μόνον το πνεύμα συλλαμβάνει αυτάς. Αν λ. χ. πολλαί αντιλήψεις αποτελώσιν ενότητα, αν η μία είναι αίτιον και η άλλη αποτέλεσμα, η ενότης και η σχέσις της αιτιότητος είναι μόνον προς την συνείδησίν, η δε αίσθησις είναι όλως ξένη προς αυτάς.
20) Αλλά πώς να κρίνη η αφή το χρώμα και τον ήχον ; Αλλά ούτε και τα άλλα όργανα είναι τα έσχατα αισθητήρια. Ταύτα μεσολαβούσιν. Έσχατον μόνον είναι η εσωτερική αίσθησις.
21) Η κρίνουσα αίσθησις ή δύναμις.
22) Λ. χ. περί του λευκού και του γλυκέος.
23) Η εσωτερική αίσθησις είναι μία και αδιαίρετος σχετικώς προς τας ειδικάς αισθήσεις και προς τον χρόνον. Εν μιά και αδιαιρέτω στιγμή διακρίνει και κρίνει τας διαφόρους αντιλήψεις.
24) Η ουσία δέχεται τα εναντία δυνάμει, ουχί όμως συγχρόνως (ενεργεία).
25) Διότι το πικρόν είναι εναντίον του γλυκέος, ενώ το λευκόν είναι απλώς διάφορον.
26) Είναι δηλ. εν.
27) Είναι διαιρετόν, καθ' όσον δύναται να γινώσκη συγχρόνως πολλάς αντιλήψεις, ας συγκρίνει μεταξύ των.
28) Τας διαφόρους αντιλήψεις.
29) Καθ' ην στιγμήν τας ενώνει.
30) Ή καθό ύλη.
31) Τα σημείον είναι δύο και άρα διαιρετόν, διότι ον εν τω άκρω μιας γραμμής δύναται να θεωρηθή και ως αρχή άλλης· ή άλλως το σημείον, ως κέντρον κύκλου, είναι αρχή και τέλος πασών των ακτίνων, αίτινες άγονται από του κέντρου εις την περιφέρειαν και τανάπαλιν.
32) Η κυρία και πρώτη αίσθησις, ενιαίον κέντρον πάντων των αισθημάτων, δέχεται τας διαφόρους αντιλήψεις διά των 5 αισθητηρίων και συγκρίνει και διακρίνει αυτάς. Διά ταύτης λοιπόν αισθανόμεθα και ότι ορώμεν διά της όψεως και ότι ακούομεν διά της ακοής, διότι διά της δυνάμεως, δι' ης αισθανόμεθα τας διαφοράς των ενεργειών, διά ταύτης αισθανόμεθα και αυτάς τας ενεργείας.
33) Καθ' όσον η ψυχή θεωρεί το ενιαίον τούτο πράγμα εκ δυο απόψεων, ως αρχήν και τέλος, ενεργεί κατά, τρόπον διάφορον της αντιλήψεως, αλλά καθ' όσον το θεωρεί ως εν αντικείμενον, άνευ διαφορών, συμπίπτει με την ενέργειαν της αντιλήψεως.
34) Το αίσθημα λοιπόν είναι και αποτελείται, καθ' όσον η ενέργεια του αισθητικού και του αισθητού τίθενται ως έν. Το οράν, ακούειν κλπ. είναι μία ενέργεια, αλλά κατά την άμεσον ύπαρξιν είναι διαφορά δύο στοιχείων. Υπάρχει εν σώμα, όπερ λ. χ. ηχεί, και εν υποκείμενον, όπερ ακούει· η ύπαρξις λοιπόν είναι διπλή, αλλά η ακοή είναι εν και είναι μία μόνη ενέργεια αμφοτέρων. Ομοίως έχω το αίσθημα του σκληρού, του ερυθρού τ. έ.· το αίσθημα μου είναι σκληρόν ερυθρόν. Ευρίσκω εμαυτόν ούτω διωρισμένον. Καίτοι η σκέψις λέγει ορθώς ότι εκτός εμού υπάρχει ερυθρόν σκληρόν πράγμα και ότι τούτο και ο δάκτυλος μου είναι δύο διάφορα, αλλ' είναι και εν· ο οφθαλμός μου, η όρασις, μου είναι ερυθρά και το πράγμα. Την διαφοράν και την ταυτότητα ταύτην αποδεικνύει ο Αριστ. και επιμένει εις αυτήν. Τω όντι η αίσθησις είναι μορφή ταυτότητος, είναι η κατάλυσις της διακρίσεως, του χωρισμού του υποκειμενικού και του αντικειμενικού. Το απλούν, η ατομική ψυχή ή το εγώ αισθανόμενον είναι ενότης διαφορών ή εν ταις διαφοραίς. (Εγέλου Ιστορία της Φιλοσ. σελ.. 382 εκδ. 1833.)