<< 5ο επεισόδιο | [εισαγωγή] | 6ο επεισόδιο >> |
Χο. | νῦν ἐλπίδες οὐκέτι
μοι παίδων ζόας͵ [στρ.
οὐκέτι· στείχουσι γὰρ ἐς φόνον ἤδη. δέξεται νύμφα χρυσέων ἀναδεσμῶν δέξεται δύστανος ἄταν· |
Χορ. | Δεν έχω ελπίδα τώρα πια, [στρ.
ζωή δεν έχουν τα παιδιά· νά, πάνε κιόλας στη σφαγή! Κ' η καψονύφη θα δεχτεί τη συφορά από το χρυσό το ανάδεμα, θα τη δεχτεί! |
980 | ξανθᾷ δ΄ ἀμφὶ κόμᾳ
θήσει τὸν Ἅιδα
κόσμον αὐτὰ χεροῖν. [λαβοῦσα.] |
Γύρω απ' την κόμη την ξανθή,
κι από τα χέρια της τα δυό, στόλισμα του Άδη θα πλεχτεί. |
|
πείσει χάρις ἀμβρόσιός
τ΄ αὐγὰ πέπλων [ἀντ.
χρυσέων τευκτὸν στέφανον περιθέσθαι· νερτέροις δ΄ ἤδη πάρα νυμφοκομήσει. τοῖον εἰς ἕρκος πεσεῖται καὶ μοῖραν θανάτου δύστανος· ἄταν δ΄ οὐχ ὑπεκφεύξεται. |
Θα την πλανέσει η χάρη τους
[αντ.
κ' η αθάνατη φεγγοβολή να τα φορέσει και τα δυο, πέπλο και στέφανο χρυσό· μα στους νεκρούς αναμεσό, ωιμέ! θα νυφοστολιστεί. Σε τέτοια βρόχια η δύστυχη και σε θανάτου ριζικό θα γκρεμιστεί, και γλυτωμό δεν έχει απ' το μοιρόγραφτο. |
||
σὺ δ΄͵ ὦ τάλαν͵ ὦ κακόνυμφε κηδεμὼν τυράννων͵ [στρ. | Κ' εσύ, ταλαίπωρε, γαμπρέ [στρ.
κακόπαντρε του βασιλιά, |
||
990 | παισὶν οὐ κατειδὼς
ὄλεθρον βιοτᾷ προσάγεις ἀλόχῳ τε σᾷ στυγερὸν θάνατον. δύστανε μοίρας ὅσον παροίχῃ. |
τους φέρνεις, δίχως να το
θες,
ξολοθρεμό στα δυο παιδιά, στη νύφη θάνατο φριχτό. Δόλιε, τη μοίρα σου αστοχάς! |
|
μεταστένομαι δὲ σὸν
ἄλγος͵ ὦ τάλαινα παίδων [ἀντ.
μᾶτερ͵ ἃ φονεύσεις τέκνα νυμφιδίων ἕνεκεν λεχέων͵ ἅ |
Τώρα τον πόνο σου θρηνώ, [αντ.
άραχλη μάνα των παιδιώ, που θα τα σφάξεις μοναχή για ένα κρεβάτι νυφικό, |
||
1000 | σοι προλιπὼν ἀνόμως
ἄλλᾳ ξυνοικεῖ πόσις συνεύνῳ. |
που ένας κακούργος σύζυγος
το αρνήθηκε, μιας αλληνής το στρώμα για να μοιραστεί. |
<< 5ο επεισόδιο | [εισαγωγή] | 6ο επεισόδιο >> |