<< 4ο χορικό | [εισαγωγή] | 5ο χορικό >> |
Μπαίνει ο Ιάσονας μαζί με την Παραμάνα. | |||
Ια. | ἥκω κελευσθείς· καὶ
γὰρ οὖσα δυσμενὴς
οὔ τἂν ἁμάρτοις τοῦδέ γ΄͵ ἀλλ΄ ἀκούσομαι τί χρῆμα βούλῃ καινὸν ἐξ ἐμοῦ͵ γύναι. |
Ιασ. | Να με, καθώς παράγγειλες·
και μ' όλη
την έχθρητα που μούχεις, θα σε ακούσω· τί πάλι θέλεις από με, γυναίκα; |
Μη. | Ἰᾶσον͵ αἰτοῦμαί σε τῶν εἰρημένων | Μηδ. | Ιάσονα, σου ζητώ συχώρεσε μου |
870 | συγγνώμον΄ εἶναι·
τὰς δ΄ ἐμὰς ὀργὰς φέρειν
εἰκός σ΄͵ ἐπεὶ νῷν πόλλ΄ ὑπείργασται φίλα. ἐγὼ δ΄ ἐμαυτῇ διὰ λόγων ἀφικόμην κἀλοιδόρησα· Σχετλία͵ τί μαίνομαι καὶ δυσμεναίνω τοῖσι βουλεύουσιν εὖ͵ ἐχθρὰ δὲ γαίας κοιράνοις καθίσταμαι πόσει θ΄͵ ὃς ἡμῖν δρᾷ τὰ συμφορώτατα͵ γήμας τύραννον καὶ κασιγνήτους τέκνοις ἐμοῖς φυτεύων; οὐκ ἀπαλλαχθήσομαι θυμοῦ—τί πάσχω;— θεῶν ποριζόντων καλῶς; |
τα λόγια που είπα· τους θυμούς
μου τώρα
μην τους κοιτάς εσύ, μετά απ' την τόση την αγάπη του ενός μας για τον άλλο. Κ' εγώ, στα λογικά μου μόνη μου ήρθα και τον εαυτό μου αποπήρα : “Τί θέλω, η ζουρλή, να μανιάζω και να τάχω μ' αυτούς που τόσο φρόνιμα λογιάζουν; και να γίνουμαι εχτρά με τους αρχόντους του τόπου και τον άντρα μου, που μόνο για το δικό μας το καλό παντρεύτη τη ρηγοπούλα και ζητά να δώσει καινούργια αδέρφια στα δικά μου τέκνα; Δε θα γλυτώσω απ' το θυμό; Τί πάσκω, όταν όλα δεξά οι θεοί τα φέρνουν; |
|
880 | οὐκ εἰσὶ μέν μοι
παῖδες͵ οἶδα δὲ χθόνα
φεύγοντας ἡμᾶς καὶ σπανίζοντας φίλων; ταῦτ΄ ἐννοήσασ΄ ᾐσθόμην ἀβουλίαν πολλὴν ἔχουσα καὶ μάτην θυμουμένη. |
Δεν έχω τα παιδιά μου; Δεν
το ξέρω
πως ήρθαμε δω πρόσφυγες και δίχως φίλους;” Αυτά έβαλα στο νου, και τότες ένιωσα τη μεγάλη αστοχασιά μου και πόσο ανώφελο είναι να θυμώνω. |
|
νῦν οὖν ἐπαινῶ·
σωφρονεῖν τ΄ ἐμοὶ δοκεῖς
κῆδος τόδ΄ ἡμῖν προσλαβών͵ ἐγὼ δ΄ ἄφρων͵ ᾗ χρῆν μετεῖναι τῶνδε τῶν βουλευμάτων͵ καὶ ξυγγαμεῖν σοι͵ καὶ παρεστάναι λέχει νύμφην τε κηδεύουσαν ἥδεσθαι σέθεν. |
Τώρα λοιπόν σε παινεύω και
σ' έχω
για γνωστικό πούκαμες τέτοιο γάμο, κ' η ανέμυαλη είμαι εγώ, πού χρέος μου θάταν να τα παραδεχτώ όσα μελετούσες, να σου δώσω ένα χέρι, παραστάτης του κρεβατιού σου να γίνω, τη νύφη να γνοιάζουμαι, και σε χαρά να τόχω. |
||
ἀλλ΄ ἐσμὲν οἷόν ἐσμεν͵ οὐκ ἐρῶ κακόν͵ | Μα είμαστε κείνο πού είμαστε, — δε θέλω | ||
890 | γυναῖκες· οὔκουν
χρῆν σ΄ ὁμοιοῦσθαι κακοῖς͵
οὐδ΄ ἀντιτείνειν νήπι΄ ἀντὶ νηπίων. παριέμεσθα͵ καί φαμεν κακῶς φρονεῖν τότ΄͵ ἀλλ΄ ἄμεινον νῦν βεβούλευμαι τάδε· |
κακό να πω,— γυναίκες. Δε
σου πρέπει
λοιπόν εσένα στους κακούς να μοιάσεις, και στις μωρίες μωρίες ν' αντιλογήσεις. Για χάρη σ' το ζητώ, και να, το λέγω, πρωτήτερα στραβά τα στοχαζόμουν, μα τώρα πιο σωστά τ' αποφασίζω. |
|
Γυρίζει τα μάτια κατά το σπίτι. | |||
ὦ τέκνα τέκνα͵ δεῦτε͵
λείπετε στέγας͵
ἐξέλθετ΄͵ ἀσπάσασθε καὶ προσείπατε |
Παιδιά, παιδιά
μου, ελάτε, παρατήστε
το σπίτι κ' εβγάτε έξω! |
||
Τα παιδιά ζυγώνουν μαζί με την Παιδαγωγό. | |||
πατέρα μεθ΄ ἡμῶν͵
καὶ διαλλάχθηθ΄ ἅμα
τῆς πρόσθεν ἔχθρας ἐς φίλους μητρὸς μέτα· σπονδαὶ γὰρ ἡμῖν καὶ μεθέστηκεν χόλος. |
Το γονιό σας
χαιρετήστε ως εμείς, μιλήσετε του και, σαν τη μάνα σας κ' εσείς, ξεχάστε την έχτρα, φίλοι πούχαν μεταξύ τους· αγάπη κάνουμε, έσβησε ο θυμός μας. |
||
λάβεσθε χειρὸς δεξιᾶς· οἴμοι͵ κακῶν | Πιάστε το χέρι το δεξί του· αλί μου, | ||
900 | ὡς ἐννοοῦμαι δή
τι τῶν κεκρυμμένων.
ἆρ΄͵ ὦ τέκν΄͵ οὕτω καὶ πολὺν ζῶντες χρόνον φίλην ὀρέξετ΄ ὠλένην; τάλαιν΄ ἐγώ͵ ὡς ἀρτίδακρύς εἰμι καὶ φόβου πλέα. χρόνῳ δὲ νεῖκος πατρὸς ἐξαιρουμένη ὄψιν τέρειναν τήνδ΄ ἔπλησα δακρύων. |
τί κρυφή συφορά στο νου μου
βάνω!
Άραγε, τέκνα μου, έχετε μπροστά σας πολλά χρόνια να ζήσετε, τα χέρια ν' απλώνετε έτσι; —Τί δύστυχη πούμαι, με τα δάκρυα στα μάτια, και γεμάτη φόβο! Την ώρα που πάω να ξεχάσω τον τσακωμό με το γονιό σας πούχα, στα δάκρυα λούζω τη φθαρμένη μου όψη. |
|
Χο. | κἀμοὶ κατ΄ ὄσσων
χλωρὸν ὡρμήθη δάκρυ·
καὶ μὴ προβαίη μεῖζον ἢ τὸ νῦν κακόν. |
Χορ. | Καί μένα από τα μάτια μου
πηδήσαν
βρύση τα δάκρυα. Νάταν να μη γένει η συφορά χειρότερη απ' ό,τι είναι! |
Ια. | αἰνῶ͵ γύναι͵ τάδ΄͵
οὐδ΄ ἐκεῖνα μέμφομαι·
εἰκὸς γὰρ ὀργὰς θῆλυ ποιεῖσθαι γένος |
Ιασ. | Αυτά πού λες, γυναίκα, τα παινεύω,
και για τα περασμένα δε γκρινιάζω. |
910 | γάμου παρεμπολῶντος
ἀλλοίου πόσει.
ἀλλ΄ ἐς τὸ λῷον σὸν μεθέστηκεν κέαρ͵ ἔγνως δὲ τὴν νικῶσαν͵ ἀλλὰ τῷ χρόνῳ͵ βουλήν· γυναικὸς ἔργα ταῦτα σώφρονος. |
Είναι απ' τη φύση το γυναίκειο
γένος
να χολοσκάνει οπόταν ο άντρας πάει να παντρολογηθεί ξανά. Μα σένα γύρισε στο καλήτερο η καρδιά σου, και, στην ώρα του, τόνιωσες ποιο μέρος νικά. Γυναίκα φρόνιμη έτσι κάνει. |
|
Στα παιδιά του: | |||
ὑμῖν δέ͵ παῖδες͵
οὐκ ἀφροντίστως πατὴρ
πολλὴν ἔθηκε σὺν θεοῖς σωτηρίαν· οἶμαι γὰρ ὑμᾶς τῆσδε γῆς Κορινθίας τὰ πρῶτ΄ ἔσεσθαι σὺν κασιγνήτοις ἔτι. ἀλλ΄ αὐξάνεσθε· τἄλλα δ΄ ἐξεργάζεται πατήρ τε καὶ θεῶν ὅστις ἐστὶν εὐμενής· |
Μα ούτε κ' εσάς αμέλησε ο γονιός
σας,
παιδιά μου, και καλά σιγουρεμένα, με των θεών τη δύναμη, σας έχει· τι εδώ, θαρρώ, στης Κόρινθος τη χώρα, θάστε μιά μέρα οι πρώτοι με τ' αδέρφια σας. Μόνο τρανεύετε! Για τάλλα ο κύρης κι οποίος καλόγνωμος θεός φροντίζουν. |
||
920 | ἴδοιμι δ΄ ὑμᾶς εὐτραφεῖς
ἥβης τέλος
μολόντας͵ ἐχθρῶν τῶν ἐμῶν ὑπερτέρους. |
Άμποτε να σας δω γεροδεμένα
και παληκάρια πια, κι απ' τους εχτρούς μου καλήτερα! |
|
Στη Μήδεια: | |||
αὕτη͵ τί χλωροῖς
δακρύοις τέγγεις κόρας͵
στρέψασα λευκὴν ἔμπαλιν παρηίδα; κοὐκ ἀσμένη τόνδ΄ ἐξ ἐμοῦ δέχῃ λόγον; |
— Μα εσύ, γιατί σε δάκρυα
ποτάμι βρέχεις των ματιών τις κόρες, το άσπρο σου μάγουλο γυρνώντας πέρα, και τα λόγια μου ξέκαρδα τα παίρνεις; |
||
Μη. | οὐδέν. τέκνων τῶνδ΄ ἐννοουμένη πέρι. | Μηδ. | Μπα· τα παιδιά συλλογιζόμουν τούτα. |
Ια. | θάρσει νυν· εὖ γὰρ τῶνδ΄ ἐγὼ θήσω πέρι. | Ιασ. | Κάμε κουράγιο, εγώ θα τα κοιτάξω. |
Μη. | δράσω τάδ΄· οὔτοι
σοῖς ἀπιστήσω λόγοις·
γυνὴ δὲ θῆλυ κἀπὶ δακρύοις ἔφυ. |
Μηδ. | Έτσι θα κάμω· ό,τι μου λες
πιστεύω.
Μα είναι δειλή η γυναίκα και κλαψιάρα. |
Ια. | τί δῆτα λίαν τοῖσδ΄ ἐπιστένεις τέκνοις; | Ιασ. | Μα τί θρηνολογας γι' αυτά τα τέκνα; |
930 | |||
Μη. | ἔτικτον αὐτούς·
ζῆν δ΄ ὅτ΄ ἐξηύχου τέκνα͵
ἐσῆλθέ μ΄ οἶκτος εἰ γενήσεται τάδε. ἀλλ΄ ὧνπερ οὕνεκ΄ εἰς ἐμοὺς ἥκεις λόγους͵ τὰ μὲν λέλεκται͵ τῶν δ΄ ἐγὼ μνησθήσομαι. |
Μηδ. | Εγώ τα γέννησα· όταν τους
ευκιόσουν
να ζήσουνε, με πήρε μια λαχτάρα, τάχα θα γίνει αυτό καθώς το λέγεις; Αλλ' από κείνα πούρθες για ν' ακούσεις, άλλα σου τάπα κιόλας, κι άλλα τώρα |
ἐπεὶ τυράννοις γῆς
μ΄ ἀποστεῖλαι δοκεῖ
κἀμοὶ τάδ΄ ἐστὶ λῷστα͵ γιγνώσκω καλῶς͵ μήτ΄ ἐμποδὼν σοὶ μήτε κοιράνοις χθονὸς ναίειν· δοκῶ γὰρ δυσμενὴς εἶναι δόμοις— ἡμεῖς μὲν ἐκ γῆς τῆσδ΄ ἀπαίρομεν φυγῇ͵ παῖδες δ΄ ὅπως ἂν ἐκτραφῶσι σῇ χερί͵ |
θα τα μιλήσω. Αφού του τόπου
ο ρήγας
θέλει να με ξορίσει — και για μένα αυτό 'ναι το καλήτερο, το ξέρω, μήδε για σένα εμπόδισμα να γίνω μήδε και για του τόπου τους αφέντες, τα σπίτια τους πώς μάχουμαι αν θαρρούνε, — εγώ θα φύγω από τη γης ετούτη· μα τα παιδιά, το χέρι το δικό σου να τ' αναστήσει! Από τον Κρέοντα ζήτα |
||
940 | αἰτοῦ Κρέοντα τήνδε μὴ φεύγειν χθόνα. | λοιπόν να μην τα διώξει από τη χώρα. | |
Ια. | οὐκ οἶδ΄ ἂν εἰ πείσαιμι͵ πειρᾶσθαι δὲ χρή. | Ιασ. | Δεν ξέρω αν θα πειστεί, μα θα πασκίσω. |
Μη. | σὺ δ΄ ἀλλὰ σὴν κέλευσον
αἰτεῖσθαι πατρὸς
γυναῖκα παῖδας τήνδε μὴ φεύγειν χθόνα. |
Μηδ. | Τη γυναίκα σου βάλε να γυρέψει
του γονιού της να μην τα διώξει εδώθε. |
Ια. | μάλιστα͵ καὶ πείσειν γε δοξάζω σφ΄ ἐγώ. | Ιασ. | Καλά το λες, αυτήν την καταφέρνω. |
Μη. | εἴπερ γυναικῶν ἐστι
τῶν ἄλλων μία.
συλλήψομαι δὲ τοῦδέ σοι κἀγὼ πόνου· πέμψω γὰρ αὐτῇ δῶρ΄ ἃ καλλιστεύεται τῶν νῦν ἐν ἀνθρώποισιν͵ οἶδ΄ ἐγώ͵ πολύ͵ λεπτόν τε πέπλον καὶ πλόκον χρυσήλατον |
Μηδ. | Αν είν' κι αυτή σαν όλες τις
γυναίκες.
Μα στο έργο σου κ' εγώ θα σε βοηθήσω· τι θα της στείλω δώρα που περνούνε στην ομορφιά κατά πολύ, το ξέρω, όσα θα βρεις μες στους ανθρώπους τώρα, ανάριο πέπλο και χρυσό στεφάνι, |
950 | παῖδας φέροντας.
ἀλλ΄ ὅσον τάχος χρεὼν
κόσμον κομίζειν δεῦρο προσπόλων τινά. εὐδαιμονήσει δ΄ οὐχ ἕν͵ ἀλλὰ μυρία͵ ἀνδρός τ΄ ἀρίστου σοῦ τυχοῦσ΄ ὁμευνέτου κεκτημένη τε κόσμον ὅν ποθ΄ ῞Ηλιος πατρὸς πατὴρ δίδωσιν ἐκγόνοισιν οἷς. |
που τα παιδιά θα παν να της
τα δώσουν.
—Γρήγορα μιά δουλεύτρα τα στολίδια να μου τα φέρει εδώ! —Κι όχι μιά θάναι μόν' μύρια ευτυχισμένη, εκείνη, νάχει σένα, τον κάλλιον άντρα, ομόκοιτό της και στολισμό που ο Ήλιος, του γονιού μου ο κύρης, χάρισε στ' απόγονά του. |
|
Μιά δούλα φέρνει το πέπλο και το στεφάνι,
κ' η Μήδεια τα δίνει στα παιδιά. |
|||
λάζυσθε φερνὰς τάσδε͵
παῖδες͵ ἐς χέρας
καὶ τῇ τυράννῳ μακαρίᾳ νύμφῃ δότε φέροντες· οὔτοι δῶρα μεμπτὰ δέξεται. |
Πάρτε στα χέρια σας, παιδιά,
του γάμου
τα χαρίσματα αυτά, στη ρηγοπούλα, την καλότυχη νύφη, φέρετέ τα· δεν είν' για καταφρόνια ό,τι θα λάβει. |
||
Ια. | τί δ΄͵ ὦ ματαία͵ τῶνδε σὰς κενοῖς χέρας; | Ιασ. | Τρελή! Τί πας ν' αδειάσεις από δαύτα |
960 | δοκεῖς σπανίζειν
δῶμα βασίλειον πέπλων͵
δοκεῖς δὲ χρυσοῦ; σῷζε͵ μὴ δίδου τάδε. εἴπερ γὰρ ἡμᾶς ἀξιοῖ λόγου τινὸς γυνή͵ προθήσει χρημάτων͵ σάφ΄ οἶδ΄ ἐγώ. |
τα χέρια σου; Νομίζεις στο
παλάτι
τους απολείπουν πέπλα και χρυσάφι; Βάστα, και μην τα δίνεις. Κι αν μια στάλα με λογαριάζει η γυναίκα μου, κάλλιο θα μ' έχει, δίχως άλλο, από τα πλούτη. |
|
Μη. | μή μοι σύ· πείθειν
δῶρα καὶ θεοὺς λόγος·
χρυσὸς δὲ κρείσσων μυρίων λόγων βροτοῖς. κείνης ὁ δαίμων͵ κεῖνα νῦν αὔξει θεός͵ νέα τυραννεῖ· τῶν δ΄ ἐμῶν παίδων φυγὰς ψυχῆς ἂν ἀλλαξαίμεθ΄͵ οὐ χρυσοῦ μόνον. |
Μηδ. | Μη μου μιλάς. Τα δώρα πείθουν,
λένε,
και τους θεούς· και το χρυσάφι τόχω πιο δυνατό κι από μυριάδες λόγια. Η τύχη σήμερα δική της είναι, ο θεός τη βοηθά, τα νιάτα τάχει, και βασιλεύει! Κ' εγώ, για να σώσω από την εξορία τα παιδιά μου, όχι χρυσάφι, την ψυχή μου δίνω. |
ἀλλ΄͵ ὦ τέκν΄͵ εἰσελθόντε πλουσίους δόμους | Μόνο, παιδιά μου εσείς, στο πλούσιο σπίτι | ||
970 | πατρὸς νέαν γυναῖκα͵
δεσπότιν δ΄ ἐμήν͵
ἱκετεύετ΄͵ ἐξαιτεῖσθε μὴ φυγεῖν χθόνα͵ κόσμον διδόντες—τοῦδε γὰρ μάλιστα δεῖ— ἐς χεῖρ΄ ἐκείνης δῶρα δέξασθαι τάδε. ἴθ΄ ὡς τάχιστα· μητρὶ δ΄ ὧν ἐρᾷ τυχεῖν εὐάγγελοι γένοισθε πράξαντες καλῶς. |
εμπάτε, την καινούργια τη
γυναίκα
του γονιού σας κι αφέντισσα δική μου παρακαλέστε και γυρέψτε εδώθε να μη σας διώξουν, δίνοντας της τούτα τα στολίδια· γιατί 'ναι ανάγκη πάσα να τα πάρει στα χέρια της τα δώρα. Σύρτε γοργά, και το έργο όταν πετύχει, φέρτε στη μάνα το καλό μαντάτο πώς έγιναν εκείνα πού ποθούσε. |
|
Τα παιδιά φεύγουν με τον Ιάσονα και τον
Παιδαγωγό. |
<< 4ο χορικό | [εισαγωγή] | 5ο χορικό >> |