ΙΛΙΑΔΟΣ  -  ΡΑΨΩΔΙΑ  Ω΄

(στίχοι  : 718-804 [τέλος] )

[Μετάφραση : ΙΑΚΩΒΟΥ  ΠΟΛΥΛΑ]

 

Και ως είπ’ εκείνοι εχώρισαν τ’ αμάξι να περάσει.

Και αφού στα ωραία δώματα το λείψανο ανεβάσαν

στην  κλίνην το απόθεσαν, κι εκάθισαν στο πλάγι

τους θρηνωδούς, το θλιβερό τραγούδι ν’ αρχινήσουν.

 

Και αντιφωνούσαν κλαίοντας στον θρήνον οι γυναίκες.

Και η λευκοχέρ’ αρχίνησε τον θρήνον Ανδρομάχη

στην κεφαλήν του Έκτορος, απλώνοντας τα χέρια:

 

ὣς ἔφαθ᾽, οἳ δὲ διέστησαν καὶ εἶξαν ἀπήνῃ.       718

οἳ δ᾽ ἐπεὶ εἰσάγαγον κλυτὰ δώματα, τὸν μὲν ἔπειτα

τρητοῖς ἐν λεχέεσσι θέσαν, παρὰ δ᾽ εἷσαν ἀοιδοὺς   

θρήνων ἐξάρχους, οἵ τε στονόεσσαν ἀοιδὴν

οἳ μὲν ἄρ᾽ ἐθρήνεον, ἐπὶ δὲ στενάχοντο γυναῖκες.

τῇσιν δ᾽ Ἀνδρομάχη λευκώλενος ἦρχε γόοιο

Ἕκτορος ἀνδροφόνοιο κάρη μετὰ χερσὶν ἔχουσα·

 

«Άνδρα μου, νέος πέθανες, κι εμέν’ αφήνεις χήραν

στο σπίτι με το τρυφερό παιδί που εμείς οι δυο

οι άμοιροι εγεννήσαμεν. Και δεν θα μεγαλώσει

ωιμένα, ότι γρήγορα τούτη θα πέσ’ η πόλη

τώρα που εσύ χάθηκες, ο στύλος της, η ασπίδα,

που τα παιδιά της έσωζες και τες σεμνές μητέρες,

που γρήγορα στα πλοία τους θενά μας ρίξουν όλες

και συ μαζί μου, τέκνον μου, θα είσαι να δουλεύεις

με κόπον σ’ έργα ουτιδανά καταδυναστευμένος

κάτω από κύριον σκληρόν, αν πρωτα δεν σε ρίξει

από του πύργου την κορφήν να κακοθανατίσεις

κανείς οπού του εφόνευσεν ο Έκτωρ τον πατέρα,

τον αδελφόν ή το παιδί, διότι από το χέρι

εκείνου πλήθος Αχαιών εδάγκασαν το χώμα.

 

ἆνερ ἀπ᾽ αἰῶνος νέος ὤλεο, κὰδ δέ με χήρην     725

λείπεις ἐν μεγάροισι· πάϊς δ᾽ ἔτι νήπιος αὔτως

ὃν τέκομεν σύ τ᾽ ἐγώ τε δυσάμμοροι, οὐδέ μιν οἴω

ἥβην ἵξεσθαι· πρὶν γὰρ πόλις ἥδε κατ᾽ ἄκρης

πέρσεται· ἦ γὰρ ὄλωλας ἐπίσκοπος, ὅς τέ μιν αὐτὴν

ῥύσκευ, ἔχες δ᾽ ἀλόχους κεδνὰς καὶ νήπια τέκνα,     

αἳ δή τοι τάχα νηυσὶν ὀχήσονται γλαφυρῇσι,

καὶ μὲν ἐγὼ μετὰ τῇσι· σὺ δ᾽ αὖ τέκος ἢ ἐμοὶ αὐτῇ

ἕψεαι, ἔνθά κεν ἔργα ἀεικέα ἐργάζοιο

ἀθλεύων πρὸ ἄνακτος ἀμειλίχου, ἤ τις Ἀχαιῶν

ῥίψει χειρὸς ἑλὼν ἀπὸ πύργου λυγρὸν ὄλεθρον 735

χωόμενος, ᾧ δή που ἀδελφεὸν ἔκτανεν Ἕκτωρ

ἢ πατέρ᾽ ἠὲ καὶ υἱόν, ἐπεὶ μάλα πολλοὶ Ἀχαιῶν

Ἕκτορος ἐν παλάμῃσιν ὀδὰξ ἕλον ἄσπετον οὖδας.

 

Ότι ο πατέρας σου απαλός στον πόλεμον δεν ήταν.

Για τούτο σήμερα ο λαός ολόκληρος τον κλαίγει,

και λύπη θα’σαι αμίλητη, ω Έκτορ, στους γονείς σου,

μόν’ άλλος είναι ο πόνος μου. Στην κλίνην σου, ω γλυκέ μου,

δεν πέθανες, το χέρι σου στο χέρι μου ν’ απλώσεις,

και κάποιον λόγον φρόνιμον να βάλεις στην καρδιά μου

ημέρα νύκτα μες στο νου να το’χω και να κλαίω.».

 

οὐ γὰρ μείλιχος ἔσκε πατὴρ τεὸς ἐν δαῒ λυγρῇ·

τὼ καί μιν λαοὶ μὲν ὀδύρονται κατὰ ἄστυ,       740

ἀρητὸν δὲ τοκεῦσι γόον καὶ πένθος ἔθηκας

Ἕκτορ· ἐμοὶ δὲ μάλιστα λελείψεται ἄλγεα λυγρά.

οὐ γάρ μοι θνῄσκων λεχέων ἐκ χεῖρας ὄρεξας,

οὐδέ τί μοι εἶπες πυκινὸν ἔπος, οὗ τέ κεν αἰεὶ

μεμνῄμην νύκτάς τε καὶ ἤματα δάκρυ χέουσα.  745

 

Και με τον θρήνον πόκαμνε στενάζαν οι γυναίκες

και ανάμεσόν τους άρχισε κι η Εκάβη να θρηνήσει:

 

ὣς ἔφατο κλαίουσ᾽, ἐπὶ δὲ στενάχοντο γυναῖκες.

τῇσιν δ᾽ αὖθ᾽ Ἑκάβη ἁδινοῦ ἐξῆρχε γόοιο·

 

«Έκτορ, ω το ακριβότερο απ’όλα τα παιδιά μου,

και όταν μου εζούσες, οι θεοί, γλυκέ μου, σ’ αγαπούσαν

και τώρα μες στον θάνατον ακόμη σε λυπούνται.

 

Ἕκτορ ἐμῷ θυμῷ πάντων πολὺ φίλτατε παίδων,

ἦ μέν μοι ζωός περ ἐὼν φίλος ἦσθα θεοῖσιν·

οἳ δ᾽ ἄρα σεῦ κήδοντο καὶ ἐν θανάτοιό περ αἴσῃ.    

 

Τ’ άλλα παιδιά μου, όσα’πιανεν ο γρήγορος Πηλείδης

απόπερ’ απ’ την θάλασσαν στα ξένα τα επουλούσε

στην Λήμνον την σκοταδερή, στην Σάμον και στην Ίμβρον.

Και συ αφού σ’ ενέκρωσεν η λόγχη του και γύρω

του φίλου οπού του εφόνευσες τον τάφον σ’ έχει σύρει,

και όμως με αυτό δεν έκαμε τον φίλον ν’ αναζήσει,

εμπρός μου τώρα δροσερός και ανέγγιχτος στο σπίτι

κείτεσαι, ωσάν τον άνθρωπον που την ψυχήν του επήρε

ο Φοίβος ο αργυρότοξος με τ’ άλυπά του βέλη.».

 

ἄλλους μὲν γὰρ παῖδας ἐμοὺς πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεὺς

πέρνασχ᾽ ὅν τιν᾽ ἕλεσκε πέρην ἁλὸς ἀτρυγέτοιο,

ἐς Σάμον ἔς τ᾽ Ἴμβρον καὶ Λῆμνον ἀμιχθαλόεσσαν·

σεῦ δ᾽ ἐπεὶ ἐξέλετο ψυχὴν ταναήκεϊ χαλκῷ,

πολλὰ ῥυστάζεσκεν ἑοῦ περὶ σῆμ᾽ ἑτάροιο          755

Πατρόκλου, τὸν ἔπεφνες· ἀνέστησεν δέ μιν οὐδ᾽ ὧς.

νῦν δέ μοι ἑρσήεις καὶ πρόσφατος ἐν μεγάροισι

κεῖσαι, τῷ ἴκελος ὅν τ᾽ ἀργυρότοξος Ἀπόλλων

οἷς ἀγανοῖσι βέλεσσιν ἐποιχόμενος κατέπεφνεν.

 

Και η κλάψα της εσήκωσε γύρω οδυρμόν και θρήνους.

 

Και τρίτ’ η Ελένη άρχισε τον θρήνον της κι εκείνη:

 

ὣς ἔφατο κλαίουσα, γόον δ᾽ ἀλίαστον ὄρινε.     760

τῇσι δ᾽ ἔπειθ᾽ Ἑλένη τριτάτη ἐξῆρχε γόοιο·

 

«Ω Έκτορ μου, ο ακριβότερος των αδελφών του ανδρός μου,

κι είν’ άνδρας μου ο θεόμορφος Αλέξανδρος που εμένα

εδώ στην Τροίαν έφερε. Να’χα πεθάνει πρώτα.

Χρόνοι επεράσαν είκοσιν αφ’ ότου εκείθεν ήλθα

και άφησα την πατρίδα μου. Και απ’ τα δικά σου χείλη

λόγον ποτέ δεν άκουσα κακόν να με πικράνει.

 

Ἕκτορ ἐμῷ θυμῷ δαέρων πολὺ φίλτατε πάντων,

ἦ μέν μοι πόσις ἐστὶν Ἀλέξανδρος θεοειδής,

ὅς μ᾽ ἄγαγε Τροίηνδ᾽· ὡς πρὶν ὤφελλον ὀλέσθαι.

ἤδη γὰρ νῦν μοι τόδε εἰκοστὸν ἔτος ἐστὶν          765

ἐξ οὗ κεῖθεν ἔβην καὶ ἐμῆς ἀπελήλυθα πάτρης·

ἀλλ᾽ οὔ πω σεῦ ἄκουσα κακὸν ἔπος οὐδ᾽ ἀσύφηλον·

 

Και αν κάποιος απ’ τους αδελφούς ή από τες αδελφές σου

ή από τες συννυφάδες μου με απόπαιρνεν ή ακόμη

η πεθερά μου – ο πεθερός με αγάπα ωσάν πατέρας –

συ μόνος τον ημέρωνες με λόγια μελωμένα

με την αγαθοσύνην σου. Για τούτο σένα κλαίω

και αντάμα εμέ την άμοιρην και σχίζεται η καρδιά μου.

Ότι κανείς δεν μόμεινεν εις όλην την Τρωάδα

να είναι φίλος της καρδιάς και μ’ αποστρέφοντ’ όλοι.».

 

ἀλλ᾽ εἴ τίς με καὶ ἄλλος ἐνὶ μεγάροισιν ἐνίπτοι

δαέρων ἢ γαλόων ἢ εἰνατέρων εὐπέπλων,

ἢ ἑκυρή, ἑκυρὸς δὲ πατὴρ ὣς ἤπιος αἰεί,            770

ἀλλὰ σὺ τὸν ἐπέεσσι παραιφάμενος κατέρυκες

σῇ τ᾽ ἀγανοφροσύνῃ καὶ σοῖς ἀγανοῖς ἐπέεσσι.

τὼ σέ θ᾽ ἅμα κλαίω καὶ ἔμ᾽ ἄμμορον ἀχνυμένη κῆρ·

οὐ γάρ τίς μοι ἔτ᾽ ἄλλος ἐνὶ Τροίῃ εὐρείῃ

ἤπιος οὐδὲ φίλος, πάντες δέ με πεφρίκασιν.       775

 

Και ως έκλαιε τριγύρω της εστέναζαν τα πλήθη.

Και τότε ο γέρος Πρίαμος επρόσταξε στα πλήθη:

 

ὣς ἔφατο κλαίουσ᾽, ἐπὶ δ᾽ ἔστενε δῆμος ἀπείρων.

λαοῖσιν δ᾽ ὃ γέρων Πρίαμος μετὰ μῦθον ἔειπεν·

 

«Στην πόλην, Τρώες, φέρετε τα ξύλα, μη φοβείσθε

καρτέρι από τους Αχαιούς. Μου έταξε ο Πηλείδης

όταν από τες πρύμνες του αυτός μ’ επροβοδούσε,

πριν φέξ’  δωδεκάτη αυγή να μη μας πολεμήσει.».

 

ἄξετε νῦν Τρῶες ξύλα ἄστυ δέ, μὴ δέ τι θυμῷ

δείσητ᾽ Ἀργείων πυκινὸν λόχον· ἦ γὰρ Ἀχιλλεὺς

πέμπων μ᾽ ὧδ᾽ ἐπέτελλε μελαινάων ἀπὸ νηῶν  780

μὴ πρὶν πημανέειν πρὶν δωδεκάτη μόλῃ ἠώς.

 

Και αυτοί τες μούλες έζεψαν στ’ αμάξια και τους ταύρους

και με σπουδήν συνάχθηκαν εμπρός στην πόλην όλοι

κι εννιά ημέρες έφερναν από το δάσος ξύλα.

 

ὣς ἔφαθ᾽, οἳ δ᾽ ὑπ᾽ ἀμάξῃσιν βόας ἡμιόνους τε

ζεύγνυσαν, αἶψα δ᾽ ἔπειτα πρὸ ἄστεος ἠγερέθοντο.

ἐννῆμαρ μὲν τοί γε ἀγίνεον ἄσπετον ὕλην·

 

Και άμα η δεκάτη εφάνη αυγή τον κόσμον να φωτίσει

τότ’ έβγαλαν τον Έκτορα και κλαίοντας τον θέσαν

εις της πυράς την κορυφήν, κατόπι την ανάψαν.

 

ἀλλ᾽ ὅτε δὴ δεκάτη ἐφάνη φαεσίμβροτος ἠώς,   785

καὶ τότ᾽ ἄρ᾽ ἐξέφερον θρασὺν Ἕκτορα δάκρυ χέοντες,

ἐν δὲ πυρῇ ὑπάτῃ νεκρὸν θέσαν, ἐν δ᾽ ἔβαλον πῦρ.

 

Και άμα η ροδοδάκτυλη Ηώς στον κόσμο εφάνη,

εις την πυράν ολόγυρα του Έκτορος του ανδρείου

όλος συνάχθηκε ο λαός κι άφθονο πρώτα εχύσαν

κρασί μες στην πυρκαϊά και την εσβήσαν όλην

ως κει που εβόσκησε η φωτιά, κι οι αυτάδελφοι και οι φίλοι

κατόπιν όλα εσύναξαν τα άσπρα κόκαλά του,

κι ετρέχαν δάκρυα θερμά από τα μάγουλά τους.

 

ἦμος δ᾽ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,

τῆμος ἄρ᾽ ἀμφὶ πυρὴν κλυτοῦ Ἕκτορος ἔγρετο λαός.

αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾽ ἤγερθεν ὁμηγερέες τ᾽ ἐγένοντο      790

πρῶτον μὲν κατὰ πυρκαϊὴν σβέσαν αἴθοπι οἴνῳ

πᾶσαν, ὁπόσσον ἐπέσχε πυρὸς μένος· αὐτὰρ ἔπειτα

ὀστέα λευκὰ λέγοντο κασίγνητοί θ᾽ ἕταροί τε

μυρόμενοι, θαλερὸν δὲ κατείβετο δάκρυ παρειῶν.

 

Και μέσα εις χρυσήν λάρνακα τα εθέσαν κατόπι

με πορφυρά και μαλακά σεντόνια τυλιγμένα.

 

καὶ τά γε χρυσείην ἐς λάρνακα θῆκαν ἑλόντες   795

πορφυρέοις πέπλοισι καλύψαντες μαλακοῖσιν.

 

Κατόπι τα εκατέβασαν μες στο βαθύ κιβούρι

κι επάνω εστοίβασαν πυκνά λιθάρια και μεγάλα

και αφού τάφον εσήκωσαν με χώματα εκαθόνταν

φύλακες απ’ τους Αχαιούς το μνήμα να φρουρήσουν.

 

αἶψα δ᾽ ἄρ᾽ ἐς κοίλην κάπετον θέσαν, αὐτὰρ ὕπερθε

πυκνοῖσιν λάεσσι κατεστόρεσαν μεγάλοισι·

ῥίμφα δὲ σῆμ᾽ ἔχεαν, περὶ δὲ σκοποὶ ἥατο πάντῃ,

μὴ πρὶν ἐφορμηθεῖεν ἐϋκνήμιδες Ἀχαιοί[1].        800

 

Και αφού το μνήμα ετοίμασαν, συναθροισθήκαν όλοι

με τάξιν και εκάθησαν στο θαυμαστό τραπέζι

μέσα στα υψηλά δώματα  του σεβαστού Πριάμου.

 

χεύαντες δὲ τὸ σῆμα πάλιν κίον· αὐτὰρ ἔπειτα

εὖ συναγειρόμενοι δαίνυντ᾽ ἐρικυδέα δαῖτα

δώμασιν ἐν Πριάμοιο διοτρεφέος βασιλῆος.

 

Αυτός του ανδρείου Έκτορος ο ενταφιασμό εγίνη.

 

ὣς οἵ γ᾽ ἀμφίεπον τάφον Ἕκτορος ἱπποδάμοιο*.

 

 

 

ΤΕΛΟΣ 

 

 

                                    ß                                                              

G

 



[1] Υπήρχε ο κίνδυνος να επιτεθούν οι Αχαιοί, όταν ΜΑΘΑΙΝΑΝ πως παρέδωσε τον σωρό του Έκτορα ο ΑΧΙΛΛΕΑΣ, χωρίς την συγκατάθεση όλων των υπολοίπων αρχηγών. (Συνήθως τις αποφάσεις, οι Αχαιοί, τις λάμβαναν σε ΣΥΝΟΔΟΥΣ).



*Τα οστά του ΕΚΤΟΡΑ αργότερα, μεταφέρθηκαν και τάφηκαν στην ΘΗΒΑ της ΒΟΙΩΤΙΑΣ

Ο  Παυσ. 9, 18,5  γράφει: Οι Θηβαίοι έχουν και τάφο του ΕΚΤΟΡΑ του γιου του ΠΡΙΑΜΟΥ, παρά την λεγόμενη ΟΙΔΙΠΟΔΕΙΑ ΚΡΗΝΗ. Εφεραν τα κόκκαλά του από το Ιλιον, εξ αφορμής του εξης χρησμού: «Θηβαίοι που κατοικείτε την πόλη του Καδμου, // αν θέλετε να ζείτε στον τόπο σας με εξαίρετο πλούτο,// φέρτε στην πατρίδα σας τα κόκκαλα του ΕΚΤΟΡΑ, του γιου του Πριάμου // από την Ασία και, κατά του Δία τα κελεύσματα, τιμήστε τον ως ήρωα.». Κατά άλλες παραδόσεις, τα κόκκαλα του Εκτορα βρίσκονταν στην παρά την Τροία πόλη Οφρύνειον, και έπρεπε, μεταφερόμενα στην Ελλάδα, να ενταφιαστούν κοντά σε πόλη που δεν είχε λάβει μέρος στον πόλεμο κατά της Τροίας. Η φιλολογική παράδοση διέσωσε ένα δίστιχο επιτάφιο επίγραμμα για τον Εκτορα ως θαμμένον στη Θήβα [Hiller, αριθ. 46]. «Εκτορι τόνδε μέγα βοιώτιοι άνδρες έτευξαν // τύμβον υπέρ γαίης, σήμ’ επιγιγνομένοις».