ΙΛΙΑΔΟΣ  -  ΡΑΨΩΔΙΑ  Ω΄

(στίχοι  : 576-717)

[Μετάφραση : ΙΑΚΩΒΟΥ  ΠΟΛΥΛΑ]

 

Και τα μουλάρια ξέζεψαν εκείνοι και τους ίππους

κι έμπασαν μέσα στην σκηνήν τον κήρυκα του γέρου

και τον εκάθισαν εκεί. Και απ’ το λαμπρόν αμάξι

τ’ άπειρα λύτρα εσήκωσαν του Έκτορος και δύο

χλαμύδες άφησαν εκεί κι έναν καλόν χιτώνα

να πάρει σπίτι τον νεκρόν μ’ εκείνα σκεπασμένον.

Κι είπε στις δούλες τον νεκρόν να λούσουν και να χρίσουν

ανάμερα, μη ο Πρίαμος θωρώντας το παιδί του

μες στην καρδιά του την οργήν του πόνου δεν κρατήσει

και του Αχιλλέως η ψυχή ξαγριωθεί και αμέσως

τον σφάξει παραβαίνοντας την προσταγήν του Δία.

 

οἳ τόθ᾽ ὑπὸ ζυγόφιν λύον ἵππους ἡμιόνους τε,

ἐς δ᾽ ἄγαγον κήρυκα καλήτορα τοῖο γέροντος,

κὰδ δ᾽ ἐπὶ δίφρου εἷσαν· ἐϋξέστου δ᾽ ἀπ᾽ ἀπήνης

ᾕρεον Ἑκτορέης κεφαλῆς ἀπερείσι᾽ ἄποινα.

κὰδ δ᾽ ἔλιπον δύο φάρε᾽ ἐΰννητόν τε χιτῶνα,    580

ὄφρα νέκυν πυκάσας δοίη οἶκον δὲ φέρεσθαι.

δμῳὰς δ᾽ ἐκκαλέσας λοῦσαι κέλετ᾽ ἀμφί τ᾽ ἀλεῖψαι

νόσφιν ἀειράσας, ὡς μὴ Πρίαμος ἴδοι υἱόν,

μὴ ὃ μὲν ἀχνυμένῃ κραδίῃ χόλον οὐκ ἐρύσαιτο

παῖδα ἰδών, Ἀχιλῆϊ δ᾽ ὀρινθείη φίλον ἦτορ,      585

καί ἑ κατακτείνειε, Διὸς δ᾽ ἀλίτηται ἐφετμάς.

 

Κι αφού τον λούσαν κι έχρισαν οι δούλες με τα μύρα

και τον ενεκροστόλισαν, τον σήκωσε ο Πηλείδης

ο ίδιος και τον άπλωσε στο νεκρικό κρεβάτι

και οι σύντροφο τον έβαλαν εις το λαμπρόν αμάξι.

Τότ’ είπε αναστενάζοντας: «Άκου, γλυκιέ μου φίλε,

μη, Πάτροκλε, μου χολωθείς, αυτού στον Άδη αν μάθεις

που έλυσα τον Έκτορα του γέροντος πατρός του,

επειδή λύτρα όχι κακά μου έδωσε και απ’ όλα

ό,τι σου πρέπει αγαπητέ, θα σου χαρίσω μέρος.».

 

τὸν δ᾽ ἐπεὶ οὖν δμῳαὶ λοῦσαν καὶ χρῖσαν ἐλαίῳ,

ἀμφὶ δέ μιν φᾶρος καλὸν βάλον ἠδὲ χιτῶνα,

αὐτὸς τόν γ᾽ Ἀχιλεὺς λεχέων ἐπέθηκεν ἀείρας,

σὺν δ᾽ ἕταροι ἤειραν ἐϋξέστην ἐπ᾽ ἀπήνην.         590

ᾤμωξέν τ᾽ ἄρ᾽ ἔπειτα, φίλον δ᾽ ὀνόμηνεν ἑταῖρον·

μή μοι Πάτροκλε σκυδμαινέμεν, αἴ κε πύθηαι

εἰν Ἄϊδός περ ἐὼν ὅτι Ἕκτορα δῖον ἔλυσα

πατρὶ φίλῳ, ἐπεὶ οὔ μοι ἀεικέα δῶκεν ἄποινα.

σοὶ δ᾽ αὖ ἐγὼ καὶ τῶνδ᾽ ἀποδάσσομαι ὅσσ᾽ ἐπέοικεν.                                                                            

 

Και στην σκηνήν εγύρισε ο ισόθεος Πηλείδης

και στο θρονί του εκάθισε προς τον αντίκρυ τοίχον

κι έλεγε προς τον Πρίαμον: «Ω γέρε, ως εποθούσες

ο υιός σου τώρα ελυθηκε και κείτεται στην κλίνην.

Και το πρωί θα τον ιδείς, μαζί σου να τον πάρεις.

Και τώρα να δειπνήσωμεν, ω γέρε, ας στοχασούμε.

Ότι δεν ελησμόνησε μήτε η λαμπρή Νιόβη

τροφήν να πάρ’ η δύστυχη σ’ εκείνην την ημέραν

που είδε δώδεκα παιδιά στο σπίτι πεθαμένα

έξι ανδρειωμέν’ αγόρια της και έξι θυγατέρες.

 

ἦ ῥα, καὶ ἐς κλισίην πάλιν ἤϊε δῖος Ἀχιλλεύς,

ἕζετο δ᾽ ἐν κλισμῷ πολυδαιδάλῳ ἔνθεν ἀνέστη

τοίχου τοῦ ἑτέρου, ποτὶ δὲ Πρίαμον φάτο μῦθον·

υἱὸς μὲν δή τοι λέλυται γέρον ὡς ἐκέλευες,

κεῖται δ᾽ ἐν λεχέεσσ᾽· ἅμα δ᾽ ἠοῖ φαινομένηφιν    600

ὄψεαι αὐτὸς ἄγων· νῦν δὲ μνησώμεθα δόρπου.

καὶ γάρ τ᾽ ἠΰκομος Νιόβη ἐμνήσατο σίτου,

τῇ περ δώδεκα παῖδες ἐνὶ μεγάροισιν ὄλοντο

ἓξ μὲν θυγατέρες, ἓξ δ᾽ υἱέες ἡβώοντες*.

 

Τ’ αγόρια ο Φοίβος φόνευσε με τ’ αργυρό του τόξο,

τες κόρες πάλ’ η Άρτεμις από χολήν που επήραν,

ότι με την καλήν Λητώ ισώνετο η Νιόβη,

πως αυτή γέννησε πολλά κι εκείνη δυο μόνον.

 

τοὺς μὲν Ἀπόλλων πέφνεν ἀπ᾽ ἀργυρέοιο βιοῖο 605

χωόμενος Νιόβῃ, τὰς δ᾽ Ἄρτεμις ἰοχέαιρα,

οὕνεκ᾽ ἄρα Λητοῖ ἰσάσκετο καλλιπαρῄῳ·

φῆ δοιὼ τεκέειν, ἣ δ᾽ αὐτὴ γείνατο πολλούς·

 

Και όμως οι δυο τους πολλούς αφάνισαν, κι εννέα

στο αίμα ημέρες έμειναν, και άνθρωπος να τους θάψει

δεν ήταν, ότι τους λαούς ελίθωσεν ο Δίας.

Κι οι επουράνιοι θεοί στις δέκα τους εθάψαν

αλλά στα δάκρ’ απόκαμε κι εκείνη κι ενθυμήθη

τροφήν να πάρ’ η δύστυχη. Και τώρα του Σιπύλου

τα έρμα όρη τ’ άγρια κει που ησυχάζουν νύμφες

από χορούς που εστησαν στες άκρες του Αχελώου,

τον πόνον πόχει απ’ τους θεούς και πέτρα ως είναι τρέφει.

 

τὼ δ᾽ ἄρα καὶ δοιώ περ ἐόντ᾽ ἀπὸ πάντας ὄλεσσαν.

οἳ μὲν ἄρ᾽ ἐννῆμαρ κέατ᾽ ἐν φόνῳ, οὐδέ τις ἦεν         

κατθάψαι, λαοὺς δὲ λίθους ποίησε Κρονίων·

τοὺς δ᾽ ἄρα τῇ δεκάτῃ θάψαν θεοὶ Οὐρανίωνες.

ἣ δ᾽ ἄρα σίτου μνήσατ᾽, ἐπεὶ κάμε δάκρυ χέουσα.

νῦν δέ που ἐν πέτρῃσιν ἐν οὔρεσιν οἰοπόλοισιν

ἐν Σιπύλῳ[1], ὅθι φασὶ θεάων ἔμμεναι εὐνὰς       615

νυμφάων, αἵ τ᾽ ἀμφ᾽ Ἀχελώϊον[2] ἐρρώσαντο,

ἔνθα λίθος περ ἐοῦσα θεῶν ἐκ κήδεα πέσσει.

 

Και, ω θείε γέρε, την τροφήν κι εμείς ας θυμηθούμε.

Θα κλαίγεις εις την Ίλιον το αγαπητό παιδί σου

κατόπιν. Ότι δάκρυα πολλά θα σου γεννήσει.».

 

ἀλλ᾽ ἄγε δὴ καὶ νῶϊ μεδώμεθα δῖε γεραιὲ

σίτου· ἔπειτά κεν αὖτε φίλον παῖδα κλαίοισθα

Ἴλιον εἰσαγαγών· πολυδάκρυτος δέ τοι ἔσται. 620

 

Είπε, σηκώθη κι έσφαξεν αρνί λευκό σαν χιόνι,

το γδάραν το συγύρισαν οι σύντροφοί του ως πρέπει,

με τέχνην το ελιάνισαν, το πέρασαν στες σούβλες

και όμορφα αφου το’ψησαν απ’ την φωτιά το σύραν.

Και στο τραπέζι εμέραζε τον άρτον  ο Αυτομέδων,

μέσα στα ωραία κάνιστρα, τα κρέατα ο Πηλείδης.

Και άπλωσαν όλοι στα καλά φαγιά που εμπρός τους είχαν.

 

ἦ καὶ ἀναΐξας ὄϊν ἄργυφον ὠκὺς Ἀχιλλεὺς

σφάξ᾽· ἕταροι δ᾽ ἔδερόν τε καὶ ἄμφεπον εὖ κατὰ κόσμον,

μίστυλλόν τ᾽ ἄρ᾽ ἐπισταμένως πεῖράν τ᾽ ὀβελοῖσιν,

ὄπτησάν τε περιφραδέως, ἐρύσαντό τε πάντα.

Αὐτομέδων δ᾽ ἄρα σῖτον ἑλὼν ἐπένειμε τραπέζῃ    

καλοῖς ἐν κανέοισιν· ἀτὰρ κρέα νεῖμεν Ἀχιλλεύς.

οἳ δ᾽ ἐπ᾽ ὀνείαθ᾽ ἑτοῖμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον.

 

Και αφού εφάγαν κι έπιαν όσο ήθελε η ψυχή τους,

ο Πρίαμος εθαύμαζεν εκεί του Αχιλλέα

την πλάση και τ’ ανάστημα που ωσάν θεού φαντάζαν.

Και του Πριάμου την ειδή την αγαθήν κοιτώντας

και την λαλιά του ακούοντας εθαύμαζε ο Πηλείδης.

Και αφού ν’ αντικοιτάζονται ευφράνθησαν και οι δύο

πρώτος ο θείος Πρίαμος προς τον Πηλείδην είπε:

 

αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο,

ἤτοι Δαρδανίδης Πρίαμος θαύμαζ᾽ Ἀχιλῆα

ὅσσος ἔην οἷός τε· θεοῖσι γὰρ ἄντα ἐῴκει·           630

αὐτὰρ ὃ Δαρδανίδην Πρίαμον θαύμαζεν Ἀχιλλεὺς

εἰσορόων ὄψίν τ᾽ ἀγαθὴν καὶ μῦθον ἀκούων.

αὐτὰρ ἐπεὶ τάρπησαν ἐς ἀλλήλους ὁρόωντες,

τὸν πρότερος προσέειπε γέρων Πρίαμος θεοειδής·

 

«Βάλε με, ω θρέμμα του Διός, αμέσως να πλαγιάσω

και την γλυκιάν ανάπαυσην είν’ ώρα να χαρούμε.

Και μάτι εγώ δεν έκλεισα, Πηλείδη, από την ώρα

που απέθανε απ’ τα χέρια μου το αγαπητό παιδί μου,

αλλά στενάζω πάντοτε, την λύπην δεν χορταίνω

ημέρα νύκτα στης αυλής την λάσπην κυλισμενος.

Χαψιά ψωμί, ρουφιά κρασί δεν είχα βάλ’ εις τούτο

το στόμα, ώσπου μ’ έκαμες μαζί σου να δειπνήσω.».

 

λέξον νῦν με τάχιστα διοτρεφές, ὄφρα καὶ ἤδη  635

ὕπνῳ ὕπο γλυκερῷ ταρπώμεθα κοιμηθέντες·

οὐ γάρ πω μύσαν ὄσσε ὑπὸ βλεφάροισιν ἐμοῖσιν

ἐξ οὗ σῇς ὑπὸ χερσὶν ἐμὸς πάϊς ὤλεσε θυμόν,

ἀλλ᾽ αἰεὶ στενάχω καὶ κήδεα μυρία πέσσω

αὐλῆς ἐν χόρτοισι κυλινδόμενος κατὰ κόπρον[3]. 640

νῦν δὴ καὶ σίτου πασάμην καὶ αἴθοπα οἶνον

λαυκανίης καθέηκα· πάρος γε μὲν οὔ τι πεπάσμην.

 

Και στους συντρόφους ο Αχιλλεύς τότ’ είπε και στους δούλους

κάτωθε από την αίθουσαν κρεβάτια να τους στρώσουν

με πορφυρά παπλώματα και τάπητες επάνω,

και με χλαμύδες χνουδωτές να σκεπασθούν μ’ εκείνες.

 

ἦ ῥ᾽, Ἀχιλεὺς δ᾽ ἑτάροισιν ἰδὲ δμῳῇσι κέλευσε

δέμνι᾽ ὑπ᾽ αἰθούσῃ θέμεναι καὶ ῥήγεα καλὰ

πορφύρε᾽ ἐμβαλέειν, στορέσαι τ᾽ ἐφύπερθε τάπητας,                                                                          

χλαίνας τ᾽ ἐνθέμεναι οὔλας καθύπερθεν ἕσασθαι.

 

Και οι δούλες απ’ το μέγαρον εβγήκαν με λαμπάδες

και γρήγορα και όμορφα τους έστρωναν δυο κλίνες.

Και ακρογελώντας ο Αχιλλεύς τότ’ είπε του Πριάμου:

 

αἳ δ᾽ ἴσαν ἐκ μεγάροιο δάος μετὰ χερσὶν ἔχουσαι,

αἶψα δ᾽ ἄρα στόρεσαν δοιὼ λέχε᾽ ἐγκονέουσαι.

τὸν δ᾽ ἐπικερτομέων προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς·

 

«Έξω θα πας να κοιμηθείς, αγαπητέ μου γέρε,

των βουληφόρων Αχαιών μη κάποιος ξάφνου φθάσει

ως συνηθούν να έρχονται για να συμβουλευθούνε.

Και αν κάποιος απ’ αυτούς σε ιδεί, μέσα στην μαύρην νύκτα

μη δώσει ευθύς την είδησην στον αρχηγόν Ατρείδην

και του νεκρού την λύτρωσην μη τύχει ν’ αντισκόψει.

Ειπέ μου τώρα φανερά, πόσες ημέρες θέλεις

να θάψεις τον λαμπρόν σου υιόν, και τόσες θα ησυχάζω

από τον πόλεμον εγώ και θα κρατώ τα πλήθη.».

 

ἐκτὸς μὲν δὴ λέξο γέρον φίλε, μή τις Ἀχαιῶν     650

ἐνθάδ᾽ ἐπέλθῃσιν βουληφόρος[4], οἵ τέ μοι αἰεὶ

βουλὰς βουλεύουσι παρήμενοι[5], ἣ θέμις ἐστί·

τῶν εἴ τίς σε ἴδοιτο θοὴν διὰ νύκτα μέλαιναν,

αὐτίκ᾽ ἂν ἐξείποι Ἀγαμέμνονι ποιμένι λαῶν[6],

καί κεν ἀνάβλησις λύσιος νεκροῖο γένηται.         655

ἀλλ᾽ ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον,

ποσσῆμαρ μέμονας κτερεϊζέμεν Ἕκτορα δῖον,

ὄφρα τέως αὐτός τε μένω καὶ λαὸν ἐρύκω.

 

Και απάντησεν ο Πρίαμος: «Πηλείδη, αφού το στέργεις

να κάμ’ ως πρέπει την ταφήν εις τον λαμπρόν υιόν μου,

αυτήν την χάρην κάμε μου. Γνωρίζεις οπού οι Τρώες

κλειστοί ’ναι και περίφοβοι στην πόλην, και θα φέρνουν

πέρ’ από δάσος μακρινό του ενταφιασμού τα ξύλα.

Εννέα ημέρες θέλομε στο σπίτι να τον κλαίμε

στες δέκα θα γίνει η ταφή και νεκρικό τραπέζι.

Στες ένδεκα θα υψώσωμεν επάνω του τον τάφον,

στες δώδεκα ο πόλεμος θ’ αρχίσει αν είναι ανάγκη.».

 

τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα γέρων Πρίαμος θεοειδής·

εἰ μὲν δή μ᾽ ἐθέλεις τελέσαι τάφον Ἕκτορι δίῳ,  660

ὧδέ κέ μοι ῥέζων Ἀχιλεῦ κεχαρισμένα θείης.

οἶσθα γὰρ ὡς κατὰ ἄστυ ἐέλμεθα, τηλόθι δ᾽ ὕλη

ἀξέμεν ἐξ ὄρεος, μάλα δὲ Τρῶες δεδίασιν.

ἐννῆμαρ[7] μέν κ᾽ αὐτὸν ἐνὶ μεγάροις γοάοιμεν,

τῇ δεκάτῃ δέ κε θάπτοιμεν δαινῦτό τε λαός,      665

ἑνδεκάτῃ δέ κε τύμβον ἐπ᾽ αὐτῷ ποιήσαιμεν,

τῇ δὲ δυωδεκάτῃ πολεμίξομεν εἴ περ ἀνάγκη.

 

Και προς αυτόν ο Αχιλλεύς αντείπε ο φτεροπόδης:

 

«Θα γίνουν, γέρε Πρίαμε, και τούτα όπως τα λέγεις.

Τον πόλεμον, όσον καιρόν ηθέλησες θα παύσω.».

 

τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεύς·

ἔσται τοι καὶ ταῦτα γέρον Πρίαμ᾽ ὡς σὺ κελεύεις·

σχήσω γὰρ πόλεμον τόσσον χρόνον ὅσσον ἄνωγας.                                                                           

 

Αυτά’πε και του έπιασε την δεξιάν παλάμην

απ’ τον αρμόν, ότ’ ήθελε να μη φοβείτε ο γέρος.

Και έξω αυτού στον πρόδρομον επλάγιασαν εκείνοι

ο κήρυξ και ο Πρίαμος, άνδρες κι οι δυο με γνώση.

Και μες στα βάθη της σκηνής κοιμήθηκε ο Πηλείδης

κι είχε καλήν του ομόκλινην την κόρην του Βρισέως.

 

ὣς ἄρα φωνήσας ἐπὶ καρπῷ χεῖρα γέροντος

ἔλλαβε δεξιτερήν, μή πως δείσει᾽ ἐνὶ θυμῷ.

οἳ μὲν ἄρ᾽ ἐν προδόμῳ δόμου αὐτόθι κοιμήσαντο

κῆρυξ καὶ Πρίαμος πυκινὰ φρεσὶ μήδε᾽ ἔχοντες,

αὐτὰρ Ἀχιλλεὺς εὗδε μυχῷ κλισίης ἐϋπήκτου·  675

τῷ δὲ Βρισηῒς παρελέξατο καλλιπάρῃος.

 

Θεοί και άνθρωποι γλυκά στον ύπνον βυθισμένοι

ολονυκτίς ησύχαζαν. Ο αγαθοδότης μόνον

Ερμής μάτι δεν έκλειε, στον νουν του μεριμνώντας

δρόμον ν’ ανοίξει ακίνδυνον του γέροντος Πριάμου,

χωρίς να ιδούν οι θυρωροί, να φύγει από τες πρύμνες.

Στην κεφαλήν του εστήθηκεν επάνω και του είπε:

 

ἄλλοι μέν ῥα θεοί τε καὶ ἀνέρες ἱπποκορυσταὶ

εὗδον παννύχιοι μαλακῷ δεδμημένοι ὕπνῳ·

ἀλλ᾽ οὐχ Ἑρμείαν ἐριούνιον ὕπνος ἔμαρπτεν

ὁρμαίνοντ᾽ ἀνὰ θυμὸν ὅπως Πρίαμον βασιλῆα 680

νηῶν ἐκπέμψειε λαθὼν ἱεροὺς πυλαωρούς.

στῆ δ᾽ ἄρ᾽ ὑπὲρ κεφαλῆς καί μιν πρὸς μῦθον ἔειπεν·

 

«Ω γέρε, πόσο αμέριμνα στην μέσην των εχθρών σου

κοιμάσαι αφού σ’ εθάρρεψε το έλεος του Αχιλλέως.

Μ’ άπειρα λύτρα ελύτρωσες το ποθητό παιδί σου.

Αλλά για σένα ζωντανόν και τρίδιπλα θα δίδαν

τα τέκνα οπού σου έμειναν, εάν ο Αγαμέμνων

και όλ’ οι άλλοι Αχαιοί πως είσ’ εδώ γνωρίσουν.».

 

ὦ γέρον οὔ νύ τι σοί γε μέλει κακόν, οἷον ἔθ᾽ εὕδεις

ἀνδράσιν ἐν δηΐοισιν, ἐπεί σ᾽ εἴασεν Ἀχιλλεύς.

καὶ νῦν μὲν φίλον υἱὸν ἐλύσαο, πολλὰ δ᾽ ἔδωκας·    

σεῖο δέ κε ζωοῦ καὶ τρὶς τόσα δοῖεν ἄποινα

παῖδες τοὶ μετόπισθε λελειμμένοι, αἴ κ᾽ Ἀγαμέμνων

γνώῃ σ᾽ Ἀτρεΐδης, γνώωσι δὲ πάντες Ἀχαιοί.

 

Φοβήθηκε κι εσήκωσεν ο γέρος τον Ιδαίον.

Κι έζεψ’ ο Ερμής τες άμαξες κι εκείνος οδηγούσε

εις τον στρατόν ανάμεσα, χωρίς να ιδεί κανένας.

Και όταν στον Ξάνθον έφθασαν, διογέννητο ποτάμι,

ο Ερμής οπίσω εγύρισε στες κορυφές του Ολύμπου,

 

ὣς ἔφατ᾽, ἔδεισεν δ᾽ ὃ γέρων, κήρυκα δ᾽ ἀνίστη.

τοῖσιν δ᾽ Ἑρμείας ζεῦξ᾽ ἵππους ἡμιόνους τε,      690

ῥίμφα δ᾽ ἄρ᾽ αὐτὸς ἔλαυνε κατὰ στρατόν, οὐδέ τις ἔγνω.

ἀλλ᾽ ὅτε δὴ πόρον ἷξον ἐϋρρεῖος ποταμοῖο

Ξάνθου δινήεντος, ὃν ἀθάνατος τέκετο Ζεύς,

Ἑρμείας μὲν ἔπειτ᾽ ἀπέβη πρὸς μακρὸν Ὄλυμπον,

 

και η χρυσόπεπλη Ηώς την γην εφώτιζ’ όλην,

κι εκείνοι με το λείψανο που εφέρναν τα μουλάρια

με δάκρυα, με ξεφωνητά τραβούσαν προς την πόλην

και δεν τους νόησε κανείς παρ΄η Κασσάνδρα μόνη,

η κόρη οπού της χρυσής ομοίαζε Αφροδίτης.

 

Ἠὼς δὲ κροκόπεπλος ἐκίδνατο πᾶσαν ἐπ᾽ αἶαν,     

οἳ δ᾽ εἰς ἄστυ ἔλων οἰμωγῇ τε στοναχῇ τε

ἵππους, ἡμίονοι δὲ νέκυν φέρον. οὐδέ τις ἄλλος

ἔγνω πρόσθ᾽ ἀνδρῶν καλλιζώνων τε γυναικῶν,

ἀλλ᾽ ἄρα Κασσάνδρη ἰκέλη χρυσῇ Ἀφροδίτῃ

 

Είχε ανεβεί στην Πέργαμον κι εκείθ’ είδε στ’ αμάξι

τον ποθητόν πατέρα της μαζί με τον Ιδαίον,

και ως είδε τον κειτάμενον στο νεκρικό του στρώμα

μες στ’ άλλο αμάξι, έσκουζεν η κόρη και στην πόλην

έβαλε το ξεφωνητό: «Ω Τρώισσες, ω Τρώες,

κοιτάτ’ εκεί τον Έκτορα που άλλοτε απ’ την μάχην

να σας γυρίζει ζωντανός ευφραίνετο η καρδιά σας

οπού τον είχεν ο λαός χαρά κι ελπίδα μόνην.».

 

Πέργαμον εἰσαναβᾶσα φίλον πατέρ᾽ εἰσενόησεν     

ἑσταότ᾽ ἐν δίφρῳ, κήρυκά τε ἀστυβοώτην·

τὸν δ᾽ ἄρ᾽ ἐφ᾽ ἡμιόνων ἴδε κείμενον ἐν λεχέεσσι·

κώκυσέν τ᾽ ἄρ᾽ ἔπειτα γέγωνέ τε πᾶν κατὰ ἄστυ·

ὄψεσθε Τρῶες καὶ Τρῳάδες Ἕκτορ᾽ ἰόντες,

εἴ ποτε καὶ ζώοντι μάχης ἐκνοστήσαντι             705

χαίρετ᾽, ἐπεὶ μέγα χάρμα πόλει τ᾽ ἦν παντί τε δήμῳ.

 

Τότε ψυχή δεν έμεινε στην πόλην, μήτε άνδρας,

μήτε γυναίκα ότι σφοδρός τους συνεπήρε ο πόνος.

 

ὣς ἔφατ᾽, οὐδέ τις αὐτόθ᾽ ἐνὶ πτόλεϊ λίπετ᾽ ἀνὴρ

οὐδὲ γυνή· πάντας γὰρ ἀάσχετον ἵκετο πένθος·

 

Και τον νεκρόν προϋπάντησαν εκεί σιμά στην πόλην.

Πρώτη η γυνή του εχύθηκε στ’ αμάξι κι η μητέρα

την κεφαλήν του αγκάλιαζαν, εκλαίαν, εμαδιόνταν,

και ο λαός ακίνητος ολόγυρα εθρηνούσε.

Και ο ήλιος θα εβασίλευε και ακόμη αυτόν θα κλαίαν

τον πεθαμένον Έκτορα εκεί εμπρός στες πύλες,

αν απ’ τ’ αμάξι ο γέροντας δεν έλεγε στα πλήθη:

 

ἀγχοῦ δὲ ξύμβληντο πυλάων νεκρὸν ἄγοντι.

πρῶται τόν γ᾽ ἄλοχός τε φίλη καὶ πότνια μήτηρ   

τιλλέσθην ἐπ᾽ ἄμαξαν ἐΰτροχον ἀΐξασαι

ἁπτόμεναι κεφαλῆς· κλαίων δ᾽ ἀμφίσταθ᾽ ὅμιλος.

καί νύ κε δὴ πρόπαν ἦμαρ ἐς ἠέλιον καταδύντα

Ἕκτορα δάκρυ χέοντες ὀδύροντο πρὸ πυλάων,

εἰ μὴ ἄρ᾽ ἐκ δίφροιο γέρων λαοῖσι μετηύδα·       715

 

«Τόπον στες μούλες κάμετε. Κατόπι αφού στο σπίτι

τον φέρω, ξεθυμαίνετε τον πόνον της ψυχής σας.».

 

εἴξατέ μοι οὐρεῦσι διελθέμεν· αὐτὰρ ἔπειτα

ἄσεσθε κλαυθμοῖο, ἐπὴν ἀγάγωμι δόμον δέ.

 

 

ß                                                            à

G

 



[1]Να θυμηθούμε εδώ πως στην Σίπυλο της Φρυγίας, ήταν βασιλιάς ο αδελφός της ΝΙΟΒΗΣ, ο Τάνταλος, πατέρας του Πέλοπα, παππούς τον Ατρέα, και προ-παππούς των  Αγαμέμνονα και  Μενέλαου

 

[2]Αχελώος

Ποτάμι στα όρια Ακαρνανίας – Αιτωλίας, που πηγάζει από την Πίνδο και χύνεται στο Ιόνιο πέλαγος, απέναντι στην Κεφαλληνία. Στην ελλ. μυθολογία ο Αχελώος ήταν ο μεγαλύτερος από τους 3.000 γιους του θεού Ωκεανού.

 

[3]Η ρίζα του ονόματος ‘Ίλος’ του προγόνου δηλαδή του Πρίαμου, είναι <ιλύς = λάσπη>.

 

[4]Αυτή η συνάντηση ΠΡΙΑΜΟΥ – ΑΧΙΛΛΕΑ χαρακτηρίζεται από  ΜΥΣΤΙΚΟΤΗΤΑ. Είναι πάρα πολύ σημαντική, αλλά μένει ΚΡΥΦΗ από τους άλλους Αχαιούς.

 

[5]Ο Αχιλλέας προσπαθεί να φανεί ΠΙΟ  ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΣ από τους άλλους Αχαιούς,  στα μάτια του Πριάμου, λέγοντάς του πως συχνά έρχονται οι υπόλοιποι αρχηγοί να τον ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΘΟΥΝ τι να κάνουν.

 

[6]Κάτι που θα έπρεπε να κάνει ο ΙΔΙΟΣ ο Αχιλλέας.

 

[7]Εννέα μέρες είχαν μείνει άταφα και τα παιδιά της Νιόβης.Στ. 610 κ.εξ.

Ο Εκτωρ ήδη είναι πεθαμένος 10 ημέρες.

 



*  Ίσως αυτός ο μύθος έχει σχέση με την  σφαγή των 12 νεαρών Τρώων αιχμαλώτων, από τον Αχιλλέα, πάνω στην πυρά του Πάτροκλου, αλλά ίσως και όχι... [Βλ. ΡΑΨΩΔΙΑ  Ψ, στ. 181-182].