Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
2a | τί νεώτερον, ὦ Σώκρατες, γέγονεν, ὅτι σὺ τὰς ἐν Λυκείῳ καταλιπὼν διατριβὰς ἐνθάδε νῦν διατρίβεις περὶ τὴν τοῦ βασιλέως στοάν; οὐ γάρ που καὶ σοί γε δίκη τις οὖσα τυγχάνει πρὸς τὸν βασιλέα ὥσπερ ἐμοί. | Ι. Τί συμβαίνει, ώ Σώκρατες, και δεν φαίνεσαι πλέον διόλου εις το Λύκειον (α), αλλά συχνάζεις εδώ τώρα, εις την Βασίλειον Στοάν;(β) Δεν πιστεύω να έχης βέβαια και συ καμμίαν δίκην ενώπιον του άρχοντος βασιλέως, καθώς κι εγώ. | |
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
οὔτοι δὴ Ἀθηναῖοί γε, ὦ Εὐθύφρων, δίκην αὐτὴν καλοῦσιν ἀλλὰ γραφήν. | Δεν έχω δίκην, δια κοινόν έγκλημα, ώ Ευθύφρον, αλλά πολύ χειρότερον, έχω γραφήν (γ), καθώς δα αυτοί οι Αθηναίοι ονομάζουν αυτήν, έχω δηλαδή δίκην δια δημόσιον έγκλημα. | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
2b | τί φῄς; γραφὴν σέ τις, ὡς ἔοικε, γέγραπται· οὐ γὰρ ἐκεῖνό γε καταγνώσομαι, ὡς σὺ ἕτερον. | Τι μου λέγεις. Διά δημόσιον έγκλημα λοιπόν, καθώς φαίνεται, κάποιος σε κατήγγειλε; Διότι δεν πιστεύω ποτέ ότι συ κατήγγειλες κανέναν άλλον. | |
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
οὐ γὰρ οὖν. | Βεβαίως όχι. | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ἀλλὰ σὲ ἄλλος; | Αλλά σε κατήγγειλε λοιπόν κανείς άλλος; | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
πάνυ γε. | Μάλιστα. | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
τίς οὗτος; | Και ποίος είναι αυτός; | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
οὐδ᾽ αὐτὸς πάνυ τι γιγνώσκω, ὦ Εὐθύφρων, τὸν ἄνδρα, νέος γάρ τίς μοι φαίνεται καὶ ἀγνώς· ὀνομάζουσι μέντοι αὐτόν, ὡς ἐγᾦμαι, Μέλητον. ἔστι δὲ τῶν δήμων Πιτθεύς, εἴ τινα νῷ ἔχεις Πιτθέα Μέλητον οἷον τετανότριχα καὶ οὐ πάνυ εὐγένειον, ἐπίγρυπον δέ. | Και εγώ ο ίδιος δεν τον γνωρίζω καλά-καλά τον άνθρωπον αυτόν, ώ Ευθύφρον. Μου φαίνεται να είναι αυτός ένας νέος, τον οποίον προσωπικώς δεν εγνώρισα. Όμως τον λέγουν, καθώς νομίζω, Μίλητον (δ). Είναι δε από τον δήμον Πιτθόν (ε), αν έρχεται εις την ενθύμησίν σου κανένας Μίλητος Πιτθεύς, ένας νέος με μακράν και λείαν κόμην, με ολίγα γενάκια και με μύτην γερακωτήν. | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
2c | οὐκ ἐννοῶ, ὦ Σώκρατες· ἀλλὰ δὴ τίνα γραφήν σε γέγραπται; | Δεν ενθυμούμαι τέτοιον νέον, ω Σώκρατες, αλλ’ είπέ μου ακριβώς ποία είναι η καταγγελία, οπού σου έκαμε; | |
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ἥντινα; οὐκ ἀγεννῆ, ἔμοιγε δοκεῖ· τὸ γὰρ νέον ὄντα τοσοῦτον πρᾶγμα ἐγνωκέναι οὐ φαῦλόν ἐστιν. ἐκεῖνος γάρ, ὥς φησιν, οἶδε τίνα τρόπον οἱ νέοι διαφθείρονται καὶ τίνες οἱ διαφθείροντες αὐτούς. καὶ κινδυνεύει σοφός τις εἶναι, καὶ τὴν ἐμὴν ἀμαθίαν κατιδὼν ὡς διαφθείροντος τοὺς ἡλικιώτας αὐτοῦ, ἔρχεται κατηγορήσων μου ὥσπερ πρὸς μητέρα πρὸς τὴν πόλιν. | Ποία είναι; Είναι μία κατηγορία, ω Ευθύφρον, παρά πολύ γενναία, η οποία κατά την ιδικήν μου τουλάχιστον γνώμην τον φανερώνει αυτόν τον νέον άνθρωπον όχι κοινόν. Διότι τόσο νέος αυτός όπου είναι, δεν είναι μικρόν και ασήμαντον πράγμα να έχει γνώσεις διά τόσον σπουδαίας υποθέσεις. Διότι καθώς εκείνος λέγει, ηξεύρει με ποίον τρόπον καταστρέφονται οι νέοι την σήμερον και ποίοι είναι οι καταστροφείς αυτών. Φαίνεται λοιπόν ότι αυτός ο άνθρωπος είναι παρά πολύ σοφός. Και αφού εκατάλαβε την ιδικήν μου αμάθειαν, ήλθε εδώ και με κατήγγειλεν ενώπιον της πόλεως όλης, απαράλλακτα όπως μιας κοινής όλων μας μητρός, ότι δήθεν εγώ καταστρέφω τους συνηλικιώτας του. | ||
2d | καὶ φαίνεταί μοι τῶν πολιτικῶν μόνος ἄρχεσθαι ὀρθῶς· ὀρθῶς γάρ ἐστι τῶν νέων πρῶτον ἐπιμεληθῆναι ὅπως ἔσονται ὅτι ἄριστοι, ὥσπερ γεωργὸν ἀγαθὸν τῶν νέων φυτῶν εἰκὸς πρῶτον ἐπιμεληθῆναι, μετὰ δὲ τοῦτο καὶ τῶν ἄλλων. | Και ομολογώ ότι αυτός μου φαίνεται ότι είναι ο μόνος άνθρωπος, οπού αρχίζει να ανακατώνεται εις τα πολιτικά, καθώς πρέπει. Διότι ο καθαυτό πολιτικός άνθρωπος, είναι ορθόν και πρέπον να αρχίζη το πολιτικόν του στάδιον μανθάνων πρώτον διά την εκπαίδευσιν της νεολαίας, με ποίον τρόπον να γίνουν οι νέοι όσον το δυνατόν χρηστότατοι. Καθώς κάμνει και ο έμπειρος γεωργός, όστις είναι φυσικόν να φροντίζει πρώτον δια τα νέα φυτά, όπου είναι βλασταράκια ακόμη, έπειτα δε δια τα μεγαλείτερα και τα πλέον ανεπτυγμένα. | |
3a | καὶ δὴ καὶ Μέλητος ἴσως πρῶτον μὲν ἡμᾶς ἐκκαθαίρει τοὺς τῶν νέων τὰς βλάστας διαφθείροντας, ὥς φησιν· ἔπειτα μετὰ τοῦτο δῆλον ὅτι τῶν πρεσβυτέρων ἐπιμεληθεὶς πλείστων καὶ μεγίστων ἀγαθῶν αἴτιος τῇ πόλει γενήσεται, ὥς γε τὸ εἰκὸς συμβῆναι ἐκ τοιαύτης ἀρχῆς ἀρξαμένῳ. | Αναμφιβόλως λοιπόν και ο Μέλιτος πρώτα-πρώτα αποκόπτει ως βλαβερούς ημάς, οπού καταστρέφουμε τους νέους, καθώς λέγει. Έπειτα δε είναι φανερόν ότι με την φροντίδα, οπού θα λάβη διά τους μεγάλους, θα γείνη αίτιος μεγίστων καλών εις την πόλιν μας, καθώς βέβαια είναι φυσικόν να συμβή εις ένα άνθρωπον, όστις γνωρίζει τόσον καλά να αρχίζη το έργον του. | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
βουλοίμην ἄν, ὦ Σώκρατες, ἀλλ᾽ ὀρρωδῶ μὴ τοὐναντίον γένηται· ἀτεχνῶς γάρ μοι δοκεῖ ἀφ᾽ ἑστίας ἄρχεσθαι κακουργεῖν τὴν πόλιν, ἐπιχειρῶν ἀδικεῖν σέ. καί μοι λέγε, τί καὶ ποιοῦντά σέ φησι διαφθείρειν τοὺς νέους; | ΙΙ. Θα επεθύμουν να γίνη αυτό, οπού λέγει, ω Σώκρατες, φοβούμαι όμως μήπως συμβεί το εναντίον. Διότι αυτός ο άνθρωπος με το να επιχειρή να βλάψη εσέ, θέλει όλως διόλου σύρριζα να καταστρέψη την πόλιν (1). Αλλ' ειπέ μου, σε παρακαλώ, σαν τί τάχα τέλος πάντων λέγει ότι συ κάμνεις και καταστρέφεις τους νέους; | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
3b | ἄτοπα, ὦ θαυμάσιε, ὡς οὕτω γ᾽ ἀκοῦσαι. φησὶ γάρ με ποιητὴν εἶναι θεῶν, καὶ ὡς καινοὺς ποιοῦντα θεοὺς τοὺς δ᾽ ἀρχαίους οὐ νομίζοντα ἐγράψατο τούτων αὐτῶν ἕνεκα, ὥς φησιν. | Παράλογα πράγματα, ω θαυμάσιε, καθώς εγώ τουλάχιστον ακούω. Διότι αυτός λέγει ότι εγώ είμαι κατασκευαστής θεών και με καταγγέλλει, χάριν αυτής της νεολαίας, καθώς λέγει, ότι κατασκευάζω καινούργιους θεούς, τους δε παλαιούς θεούς μας δεν πιστεύω. | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
μανθάνω, ὦ Σώκρατες· ὅτι δὴ σὺ τὸ δαιμόνιον φῂς σαυτῷ ἑκάστοτε γίγνεσθαι. ὡς οὖν καινοτομοῦντός σου περὶ τὰ θεῖα γέγραπται ταύτην τὴν γραφήν, καὶ ὡς διαβαλῶν δὴ ἔρχεται εἰς τὸ δικαστήριον, εἰδὼς ὅτι εὐδιάβολα τὰ τοιαῦτα πρὸς τοὺς πολλούς. | Εκατάλαβα, ω Σώκρατες. Αυτός λέγει ότι κατασκευάζεις καινούργιους θεούς, διότι διακηρύττεις δημοσία ότι συνήθως εμφανίζεται εντός σου το γνωστόν δαιμόνιον (2). Δι' αυτό λοιπόν σε κατήγγειλεν ότι δήθεν νεωτερίζεις εις τα θρησκευτικά δόγματα της πόλεως και ακριβώς δι' αυτό έρχεται να σε συκοφαντήση εις το Δικαστήριον, επειδή γνωρίζει καλά ότι ο λαός πολύ εύκολα πιστεύει τας συκοφαντίας αυτού του είδους. | ||
3c | καὶ ἐμοῦ γάρ τοι, ὅταν τι λέγω ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ περὶ τῶν θείων, προλέγων αὐτοῖς τὰ μέλλοντα, καταγελῶσιν ὡς μαινομένου· καίτοι οὐδὲν ὅτι οὐκ ἀληθὲς εἴρηκα ὧν προεῖπον, ἀλλ᾽ ὅμως φθονοῦσιν ἡμῖν πᾶσι τοῖς τοιούτοις. ἀλλ᾽ οὐδὲν αὐτῶν χρὴ φροντίζειν, ἀλλ᾽ ὁμόσε ἰέναι. | Διότι και εμένα απαράλλακτα με περιγελούν ως τρελλόν, οσάκις εις την συνέλευσιν του λαού αυθορμήτως αναφέρω τίποτε θρησκευτικά ζητήματα και προφητεύω δι' όσα μέλλουν να γείνουν (3)· αν και ποτέ δεν έλειψε να μη επαληθεύση κανέν από όσα εγώ επροφήτευσα. Αλλ' όμως ημάς τους θεοπνεύστους όλους μας φθονούν. Δεν πρέπει όμως να φροντίζωμεν διόλου δι' αυτά, αλλά να εξακολουθώμεν ίσα τον δρόμον μας αδιαφορούντες εις τας συκοφαντίας. | |
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ὦ φίλε Εὐθύφρων, ἀλλὰ τὸ μὲν καταγελασθῆναι ἴσως οὐδὲν πρᾶγμα. Ἀθηναίοις γάρ τοι, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ, οὐ σφόδρα μέλει ἄν τινα δεινὸν οἴωνται εἶναι, μὴ μέντοι διδασκαλικὸν τῆς αὑτοῦ σοφίας· | Αγαπητέ μου Ευθύφρον, το να περιγελασθώμεν βέβαια καμμιά φορά δεν είναι και πολύ σπουδαίον πράγμα. Διότι, καθώς εγώ φρονώ, τους Αθηναίους δεν τους μέλει, αν πιστεύουν ότι είναι μεν κανείς πολύ επιτήδειος άνθρωπος, αλλ' όμως δεν έχει την ικανότητα και να διδάξη άλλους την σοφίαν του, θυμώνουν όμως υπερβολικά εναντίον εκείνου, | ||
3d | ὃν δ᾽ ἂν καὶ ἄλλους οἴωνται ποιεῖν τοιούτους, θυμοῦνται, εἴτ᾽ οὖν φθόνῳ ὡς σὺ λέγεις, εἴτε δι᾽ ἄλλο τι. | τον οποιον θεωρούν ικανόν να κάμη και άλλους τοιούτους, οποίος είναι αυτός, είτε από φθόνον, καθώς συ ομολογείς, είτε και από καμμίαν άλλην αιτίαν. | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
τούτου οὖν πέρι ὅπως ποτὲ πρὸς ἐμὲ ἔχουσιν, οὐ πάνυ ἐπιθυμῶ πειραθῆναι. | Δι' αυτό βέβαια, ποία δηλαδή αισθήματα έχουν δι' εμέ, δεν επιθυμώ πολύ να δοκιμάσω, διότι αυτό το ηξεύρω καλά. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ἴσως γὰρ σὺ μὲν δοκεῖς σπάνιον σεαυτὸν παρέχειν καὶ διδάσκειν οὐκ ἐθέλειν τὴν σεαυτοῦ σοφίαν· ἐγὼ δὲ φοβοῦμαι μὴ ὑπὸ φιλανθρωπίας δοκῶ αὐτοῖς ὅτιπερ ἔχω ἐκκεχυμένως παντὶ ἀνδρὶ λέγειν, οὐ μόνον ἄνευ μισθοῦ, ἀλλὰ καὶ προστιθεὶς ἂν ἡδέως εἴ τίς μου ἐθέλει ἀκούειν. | Διότι αναμφιβόλως συ μεν φρονείς ότι πρέπει να δεικνύης μεγάλην επιφύλαξιν και να μη δημοσιεύης εις τους άλλους θεληματικώς την σοφίαν σου. Εγώ όμως φοβούμαι μήπως από την φιλανθρωπίαν μου φαίνωμαι εις αυτούς ότι διδάσκω αδιακρίτως κάθε άνθρωπον ό,τι ηξεύρω, όχι μόνον χωρίς κανένα μισθόν, αλλ' αν είχον χρήματα, και θα επλήρωνα ακόμη με ευχαρίστησιν μου εκείνον, όστις ήθελε να ακούη τας ομιλίας μου. | ||
3e | εἰ μὲν οὖν, ὃ νυνδὴ ἔλεγον, μέλλοιέν μου καταγελᾶν ὥσπερ σὺ φῂς σαυτοῦ, οὐδὲν ἂν εἴη ἀηδὲς παίζοντας καὶ γελῶντας ἐν τῷ δικαστηρίῳ διαγαγεῖν· εἰ δὲ σπουδάσονται, τοῦτ᾽ ἤδη ὅπῃ ἀποβήσεται ἄδηλον πλὴν ὑμῖν τοῖς μάντεσιν. | Εάν μεν λοιπόν, καθώς προ ολίγου τώρα είπον, περιωρίζοντο εις το να με περιγελούν μόνον, καθώς λέγεις ότι περιγελούν εσένα, τούτο δεν θα μου ήτο διόλου δυσάρεστον, να περάσωμεν ολίγας ώρας εις το δικαστήριον με αστεϊσμούς και περιγελάσματα· αν όμως λάβουν το πράγμα υπό σπουδαίαν έποψιν, τούτο πλέον ποίον τέλος θα έχη είναι άδηλον εις τον κάθε ένα εκτός από σας τους μάντεις. | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ἀλλ᾽ ἴσως οὐδὲν ἔσται, ὦ Σώκρατες, πρᾶγμα, ἀλλὰ σύ τε κατὰ νοῦν ἀγωνιῇ τὴν δίκην, οἶμαι δὲ καὶ ἐμὲ τὴν ἐμήν. | Ίσως, ω Σώκρατες, να μη σου συμβή κανέν κακόν πράγμα, αλλά και διά σε θα αποβή η δίκη όπως επιθυμείς, φρονώ δε ότι έτσι θα αποβή και δι' εμέ η ιδική μου δίκη. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ἔστιν δὲ δὴ σοί, ὦ Εὐθύφρων, τίς ἡ δίκη; φεύγεις αὐτὴν ἢ διώκεις; | Αλλά, ω Ευθύφρον, τί είδους λοιπόν είναι η ιδική σου δίκη; Είσαι κατηγορούμενος, ή κατηγορείς κανένα άλλον; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
διώκω. | Κατηγορώ κάποιον άλλον. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
τίνα; | Ποίον; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
4a | ὃν διώκων αὖ δοκῶ μαίνεσθαι. | Αν σου είπω ποίον καταδιώκω, θα με θεωρήσης τρελλόν. | |
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
τί δέ; πετόμενόν τινα διώκεις; | Μπα! Και πώς; Μήπως καταδιώκεις κανένα που πετά; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
πολλοῦ γε δεῖ πέτεσθαι, ὅς γε τυγχάνει ὢν εὖ μάλα πρεσβύτης. | Διόλου δεν πετά αυτός, τον οποίον εγώ καταδιώκω, διότι αυτός αντί να έχη πτερά, είναι τόσον γέρων, ώστε μόλις μπορεί να περιπατή. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
τίς οὗτος; | Ποίος λοιπόν είναι αυτός; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ὁ ἐμὸς πατήρ. | Είναι ο πατέρας μου! | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ὁ σός, ὦ βέλτιστε; | Τί μου λέγεις; Ο πατέρας σου είναι; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
πάνυ μὲν οὖν. | Μάλιστα, ο πατέρας μου! | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ἔστιν δὲ τί τὸ ἔγκλημα καὶ τίνος ἡ δίκη; | Και ποίον είναι το έγκλημά του, και διά ποίαν πράξιν τον κατηγορείς; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
φόνου, ὦ Σώκρατες. | Διά φόνον, ω Σώκρατες! | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
Ἡράκλεις. ἦ που, ὦ Εὐθύφρων, ἀγνοεῖται ὑπὸ τῶν πολλῶν ὅπῃ ποτὲ ὀρθῶς ἔχει· | Διά φόνον! Ώ Ηράκλεις! Βεβαίως, ω Ευθύφρον, ο πολύς κόσμος κατ' εμέ δεν γνωρίζει ότι αυτά τα πράγματα είναι σωστά και δίκαια | ||
4b | οὐ γὰρ οἶμαί γε τοῦ ἐπιτυχόντος [ὀρθῶς] αὐτὸ πρᾶξαι ἀλλὰ πόρρω που ἤδη σοφίας ἐλαύνοντος. | και πρέπει, νομίζω, να είναι κανείς παρά πολύ προχωρημένος εις την σοφίαν και όχι ο τυχών άνθρωπος, διά να ενεργήση ένα τέτοιο πράγμα, το οποίον να θεωρηθή από όλους σωστόν και δίκαιον. | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
πόρρω μέντοι νὴ Δία, ὦ Σώκρατες. | Βέβαια, μα τον Δία, ω Σώκρατες, αυτός ο άνθρωπος πρέπει να είναι πολύ προχωρημένος εις την σοφίαν. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ἔστιν δὲ δὴ τῶν οἰκείων τις ὁ τεθνεὼς ὑπὸ τοῦ σοῦ πατρός; ἢ δῆλα δή; οὐ γὰρ ἄν που ὑπέρ γε ἀλλοτρίου ἐπεξῇσθα φόνου αὐτῷ. | Και είναι λοιπόν κανένας από τους συγγενείς σας αυτός που εφονεύθη από τον πατέρα σου; Ή εννοείται βέβαια αυτό; Διότι δι' ένα ξένον άνθρωπον, καθώς φρονώ, ποτέ δεν θα κατεμήνυες τον πατέρα σου ως φονέα. | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
γελοῖον, ὦ Σώκρατες, ὅτι οἴει τι διαφέρειν εἴτε ἀλλότριος εἴτε οἰκεῖος ὁ τεθνεώς, ἀλλ᾽ οὐ τοῦτο μόνον δεῖν φυλάττειν, εἴτε ἐν δίκῃ ἔκτεινεν ὁ κτείνας εἴτε μή, καὶ εἰ μὲν ἐν δίκῃ, ἐᾶν, εἰ δὲ μή, ἐπεξιέναι, ἐάνπερ ὁ κτείνας συνέστιός | Ποιός παραλογισμός, ω Σώκρατες, να φρονής ότι υπάρχει καμμία διαφορά, είτε ξένος είτε συγγενής είναι ο φονευθείς. Εις την πράξιν μόνον πρέπει κανείς να προσέχη καλά και αυτήν μόνον να εξετάζη, αν δικαίως ο φονεύς διέπραξε τον φόνον ή αδίκως. Και, αν μεν δικαίως, πρέπει να τον αφίνωμεν ήσυχον και να μη τον ενοχλώμεν, αν όμως όχι, τότε έχομεν χρέος να τον καταγγέλλωμεν εις την δικαιοσύνην, έστω και αν ακόμη ο φονεύς έχη καμμίαν φιλίαν ή συγγένειαν μαζί μας. | ||
4c | σοι καὶ ὁμοτράπεζος ᾖ· ἴσον γὰρ τὸ μίασμα γίγνεται ἐὰν συνῇς τῷ τοιούτῳ συνειδὼς καὶ μὴ ἀφοσιοῖς σεαυτόν τε καὶ ἐκεῖνον τῇ δίκῃ ἐπεξιών. | Διότι το μίασμα είναι το ίδιον, εάν εν γνώσει συναλλάττεσαι με τον τοιούτον άνθρωπον και δεν τον καταγγέλλης εις την δικαιοσύνην, διά να επιδιώξης την τιμωρίαν του, η οποία μόνη, ω Σώκρατες, ημπορεί να απαλλάξη από τον μολυσμόν και σε και εκείνον (4). Ιδού πώς είναι η υπόθεσις αυτή, διά να εννοήσης. | |
ἐπεὶ ὅ γε ἀποθανὼν πελάτης τις ἦν ἐμός, καὶ ὡς ἐγεωργοῦμεν ἐν τῇ Νάξῳ, ἐθήτευεν ἐκεῖ παρ᾽ ἡμῖν. παροινήσας οὖν καὶ ὀργισθεὶς τῶν οἰκετῶν τινι τῶν ἡμετέρων ἀποσφάττει αὐτόν. ὁ οὖν πατὴρ συνδήσας τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας αὐτοῦ, καταβαλὼν εἰς τάφρον τινά, πέμπει δεῦρο ἄνδρα πευσόμενον τοῦ ἐξηγητοῦ ὅτι χρείη ποιεῖν. | Αυτός όπου εφονεύθη ήτο ένας από τους μισθωτούς μας ανθρώπους, και όταν εκαλλιεργούσαμεν τα κτήματά μας εις την Νάξον, τον είχαμεν εκεί μεταξύ των άλλων δούλων μας και ειργάζετο με το ημερομίσθιον. Μίαν ημέραν λοιπόν, αφού έπιε πολύ και εμέθυσεν, επιάσθη με έναν από τους δούλους μας και επάνω εις την μανιώδη οργήν του τον έσφαξεν. Ο πατέρας μου λοιπόν αμέσως τον έβαλεν εις τα σιδηρά χειροπόδαρα και τον έρριψε μέσα εις ένα βαθύτατον λάκκον, έστειλε δε ευθύς εδώ εις τας Αθήνας ένα άνθρωπον του, διά να πληροφορηθή από τον εξηγητήν(5) των θρησκευτικών νόμων τί έπρεπε να κάμη. | ||
4d | ἐν δὲ τούτῳ τῷ χρόνῳ τοῦ δεδεμένου ὠλιγώρει τε καὶ ἠμέλει ὡς ἀνδροφόνου καὶ οὐδὲν ὂν πρᾶγμα εἰ καὶ ἀποθάνοι, ὅπερ οὖν καὶ ἔπαθεν· ὑπὸ γὰρ λιμοῦ καὶ ῥίγους καὶ τῶν δεσμῶν ἀποθνῄσκει πρὶν τὸν ἄγγελον παρὰ τοῦ ἐξηγητοῦ ἀφικέσθαι. ταῦτα δὴ οὖν καὶ ἀγανακτεῖ ὅ τε πατὴρ καὶ οἱ ἄλλοι οἰκεῖοι, ὅτι ἐγὼ ὑπὲρ τοῦ ἀνδροφόνου τῷ πατρὶ φόνου ἐπεξέρχομαι οὔτε ἀποκτείναντι, ὥς φασιν ἐκεῖνοι, οὔτ᾽ εἰ ὅτι μάλιστα ἀπέκτεινεν, ἀνδροφόνου γε ὄντος τοῦ ἀποθανόντος, οὐ δεῖν φροντίζειν ὑπὲρ τοῦ τοιούτου | Εις το μεσολαβήσαν αυτό χρονικόν διάστημα, έως ου επανέλθη από τας Αθήνας ο απεσταλμένος μας, ο πατέρας μου δεν έλαβε καμμίαν φροντίδα διά τον σιδηροδέσμιον εκείνον δούλον και τον παρημέλησεν όλως διόλου, διά τον λόγον ότι ήτο φονεύς και δεν τον έμελε διόλου, και αν ήθελεν αποθάνει εκεί μέσα. Αυτό δε ίσα-ίσα και συνέβη, ω Σώκρατες. Διότι από την πείναν και από το ψύχος και το βάρος των δεσμών απέθανεν ο δυστυχισμένος, πριν προφθάση να γυρίση πίσω ο απεσταλμένος από τον πατέρα μου και να φέρη την απάντησιν του εξηγητού. Δι' αυτό δα λοιπόν που έκαμα εξηγέρθη με αγανάκτησιν μεγάλην εναντίον μου όλη η οικογένεια, ο πατέρας και οι επίλοιποι συγγενείς μας, διατί τάχα εγώ χάριν του ανθρωποκτόνου εκείνου δούλου μας να καταγγείλω τον πατέρα μου εις την δικαιοσύνην διά φόνον, και να επιζητώ την καταδίκην του, αφού ούτε τον εφόνευσε, καθώς λέγουν εκείνοι, ούτε και αν ακόμη τον εφόνευσεν, αφού μάλιστα ο αποθανών είναι ένας κακούργος, ένας φονεύς, δεν πρέπει να φροντίζη κανείς δι' ένα τέτοιον εγκληματίαν. | |
4e | --ἀνόσιον γὰρ εἶναι τὸ ὑὸν πατρὶ φόνου ἐπεξιέναι-- κακῶς εἰδότες, ὦ Σώκρατες, τὸ θεῖον ὡς ἔχει τοῦ ὁσίου τε πέρι καὶ τοῦ ἀνοσίου. | Διότι είναι ασεβές πράγμα, λέγουν, ο υιός να καταγγέλλη τον πατέρα του επί φόνω. Αυτάς τας ιδέας έχουν ούτοι, ω Σώκρατες, διότι κακώς εννοούν το θείον δίκαιον και είναι ανίκανοι να διακρίνουν ποία πράξις είναι ευσεβής και ποία ασεβής. | |
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
σὺ δὲ δὴ πρὸς Διός, ὦ Εὐθύφρων, οὑτωσὶ ἀκριβῶς οἴει ἐπίστασθαι περὶ τῶν θείων ὅπῃ ἔχει, καὶ τῶν ὁσίων τε καὶ ἀνοσίων, ὥστε τούτων οὕτω πραχθέντων ὡς σὺ λέγεις, οὐ φοβῇ δικαζόμενος τῷ πατρὶ ὅπως μὴ αὖ σὺ ἀνόσιον πρᾶγμα τυγχάνῃς πράττων; | Αλλά δι' όνομα του Διός, συ λοιπόν, ω Ευθύφρον, φαντάζεσαι ότι με τόσην ακρίβειαν γνωρίζεις περί της θείας δικαιοσύνης και διακρίνεις σαφώς ποία πράγματα είναι ευσεβή και ποία ασεβή, ώστε, αφού αυτά συνέβησαν, καθώς συ μου τα διηγήθης, δεν φοβείσαι μήπως, κρισολογούμενος με τον πατέρα σου, τυχαίνει ίσα-ίσα να κάμνης κανέν ασεβές πράγμα; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
5a | οὐδὲν γὰρ ἄν μου ὄφελος εἴη, ὦ Σώκρατες, οὐδέ τῳ ἂν διαφέροι Εὐθύφρων τῶν πολλῶν ἀνθρώπων, εἰ μὴ τὰ τοιαῦτα πάντα ἀκριβῶς εἰδείην. | Σε βεβαιώ, ω Σώκρατες, ότι διά τίποτε δεν θα ήμουν χρήσιμος, ούτε θα διέφερε διόλου από τους άλλους ανθρώπους ο Ευθύφρων, αν δεν εγνώριζα όλα αυτά τα πράγματα εις την εντέλειαν. | |
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ἆρ᾽ οὖν μοι, ὦ θαυμάσιε Εὐθύφρων, κράτιστόν ἐστι μαθητῇ σῷ γενέσθαι, καὶ πρὸ τῆς γραφῆς τῆς πρὸς Μέλητον αὐτὰ ταῦτα προκαλεῖσθαι αὐτόν, λέγοντα ὅτι ἔγωγε καὶ ἐν τῷ ἔμπροσθεν χρόνῳ τὰ θεῖα περὶ πολλοῦ ἐποιούμην εἰδέναι, καὶ νῦν ἐπειδή με ἐκεῖνος αὐτοσχεδιάζοντά φησι καὶ καινοτομοῦντα περὶ τῶν θείων ἐξαμαρτάνειν, μαθητὴς δὴ γέγονα σός -- “καὶ εἰ μέν, ὦ Μέλητε”, φαίην ἄν, “Εὐθύφρονα ὁμολογεῖς | Λοιπόν, ω λαμπρέ μου Ευθύφρον, σπουδαιότατον πράγμα θα ήτο δι' εμέ να γείνω μαθητής σου, και προ της δίκης μου, η οποία εκινήθη εναντίον μου εκ μέρους του Μελήτου, να προκαλέσω αυτόν ενώπιον του αρμοδίου άρχοντος εις εξέτασιν της διαφοράς μας και να του είπω αυτά τα ίδια, τα οποία ήθελον μάθει από σε, ότι εγώ βεβαίως και πρωτύτερα εθεώρουν ως πάρα πολύ σπουδαίον πράγμα να γνωρίζω καλώς τα θρησκευτικά και τώρα, αφού εκείνος με κατηγόρει ότι κατήντησα εις πλάνην, διότι αστόχαστα παρουσιάζω εις τον κόσμον νέας δοξασίας περί θεών, τότε δα βεβαίως έγεινα μαθητής ιδικός σου. Και αν μεν, ω Μέλητε, θα του έλεγα, ομολογής ότι ο Ευθύφρων | ||
5b | σοφὸν εἶναι τὰ τοιαῦτα, [καὶ] ὀρθῶς νομίζειν καὶ ἐμὲ ἡγοῦ καὶ μὴ δικάζου· εἰ δὲ μή, ἐκείνῳ τῷ διδασκάλῳ λάχε δίκην πρότερον ἢ ἐμοί, ὡς τοὺς πρεσβυτέρους διαφθείροντι ἐμέ τε καὶ τὸν αὑτοῦ πατέρα, ἐμὲ μὲν διδάσκοντι, ἐκεῖνον δὲ νουθετοῦντί τε καὶ κολάζοντι” --καὶ ἂν μή μοι πείθηται μηδὲ ἀφίῃ τῆς δίκης ἢ ἀντ᾽ ἐμοῦ γράφηται σέ, αὐτὰ ταῦτα λέγειν ἐν τῷ δικαστηρίῳ ἃ προυκαλούμην αὐτόν; | είναι σοφός εις τα τοιαύτα ζητήματα, να πιστεύης ότι και εγώ σωστά φρονώ, καθώς και εκείνος, και να μη κρισολογήσαι μαζί μου· εν εναντία δε περιπτώσει να καταγγείλης εις το δικαστήριον πρωτύτερα εκείνον, τον διδάσκαλον μου, παρά εμέ, διότι καταστρέφει τους γέροντας, και εμέ και τον πατέρα του, εμένα μεν με την θρησκευτικήν διδασκαλίαν του την πεπλανημένην, εκείνον δε με την καταδίωξιν την δικαστικήν που του κάμνει κατά τας νέας αυτάς θρησκευτικάς αρχάς του. Και αν μεν δεν πεισθή εις εμέ και δεν παραιτήται από την δίκην, ή αν καταγγείλη εσένα αντ' εμού, λαμπρότατον πράγμα θα ήτο, αυτά τα ίδια λόγια να είπης ενώπιον του δικαστηρίου, όσα θα του έλεγα εγώ προ της δίκης προς συμβιβασμόν. | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ναὶ μὰ Δία, ὦ Σώκρατες, εἰ ἄρα ἐμὲ ἐπιχειρήσειε | Ναι, μα τον Δία, ω Σώκρατες, αν ίσως ήθελεν έχει τόσην απερισκεψίαν, | ||
5c | γράφεσθαι, εὕροιμ᾽ ἄν, ὡς οἶμαι, ὅπῃ σαθρός ἐστιν, καὶ πολὺ ἂν ἡμῖν πρότερον περὶ ἐκείνου λόγος ἐγένετο ἐν τῷ δικαστηρίῳ ἢ περὶ ἐμοῦ. | ώστε να με καταγγείλη, ήθελα προσπαθήσει ν' ανακαλύψω ευθύς, καθώς φρονώ, το τρωτόν του μέρος, και έτσι πολύ περισσότερον θα διέτρεχε κίνδυνον εκείνος εις το δικαστήριον παρά εγώ. | |
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
καὶ ἐγώ τοι, ὦ φίλε ἑταῖρε, ταῦτα γιγνώσκων μαθητὴς ἐπιθυμῶ γενέσθαι σός, εἰδὼς ὅτι καὶ ἄλλος πού τις καὶ ὁ Μέλητος οὗτος σὲ μὲν οὐδὲ δοκεῖ ὁρᾶν, ἐμὲ δὲ οὕτως ὀξέως [ἀτεχνῶς] καὶ ῥᾳδίως κατεῖδεν ὥστε ἀσεβείας ἐγράψατο. νῦν οὖν πρὸς Διὸς λέγε μοι ὃ νυνδὴ σαφῶς εἰδέναι διισχυρίζου, ποῖόν τι τὸ εὐσεβὲς φῂς εἶναι καὶ τὸ ἀσεβὲς | Επειδή και εγώ βεβαίως, καλέ μου φίλε, τα γνωρίζω αυτά, διά τούτο ίσα-ίσα επιθυμώ να γείνω μαθητής σου, διότι είμαι βέβαιος ότι σε μεν, επειδή είσαι τόσον βαθιά σοφός άνθρωπος, και κάθε άλλος, καθώς φρονώ, και ο Μέλητος αυτός, ούτε ότι σε βλέπουν φαίνονται, εμένα όμως με τόσην οξυδέρκειαν και τόσην ευκολίαν διέκρινεν, ώστε με κατεμήνυσεν εις το δικαστήριον επί ασεβεία. Τώρα λοιπόν, εν ονόματι του Διός, ειπέ μου εκείνο, που τώρα δα εβεβαίωνες, ότι πολύ καλά γνωρίζεις. Ποίον περίπου πράγμα ομολογείς ότι είναι το ευσεβές και ποίον το ασεβές, | ||
5d | καὶ περὶ φόνου καὶ περὶ τῶν ἄλλων; ἢ οὐ ταὐτόν ἐστιν ἐν πάσῃ πράξει τὸ ὅσιον αὐτὸ αὑτῷ, καὶ τὸ ἀνόσιον αὖ τοῦ μὲν ὁσίου παντὸς ἐναντίον, αὐτὸ δὲ αὑτῷ ὅμοιον καὶ ἔχον μίαν τινὰ ἰδέαν κατὰ τὴν ἀνοσιότητα πᾶν ὅτιπερ ἂν μέλλῃ ἀνόσιον εἶναι; | όσον αφορά παραδείγματος χάριν τον φόνον και τα λοιπά συνήθη εγκλήματα, που δύνανται να συμβούν; Ή δεν είναι όμοιον πάντοτε αυτό με τον εαυτόν του εις κάθε πράξιν το ευσεβές, και το ασεβές πάλιν διαφορετικόν μεν από κάθε ευσεβές, αυτό όμως όμοιον πάντοτε με τον εαυτόν του και έχον ως προς την ευσέβειαν τον ίδιον απαραλλάκτως χαρακτήρα της ασεβείας κάθε τι, όπου μέλλει να είναι ασεβές; | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
πάντως δήπου, ὦ Σώκρατες. | Βεβαίως, καθώς φρονώ, ω Σώκρατες, έτσι είναι. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης.. | ||
λέγε δή, τί φῂς εἶναι τὸ ὅσιον καὶ τί τὸ ἀνόσιον; | Λέγε μου λοιπόν ποίον πράγμα ονομάζεις ευσεβές και ποίον ασεβές; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
λέγω τοίνυν ὅτι τὸ μὲν ὅσιόν ἐστιν ὅπερ ἐγὼ νῦν ποιῶ, τῷ ἀδικοῦντι ἢ περὶ φόνους ἢ περὶ ἱερῶν κλοπὰς ἤ τι ἄλλο τῶν τοιούτων ἐξαμαρτάνοντι ἐπεξιέναι, ἐάντε πατὴρ | Ονομάζω ευσεβές μεν παραδείγματος χάριν αυτό, που κάμνω τώρα εγώ και καταγγέλλω εις την δικαιοσύνην κάθε άνθρωπον, ο οποίος είναι εγκληματίας, διότι διαπράττει φόνους ή κλοπάς ιερών πραγμάτων ή κανέν άλλο όμοιον έγκλημα, είτε πατέρας μου | ||
5e | ὢν τυγχάνῃ ἐάντε μήτηρ ἐάντε ἄλλος ὁστισοῦν, τὸ δὲ μὴ ἐπεξιέναι ἀνόσιον· ἐπεί, ὦ Σώκρατες, θέασαι ὡς μέγα σοι ἐρῶ τεκμήριον τοῦ νόμου ὅτι οὕτως ἔχει--ὃ καὶ ἄλλοις ἤδη εἶπον, ὅτι ταῦτα ὀρθῶς ἂν εἴη οὕτω γιγνόμενα--μὴ ἐπιτρέπειν τῷ ἀσεβοῦντι μηδ᾽ ἂν ὁστισοῦν τυγχάνῃ ὤν. αὐτοὶ γὰρ οἱ ἄνθρωποι τυγχάνουσι νομίζοντες τὸν Δία τῶν θεῶν ἄριστον καὶ δικαιότατον, | τυχαίνει να είναι αυτός ο άνθρωπος είτε μητέρα μου είτε κανένας άλλος οποιοσδήποτε συγγενής μου, ασεβές δε είναι το να μη καταγγείλω αυτόν τον κακούργον και να μη επιδιώξω την τιμωρίαν του. Διά να εννοήσης δε, ω Σώκρατες, κύτταξε, σε παρακαλώ, θα σου φέρω μίαν πολύ μεγάλην απόδειξιν ότι η επικρατούσα κοινή συνήθεια έτσι είναι, διά το οποίον και εις άλλους πολλούς ανθρώπους έως τώρα ωμίλησα, ότι δηλαδή αυτά, εάν γίνωνται έτσι, καθώς εγώ τώρα κάμνω, ήθελον είναι ευσεβείς πράξεις, δηλαδή να μη δεικνύωμεν καμμίαν επιείκειαν εις κάθε άνθρωπον που είναι ασεβής, οποιοσδήποτε και αν τύχη αυτός να είναι. Όλοι βέβαια οι ανθρώποι πιστεύουν ότι ο Ζευς είναι ο πλέον καλώτατος και πλέον δικαιότατος από όλους τους θεούς | |
6a | καὶ τοῦτον ὁμολογοῦσι τὸν αὑτοῦ πατέρα δῆσαι ὅτι τοὺς ὑεῖς κατέπινεν οὐκ ἐν δίκῃ, κἀκεῖνόν γε αὖ τὸν αὑτοῦ πατέρα ἐκτεμεῖν δι᾽ ἕτερα τοιαῦτα· ἐμοὶ δὲ χαλεπαίνουσιν ὅτι τῷ πατρὶ ἐπεξέρχομαι ἀδικοῦντι, καὶ οὕτως αὐτοὶ αὑτοῖς τὰ ἐναντία λέγουσι περί τε τῶν θεῶν καὶ περὶ ἐμοῦ. | και όλοι ομολογούν ότι έβαλεν εις τα σίδηρα τον πατέρα του τον Κρόνον(6), διότι κατέπινε τα παιδιά του, χωρίς να έχη κανέν δίκαιον, και ότι εκείνος πάλιν ο Κρόνος ευνούχισε τον πατέρα του, τον Ουρανόν, εξ αιτίας άλλων τοιούτων εγκλημάτων, τα οποία είχε διαπράξει. Εναντίον μου όμως οργίζονται οι άνθρωποι, διότι κατήγγειλα τον πατέρα μου, που διέπραξεν ένα πολύ σκληρόν έγκλημα, και επιζητώ την τιμωρίαν του, και έτσι αυτοί καταντούν εις αντίφασιν με τον εαυτόν τους, επειδή τόσον διαφορετικά κρίνουν τας πράξεις αυτάς των θεών και την ιδικήν μου. | |
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ἆρά γε, ὦ Εὐθύφρων, τοῦτ᾽ ἔστιν [οὗ] οὕνεκα τὴν γραφὴν φεύγω, ὅτι τὰ τοιαῦτα ἐπειδάν τις περὶ τῶν θεῶν λέγῃ, δυσχερῶς πως ἀποδέχομαι; διὸ δή, ὡς ἔοικε, φήσει τίς με ἐξαμαρτάνειν. νῦν οὖν εἰ καὶ σοὶ ταῦτα συνδοκεῖ τῷ | Άρα γε, ω Ευθύφρον, αυτό είναι το έγκλημα μου, εξ αιτίας του οποίου κατηγγέλθην εις το δικαστήριον, διότι, οσάκις μου αναφέρει κανείς τοιαύτα διά τους θεούς διηγήματα, εγώ με κάποιαν δυσκολίαν τα παραδέχομαι; Αυτό χωρίς άλλο είναι το έγκλημα, εις το οποίον, καθώς φαίνεται, ημπορεί να διισχυρισθή κανείς ότι είμαι ένοχος. Τώρα λοιπόν, εάν εις αυτά τα ζητήματα είσαι σύμφωνος | ||
6b | εὖ εἰδότι περὶ τῶν τοιούτων, ἀνάγκη δή, ὡς ἔοικε, καὶ ἡμῖν συγχωρεῖν. τί γὰρ καὶ φήσομεν, οἵ γε καὶ αὐτοὶ ὁμολογοῦμεν περὶ αὐτῶν μηδὲν εἰδέναι; ἀλλά μοι εἰπὲ πρὸς Φιλίου, σὺ ὡς ἀληθῶς ἡγῇ ταῦτα οὕτως γεγονέναι; | με τον κοινόν λαόν και πιστεύης εις τα διηγήματα αυτά και συ, που έχεις τόσον καλάς γνώσεις διά τα θρησκευτικά, είναι ανάγκη βέβαια, καθώς φαίνεται, και εις εμέ να δείξουν επιείκειαν και να με συγχωρήσουν. Διότι τί επί τέλους θα είπω, διά τον εαυτόν μου, όστις βέβαια ομολογώ τόσον απλοϊκά, ότι δι' αυτά τα πράγματα δεν έχω καμμίαν γνώσιν; Αλλά, σε παρακαλώ, δι' όνομα του Διός, που είναι προστάτης της φιλίας (7), ειπέ μου, ως φίλος, συ πιστεύεις αληθώς ότι αυτά τα πράγματα συνέβησαν αληθώς έτσι μεταξύ των θεών; | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
καὶ ἔτι γε τούτων θαυμασιώτερα, ὦ Σώκρατες, ἃ οἱ πολλοὶ οὐκ ἴσασιν. | Όχι αυτά μόνον συνέβησαν, αλλά και ακόμη πλέον παράξενα βεβαίως από αυτά, ω Σώκρατες, τα οποία ο λαός δεν γνωρίζει. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
καὶ πόλεμον ἆρα ἡγῇ σὺ εἶναι τῷ ὄντι ἐν τοῖς θεοῖς πρὸς ἀλλήλους, καὶ ἔχθρας γε δεινὰς καὶ μάχας καὶ ἄλλα τοιαῦτα πολλά, οἷα λέγεταί τε ὑπὸ τῶν ποιητῶν, καὶ ὑπὸ τῶν | Όθεν πιστεύεις συ ότι μεταξύ των θεών τωόντι συμβαίνουν και πόλεμοι και εχθροπάθειαι μάλιστα πολύ φοβεραί και συμπλοκαί και άλλαι πολλαί όμοιαι κακίαι, και πάθη τόσον παράδοξα, όπως μάλιστα περιγράφονται από τους ποιητάς εις τα ποιήματά των και από τους | ||
6c | ἀγαθῶν γραφέων τά τε ἄλλα ἱερὰ ἡμῖν καταπεποίκιλται, καὶ δὴ καὶ τοῖς μεγάλοις Παναθηναίοις ὁ πέπλος μεστὸς τῶν τοιούτων ποικιλμάτων ἀνάγεται εἰς τὴν ἀκρόπολιν; ταῦτα ἀληθῆ φῶμεν εἶναι, ὦ Εὐθύφρων; | περιφήμους ζωγράφους (8), παριστάνονται εις τας εικόνας των, με τας οποίας είναι στολισμένοι λαμπρώς οι ναοί μας και πολλά άλλα ιερά της πόλεως μέρη (9), και εξόχως μάλιστα ο πέπλος ο μυστηριώδης της Αθηνάς, ο οποίος γεμάτος από τοιαύτας ζωγραφίας και παραστάσεις φέρεται με μεγάλην πομπήν επάνω εις την Ακρόπολιν κατά την εορτήν των μεγάλων Παναθηναίων (10). Αυτά, ω Ευθύφρον, θα τα παραδεχθώμεν ότι είναι αληθινά; | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
μὴ μόνον γε, ὦ Σώκρατες, ἀλλ᾽ ὅπερ ἄρτι εἶπον, καὶ ἄλλα σοι ἐγὼ πολλά, ἐάνπερ βούλῃ, περὶ τῶν θείων διηγήσομαι, ἃ σὺ ἀκούων εὖ οἶδ᾽ ὅτι ἐκπλαγήσῃ. | Όχι μόνον αυτά βεβαίως, ω Σώκρατες, αλλά, καθώς προ ολίγου σου είπα, θα σου διηγηθώ εγώ τώρα, αν θέλης, και άλλα πολλά ακόμη διά τα θρησκευτικά μας πράγματα, τα οποία συ, όταν ακούσης, χωρίς άλλο θα εκπλαγής. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
οὐκ ἂν θαυμάζοιμι. ἀλλὰ ταῦτα μέν μοι εἰς αὖθις ἐπὶ σχολῆς διηγήσῃ· νυνὶ δὲ ὅπερ ἄρτι σε ἠρόμην πειρῶ | Δεν ήθελα διόλου εκπλαγή. Αλλά αυτά μεν τα διηγήματα να μου ειπής άλλοτε, όταν τύχη ευκαιρία, τώρα δε ακριβώς προσπάθησον να μου είπης πλέον σαφέστερον δι' εκείνο, διά το οποίον προ ολίγου σε ηρώτησα. | ||
6d | σαφέστερον εἰπεῖν. οὐ γάρ με, ὦ ἑταῖρε, τὸ πρότερον ἱκανῶς ἐδίδαξας ἐρωτήσαντα τὸ ὅσιον ὅτι ποτ᾽ εἴη, ἀλλά μοι εἶπες ὅτι τοῦτο τυγχάνει ὅσιον ὂν ὃ σὺ νῦν ποιεῖς, φόνου ἐπεξιὼν τῷ πατρί. | Διότι, φίλε μου, πρωτύτερα όταν σε ηρώτησα τί πράγμα επί τέλους είναι το ευσεβές, δεν μου έκαμες τελείαν εξήγησιν να εννοήσω καλά, αλλά μου είπες σύντομα-σύντομα ότι αυτό το πράγμα είναι ευσεβές, το οποίον συ τώρα κάμνεις, που καταγγέλλεις εις το δικαστήριον τον πατέρα σου επί φόνω. |
α) Το Λύκειον ήτο ιερόν του Απόλλωνος, προς τα ανατολικά της πόλεως, εις το μεταξύ Λυκαβηττού και Ιλισσού μέρος, όπου σήμερον η Ριζάρειος Σχολή, και ακριβώς όπισθεν του Βασιλικού Κήπου προς το μέρος του Ιλισσού. Είχε δε πολλούς σκιερούς περιπάτους και δενδροφυτείας πυκνάς και ήτο πολυσύχναστον μέρος. Βραδύτερον εδίδασκε εν αυτώ ο Αριστοτέλης και οι οπαδοί του, οι οποίοι και Περιπατητικοί φιλόσοφοι ωνομάσθησαν.
β) Η Στοά αύτη έκειτο εις την αγοράν κατά τον Κεραμεικόν. Εντός αυτής είχε τα γραφεία του ο άρχων βασιλεύς, είς των 9 αρχόντων, όστις είχε την διεύθυνσιν των θρησκευτικών εν γένει δικών.
γ) Δίκην ωνόμαζον οι αρχαίοι την διά τα ιδιωτικά αδικήματα κρίσιν, γραφήν δε την διά τα δημόσια.
δ) Ο Μέλητος ήτο ποιητής και άσημος ρήτωρ, όστις πριν κατηγορήση τον Σωκράτην είχε κατηγορήσει τον Περικλέα· τούτον βραδύτερον οι Αθηναίοι κατήγγειλαν ως συκοφάντην. Κυρίως οι κατήγοροι του Σωκράτους ήσαν τρεις, ο Μέλητος, ο Άνυτος και ο Λύκων. Αλλ’ ενταύθα ο Σωκράτης αναφέρει μόνον τον Μέλητον ως πρωτουργόν της κατηγορίας.
ε) Ο δήμος Πιθός ή Πιτθός ανήκεν εις την Κεκροπίδα φυλήν. Έκειτο δε περίπου όπου σήμερον το χωρίον Κερατέα.
1) Τούτο είναι αρχαία ελληνική παροιμία: «αφ' εστίας άρχεσθαι» λεγομένη επ' εκείνων, οι οποίοι επιχειρούν την καταστροφήν πράγματός τινος αφ' εστίας, ήτοι από του πλέον ιερού και αγίου μέρους, καθώς ήτο η εστία των αρχαίων οίκων, το ενδότερον τούτων, όπου εφυλάσσοντο οι εφέστιοι θεοί, οι της οικίας προστάται. Ιδού λαμπρός έπαινος του Σωκράτους, ο οποίος εθεωρείτο διά την πόλιν ό,τι οι εφέστιοι θεοί διά τον οίκον.
2) Περί του δαιμονίου του Σωκράτους ίδε εν τη Απολογία, εις τα προλεγόμενα μου και εις το κείμενον. «Βιβλιοθήκη Αρχ. Ελλ. Συγγραφέων Γ. Φέξη».
3) Ο Ευθύφρων ήτο μάντις γνωστός εις όλους ως θεόπνευστος, ίσως δε είχε το έργον τούτο κληρονομικώς καθώς συνηθίζετο τότε.
4) Δεν απηλλάσσετο ο μεμολυσμένος ανδροκτόνος και οι περί αυτόν από το μίασμα, ειμή διά δίκης και εξορίας ή φόνου. Τούτο δε ελέγετο αφοσίωσις. Από δεισιδαιμονίαν λοιπόν προέβη ο Ευθύφρων εις την καταγγελίαν του πατρός του.
5) Εξηγητάς ωνόμαζαν οι παλαιοί Αθηναίοι εκείνους, οι οποίοι είχον ως έργον να εξηγούν και ερμηνεύουν τους νόμους, και μάλιστα τους αφορώντας τα πατροπαράδοτα θρησκευτικά έθιμα. Τους εξηγητάς αυτούς πάντοτε συνεβουλεύοντο και οι δικασταί εις τας θρησκευτικάς δίκας. Οι εξηγηταί ούτοι εις τας Αθήνας ήσαν πιθανώς τρεις εκλεγόμενοι από το μαντείον των Δελφών εκ των ευπατριδών.
6) Ο Κρόνος εξεθρόνισε τον πατέρα του Ουρανόν και εβασίλευσεν αυτός αντ' εκείνου εις τον ουρανόν. Αλλά κατόπιν εξεθρονίσθη και αυτός από τον υιόν του τον Δία, όστις διεμοίρασεν έπειτα τον κόσμον με τους δυό αδελφούς του, τον Ποσειδώνα και τον Πλούτωνα και έλαβεν ο μεν Ζευς την εξουσίαν επί του αιθέρος και της γης, ο δε Ποσειδών επί της θαλάσσης και ο Πλούτον επί του Άδου.
7) Ο Ζευς εθεωρείτο υπό τον αρχαίων ο κατ' εξοχήν προστάτης της φιλίας, διό και ωνομάζετο «Ζευς φίλιος».
8) Μέχρι των χρόνων τούτων του Πλάτωνος είχον ακμάσει εν Αθήναις οι διάσημοι ζωγράφοι Πολύγνωτος ο Θάσιος, Μήκων και Ονάτας οι Αιγινήται, Αγάθαρχος ο Σάμιος, ο Απολλόδωρος και άλλοι.
9) Προ πάντων μία των εν Αθήναις Στοών ήτο γεμάτη από τοιαύτας λαμπράς εικόνας, η οποία δι' αυτό ωνομάζετο Ποικίλη Στοά.
10) Μεγάλα Παναθήναια εκαλούντο η μεγίστη και αρχαιοτάτη αθηναϊκή εορτή, η οποία από τους χρόνους του Θησέως ωνομάσθη ούτως. Ετελούντο δε τα μεγάλα Παναθήναια κατά πενταετίαν, το τρίτον έτος εκάστης Ολυμπιάδος, μεγαλοπρεπέστατα και διήρκουν επί 5 ημέρας, από της 25 μέχρι της 29 του Εκατομβαιώνος μηνός (του καθ' ημάς Αυγούστου). Κατ' αυτά ετελούντο αγώνες γυμνικοί δρόμου και λοιπών και ιππικοί και μουσικοί και ναυτικοί ακόμη.
Την δε τελευταίαν ημέραν της εορτής εγίνετο την νύκτα λαμπαδηφορία μετά την πομπήν του πέπλου. Ο δε πέπλος ούτος ήτο μάλλινος, εν λευκόν τετράγωνον ύφασμα, είδος επανωφορίου άνευ χειρίδων, γεμάτο από κεντήματα, τα οποία παρίστανον κατορθώματα της Αθηνάς και αλλων θεών, με τον οποίον αναβαίνοντες εις την Ακρόπολιν εσκέπαζαν το ξόανον της Πολιάδος Αθήνας, ήτοι το πανάρχαιον ξύλινον άγαλμα της θεάς αυτής, της προστάτιδος των Αθηνών. Προηγείτο δε της αναβάσεως εις την Ακρόπολιν μεγάλη πομπή του πέπλου από τας Αθήνας εις την Ελευσίνα και από εκεί πάλιν εις το Κεραμεικόν (την σημερινήν Αγίαν Τριάδα). Από εκεί η πομπή διήρχετο όλας τας συνοικίας της πόλεως και τέλος ανέβαινεν εις την Ακρόπολιν. Καθ' όλον το διάστημα της μακράς πομπής αυτής ο πέπλος ήτο ηπλωμένος ως ιστίον επί μικρού πλοιαρίου, το οποίον είχε τροχούς, διά να κινήται διά μέσου των οδών της πόλεως.