Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
καὶ ἀληθῆ γε ἔλεγον, ὦ Σώκρατες. | Σου είπα μάλιστα την αλήθειαν, ω Σώκρατες. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ἴσως. ἀλλὰ γάρ, ὦ Εὐθύφρων, καὶ ἄλλα πολλὰ φῂς εἶναι ὅσια. | Ίσως. Ως τόσον, ω Ευθύφρον, θα παραδέχεσαι ότι υπάρχουν και άλλα πολλά πράγματα ευσεβή. | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
καὶ γὰρ ἔστιν. | Βεβαιότατα υπάρχουν. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
μέμνησαι οὖν ὅτι οὐ τοῦτό σοι διεκελευόμην, ἕν τι ἢ δύο με διδάξαι τῶν πολλῶν ὁσίων, ἀλλ᾽ ἐκεῖνο αὐτὸ τὸ εἶδος ᾧ πάντα τὰ ὅσια ὅσιά ἐστιν; ἔφησθα γάρ που μιᾷ ἰδέᾳ | Ενθυμείσαι λοιπόν, σε παρακαλώ, ότι δεν σου εζήτησα αυτό, να μου εξηγήσης ένα ή δύο από τα πολλά ευσεβή, αλλ' ακριβώς σε παρεκάλεσα να μου παραστήσης καθαρά και ωρισμένως ποία είναι η φύσις αυτή του ευσεβούς πράγματος, την οποίαν, όταν έχουν όλα τα ευσεβή, είναι ευσεβή. Διότι διισχυρίσθης, φρονώ, ότι κατά ένα μόνον χαρακτήρα | ||
6e | τά τε ἀνόσια ἀνόσια εἶναι καὶ τὰ ὅσια ὅσια· ἢ οὐ μνημονεύεις; | και τα ασεβή είναι ασεβή και τα ευσεβή είναι ευσεβή· ή δεν ενθυμείσαι; | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ἔγωγε. | Μάλιστα, ενθυμούμαι. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ταύτην τοίνυν με αὐτὴν δίδαξον τὴν ἰδέαν τίς ποτέ ἐστιν, ἵνα εἰς ἐκείνην ἀποβλέπων καὶ χρώμενος αὐτῇ παραδείγματι, ὃ μὲν ἂν τοιοῦτον ᾖ ὧν ἂν ἢ σὺ ἢ ἄλλος τις πράττῃ φῶ ὅσιον εἶναι, ὃ δ᾽ ἂν μὴ τοιοῦτον, μὴ φῶ. | Αυτόν λοιπόν τον χαρακτήρα, εξήγησε μου ποίος επί τέλους είναι, διά να τον έχω πάντοτε ενώπιον των οφθαλμών μου, να τον μεταχειρίζωμαι ως υπόδειγμα, και ό,τι μεν από εκείνα, που συ ή κανείς άλλος κάμνει, είναι όμοια με το υπόδειγμα, να παραδέχωμαι ότι είναι ευσεβές, ό,τι δε δεν ομοιάζει, να μη το παραδέχωμαι. | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ἀλλ᾽ εἰ οὕτω βούλει, ὦ Σώκρατες, καὶ οὕτω σοι φράσω. | Πολύ καλά· αν θέλης έτσι, ω Σώκρατες, και έτσι θα σου το αναπτύξω το ζήτημα. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ἀλλὰ μὴν βούλομαί γε. | Μάλιστα θέλω βέβαια. | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
7a | ἔστι τοίνυν τὸ μὲν τοῖς θεοῖς προσφιλὲς ὅσιον, τὸ δὲ μὴ προσφιλὲς ἀνόσιον. | Λοιπόν παραδέχομαι ότι, ό,τι πράγμα είναι ευάρεστον εις τους θεούς, είναι ευσεβές, ό,τι δε δεν είναι ευάρεστον εις αυτούς, είναι ασεβές. | |
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
παγκάλως, ὦ Εὐθύφρων, καὶ ὡς ἐγὼ ἐζήτουν ἀποκρίνασθαί σε, οὕτω νῦν ἀπεκρίνω. εἰ μέντοι ἀληθῶς, τοῦτο οὔπω οἶδα, ἀλλὰ σὺ δῆλον ὅτι ἐπεκδιδάξεις ὡς ἔστιν ἀληθῆ ἃ λέγεις. | Πολύ ωραία τώρα έτσι απαντάς, ω Ευθύφρον, και απαράλλακτα, καθώς εγώ ακριβώς σου εζήτησα, αν όμως αυτό που λέγεις τώρα είναι προσέτι και αληθές, δεν το γνωρίζω ακόμη· είναι όμως φανερόν ότι συ θα μου αναπτύξης καλλίτερα ακόμη την γνώμην σου και θα μου διασαφήσης ότι είναι αληθινά όσα είπες. | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
πάνυ μὲν οὖν. | Βεβαιότατα, θα σου αναπτύξω όσα είπα τώρα. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
φέρε δή, ἐπισκεψώμεθα τί λέγομεν. τὸ μὲν θεοφιλές τε καὶ θεοφιλὴς ἄνθρωπος ὅσιος, τὸ δὲ θεομισὲς καὶ ὁ θεομισὴς ἀνόσιος· οὐ ταὐτὸν δ᾽ ἐστίν, ἀλλὰ τὸ ἐναντιώτατον, τὸ ὅσιον τῷ ἀνοσίῳ· οὐχ οὕτως; | Έλα λοιπόν ας εξετάσωμεν τί είπαμεν έως τώρα. Ένα μεν πράγμα ευάρεστον εις τους θεούς και ένας άνθρωπος ευάρεστος εις τους θεούς είναι ευσεβής, ένα δε πράγμα μισητόν εις τους θεούς και ένας άνθρωπος μισητός εις τους θεούς είναι ασεβής. Το ευσεβές δε δεν είναι το ίδιον με το ασεβές, αλλ' όλως διόλου είναι εναντιώτατον το εν προς το άλλο. Δεν είναι έτσι; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
οὕτω μὲν οὖν. | Αναντιρρήτως έτσι είναι. Διότι έτσι έχομεν είπει. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
καὶ εὖ γε φαίνεται εἰρῆσθαι; | Σου φαίνεται ότι πολύ καλά το είπαμεν αυτό; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
7b | δοκῶ, ὦ Σώκρατες. [εἴρηται γάρ.] | Μου φαίνεται, ω Σώκρατες. | |
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
οὐκοῦν καὶ ὅτι στασιάζουσιν οἱ θεοί, ὦ Εὐθύφρων, καὶ διαφέρονται ἀλλήλοις καὶ ἔχθρα ἐστὶν ἐν αὐτοῖς πρὸς ἀλλήλους, καὶ τοῦτο εἴρηται; | Λοιπόν, και ότι οι θεοί στασιάζουν αναμεταξύ των, ω Ευθύφρον, και φιλονικούν ο ένας με τον άλλον, και ότι εχθροπάθειαι συμβαίνουν μεταξύ των, και αυτό το είπαμεν; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
εἴρηται γάρ. | Βεβαίως το είπαμεν. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ἔχθραν δὲ καὶ ὀργάς, ὦ ἄριστε, ἡ περὶ τίνων διαφορὰ ποιεῖ; ὧδε δὲ σκοπῶμεν. ἆρ᾽ ἂν εἰ διαφεροίμεθα ἐγώ τε καὶ σὺ περὶ ἀριθμοῦ ὁπότερα πλείω, ἡ περὶ τούτων διαφορὰ ἐχθροὺς ἂν ἡμᾶς ποιοῖ καὶ ὀργίζεσθαι ἀλλήλοις, ἢ ἐπὶ λογισμὸν ἐλθόντες περί γε τῶν τοιούτων ταχὺ ἂν | Αλλά τας εχθροπαθείας, αγαπητέ μου, και τα μίση διά ποία πράγματα αι φιλονικίαι προξενούν; Ας εξετάσωμεν δε με αυτόν τον τρόπον το πράγμα. Άρα γε, εάν εγώ και συ φιλονικώμεν διά δύο αριθμούς και θέλωμεν να μάθωμεν ποίος από τους δύο είναι μεγαλείτερος, η φιλονικία μας δι' αυτούς τους αριθμούς ημπορεί να μας κάμη εχθρούς και να μισήσωμεν ο ένας τον άλλον, ή, αφού έλθωμεν εις τον λογαριασμόν δι' αυτούς τους αριθμούς, βεβαίως, τότε αμέσως ημπορεί να συμφιλιωθώμεν; | ||
7c | ἀπαλλαγεῖμεν; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
πάνυ γε. | Αυτό είναι βεβαιότατον. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
οὐκοῦν καὶ περὶ τοῦ μείζονος καὶ ἐλάττονος εἰ διαφεροίμεθα, ἐπὶ τὸ μετρεῖν ἐλθόντες ταχὺ παυσαίμεθ᾽ ἂν τῆς διαφορᾶς; | Λοιπόν, και εάν φιλονικώμεν διά το μέγεθος δύο σωμάτων, ποίον είναι μεγαλείτερον ή μικρότερον από τα δύο, όταν φθάσωμεν εις την καταμέτρησιν αυτών, αμέσως ηθέλομεν παύσει από την φιλονικίαν; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ἔστι ταῦτα. | Βεβαίως. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
καὶ ἐπί γε τὸ ἱστάναι ἐλθόντες, ὡς ἐγᾦμαι, περὶ τοῦ βαρυτέρου τε καὶ κουφοτέρου διακριθεῖμεν ἄν; | Και αν έλθωμεν εις συζήτησιν και φιλονικίαν διά το βάρος δύο πραγμάτων, ποίον είναι βαρύτερον ή ελαφρότερον από τα δύο, δεν ήθελε παύσει αμέσως η διαφορά μας, εάν, καθώς εγώ νομίζω, καταλήξωμεν εις το ζύγισμα αυτών των πραγμάτων; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
πῶς γὰρ οὔ; | Πώς όχι; | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
περὶ τίνος δὲ δὴ διενεχθέντες καὶ ἐπὶ τίνα κρίσιν οὐ δυνάμενοι ἀφικέσθαι ἐχθροί γε ἂν ἀλλήλοις εἶμεν καὶ ὀργιζοίμεθα; ἴσως οὐ πρόχειρόν σοί ἐστιν, ἀλλ᾽ ἐμοῦ λέγοντος | Λοιπόν διά ποίον πράγμα εάν φιλονικήσωμεν και εις ποίον συμβιβασμόν εάν δεν ημπορέσωμεν να καταλήξωμεν, ηθέλομεν βεβαίως γείνει εχθροί αναμεταξύ μας και ηθέλομεν έχει μίσος ο ένας κατά του άλλου; Ίσως δεν έχεις εις τον νουν σου πρόχειρον κανέν από αυτά τα πράγματα, αλλά, ενώ εγώ θα σου απαριθμήσω | ||
7d | σκόπει εἰ τάδε ἐστὶ τό τε δίκαιον καὶ τὸ ἄδικον καὶ καλὸν καὶ αἰσχρὸν καὶ ἀγαθὸν καὶ κακόν. ἆρα οὐ ταῦτά ἐστιν περὶ ὧν διενεχθέντες καὶ οὐ δυνάμενοι ἐπὶ ἱκανὴν κρίσιν αὐτῶν ἐλθεῖν ἐχθροὶ ἀλλήλοις γιγνόμεθα, ὅταν γιγνώμεθα, καὶ ἐγὼ καὶ σὺ καὶ οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι πάντες; | τώρα μερικά από αυτά, συ έχε τον νουν σου, αν τα λέγω σωστά. Αυτά τα πράγματα είναι το δίκαιον και το άδικον, το έντιμον και το άτιμον, το καλόν και το κακόν. Άρα γε αυτά δεν είναι εκείνα τα ίδια, διά τα οποία, αφού εφιλονικήσαμεν, και αφού δεν κατωρθώσαμεν να έλθωμεν εις ικανοποιητικόν συμβιβασμόν, γινόμεθα πάντοτε εχθροί αναμεταξύ μας, όταν γινώμεθα, και εγώ και συ και όλοι οι άλλοι άνθρωποι; | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ἀλλ᾽ ἔστιν αὕτη ἡ διαφορά, ὦ Σώκρατες, καὶ περὶ τούτων. | Μάλιστα, ω Σώκρατες, αυτή είναι η πραγματική αιτία της φιλονικίας μας και δι' αυτά τα πράγματα. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
τί δὲ οἱ θεοί, ὦ Εὐθύφρων; οὐκ εἴπερ τι διαφέρονται, δι᾽ αὐτὰ ταῦτα διαφέροιντ᾽ ἄν; | Αλλ' εάν λοιπόν είναι αληθές, ω Ευθύφρον, ότι και οι θεοί φιλονικούν διά μερικά πράγματα, αναγκαίως δεν θα φιλονικούν δι' αυτά, τα οποία τώρα είπαμεν; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
πολλὴ ἀνάγκη. | Είναι μάλιστα αναγκαιότατον. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
7e | καὶ τῶν θεῶν ἄρα, ὦ γενναῖε Εὐθύφρων, ἄλλοι ἄλλα δίκαια ἡγοῦνται κατὰ τὸν σὸν λόγον, καὶ καλὰ καὶ αἰσχρὰ καὶ ἀγαθὰ καὶ κακά· οὐ γὰρ ἄν που ἐστασίαζον ἀλλήλοις εἰ μὴ περὶ τούτων διεφέροντο· ἦ γάρ; | Λοιπόν κατά τους λόγους σου, ω εξοχώτατε Ευθύφρον, και από τους θεούς άλλοι άλλα πράγματα θεωρούν δίκαια και άδικα και έντιμα και άτιμα και καλά και κακά. Διότι δεν θα έφθαναν, φρονώ, εις στάσεις και μάχας αναμεταξύ των, εάν δεν εφιλονικούσαν δι' αυτά. Δεν είναι έτσι βέβαια; | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ὀρθῶς λέγεις. | Πολύ σωστά ομιλείς. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
οὐκοῦν ἅπερ καλὰ ἡγοῦνται ἕκαστοι καὶ ἀγαθὰ καὶ δίκαια, ταῦτα καὶ φιλοῦσιν, τὰ δὲ ἐναντία τούτων μισοῦσιν; | Λοιπόν κάθε άνθρωπος ό,τι θεωρεί έντιμον και καλόν και δίκαιον, αυτό ακριβώς και αγαπά, τα δε εναντία αυτών μισεί; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
πάνυ γε. | Αναμφιβόλως. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ταὐτὰ δέ γε, ὡς σὺ φῄς, οἱ μὲν δίκαια ἡγοῦνται, | Τα ίδια δε πράγματα βεβαίως, καθώς συ ομολογείς, μερικοί μεν από τους θεούς θεωρούν δίκαια, | ||
8a | οἱ δὲ ἄδικα, περὶ ἃ καὶ ἀμφισβητοῦντες στασιάζουσί τε καὶ πολεμοῦσιν ἀλλήλοις· ἆρα οὐχ οὕτω; | μερικοί δε άδικα. Δι' αυτά δε ίσα-ίσα φιλονικούντες καταντούν εις στάσεις εναντίων αλλήλων και πολέμους. Άρα γε δεν είναι έτσι; | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
οὕτω. | Βεβαιότατα. Έτσι είναι. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ταὔτ᾽ ἄρα, ὡς ἔοικεν, μισεῖταί τε ὑπὸ τῶν θεῶν καὶ φιλεῖται, καὶ θεομισῆ τε καὶ θεοφιλῆ ταὔτ᾽ ἂν εἴη. | Τα ίδια λοιπόν πράγματα, καθώς φαίνεται, μισούνται από τους θεούς και αγαπώνται, και τα ίδια πράγματα ήθελον είναι μισητά συνάμα και αγαπητά εις τους θεούς. | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ἔοικεν. | Φαίνεται ότι έτσι είναι. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
καὶ ὅσια ἄρα καὶ ἀνόσια τὰ αὐτὰ ἂν εἴη, ὦ Εὐθύφρων, τούτῳ τῷ λόγῳ. | Τότε λοιπόν, ω Ευθύφρον, σύμφωνα με αυτό όπου λέγεις τώρα τα ίδια πράγματα ήθελον είναι και ευσεβή και ασεβή. | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
κινδυνεύει. | Μου φαίνεται. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
οὐκ ἄρα ὃ ἠρόμην ἀπεκρίνω, ὦ θαυμάσιε. οὐ γὰρ τοῦτό γε ἠρώτων, ὃ τυγχάνει ταὐτὸν ὂν ὅσιόν τε καὶ ἀνόσιον· ὃ δ᾽ ἂν θεοφιλὲς ᾖ καὶ θεομισές ἐστιν, ὡς ἔοικεν. | Λοιπόν, ω αξιοθαύμαστε, δεν απήντησες ακόμη, εις εκείνο που σε ηρώτησα. Διότι βεβαίως εγώ δεν σε ηρώτησα ποίον είναι αυτό το οποίον τυχαίνει να είναι συγχρόνως ευσεβές και ασεβές, ουδέ ποίον είναι συγχρόνως αγαπητόν και μισητόν εις τους θεούς, καθώς παρεδέχθημεν. | ||
8b | ὥστε, ὦ Εὐθύφρων, ὃ σὺ νῦν ποιεῖς τὸν πατέρα κολάζων, οὐδὲν θαυμαστὸν εἰ τοῦτο δρῶν τῷ μὲν Διὶ προσφιλὲς ποιεῖς, τῷ δὲ Κρόνῳ καὶ τῷ Οὐρανῷ ἐχθρόν, καὶ τῷ μὲν Ἡφαίστῳ φίλον, τῇ δὲ Ἥρᾳ ἐχθρόν, καὶ εἴ τις ἄλλος τῶν θεῶν ἕτερος ἑτέρῳ διαφέρεται περὶ αὐτοῦ, καὶ ἐκείνοις κατὰ τὰ αὐτά. | Ώστε, ω Ευθύφρον, αυτό που κάμνεις σήμερον συ και ζητείς να τιμώρησης τον πατέρα σου ως φονέα διόλου δεν είναι παράξενον, εάν, ενώ προσπαθείς να το κατορθώσης, διά μεν τον Δία κάμνης πράξιν ευάρεστον, διά τον Κρόνον όμως και τον Ουρανόν κάμνης πράξιν εχθρικήν, και διά μεν τον Ήφαιστον(11), αγαπητήν πράξιν κάμνης, διά δε την Ήραν μισητήν απαράλλακτα δε και δι' οποιονδήποτε άλλον από τους θεούς, οι οποίοι, με το να έχουν διαφορετικά αισθήματα δι' εν πράγμα ο ένας με τον άλλον, φιλονικούν δι' αυτό μεταξύ των, και δι' εκείνους, δι' άλλον μεν φαίνεσαι ότι κάμνεις πράξιν αγαπητήν, δι' άλλον δε μισητήν. | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ἀλλ᾽ οἶμαι, ὦ Σώκρατες, περί γε τούτου τῶν θεῶν οὐδένα ἕτερον ἑτέρῳ διαφέρεσθαι, ὡς οὐ δεῖ δίκην διδόναι ἐκεῖνον ὃς ἂν ἀδίκως τινὰ ἀποκτείνῃ. | Αλλά φρονώ, ω Σώκρατες, ότι δι' αυτήν την πράξιν μου κανείς από τους θεούς δεν φιλονικεί ο ένας με τον άλλον, ότι δεν πρέπει δηλαδή να τιμωρήται εκείνος ο άνθρωπος, που ήθελε φονεύσει κανένα άλλον αδίκως. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
τί δέ; ἀνθρώπων, ὦ Εὐθύφρων, ἤδη τινὸς ἤκουσας | Τί δε φρονείς; Από τους ανθρώπους, ω Ευθύφρον, ήκουσες ποτέ κανένα, | ||
8c | ἀμφισβητοῦντος ὡς τὸν ἀδίκως ἀποκτείναντα ἢ ἄλλο ἀδίκως ποιοῦντα ὁτιοῦν οὐ δεῖ δίκην διδόναι; | που τολμά να ισχυρίζεται ότι δεν πρέπει να τιμωρήται εκείνος, που αδίκως φονεύση άλλον, ή εν γένει πράξη κανέν άλλο οποιονδήποτε έγκλημα; | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
οὐδὲν μὲν οὖν παύονται ταῦτα ἀμφισβητοῦντες καὶ ἄλλοθι καὶ ἐν τοῖς δικαστηρίοις· ἀδικοῦντες γὰρ πάμπολλα, πάντα ποιοῦσι καὶ λέγουσι φεύγοντες τὴν δίκην. | Είναι βεβαιότατον αυτό, ω Σώκρατες. Οι άνθρωποι δεν παύουν ποτέ να φιλονικούν διά τα πράγματα αυτά παντού, ακόμη και εις τα δικαστήρια. Διότι, αφού διαπράξουν πάρα πολλά εγκλήματα και αδικήματα, μεταχειρίζονται κατόπιν κάθε μέσον με έργον και με λόγον, διά να ημπορέσουν να αποφύγουν την καταδίκην. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης, | ||
ἦ καὶ ὁμολογοῦσιν, ὦ Εὐθύφρων, ἀδικεῖν, καὶ ὁμολογοῦντες ὅμως οὐ δεῖν φασὶ σφᾶς διδόναι δίκην; | Ε, και ομολογούν λοιπόν αυτοί, ω Ευθύφρον, ότι αληθώς διέπραξαν έγκλημα και έπειτα και με όλην την ομολογίαν των ισχυρίζονται ότι δεν πρέπει να τιμωρηθούν; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
οὐδαμῶς τοῦτό γε. | Αυτό βεβαίως δεν το ομολογούν διόλου. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
οὐκ ἄρα πᾶν γε ποιοῦσι καὶ λέγουσι· τοῦτο γὰρ οἶμαι οὐ τολμῶσι λέγειν οὐδ᾽ ἀμφισβητεῖν, ὡς οὐχὶ εἴπερ | Τότε λοιπόν δεν κάμνουν βέβαια και δεν λέγουν πάν ό,τι ημπορούν, διά να αποφύγουν την καταδίκην. Διότι αυτό, καθώς φρονώ, δεν τολμούν να το είπουν ούτε να το αμφισβητήσουν, | ||
8d | ἀδικοῦσί γε δοτέον δίκην, ἀλλ᾽ οἶμαι οὔ φασιν ἀδικεῖν· ἦ γάρ; | εάν τωόντι διέπραξαν κανέν έγκλημα, ότι δεν πρέπει να τιμωρηθούν. Αλλά φρονώ ότι αυτοί αρνούνται όλως διόλου ότι διέπραξαν έγκλημα. Δεν είναι έτσι, ω Ευθύφρον; | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ἀληθῆ λέγεις. | Μάλιστα· πολύ σωστά ομιλείς. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
οὐκ ἄρα ἐκεῖνό γε ἀμφισβητοῦσιν, ὡς οὐ τὸν ἀδικοῦντα δεῖ διδόναι δίκην, ἀλλ᾽ ἐκεῖνο ἴσως ἀμφισβητοῦσιν, τὸ τίς ἐστιν ὁ ἀδικῶν καὶ τί δρῶν καὶ πότε. | Αυτοί λοιπόν δεν διαφιλονικούν το ότι δεν πρέπει να τιμωρήται εκείνος, που διέπραξεν έγκλημα, αλλά διαφιλονικούν τούτο βεβαίως, το ποίος είναι αυτός που έκαμε το έγκλημα και τί είδους έγκλημα έκαμε και πότε. | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ἀληθῆ λέγεις. | Αληθινά είναι αυτά που λέγεις. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
οὐκοῦν αὐτά γε ταῦτα καὶ οἱ θεοὶ πεπόνθασιν, εἴπερ στασιάζουσι περὶ τῶν δικαίων καὶ ἀδίκων ὡς ὁ σὸς λόγος, καὶ οἱ μέν φασιν ἀλλήλους ἀδικεῖν, οἱ δὲ οὔ φασιν; ἐπεὶ ἐκεῖνό γε δήπου, ὦ θαυμάσιε, οὐδεὶς οὔτε θεῶν οὔτε | Λοιπόν αυτά τα ίδια περιστατικά βεβαίως συμβαίνουν και εις τους θεούς, εάν απαράλλακτα διχογνωμούν και αυτοί διά τα δίκαια και τα άδικα, καθώς συ ωμολόγησες προ μικρού, και άλλοι μεν από αυτούς διατείνωνται ότι διαπράττουν εγκλήματα ο ένας κατά του άλλου, άλλοι δε αρνούνται αυτό; Διότι, φίλτατε μου, κανένας βέβαια ούτε από τους θεούς ούτε από τους ανθρώπους | ||
8e | ἀνθρώπων τολμᾷ λέγειν, ὡς οὐ τῷ γε ἀδικοῦντι δοτέον δίκην. | δεν τολμά να ισχυρισθή, κατά την γνώμην μου, ότι δεν πρέπει να τιμωρήται εκείνος, που βέβαια ήθελε διαπράξει κανέν έγκλημα. | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ναί, τοῦτο μὲν ἀληθὲς λέγεις, ὦ Σώκρατες, τό γε κεφάλαιον. | Ναι, αυτό βεβαίως που λέγεις, ω Σώκρατες, είναι αληθές, γενικώς όμως. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ἀλλ᾽ ἕκαστόν γε οἶμαι, ὦ Εὐθύφρων, τῶν πραχθέντων ἀμφισβητοῦσιν οἱ ἀμφισβητοῦντες, καὶ ἄνθρωποι καὶ θεοί, εἴπερ ἀμφισβητοῦσιν θεοί· πράξεώς τινος πέρι διαφερόμενοι οἱ μὲν δικαίως φασὶν αὐτὴν πεπρᾶχθαι, οἱ δὲ ἀδίκως· ἆρ᾽ οὐχ οὕτω; | Αλλά, ω Ευθύφρον, φρονώ ότι όσοι φιλονικούν, φιλονικούν χωριστά διά κάθε εν από εκείνα που επράχθησαν, είτε άνθρωποι είναι αυτοί, είτε θεοί —αν βέβαια φιλονικούν και οι θεοί— επειδή φιλονικούν δηλαδή διά καμμίαν πράξιν, άλλοι μεν από αυτούς λέγουν ότι δικαίως αυτή έγεινεν, άλλοι δε ότι αδίκως. Ε, δεν είναι έτσι; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
πάνυ γε. | Μάλιστα. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
9a | ἴθι νυν, ὦ φίλε Εὐθύφρων, δίδαξον καὶ ἐμέ, ἵνα σοφώτερος γένωμαι, τί σοι τεκμήριόν ἐστιν ὡς πάντες θεοὶ ἡγοῦνται ἐκεῖνον ἀδίκως τεθνάναι, ὃς ἂν θητεύων ἀνδροφόνος γενόμενος, συνδεθεὶς ὑπὸ τοῦ δεσπότου τοῦ ἀποθανόντος, φθάσῃ τελευτήσας διὰ τὰ δεσμὰ πρὶν τὸν συνδήσαντα παρὰ τῶν ἐξηγητῶν περὶ αὐτοῦ πυθέσθαι τί χρὴ ποιεῖν, καὶ ὑπὲρ τοῦ τοιούτου δὴ ὀρθῶς ἔχει ἐπεξιέναι καὶ ἐπισκήπτεσθαι φόνου τὸν ὑὸν τῷ πατρί; ἴθι, περὶ τούτων πειρῶ τί μοι | Έλα λοιπόν, φίλε μου Ευθύφρον, εξήγησον αυτό και εις εμένα και δίδαξόν με, διά να γείνω πλέον σοφός από ό,τι είμαι, ποία είναι η απόδειξις σου ότι όλοι οι θεοί πιστεύουν ότι αδίκως εφονεύθη εκείνος ο δούλός σας, ο οποίος, ενώ εδούλευε με το ημερομίσθιον εις τα κτήματά σας, διέπραξε φόνον και έπειτα ερρίφθη σιδηροδέσμιος εις τον λάκκον από τον αυθέντην τού φονευθέντος, τον πατέρα σου, και απέθανε, πριν προφθάση εκείνος που τον έβαλεν εις τα σίδερα, ο πατέρας σου, να λάβη από τας Αθήνας την περιμενομένην απάντησιν από τους εξηγητάς τί έπρεπε να πράξη διά τον φονέα. Απόδειξε μου ότι είναι ορθόν και δίκαιον εις την περίστασιν αυτήν να επιρρίψης την αιτίαν του φόνου εις τον πατέρα σου συ ο υιός του και να επιδίωξης την τιμωρίαν του δι' ένα τοιούτον εγκληματίαν. Έλα λοιπόν προσπάθησε | |
9b | σαφὲς ἐνδείξασθαι ὡς παντὸς μᾶλλον πάντες θεοὶ ἡγοῦνται ὀρθῶς ἔχειν ταύτην τὴν πρᾶξιν· κἄν μοι ἱκανῶς ἐνδείξῃ, ἐγκωμιάζων σε ἐπὶ σοφίᾳ οὐδέποτε παύσομαι. | δι' αυτάς τας περιπτώσεις να μου αποδείξης καθαρά και ξάστερα ότι όλοι οι θεοί επιδοκιμάζουν αυτήν την πράξιν του υιού αυτού περισσότερον από κάθε άλλο. Και, αν κατορθώσης αρκετά να μου αποδείξης τούτο, ποτέ δεν θα παύσω να σε εγκωμιάζω διά την σοφίαν σου. | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ἀλλ᾽ ἴσως οὐκ ὀλίγον ἔργον ἐστίν, ὦ Σώκρατες, ἐπεὶ πάνυ γε σαφῶς ἔχοιμι ἂν ἐπιδεῖξαί σοι. | Αλλά βεβαίως αυτό είναι αρκετά δύσκολον, ω Σώκρατες, μολονότι εγώ είμαι ικανός να σου το αποδείξω λαμπρότατα. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
μανθάνω· ὅτι σοι δοκῶ τῶν δικαστῶν δυσμαθέστερος εἶναι, ἐπεὶ ἐκείνοις γε ἐνδείξῃ δῆλον ὅτι ὡς ἄδικά τέ ἐστιν καὶ οἱ θεοὶ ἅπαντες τὰ τοιαῦτα μισοῦσιν. | Καταλαμβάνω ότι εγώ σου φαίνομαι ότι είμαι πολύ περισσότερον χονδροκέφαλος από τους δικαστάς. Διότι και εις εκείνους, είναι βέβαιον, θα αποδείξης χωρίς δυσκολίαν, ότι ο δούλος σας αδίκως εφονεύθη και ότι όλοι οι θεοί μισούν και αποδοκιμάζουν την πράξιν αυτήν του πατρός σου. | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
πάνυ γε σαφῶς, ὦ Σώκρατες, ἐάνπερ ἀκούωσί γέ μου λέγοντος. | Βεβαίως με μεγάλην σαφήνειαν θα τους το αποδείξω αυτό, αρκεί μόνον να θέλουν να ακούσουν τους λόγους μου. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
9c | ἀλλ᾽ ἀκούσονται. ἐάνπερ εὖ δοκῇς λέγειν. τόδε δέ σου ἐνενόησα ἅμα λέγοντος καὶ πρὸς ἐμαυτὸν σκοπῶ· “εἰ ὅτι μάλιστά με Εὐθύφρων διδάξειεν ὡς οἱ θεοὶ ἅπαντες τὸν τοιοῦτον θάνατον ἡγοῦνται ἄδικον εἶναι, τί μᾶλλον ἐγὼ μεμάθηκα παρ᾽ Εὐθύφρονος τί ποτ᾽ ἐστὶν τὸ ὅσιόν τε καὶ τὸ ἀνόσιον; θεομισὲς μὲν γὰρ τοῦτο τὸ ἔργον, ὡς ἔοικεν, εἴη ἄν. ἀλλὰ γὰρ οὐ τούτῳ ἐφάνη ἄρτι ὡρισμένα τὸ ὅσιον καὶ μή· τὸ γὰρ θεομισὲς ὂν καὶ θεοφιλὲς ἐφάνη”. ὥστε τούτου μὲν ἀφίημί σε, ὦ Εὐθύφρων· εἰ βούλει, πάντες αὐτὸ | Ά, δεν υπάρχει αμφιβολία, ω Ευθύφρον θα σε ακούσουν βεβαιότατα, αρκεί μόνον να τους φανής ότι ομιλείς ωραία. Αλλά, τώρα που σε ακούω, μου ήλθεν αυτή η ιδέα και σκέπτομαι μέσα μου. Όταν ο Ευθύφρων παρά πολύ καλά μου εξηγήση ότι όλοι οι θεοί θεωρούν άδικον τον τοιούτον θάνατον του δούλου, τότε κατά τί περισσότερον έχω μάθει εγώ από τον Ευθύφρονα παρά το τί πράγμα επί τέλους είναι το ευσεβές και το ασεβές; Διότι αυτή η πράξις, ο θάνατος του δούλου σας, ήθελεν είναι μισητή εις τους θεούς, καθώς ομολογείς. Αλλ' όμως έως τώρα δεν εφάνη επαρκής ο ορισμός του ευσεβούς και ασεβούς. Επειδή εκείνο όπου είναι μισητόν εις τους θεούς, απεδείχθη ότι είναι συνάμα και αγαπητόν. Ώστε από αυτό μεν το ζήτημα σε απαλλάττω, ω Ευθύφρον, και το αφίνομεν κατά μέρος. Αν θέλης, | |
9d | ἡγείσθων θεοὶ ἄδικον καὶ πάντες μισούντων. ἀλλ᾽ ἆρα τοῦτο ὃ νῦν ἐπανορθούμεθα ἐν τῷ λόγῳ--ὡς ὃ μὲν ἂν πάντες οἱ θεοὶ μισῶσιν ἀνόσιόν ἐστιν, ὃ δ᾽ ἂν φιλῶσιν, ὅσιον· ὃ δ᾽ ἂν οἱ μὲν φιλῶσιν οἱ δὲ μισῶσιν, οὐδέτερα ἢ ἀμφότερα--ἆρ᾽ οὕτω βούλει ἡμῖν ὡρίσθαι νῦν περὶ τοῦ ὁσίου καὶ τοῦ ἀνοσίου; | όλοι οι θεοί ας νομίζουν την πράξιν του πατρός σου άδικον και όλοι ας μισούν αυτήν. Αλλ' άραγε θέλεις να διορθώσωμεν τώρα ολίγον τον ορισμόν, οπού εκάμαμεν και να είπωμεν ότι ασεβές μεν είναι ό,τι όλοι οι θεοί μισούν, ευσεβές δε ό,τι όλοι αγαπούν; Και ό,τι άλλοι μεν αγαπούν, άλλοι δε μισούν, δεν είναι ούτε ευσεβές ούτε ασεβές ή είναι και ευσεβές συνάμα και ασεβές; Άραγε έτσι θέλεις να διατυπώσωμεν τον ορισμόν του ευσεβούς και του ασεβούς; | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
τί γὰρ κωλύει, ὦ Σώκρατες; | Βεβαίως· τί μας εμποδίζει, ω Σώκρατες; | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
οὐδὲν ἐμέ γε, ὦ Εὐθύφρων, ἀλλὰ σὺ δὴ τὸ σὸν σκόπει, εἰ τοῦτο ὑποθέμενος οὕτω ῥᾷστά με διδάξεις ὃ ὑπέσχου. | Εμένα τουλάχιστον, ω Ευθύφρον, τίποτε δεν με εμποδίζει· αλλά συ ακριβώς όσον από μέρους σου κύτταξε αν είναι σύμφωνον αυτό με όσα είπες, και αν με αυτήν την βάσιν θα ημπορέσης να μου εξηγήσης ευκολώτατα όσα μου υπεσχέθης. | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
9e | ἀλλ᾽ ἔγωγε φαίην ἂν τοῦτο εἶναι τὸ ὅσιον ὃ ἂν πάντες οἱ θεοὶ φιλῶσιν, καὶ τὸ ἐναντίον, ὃ ἂν πάντες θεοὶ μισῶσιν, ἀνόσιον. | Αλλ' εγώ παραδέχομαι ότι τούτο είναι ευσεβές, ό,τι όλοι οι θεοί αγαπούν, και το εναντίον αυτού, ό,τι οι θεοί μισούν, είναι ασεβές. | |
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
οὐκοῦν ἐπισκοπῶμεν αὖ τοῦτο, ὦ Εὐθύφρων, εἰ καλῶς λέγεται, ἢ ἐῶμεν καὶ οὕτω ἡμῶν τε αὐτῶν ἀποδεχώμεθα καὶ τῶν ἄλλων, ἐὰν μόνον φῇ τίς τι ἔχειν οὕτω συγχωροῦντες ἔχειν; ἢ σκεπτέον τί λέγει ὁ λέγων; | Λοιπόν να εξετάσωμεν πάλιν, ω Ευθύφρον, αυτόν τον ορισμόν, αν είναι τέλειος, ή να τον αφήσωμεν χωρίς άλλην λεπτολογίαν και έτσι αβασανίστως να παραδεχώμεθα αυτόν, και να ομολογούμεν ότι έτσι είναι ό,τι απλώς μόνον ήθελε διατυπώσει κανείς από ημάς τους ιδίους ή από τους άλλους; ή πρέπει να εξετάζωμεν με ακρίβειαν εκείνα τα οποία λέγει κανείς; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
σκεπτέον· οἶμαι μέντοι ἔγωγε τοῦτο νυνὶ καλῶς λέγεσθαι. | Πρέπει να τα εξετάζωμεν βεβαίως με ακρίβειαν. Όμως πιστεύω εγώ τουλάχιστον ότι αυτό, που τώρα δα είπαμεν, είναι σωστόν. |
11) Περί του Ηφαίστου λέγει η Μυθολογία ότι ευρίσκετο εις εχθρικάς σχέσεις με την μητέρα του την Ήραν, διότι τον έρριψεν από τον ουρανόν εις την γην, επειδή είχε γεννηθή χωλός.