Σωκράτης | Σωκράτης | ||
10a | τάχ᾽, ὠγαθέ, βέλτιον εἰσόμεθα. ἐννόησον γὰρ τὸ τοιόνδε· ἆρα τὸ ὅσιον ὅτι ὅσιόν ἐστιν φιλεῖται ὑπὸ τῶν θεῶν, ἢ ὅτι φιλεῖται ὅσιόν ἐστιν; | Ογλήγορα, καλέ μου φίλε, θα το μάθωμεν αυτό καλύτερα. Διότι σκέψου αυτό, που θα σου ειπώ τώρα. Άραγε το ευσεβές αγαπάται από τους θεούς, διότι είναι ευσεβές, ή διότι αγαπάται από τους θεούς, δι' αυτό είναι ευσεβές; | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
οὐκ οἶδ᾽ ὅτι λέγεις, ὦ Σώκρατες. | Δεν εννοώ τί θέλεις να ειπής, ω Σώκρατες. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ἀλλ᾽ ἐγὼ πειράσομαι σαφέστερον φράσαι. λέγομέν τι φερόμενον καὶ φέρον καὶ ἀγόμενον καὶ ἄγον καὶ ὁρώμενον καὶ ὁρῶν καὶ πάντα τὰ τοιαῦτα μανθάνεις ὅτι ἕτερα ἀλλήλων ἐστὶ καὶ ᾗ ἕτερα; | Έννοια σου. Εγώ θα προσπαθήσω πολύ καθαρώτερα ακόμη να σου το εξηγήσω αυτό. Δεν λέγομεν εις την ομιλίαν μας ότι ένα πράγμα βαστάζεται από κάποιο άλλο, και ένα πράγμα ότι βαστάζει κάποιο άλλο, και ένα πράγμα ότι κομίζεται από άλλο και ένα πράγμα ότι κομίζει άλλο, και ένα πράγμα ότι βλέπεται από άλλο και ένα πράγμα ότι βλέπει άλλο, και όλα τα τοιαύτα απαράλλακτα; Εννοείς ότι όλα αυτά τα πράγματα είναι διαφορετικά το ένα από το άλλο και κατά τί είναι διαφορετικά; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ἔγωγέ μοι δοκῶ μανθάνειν. | Αυτό βέβαια μου φαίνεται ότι το εννοώ. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
οὐκοῦν καὶ φιλούμενόν τί ἐστιν καὶ τούτου ἕτερον τὸ φιλοῦν; | Τότε λοιπόν υπάρχει ομοίως και ένα πράγμα, το οποίον αγαπάται από κάποιο άλλο, και από αυτό είναι διαφορετικόν εκείνο, που το αγαπά; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
πῶς γὰρ οὔ; | Βεβαιότατα. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
10b | λέγε δή μοι, πότερον τὸ φερόμενον διότι φέρεται φερόμενόν ἐστιν, ἢ δι᾽ ἄλλο τι; | Πες μου λοιπόν τώρα, σε παρακαλώ, τί από τα δύο, εκείνο το πράγμα που βαστάζεται από ένα άλλο, επειδή βαστάζεται, λέγεται βασταζόμενον, ή διά καμμίαν άλλην αφορμήν; | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
οὔκ, ἀλλὰ διὰ τοῦτο. | Επειδή βαστάζεται αναμφιβόλως, όχι δι' άλλην αφορμήν. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
καὶ τὸ ἀγόμενον δὴ διότι ἄγεται, καὶ τὸ ὁρώμενον διότι ὁρᾶται; | Και εκείνο λοιπόν το πράγμα, που κομίζεται από ένα άλλο, λέγεται κομιζόμενον, επειδή κομίζεται, και εκείνο που βλέπεται λέγεται βλεπόμενον, επειδή βλέπεται; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
πάνυ γε. | Βεβαιότατα. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
οὐκ ἄρα διότι ὁρώμενόν γέ ἐστιν, διὰ τοῦτο ὁρᾶται, ἀλλὰ τὸ ἐναντίον διότι ὁρᾶται, διὰ τοῦτο ὁρώμενον· οὐδὲ διότι ἀγόμενόν ἐστιν, διὰ τοῦτο ἄγεται, ἀλλὰ διότι ἄγεται, διὰ τοῦτο ἀγόμενον· οὐδὲ διότι φερόμενον φέρεται, ἀλλὰ διότι φέρεται φερόμενον. ἆρα κατάδηλον, ὦ Εὐθύφρων, ὃ | Όθεν δεν βλέπεται βεβαίως αυτό το πράγμα, επειδή είναι βλεπόμενον, αλλά το εναντίον επειδή βλέπεται, διά τούτο είναι βλεπόμενον. Ούτε διότι είναι κομιζόμενον το άλλο πράγμα, διά τούτο κομίζεται, αλλά διότι κομίζεται, διά τούτο είναι κομιζόμενον, ούτε διότι είναι βασταζόμενον το άλλο, διά τούτο βαστάζεται, αλλά διότι βαστάζεται, διά τούτο είναι βασταζόμενον. Άραγε εννοείς καλά, ω Ευθύφρον, | ||
10c | βούλομαι λέγειν; βούλομαι δὲ τόδε, ὅτι εἴ τι γίγνεται ἤ τι πάσχει, οὐχ ὅτι γιγνόμενόν ἐστι γίγνεται, ἀλλ᾽ ὅτι γίγνεται γιγνόμενόν ἐστιν· οὐδ᾽ ὅτι πάσχον ἐστὶ πάσχει, ἀλλ᾽ ὅτι πάσχει πάσχον ἐστίν· ἢ οὐ συγχωρεῖς οὕτω; | αυτό που θέλω να είπω; Θέλω δε να είπω το εξής: ότι είτε γίνεται κανέν πράγμα, είτε πάσχει, δεν γίνεται διά τούτο, διότι είναι γινόμενον, αλλά διότι γίνεται, διά τούτο είναι γινόμενον. Ούτε διότι είναι πάσχον ένα πράγμα, διά τούτο πάσχει, αλλά διότι πάσχει, διά τούτο είναι πάσχον. Ή δεν τα παραδέχεσαι έτσι αυτά; | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ἔγωγε. | Μάλιστα, έτσι είναι. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
οὐκοῦν καὶ τὸ φιλούμενον ἢ γιγνόμενόν τί ἐστιν ἢ πάσχον τι ὑπό του; | Λοιπόν και το αγαπώμενον πράγμα ή είναι ένα πράγμα που γίνεται, ή ένα πράγμα που πάσχει υπό τινος άλλου; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
πάνυ γε. | Βεβαίως. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
καὶ το¿¦το ἄρα οὕτως ἔχει ὥσπερ τὰ πρότερα· οὐχ ὅτι φιλούμενόν ἐστιν φιλεῖται ὑπὸ ὧν φιλεῖται, ἀλλ᾽ ὅτι φιλεῖται φιλούμενον; | Τότε λοιπόν και αυτό είναι έτσι καθώς και όλα τα προηγούμενα. Δηλαδή δεν αγαπάται από εκείνους, από τους οποίους αγαπάται, διότι είναι αγαπώμενον, αλλά διότι αγαπάται, διά τούτο είναι αγαπώμενον; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ἀνάγκη. | Αναγκαίως έτσι είναι. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
10d | τί δὴ οὖν λέγομεν περὶ τοῦ ὁσίου, ὦ Εὐθύφρων; ἄλλο τι φιλεῖται ὑπὸ θεῶν πάντων, ὡς ὁ σὸς λόγος; | Λοιπόν, αγαπητέ μου, τί θα είπωμεν τώρα διά το ευσεβές; Δεν είναι αλήθεια ότι αυτό αγαπάται από όλους τους θεούς, καθώς είπες τώρα; | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ναί. | Ναι. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ἆρα διὰ τοῦτο, ὅτι ὅσιόν ἐστιν, ἢ δι᾽ ἄλλο τι; | Άραγε διά τούτο αγαπάται, διότι είναι ευσεβές, ή διά καμμίαν άλλην αιτίαν; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
οὔκ, ἀλλὰ διὰ τοῦτο. | Όχι, αλλ' ακριβώς, διότι είναι ευσεβές, αγαπάται. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
διότι ἄρα ὅσιόν ἐστιν φιλεῖται, ἀλλ᾽ οὐχ ὅτι φιλεῖται, διὰ τοῦτο ὅσιόν ἐστιν; | Όθεν, ω Ευθύφρον, αγαπάται το ευσεβές, διότι είναι ευσεβές, και όχι διότι αγαπάται, διά τούτο είναι ευσεβές; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ἔοικεν. | Έτσι μου φαίνεται. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ἀλλὰ μὲν δὴ διότι γε φιλεῖται ὑπὸ θεῶν φιλούμενόν ἐστι καὶ θεοφιλές. | Αλλ' εν τοσούτω, διότι βέβαια αγαπάται από τους θεούς, είναι δι' αυτό αγαπώμενον και θεοφιλές. | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
πῶς γὰρ οὔ; | Πώς όχι; | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
οὐκ ἄρα τὸ θεοφιλὲς ὅσιόν ἐστιν, ὦ Εὐθύφρων, οὐδὲ τὸ ὅσιον θεοφιλές, ὡς σὺ λέγεις, ἀλλ᾽ ἕτερον τοῦτο τούτου. | Ώστε το αγαπητόν εις τους θεούς δεν είναι το ίδιον πράγμα με το ευσεβές, ω Ευθύφρον, ούτε το ευσεβές είναι το ίδιον με το αγαπητόν εις τους θεούς, καθώς συ είπες, αλλά το ένα είναι διαφορετικόν από το άλλο. | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
10e | πῶς δή, ὦ Σώκρατες; | Πώς δα γίνεται αυτό, ω Σώκρατες; | |
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ὅτι ὁμολογοῦμεν τὸ μὲν ὅσιον διὰ τοῦτο φιλεῖσθαι, ὅτι ὅσιόν ἐστιν, ἀλλ᾽ οὐ διότι φιλεῖται ὅσιον εἶναι· ἦ γάρ; | Διότι ωμολογήσαμεν, ότι το μεν ευσεβές διά τούτο αγαπάται, διότι είναι ευσεβές, και όχι ότι είναι ευσεβές, διότι αγαπάται. Αλήθεια βέβαια, το είπαμεν αυτό; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ναί. | Ναι. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
τὸ δέ γε θεοφιλὲς ὅτι φιλεῖται ὑπὸ θεῶν, αὐτῷ τούτῳ τῷ φιλεῖσθαι θεοφιλὲς εἶναι, ἀλλ᾽ οὐχ ὅτι θεοφιλές, διὰ τοῦτο φιλεῖσθαι. | Το δε αγαπητόν εις τους θεούς βέβαια, διότι αγαπάται από τους θεούς, ακριβώς δι' αυτό τούτο, διότι αγαπάται, ωμολογήσαμεν ότι είναι αγαπητόν εις τους θεούς· όχι όμως ότι δι' αυτό αγαπάται, διότι είναι αγαπητόν εις τους θεούς. | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ἀληθῆ λέγεις. | Αυτό είναι αληθές. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ἀλλ᾽ εἴ γε ταὐτὸν ἦν, ὦ φίλε Εὐθύφρων, τὸ θεοφιλὲς καὶ τὸ ὅσιον, εἰ μὲν διὰ τὸ ὅσιον εἶναι ἐφιλεῖτο τὸ | Αλλά, Ευθύφρον αγαπητέ μου, εάν ήτο το ίδιον πράγμα το θεοφιλές και το ευσεβές, εάν μεν το ευσεβές ηγαπάτο από τους θεούς, διότι είναι ευσεβές, | ||
11a | ὅσιον, καὶ διὰ τὸ θεοφιλὲς εἶναι ἐφιλεῖτο ἂν τὸ θεοφιλές, εἰ δὲ διὰ τὸ φιλεῖσθαι ὑπὸ θεῶν τὸ θεοφιλὲς θεοφιλὲς ἦν, καὶ τὸ ὅσιον ἂν διὰ τὸ φιλεῖσθαι ὅσιον ἦν· νῦν δὲ ὁρᾷς ὅτι ἐναντίως ἔχετον, ὡς παντάπασιν ἑτέρω ὄντε ἀλλήλων. τὸ μὲν γάρ, ὅτι φιλεῖται, ἐστὶν οἷον φιλεῖσθαι· τὸ δ᾽ ὅτι ἐστὶν οἷον φιλεῖσθαι, διὰ τοῦτο φιλεῖται. καὶ κινδυνεύεις, ὦ Εὐθύφρων, ἐρωτώμενος τὸ ὅσιον ὅτι ποτ᾽ ἐστίν, τὴν μὲν οὐσίαν μοι αὐτοῦ οὐ βούλεσθαι δηλῶσαι, πάθος δέ τι περὶ αὐτοῦ λέγειν, ὅτι πέπονθε τοῦτο τὸ ὅσιον, φιλεῖσθαι ὑπὸ πάντων | τότε και το θεοφιλές θα ηγαπάτο, διότι είναι θεοφιλές. Εάν όμως το θεοφιλές είναι θεοφιλές, διότι αγαπάται από τους θεούς, τότε και το ευσεβές θα ήτο ευσεβές, διότι αγαπάται από τους θεούς. Τώρα όμως βλέπεις ότι αυτά τα δύο ευρίσκονται εις αντίθεσιν, διότι το ένα είναι όλως διόλου διαφορετικόν από το άλλο. Διότι το μεν ένα, διότι αγαπάται από τους θεούς, είναι πρέπον να αγαπάται, το δε άλλο, διότι είναι πρέπον να αγαπάται, δι' αυτό αγαπάται. Έτσι λοιπόν μου φαίνεται, ω Ευθύφρον, ότι εις την ερώτησίν μου, τί πράγμα επί τέλους είναι το ευσεβές, απαντάς, χωρίς να θέλης να μου εξηγήσης αυτήν την φύσιν του, αναφέρεις δε μόνον μίαν ιδιότητα αυτού, την οποίαν έχει αυτό το ευσεβές, ότι δηλαδή αγαπάται από όλους τους θεούς. | |
11b | θεῶν· ὅτι δὲ ὄν, οὔπω εἶπες. εἰ οὖν σοι φίλον, μή με ἀποκρύψῃ ἀλλὰ πάλιν εἰπὲ ἐξ ἀρχῆς τί ποτε ὂν τὸ ὅσιον εἴτε φιλεῖται ὑπὸ θεῶν εἴτε ὁτιδὴ πάσχει--οὐ γὰρ περὶ τούτου διοισόμεθα--ἀλλ᾽ εἰπὲ προθύμως τί ἐστιν τό τε ὅσιον καὶ τὸ ἀνόσιον; | Τί δε ακριβώς πράγμα είναι αυτό κατά την ουσίαν του δεν είπες ακόμη. Εάν λοιπόν ευαρεστήσαι, μη μου αποκρύψης την ιδέαν σου, αλλά πάλιν επανάλαβέ μου καθαρά εξ αρχής, τί επί τέλους πράγμα είναι το ευσεβές, είτε αγαπάται από τους θεούς, είτε άλλην οποιανδήποτε ιδιότητα έχει. Διότι περί αυτού, να είσαι βέβαιος, δεν θα διαφωνήσωμεν. Εμπρός λοιπόν, ειπέ μου με προθυμίαν, τί πράγμα κατ' ουσίαν είναι το ευσεβές και το ασεβές. | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ἀλλ᾽, ὦ Σώκρατες, οὐκ ἔχω ἔγωγε ὅπως σοι εἴπω ὃ νοῶ· περιέρχεται γάρ πως ἡμῖν ἀεὶ ὃ ἂν προθώμεθα καὶ οὐκ ἐθέλει μένειν ὅπου ἂν ἱδρυσώμεθα αὐτό. | Αλλά, ω Σώκρατες, εγώ τουλάχιστον δεν ηξεύρω πώς να σου εξηγήσω αυτό που έχω εις τον νουν μου. Διότι, ό,τι και αν θέσωμεν ως βάσιν της συζητήσεως μας, πάντοτε με κάποιον τρόπον μετακινείται και μας διαφεύγει και δεν θέλει να παραμείνη σταθερόν εκεί, όπου και αν το θέσωμεν. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
τοῦ ἡμετέρου προγόνου, ὦ Εὐθύφρων, ἔοικεν εἶναι | Να σου ειπώ, ω Ευθύφρον· καθώς φαίνεται, οι ορισμοί τους οποίους κατασκευάζεις, ομοιάζουν πολύ με τα έργα του προγόνου μας Δαιδάλου (12). | ||
11c | Δαιδάλου τὰ ὑπὸ σοῦ λεγόμενα. καὶ εἰ μὲν αὐτὰ ἐγὼ ἔλεγον καὶ ἐτιθέμην, ἴσως ἄν με ἐπέσκωπτες ὡς ἄρα καὶ ἐμοὶ κατὰ τὴν ἐκείνου συγγένειαν τὰ ἐν τοῖς λόγοις ἔργα ἀποδιδράσκει καὶ οὐκ ἐθέλει μένειν ὅπου ἄν τις αὐτὰ θῇ· νῦν δὲ σαὶ γὰρ αἱ ὑποθέσεις εἰσίν. ἄλλου δή τινος δεῖ σκώμματος· οὐ γὰρ ἐθέλουσι σοὶ μένειν, ὡς καὶ αὐτῷ σοι δοκεῖ. | Και εάν μεν εγώ έκαμνα αυτούς, βεβαίως θα με περιέπαιζες και θα έλεγες ότι, επειδή είμαι συγγενής με εκείνον, φυσικά διαφεύγουν και εξαφανίζονται όσα έργα με τον λόγον κατασκευάζω, και δεν θέλουν να παραμείνουν σταθερώς όπου κανείς αυτά θέση. Τώρα όμως —διότι ιδικοί σου είναι οι ορισμοί αυτοί— είναι ανάγκη βεβαίως κανενός άλλου πλέον καταλλήλου αστεϊσμού. Διότι ίσα-ίσα οι ιδικοί σου ορισμοί σού διαφεύγουν και χάνονται, καθώς και συ καλά το παρετήρησες. | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ἐμοὶ δὲ δοκεῖ σχεδόν τι τοῦ αὐτοῦ σκώμματος, ὦ Σώκρατες, δεῖσθαι τὰ λεγόμενα· τὸ γὰρ περιιέναι αὐτοῖς τοῦτο καὶ μὴ μένειν ἐν τῷ αὐτῷ οὐκ ἐγώ εἰμι ὁ ἐντιθείς, | Εγώ όμως νομίζω, ω Σώκρατες, ότι εις τους ορισμούς μας αυτούς απαράλλακτα σχεδόν ο ίδιος αστεϊσμός αρμόζει, διότι δεν είμαι εγώ που εμπνέω εις αυτούς αυτήν την ακαταστασίαν και τους εμποδίζω να παραμένουν εις την ιδίαν θέσιν, | ||
11d | ἀλλὰ σύ μοι δοκεῖς ὁ Δαίδαλος, ἐπεὶ ἐμοῦ γε ἕνεκα ἔμενεν ἂν ταῦτα οὕτως. | αλλά συ, που μου φαίνεσαι ως ένας πραγματικός Δαίδαλος. Διότι, καθόσον εξαρτάται από εμέ, οι ορισμοί μου θα έμεναν εις την θέσιν των ασάλευτοι. | |
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
κινδυνεύω ἄρα, ὦ ἑταῖρε, ἐκείνου τοῦ ἀνδρὸς δεινότερος γεγονέναι τὴν τέχνην τοσούτῳ, ὅσῳ ὁ μὲν τὰ αὑτοῦ μόνα ἐποίει οὐ μένοντα, ἐγὼ δὲ πρὸς τοῖς ἐμαυτοῦ, ὡς ἔοικε, καὶ τὰ ἀλλότρια. καὶ δῆτα τοῦτό μοι τῆς τέχνης ἐστὶ κομψότατον, ὅτι ἄκων εἰμὶ σοφός· ἐβουλόμην γὰρ ἄν μοι τοὺς λόγους μένειν καὶ ἀκινήτως ἱδρῦσθαι μᾶλλον ἢ πρὸς τῇ | Ως φαίνεται λοιπόν, φίλε μου, εγώ είμαι πολύ επιτηδειότερος από τον Δαίδαλον κατά την τέχνην αυτήν, τόσον περισσότερον, καθ' όσον εκείνος μεν μόνον τα ιδικά του έργα κατεσκεύαζε να κινούνται, εγώ δε, καθώς φαίνεται, εκτός των ιδικών μου κάμνω να κινούνται και τα ξένα έργα. Και ακριβώς αυτό το μέρος ίσα-ίσα της τέχνης μου είναι το μεγαλοφυέστατον, ότι, χωρίς να θέλω, είμαι σοφός. Διότι θα επροτιμούσα ασυγκρίτως να παραμένουν οι συλλογισμοί μου και να είναι θεμελιωμένοι αμετακίνητοι, | ||
11e | Δαιδάλου σοφίᾳ τὰ Ταντάλου χρήματα γενέσθαι. καὶ τούτων μὲν ἅδην· ἐπειδὴ δέ μοι δοκεῖς σὺ τρυφᾶν, αὐτός σοι συμπροθυμήσομαι [δεῖξαι] ὅπως ἄν με διδάξῃς περὶ τοῦ ὁσίου. καὶ μὴ προαποκάμῃς· ἰδὲ γὰρ εἰ οὐκ ἀναγκαῖόν σοι δοκεῖ δίκαιον εἶναι πᾶν τὸ ὅσιον. | παρά κοντά εις την σοφίαν του Δαιδάλου να αποκτήσω και τους θησαυρούς του Ταντάλου (13). Αλλά είναι αρκετοί πλέον αυτοί οι αστεϊσμοί. Επειδή όμως, καθώς μου φαίνεται, συ βαρύνεσαι φοβούμενος τον κόπον, εγώ ο ίδιος θα γίνω οδηγός σου και θα σε βοηθήσω με προθυμίαν να δέσης τους ορισμούς σου, ώστε να μη φεύγουν, διά να μου εξηγήσης εις την εντέλειαν τί πράγμα είναι το ευσεβές, χωρίς να σταματήσης εις το μέσον του δρόμου, πριν φθάσης εις το συμπέρασμα(14). Παρατήρησε λοιπόν αν δεν σου φαίνεται ότι είναι απόλυτος ανάγκη κάθε πράγμα ευσεβές εν γένει να είναι συνάμα και δίκαιον. | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ἔμοιγε. | Μάλιστα. Παν ευσεβές πρέπει συνάμα να είναι και δίκαιον. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ἆρ᾽ οὖν καὶ πᾶν τὸ δίκαιον ὅσιον; ἢ τὸ μὲν ὅσιον | Άραγε και κάθε δίκαιον γενικώς είναι ευσεβές, ή κάθε μεν ευσεβές είναι γενικώς δίκαιον, | ||
12a | πᾶν δίκαιον, τὸ δὲ δίκαιον οὐ πᾶν ὅσιον, ἀλλὰ τὸ μὲν αὐτοῦ ὅσιον, τὸ δέ τι καὶ ἄλλο; | κάθε δε δίκαιον δεν είναι γενικώς ευσεβές, αλλά μερικά μεν πράγματα δίκαια είναι ευσεβή, μερικά δε άλλα δεν είναι; | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
οὐχ ἕπομαι, ὦ Σώκρατες, τοῖς λεγομένοις. | Δεν ημπορώ, ω Σώκρατες, να παρακολουθήσω τους λόγους σου. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
καὶ μὴν νεώτερός γέ μου εἶ οὐκ ἔλαττον ἢ ὅσῳ σοφώτερος· ἀλλ᾽, ὃ λέγω, τρυφᾷς ὑπὸ πλούτου τῆς σοφίας. ἀλλ᾽, ὦ μακάριε, σύντεινε σαυτόν· καὶ γὰρ οὐδὲ χαλεπὸν κατανοῆσαι ὃ λέγω. λέγω γὰρ δὴ τὸ ἐναντίον ἢ ὁ ποιητὴς ἐποίησεν ὁ ποιήσας-- | Και όμως εγώ βλέπω ότι συ είσαι νεώτερος μου βέβαια όχι ολιγώτερον από όσον είσαι και σοφώτερός μου. Αλλά, καθώς σου είπα, βαρύνεσαι, διότι έγεινες τρυφηλός πλέον από τους τόσους θησαυρούς της σοφίας σου. Αλλ', ω καλότυχε, άφες, σε παρακαλώ, την μαλθακότητα και τόνωσον τας δυνάμεις σου· διότι σε βεβαιώ, δεν είναι διόλου μάλιστα δύσκολον να εννοήσης τον λόγον μου. Διότι ό,τι θα είπω είναι ακριβώς το εναντίον από ό,τι είπεν ο ποιητής εκείνος οπού λέγει: (15) | ||
12b |
Ζῆνα δὲ τὸν [θ᾽] ἔρξαντα καὶ ὃς τάδε πάντ᾽ ἐφύτευσεν οὐκ ἐθέλει νεικεῖν· ἵνα γὰρ δέος ἔνθα καὶ αἰδώς. |
«Τον Δία, όπου εδημιούργησε και παρήγαγεν όλα αυτά, δεν θέλεις να εξυμνήσης, διότι όπου υπάρχει φόβος, εκεί υπάρχει και εντροπή». (15α) | |
ἐγὼ οὖν τούτῳ διαφέρομαι τῷ ποιητῇ. εἴπω σοι ὅπῃ; | Εγώ λοιπόν, ως προς αυτό, διαφωνώ με τον ποιητήν αυτόν. —Να σου είπω πού διαφωνώ; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
πάνυ γε. | Πολύ θα με υποχρεώσης να μου το είπης, ω Σώκρατες. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
οὐ δοκεῖ μοι εἶναι “ἵνα δέος ἔνθα καὶ αἰδώς” πολλοὶ γάρ μοι δοκοῦσι καὶ νόσους καὶ πενίας καὶ ἄλλα πολλὰ τοιαῦτα δεδιότες δεδιέναι μέν, αἰδεῖσθαι δὲ μηδὲν ταῦτα ἃ δεδίασιν· οὐ καὶ σοὶ δοκεῖ; | Αυτό που λέγει ο ποιητής εδώ, ότι εκεί υπάρχει και εντροπή όπου υπάρχει φόβος, δεν μου φαίνεται ότι είναι αληθινόν. Διότι πολλοί ανθρώποι που φοβούνται την ασθένειαν και την πτωχείαν και άλλας πολλάς τοιαύτας θλιβεράς περιπετείας, μου φαίνεται ότι φοβούνται μεν αληθινά, όμως διόλου δεν εντρέπονται αυτά οπού φοβούνται. Δεν το πιστεύεις και συ αυτό; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
πάνυ γε. | Είμαι συμφωνότατος μαζί σου. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ἀλλ᾽ ἵνα γε αἰδὼς ἔνθα καὶ δέος εἶναι· ἐπεὶ ἔστιν ὅστις αἰδούμενός τι πρᾶγμα καὶ αἰσχυνόμενος οὐ πεφόβηταί | Αλλά το εναντίον μου φαίνεται, ο φόβος υπάρχει εκεί ίσα-ίσα, όπου υπάρχει και η εντροπή. Διότι είναι κανένας άνθρωπος ο οποίος, ενώ εντρέπεται μίαν κακήν πράξιν και αισχύνεται αυτήν, | ||
12c | τε καὶ δέδοικεν ἅμα δόξαν πονηρίας; | να μη φοβήται όμως συνάμα και να μη τρομάζη την κακήν φήμην, η οποία επακολουθεί κατόπιν; | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
δέδοικε μὲν οὖν. | Βεβαιότατα την φοβείται. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
οὐκ ἄρ᾽ ὀρθῶς ἔχει λέγειν· “ἵνα γὰρ δέος ἔνθα καὶ αἰδώς”, ἀλλ᾽ ἵνα μὲν αἰδὼς ἔνθα καὶ δέος, οὐ μέντοι ἵνα γε δέος πανταχοῦ αἰδώς· ἐπὶ πλέον γὰρ οἶμαι δέος αἰδοῦς. μόριον γὰρ αἰδὼς δέους ὥσπερ ἀριθμοῦ περιττόν, ὥστε οὐχ ἵναπερ ἀριθμὸς ἔνθα καὶ περιττόν, ἵνα δὲ περιττὸν ἔνθα καὶ ἀριθμός. ἕπῃ γάρ που νῦν γε; | Ώστε δεν είναι σωστόν να λέγωμεν, όπου βέβαια υπάρχει φόβος, εκεί υπάρχει και εντροπή συνάμα. Αλλά πρέπει να λέγωμεν έτσι: όπου υπάρχει εντροπή, εκεί βεβαίως υπάρχει συνάμα και φόβος, όχι όμως όπου υπάρχει βεβαίως φόβος, εκεί παντού εν γένει υπάρχει και εντροπή. Διότι φρονώ, ότι ο φόβος έχει πολύ μεγαλυτέραν έκτασιν από την εντροπήν. Επειδή η εντροπή είναι ένα μέρος μόνον του φόβου, καθώς και ο μονός αριθμός είναι ένα μέρος μόνον ενός αριθμού, ώστε όπου υπάρχει ένας αριθμός, βέβαια εκεί δεν υπάρχει αναγκαίως και μονός αριθμός, αλλά παντού όπου υπάρχει ο μονός αριθμός, εκεί αναγκαίως υπάρχει και ένας αριθμός. Τώρα, θαρρώ, με καταλαμβάνεις βέβαια; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
πάνυ γε. | Πολύ ωραία μάλιστα. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
τὸ τοιοῦτον τοίνυν καὶ ἐκεῖ λέγων ἠρώτων· ἆρα ἵνα | Αυτό το ίδιον λοιπόν ακριβώς και προηγουμένως σε ηρώτησα· | ||
12d | δίκαιον ἔνθα καὶ ὅσιον; ἢ ἵνα μὲν ὅσιον ἔνθα καὶ δίκαιον, ἵνα δὲ δίκαιον οὐ πανταχοῦ ὅσιον· μόριον γὰρ τοῦ δικαίου τὸ ὅσιον; οὕτω φῶμεν ἢ ἄλλως σοι δοκεῖ; | άρα γε παντού όπου υπάρχει το δίκαιον, εκεί ομοίως υπάρχει και το ευσεβές, ή όπου μεν ακριβώς υπάρχει το ευσεβές, εκεί παντού υπάρχει ομοίως και το δίκαιον, όπου δε υπάρχει το δίκαιον, δεν υπάρχει παντού γενικώς και το ευσεβές. Διότι το ευσεβές είναι ένα μέρος μόνον του δικαίου. Αυτό θα παραδεχθώμεν ως βάσιν του ορισμού μας, ή έχεις καμμίαν άλλην γνώμην; | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
οὔκ, ἀλλ᾽ οὕτω. φαίνῃ γάρ μοι ὀρθῶς λέγειν. | Αυτή η βάσις, την οποίαν θέτεις, μου φαίνεται ότι είναι ορθή. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ὅρα δὴ τὸ μετὰ τοῦτο. εἰ γὰρ μέρος τὸ ὅσιον τοῦ δικαίου, δεῖ δὴ ἡμᾶς, ὡς ἔοικεν, ἐξευρεῖν τὸ ποῖον μέρος ἂν εἴη τοῦ δικαίου τὸ ὅσιον. εἰ μὲν οὖν σύ με ἠρώτας τι τῶν νυνδή, οἷον ποῖον μέρος ἐστὶν ἀριθμοῦ τὸ ἄρτιον καὶ τίς ὢν τυγχάνει οὗτος ὁ ἀριθμός, εἶπον ἂν ὅτι ὃς ἂν μὴ σκαληνὸς ᾖ ἀλλ᾽ ἰσοσκελής· ἢ οὐ δοκεῖ σοι; | Πρόσεξε τώρα εις το εξής. Εάν βέβαια το ευσεβές είναι ένα μέρος μόνον του δικαίου, πρέπει τώρα ημείς, καθώς νομίζω, να εξετάσωμεν ποίον ακριβώς μέρος του δικαίου ημπορεί να είναι το ευσεβές. Εάν βεβαίως συ με ερωτούσες διά κανέν από όσα τώρα δα είπαμεν, παραδείγματος χάριν, ποίον μέρος ενός αριθμού είναι ο άρτιος αριθμός, και ποίος ακριβώς είναι ο αριθμός αυτός, θα σου απαντούσα ότι άρτιος είναι ο αριθμός εκείνος όπου διαιρείται εις δύο ίσα μέρη και όχι εκείνος που διαιρείται εις δύο άνισα. Δεν έχεις την γνώμην αυτήν όπου έχω και εγώ; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ἔμοιγε. | Μάλιστα. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης, | ||
12e | πειρῶ δὴ καὶ σὺ ἐμὲ οὕτω διδάξαι τὸ ποῖον μέρος τοῦ δικαίου ὅσιόν ἐστιν, ἵνα καὶ Μελήτῳ λέγωμεν μηκέθ᾽ ἡμᾶς ἀδικεῖν μηδὲ ἀσεβείας γράφεσθαι, ὡς ἱκανῶς ἤδη παρὰ σοῦ μεμαθηκότας τά τε εὐσεβῆ καὶ ὅσια καὶ τὰ μή. | Προσπάθησε λοιπόν τώρα και συ έτσι να μου αναπτύξης το ζήτημά μας, ποίον ακριβώς μέρος του δικαίου είναι το ευσεβές, διά να είπω και εις τον Μέλητον να μη θέλη πλέον να με θεωρή ένοχον εγκλήματος δημοσίου, μήτε να με καταγγέλλη εις το δικαστήριον επί ασεβεία, διότι αρκετά καλώς πλέον έχω μάθει από σε ποία είναι ευσεβή και άγια και ποία όχι. | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
τοῦτο τοίνυν ἔμοιγε δοκεῖ, ὦ Σώκρατες, τὸ μέρος τοῦ δικαίου εἶναι εὐσεβές τε καὶ ὅσιον, τὸ περὶ τὴν τῶν θεῶν θεραπείαν, τὸ δὲ περὶ τὴν τῶν ἀνθρώπων τὸ λοιπὸν εἶναι τοῦ δικαίου μέρος. | Λοιπόν εις εμέ τουλάχιστον, ω Σώκρατες, φαίνεται ότι το ευσεβές και το άγιον αποτελεί αυτό το μέρος του δικαίου, το οποίον αφορά εις την θεραπείαν και λατρείαν των θεών, το δε επίλοιπον μέρος αυτού αφορά εις την περιποίησιν και φροντίδα, η οποία είναι πρέπον να υπάρχη μεταξύ των ανθρώπων. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
καὶ καλῶς γέ μοι, ὦ Εὐθύφρων, φαίνῃ λέγειν, ἀλλὰ | Πολύ ωραία εις εμέ τουλάχιστον φαίνεσαι ότι εκφράζεσαι, ω Ευθύφρον. | ||
13a | σμικροῦ τινος ἔτι ἐνδεής εἰμι· τὴν γὰρ θεραπείαν οὔπω συνίημι ἥντινα ὀνομάζεις. οὐ γάρ που λέγεις γε, οἷαίπερ καὶ αἱ περὶ τὰ ἄλλα θεραπεῖαί εἰσιν, τοιαύτην καὶ περὶ θεούς-- λέγομεν γάρ που--οἷόν φαμεν ἵππους οὐ πᾶς ἐπίσταται θεραπεύειν ἀλλὰ ὁ ἱππικός· ἦ γάρ; | Αλλ' όμως μου λείπει κάτι τι παρά μικρόν ακόμη από τον ορισμόν. Διότι δεν καταλαμβάνω καλά-καλά τί εννοείς με την λέξιν θεραπεία ή λατρεία. Βεβαίως, καθώς φρονώ, δεν εννοείς ότι η λατρεία, την οποίαν έχουν οι άνθρωποι διά τους θεούς, είναι τοιούτου είδους, οποίαι ακριβώς είναι αι φροντίδες και αι περιποιήσεις τας οποίας έχουν δι' όλα τα λοιπά πράγματα. Διότι λέγομεν βέβαια, παραδείγματος χάριν, ότι τους ίππους δεν γνωρίζει ο καθένας να τους περιποιέται παρά μόνον ο ιπποκόμος. Έτσι είναι. | |
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
πάνυ γε. | Μάλιστα. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ἡ γάρ που ἱππικὴ ἵππων θεραπεία. | Η ιππική λοιπόν τέχνη αποβλέπει κυρίως εις την περιποίησιν των ίππων. | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
ναί. | Μάλιστα. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
οὐδέ γε κύνας πᾶς ἐπίσταται θεραπεύειν ἀλλὰ ὁ κυνηγετικός. | Και τους κυνηγετικούς κύνας βέβαια δεν γνωρίζει ο καθένας να περιποιήται και ανατρέφη, αλλά μόνον ο κυνηγός. | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
οὕτω. | Έτσι είναι. | ||
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ἡ γάρ που κυνηγετικὴ κυνῶν θεραπεία. | Ώστε η κυνηγετική τέχνη βέβαια, νομίζω, αποβλέπει εις την περιποίησιν και ανατροφήν των κυνών. | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
13b | ναί. | Ναι. | |
Σωκράτης | Σωκράτης | ||
ἡ δέ γε βοηλατικὴ βοῶν. | Και η βοηλατική τέχνη τότε αποβλέπει εις την περιποίησιν των βοών; | ||
Εὐθύφρων | Ευθύφρων | ||
πάνυ γε. | Μάλιστα. |
12) Ο Δαίδαλος ήτο περιφημότατος γλύπτης και αρχιτέκτων. Κατεσκεύαζε δε αγάλματα κινούμενα. Την παράδοσιν ταύτην επεξηγών ο αρχαίος Σχολιαστής παρατηρεί ότι πρώτος ο Δαίδαλος εποίησεν άγαλμα περισκελές, ήτοι με χωρισμένα τα σκέλη —ως εν κινήσει— εν ω οι προ αυτού τεχνίται κατεσκεύαζον τα βρέτη —τα αγάλματα— με τα σκέλη συγκεκολλημένα. Διό και διεδόθη η φήμη ότι εκινούντο τα αγάλματά του. Αποκαλεί δε ο Σωκράτης πρόγονόν του τον Δαίδαλον, όχι διότι όντως κατήγετο εξ αυτού, αλλά διότι και ο Σωκράτης και ο πατήρ του Σωφρονίσκος ήσαν γλύπται. (Παράβαλε και προλεγόμενα της Απολογίας «Βιβλ. Φέξη: Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων»).
13) Ο Τάνταλος ήτο βασιλεύς της Φρυγίας τόσον πλούσιος, ώστε ως παροιμίαν έλεγον οι αρχαίοι «Ταντάλου χρήματα», διά να φανερώσουν ανυπολογίστους θησαυρούς.
14) Όλα ταύτα λέγει ο Σωκράτης με ειρωνείαν.
15) Είναι ταύτα στίχοι από τα «Κύπρια έπη» του Στασίνου, ενός εκ των Κυκλικών λεγομένων ποιητών, των μετά τον Όμηρον. Άλλοι όμως τους στίχους αυτούς αποδίδουν εις τον ποιητήν Επίχαρμον. Του γνωμικού όμως τούτου εγίνετο συχνή χρήσις από τους αρχαίους.
15α) Stasinus Cypria Fr. 20