Αἰσχύλος

Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας

Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης

αʹ ἐπεισόδιο

   
  Ἐτεοκλής
ὑμᾶς ἐρωτῶ, θρέμματ᾽ οὐκ ἀνασχετά,
ἦ ταῦτ᾽ ἄριστα καὶ πόλει σωτήρια,
στρατῷ τε θάρσος τῷδε πυργηρουμένῳ,
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Εσάς ρωτώ, ανυπόφερτα πλάσματα,—μα είναι
καλά πράματ' αυτά για να σωθή μια πόλη
καί δώσουν θάρρος σε λαό πολιορκημένο,
185 βρέτη πεσούσας πρὸς πολισσούχων θεῶν
αὔειν, λακάζειν, σωφρόνων μισήματα;
μήτ᾽ ἐν κακοῖσι μήτ᾽ ἐν εὐεστοῖ φίλῃ
ξύνοικος εἴην τῷ γυναικείῳ γένει.
κρατοῦσα μὲν γὰρ οὐχ ὁμιλητὸν θράσος, δείσασα δ᾽
να πέφτετε μπρος στων θεών τ' αγάλματα έτσι
με τ' άγρια αυτά ξεφωνητά και τις στριγγιές σας,
πού κάνουνε σε γνωστικούς ανθρώπους φρίκη;
Ά! και στις συμφορές καί στη γλυκειά ευτυχία
νάδιν' ο Θεός καί νάλειπε από με η γυναίκα!
γιατί αν της έρθουνε δεξιά, καί ποιός την πιάνει
στην έπαρση της! μ' αν την κυριεύση ο φόβος,
190 οἴκῳ καὶ πόλει πλέον κακόν. τότε είναι πού είναι μιά πληγή για τους δικούς της.
  καὶ νῦν πολίταις τάσδε διαδρόμους φυγὰς
θεῖσαι διερροθήσατ᾽ ἄψυχον κάκην·
τὰ τῶν θύραθεν δ᾽ ὡς ἄριστ᾽ ὀφέλλεται,
αὐτοὶ δ᾽ ὑπ᾽ αὐτῶν ἔνδοθεν πορθούμεθα.
Σαν τώρα εσείς μ' αυτά τα ξώφρενα τρεχιά σας
δεξά ζερβά δειλία κακόψυχη σκορπάτε
μες στο στρατό μας, κ' έτσ' οί εχθροί, πόχομ' απόξω,
βρίσκουνε μια χαρά το πιο μεγάλο κέρδος,
ενώ εμείς μέσα φτείρομε τους εαυτούς μας.
195 τοιαῦτά τἂν γυναιξὶ συνναίων ἔχοις.
κεἰ μή τις ἀρχῆς τῆς ἐμῆς ἀκούσεται,
ἀνὴρ γυνή τε χὤ τι τῶν μεταίχμιον,
ψῆφος κατ᾽ αὐτῶν ὀλεθρία βουλεύσεται,
λευστῆρα δήμου δ᾽ οὔ τι μὴ φύγῃ μόρον.
Να τί κερδίζει όταν κανείς ζή με γυναίκες.
Μα όποιος την προσταγή μου, τώρα, δεν ακούση,
άντρας, γυναίκα, ή ό,τι κι άλλο πάει νάναι,
απόφαση θανατική τον περιμένει,
κι από τίς πέτρες του λαού δε θα ξεφύγη.
200 μέλει γὰρ ἀνδρί, μὴ γυνὴ βουλευέτω,
τἄξωθεν· ἔνδον δ᾽ οὖσα μὴ βλάβην τίθει.
ἤκουσας ἢ οὐκ ἤκουσας, ἢ κωφῇ λέγω;
Έχει έγνοια ο άντρας, η γυναίκα ας μη φροντίζη
για τα όξω· μέσ' ας κάθεται, χωρίς να βλάφτη.
Άκουσες, ή δεν άκουσες, ή σε κουφή τα λέω;
  Χορός
ὦ φίλον Οἰδίπου τέκος, ἔδεισ᾽ ἀκούσασα
τὸν ἁρματόκτυπον ὄτοβον ὄτοβον,
ΧΟΡΟΣ
   Ώ καλογυιέ του Οιδίποδα,
   επήρα φόβο π' άκουσα το βρόντημα,
205 ὅτε τε σύριγγες ἔκλαγξαν ἑλίτροχοι,
ἱππικῶν τ᾽ ἀπύαν πηδαλίων διὰ στόμα
πυριγενετᾶν χαλινῶν.
   το βρόντημ' απ' τ' αμάξια τα βαρύχτυπα
   και πόκριξαν ταξόνια τροχοκίνητα
   κι άκουσα στων αλόγων ν' αναδεύουν
   γύρω το στόμα, της φωτιάς γεννήματα,
   τα γκέμια, πού τά τιμονεύουν.
  Ἐτεοκλής
τί οὖν; ὁ ναύτης ἆρα μὴ ᾽ς πρῷραν φυγὼν
πρύμνηθεν ηὗρε μηχανὴν σωτηρίας,
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Καί τί; μην τάχα ο ναύτης, αν από την πρύμνα
στην πλώρη τρέξη, θαβρή τρόπο να γλυτώση,
210 νεὼς καμούσης ποντίῳ πρὸς κύματι; σάν πάρη πια το κύμα δίπλα το καράβι;
  Χορός
ἀλλ᾽ ἐπὶ δαιμόνων πρόδρομος ἦλθον ἀρ-
χαῖα βρέτη, θεοῖσι πίσυνος, νιφάδος
ὅτ᾽ ὀλοᾶς νειφομένας βρόμος ἐν πύλαις·
δὴ τότ᾽ ἤρθην φόβῳ πρὸς μακάρων λιτάς, πόλεως
ΧΟΡΟΣ
   Μα ήρθα μ' ασπούδα τρέχοντας
   προς των θεών μας τα παλιά τ' αγάλματα
   πόχω σ' αυτούς μονάχα όλα τα θάρρη μου,
   όταν πάνω στίς πύλες μας μανίζοντας
215 ἵν᾽ ὑπερέχοιεν ἀλκάν.    τ' άγριο τουφάνι της χιονιάς βροντούσε·
   τότ' απ' το φόβο να προσπέσω πέταξα
   στη θεότη, νάθε με βοηθούσε.
  Ἐτεοκλής
πύργον στέγειν εὔχεσθε πολέμιον δόρυ.
οὐκοῦν τάδ᾽ ἔσται πρὸς θεῶν· ἀλλ᾽ οὖν θεοὺς
τοὺς τῆς ἁλούσης πόλεος ἐκλείπειν λόγος.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Εύχεστε να βαστά στού εχθρού το δόρυ ο πύργος,
κι αυτό συμφέρει τους θεούς· γιατί δε λένε
πως σαν μια πολιτεία χαθή, πάν κι οι θεοί της;
  Χορός
μήποτ᾽ ἐμὸν κατ᾽ αἰῶνα λίποι θεῶν
ΧΟΡΟΣ
Άμποτ' όσο που ζω μην ποτέ μου μ' αφήση
220 ἅδε πανάγυρις, μηδ᾽ ἐπίδοιμι τάνδ᾽
ἀστυδρομουμέναν πόλιν καὶ στράτευμ᾽
ἁπτόμενον πυρὶ δαΐῳ.
των θεών αυτή η σύναξη, μήτε να δω
   εχθρού πόδι την πόλη μου αυτή να πατήση
   καί να την διαγουμίση
   κι από φλόγες ζωσμένο εχθρικές το λαό.
  Ἐτεοκλής
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς·
πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Μπορείς να κράζης τους θεούς, μα δίχως κ' έτσι
το νου να χάνης· γιατί, ξέρε, η πειθαρχία
225 μήτηρ, γυνὴ σωτῆρος· ὧδ᾽ ἔχει λόγος. της νίκης είναι καί της σωτηρίας μητέρα.
  Χορός
ἔστι· θεοῦ δ᾽ ἔτ᾽ ἰσχὺς καθυπερτέρα·
πολλάκι δ᾽ ἐν κακοῖσι τὸν ἀμάχανον
κἀκ χαλεπᾶς δύας ὕπερθ᾽ ὀμμάτων
κρημναμενᾶν νεφελᾶν ὀρθοῖ.
ΧΟΡΟΣ
   Ναί, μα πιο του θεού τρανή η δύναμη ακόμα·
   καί συχνά κ' έναν όπου δε βλέπει σωσμό
   στη φορτούνα καί πια του σκεπάζει
   μαύρο νέφος τα μάτια, απ' τον άγριο χαμό
   τον σηκώνει με μιας καί γερό τόνε βγάζει.
230 Ἐτεοκλής
ἀνδρῶν τάδ᾽ ἐστί, σφάγια καὶ χρηστήρια
θεοῖσιν ἕρδειν πολεμίων πειρωμένους ·
σὸν δ᾽ αὖ τὸ σιγᾶν καὶ μένειν εἴσω δόμων.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Δουλειά 'ναι των αντρών στους θεούς θυσίες να κάνουν
καί τη βουλή τους να ρωτούν πρίν πιάση η μάχη·
δουλειά σου εσένα, να σωπάς καί να μένης σπίτι.
  Χορός
διὰ θεῶν πόλιν νεμόμεθ᾽ ἀδάματον,
δυσμενέων δ᾽ ὄχλον πύργος ἀποστέγει.
ΧΟΡΟΣ
Νάν' αδάμαστ' η πόλη μας, στους θεούς το χρωστούμε
κι απ' τα πλήθη του εχθρού να μας σκέπουν οι πύργοι·
235 τίς τάδε νέμεσις στυγεῖ; ποια γι' αυτά μου λοιπόν κατηγόρια φοβούμαι;
  Ἐτεοκλής
οὔτοι φθονῶ σοι δαιμόνων τιμᾶν γένος·
ἀλλ᾽ ὡς πολίτας μὴ κακοσπλάγχνους τιθῇς,
εὔκηλος ἴσθι μηδ᾽ ἄγαν ὑπερφοβοῦ.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Τους θεούς για να τιμάς εγώ δε σ' εμποδίζω,
μα για να μη λιγόκαρδους τους άλλους κάνης,
κάθου ήσυχη κι ας μη σε παραπαίρνει ό φόβος.
  Χορός
ποτίφατον κλύουσα πάταγον ἀνάμιγα
ΧΟΡΟΣ
Σύσμιχτο άκουσα πάταγο τώρα πρί λίγην ώρα
240 ταρβοσύνῳ φόβῳ τάνδ᾽ ἐς ἀκρόπτολιν,
τίμιον ἕδος, ἱκόμαν.
καί διωγμένη απ' τον τρόμο στην ακρόπολη τούτη,
των θεών άγιαν έδρα, ήρθα τρέχοντας φόρα.
  Ἐτεοκλής
μή νυν, ἐὰν θνῄσκοντας ἢ τετρωμένους
πύθησθε, κωκυτοῖσιν ἁρπαλίζετε.
τούτῳ γὰρ Ἄρης βόσκεται, φόνῳ βροτῶν.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Μη λοιπόν τώρ' αν τύχη ή σκοτωμούς κι ακούτε
ή λαβωμούς, σ' άγρια ξεφωνητά ξεσπάτε,
κι ο Άρης μ' αυτά 'ναι πού μεθά, μ' ανθρώπινο αίμα.
245 Χορός
καὶ μὴν ἀκούω γ᾽ ἱππικῶν φρυαγμάτων.
ΧΟΡΟΣ
Θέ μου, καί να, γρικώ να φρουμανίζουν τ' άτια.
  Ἐτεοκλής
μή νυν ἀκούουσ᾽ ἐμφανῶς ἄκου᾽ ἄγαν.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Κι αν τα γρικάς κάνε πώς δε γρικάς καί τόσο.
  Χορός
στένει πόλισμα γῆθεν, ὡς κυκλουμένων.
ΧΟΡΟΣ
Απόβαθα στενάζει η γης· μας περιζώνουν.
  Ἐτεοκλής
οὐκοῦν ἔμ᾽ ἀρκεῖ τῶνδε βουλεύειν πέρι.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Εγώ 'μαι δω τα μέτρα μου γι' αυτά να πάρω.
  Χορός
δέδοικ᾽, ἀραγμὸς δ᾽ ἐν πύλαις ὀφέλλεται.
ΧΟΡΟΣ
Τρέμω, το τράνταγμα στις πύλες κι όλο αυξαίνει.
250 Ἐτεοκλής
οὐ σῖγα μηδὲν τῶνδ᾽ ἐρεῖς κατὰ πτόλιν;
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Σώπα, δεν παύεις πια να λες τέτοια στην πόλη;
  Χορός
ὦ ξυντέλεια, μὴ προδῷς πυργώματα.
ΧΟΡΟΣ
Άγιοι θεοί, τα κάστρα μας μην παρατάτε.
  Ἐτεοκλής
οὐκ ἐς φθόρον σιγῶσ᾽ ἀνασχήσῃ τάδε;
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Κακή ώρα νάχης! δε θα πής πια να λουφάξης;
  Χορός
θεοὶ πολῖται, μή με δουλείας τυχεῖν.
ΧΟΡΟΣ
Από σκλαβιά φυλάχτε με, ώ θεοί της χώρας!
  Ἐτεοκλής
αὐτὴ σὺ δουλοῖς κἀμὲ καὶ πᾶσαν πόλιν.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Συ ρίχτεις στη σκλαβιά καί σε κι όλη την πόλη.
255 Χορός
ὦ παγκρατὲς Ζεῦ, τρέψον εἰς ἐχθροὺς βέλος.
ΧΟΡΟΣ
Δία, στρέψε στους εχθρούς τα βέλη της οργής σου.
  Ἐτεοκλής
ὦ Ζεῦ, γυναικῶν οἷον ὤπασας γένος.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Δία, πράμα πού ηύρες να μας δώσης, τίς γυναίκες!
  Χορός
μοχθηρόν, ὥσπερ ἄνδρας ὧν ἁλῷ πόλις.
ΧΟΡΟΣ
Τρισάθλιο, σαν τους άντρες πού τους παίρνουν σκλάβους.
  Ἐτεοκλής
παλινστομεῖς αὖ θιγγάνουσ᾽ ἀγαλμάτων;
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Πάλι κακογλωσσάς, ενώ αγγίζεις τ' αγάλματα;
  Χορός
ἀψυχίᾳ γὰρ γλῶσσαν ἁρπάζει φόβος.
ΧΟΡΟΣ
Τη γλώσσα, της λιγόψυχης, μού αρπάζει ο φόβος.
260 Ἐτεοκλής
αἰτουμένῳ μοι κοῦφον εἰ δοίης τέλος.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Αν σου ζητούσα, μια μικρή μούκανες χάρη;
  Χορός
λέγοις ἂν ὡς τάχιστα, καὶ τάχ᾽ εἴσομαι.
ΧΟΡΟΣ
Όσο μπορείς πιο γρήγορα λέγε να δούμε.
  Ἐτεοκλής
σίγησον, ὦ τάλαινα, μὴ φίλους φόβει.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Σώπα, δυστυχισμένη· καί μη δειλιάζεις τους δικούς σου.
  Χορός
σιγῶ· σὺν ἄλλοις πείσομαι τὸ μόρσιμον.
ΧΟΡΟΣ
Σωπαίνω κι ότι 'ναι γραφτό μ' όλους ας πάθω.
  Ἐτεοκλής
τοῦτ᾽ ἀντ᾽ ἐκείνων τοὔπος αἱροῦμαι σέθεν.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Αντίς εκείνα, αυτό σου προτιμώ το λόγο.
265 καὶ πρός γε τούτοις, ἐκτὸς οὖσ᾽ ἀγαλμάτων,
εὔχου τὰ κρείσσω, ξυμμάχους εἶναι θεούς·
κἀμῶν ἀκούσασ᾽ εὐγμάτων, ἔπειτα σὺ
ὀλολυγμὸν ἱερὸν εὐμενῆ παιώνισον,
Ἑλληνικὸν νόμισμα θυστάδος βοῆς,
καί τούτο ακόμα· από τ' αγάλματα τραβήξου
καί στους θεούς τη μόνη ευχή π' αξίζει κάνε,
νά ναι μαζί μας σύμμαχοι· κι όταν θα κούσης
τα τάμματά μου εμένα, ψάλλ' εσύ κατόπι
τον άγιο ολολυγμό σαν αίσιο παιάνα,
συνήθειο ελληνικό στίς θυσίες επάνω,
270 θάρσος φίλοις, λύουσα πολέμιον φόβον. θάρρος στους φίλους, πού σκορπά του εχθρού το φόβο.
  ἐγὼ δὲ χώρας τοῖς πολισσούχοις θεοῖς,
πεδιονόμοις τε κἀγορᾶς ἐπισκόποις,
Δίρκης τε πηγαῖς, ὕδατί τ᾽ Ἰσμηνοῦ λέγω
εὖ ξυντυχόντων καὶ πόλεως σεσωμένης,
Λοιπόν, στης χώρας τους θεούς τους πολιούχους,
στους προστάτες των κάμπων καί της αγοράς μας,
στης Δίρκης τίς πηγές καί στού Ισμηνού το ρέμμα
τάζω, αν μας έρθουν δεξιά καί σωθή η πόλη,
275 μήλοισιν αἱμάσσοντας ἑστίας θεῶν,
[ταυροκτονοῦντας θεοῖσιν, ὧδ᾽ ἐπεύχομαι]
θύσειν τροπαῖα, δαΐων δ᾽ ἐσθήματα,
στέψω λάφυρα δουρίπληχθ᾽ ἁγνοῖς δόμοις.
[στέψω πρὸ ναῶν, πολεμίων δ᾽ ἐσθήματα.]
ποτάμι το αίμα από τ' αρνιά να τρέξη απάνω
στους βωμούς των θεών, γιορτάζοντας τη νίκη,
καί τους αγίους των τους ναούς θέ να στολίσω
μ' εχθρών αρματωσιές κονταροκαρφωμένες.
280 τοιαῦτ᾽ ἐπεύχου μὴ φιλοστόνως θεοῖς,
μηδ᾽ ἐν ματαίοις κἀγρίοις ποιφύγμασιν·
οὐ γάρ τι μᾶλλον μὴ φύγῃς τὸ μόρσιμον.
Τέτοιες ευχές καί συ να κάνης δίχως θρήνους,
μηδέ με μάταια κι άγρια σκούγματα τρόμου,
πού δε γλυτώνεις πιότερο μ' αυτά απ' τη μοίρα.
  ἐγὼ δέ γ᾽ ἄνδρας ἓξ ἐμοὶ σὺν ἑβδόμῳ
ἀντηρέτας ἐχθροῖσι τὸν μέγαν τρόπον
Μα εγώ θα πάω στίς εφτά του κάστρου πύλες
έξ πολεμάρχους καί με μένα εφτά να στήσω
285 εἰς ἑπτατειχεῖς ἐξόδους τάξω μολών,
πρὶν ἀγγέλους σπερχνούς τε καὶ ταχυρρόθους
λόγους ἱκέσθαι καὶ φλέγειν χρείας ὕπο.
αντίκρυ στους εχθρούς μεγάλους αντιμάχους,
πρίν νάρθουν βιαστικά μηνύματα καί λόγια
γοργόσπαρτα κ' ή φωτιά 'νάψη απ' την ανάγκη.
     

 

Αρχή σελίδας
Μικρός Απόπλους
http://www.mikrosapoplous.gr/
Ιούλιος 2003